ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A289
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 391/2011)
11 Σεπτεμβρίου, 2017
[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΠΑΝΙΚΟΣ Α. ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ ΛΙΜΙΤΕΔ,
Εφεσείοντες,
ν.
1. PESHCHANSKAYA LIUDMILA,
2. ANDREI PECHTCHANSKI,
Εφεσιβλήτων.
_ _ _ _ _ _
Χρ. Χατζηστερκώτης, για τους Εφεσείοντες.
Α. Παφίτης, για τους Εφεσίβλητους.
_ _ _ _ _ _
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Οι Εφεσείοντες είναι οι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες ενός οικοπέδου στην τοποθεσία Πανθέα στη Μέσα Γειτονιά Λεμεσού, μέσα στο οποίο ανήγειραν πολυτελή κατοικία (θα αναφέρεται στη συνέχεια ως το επίδικο ακίνητο). Με συμφωνία ημερομηνίας 20.3.1998 πώλησαν το υπό αναφορά ακίνητο σε δύο ρωσίδες, μητέρα και θυγατέρα αντίστοιχα, για το ποσό των τότε ΛΚ200.000 (θα αναφέρεται στη συνέχεια ως η πρώτη συμφωνία). Εναντι του ποσού αυτού εισέπραξαν από τις αγοράστριες, σε διάφορες ημερομηνίες, το συνολικό ποσό των ΛΚ129.622.
Σε μεταγενέστερο στάδιο ο Εφεσίβλητος 2, επίσης ρώσος υπήκοος, παρουσιάστηκε στους Εφεσείοντες ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος των πιο πάνω αγοραστριών και την 26.5.2003 συμφώνησε με αυτούς την ακύρωση της πρώτης συμφωνίας (ακυρωτική συμφωνία ημερομηνίας 26.5.2003 - τεκμήρια 13 και 68). Την ίδια μέρα, ήτοι την 26.5.2003, έλαβε χώραν νέα συμφωνία μεταξύ Εφεσειόντων και Εφεσιβλήτου 2 για την αγορά του ακινήτου με αγοράστρια τη μητέρα του Εφεσίβλητου 2, την Εφεσίβλητη 1 (θα αναφέρεται στη συνέχεια ως η επίδικη συμφωνία). Η νέα αυτή η συμφωνία αγοράς ήταν για το ποσό των ΛΚ269.722. Παρά το γεγονός ότι η Εφεσίβλητη 1 εξασφάλισε την αναγκαία άδεια για απόκτηση του επίδικου ακινήτου, αυτό ουδέποτε μεταβιβάστηκε επ΄ ονόματί της.
Τέθηκε πρωτοδίκως εκ μέρους των Εφεσειόντων ότι περί τον Ιανουάριο του 2006 πληροφορήθηκαν από τις πρώτες αγοράστριες ότι αυτές δεν είχαν πληρεξουσιοδοτήσει τον Εφεσίβλητο 2 να ενεργήσει εκ μέρους τους. Εθεσαν, κατ΄ ακολουθίαν, οι Εφεσείοντες ότι οι Εφεσίβλητοι τους εξαπάτησαν και πως με ψευδείς και απατηλές παραστάσεις πέτυχαν τη σύναψη της επίδικης συμφωνίας, η οποία, ως εκ τούτου, είναι εξ υπαρχής άκυρη. Ως επακόλουθο, αξίωσαν δήλωση του δικαστηρίου ότι οι Εφεσίβλητοι είναι επεμβασίες και διεκδίκησαν ενδιάμεσα οφέλη, καθώς επίσης αποζημιώσεις ύψους ΛΚ460.000, που, κατά τη θέση τους, αποτελούσαν τη διαφορά μεταξύ της αξίας της κατοικίας κατά την καταχώρηση της αγωγής και του ποσού που οι Εφεσίβλητοι πλήρωσαν. Οι Εφεσίβλητοι προέβαλαν ότι υπήρξε συνομωσία μεταξύ των Εφεσειόντων και των πρώτων αγοραστριών με αντικείμενο την καταγγελία του Εφεσίβλητου 2 για πλαστογραφία του πληρεξουσίου εγγράφου ημερομηνίας 11.6.2000, τεκμήρια 12, 32, 70, ώστε να αποσπάσουν από την Εφεσίβλητη 1 την περιουσία που νόμιμα αγόρασε και δικαιούτο να εγγράψει επ΄ ονόματί της. Προέβαλαν επίσης ανταπαίτηση, αξιώνοντας συγκεκριμένα χρηματικά ποσά, καθώς επίσης και διάταγμα του δικαστηρίου που να διατάσσει τους Εφεσείοντες όπως μεταβιβάσουν και εγγράψουν επ΄ ονόματι των Εφεσιβλήτων το επίδικο ακίνητο, ελεύθερο από κάθε επιβάρυνση.
Το πρωτόδικο δικαστήριο καθόρισε ως κυρίαρχο ζήτημα κατά τη δίκη το κατά πόσο το προαναφερθέν πληρεξούσιο έγγραφο, ημερομηνίας 11.6.2000, δυνάμει του οποίου ο Εφεσίβλητος 2 συνομολόγησε την ακυρωτική συμφωνία, ημερομηνίας 26.5.2003, εκ μέρους και για λογαριασμό των πρώτων αγοραστριών, ήταν πλαστό ή γνήσιο. Αξιολογώντας επί του προκειμένου τη σχετική μαρτυρία, κατέληξε ότι η μία εκ των πρώτων αγοραστριών, η θυγατέρα, δεν ήταν στην Κύπρο τον Ιούνιο του 2000, κατά το χρόνο δηλαδή που φέρεται ότι είχε καταρτισθεί το πληρεξούσιο έγγραφο, επομένως δεν ήταν δυνατό και να το είχε υπογράψει κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία που επιβεβαίωναν οι πιστοποιήσεις που υπήρχαν επ΄ αυτού. Παρά ταύτα, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η ουσία της υπόθεσης είναι κατά πόσο οι πρώτες αγοράστριες εξουσιοδότησαν τον Εφεσίβλητο 2 να ενεργεί εκ μέρους τους σε σχέση με το επίδικο ακίνητο, ζήτημα το οποίο, όπως έθεσε το δικαστήριο, «δεν είναι ταυτόσημο με το κατά πόσο το επίδικο πληρεξούσιο έγγραφο ήταν γνήσιο ή όχι». Με το σκεπτικό αυτό και εξετάζοντας την ενώπιόν του μαρτυρία απεφάνθη ότι σε προηγούμενο στάδιο οι πρώτες αγοράστριες είχαν εξουσιοδοτήσει τον Εφεσίβλητο 2 «.. να χειρίζεται την υπόθεση της κατοικίας κατά τρόπο που έστω και αν δεν επιβεβαιώνει, τουλάχιστο συνηγορεί υπέρ της εκδοχής πως ο εναγόμενος 2 είχε αποκτήσει τα συμφέροντα των πρώτων αγοραστριών στην κατοικία. Δεν διατηρώ την παραμικρή αμφιβολία πως ο εναγόμενος 2 ήταν κατά τον πιο πάνω τρόπο εξουσιοδοτημένος και υπό τας περιστάσεις κανένα λόγο δεν θα είχε να κατασκευάσει πλαστό πληρεξούσιο έγγραφο όπως του αποδίδεται ... Είναι ξεκάθαρο πως στον εναγόμενο 2 είχε δοθεί εξουσιοδότηση, χωρίς περιορισμούς και όρους να χειρίζεται το ζήτημα της επίδικης κατοικίας. Εξουσιοδότηση που κάλυπτε τις ενέργειες στις οποίες αυτός προέβηκε στις 26.5.2003.»
Με βάση τα πιο πάνω, ήταν εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι συμφωνίες ημερομηνίας 26.5.2003, ήτοι η ακυρωτική συμφωνία και η επίδικη συμφωνία πώλησης του ακινήτου, δεν καλύπτονταν από οποιαδήποτε παρανομία, αφού ο Εφεσίβλητος 2 είχε την εξουσιοδότηση των πρώτων αγοραστριών ώστε να υπογράψει την ακυρωτική συμφωνία, κατόπιν δεν τούτου μπορούσε να υπογραφεί και η συμφωνία για αγορά του επίδικου ακινήτου από την Εφεσίβλητη 1. Ως αποτέλεσμα, η απαίτηση των Εφεσειόντων απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος τους και εκδόθηκε απόφαση υπέρ της Εφεσίβλητης 1, σε σχέση με την ανταπαίτηση, για το ποσό των €722.140 με νόμιμο τόκο πλέον έξοδα, υπό τον όρο ότι η απόφαση δεν θα συντασσόταν προτού οι Εφεσίβλητοι καταχωρήσουν τροποποιημένη έκθεση υπεράσπισης και ανταπαίτησης, η οποία θα κάλυπτε την αξία του επίδικου ακινήτου κατά το χρόνο καταχώρησης της αγωγής. Η αξίωση για ειδική εκτέλεση της επίδικης συμφωνίας απορρίφθηκε, λόγω ύπαρξης προγενέστερης εγγραφής υποθήκης.
Η πρωτόδικη κατάληξη προσβάλλεται με μεγάλο αριθμό λόγων έφεσης. Κρίνουμε ότι είναι αχρείαστο να επεκταθούμε στο σύνολό τους. Θα περιοριστούμε στην εξέταση των τριών πρώτων λόγων και του δέκατου λόγου έφεσης, οι οποίοι είναι αλληλένδετοι και περιστρέφονται γύρω από το κεφαλαιώδες ζήτημα της γνησιότητας και σημασίας του επίδικου πληρεξουσίου ημερομηνίας 11.6.2000.
Η ουσία των λόγων έφεσης 1, 2, 3 και 10 κινείται γύρω από την πάγια νομολογημένη αρχή ότι τα δικόγραφα αποτελούν το θεμέλιο της δίκης, η οποία και διεξάγεται αποκλειστικά μέσα στα πλαίσια που αυτά έχουν προκαθορίσει. Πάγια νομολογία επιτάσσει όπως το εκδικάζον δικαστήριο περιορίζεται στα επίδικα θέματα, όπως αυτά συγκεκριμενοποιούνται αποκλειστικά από το περιεχόμενο των δικογράφων, προκειμένου να αποφασίσει την υπόθεση.
Είναι η ανάλογη προσέγγιση της πλευράς των Εφεσειόντων ότι οι δικογραφημένες θέσεις των εμπλεκομένων μερών περιστρέφονται και βασίζονται στο πληρεξούσιο ημερομηνίας 11.6.2000 και μόνο, χωρίς να γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σε οιονδήποτε τυχόν άλλο πληρεξούσιο προγενέστερης ή μεταγενέστερης ημερομηνίας. Ως εκ τούτου, τίθεται, το πρωτόδικο δικαστήριο, εσφαλμένα, κατέληξε σε διάφορα συμπεράσματα από τη δοθείσα μαρτυρία, προκειμένου να οδηγηθεί σε ευρήματα περί ύπαρξης πληρεξουσιότητας με βάση άλλα έγγραφα και στην απουσία ανάλογης δικογραφημένης θέσης. Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο των Εφεσειόντων το σωστό εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι το επίδικο πληρεξούσιο ημερομηνίας 11.6.2000 δεν ήταν καθόλα γνήσιο, θα έπρεπε να είχε σφραγίσει και το αποτέλεσμα της υπόθεσης, να είχε δηλαδή οδηγήσει στην ακύρωση όσων πράξεων έγιναν με βάση το εν λόγω πληρεξούσιο και, συγκεκριμένα, της ακυρωτικής συμφωνίας και της επίδικης συμφωνίας ημερομηνίας 26.5.2003.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσιβλήτων εισηγήθηκε ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν άμεμπτη και πως τα ανάλογα ευρήματά του καλύπτονται από τις δικογραφημένες θέσεις. Σημείωσε ότι οι Εφεσίβλητοι καταχώρησαν, στα πλαίσια της αγωγής, υπεράσπιση γενικού περιεχομένου και/ή γενικής άρνησης, και ότι, κατά προέκταση, το δικαστήριο κινήθηκε μέσα στα δικογραφημένα πλαίσια. Προεκτείνοντας, έθεσε πως η εξουσιοδότηση του Εφεσίβλητου 2 προέκυπτε από γενικό πληρεξούσιο ημερομηνίας 1.6.1998 και από σωρεία άλλων πράξεων και εγγράφων που δεν αμφισβητήθηκαν ότι έγιναν και συντάχθηκαν από τη μια εκ των πρώτων αγοραστριών, τη μητέρα. Τόνισε, ολοκληρώνοντας, πως το πρωτόδικο δικαστήριο δεν θα ήταν δυνατό να εθελοτυφλήσει αγνοώντας όλη την υπόλοιπη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιόν του και περιοριζόμενο στο γεγονός ότι το επίδικο πληρεξούσιο «μπορεί να μην ήταν καθ' όλα γνήσιο».
Όπως ξεκάθαρα εντοπίζεται από την έκθεση απαίτησης των Εφεσειόντων, οι θέσεις τους περί ύπαρξης παρανομίας και/ή δόλου και/ή ψευδών και/ή απατηλών παραστάσεων εκ μέρους των Εφεσιβλήτων εδράζονται στο γεγονός ότι το επίδικο πληρεξούσιο έγγραφο ημερομηνίας 11.6.2000 παρουσιάστηκε ως καθόλα έγκυρο και ότι αυτό είχε δεόντως δοθεί προς τον Εφεσίβλητο 2 από τις πρώτες αγοράστριες, οι οποίες και εκτέλεσαν δεόντως τούτο με την υπογραφή τους. Τίθεται, περαιτέρω στην έκθεση απαίτησης, ότι το εν λόγω πληρεξούσιο δεν ήταν έγκυρο και ότι ο Εφεσίβλητος 2 δεν είχε δεόντως εξουσιοδοτηθεί από τις πρώτες αγοράστριες να υπογράψει με βάση αυτό το πληρεξούσιο την ακυρωτική συμφωνία ημερομηνίας 26.5.2003. Όπως και η πλευρά των Εφεσιβλήτων δέχεται, η έκθεση υπεράσπισης και ανταπαίτησης συνιστά γενική άρνηση, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά προς υπεράσπιση σε προηγούμενη ή άλλη πληρεξουσιότητα.
Όπως ήδη λέχθηκε, το πρωτόδικο δικαστήριο, αξιολογώντας την ενώπιόν του μαρτυρία, οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι το επίδικο πληρεξούσιο έγγραφο ημερομηνίας 11.6.2000 δεν ήταν «καθ΄ όλα γνήσιο». Η προσέγγιση αυτή ήταν αποτέλεσμα της κατάληξης ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο της υπογραφής του η πρώτη αγοράστρια - θυγατέρα δεν ήταν στην Κύπρο και, κατά προέκταση, η σχετική πιστοποίηση του πιστοποιούντος υπαλλήλου έπασχε.
Με τα πιο πάνω ως δεδομένα, το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε πλέον την υπόθεση και κατέληξε στην ύπαρξη εξουσιοδότησης που κάλυπτε τις ενέργειες του Εφεσίβλητου 2 στη βάση άλλων στοιχείων, πέραν δηλαδή του επίδικου πληρεξουσίου. Η προσέγγιση όμως αυτή, είναι μεμπτή. Κατ΄ αρχάς κινείται εκτός των δικογραφημένων θέσεων, όπως τις έχουμε ήδη αναπτύξει. Πέραν τούτου, παρέμεινε αδιαμφισβήτητο ότι οι δύο συμφωνίες, η ακυρωτική και η επίδικη, ημερομηνίας 26.5.2003, στηρίχθηκαν στην ύπαρξη πληρεξουσιότητας με βάση το επίδικο πληρεξούσιο, το οποίο, όμως, όπως αποφάνθηκε το ίδιο το πρωτόδικο δικαστήριο, «δεν ήταν καθ΄ όλα γνήσιο». Συνεπώς, η κρίση αυτή είχε πλέον καταλυτικές συνέπειες στις όποιες πράξεις έλαβαν χώραν με βάση το επίδικο πληρεξούσιο έγγραφο και, εν τέλει, στην έκβαση της ίδιας της υπόθεσης. Αναπόδραστο συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου θα έπρεπε να ήταν η αποδοχή του μέρους της αξίωσης των Εφεσειόντων που αφορούσε στην ακύρωση όσων πράξεων έγιναν με υπόβαθρο το υπό αναφορά πληρεξούσιο, ήτοι των δύο συμφωνιών ημερομηνίας 26.5.2003, της ακυρωτικής και της επίδικης.
Η επιτυχία των εξετασθέντων λόγων έφεσης έχει λοιπόν ως αποτέλεσμα την ακύρωση των πιο πάνω συμφωνιών. Αναπόφευκτα, και η εκδοθείσα απόφαση επί της ανταπαίτησης ακυρώνεται.
Μας απασχόλησε το ζήτημα των υπολοίπων θεραπειών τις οποίες αξίωνε η πλευρά των Εφεσειόντων και το κατά πόσο τίθεται ζήτημα επανεκδίκασης της υπόθεσης. Παρεμβάλλουμε, ότι το ζήτημα της ύπαρξης αγώγιμου δικαιώματος στο πρόσωπο των Εφεσειόντων απασχόλησε το πρωτόδικο δικαστήριο, εξετάζοντας σχετική εισήγηση που τέθηκε εκ μέρους του ευπαιδεύτου συνηγόρου των Εφεσιβλήτων κατά την τελική του αγόρευση. Εκρινε ότι οι Εφεσείοντες είχαν δικαιώματα αλλά και συμβατικές υποχρεώσεις που απέρρεαν από το ιδιοκτησιακό καθεστώς και τις συμφωνίες πώλησης του επίδικου ακινήτου και, συνεπώς, καλύπτονταν και από ανάλογο αγώγιμο δικαίωμα προς απαλλαγή από τις όποιες συμβατικές τους υποχρεώσεις. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε επίσης ότι εάν το επίδικο πληρεξούσιο ήταν πλαστογραφημένο ή δεν είχε σχετική εξουσιοδότηση ο Εφεσίβλητος 2 από τις πρώτες αγοράστριες, η πρώτη συμφωνία πώλησης, ημερομηνίας 20.3.1998, θα ήταν σε ισχύ. Υπό τις συνθήκες αυτές, σημείωσε επίσης ότι όσον αφορούσε την κατοχή του επίδικου ακινήτου ανήκε στις πρώτες αγοράστριες. Η κατάληξη αυτή του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν προσβάλλεται κατ΄ έφεση.
Εχουμε καταλήξει ότι δεν τίθεται ζήτημα επανεκδίκασης στην υπό κρίση περίπτωση. Η αξίωση των Εφεσειόντων, όπως δικογραφήθηκε στην έκθεση απαίτησής τους, αφορούσε, πέραν της αναζήτησης δηλωτικής απόφασης περί του άκυρου των συμφωνιών, σε αναζήτηση αποζημιώσεων στη βάση παράνομης επέμβασης και ως απώλεια ενδιάμεσων κερδών για παράνομη κατοχή του επίδικου ακινήτου. Πέραν του ότι δεν δόθηκε καμιά σχετική μαρτυρία ως προς το ύψος των αποζημιώσεων, οι Εφεσείοντες στερούνται βάσης λήψης τέτοιων αποζημιώσεων αφού, με βάση την πρώτη συμφωνία πώλησης ημερομηνίας 20.3.1998, η οποία είναι σε ισχύ, κάτοχοι του επίδικου ακινήτου ήταν οι πρώτες αγοράστριες, στις οποίες ανήκαν και τα όποια, τυχόν, δικαιώματα αναζήτησης των υπό αναφορά αποζημιώσεων.
Το μόνο ζήτημα που απομένει είναι το μέρος της ανταπαίτησης που αφορούσε την επιστροφή των ΛΚ40.000 που οι Εφεσίβλητοι κατέβαλαν με την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας ημερομηνίας 26.5.2003. Με δεδομένη την ακύρωση της συμφωνίας αυτής και την απόρριψη της όποιας αξίωσης για αποζημιώσεις προς όφελος των Εφεσειόντων, οι Εφεσίβλητοι δικαιούνται σε έκδοση απόφασης προς όφελός τους για επιστροφή του πιο πάνω ποσού.
Ως αποτέλεσμα, η έφεση επιτυγχάνει στην έκταση που αναφέρεται πιο πάνω και οι προαναφερθείσες συμφωνίες, ημερομηνίας 26.5.2003, ακυρώνονται. Εκδίδεται επίσης απόφαση υπέρ των Εφεσιβλήτων και εις βάρος των Εφεσειόντων για το ποσό των €68.344,06 (αντίστοιχο των ΛΚ40.000), πλέον νόμιμο τόκο. Η πρωτόδικη διαταγή για έξοδα ακυρώνεται και αντικαθίσταται, ως αποτέλεσμα της μερικής επιτυχίας, με διαταγή επιδίκασης του ½ των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας προς όφελος των Εφεσειόντων - Εναγόντων. Τα έξοδα της έφεσης, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται επίσης προς όφελος των Εφεσειόντων - Εναγόντων και εις βάρος των Εφεσιβλήτων - Εναγομένων.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΣΦ.