ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παναγή, Περσεφόνη Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Αντώνης Κεφάλας, για τον Εφεσείοντα. Χριστόφορος Χατζηστερκώτης, για τον Εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-09-15 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΔΗΜΗΤΡΑΚΗ ΤΣΙΟΥΠΠΑ ν. ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΑΣ ΛΤΔ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 20/2012, 15/9/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:A297

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 20/2012

 

15 Σεπτεμβρίου, 2017

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/Δ]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

ΔΗΜΗΤΡΑΚΗ ΤΣΙΟΥΠΠΑ,

                                                  Εφεσείοντα/Αιτητή.

-      ΚΑΙ -

 

ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΑΣ ΛΤΔ,

                                                         Eφεσίβλητου/Καθ΄ ου η Αίτηση.

----------------------

 

Αντώνης Κεφάλας, για τον Εφεσείοντα.

Χριστόφορος Χατζηστερκώτης, για τον Εφεσίβλητο.

----------------------

     ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΤην ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή.

----------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

   Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:  Ο εφεσείων εργοδοτείτο από τους εφεσίβλητους ως οδηγός φορτηγού από 9.3.2001 μέχρι 20.7.2009.  Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες λύθηκε η εργασιακή τους σχέση, αποτέλεσε το κυρίαρχο θέμα, που απασχόλησε το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, στο οποίο προσέφυγε ο εφεσείων διεκδικώντας αποζημιώσεις για παράνομο τερματισμό της απασχόλησης του.

 

Σύμφωνα με τους γενικούς λόγους της Αίτησης Εργατικής Διαφοράς και τη μαρτυρία που προσκόμισε στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ο εφεσείων εργάστηκε ανελλιπώς στους εφεσίβλητους μέχρι και την 20.7.2009 όταν, λόγω βαριάς μορφής ασθενείας του δέρματος του και ψωρίασης, ιδιαίτερα στα χέρια, η οποία εξελίχθηκε σε μόλυνση, αναγκάστηκε να μην πηγαίνει στην εργασία του.  Ειδοποίησε σχετικά τους εργοδότες του, ενημερώνοντας τους ότι με την αποθεραπεία του, θα επέστρεφε στην εργασία του, αν τον ήθελαν. Προς τούτο, προσκόμισε ιατρικό πιστοποιητικό του θεράποντα ιατρού του,        Δρα Στυλιανού, ημερομηνίας 14.1.2010, σύμφωνα με το οποίο ο εφεσείων από 21.7.2009 μέχρι 27.12.2009 αδυνατούσε να εργαστεί λόγω των προβλημάτων υγείας που αναφέρονται στο πιστοποιητικό.  Μια βδομάδα αργότερα, όταν ο εφεσείων ζήτησε από το διευθυντή των εφεσιβλήτων βεβαίωση για τις απολαβές που έλαβε το 2008, αυτός αρνήθηκε γιατί είχε δηλώσει ήδη στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις ότι ο εφεσείων εγκατέλειψε την εργασία του. Σύμφωνα με τη δικογραφημένη θέση του εφεσείοντα, οι εφεσίβλητοι δήλωσαν ψευδώς στο Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Εργασίας, ότι έπαψε να εργάζεται κοντά τους «με αποτέλεσμα την απόλυση του»

 

Από την άλλη, οι εφεσίβλητοι, αρνήθηκαν τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα και αντέτειναν, παραθέτοντας σχετικές λεπτομέρειες στο δικόγραφό τους, ότι ο εφεσείων στις 21.7.2009 αρνήθηκε να εργαστεί και εγκατέλειψε οικειοθελώς την υπηρεσία τους.  Σύμφωνα με τη δικογραφημένη τους θέση, ο εφεσείων την 21.7.2009 πήρε εντολή από το διευθυντή τους, Μιχάλη Μιχαήλ, μέσω του υπαλλήλου Ανδρέα Χαραλάμπους, να μεταβεί μαζί με τον τελευταίο για εργασία στην Αγία Νάπα.  Ο εφεσείων, όμως, αρνήθηκε, λέγοντας στον         Α. Χαραλάμπους να μεταφέρει στον M. Μιχαήλ τη φράση «Πες του να πάει εκείνος μαζί σου». Στη συνέχεια αποχώρησε από την εργασία του χωρίς να επανέλθει.  Παρά τις προσπάθειες του διευθυντή των εφεσιβλήτων να μιλήσει τηλεφωνικά με τον εφεσείοντα, αυτός δεν απαντούσε στο τηλέφωνο. Σύμφωνα με πληροφορία του, ο εφεσείων ήθελε να εκδιωχθεί ο Ανδρέας Χαραλάμπους από την υπηρεσία των εφεσιβλήτων, με τον οποίο ο εφεσείων δεν ήθελε να εργαστεί.  Περί τα τέλη Σεπτεμβρίου 2009, ο εφεσείων ζήτησε από τους εφεσίβλητους να υπογράψουν έγγραφο στο οποίο να αναφέρεται ότι απολύθηκε λόγω ασθένειας, για να μπορέσει να επωφεληθεί σχετικού επιδόματος, στο οποίο να αναγραφεί ως ημερομηνία η 20.7.2009, γεγονός που ήταν εντελώς ψευδές, γι' αυτό οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν να το υπογράψουν.  Μετά το γεγονός τούτο, ο εφεσείων υπέβαλε την αίτηση που απασχόλησε πρωτόδικα.

 

Αξιολογώντας την εκατέρωθεν προσαχθείσα μαρτυρία, το δικάσαν Δικαστήριο δέχτηκε ως αληθινή τη μαρτυρία των μαρτύρων των εφεσιβλήτων, ενώ έκρινε πως η μαρτυρία του εφεσείοντα περιείχε ουσιαστικές αντιφάσεις που έθεταν «σοβαρές αμφιβολίες στην αξιοπιστία του».  Η μαρτυρία του μοναδικού άλλου μάρτυρα για την πλευρά του εφεσείοντα, Δρα Στυλιανού, ο οποίος κατάθεσε για το πρόβλημα υγείας του εφεσείοντα, παρέμεινε διατρητή, κατά το Δικαστήριο, σε σχέση με το χρόνο που αυτό εμφανίστηκε, «λαμβανομένου υπόψη ότι η ημερομηνία 14.1.2010 που φέρει το ιατρικό πιστοποιητικό.είναι κατά πολύ μεταγενέστερη του επίδικου χρόνου, ως επίσης και η βεβαίωση από το Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων.όπου φαίνεται ότι ο Αιτητής [εφεσείων] έλαβε επίδομα ασθενείας από τις 29.9.2009 μέχρι 27.12.2009 και όχι από την επίδικη περίοδο.»  Κατά το Δικαστήριο, το γεγονός αυτό έτεινε να επιβεβαιώσει τη θέση του ΜΥ3, Α. Οικονόμου, ότι το πρόβλημα του εφεσείοντα κατέστη εμφανές τον Σεπτέμβριο ή τον Οκτώβριο.

 

Ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντα και αποδέχτηκε την εκδοχή των εφεσιβλήτων, καταλήγοντας ότι ο εφεσείων δεν απολύθηκε αλλά εγκατέλειψε οικειοθελώς την απασχόλησή του. Συνακόλουθα, απέρριψε τις αξιώσεις του εφεσείοντα για αποζημίωση λόγω παράνομης και αδικαιολόγητης απόλυσης. Αποδεχόμενο όμως τη θέση του εφεσείοντα ότι εδικαιούτο σε αναλογία 13ου μισθού για το έτος 2009, του επιδίκασε το ποσό των €810 με νόμιμο τόκο από 19.1.2010 μέχρι τελικής εξόφλησης.

 

Με την έφεση προσβάλλεται το μέρος της απόφασης με το οποίο απορρίφθηκαν οι αξιώσεις του εφεσείοντα για αποζημίωση λόγω παράνομης και αδικαιολόγητης απόλυσης. Προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «εσφαλμένα απέρριψε την αίτηση καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής τσακώθηκε και εγκατέλειψε οικειοθελώς την εργασία του.».  Ακολουθούν διάφοροι λόγοι έφεσης, οι οποίοι κατά τη συζήτηση της έφεσης ενώπιον μας περιορίστηκαν σε πέντε. Ο διαχωρισμός δε μεταξύ του κάθε λόγου έφεσης και της αιτιολογίας του δεν είναι απόλυτα σαφής, αφήνοντας, έτσι, στο Εφετείο να διακρίνει πού σταματά ο λόγος έφεσης και πού αρχίζει η αιτιολογία του, παρά την υποβολή νέας ειδοποίησης έφεσης, ως συμπληρωματικής της αρχικής, κατόπιν σχετικών υποδείξεων του Εφετείου με διαφορετική σύνθεση. Με αυτή την επισήμανση, προχωρούμε στην εξέταση των λόγων έφεσης.

 

Σύμφωνα με τον πρώτο λόγο έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε μαρτυρία και ισχυρισμούς που δεν ήταν δικογραφημένοι. Το παράπονο έχει δύο σκέλη. Το πρώτο παραπέμπει στην αναφορά του Δικαστηρίου, κατά την ανάλυση της μαρτυρίας, στην εκκαλούμενη απόφαση, ότι συγκεκριμένη μαρτυρία «συνάδει περισσότερο με την θέση των Εργοδοτών ότι ο Αιτητής [εφεσείων] τσακώθηκε και εγκατέλειψε την εργασία του». Υποδεικνύει ο εφεσείων πως δεν υπάρχει δικογραφημένη θέση των εφεσιβλήτων ότι ο εφεσείων τσακώθηκε και εγκατέλειψε την εργασία του, ούτε προσάχθηκε τέτοια μαρτυρία. Το δεύτερο αναφέρεται σε «αντίφαση» μεταξύ της μαρτυρίας του Α. Χαραλάμπους (ΜΥ2)  αφενός, και της δικογραφημένης φράσης και μαρτυρίας του Μ. Μιχαήλ (ΜΥ1), αφετέρου, ως προς την απάντηση που έδωσε ο εφεσείων στον πρώτο, όταν αυτός του ανέφερε, με οδηγίες των εργοδοτών τους, να μεταβούν στην Αγία Νάπα για εργασία.    

 

Ως προς το πρώτο σκέλος, η θέση του εφεσείοντα περί «λανθασμένου» ευρήματος του Δικαστηρίου για τσακωμό και εγκατάλειψη της εργασίας του, δεν ευσταθεί. Τα ευρήματα του Δικαστηρίου συνάδουν πλήρως με την αποδεχθείσα από αυτό μαρτυρία, όπως δηλώνεται με τη φράση, αποδεχόμενο τη μαρτυρία που προσήγαγαν οι εφεσίβλητοι,  ότι «ανάλογα είναι τα ευρήματα του Δικαστηρίου». Η αναφορά του Δικαστηρίου σε τσακωμό δεν αποτελούσε εύρημα, αλλά χαρακτηρισμό της δικής του αντίληψης για τη στάση και συμπεριφορά του εφεσείοντα κατά τον ουσιώδη χρόνο, όπως παρουσιάστηκε από τους μάρτυρες υπεράσπισης, με αποκορύφωμα την αποχώρηση του εφεσείοντα από την απασχόλησή του.  Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός αυτό δεν ήταν ουσιώδες, ώστε να απαιτείται η δικογράφησή του,  (βλ. Eurogal Surveys Ltd v. D. Trade International Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 348/2009, ημερ. 17.10.2014 για το ζήτημα της δικογράφησης γενικά).  Τα ανωτέρω, απαντούν και στο μέρος του τρίτου λόγου έφεσης, με το οποίο επαναλαμβάνεται η θέση ότι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων τσακώθηκε «δεν ήταν τεκμηριωμένη ούτε δικογραφημένη». Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος, δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε αντίφαση ή παρέκκλιση από τη δικογραφημένη θέση των εφεσιβλήτων. Η δικογραφημένη φράση «πες του να πάει εκείνος μαζί σου», και η κατ' ισχυρισμό, αντιφατική, «να πας στα ανάθεμα και πες του να έρθει εκείνος μαζί σου», δεν διαφέρουν στην ουσία τους. Ούτε αυτό αφορά σε ουσιώδες γεγονός, του οποίου απαιτείται η δικογράφηση, παρά μόνο μαρτυρία. Στις γραπτές προτάσεις περιέχονται ουσιώδη γεγονότα και όχι η μαρτυρία που θα προσαχθεί προς απόδειξή τους, (βλ. Κασπαρή ν Αχιλλέως (1995) 1 ΑΑΔ 492).  

 

Ο εφεσείων ισχυρίζεται επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχτηκε ή έδωσε υπερβολικό βάρος στη μαρτυρία του Μ. Μιχαήλ (ΜΥ1), που ήταν κατά το πλείστον εξ ακοής μαρτυρία, αφού αυτή βασίστηκε στα όσα του ανέφεραν ο               Α. Χαραλάμπους (ΜΥ2) και ο Α. Οικονόμου (ΜΥ3).  Εισηγείται, στο περίγραμμα αγόρευσης του, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε υπερβολικό βάρος σε ασήμαντες αναφορές και του ιδίου, οι οποίες αφορούσαν «μόνο» στη στιχομυθία του με τον ΜΥ1 κατά την ημέρα που αποχώρησε από την εργασία του, παραγνωρίζοντας ότι είχαν παρέλθει δύο χρόνια περίπου μέχρι την ένορκη κατάθεση του και ότι η ουσία της διαφοράς ήταν το νομότυπο της απόλυσης «και το περιστατικό γύρω στο οποίο οδηγήθηκε η εφεσίβλητη στην απόφαση της».  Παρατίθεται επιχειρηματολογία, επίσης, σε σχέση με την αποδοχή της μαρτυρίας των ΜΥ1 και ΜΥ3 ως αξιόπιστης και την απόδοση «υπερβολικού βάρους» στη μαρτυρία του τελευταίου, παραγνωρίζοντας ότι οι σχέσεις του με τον ΜΥ1 ήταν περισσότερο από φιλικές, με την προσθήκη ότι «το ίδιο ισχύει και για τον ΜΥ2».

 

Το δικαίωμα έφεσης κατά αποφάσεων του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών περιορίζεται, δυνάμει του άρθρου άρθρο 12(11Α) του περί Ετήσιων Αδειών μετ' Απολαβών Νόμου του 1967            (Ν. 8/1967), όπως τροποποιήθηκε, σε νομικά σημεία μόνον. Όπως λέχθηκε πρόσφατα στην υπόθεση Δέσπω Αντωνίου Σάββα ν A. Tsokkos Hotel (Public) Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ.248/2010, ημερ. 3.11.2016, ECLI:CY:AD:2016:A507, με αναφορά στην εν λόγω νομοθετική διάταξη: «.δεδομένων των προνοιών του, η αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα, σχετικά, του εκδικάσαντος Δικαστηρίου λαμβάνονται ως δεδομένα», (βλ. επίσης Faber Hoist Chemicals Ltd v. Kωνσταντίνου Καλημέρα, Πολιτική Έφεση Αρ. 190/2010, 24.2.2015, ECLI:CY:AD:2015:A126 και Ηλίκκος Μαρκαντώνη ν. Ανδρονίκη Καρυολαίμου, Πολιτική Έφεση Αρ. 81/2011, ημερ. 17.12.2015), ECLI:CY:AD:2015:A839.

 

Η έννοια του νομικού σημείου απασχόλησε, μεταξύ άλλων,    στη Re HjiCostas (1984) 1 CLR 513 όπου αποδόθηκε ως εξής:

 

«What amounts to a pure question of law is perhaps easy to define but hard to apply to the particular circumstances of a case. The question of law raised, whatever its nature, must necessarily be one relevant to the facts of the case. A pure question of law cannot be one extricated or detached from the facts of the case for in those circumstances it would be an academic question of law. It appears to me that whenever an issue revolves round the application of the law to given facts, it raises a pure question of law. So long as the facts to which the Court is required to apply the law are not called in question, the point is a legal one. It merely raises questions bearing on the interpretation and the scope of the law. Exploration of the ambit of the law is always a question of law».

 

 

Όσον επιεικώς και αν προσεγγίσουμε τα διάφορα σημεία που εγείρονται στο περίγραμμα αγόρευσης του συνηγόρου του εφεσείοντα, γίνεται αντιληπτό ότι, παρά την αναφορά στο λόγο έφεσης ότι αποδόθηκε «υπερβολικό βάρος», σε συγκεκριμένη μαρτυρία, σε μια προσπάθεια, προφανώς, να ενδυθεί ο λόγος έφεσης με τον μανδύα του νομικού σημείου,  αυτός και η αιτιολογία που τον υποστηρίζει στρέφονται, ουσιαστικά,  κατά της αξιολόγησης και των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία του εφεσείοντα και των μαρτύρων υπεράσπισης.  Για το λόγο αυτό, ο υπό αναφορά λόγος έφεσης κρίνεται απαράδεκτος και δεν μπορεί να τύχει εξέτασης.

 

Στα πλαίσια του τρίτου λόγου έφεσης, προβάλλεται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι «αόριστη και χωρίς δικαιολογία», αφού δεν αναφέρεται ο λόγος που ο εφεσείων εγκατέλειψε οικειοθελώς την εργασία του, και δεν «συνάδει» με το άρθρο 5 του Ν.24/1967.    Σύμφωνα με τη θέση του εφεσείοντα, όπως αναπτύσσεται στο περίγραμμα αγόρευσης του, δεν αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση οποιοσδήποτε από τους προβλεπόμενους από το άρθρο 5 του Ν.24/1967 λόγους για την απόρριψη της αίτησης του, στους οποίους, επισημαίνει, δεν συγκαταλέγεται η οικειοθελής αποχώρηση.

 

Η προβαλλόμενη θέση δεν μας βρίσκει σύμφωνους.  Πρωταρχικός σκοπός του Ν.24/1967, είναι η προστασία του εργοδοτούμενου από το μονομερή τερματισμό της απασχόλησης ως μέτρο κοινωνικής ασφάλειας (Στυλιανίδης ν. British American Insurance Co Ltd (1990) 1 A.A.Δ. 517 και Kanika Developments Ltd v. Λουκά (2004) 1 Α.Α.Δ. 603).  Οριοθετώντας το δικαίωμα σε αποζημίωση για τερματισμό της απασχόλησης, το άρθρο 3(Ι) του  Νόμου προβλέπει ότι:

 

«3.-(1) Όταν, κατά ή μετά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος άρθρου, ο εργοδότης τερματίζη δι' οιονδήποτε λόγον άλλον ή των εν τω άρθρω 5 εκτιθεμένων λόγων, την απασχόλησιν εργοδοτουμένου ο οποίος έχει απασχοληθή συνεχώς υπ' αυτού επί είκοσι εξ τουλάχιστον εβδομάδας, ο εργοδοτούμενος κέκτηται δικαίωμα εις αποζημίωσιν υπολογιζομένην συμφώνως προς τον Πρώτον Πίνακα.

 

[..]»

 

(Η υπογράμμιση είναι δική μας)

 

 

Το δικαίωμα εργοδοτούμενου σε αποζημίωση, δυνάμει της πιο πάνω πρόνοιας συναρτάται με τερματισμό της απασχόλησης από τον εργοδότη για λόγο άλλο από τους διαλαμβανόμενους στο άρθρο 5 του Ν.24/1967, το οποίο διαγράφει το όριο προστασίας που καλύπτει το εν λόγω νομοθέτημα. Ο τερματισμός της σχέσης εργοδότησης μεταξύ εργοδοτούμενου και εργοδότη, λόγω οικειοθελούς αποχώρησης του εργοδοτουμένου, δεν συνιστά «τερματισμό απασχολήσεως» από τον εργοδότη, ώστε να παρέχεται δικαίωμα διεκδίκησης αποζημίωσης, στη βάση των σχετικών προνοιών του Νόμου εκτός,  βέβαια, εάν υπάρχουν  περιστάσεις τέτοιες που ισοδυναμούν με εξαναγκασμό του εργοδοτούμενου σε παραίτηση, ο οποίος, με βάση το άρθρο 7(1) του Νόμου, το οποίο παραπέμπει στο άρθρο 3, εξομοιώνεται με απόλυση από τον εργοδότη. Αυτή, όμως, δεν είναι η περίπτωση μας.  Το εύρημα, λοιπόν, του Δικαστηρίου, ότι ο εφεσείων «δεν απολύθηκε» -  δηλαδή η εργοδότηση του δεν τερματίστηκε από τον εργοδότη - αλλά εγκατέλειψε ο ίδιος την εργασία του - σήμαινε και την αποτυχία της αίτησης του εφεσείοντα, χωρίς υποχρέωση στο Δικαστήριο να προσδιορίσει επακριβώς τους λόγους της οικειοθελούς εγκατάλειψης από τον εφεσείοντα της απασχόλησης του, που έγινε με δική του πρωτοβουλία και για δικούς του λόγους.  

 

Ο σχετικός λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.

 

Με άλλο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται  ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε τις αξιώσεις του για παράνομη απόλυση «αφού τούτη έγινε ένεκα της ασθένειας του και υπήρχε τεκμηρίωση γι' αυτό». Η θέση αυτή επαναλαμβάνεται και στα πλαίσια του τελευταίου λόγου έφεσης με τον οποίο ο εφεσείων παραπονείται ότι τέθηκε «υπερβολικό βάρος απόδειξης στον αιτητή [εφεσείοντα] από αυτό που απαιτείται σε αστικές υποθέσεις». Η αιτιολογία του λόγου έφεσης και η επιχειρηματολογία παραπέμπουν ευθέως στον τρόπο αξιολόγησης από το Δικαστήριο της μαρτυρίας  του Δρα Στυλιανού, του Α. Οικονόμου (ΜΥ3) και εγγράφου υπό μορφή βεβαίωσης του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Δεν διακρίνεται, στα όσα ανωτέρω παραπέμπει ο εφεσείων, νομικό σημείο που μπορεί να απασχολήσει.  Και αυτός ο λόγος έφεσης κρίνεται απαράδεκτος.  

 

Με τον τελευταίο λόγο έφεσης, προβάλλεται, όπως έχει αναφερθεί,  ότι το Δικαστήριο έθεσε «υπερβολικό βάρος απόδειξης  στον [εφεσείοντα] από αυτό που απαιτείται σε αστικές υποθέσεις».  Η αιτιολογία του λόγου, όπως αναπτύσσεται περαιτέρω στο περίγραμμα αγόρευσης, αναφέρεται σε θέματα που απασχόλησαν στα πλαίσια προηγούμενων λόγων έφεσης, οι οποίοι έχουν κριθεί ανωτέρω εναντίον του εφεσείοντα, όπως, για παράδειγμα, η θέση περί ατεκμηρίωτου ευρήματος και μη δικογραφημένου ισχυρισμού περί τσακωμού και η αξιολόγηση της μαρτυρίας.

  

Καταλήγουμε, λοιπόν, ότι δεν έχει τεκμηριωθεί λόγος που να δικαιολογεί  επέμβαση μας προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα και υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

                                                                        Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

 

                                                                        Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

                                                                        Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

 

 

/ΣΓεωργίου

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο