ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Αντώνης Δημητρίου, μαζί με Χριστίνα Χριστοφή, για τους Αιτητές. Θεοδώρα Παπακυριακού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, Καθ' ου η Αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-10-06 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΑΘΛΗΤΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΕΙΟΥ ΝΕΑ ΣΑΛΑΜΙΝΑ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ κ.α., Πολιτική Αίτηση Αρ. 118/2017, 6/10/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:D338

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 118/2017)

 

6 Οκτωβρίου, 2017

             

[Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στής]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΑΘΛΗΤΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΕΙΟΥ ΝΕΑ ΣΑΛΑΜΙΝΑ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ, TRISTFUL LTD, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΕΡΙΚΕΝΤΗ ΚΑΙ

ANTOINE SAVOUIR ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 13/07/17 ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΠΙΤΡΑΠΗΚΕ Η ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΟ ΥΠΟΣΤΑΤΙΚΟ ΜΕ ΤΗΝ ΟΝΟΜΑΣΙΑ "BINGO ΝΕΑ ΣΑΛΑΜΙΝΑ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ", ΤΩΝ ΑΙΤΗΤΩΝ

________________________

 

Αντώνης Δημητρίου, μαζί με Χριστίνα Χριστοφή, για τους Αιτητές.

Θεοδώρα Παπακυριακού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, Καθ' ου η Αίτηση.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Η παρούσα αίτηση καταχωρίστηκε κατόπιν αδείας και επιδίωξη των αιτητών είναι η έκδοση εντάλματος certiorari, προς το σκοπό ακύρωσης εντάλματος έρευνας, το οποίο Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας εξέδωσε στις 13.7.2017, (το «ένταλμα έρευνας»).  Είναι, συγκεκριμένα, η θέση τους ότι ο εκδώσας αυτό Δικαστής, κατά τη λήψη της, ως άνω, απόφασής του, υπερέβη, κατά διάφορους τρόπους, τους οποίους οι ίδιοι εξειδικεύουν, τη δικαιοδοσία του δυνάμει των άρθρων 27 και 28 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, ώστε να δικαιολογείται η έκδοση του αιτούμενου εντάλματος certiorari.  Πρόκειται για τη διακριτικής φύσεως εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του ΄Αρθρου 155.4 του Συντάγματος, η οποία ασκείται σε εξαιρετικές και μόνο περιπτώσεις, προς το σκοπό αποφυγής πρόκλησης αδικίας στον αιτητή. 

 

Με τη χρήση του εντάλματος έρευνας, ερευνήθηκε υποστατικό στη Λεωφόρο Αρτέμιδος, στη Λάρνακα, υπό την ονομασία "Bingo Νέας Σαλαμίνας", (το «υποστατικό»), το οποίο ενοικιάζεται από την εταιρεία Tristful Limited και στο οποίο φέρεται να διεξαγόταν παράνομο λαχείο του τύπου τόμπολα, αγγλιστί bingo, (το «λαχείο»).  Η πιο πάνω ονομασία παραπέμπει στο γνωστό Αθλητικό Σωματείο «Νέα Σαλαμίνα Αμμοχώστου», (το «Σωματείο»), το οποίο είναι ο κάτοχος του υποστατικού, δυνάμει αδείας από την προαναφερθείσα εταιρεία.  Η σχέση αυτή διέπεται από συμφωνία, για τη λειτουργία δε του υποστατικού, υπάρχουν σε ισχύ επαγγελματική άδεια και άδεια πώλησης οινοπνευματωδών ποτών, οι οποίες εκδόθηκαν από τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές.

 

Παρά την ύπαρξη των πιο πάνω αδειών, μέλη του Γραφείου Καταπολέμησης Αδικημάτων Κλοπής Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Παράνομων Στοιχημάτων, («ΚΑΚΠΙ κ ΠΣ»), κατά τη διάρκεια υπό κάλυψη έρευνας, την οποία αυτά διεξήγαγαν στο υποστατικό στις 12.7.2017 με 13.7.2017, οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα ότι, συνεπεία της διοργάνωσης και λειτουργίας του λαχείου, διαπράττονταν, εκεί, αδικήματα, κατά παράβαση του περί Λαχείων Νόμου, Κεφ. 74, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, ειδικά  προνοιών του άρθρου 7.  Ως εκ τούτου, ζητήθηκε από το Δικαστήριο η έκδοση του εντάλματος έρευνας, «με σκοπό τον εντοπισμό και κατάσχεση των τεκμηρίων που συνδέονται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα», όπως καταγράφεται στη σχετική  ένορκη δήλωση του αστυνομικού, η οποία είχε τεθεί ενώπιόν του, (η «ένορκη δήλωση»).  Στη συνέχεια, αναφέρονται τα αντικείμενα, των οποίων θα επιδιωκόταν η κατάσχεση[1], δεδομένου ότι αυτά ήταν γνωστά στην Αστυνομία, ως αποτέλεσμα της υπό κάλυψη έρευνας που είχε προηγηθεί στο υποστατικό.

 

Ο Δικαστής, ο οποίος εξέδωσε το ένταλμα έρευνας, ενήργησε στη βάση των πληροφοριών που είχαν τεθεί ενώπιόν του με την ένορκη δήλωση, στην οποία επισυνάφθηκαν αντίγραφο του Καταστατικού του Σωματείου, καθώς, επίσης, αντίγραφο της συμφωνίας μεταξύ αυτού και της εταιρείας Tristful.  Αιτιολογώντας την απόφασή του, σχετικά, προέβη σε ειδική αναφορά στο περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης, όπως φαίνεται στο σώμα του εντάλματος έρευνας, διαπιστώνοντας, συγχρόνως, ότι υπήρχε εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι, στο υποστατικό, διεξαγόταν παράνομο λαχείο τύπου τόμπολα, κατά παράβαση του Κεφ. 74[2].  Αφού, στη συνέχεια, έδωσε οδηγίες για τη δέουσα εκτέλεσή του, κατέληξε με τη βεβαίωση του άρθρου 28 του Κεφ. 155, σημειώνοντας:  «΄Εχω ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη της ανάγκης εκδόσεως του εντάλματος, στην βάση της ένορκης δήλωσης του Α/1790 Α. Ανδρέου ...».  Στο κάτω μέρος του εντάλματος έρευνας, έθεσε την υπογραφή του, επιμαρτυρώντας, έτσι, το γεγονός ότι αυτό εκδόθηκε από τον ίδιο και νομιμοποιώντας την εξουσιοδότηση, την οποία έδωσε, για την εκτέλεσή του, στα πρόσωπα προς τα οποία αυτό απευθυνόταν.    

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως τα λεχθέντα, ανωτέρω, στο σώμα του εντάλματος έρευνας αντανακλούν την απόφαση του εκδώσαντος αυτό Δικαστή, ως προς το ότι, από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης, ο ίδιος ικανοποιήθηκε ότι συνέτρεχαν οι απαιτήσεις του Νόμου για την έκδοσή του.  Επομένως, η απόφασή του αυτή κρίνεται ως δεόντως αιτιολογημένη, με βάση σχετική νομολογία, όπου, σε παρόμοιας φύσεως υπόθεση, κρίθηκε ότι αιτιολογία, ως η ανωτέρω, είναι δέουσα, (βλ. Steven James Moran, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 346/2014, 3.3.2016, ECLI:CY:AD:2016:A185).  Ως εκ τούτου, ο λόγος που προτάθηκε σε σχέση με την πιο πάνω πτυχή δεν ευσταθεί. 

 

΄Ενας άλλος λόγος που, επίσης, προτάθηκε, προκειμένου να καταδειχθεί ότι ο εκδώσας το ένταλμα έρευνας Δικαστής υπερέβη τη σχετική δικαιοδοσία του, είναι η μη αποκάλυψη, από την ενώπιόν του τεθείσα μαρτυρία, των αδικημάτων, για τα οποία γίνεται λόγος στην ένορκη δήλωση.

 

Σύμφωνα με τον ενόρκως δηλούντα, αστυφύλακα Ανδρέου, (ο «ενόρκως δηλών»), κατά την έρευνα που διεξήγαγαν υπό κάλυψη μέλη της Αστυνομίας, περιλαμβανομένου του ιδίου, διαπιστώθηκε ότι το «ιδιωτικό λαχείο», όπως αυτό χαρακτηρίστηκε, διενεργείτο κατά παράβαση της παραγράφου (β)[3] του εδαφίου 2 του άρθρου 7 του Κεφ. 74, λόγω της διαφήμισής του, μέσω του διαδικτύου, καθώς, επίσης, μέσω φυλλαδίων, τα οποία εντοπίστηκαν πλησίον του υποστατικού.  Επιπρόσθετα, σύμφωνα, πάλι, με τον ίδιο, διαπιστώθηκε ότι, παρά τις πρόνοιες του άρθρου 7(1)(α)[4], επιτρεπόταν η συμμετοχή στο λαχείο προσώπων τα οποία δεν ήταν μέλη του Σωματείου και τα οποία εγγράφονταν ως μέλη του μόνο για το σκοπό αυτό, χωρίς να πληρούνται οι απαιτήσεις του Καταστατικού του.  Διαπιστώθηκε, ακόμα, όπως αυτός αναφέρει στην ένορκή του δήλωση, ότι το λαχείο διενεργείτο εκτός των υποστατικών, στα οποία, κανονικά, έχει την έδρα του το Σωματείο, κατά παράβαση του ορισμού του όρου «οργανισμός»[5] στο άρθρο 7(1).  Τέλος, σύμφωνα, πάντοτε, με τον ίδιο, διαπιστώθηκε ότι τα στοιχεία που προβλέπονται στην παράγραφο (δ)[6] του εδαφίου (2) του άρθρου 7, τα οποία, όπως προνοείται, πρέπει να αναγράφονται στην μπροστινή όψη του κάθε λαχνού, στην προκειμένη περίπτωση, κατά παράβαση της εν λόγω πρόνοιας, αναγράφονταν στην πίσω όψη του.

 

Σύμφωνα με το προοίμιο του άρθρου 7(2), «Ιδιωτικό λαχείο δεν θεωρείται ως παράνομο, αλλά οι ακόλουθοι όροι πρέπει να τηρούνται σε σχέση με τη σύσταση και διενέργεια του λαχείου, ...».  Παραβάσεις των όρων που θέτει το πιο πάνω άρθρο, περιλαμβανομένων των προαναφερθεισών, αποτελούν αδικήματα, με βάση το εδάφιο (3) [7] του ιδίου άρθρου.  Η θέση, ανωτέρω, των αιτητών ότι η μαρτυρία η οποία είχε τεθεί ενώπιον του εκδώσαντος το ένταλμα έρευνας Δικαστή δεν αποκάλυπτε τα, κατ' ισχυρισμό, αδικήματα είναι ορθή, με μια εξαίρεση μόνο, σε σχέση με το θέμα της, κατ' ισχυρισμό, παράνομης διαφήμισης, η σημασία της οποίας θα εξηγηθεί πιο κάτω.  Ειδικά, όμως, σε σχέση με τους ισχυρισμούς για παραβίαση του άρθρου 7(1), διαπιστώνεται πως οι πρόνοιές του είναι, αποκλειστικά και μόνο, ερμηνευτικές των διαφόρων όρων που χρησιμοποιούνται στα άλλα εδάφιά του.  Ως εκ τούτου, ούτε η πρόνοια της παραγράφου (α) αλλά ούτε ο ορισμός του όρου «οργανισμός» σε αυτό δημιουργούν οποιοδήποτε αδίκημα.

 

Τα ζητήματα ως προς το ποιοι μπορούν να εγγράφονται ως μέλη για σκοπούς συμμετοχής τους σε ιδιωτικό λαχείο και ως προς τον τόπο που αυτό δύναται να διενεργείται, προφανώς, αποτελούν εσωτερικά θέματα του κάθε σωματείου.  Εν πάση περιπτώσει, στην προκειμένη περίπτωση, ο ισχυρισμός του ενόρκως δηλούντος, στην ένορκη δήλωση, ότι η εγγραφή μέλους πρέπει να εγκρίνεται από τη Γενική Συνέλευση του Σωματείου και ο ισχυρισμός του ιδίου προσώπου, στην παράγραφο 7 της ένορκης δήλωσής του που υποστηρίζει την ένσταση, ότι η υποβολή της σχετικής αίτησης υποβάλλεται μόνο με διπλοσυστημένη επιστολή δεν είναι ορθοί.  Μάλιστα, υπό το φως των προνοιών του Καταστατικού του Σωματείου, το οποίο ο ίδιος έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου, είναι και παραπλανητικοί.  Στο άρθρο 9.1 του Καταστατικού αναφέρεται ότι:  «Κανένας δεν μπορεί να εγγραφεί ως μέλος, εκτός κι αν έχει εγκριθεί από το Διοικητικό Συμβούλιο ...», ενώ το άρθρο 9.2 αυτού συμπληρώνει ότι κάθε υποψήφιο μέλος πρέπει να συμπληρώσει τη σχετική αίτηση «... και να την παραδώσει ή/και να την στείλει με διπλοσυστημένη επιστολή, ...».

 

΄Ο,τι επιδιώκεται με το Κεφ. 74, σε σχέση με τα της ρύθμισης «ιδιωτικού λαχείου», όπως έχει λεχθεί, επιτυγχάνεται με τις πρόνοιες του άρθρου 7(2), ανωτέρω.  Από τη μη τήρηση των όρων οι οποίοι προβλέπονται σε αυτές, δυνατό να συντελεστούν αδικήματα, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (3) του ιδίου άρθρου.  Ειδικά, η μη αναγραφή στην μπροστινή όψη του λαχνού αυτών που αναφέρονται στον όρο υπό την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 7 αποτελεί ένα τέτοιο αδίκημα.  Το άλλο, που, όπως έχει αναφερθεί, παραβιάζει τον όρο υπό την παράγραφο (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 7, είναι η διαφήμιση, η οποία, κατ' ισχυρισμό, έγινε μέσω του διαδικτύου και με φυλλάδια, τα οποία ανευρέθηκαν πλησίον του υποστατικού.  Σημειώνεται πως, σε σχέση με την, κατ' ισχυρισμό, διάπραξη του αδικήματος αυτού, προσκομίστηκαν, με την ένορκη δήλωση, και κάποια έγγραφα, ως τεκμήρια.  Αυτά φαίνεται να αποτελούν επαρκή μαρτυρία για προώθηση ανάλογης κατηγορίας, αν, τελικώς, διενεργηθεί ποινική δίωξη των φερόμενων ως παραβατών του σχετικών προνοιών του Νόμου.  Για άγνωστο, όμως, λόγο δεν τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, προς υποστήριξη του ανάλογου ισχυρισμού στην ένορκη δήλωση, για διάπραξη και του ετέρου αδικήματος, οι λαχνοί τους οποίους τα υπό κάλυψη μέλη της Αστυνομίας χρησιμοποίησαν κατά τη συμμετοχή τους στις κληρώσεις, όπως είναι ο ισχυρισμός τους.  Η παράλειψη ίσως να οφείλεται στην προφανή αδυναμία προσδιορισμού της μπροστινής όψης του χρησιμοποιούμενου στην εν λόγω διοργάνωση λαχνού, η οποία οδήγησε στο να προβληθεί ο ισχυρισμός για τη διάπραξη του αδικήματος αυτού στο τέλος της ένορκης δήλωσης, ουσιαστικά, ως εφεδρικός, συνοδευόμενος από την εξής δήλωση:  «Συνεπώς ακόμα και εάν τηρούνταν οι υπόλοιπες προϋποθέσεις για τα ιδιωτικά λαχεία που επί του προκειμένου δεν τηρούνται υπάρχει παράβαση του άρθρου 7(3) του Νόμου», εννοώντας, προφανώς, σε συνδυασμό με τον όρο της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 7, αφού οι πρόνοιες του άρθρου 7(3) δε δημιουργούν, αυτοτελώς, αδικήματα.

 

Η πιο πάνω δήλωση του ενόρκως δηλούντος, πασιφανώς, υποβαθμίζει δραστικά την πίστη του ως προς την αποτελεσματικότητα των ισχυρισμών του, δηλαδή κατά πόσο αυτοί αποκαλύπτουν, έστω και στο βαθμό της εύλογης υποψίας, τη διάπραξη από τους αιτητές των, κατ' ισχυρισμό, αδικημάτων.  ΄Οπως έχει, ήδη, καταδειχθεί, τα γεγονότα που αυτός πρόβαλε σε σχέση με δύο τέτοιους ισχυρισμούς δε στοιχειοθετούν καν αδίκημα.  ΄Οσον αφορά το αδίκημα από τη μη αναγραφή των σχετικών στην μπροστινή όψη του λαχνού, δεν τέθηκαν οποιαδήποτε τέτοια έγγραφα ενώπιον του εκδώσαντος το ένταλμα έρευνας Δικαστηρίου, ενώ αυτά, προφανώς, υπήρχαν στην κατοχή των υπό κάλυψη αστυνομικών που είχαν λάβει μέρος στις κληρώσεις.  Οι ισχυρισμοί, τέλος, στο προοίμιο της ένορκης δήλωσης, «..., ότι ... πίσω από το bingo θα είναι γνωστά εγκληματικά στοιχεία που απασχολούν την Αστυνομία και οι οποίοι μέσω αυτής της παράνομης επιχείρησης η οποία θα τους αποφέρει τεράστια κέρδη θα χρηματοδοτούν άλλες παράνομες δραστηριότητες» δεν αποτελούν μαρτυρία επί της οποίας θα μπορούσε να στηριχτεί το εκδώσαν το ένταλμα έρευνας Δικαστήριο.  Φαίνεται ότι, μάλλον, επιδιωκόταν, μέσω αυτών, ο εντυπωσιασμός του Δικαστή και η προκατάληψη της γνώμης του υπέρ της έκδοσης του εντάλματος έρευνας. 

 

Για το τελευταίο πιο πάνω αδίκημα, όπως και για αυτό που αφορά στην, κατ' ισχυρισμό, μη συμμόρφωση με τον όρο για τη διαφήμιση της υπό αναφορά διοργάνωσης, κατά παράβαση της παραγράφου (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 7, για το οποίο είχαν εξασφαλιστεί τα σχετικά έγγραφα και ετέθησαν ως τεκμήρια ενώπιον του Δικαστηρίου, γεννάται, εύλογα, το ερώτημα κατά πόσο ήταν, τελικώς, αναγκαία η έκδοση του εντάλματος έρευνας.  ΄Οτι δεν υπήρχε τέτοια ανάγκη, στην προκειμένη περίπτωση, ήταν ο τελευταίος λόγος που πρόβαλε η πλευρά των αιτητών για ακύρωσή του, υποδεικνύοντας, συγχρόνως, ότι τα κατασχεθέντα αντικείμενα ουδόλως βοηθούν στην απόδειξη, έστω και των προαναφερθέντων δύο αδικημάτων.  ΄Οπως αυτοί εισηγούνται, για την, τυχόν, στοιχειοθέτησή τους ενώπιον ποινικού Δικαστηρίου, δε χρειάζεται άλλη μαρτυρία από τα έγγραφα που βρίσκονται, ήδη, στην κατοχή της Αστυνομίας, με τα οποία, σημειώνεται, δυνατό να καταδεικνύεται, συγχρόνως, η διενέργεια του λαχείου στο υποστατικό.  Η θέση αυτή, υπό τις δεδομένες περιστάσεις, κρίνεται, ασφαλώς, ορθή.

 

Ο εκδίδων ένταλμα έρευνας Δικαστής, εφόσον αυτός ικανοποιείται ότι συντρέχουν οι απαιτήσεις του άρθρου 27 του Κεφ. 155, πρέπει να ικανοποιείται, επίσης, περί της ανάγκης έκδοσής του.  ΄Οπως δε έχει, προηγουμένως, καταδειχθεί, με αναφορά στην ένορκη δήλωση, τέτοια ανάγκη δεν υφίστατο, εν προκειμένω, με δεδομένο ότι μαρτυρία, σε σχέση με τα υπό διερεύνηση αδικήματα, βρισκόταν, ήδη, στην κατοχή της Αστυνομίας, ενώ τα κατασχεθέντα, κατά την εκτέλεση του εντάλματος έρευνας, αντικείμενα δεν έχει καταδειχθεί ότι είναι αναγκαία, προκειμένου αυτά να συμβάλουν στην έρευνα σε σχέση με τις υπό διερεύνηση μικροπαραβάσεις του άρθρου 7 του Κεφ. 74, (βλ. Case of Iliya Stefanov v. Bulgaria, Application no. 65755/01, 22.5.2008, παράγραφος 41).

       

Για τους λόγους, ανωτέρω, η αίτηση επιτυγχάνει.  Το ένταλμα έρευνας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, ημερομηνίας 13.7.2017, ακυρώνεται.  Επιδικάζονται έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των αιτητών και εναντίον του καθ' ου η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

 

 

                                                             Γ.Ν. Γιασεμής,

                                                                       Δ.

 

 

 

/ΜΠ



[1] «(ήτοι δύο ηλεκτρικές συσκευές με φυσητήρα για τη διενέργεια τόμπολας, λαχνούς, τηλεοράσεις καλωδιώσεις, μικρόφωνα, μεγάφωνα, συσκευή με κάμερα για μετάδοση σε τηλεοράσεις των τυχερών λαχνών για θέαση από τους θαμώνες, πίνακες που δείχνουν αριθμούς που κληρώθηκαν, συσκευές με κάμερα για προβολή σε τηλεοράσεις των κερδισμένων λαχνών, ηλεκτρονικούς υπολογιστές, διαφημιστικά για την τόμπολα, χρήματα που προέρχονται από το παράνομο λαχείο-τόμπολα, ή/και άλλα τεκμήρια που σχετίζονται με την υπόθεση).» 

 

[2] «Επειδή φαίνεται στη γραπτή ένορκη δήλωση του Α/1790 Α. Ανδρέου του Γραφείου ΚΑΚΠΙκΠΣ, ότι υπάρχει εύλογος αιτία να πιστεύεται ότι στο υποστατικό με την ονομασία Bingo Νέας Σαλαμίνας, στη Λεωφόρο Αρτέμιδος 67 (6027), Λάρνακα, διεξάγεται παράνομο λαχείο-τόμπολα-, κατά παράβαση του περί Λαχείων Νόμου, Κεφ. 74 και ότι εκεί υπάρχουν τεκμήρια που συνδέονται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα ... αυτό το ένταλμα σας εξουσιοδοτεί ...»

[3] «(β)  καμιά έγγραφη ειδοποίηση ή διαφήμιση για το λαχείο δεν αναρτάται, δημοσιεύεται ή διανέμεται εκτός -

 

 (ι)  Ειδοποίησης για αυτό που εκτίθεται στα υποστατικά του οργανισμού για τα μέλη του οποίου το λαχείο συνίσταται, ή, ανάλογα με την περίπτωση, στα υποστατικά στα οποία τα πρόσωπα για τα οποία το λαχείο συνίσταται εργάζονται ή διαμένουν∙ και

 

(ιι)  τέτοιας ανακοίνωσης ή διαφήμισης για αυτό όπως δυνατό να περιέχεται στους λαχνούς∙»  

 

[4] «7. - (1)  Στο άρθρο αυτό -

 

'ιδιωτικό λαχείο' σημαίνει λαχείο στη Δημοκρατία το οποίο συνίσταται για και για το οποίο η πώληση λαχνών ή δελτίων συμμετοχής στην κλήρωση περιορίζεται από τους διοργανωτές σε, είτε

 

(α)  μέλη κάποιου οργανισμού που ιδρύθηκε και που λειτουργεί για σκοπούς που δεν σχετίζονται με τυχερά παιγνίδια, στοιχήματα ή λαχεία∙»

 

[5] «'οργανισμός' περιλαμβάνει λέσχη, ίδρυμα, οργάνωση ή άλλη ένωση προσώπων που φέρει οποιαδήποτε ονομασία, κάθε δε τοπικός ή εξαρτημένος κλάδος ή παράρτημα οργανισμού θεωρείται ως ξεχωριστός και διαφορετικός οργανισμός.»

 

[6] «(δ)  κάθε λαχνός πρέπει να φέρει στην μπροστινή όψη του τα ονόματα και διευθύνσεις καθενός από τους διοργανωτές και δήλωση για τα πρόσωπα στα οποία περιορίζεται η πώληση λαχνών από τους διοργανωτές ή δελτίων συμμετοχής στην κλήρωση, και δήλωση ότι κανένα βραβείο που κερδήθηκε στο λαχείο δεν θα καταβάλλεται ή παραδίδεται από τους διοργανωτές σε οποιοδήποτε πρόσωπο άλλο από το πρόσωπο στο οποίο πωλήθηκε από αυτούς ο λαχνός που κερδίζει ή το δελτίο συμμετοχής στην κλήρωση ...»

 

[7] «(3)  Σε περίπτωση παράβασης οποιουδήποτε από τους όρους που αναφέρονται στο εδάφιο (2), καθένας από τους διοργανωτές του λαχείου, και όταν το πρόσωπο από το οποίο παραβιάστηκε ο όρος δεν είναι ένας από τους διοργανωτές, αυτός επίσης είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τετρακόσιες πενήντα λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές:  ...»

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο