ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A344
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. 130/2012
10 Οκτωβρίου, 2017
[ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΕΤΑΞΥ:
1. ΖΩΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΑΛΛΩΣ
ΖΩΗΣ ΛΑΜΠΡΟΥ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ
2. ΚΑΙΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ ΑΛΛΩΣ
ΚΑΙΤΗΣ ΛΑΜΠΡΟΥ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ
Εφεσειουσών/Εναγομένων 1 & 4
Και
HELLENIC BANK PUBLIC COMPANY LTD
Εφεσιβλήτων/Εναγόντων
-----------------
Ε. Πουλλά-Μακαρούνα (κα), για Εφεσείουσες/Εναγόμενες 1 & 4
Χρ. Μαυρικίου (κα) για κ. Αγ. Κακογιάννη, για Εφεσίβλητους/Ενάγοντες
ΠΑΝΑΓΗ Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Στις 2.3.09 η εφεσίβλητη τράπεζα καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου την υπ. Αρ. 1198/09 αγωγή εναντίον των εφεσειουσών και δύο ακόμη προσώπων, με την οποία αξίωνε (α) εναντίον όλων το ποσό των €166.393,06 πλέον τόκο προς 10,5% ετησίως επί ποσού €163.578,15 από 1.3.09 δυνάμει δανείου που παραχώρησε στην εφεσείουσα 1 υπό την εγγύηση των υπολοίπων και (β) εναντίον των εφεσειουσών διάταγμα πώλησης κτήματος τους στη Τσάδα, το οποίο υποθηκεύτηκε με την υποθήκη Υ3271/03 προς περαιτέρω εξασφάλισή αποπληρωμής του δανείου.
Η αγωγή επιδόθηκε στην εφεσείουσα 1 προσωπικώς και για λογαριασμό της εφεσείουσας 2 - μητέρας της, ενώ για τους άλλους δύο εναγόμενους επιδόθηκε στις 8.4.09. Παρά ταύτα ουδείς από τους εναγόμενους καταχώρισε σημείωμα εμφάνισης, με αποτέλεσμα στις 23.6.09, κατόπιν μονομερούς αίτησης της εφεσίβλητης, να εκδοθεί εναντίον όλων απόφαση/διάταγμα ως η απαίτηση. Απόφαση που κοινοποιήθηκε από τους δικηγόρους της εφεσίβλητης στις 27.7.09 στους δικηγόρους των εφεσειουσών, κατόπιν επιστολής των τελευταίων ημερ. 25.7.09 με την οποία δήλωναν πως είχαν οδηγίες να εμφανιστούν στο Δικαστήριο εκ μέρους των εφεσειουσών και ζητούσαν ενημέρωση για το στάδιο στο οποίο βρισκόταν η αγωγή.
Δεκαέξι περίπου μήνες μετά την έκδοση της απόφασης, στις 18.11.10, οι εφεσείουσες καταχώρισαν σημείωμα εμφάνισης και στη συνέχεια, στις 14.1.11, καταχώρισαν και αίτηση με την οποία ζητούσαν δυνάμει της Δ.17 θ.10 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών παραμερισμό και/ή ακύρωση της ερήμην εκδοθείσας απόφασης εναντίον τους.
Η αίτηση προσέκρουσε σε ένσταση της εφεσίβλητης και εν τέλει, μετά από ακροαματική διαδικασία, απορρίφθηκε με το αιτιολογικό ότι οι εφεσείουσες απέτυχαν να πείσουν ότι έχουν εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση στην απαίτηση της εφεσίβλητης και, περαιτέρω, οι εξηγήσεις που έδωσαν για την καθυστέρηση υποβολής της αίτησης δεν ήταν ικανοποιητικές και η αδιαφορία τους να την υποβάλουν έγκαιρα συνιστούσε ουσιαστικά περιφρόνηση του Δικαστηρίου.
Η αντίδραση των εφεσειουσών στην απόρριψη της αίτησης τους για παραμερισμό της επίδικης απόφασης εκδηλώθηκε με καταχώριση της υπό κρίση έφεσης στην οποία διατείνονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα (α) κατέληξε σε εύρημα ότι η αγωγή επιδόθηκε νομότυπα στις εναγομένες 1 και 4 (1ος λόγος έφεσης), (β) αποφάσισε ότι οι εφεσείουσες επέδειξαν αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην καταχώριση της αίτησης τους και εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη του τις ιδιαίτερες περιστάσεις και ψυχολογικά προβλήματα της εφεσείουσας 1 που δικαιολογούσαν την παρατηρηθείσα καθυστέρηση (2ος λόγος έφεσης), (γ) δεν έλαβε υπόψη του ότι η ηλικιωμένη και άρρωστη εφεσείουσα 2 ενεργούσε μέσω της εφεσείουσας 1 - θυγατέρας της (3ος λόγος έφεσης), και (δ) αποφάνθηκε πως δεν είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση (4ος λόγος έφεσης).
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων προώθησαν τις θέσεις τους, υπέρ ή εναντίον των λόγων έφεσης, με περιγράμματα αγόρευσης, τα οποία και υιοθέτησαν κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της έφεσης. Συγκεκριμένα:-
Σ΄ ό,τι αφορά τον πρώτο λόγο έφεσης, η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσειουσών καταλογίζει σφάλμα στο συμπέρασμα/εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσείουσες συγκατοικούν. Κάτι τέτοιο, προβλήθηκε, δεν τέθηκε ενώπιον του με οποιοδήποτε τρόπο και με αναφορά στις πρόνοιες της Δ.5 θ.2, στο άρθρο 32 του Συντάγματος και στις Κυπριακή Δημοκρατία ν. Πουλλή (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 1060 και Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ ν. Μιχαήλ (2003) 1 Α.Α.Δ. 1044, εισηγήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε αυτεπάγγελτα να εξετάσει αν όντως έγινε νομότυπη επίδοση για την εφεσείουσα 2 και επειδή δεν έγινε αυτό, θα έπρεπε να προχωρήσει σε παραμερισμό της επίδικης απόφασης.
Οι εφεσείουσες, αντέτεινε η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσίβλητης, διέμεναν στον ίδιο χώρο και στην ίδια πόλη και λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η εφεσείουσα 1 είναι θυγατέρα της εφεσείουσας 2, η επίδοση ήταν καθόλα σύμφωνη με τη Δ.5 θ.2. Παρέπεμψε επί τούτου στην Θεοδώρου κ.α. ν. Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Μακράσυκας (2003) 1 Α.Α.Δ. 1305.
Ο υπό κρίση λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.
Είναι νομολογημένο ότι σε περίπτωση λήψης ερήμην απόφασης χωρίς η αγωγή να είχε επιδοθεί, η απόφαση παραμερίζεται ex debito justitiae ως οφειλόμενο χρέος προς τη δικαιοσύνη (Γιωργαλλίδης ν. Χρίστου (1997) 1 Α.Α.Δ. 247, Ιερά Μητρόπολη Λεμεσού ν. Chr. P. Michaelides (Estates) Ltd (2002) 1 A.A.Δ. 43, J.Z. Classic Music Pro Ltd v. Alkodia Music Land (2002) 1 A.A.Δ. 1151 και Μανώλη ν. Ελληνική Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, Πολ. Εφ. 413/11 ημερ. 3.2.17), ECLI:CY:AD:2017:A37. Όμως στην παρούσα περίπτωση δεν εγείρεται τέτοιο ζήτημα. Στο κλητήριο ένταλμα δίδεται ως κοινή διεύθυνση και των δύο εφεσειουσών η οδός Έξω Βρύσης 6 Πάφος, όπου και επιδόθηκε το κλητήριο στην εφεσείουσα 1 προσωπικά και για την εφεσείουσα 2 - μητέρα της. Το στοιχείο αυτό τέθηκε σε γνώση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με ένορκη δήλωση επιδότη και οποιαδήποτε περαιτέρω εξέταση του θέματος της επίδοσης, σε εκείνο το στάδιο, ήταν αχρείαστη. Σχετική επί του θέματος είναι και η Θεοδώρου (ανωτέρω) όπου κρίθηκε πως η επίδοση που έγινε σε μέλος της οικογένειας των εναγομένων που κατοικούσε στον ίδιο με αυτούς χώρο ήταν καθόλα νομότυπη εφόσον σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.5 θ.2[1] «. σκοπός του νομοθέτη ήταν να διευκολύνει την επίδοση όπου αυτή δεν είναι δυνατό να γίνει προσωπικά στον διάδικο, φέροντας σε γνώση του το δικόγραφο του οποίου επιδιώκεται η επίδοση». Επιπροσθέτως των πιο πάνω, παρατηρούμε ότι στην ένορκη δήλωση της εφεσείουσας 1, που υποστήριζε την αίτηση παραμερισμού, δεν ηγέρθηκε θέμα επίδοσης της αγωγής στη μητέρα της και κατά την άποψή μας είναι αντιφατικό να εγείρεται με τον τρίτο λόγο έφεσης ότι η εφεσείουσα 2 λόγω ηλικίας και ασθένειας ενεργούσε μέσω της θυγατέρας της/εφεσείουσας 1 και την ίδια στιγμή να εγείρεται - στο στάδιο της έφεσης - ζήτημα επίδοσης του κλητηρίου στην εφεσείουσα 2.
Ο πρώτος λόγος έφεσης επομένως δεν ευσταθεί, όπως δεν ευσταθεί και ο τρίτος λόγος έφεσης που έκδηλα δεν άπτεται των παραγόντων στη βάση των οποίων εξετάζονται αιτήματα για παραμερισμό εκδοθείσας απόφασης δυνάμει της Δ.17 θ.10. Σ΄ ό,τι δε αφορά τους εναπομείναντες λόγους έφεσης - τους υπ΄ αρ. 2 και 4 - να υπενθυμίσουμε πως κατά πάγια νομολογία για να επιτύχει τον παραμερισμό μιας απόφασης ο αιτητής θα πρέπει να πείσει αφενός ότι έχει μια εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση στην απαίτηση που προβάλλεται εναντίον του και αφετέρου ότι η χωρίς ουσιαστικό λόγο παράλειψη του να εμφανιστεί και η αδικαιολόγητη καθυστέρησή του να πάρει έγκαιρα μέτρα για την ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης μπορεί να αποτελέσει λόγο για απόρριψη της αίτησής του (βλ. Iason Travel Tours Ltd v. L. Passias Travel Ltd (2013) 1 A.A.Δ. 402 που παραπέμπει στην επί του θέματος προγενέστερη νομολογία και τις μεταγενέστερες NSM Democars Ltd κ.α. v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολ. Εφ. 121/2010 ημερ. 14.10.15, ECLI:CY:AD:2015:A677, Eric John Wakeham v. Audar Majid Bhatti κ.α., Πολ. Εφ. 49/2011 ημερ. 25.5.16, ECLI:CY:AD:2016:A255 και Δανιήλ ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ, Πολ. Εφ. 340/2010 ημερ. 17.1.17, ECLI:CY:AD:2017:A7). Ειδικά δε για το θέμα της εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης, το οποίο συνιστά πρωταρχικό παράγοντα (NSM Democars Ltd, ανωτέρω), παρατίθεται αυτούσιο το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Phylactou v. Michael (1982) 1 CLR 404:
«Το απαύγασμα της νομολογίας κατατείνει στο ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να επιδεικνύει υπέρμετρο ζήλο στην αποστέρηση του δικαιώματος του διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεση του, νοουμένου ότι αποκαλύπτει υπεράσπιση. Εντούτοις, το Δικαστήριο μπορεί, παρά ταύτα, να αρνηθεί να επανανοίξει την υπόθεση, εάν η διαγωγή του είναι τέτοια, ώστε να πλήττει το θεμέλιο της απονομής της δικαιοσύνης. Όπου η διαγωγή του διαδίκου, ο οποίος εξαιτείται τον παραμερισμό εκδοθείσας απόφασης, είναι ασυγχώρητη, περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου, το Δικαστήριο δύναται, ενασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, να αρνηθεί να παραμερίσει την απόφαση.»
Το πρωταρχικό λοιπόν ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο οι εφεσείουσες, με ό,τι ισχυρίστηκαν στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση τους, αποκάλυψαν εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση και εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα επί του αντιθέτου. Σχετικές είναι οι παρ. 6-11 της ένορκης δήλωσης τις οποίες παραθέτουμε αυτούσιες:-
«6. Εξ' όσων με συμβουλεύουν όμως οι δικηγόροι μου έχουμε τόσο εγώ όσο και η μητέρα μου καλή υπεράσπιση στην ουσία της αγωγής.
7. Πιο συγκεκριμένα θέλω να αναφέρω ότι η Τράπεζα έχει παρανομήσει και έχει ψευδώς παραχωρήσει οικιστικό δάνειο για να το δικαιολογήσει εσωτερικά, με χαμηλό ποσοστό τόκου και πήρε αντάλλαγμα πολλαπλάσιας αξίας υποθήκη ακινήτου που τώρα προσπαθεί να εκποιήσει.
8. Η Ενάγουσα έχει παραχωρήσει δάνειο κατά παράβαση του καταστατικού της και των σχετικών εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας με σκοπό το εξασφαλισμένο καθότι πλήρες εγγυημένο κέρδος γνωρίζοντας ότι αυτό παραχωρείτο για καταναλωτικούς και άλλους σκοπούς και όχι για το σκοπό που φέρεται ότι έγινε.
9. Στις συνημμένες καταστάσεις, Τεκμήριο 3, φαίνεται ότι πέραν από τα μισά χρήματα του σημερινού υπολοίπου αποτελούνται από παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις και μέσα στην εικονική συμφωνία περιέχονται παράνομες ποινικές ρήτρες με μικρά γράμματα και ουδέποτε πήρα νομική συμβουλή πριν το υπογράψω.
10. Η Ενάγουσα τράπεζα αγνόησε το γεγονός ότι είμαι οικοκυρά χωρίς καμία ικανότητα αποπληρωμής απλά γνωρίζοντας ότι μπορούσαν να πάρουν μέρος της ακίνητης περιουσίας μου έχουν εγκρίνει το δάνειο.
11. Η Ενάγουσα επίσης έψει προβεί σε παράνομες χρεώσεις και επιβαρύνσεις, αυξάνουν το επιτόκιο γύρω στο 10% δηλαδή πέραν του συμφωνηθέντος καθώς και πέραν του νόμιμου επιτοκίου τότε 8% και τώρα 5,5%».
Είναι θέση των εφεσειουσών ότι οι ισχυρισμοί που πρόβαλαν στην ένορκο δήλωση της εφεσείουσας 1 (ανωτέρω) αποκάλυπταν ότι είχαν εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση και εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο τους απέρριψε ως γενικούς και αόριστους, αναζητώντας προς τούτο (εσφαλμένα), μαρτυρία προς τεκμηρίωσή τους που δεν αναγόταν σε εκείνο το στάδιο. Επιπρόσθετα, κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης, η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσειουσών επέσυρε την προσοχή του Εφετείου και στην παράνομη εκ μέρους της εφεσίβλητης αύξηση του περιθωρίου επιτοκίου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντέτεινε η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσίβλητης, ορθώς απεφάνθη ότι οι εφεσείουσες δεν αποκάλυψαν εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση και σ΄ ό,τι αφορά τον ισχυρισμό περί εικονικότητας του δανείου, πρόβαλε ότι το δάνειο παραχωρήθηκε στην εφεσείουσα 1 για στεγαστικούς σκοπούς αφού αυτή προσκόμισε στην εφεσίβλητη και αγοραπωλητήριο έγγραφο ημερ. 10.7.03. Αναφορικά δε με την κατ΄ ισχυρισμό παράνομη αύξηση του επιτοκίου, επεσήμανε πως πρόκειται για ζήτημα που δεν καλύπτεται από τους λόγους έφεσης και η σχετική επί τούτου θέση των εφεσειουσών συνιστά μαρτυρία που δίδεται από δικηγόρο και δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη.
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί.
Όπως ορθώς αποφάνθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο οι ισχυρισμοί που πρόβαλαν οι εφεσείουσες στην συνοδευτική ένορκη δήλωση για εικονικό δάνειο, παραβίαση του καταστατικού της εφεσίβλητης και εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας ήταν γενικοί και αόριστοι, εφόσον δεν συνοδεύονταν, έστω και στοιχειωδώς, με κάποια συγκεκριμένα στοιχεία που να τους προσέδιδαν κάποια βασιμότητα. Κατά συνέπεια ορθώς αποφάνθηκε ότι οι εφεσείουσες απέτυχαν να ικανοποιήσουν ότι είχαν εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση και σ΄ ό,τι αφορά τον προβληθέντα ισχυρισμό για παράνομες χρεώσεις να παρατηρήσουμε τα εξής:- Δεν είναι αρκετό να επισυνάπτεται στην ένορκη δήλωση κατάσταση λογαριασμού και στη βάση αυτή να διατυπώνεται απλώς ο ισχυρισμός «. ότι πέραν από τα μισά χρήματα του σημερινού υπολοίπου αποτελούνται από παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις.», χωρίς να εντοπίζονται οι κατ΄ ισχυρισμό τέτοιες χρεώσεις και να αναμένεται από το δικαστή να μετατραπεί σε λογιστή που, αφού διεξέλθει τη συμφωνία δανείου και την κατάσταση λογαριασμού, να τις εντοπίσει. Τέλος, σ΄ ό,τι αφορά την κατ΄ ισχυρισμό αύξηση του επιτοκίου, ναι μεν αυτός ο ισχυρισμός διατυπώθηκε στην ένορκη δήλωση - κατά τρόπο και πάλιν αόριστο - πλην όμως γι΄ αυτό συγκεκριμένα κανένα παράπονο δεν προβάλλεται στον υπό συζήτηση λόγο έφεσης και στην αιτιολογία, αλλά απλώς αναφέρθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο των εφεσειουσών κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης. Κατά συνέπεια δεν θα ληφθεί υπόψιν, παρά το γεγονός ότι ως γενικός και αόριστος ισχυρισμός δεν θα είχε επιπτώσεις στην τύχη της έφεσης.
Για τους πιο πάνω λόγους ο 4ος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Όπως γίνεται αντιληπτό, με την απόρριψη του 4ου λόγου έφεσης, που είναι πρωταρχικής σημασίας για παραμερισμό ερήμην απόφασης, παρέλκει η εξέταση του εναπομείναντος λόγου έφεσης που αφορά την παρατηρηθείσα μεγάλη καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης για παραμερισμό. Ωστόσο δεν θα ήταν χωρίς σημασία να παρατηρήσουμε ότι λόγω των ψυχολογικών και άλλων θλιβερών οικογενειακών προβλημάτων που αντιμετώπιζε η εφεσείουσα 1 κατά τον ουσιώδη χρόνο, η οποία ενεργούσε και εκ μέρους της άρρωστης και ηλικιωμένης μητέρας της, η παρατηρηθείσα καθυστέρηση δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ασυγχώρητη και περιφρονητική διαγωγή μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας όπως αποφάνθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με €1.000 έξοδα πλέον ΦΠΑ προς όφελος της εφεσίβλητης.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.
/κβπ
[1] Δ.5 θ.2. «2 (1) The service shall, whenever it is practicable, be effected by leaving the copy with the person to be served; but if he is not found at his house or at his usual place of employment, the service shall be deemed to be effected if the copy is left -
(i) with any member of his family of apparently 16 years and upwards then in his town or village or within the lands thereof ......"