ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2017:A341
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 308/2011)
6 Οκτωβρίου 2017
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
TOLGAY ERBEKCI,
Εφεσείων
- ΚΑΙ -
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,
Εφεσίβλητου
--------------------------------------------
Μ. Βλαδιμήρου, για τον Εφεσείοντα.
Δ. Παπαστεφάνου (κα), για τον Εφεσίβλητο.
--------------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο εφεσείων είχε καταχωρήσει αγωγή ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας επιδιώκοντας αποζημιώσεις για παραβίαση των ανθρωπίνων του δικαιωμάτων, απορρέουσες από το γεγονός ότι ενώ ήταν υπόδικος τέθηκε υπό κράτηση μαζί με καταδίκους στις κεντρικές φυλακές της Δημοκρατίας κατά παράβαση του άρθρου 10(1) του Νόμου αρ. 14/69, καθώς και γενικές αποζημιώσεις για παράβαση των προνοιών του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του άρθρου 4 της Σύμβασης κατά των Βασανιστηρίων και Άλλων Μορφών Σκληρής Απάνθρωπης και Εξευτελιστικής Μεταχείρισης και Τιμωρίας (Κυρωτικού Νόμου) Αρ. 235/90, όπως τροποποιήθηκε. Περαιτέρω, αξίωσε αποζημιώσεις για προσωπικές βλάβες, κακώσεις και τραυματισμούς που υπέστη λόγω ξυλοδαρμού και επίθεσης. Αξιώθηκαν επίσης τιμωρητικές και ή επαυξημένες αποζημιώσεις για αντισυνταγματική και άκρως παράνομη συμπεριφορά του εναγομένου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή αφού εξέτασε, ανέλυσε και αξιολόγησε τη σχετική μαρτυρία που δόθηκε. Πέραν του εφεσείοντος είχαν καταθέσει άλλοι πέντε μάρτυρες εκ μέρους του και οκτώ μάρτυρες εκ μέρους της εναγόμενης Δημοκρατίας μέσω του Γενικού Εισαγγελέα. Η μαρτυρία του εφεσείοντος ως ενάγοντα και των μαρτύρων αυτού χαρακτηρίστηκε από το Δικαστήριο ως αναξιόπιστη με τον εφεσείοντα να είχε αφήσει πολύ πτωχή εικόνα στο εδώλιο του μάρτυρος μη ενθυμούμενος την ημερομηνία του συμβάντος ή τον δεσμοφύλακα που τον κτύπησε ή την ώρα που έλαβε χώραν το επεισόδιο. Ο εφεσείων εν πάση περιπτώσει παρουσίασε μια υπερβολική εκδοχή ως προς τον κατ΄ ισχυρισμό ξυλοδαρμό του που δεν υποστηριζόταν ούτε από τα κλινικά ευρήματα του δικού του μάρτυρα. Ταυτόχρονα, ανεπιτυχώς προσπάθησε να παρουσιάσει μια προμελετημένη εκδοχή, ενώ θα αναμενόταν από αυτόν να γνώριζε κατά πόσο έκτιε ποινή φυλάκισης ως ήταν η θέση του ή ήταν απλώς υπόδικος εκκρεμούσης της διαδικασίας ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Κατά τον ίδιο τρόπο απέρριψε τη μαρτυρία του Huseyin Erdemirci, Μ.Ε.1, ο οποίος στον επίδικο χρόνο βρισκόταν στις κεντρικές φυλακές στην πτέρυγα 5 λόγω κατηγοριών που αντιμετώπιζε για ναρκωτικά, διότι παρά τη θέση του ότι είχε ο εφεσείων δεχθεί επίθεση από 8-10 δεσμοφύλακες εν τούτοις από την αντεξέταση διαφάνηκε ότι περιέπεσε σε πολλές αντιφάσεις και κατά την αμφισβήτηση της παρουσίας του στο συγκεκριμένο χώρο λόγω του ότι δεχόταν εκείνη την ώρα επίσκεψη από τη σύζυγο του στο επισκεπτήριο ο μάρτυρας παρέπεμπε συνεχώς στο κλειστό κύκλωμα και στις κάμερες που μπορούσαν να αποτυπώσουν τα γεγονότα. Είχε δε θέσει το επεισόδιο μεταξύ 9.00-9.30 π.μ. ενώ το επισκεπτήριο του είχε τελειώσει στις 8.45 π.μ. και ο ίδιος ο εφεσείων είχε θέσει χρονικά το επεισόδιο γύρω στις 8.00 π.μ. Αντιφατικός κρίθηκε και ο αδελφός του εφεσείοντος, Sener Erbecki, Μ.Ε.2, ως προς τις ώρες και ως προς το επακριβές επεισόδιο. Παρά το ότι είχε παραμείνει φυλακή 3½ χρόνια, δεν θυμόταν αν το πρόγραμμα επέβαλλε πρώτα καθαριότητα του κελιού και μετά πρόγευμα ή αντίστροφα. Τοποθέτησε το επεισόδιο μεταξύ 8.00-9.00 π.μ., αλλά είπε επίσης ότι είχαν πάει για πρόγευμα στις 8.00 π.μ. Οι επόμενοι δύο μάρτυρες δεν ήσαν καν παρόντες στη διάρκεια του επεισοδίου και δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν το Δικαστήριο να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα. Πρόκειται για τους Zehra Erbekci, Μ.Ε.3, μητέρα του εφεσείοντος και Gunnacir Erbekci, Μ.Ε.4, αδελφή του.
Ο ιατροδικαστής Π. Σταυριανός, Μ.Ε.5, είχε διαπιστώσει στην ιατροδικαστική του έκθεση ότι ο εφεσείων έφερε θλαστικές εκχυμώσεις διαμέτρου 7.2 εκατοστά, 5 εκατοστά, 4.5 εκατοστά και 2 εκατοστά στην πρόσθια επιφάνεια του άνω τριτημορίου του δεξιού βραχίονα, στη μεσότητα της δεξιάς κνήμης και στην έξω επιφάνεια της αριστεράς κνήμης. Διαπίστωσε επίσης εκδορές στην αριστερή υπερκλείδια χώρα μήκους 5.5 εκατοστών με καφοειδή εφελκίδα, 1.5 εκατοστών στο αριστερό γόνατο και στην έσω επιφάνεια της μεσότητας της αριστεράς κνήμης και άλλη στη ραχαία επιφάνεια του δεξιού ημιθωρακίου. Υπήρχαν επίσης πέντε μικροεκδορές με καφεοειδή εφελκίδα στη ραχιαία επιφάνεια του αριστερού άκρου ποδός από 0.3 έως 0.5 εκατοστών. Ο ιατροδικαστής είχε εξετάσει τον εφεσείοντα μια εβδομάδα μετά το επεισόδιο και η σχετική έκθεση του με τις παρατηρήσεις για τα τραύματα έγινε δεκτή από το Δικαστήριο. Δεν υπήρχαν τραύματα που να καταδείκνυαν ότι ο εφεσείων είχε προσπαθήσει να αμυνθεί με τα χέρια του. Οι εκδορές μπορεί να ήσαν απότοκες γδαρσιμάτων ή επίθεσης ή επαφής της χώρας με αντικείμενο, οι δε εκχυμώσεις απότοκες κτυπήματος με θλόν όργανο. Δεν βρήκε ενδείξεις ότι είχε κτυπηθεί στο πρόσωπο. Κατά το Δικαστήριο, ο Μ.Ε.5 δεν στήριξε τον ισχυρισμό του εφεσείοντος ότι είχε κτυπηθεί στο κεφάλι ή ότι παρουσίαζε οίδημα στη δεξιά παρειακή χώρα. Ούτε στήριζε τη δικογραφημένη εκδοχή του ότι κατά το δεκάμηνο διάστημα της κράτησης του στις φυλακές υπέστη αφόρητες ψυχικές πιέσεις και ότι κακοποιήθηκε βάναυσα.
Οι άλλοι δύο μάρτυρες ήσαν ο Ανδρέας Έλληνας, Μ.Υ.7, τότε αρχιδεσμοφύλακας που δεν είχε δει το επεισόδιο, αλλά είχε επαφές με τον τότε δικηγόρο του εφεσείοντος και την εκπρόσωπο των Ηνωμένων Εθνών που έδειξαν ενδιαφέρον μετά από σχετική καταγγελία και ο Δρ. Χρίστος Κυριάκου, Μ.Υ.8, που είχε εξετάσει ως ιατρός των φυλακών τον εφεσείοντα και είχε διαπιστώσει αμυχή μήκους τριών μ.μ. και πλάτους 2 μ.μ., μεταξύ άλλων, χωρίς να γνωρίζει από πού είχαν προέλθει.
Παρά το γεγονός ότι το Δικαστήριο αντιμετώπισε, όπως κατέγραψε, τη μαρτυρία των έξι πρώτων μαρτύρων υπεράσπισης με πολλή καχυποψία, την εκδοχή τους τη δέχθηκε διότι οι μάρτυρες δεν κλονίστηκαν κατά την αντεξέταση, η μαρτυρία τους ήταν σαφής και δεν υπήρχαν καίριες και ουσιώδεις αντιφάσεις. Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι τα γεγονότα εξελίχθηκαν όπως τα κατέθεσαν οι μάρτυρες υπεράσπισης και οποιεσδήποτε μικροδιαφορές ήσαν αναμενόμενες λόγω της παρόδου του χρόνου και αφορούσαν και την αντίληψη των δεσμοφυλάκων σχετικά με τις ύβρεις και απειλές που εκστόμισε ο εφεσείων εναντίον τους.
Η ουσιώδης διαφορά μεταξύ των διαδίκων δεν ήταν ότι δεν έγινε κάποιο επεισόδιο, αλλά ως προς το ποιός άρχισε το επεισόδιο και την έκταση αυτού. Ήταν η βασική θέση του εφεσείοντος ότι στις 23.8.2004 του ζητήθηκε από δεσμοφύλακα να καθαρίσει το χώρο έξω από το κελί του και τα αποχωρητήρια και ότι στην άρνηση του να το πράξει διότι είχε ήδη καθαρίσει τη δική του περιοχή, ο δεσμοφύλακας του τράβηξε το παντελόνι και τη φανέλα και κάλεσε γύρω στα οκτώ με δέκα άτομα μέσω ασυρμάτου τα οποία άρχισαν να τον κτυπούν και να του τραβούν τα ρούχα. Οι δεσμοφύλακες τον κτυπούσαν στο κεφάλι, στην πλάτη, στα χέρια και στα πόδια και με κάτι σιδερένιο τον κτύπησαν και στο κεφάλι. Εν τέλει, όπως ήταν τραυματισμένος στο κεφάλι, στον ώμο, στο χέρι και στο πόδι, τον περιόρισαν στο δωμάτιο απομόνωσης. Όταν τον επισκέφθηκε ο ιατρός των φυλακών αυτός κατέγραψε ότι η πληγή στο χέρι του ήταν μόνο 7 εκατοστά ενώ ήταν πολύ μεγαλύτερη γύρω στα 33 εκατοστά. Η οικογένεια του μαζί με το δικηγόρο του τον επισκέφθηκαν μόλις την τρίτη ημέρα του επεισοδίου όταν τους επετράπη, ενώ υπήρξε επίσκεψη και από εκπρόσωπο των Ηνωμένων Εθνών.
Η αντίθετη θέση του Μ.Υ.6 ήταν ότι κατά την πρωϊνή βάρδια την ώρα του επεισοδίου στον άνω όροφο της πτέρυγας 5 των φυλακών στην οποία διέμεναν υπόδικοι και όχι κατάδικοι, υπέδειξε στον εφεσείοντα λίγο μετά τις 8.30 π.μ. ο οποίος διέμενε σε κελί της πτέρυγας με τον αδελφό του, ότι θα έπρεπε να καθαρίσει το κελί και το χώρο μπροστά από αυτό. Ο εφεσείων του απάντησε ότι δεν ήταν γυναίκα για να καθαρίζει και ο μάρτυς του είπε ότι αν δεν το έπραττε, θα ζητούσε τη μεταφορά του στην ειδική πτέρυγα 8. Ο εφεσείων τότε σήκωσε το χέρι του για να τον κτυπήσει, αλλά τον είδε άλλος συνάδελφος ο οποίος τον κράτησε. Ζητήθηκε από το μάρτυρα βοήθεια μέσω ασυρμάτου για να καθησυχάσουν τον υπόδικο ο οποίος στη συνέχεια χειρονομούσε και φώναζε και σε κάποια στιγμή αφαίρεσε το κοντό παντελονάκι που φορούσε και άρχισε να τρέχει γυμνός στην πτέρυγα. Υπεδείχθη από άλλο δεσμοφύλακα να το φορέσει και ο εφεσείων αφού το έπραξε συνέχισε να χειρονομεί και να φωνασκεί και οι συνάδελφοι του τον μετέφεραν εκτός της πτέρυγας.
Οι υπόλοιποι μάρτυρες δεσμοφύλακες υποστήριξαν τη θέση ότι ζητήθηκε βοήθεια από τον Μ.Υ.6 μέσω ασυρμάτου και ο Μ.Υ.1 κατέθεσε ότι ο εφεσείων προσπάθησε να κτυπήσει το μάρτυρα κάτι το οποίο απεφεύχθη με την άμεση δική του παρέμβαση. Ενώ μαζί με τους Μ.Υ.5 και Μ.Υ.4 προσπαθούσαν να συνοδεύσουν τον εφεσείοντα σε άλλη πτέρυγα, αυτός αφαίρεσε το κοντό παντελονάκι του μένοντας γυμνός και στη σύσταση να το φορέσει ο εφεσείων τον κτύπησε στο λαιμό και αφού το φόρεσε κτύπησε τον Μ.Υ.5 στο πόδι χωρίς λόγο. Τον κρατούσαν αναγκαστικά από τα άκρα και τον οδήγησαν στην ειδική πτέρυγα 8, ενώ ο εφεσείων τους έβριζε και τους απειλούσε. Κατά τη μαρτυρία του Μ.Υ.2 που είχε τρέξει να βοηθήσει στο επεισόδιο, ο εφεσείων στην προσπάθεια των δεσμοφυλάκων να τον μεταφέρουν στην ειδική πτέρυγα πρόβαλλε αντίσταση προτάσσοντας χέρια και πόδια προς όλες τις κατευθύνσεις, ενώ σε κάποια στιγμή ξέφυγε από τα χέρια τους, έπεσε στο έδαφος και ούρλιαζε και κλωτσούσε.
Παρόμοια ήταν και η μαρτυρία των υπολοίπων μαρτύρων με τον Μ.Υ.3,επιθεωρητή των φυλακών, να εξηγεί ότι ο εφεσείων είχε παραληφθεί στις φυλακές στις 17.2.2004 στη βάση σχετικού εντάλματος για υπόθεση ναρκωτικών. Είχε τοποθετηθεί από την πρώτη στιγμή στη πτέρυγα 5, που ήταν πτέρυγα κράτησης υποδίκων και είχε όλα τα δικαιώματα των προφυλακισμένων. Ο εφεσείων μπορούσε να δέχεται επισκέψεις από το δικηγόρο του, είχε δικαίωμα τηλεφωνικής επικοινωνίας με την οικογένεια του μια φορά την εβδομάδα και μπορούσε να δέχεται έξι επισκέψεις τον μήνα από μέλη της οικογένειας ή φίλους ή άτομα που κατά την κρίση του Διευθυντή των φυλακών θα μπορούσαν να βοηθήσουν ένα φυλακισμένο στην ομαλή διαβίωση του. Η μόνη υποχρέωση ενός υπόδικου είναι να καθαρίζει το δωμάτιο διαμονής του, να το διατηρεί σε τάξη και να διατηρεί καθαρό το χώρο του διαδρόμου μπροστά από το κελί του.
Ο Μ.Υ.8, γενικός ιατρός των φυλακών, κατέθεσε ότι όταν κλήθηκε να εξετάσει τον εφεσείοντα στις 26.8.2004, αυτός παρουσίαζε μικρή εκχύμωση μήκους τριών εκατοστών και πλάτους δύο εκατοστών, αμηχή μήκους τριών εκατοστών και πλάτους δύο εκατοστών, και μικρές εκχυμώσεις αριστερής κνήμης διαμέτρου κεφαλής καρφίτσας. Ο εφεσείων παρουσίαζε επίσης μικροεκδορές στην πλάτη.
Με την αποδοχή της μαρτυρίας των μαρτύρων υπεράσπισης και την απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντος και των μαρτύρων του, η ύπαρξη των τραυμάτων που διαπιστώθησαν μέσα από την ιατρική έκθεση του ιατροδικαστή Σταυριανού δεν ήταν αρκετή για να βοηθήσει την υπόθεση του εφεσείοντος ότι αυτός είχε υποστεί βασανιστήρια και άλλες μορφές σκληρής, απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης κατά το Νόμο αρ. 235/1990, ενώ δεν υπήρξε και οποιαδήποτε συμπεριφορά έναντι του που να παραβίαζε τα προνοούμενα από τις διεθνείς συμφωνίες σχετικά με την κράτηση ατόμων.
Είναι η θέση του εφεσείοντος μέσα από τους λόγους έφεσης και το περίγραμμα του ότι το Δικαστήριο έσφαλε στην αποτίμηση της μαρτυρίας και η όλη υπόθεση του εφεσείοντος στρεφόταν εναντίον κρατικής αρχής που είχε την υποχρέωση και καθήκον να έχει υπό ασφαλή κράτηση τον εφεσείοντα ως υπόδικο και σε κατάλληλο χώρο. Δεν ήταν υπόθεση εναντίον συγκεκριμένου ή συγκεκριμένων δεσμοφυλάκων, οι οποίοι παραδέχθησαν ως μάρτυρες υπεράσπισης ότι ενέχοντο στο επεισόδιο, αλλά χρησιμοποίησαν την ανάλογη βία. Κατά τον εφεσείοντα το ποιος κτύπησε πρώτος ήταν δευτερεύουσας σημασίας και θα έπρεπε να δοθεί σημασία στο ιατρικό δεδομένο ότι ο εφεσείων είχε σημάδια από κτυπήματα στο σώμα του. Όλες οι θέσεις του Δικαστηρίου περί αντιφάσεων ήσαν μη ουσιώδεις που δεν δικαιολογούσαν την απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντος, ενώ παραγνώρισε και τη μαρτυρία της ίδιας της υπεράσπισης σε αρκετά σημεία της οποίας υπήρξε παραδοχή ότι είχε χρησιμοποιηθεί πίεση ή προσπάθεια χρήσης ανάλογης βίας από τους δεσμοφύλακες.
Αντίθετη ήταν η θέση της εφεσίβλητης Δημοκρατίας ότι ορθά προσέγγισε το όλο ζήτημα το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθή δε ήταν και η αξιολόγηση επί της μαρτυρίας η οποία ήταν απολύτως αναγκαία για να διασαφηνιστούν τα γεγονότα που έλαβαν χώρα πριν το Δικαστήριο προχωρήσει να εξετάσει κατά πόσο τίθετο θέμα παραβίασης οποιωνδήποτε δικαιωμάτων.
Έχοντας παραθέσει ανωτέρω τη βασική δομή των γεγονότων όπως αυτά προέκυπταν από τη διαμετρικά αντίθετη μαρτυρία, η έφεση κρίνεται ανεδαφική. Σαφώς και το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αποτίμησε πρωτίστως τις διαφορετικές εκδοχές ώστε να καταλήξει στο αξιόπιστο ή μη των μαρτύρων ενώπιον του με στόχο βεβαίως να προχωρήσει στα ανάλογα ευρήματα του, όπως και έπραξε. Χωρίς αξιολόγηση και ευρήματα, κανένα Δικαστήριο δεν έχει το πραγματικό υπόβαθρο επί του οποίου να κρίνει τη νομική πτυχή. Έπεται ότι η θέση του εφεσείοντος ότι η υπόθεση στρεφόταν γενικώς εναντίον της Δημοκρατίας για μη ασφαλή κράτηση υποδίκου και όχι εναντίον συγκεκριμένων δεσμοφυλάκων τοποθετεί την άμαξα πριν από το άλογο. Προηγείτο η αξιολόγηση της μαρτυρίας των δεσμοφυλάκων την οποία εύλογα η πρωτόδικος Δικαστής αντιμετώπισε με την ανάλογη καχυποψία, προφανώς διότι η όποια κρατική υπηρεσία ενεργώντας διά του μηχανισμού που διαθέτει είναι εκ προϊμίου σε πλέον ισχυρή θέση έναντι ενός απλού πολίτη και δη κατάδικου ή υπόδικου.
Το Δικαστήριο όμως έδωσε πειστικούς λόγους για την αποδοχή της μαρτυρίας της υπεράσπισης έναντι αυτής του εφεσείοντος και των μαρτύρων του. Η υπερβολή στις θέσεις και κατάθεση του εφεσείοντος ήταν διάχυτη σ΄ όλη τη μαρτυρία του και αυτό διαφάνηκε από τη μαρτυρία του δικού του εμπειρογνώμονα Δρ. Σταυρινού, η οποία δεν υποστήριζε, αντικειμενικά πλέον, τη θέση του περί ξυλοδαρμού και βαναυσότητας. Η μαρτυρία του δεν απέκλειε την εκδοχή των δεσμοφυλάκων ότι χρησιμοποιήθηκε ανάλογη βία στην προσπάθεια τους να μεταφέρουν τον εφεσείοντα στην ειδική πτέρυγα 8. Οι εκδορές ήταν πιθανότατα αποτέλεσμα επαφής του σώματος με κάποια σκληρή επιφάνεια ή νύχια και οι εκχυμώσεις από πτώση ή γονάτισμα στο έδαφος. Οι κακώσεις γενικά δεν ήταν βαριές, δεν έχρηζαν ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και η εμπειρία του έδειχνε ότι αυτές ήσαν κακώσεις που προκλήθηκαν από άσκηση βίας άλλου ατόμου ή ατόμων στο σώμα.
Στη βάση των ανωτέρω, ό,τι προκλήθηκε στον εφεσείοντα ήταν αποτέλεσμα ή συνήδε με τα όσα οι μάρτυρες υπεράσπισης εξέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Η δε απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντος δεν άφηνε άλλα περιθώρια παρά την απόρριψη και της αγωγής. Κανένας από τους λόγους έφεσης δεν δύναται να ανατρέψει τη βασική αυτή ετυμηγορία. Η νομολογία είναι σαφής στο ότι η ευθύνη για την πρωταρχική αξιολόγηση της μαρτυρίας βαρύνει το πρωτόδικο Δικαστήριο και το Εφετείο δεν επεμβαίνει κατά κανόνα, (Λέντζας ν. Laos Bros Ltd, Πολ. Έφ. Αρ. 140/2011, ημερ. 22.12.2016), ECLI:CY:AD:2016:A577, εκτός και αν αυτή η αξιολόγηση και τα συνακόλουθα ευρήματα αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή είναι ανακόλουθα άλλων συμπερασμάτων, (Γιάλλουρος ν. Ψύλλα (2009) 1 Α.Α.Δ. 1552). Από την άλλη μικροαντιφάσεις που δεν επηρεάζουν το σύνολο της μαρτυρίας δεν ενέχουν ιδιαίτερη σημασία και σίγουρα όχι τέτοια που θα ανέτρεπαν μια κατά τα άλλα στερεά δομημένη απόφαση (Magistrato Gardens Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα (2012) 1 Α.Α.Δ. 220).
Ο εφεσείων, σύμφωνα και πάλι με την αποδεκτή μαρτυρία που κατέθεσε ο Μ.Υ.3, ουδέποτε κρατήθηκε με καταδίκους ή ισοβίτες και βρισκόταν πάντοτε στην πτέρυγα 5, με όλα τα δικαιώματα που παρέχονται στους εκεί κρατούμενους. Ο μάρτυρας αυτός δεν αντεξετάστηκε. Η εκ των υστέρων προσπάθεια κατ΄ έφεση ως προς το λόγο μη αντεξέτασης δεν αλλοιώνει το δεδομένο της μη αμφισβήτησης της ουσίας της μαρτυρίας του. Είναι δε λάθος η θέση ότι ο εφεσείων κρατείτο στην πτέρυγα 5 ως κατάδικος και όχι ως υπόδικος αφού ουδέποτε ο εφεσείων καταδικάστηκε. Η απόφαση στη Sener Erbekci κ.ά. ν. Αστυνομίας(2004) 2 Α.Α.Δ. 282, αφορά ακριβώς την κράτηση μέχρι τη δίκη. Και η απόφαση στη Δημοκρατία ν. Sener Erbecki, υπόθ. Αρ. 592/2004 του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, ημερ. 13.12.2004, επιβεβαιώνει ότι ο εφεσείων είχε προηγουμένως τύχει αναστολής ποινικής δίωξης, ενώ διέμενε στο κελί με τον τότε επίσης υπόδικο αδελφό του.
Η έφεση συνεπώς απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος και υπέρ της εφεσίβλητης Δημοκρατίας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ