ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A349
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 43/2016)
10 Οκτωβρίου, 2017
[Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Π. ΠΑΝΑΓΗ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155(4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΑΡΤΕΜΗ ΙΑΚΩΒΟΥ, ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, ZEMCO CONSTRUCTION LTD ΚΑΙ IACOVOU-ZEMCO JV ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ CERTIORARI,
Εφεσειόντων-Αιτητών
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 15, 16, 17 ΚΑΙ 30 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 27, 28, 29, 32, 33 ΚΑΙ 34 ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΕΦ. 155, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 6 ΚΑΙ 8 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 45 ΚΑΙ 46 ΤΟΥ Ν. 188(1)/2007 (ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ ΔΙΑ ΤΩΝ Ν. 58(Ι)/2012 ΚΑΙ Ν. 192(Ι)/2012), ΤΟ ΑΡΘΡΟ 29 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1997, ΤΟ ΑΡΘΡΟ 9(2) ΤΟΥ ΚΕΦ. 6 ΚΑΙ ΤΗ Δ.39 Θ.20 ΚΑΙ 21 ΤΩΝ ΘΕΣΜΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ, ΣΤΙΣ 26.11.2015. ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΟΜΕΡΟΥΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΕ ΑΡ. 197/2015.
----------------------
Δημήτρης Μιχαηλίδης για Χρίστο Μ. Τριανταφυλλίδη, για τους Εφεσείοντες.
----------------------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Δικαστή Π. Παναγή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Με αίτηση τους οι εφεσείοντες επεδίωξαν την παραχώρηση άδειας από το Ανώτατο Δικαστήριο για την καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος της φύσης certiorari για ακύρωση διατάγματος αποκάλυψης τραπεζικών λογαριασμών που εξέδωσε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, μεταξύ άλλων, εναντίον των εφεσειόντων, δυνάμει των άρθρων 45 και 46 του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007, Ν.188(Ι)/2007 (στο εξής «ο Νόμος»).
Το διάταγμα αποκάλυψης εξασφαλίστηκε από την Αστυνομία στα πλαίσια διερεύνησης των συνθηκών κατακύρωσης δύο συμβολαίων του Συμβουλίου Αποχετεύσεως Λάρνακας (στο εξής «ΣΑΛ»), ένα εκ των οποίων, το συμβόλαιο C12, κατακυρώθηκε στην εφεσείουσα κοινοπραξία των εταιρειών Iacovou Brothers Construction Ltd και Zemco Construction Limited, Iacovou-Zemco JV. Ως αναφέρεται στην ένορκη δήλωση του Αρχ/Λοχία 3645, Μ. Αντωνίου, που υποστήριζε την αίτηση της Αστυνομίας, διευθυντές της κοινοπραξίας, είναι οι προαναφερόμενες εταιρείες, ενώ διευθυντές της εφεσείουσας Zemco Construction Limited, είναι οι εφεσείοντες Αρτέμης Ιακώβου και Νεόφυτος Κωνσταντίνου.
Σε αυτό το σημείο, θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε το μέρος εκείνο του διατάγματος αποκάλυψης το οποίο για σκοπούς της έφεσης μας ενδιαφέρει:
«Μετά από αίτηση της Αστυνομίας που παρουσιάστηκε προς ακρόαση στο δικαστήριο τούτο, στην παρουσία του Αρχ/Λοχ 3645 Μ. Αντωνίου φδι ΤΑΕ Λάρνακας αφού ανέγνωσε την ένορκη δήλωση που κατατέθηκε από ή από μέρους του αιτητή ενίσχυση της αίτησης αυτής έχει ικανοποιηθεί για τα εξής:
(α) υπάρχει εύλογη υποψία ότι συγκεκριμένα πρόσωπα και εταιρείες διέπραξαν ή έχουν ωφεληθεί από την διάπραξη καθορισμένου αδικήματος και/ή υπάρχουν χρηματοοικονομικές συναλλαγές οι οποίες αναφέρονται πιο πάνω και δημιουργούν εύλογες υποψίες ότι τα συγκεκριμένα πρόσωπα ενέχονται σε αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή ότι οι συναλλαγές αυτές ενδέχεται να συνδέονται με τέτοια αδικήματα.
(β) υπάρχει εύλογη υποψία ότι, οι εν λόγω πληροφορίες είτε μόνες τους είτε σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία ενδέχεται να είναι ουσιαστικής σημασίας στις έρευνες για τις οποίες έχει υποβληθεί η αίτηση για αποκάλυψη.
(γ) οι συγκεκριμένες πληροφορίες δεν εμπίπτουν στην κατηγορία των προνομιούχων πληροφοριών και
(δ) υπάρχει εύλογη αιτία ότι είναι προς το δημόσιο συμφέρον να παρασχεθούν ή αποκαλυφθούν οι ζητηθείσες πληροφορίες. Λαμβανομένου υπόψιν
(i) του οφέλους το οποίο ενδέχεται να προκύψει για την έρευνα από την αποκάλυψη ή παροχή των εν λόγω πληροφοριών και
(ii) των συνθηκών κατοχής των εν λόγω πληροφοριών από τους κατόχους τους.
Διά τους παρόντος εκδίδει διάταγμα αποκάλυψης δυνάμει των άρθρων 45 και 46 του Περί παρεμπόδισης και καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, Νόμων του 2007 έως 2012, Ν.188(I)/2007, N.58(Ι)/2010, Ν.80(I)/2012 και Ν.192(I)/2012, με το οποίο διατάσσει τους Διευθυντές των πιο πάνω Τραπεζών και Συνεργατικών Ιδρυμάτων, όπως μέσα σε επτά ημέρες από την επίδοση του παρόντος διατάγματος αποκαλύψουν/παραδώσουν στην Αστυνομία τα ακόλουθα έγγραφα τα οποία αφορούν τα ακόλουθα φυσικά και νομικά πρόσωπα: .»
Με την αίτηση των εφεσειόντων προωθούνταν διάφοροι λόγοι οι οποίοι, κατά τους ίδιους, καταδείκνυαν ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο εκδίδοντας το εν λόγω διάταγμα αποκάλυψης, ενήργησε κατά έκδηλη και καταφανή πλάνη ή δεν είχε δικαιοδοσία ή υπερέβη τη δικαιοδοσία του.
Η αδελφή μας Δικαστής η οποία επιλήφθηκε της πιο πάνω αίτησης, με απόφαση της απέρριψε το αίτημα θεωρώντας ότι δεν είχε καταδειχθεί εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση για τους λόγους που προωθούνταν ή ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο ενήργησε αντινομικά και εκτός νομολογιακού πλαισίου, όπως είχε εισηγηθεί ο συνήγορος των εφεσειόντων. Απόφαση η οποία προσβάλλεται με την παρούσα έφεση.
Με το εφετήριο προβλήθηκαν, αρχικώς, τρεις λόγοι έφεσης εκ των οποίων οι δύο αποσύρθηκαν με τη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου των εφεσειόντων. Παραμένει τώρα ως μοναδικός λόγος έφεσης ο 1ος λόγος, με τον οποίο οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πως ο εκδώσας το διάταγμα δικαστής προβληματίστηκε και ασχολήθηκε με το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που υποστήριζε την αίτηση της Αστυνομίας για αποκάλυψη, είναι εσφαλμένη.
Κατά τους εφεσείοντες, η υπογραφή ενός διατάγματος και η λεκτική αναφορά ενός Δικαστηρίου ως προς την ύπαρξη εύλογης υποψίας και η επανάληψη των προνοιών του Νόμου, δεν εξισώνονται «με αναντίλεκτο γεγονός επαρκούς μελέτης του περιεχομένου του όρκου, καθώς κάτι τέτοιο θα καταστρατηγούσε τις πρόνοιες και τη σημασία του Νόμου και τη συνταγματική επιταγή για αιτιολογημένη απόφαση.» Ούτε η χειρόγραφη «προσθήκη» του εκδώσαντα το διάταγμα δικαστή, αναφορικά με την ερμηνεία του όρου «προνομιούχα πληροφορία» επιμαρτυρεί ή καταγράφει τη διαδρομή της δικανικής σκέψης-αιτιολόγησης του Δικαστηρίου. Παραπέμπουν, οι εφεσείοντες, και στον μεγάλο αριθμό υπόπτων και στη «άσχετη μαρτυρία, σημαντική μαρτυρία (μετά από εκτέλεση εντάλματος έρευνας) υπό αμφισβήτηση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου», εισηγούμενοι ότι θα έπρεπε να συγκεκριμενοποιηθούν οι υποψίες για κάθε ένα από τους καθ' ων η αίτηση και ταυτόχρονα να καθοριστεί η μαρτυρία στην οποία αυτές στηρίχθηκαν.
Συμφωνούμε με την ευπαίδευτη πρωτόδικο Δικαστή ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να δείξουν ότι έχουν εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση. Όπως πολύ ορθά επισημάνθηκε πρωτοδίκως, το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε ενώπιον του «λεπτομερή καταγραφή γεγονότων, από τα οποία αναδύονται λόγοι για τους οποίους θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι υπάρχει εύλογη υποψία». Εν προκειμένω, η πολυσέλιδη ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση της Αστυνομίας, αναφερόταν αναλυτικά και λεπτομερώς στη διαδικασία που οδήγησε στην κατακύρωση της προσφοράς - σε σχέση με το συμβόλαιο C12 - στην παραπάνω κοινοπραξία και την εμπλοκή διαφόρων φυσικών προσώπων. Δεν χρειάζεται να προβούμε σε λεπτομερή αναφορά του περιεχομένου της ένορκης δήλωσης. Θα περιοριστούμε σε όσα θεωρούμε αναγκαία για τους σκοπούς της έφεσης.
Ανάμεσα στους εννέα προσφοροδότες για το εν λόγω συμβόλαιο, ήταν και η εταιρεία Cybarco Ltd (στο εξής «η Cybarco»), της οποίας η προσφορά ήταν η δεύτερη χαμηλότερη. Η χαμηλότερη όλων των προσφορών ήταν αυτή της κοινοπραξίας Iacovou-Zemco JV. Διαπιστώθηκε, όμως, ότι η Cybarco «εκ παραδρομής» είχε μεταφέρει λάθος ποσό από τη σχετική σελίδα του Δελτίου Ποσοτήτων στη σελίδα Letter of Tender. Εάν το λάθος διορθωνόταν, ενέργεια στην οποία θα μπορούσε να προβεί η Επιτροπή Αξιολόγησης με βάση τους όρους προκήρυξης του διαγωνισμού, η Cybarco θα ήταν η χαμηλότερη προσφοροδότρια. Επ΄ αυτού ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής του ΣΑΛ, με επιστολή του προς τον Πρόεδρο του ΣΑΛ και Δήμαρχο Λάρνακας, εισηγήθηκε όπως το συμβόλαιο C12 κατακυρωθεί στη Cybarco ως η χαμηλότερη προσφοροδότρια, ενώ με άλλη επιστολή του προς τον νομικό σύμβουλο του ΣΑΛ ζήτησε τις απόψεις του, μεταξύ άλλων, για την έκθεση αξιολόγησης του διαγωνισμού.
Το θέμα παραπέμφθηκε στην Επιτροπή Προσφορών του ΣΑΛ, όπου σε συνεδρία της που ακολούθησε, ο Πρόεδρος του ΣΑΛ και Δήμαρχος Λάρνακας ζήτησε από το νομικό σύμβουλο του ΣΑΛ - ο οποίος, ως αναφέρεται στην ένορκη δήλωση της Αστυνομίας, ήταν δικηγόρος της εταιρείας Iacovou Brothers Construction Ltd - να αναλύσει τρία σημεία: «(α) Ποσό προσφοράς (Tender Amount), (β) Πρόγραμμα Εκτέλεσης Έργου (Works Program) και (γ) Μεθοδολογία Κατασκευής (Method Statement)», θέματα για τα οποία υπήρξαν διαφορετικές τοποθετήσεις. Ο Πρόεδρος του ΣΑΛ έθεσε ερώτημα κατά πόσο το ποσό που αναφέρεται στο έντυπο προσφοράς μπορεί να θεωρηθεί έγκυρη πρόταση όταν στο άθροισμα περιλαμβάνεται ποσό που δεν έπρεπε να συμπεριληφθεί. Ο νομικός σύμβουλος ανέφερε ότι το όλο θέμα έχρηζε διευκρίνισης, ενώ η Διευθύντρια του Έργου του ΣΑΛ ανέφερε ότι σύμφωνα με συγκεκριμένο όρο στα έγγραφα προσφοράς, αριθμητικά λάθη και λάθη μεταφοράς οφείλουν να διορθώνονται και ο προσφοροδότης δεσμεύεται με το διορθωμένο ποσό. Αναφέρεται περαιτέρω, στην ένορκη δήλωση, ότι η εν λόγω Διευθύντρια υπέδειξε, ακολούθως, πως η Επιτροπή Αξιολόγησης «θεώρησε ότι απλά μεταφέρθηκε το λάθος ποσό στο έντυπο προσφοράς, κάτι που έγινε και από άλλους προσφοροδότες στη συγκεκριμένη διαδικασία αλλά και σε προηγούμενες διαδικασίες του ΣΑΛ». Ο δε Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής του ΣΑΛ, παρεμβαίνοντας, ανέφερε ότι η Iacovou-Zemco JV είχε επίσης κάνει παρόμοιο λάθος στο παρελθόν, σε σχέση με το συμβόλαιο C11, το οποίο η Επιτροπή Αξιολόγησης χειρίστηκε ως λάθος μεταφοράς και το διόρθωσε. Εξετάζοντας το θέμα των Χρονικών Δεσμεύσεων (Works Program) o Πρόεδρος του ΣΑΛ ανέφερε ότι οι χρονικές παραβάσεις είναι ουσιαστικές και δημιουργούσαν απόκλιση από ουσιώδη όρο. Επί αυτού του σημείου η Διευθύντρια Έργου του ΣΑΛ υποστήριξε ότι οι ουσιαστικές χρονικές παραβάσεις δεν αφορούσαν τις εταιρείες Iacovou-Zemco JV και Cybarco. Ως προς τη Μεθοδολογία Κατασκευής (Method Statement), ο Πρόεδρος του ΣΑΛ ανέφερε ότι οι διευκρινίσεις δόθηκαν από την Επιτροπή Αξιολόγησης και όχι από τον προσφοροδότη, ο οποίος τις επιβεβαίωσε. Ο νομικός σύμβουλος του ΣΑΛ διερωτήθηκε για τη διαδικασία που «χρησιμοποιήθηκε», ενώ η Διευθύντρια Έργου του ΣΑΛ υποστήριξε ότι οι διευκρινίσεις στη μεθοδολογία δεν αφορούσαν κάτι το ουσιαστικό και ήταν όλα σύμφωνα με τα έγγραφα του συμβολαίου και τεχνικές προδιαγραφές, συμπληρώνοντας πως η ίδια διαδικασία ακολουθήθηκε και στα συμβόλαια C13 και C16 με επιτυχή προσφοροδότη την κοινοπραξία Iacovou-Zemco JV.
Η προσφορά της Cybarco τελικά θεωρήθηκε άκυρη από το Συμβούλιο Προσφορών διότι: (1) η μεθοδολογία διευκρίνησης των όρων προσφοράς στο τεχνικό μέρος δόθηκε από την Επιτροπή Αξιολόγησης και όχι από τη Cybarco και (2) η Cybarco παρουσιαζόταν ως η χαμηλότερη προσφοροδότρια μετά από διόρθωση αριθμητικού λάθους, χωρίς αυτό να βεβαιωθεί διαδικαστικά.
Οι δύο παραπάνω λόγοι απόρριψης της προσφοράς της Cybarco, καταγράφηκαν σε πρακτικό το οποίο αποθηκεύτηκε στον εξυπηρετητή του ΣΑΛ (στο εξής «το πρώτο πρακτικό») και απεστάλη στον τότε Αναπληρωτή Διευθυντή του ΣΑΛ για να διαβιβαστεί στο Δήμαρχο Λάρνακας για έγκριση, μετά από διόρθωση του από τον νομικό σύμβουλο του ΣΑΛ για νομοτεχνικούς λόγους. Παρεμβάλλουμε εδώ ότι κληθείς στο Τμήμα Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων της Αστυνομίας στις 2.9.2015, ο νομικός σύμβουλος του ΣΑΛ ανέφερε ότι μετά που επιθεώρησε το εν λόγω πρακτικό διαπίστωσε ότι ο λόγος που αναφερόταν ότι θεωρήθηκε άκυρη η προσφορά της Cybarco ήταν λανθασμένος καθότι ο μόνος λόγος, σύμφωνα με τη γνωμάτευση του, που θα μπορούσε να θεωρηθεί ουσιαστική παρέκκλιση, ήταν στο θέμα των χρονικών δεσμεύσεων του έργου.
Ο Πρόεδρος του ΣΑΛ και Δήμαρχος Λάρνακας απέστειλε επιστολή στη Cybarco με την οποία ανέφερε άλλους, διαφορετικούς λόγους για την απόρριψη της προσφοράς της. Δηλαδή ότι δεν υπέβαλε τη χαμηλότερη προσφορά και υπήρχε «ουσιώδης παράβαση σχετικά με την κρίσιμη διαδρομή της εκτέλεσης των εργασιών». Προσφυγή που υπεβλήθη από τη Cybarco στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών εναντίον της απόφασης αυτής, απεσύρθη στην πορεία, μετά από έλεγχο των διοικητικών φακέλων, επειδή η Cybarco πίστευε ότι η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών δεν εξετάζει τεχνικά θέματα, που ήταν ο δεύτερος λόγος απόρριψης της προσφοράς της (όπως της κοινοποιήθηκε με την επιστολή του Προέδρου του ΣΑΛ και Δημάρχου Λάρνακας). Ο λόγος αυτός, σύμφωνα με τη Διευθύντρια Έργου του ΣΑΛ, δεν αφορούσε τις εταιρείες Cybarco και Iacovou-Zemco JV «αφού ήδη η εταιρεία CYBARCO LTD έδωσε ικανοποιητικές διευκρινίσεις».
Κατόπιν ελέγχου που διενεργήθηκε από λειτουργό της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, διαπιστώθηκε ότι το πρώτο πρακτικό, το οποίο παραλήφθηκε από την Ελεγκτική Υπηρεσία στις 13.6.2013, ανταποκρινόταν στους λόγους απόρριψης της προσφοράς της Cybarco, όπως αναφέρθηκαν από το Δήμαρχο Λάρνακας στη παραπάνω συνεδρία της Επιτροπής Προσφορών και καταγράφηκε από πρακτικογράφο. Ακολούθως, στις 11.7.2015, περιήλθαν στην κατοχή της Ελεγκτικής Υπηρεσίας πρακτικά του Συμβουλίου Προσφορών του ΣΑΛ (στο εξής «το δεύτερο πρακτικό»), που τυπώθηκαν από ηλεκτρονικό υπολογιστή του ΣΑΛ, τα οποία παρουσιάζουν αλλαγές σε σχέση με τους λόγους για τους οποίους απερρίφθη η προσφορά της Cybarco. Οι λόγοι αυτοί συνάδουν με τους λόγους που δόθηκαν στη Cybarco με την επιστολή του Δημάρχου Λάρνακας. Περαιτέρω, κατόπιν ελέγχου που διενεργήθηκε στο Δικανικό Εργαστήριο Ηλεκτρονικών Δεδομένων, στον ηλεκτρονικό υπολογιστή και εξυπηρετητή του ΣΑΛ, στον οποίο αποθηκεύονταν όλα τα ηλεκτρονικά του έγγραφα, διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν, μεταξύ άλλων, δύο ηλεκτρονικά αρχεία που αφορούσαν στο πρώτο και το δεύτερο πρακτικό αντίστοιχα. Μεταξύ τους, τα δύο αρχεία είχαν ουσιώδεις διαφορές ως προς τους λόγους απόρριψης της προσφοράς της Cybarco, καθώς και άλλες διαφορές, μεταξύ των οποίων και η αφαίρεση αναφοράς της Διευθύντριας Έργου του ΣΑΛ σχετικά με τη μεταφορά του λάθος ποσού στο έντυπο προσφοράς, ως επίσης η αναφορά του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή του ΣΑΛ ότι η Iacovou-Zemco JV είχε κάνει ακριβώς το ίδιο λάθος στο παρελθόν, το οποίο διορθώθηκε. Ενώ θα έπρεπε να είχε παρουσιαστεί το πρώτο πρακτικό στην Ολομέλεια του ΣΑΛ για επικύρωση στις 23.4.2013, αντί τούτου παρουσιάστηκε το δεύτερο πρακτικό.
Εξάλλου, ο Πρόεδρος του ΣΑΛ και Δήμαρχος Λάρνακας, μαζί με την εταιρεία Iacovou Brothers Constructions Limited και δύο άλλες εταιρείες, ήταν μέτοχοι στην εταιρεία AGI (LARNACA) CARGO VILLAGE LTD (στο εξής «AGI»), η οποία ιδρύθηκε με σκοπό να δημιουργήσει και να διαχειριστεί τον νέο εμπορευματικό σταθμό στο αεροδρόμιο Λάρνακας. Κατά το 2012 όλες οι προσπάθειες για δημιουργία του νέου εμπορευματικού σταθμού σταμάτησαν, κυρίως εκ μέρους της AGI, και στις 22.5.2015 ο Δήμαρχος Λάρνακας παραχώρησε τις μετοχές που κατείχε σε αυτήν. Κατά την ανάληψη των καθηκόντων του ως Δήμαρχος, όμως, την 1.1.2012, δεν γνωστοποίησε την επαγγελματική σχέση που είχε με την εταιρεία Iacovou Brothers Construction Limited.
Αναφέρεται επίσης σε σχέση με πρόσωπο, κατονομαζόμενο, το οποίο εργάζεται με συμβόλαιο στο ΣΑΛ ως πολιτικός μηχανικός και επιβλέπει το συμβόλαιο C12, πως υπήρχε πληροφόρηση ότι διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον Ιάκωβο Ιακώβου, ένα εκ των διευθυντών της Iacovou Brothers Constructions Limited, και διευκόλυνε τις εργασίες της κοινοπραξίας Ιacovou-Zemco JV για το συμβόλαιο C12, υπογράφοντας έγγραφα που πιστοποιούσαν την εκτέλεση συγκεκριμένης εργασίας, χωρίς να διεξάγει τους απαραίτητους ελέγχους. Ωστόσο, το πρόσωπο αυτό ανέφερε ότι δεν γνώριζε τον Ιάκωβο Ιακώβου προσωπικά παρά μόνο επαγγελματικά και πως o τελευταίος του έδωσε επ' ευκαιρία του γάμου του το ποσό των 1000 ως δώρο.
Όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης:
«Φαίνεται, εκ πρώτης όψεως πάντοτε . ότι οι ενέργειες, πράξεις και συμπεριφορές που αποδίδονται στα εμπλεκόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένων και αιτητών αλληλοσυναρτώνται και διαπλέκονται, των μεν φυσικών προσώπων, αιτητών 1 και 2, ως εκ της ιδιότητας τους, διευθυντές στις εταιρείες οι οποίες συμμετείχαν ως κοινοπραξία σε διαγωνισμούς στους οποίους ανετέθη η προσφορά ή ως άμεσα συνδεδεμένες με την Iacovou Bros Construction Ltd.»
Το τι αποτελεί δέουσα αιτιολογία εξαρτάται από τη φύση και τα περιστατικά της υπόθεσης (βλ. Μ.Χ. Δικηγόρος (1993) 1 Α.Α.Δ. 734). Απόφαση η οποία παρέχει στο Εφετείο τη δυνατότητα να αντιληφθεί τους λόγους για τους οποίους το κατώτερο Δικαστήριο κατέληξε στην υπό αναφορά απόφαση του, θεωρείται ότι είναι δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη, (βλ. Neophytou v Police (1981) 2 CLR 195).
Στην προκειμένη περίπτωση, το άρθρο 46 του Νόμου[1] καθόριζε τις προϋποθέσεις έκδοσης του διατάγματος αποκάλυψης. Εξέταση του διατάγματος, το οποίο έχει παρατεθεί ανωτέρω, αποκαλύπτει ότι ο εκδώσας το διάταγμα δικαστής ικανοποιήθηκε στη βάση της ένορκης δήλωσης η οποία υποστήριζε την αίτηση της Αστυνομίας για αποκάλυψη, ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις που τίθενται στο Νόμο, καταγράφοντας τους λόγους για τους οποίους εξέδωσε το διάταγμα, ήτοι η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι συγκεκριμένα πρόσωπα και εταιρείες διέπραξαν ή έχουν ωφεληθεί από τα υπό διερεύνηση αδικήματα, καθώς και η εύλογη υποψία ότι οι πληροφορίες που θα αποκαλυφθούν ενδέχεται να είναι ουσιαστικής σημασίας στις έρευνες για τις οποίες υπεβλήθη η αίτηση για αποκάλυψη. Με βάση το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης της Αστυνομίας, η διαπίστωση του εκδώσαντος το διάταγμα δικαστή περί ύπαρξης εύλογης υποψίας ήταν δικαιολογημένη.
Δεν απαιτείτο η συγκεκριμενοποίηση των υποψιών για «κάθε καθ' ου» με ταυτόχρονο προσδιορισμό της μαρτυρίας επί της οποίας στηρίζονταν, όπως εισηγούνται οι εφεσείοντες. Η εύλογη υποψία αναδυόταν από το σύνολο του υλικού που το Δικαστήριο είχε ενώπιον του, ιδωμένο σφαιρικά, καθιστώντας αχρείαστη την «οποιαδήποτε περαιτέρω λεκτική κάλυψη και αιτιολόγηση της κατάληξης για έκδοση του επίδικου εντάλματος» (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Έκτορα Μαρκίδη, Πολιτική Έφεση Αρ. 514/2014, ημερομηνίας 2.4.2014). Εδώ θα πρέπει να υπενθυμιστεί ότι περί υποψίας ο λόγος, όρος που κατά τη συνηθισμένη του έννοια αναφέρεται σε κατάσταση εικασίας ή υπόθεσης. Όπως εξηγείται στην υπόθεση Hussien v Chong Fook Kam [1970] AC 942 (P.C.) (σελίδα 948):
«Suspicion in its ordinary meaning is a state of conjecture or surmise where proof is lacking 'I suspect but I cannot prove'. Suspicion arises at or near the starting-point of an investigation of which the obtaining of prima facie proof is the end.»
Δεν έχει καταδειχθεί λόγος που να δικαιολογεί την επέμβαση μας προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Η έφεση απορρίπτεται.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
/ΣΓεωργίου
[1] «46. (1) Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου υποβάλλεται αίτηση για έκδοση διατάγ΅ατος αποκάλυψης δύναται, αν πεισθεί ότι συντρέχουν οι αναφερό΅ενες στο εδάφιο (2) προϋποθέσεις, να εκδώσει διάταγ΅α το οποίο καλείται διάταγ΅α αποκάλυψης, απευθυνό΅ενο προς το πρόσωπο το οποίο, κατά την άποψή του, έχει στην κατοχή του την πληροφορία που αναφέρεται στην αίτηση ΅ε το οποίο καλεί το εν λόγω πρόσωπο όπως αποκαλύψει ή παραδώσει την πληροφορία στον ανακριτή ή/και σε άλλο κατονο΅αζό΅ενο στο διάταγ΅α πρόσωπο ΅έσα σε επτά η΅έρες ή ΅έσα σε άλλη ΅εγαλύτερη ή ΅ικρότερη προθεσ΅ία την οποία ήθελε ορίσει το δικαστήριο στο διάταγ΅α αν ήθελε κρίνει αυτό υπό τις περιστάσεις σκόπι΅ο.
(2) Οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) είναι οι ακόλουθες - 3 του 192(Ι) του 2012.
(α) (i) Η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι συγκεκρι΅ένο πρόσωπο διέπραξε ή έχει ωφεληθεί από τη διάπραξη καθορισ΅ένου αδική΅ατος, ή η ύπαρξη χρη΅ατοοικονο΅ικής συναλλαγής η οποία δη΅ιουργεί εύλογη υποψία ότι πρόσωπο ενέχεται σε αδική΅ατα νο΅ι΅οποίησης εσόδων από παράνο΅ες δραστηριότητες ή χρη΅ατοδότησης της τρο΅οκρατίας ή ότι η συναλλαγή ενδέχεται να σχετίζεται ΅ε τέτοια αδική΅ατα·
(ii) Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου «χρη΅ατοοικονο΅ική συναλλαγή» ση΅αίνει δραστηριότητα, όπως αυτή καθορίζεται στον ορισ΅ό των όρων «χρη΅ατοοικονο΅ικές δραστηριότητες» ή «άλλες δραστηριότητες» στο άρθρο 2 του παρόντος Νό΅ου·
(β) η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι η εν λόγω πληροφορία είτε ΅όνη της είτε σε συνδυασ΅ό ΅ε άλλα στοιχεία ενδέχεται να είναι ουσιαστικής ση΅ασίας στις έρευνες για τις οποίες έχει υποβληθεί η αίτηση για αποκάλυψη·
(γ) το ότι η πληροφορία δεν ε΅πίπτει στην κατηγορία των προνο΅ιούχων πληροφοριών· (δ) η ύπαρξη εύλογης αιτίας ότι είναι προς το δη΅όσιο συ΅φέρον να παρασχεθεί ή να αποκαλυφθεί η πληροφορία, λα΅βανο΅ένου υπόψη-
(i) του οφέλους το οποίο ενδέχεται να προκύψει για την έρευνα από την αποκάλυψη ή παροχή της εν λόγω πληροφορίας και
(ii) των συνθηκών κατοχής της εν λόγω πληροφορίας από τον κάτοχό της.»