ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
E. PHILIPPOU LTD. ν. LITTNER HAMPTON LTD. (1984) 1 CLR 716
Udruzena Beogradska Banka ν. Westacre Investment, Inc. (1999) 1 ΑΑΔ 124
Aνδρέου Aντώνης ν. Colossos Signs Ltd (Aρ. 1) (2008) 1 ΑΑΔ 580
Consortia Europe Ltd ν. Fregata Holdings Ltd (2014) 1 ΑΑΔ 2308, ECLI:CY:AD:2014:A790
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.1
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.19
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.27
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.48
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.55
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.64
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2017:D295
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 115/2017)
15 Σεπτεμβρίου 2017
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ JUNPORTINTERNATIONALLIMITEDK.A. (ΩΣ ΑΥΤΟΙ ΕΜΦΑΙΝΟΝΤΑΙ ΣΤΟΝ ΣΥΝΗΜΜΕΝΟ ΠΙΝΑΚΑ 1Α) ΔΙ΄ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΩΣ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ
CERTIORARI ΚΑΙMANDAMUS
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ
Π.Ε.Δ. ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ Κ. ΑΛ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΕΝΑΡΚΤΗΡΙΑΣ ΚΛΗΣΗΣ ΑΡ. 454/2016
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΘΕΣΜΟΥΣ Δ.48 ΘΘ 1 ΚΑΙ 2, Δ.55 ΚΑΙ Δ.64
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 30 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 6 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ
ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ Ν. 17(Ι)/2013 ΑΡΘΡΑ 15 ΚΑΙ 21, ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟ Ν. 22(Ι) 2016 ΑΡΘΡΟ 46
------------------------------------------
Φρ. Χατζηχάννα με Α. Θωμά (κα), για τους Αιτητές.
-----------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι αιτητές, οι οποίοι είναι οι αναφερόμενοι στην αίτηση και αριθμός άλλων, επιδιώκουν τη χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης διά κλήσεως τύπου Certiorari και Mandamus με σκοπό αφενός να ακυρώσουν την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 28.7.2017 και αφετέρου να υποχρεώσουν το εν λόγω Δικαστήριο να προχωρήσει στην εκδίκαση της εναρκτήριας κλήσης υπ΄ αρ. 454/2016, στην οποία αφορούσε η απόφαση του.
Οι αιτητές είχαν καταχωρήσει την πιο πάνω εναρκτήρια κλήση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας θεωρώντας ότι αυτή ήταν η ορθή διαδικασία, επιδιώκοντας αριθμό θεραπειών που στόχευαν σε διάφορες αναγνωριστικές δηλώσεις και/ή αποφάσεις του Δικαστηρίου ότι διάφορα ποσά που βρίσκονταν κατατεθειμένα σε διάφορες ανταποκρίτριες τράπεζες της FederalBankofMiddleEast, (εφεξής «η τράπεζα»), κρατούνταν ή φυλάσσονταν προς όφελος των αιτητών δυνάμει καταπιστεύματος, του οποίου ο ειδικός διαχειριστής της τράπεζας ενεργούσε καθ΄ όλους τους ουσιώδεις χρόνους ως εμπιστευματοδόχος των χρημάτων δυνάμει εξ υπαγωγής εμπιστεύματος τύπου Quistclose και/ή απολήγοντος εμπιστεύματος και/ή παράλληλης συμφωνίας.
Η εναρκτήρια κλήση περιέγραφε τα διάδικα μέρη και τη σχέση τους με τη βασική τοποθέτηση ότι οι αιτητές, 53 τον αριθμό,ήσαν καταθέτες της τράπεζας η οποία είναι εταιρεία εγγεγραμμένη στην Τανζανία και ταυτόχρονα εγγεγραμμένη στην Κύπρο ως αλλοδαπή εταιρεία δυνάμει του άρθρου 347 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113. Ορισμένοι καταθέτες ήσαν στην τράπεζα της Τανζανίας, άλλοι στη Δημοκρατία και άλλοι και στις δύο. Η εν λόγω τράπεζατέθηκε υπό καθεστώς διαχείρισης στην Τανζανία και υπό καθεστώς εξυγίανσης στη Δημοκρατία. Οι αιτητές με μεγάλη λεπτομέρεια εξειδικεύουν σε 97 παραγράφους, πλείστες των οποίων διαιρούνται σε ικανό αριθμό υποπαραγράφων, το ιστορικό το οποίο οδήγησε στην καταχώρηση της εναρκτήριας κλήσης με ιδιαίτερη αναφορά στο δίκαιο του καθεστώτος με το οποίο η τράπεζα τέθηκε υπό εξυγίανση στην Κύπρο, τη σχέση της τράπεζας στην Τανζανία και του υποκαταστήματος στη Δημοκρατία, και τις δικαστικές διαμάχες που υπάρχουν σε διάφορα Δικαστήρια μεταξύ των οποίων στην πολιτεία Κολούμπια των Ηνωμένων Πολιτειών, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στο Παρίσι στη βάση διεθνούς διαιτησίας και στην Κύπρο. Υπάρχει επίσης λεπτομερής αναφορά στις προσπάθειες επαναπατρισμού κεφαλαίων που κρατούνταν σε διάφορες ανταποκρίτριες τράπεζες προς όφελος της τράπεζας του υποκαταστήματος στη Δημοκρατία και των καταθετών. Γίνεται επίσης αναφορά στην αίτηση διάλυσης που η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου και η Αρχή Εξυγίανσης καταχώρησαν στις 12.12.2015 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με στόχο την έκδοση διατάγματος για την ειδική εκκαθάριση της τράπεζας.
Μνημονεύεται ότι καταχωρήθηκε ένσταση από πλευράς της τελευταίας, ότι κατατέθηκαν συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις εκατέρωθεν, ενώ δίνονται και πλείστες όσες λεπτομέρειες της μαρτυρίας που δόθηκε σε σχέση με την αίτηση ειδικής εκκαθάρισης. Η λεπτομερής αυτή αναφορά είχε στόχο να καταδείξει ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο μπορούσε με σχετική ευκολία να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι στην ιδιόμορφη περίπτωση που εξεταζόταν, δημιουργήθηκε όντως εμπίστευμα προς όφελος των καταθετών, το δε Δικαστήριο είχε και έχει δικαιοδοσία να εκδώσει τις αιτούμενες αναγνωριστικές δηλώσεις.
Στις 19.12.2016 καταχωρήθηκε από τον ειδικό διαχειριστή της τράπεζας του υποκαταστήματος της Κύπρου, αίτηση διά κλήσεως με σκοπό τη διαγραφή και απόρριψη ή παραμερισμό της εναρκτήριας κλήσης λόγω του ότι αυτή αποτελούσε εσφαλμένο δικονομικό διάβημα και ή ακατάλληλο εναρκτήριο βήμα, ερχόμενο σε σύγκρουση και αντίθεση με τον περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου του 1997, ως τροποποιήθηκε, και τον Κανονισμό (ΕΕ) Αρ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15.7.2014.Γενικώς, η εναρκτήρια κλήση έπρεπε να τύχει διαγραφής ως μη αποκαλύπτουσα αγώγιμο δικαίωμα, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στερουμένου επίσης δικαιοδοσίας λόγω προγενέστερης και υφιστάμενης στην αλλοδαπή εκκρεμοδικίας σε σχέση με τα ίδια ή παρόμοια γεγονότα. Η αίτηση αυτή που υποστηριζόταν από εκτεταμένη ένορκη δήλωση του ειδικού διαχειριστή Χριστάκη (Chris) Ιακωβίδη, εκτεινόμενη σε 129 παραγράφους, έτυχε της ένστασης των νυν αιτητών-καταθετών υποστηριζόμενη από ένορκη δήλωση της Κωνσταντίας Ζαχαρίου, δικηγόρου, εκτεινόμενη σε 73 παραγράφους. Ακολούθησαν γραπτές αγορεύσεις ιδιαίτερα εκτεταμένες από εκάστη πλευρά και το κατώτερο Δικαστήριο, σε δικαιοδοσία Προέδρου, εξέδωσε στις 28.7.2017 απόφαση με την οποία έγινε αποδεκτή η αίτηση για διαγραφή ως αποτέλεσμα της οποίας παραμερίστηκε εξ ολοκλήρου η εναρκτήρια κλήση και απορρίφθηκε ως παράτυπο και άκυρο δικονομικό διάβημα έναρξης διαδικασίας για σκοπούς του αντικειμένου που επιδιωκόταν. Ως επακόλουθο, τα επίδικα αιτήματα για έκδοση των διάφορων αναγνωριστικών αποφάσεων απορρίφθηκαν λόγω προώθησης τους με εξ αρχής άκυρο δικονομικό μέτρο. Το Επαρχιακό Δικαστήριο ακυρώνοντας τη διαδικασία που χρησιμοποιήθηκε δεν εξέτασε οποιαδήποτε άλλα εγερθέντα θέμα όπως κατά πόσο υπήρχε έλλειψη δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου ή σύγκρουση του νομοθετικού πλαισίου εξυγίανσης με το δίκαιο της επιείκειας ή κατά πόσο υπήρχε κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας ενόψει άλλων αποφασισθέντων ή εκκρεμουσών διαδικασιών στην αλλοδαπή, ή, κατά πόσο ο ειδικός διαχειριστής νομιμοποιείτο στην έγερση της αίτησης διαγραφής.
Ο συνήγορος στην εκτεταμένη του αγόρευση επιδιώκοντας τη λήψη άδειας επιχειρηματολόγησε επί μακρόν και διάνθισε την αγόρευση του με σωρεία αυθεντιών. Η βασική θέση που προβάλλει είναι ότι υπό πλάνη το κατώτερο Δικαστήριο παραμέρισε και απέρριψε την εναρκτήρια κλήση ως παράτυπο δικονομικό διάβημα έναρξης της συγκεκριμένης διαδικασίας, αγνοώντας ή μη εξετάζοντας τη νομιμοποίηση του ειδικού διαχειριστή να προωθήσει την αίτηση διαγραφής στην οποία μάλιστα δεν είχε καταγραφεί η Δ.55 ως μέρος της νομικής βάσης της αίτησης, ενώ λανθασμένα έκρινε ότι η εναρκτήρια κλήση μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μόνο όπου αυτός ο τύπος έναρξης διαδικασίας καθορίζεται από οποιαδήποτε διαδικασία ή νομοθετική διάταξη. Κατά πλάνη,επίσης, το Δικαστήριο θεώρησε ότι οι καταθέτες επιδίωκαν και αποζημιώσεις για δόλο και απάτη, ενώ τέτοιες θεραπείες ουδόλως καταγράφονται στα αιτητικά της εναρκτήριας κλήσης και εν πάση περιπτώσει κακώς το Δικαστήριοδεν θεώρησε ότι ακόμη και παράτυπη να ήταν η χρήση της εναρκτήριας κλήσης, αυτή θα μπορούσε να διασωθεί υπό το φως των προνοιών της Δ.64 θ. 3 ή και στη βάση της υπάρχουσας νομολογίας ότι η πρόσβαση στο Δικαστήριο δύναται να γίνει με οποιοδήποτε διαδικαστικό γνωστό διάβημα εφόσον όμως κατοχυρώνονται τα δικαιώματα όλων των μερών. Παραγνωρίστηκε επίσης η Αγγλική νομολογία στο ζήτημα ότι η εναρκτήρια κλήση παραμένει ένας λογικός και σύγχρονος τρόπος έκδοσης αναγνωριστικής απόφασης. Εν τέλει με το χειρισμό του το κατώτερο Δικαστήριο αποστέρησε από τους καταθέτες την πρόσβαση στο Δικαστήριο και παραμέρισε την εναρκτήρια κλήση αγνοώντας παντελώς την ύπαρξη δύο προηγούμενων ενδιάμεσων διαταγμάτων, ήτοι, διάταγμα αποκάλυψης ημερ. 3.11.2016 και διάταγμα επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας ημερ. 11.11.2016. Το αποτέλεσμα είναι ότι δεν έγινε οποιαδήποτε πρόνοια όσον αφορά τα δύο αυτά ενδιάμεσα διατάγματα τα οποία και δεν ζητούνταν να παραμεριστούν με συνεπακόλουθο να υπάρχουν τρία συγκρουόμενα διατάγματα.
Υπάρχουν, κατά το συνήγορο, εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν την έκδοση των επιδιωκομένων προνομιακών ενταλμάτων διότι σε περίπτωση που οι καταθέτες προχωρήσουν σε καταχώρηση αγωγής ως εισηγήθηκε το κατώτερο Δικαστήριο, θα δημιουργηθούν σωρεία δικονομικών προβλημάτων και θα πρέπει να προβληθούν ουσιαστικά διαφορετικές αξιώσεις για αποζημιώσεις από τον κάθε καταθέτη χωρίς να παρέχεται δικονομικά η δυνατότητα συνεκδίκασης. Οι καταθέτες-αιτητές υπέστησαν μερικές χιλιάδες ευρώ έξοδα για τη φωτοτύπηση και την επίδοση της εναρκτήριας κλήσης σε 38 ανταποκρίτριες τράπεζες σε όλο τον κόσμο και επομένως υπάρχει ο κίνδυνος να υποστούν τα ίδια και περισσότερα έξοδα εάν καταχωρήσουν πολλαπλές αγωγές ενώ οι αιτητές αποστερήθηκαν και της δυνατότητας να προωθήσουν περαιτέρω το διάταγμα αποκάλυψης για το οποίο δεν υπήρξε συμμόρφωση με ανάλογη σπατάλη χρόνου και εξόδων.
Ο συνήγορος παραδέχθηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ότι προσφέρεται το ένδικο μέσο της έφεσης προς έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης τώρα απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου. Είναι γι΄ αυτό το λόγο που προφανώς στην υπό κρίση αίτηση και τα συνοδευτικά αυτής ουδέν αναφέρεται ως προς την ανυπαρξία άλλου ένδικου μέσου, πέραν μιας παροδικής αναφοράς στην παρ. 97 της ένορκης δήλωσης της δικηγόρου Αγγέλας Θωμά που υποστηρίζει την αίτηση, η οποία όμως αφενός συνιστά παραδοχή της δυνατότητας καταχώρησης έφεσης και αφετέρου προσπαθεί να παρακάμψει το ζήτημα λέγοντας ότι εκείνο που πρέπει να ελεγχθεί είναι η νομιμότητα της απόφασης. Θεωρεί,όμως, εν πάση περιπτώσει ότι η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων είναι τέτοια που δικαιολογεί την παροχήτης άδειας σε αυτό το στάδιο, εφόσον το κατώτερο Δικαστήριο περιέπεσε σε σωρεία σφαλμάτων με αποτέλεσμα να παραμερίσει μια καθ΄ όλα νομότυπη εναρκτήρια κλήση που στόχο είχε τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των καταθετών.
Είναι γνωστή η φύση, αλλά και η έκταση των προνομιακών ενταλμάτων και τίποτε το χρήσιμο δεν θα προστεθεί εάν επαναληφθούν απλώς οι αρχές και η σχετική νομολογία. Εκείνο όμως που πρέπει εδώ να τονισθεί είναι η ιδιαίτερη δικαιοδοσία των προνομιακών ενταλμάτων, δικαιοδοσία που πρέπει να ασκείται με εξαιρετική φειδώ διότι σκοπός τους δεν είναι να ελέγξουν την πορεία και τη διαδικασία ενώπιον των κατωτέρων Δικαστηρίου με δεδομένο ότι τέτοια ζητήματα ανάγονται στη σφαίρα της διακριτικής κρίσης του Δικαστηρίου, διακριτική ευχέρεια που σημαίνει την στάθμιση δεδομένων και γεγονότων και απόφαση προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Δεν είναι συνεπώς ορθό με τα προνομιακά εντάλματα να υπαγορεύεται ο τρόπος λειτουργίας των κατώτερων Δικαστηρίων.
Έχοντας εξετάσει τα όλα στοιχεία όπως εξάγονται από τα ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα, κρίνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποτελεί προϊόν έκδηλης πλάνης ή υπέρβασης δικαιοδοσίας. Σαφώς το κατώτερο Δικαστήριο είχε τη δικαιοδοσία να εξετάσει την ενώπιον του προσαχθείσα αίτηση από τον ειδικό διαχειριστή για διαγραφή του δικονομικού μέσου της εναρκτήριας κλήσης που χρησιμοποιήθηκε από τους καταθέτες, εφόσον η αίτηση στηριζόταν στις σχετικές δικονομικές διατάξεις περί διαγραφής. Θα ήταν ορθότερο αν υποστηριζόταν η αίτηση διαγραφής και στην ίδια τη Δ.55, σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.48 θ. 2(1), έστω και εάν κατά τον ειδικό διαχειριστή η εναρκτήρια κλήση κακώς χρησιμοποιήθηκε και δεν εφαρμοζόταν στην περίπτωση. Σημασία έχει ότι η αίτηση προς διαγραφή στηρίζεται στις Δ.19 θ. 26 και Δ.27, ως εφαρμοζόμενες, έστω κατ΄ αναλογίαν, προς διαγραφή του εναρκτήριου μέσου που επέλεξαν οι καταθέτες. Ορθότερο θα ήταν αν η αίτηση διαγραφής επικαλείτο τουλάχιστον το θ. 4 της Δ.55, ο οποίος προνοεί περί της μη δέσμευσης του Δικαστηρίου να αποφασίσει ζήτημα ερμηνείας αν κατά τη γνώμη του τέτοιο ζήτημα δεν θα έπρεπε να αποφασιστεί επί εναρκτήριας κλήσης. Όμως, ολόκληρη η αίτηση διαγραφής στηρίζεται στην εισήγηση ότι το δικονομικό διάβημα της εναρκτήριας κλήσης ήταν όχι απλώς αδόκιμο, αλλά θνησιγενές εκ της φύσεως του. Το κατώτερο Δικαστήριο είχε κατά νου αυτή τη βασική εισήγηση του ειδικού διαχειριστή, όταν συζητούσε τη βασιμότητα και βιωσιμότητα του επιλεγέντος από τους καταθέτες δικονομικού διαβήματος.
Η εναρκτήρια κλήση δικονομικά προσφέρεται στη βάση του μηχανισμού που οριοθετεί η Δ.55 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών. Έχει τις καταβολές της στη δικαιοδοσία του Chancery και περιοριζόταν, σύμφωνα με τα αναφερθέντα στην υπόθεση InreBusfield (1886) 32 Ch. D. 123, στις απλές υποθέσεις έκδοσης διαταγμάτων για τη διαχείριση της προσωπικής περιουσίας αποβιώσαντος. Στην πορεία βεβαίως του χρόνου το πεδίο της διευρύνθηκε ώστε να καλύπτει και την εκτέλεση διαθηκών και εμπιστευμάτων. Η ουσιώδης διαφορά μεταξύ εναρκτήριας κλήσης και κλητηρίου εντάλματος είναι ότι στο κλητήριο ένταλμα υπάρχουν έγγραφες προτάσεις, ενώ στην εναρκτήρια κλήση η διαδικασία λαμβάνει χώρα στο γραφείο του Δικαστή και δεν υπάρχουν δικόγραφα. Πρόκειται, σύμφωνα με την υπόθεση InreFawsitt 30 Ch. D. 231, για πολιτική διαδικασία που αρχίζει κατά τρόπο άλλο από το γνωστό κλητήριο ένταλμα και θεωρείται «αγωγή» εντός της έννοιας της, αλλά δεν εξισώνεται η εναρκτήρια κλήση με το κλητήριο ένταλμα. ΣύμφωναμετονOdgers' PrinciplesofPleadingandPractice 2ηέκδοσησελ. 314 κ.ε.,ηεναρκτήρια κλήση προσφέρεται ως το κύριο μέσο διαδικασίας όταν η διαφορά σχετίζεται με την ερμηνεία εγγράφου ή νομοθετήματος ή εξαντλείται σε απόφαση επί αμιγούς νομικού σημείου. Η χρήση της εναρκτήριας κλήσης ενδείκνυται λόγω της απλότητας και ταχύτητας της, αλλά και εκ του γεγονότος ότι δεν υπάρχουν δικόγραφα και, κατά κανόνα, ούτε μάρτυρες. Χρησιμοποιείται όπου δεν υπάρχει αμφισβήτηση γεγονότων και μάλιστα θεωρείται ότι αποτελεί λανθασμένο τρόπο έναρξης διαδικασίας όπου τα γεγονότα είναι υπό αμφισβήτηση ή πιθανό να τεθούν υπό αμφισβήτηση.
Στην απόφαση του το κατώτερο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην εμβέλεια της Δ.55 με αναφορά σε νομολογία, (InreE-PhilippouLtdv. LittnerHamptonLtd (1984) 1 C.L.R. 716 και ConsortiaEstatesLtdv. FregataHoldingsLtd, Πολ. Έφ. αρ. 387/2011, ημερ. 17.10.2014), ECLI:CY:AD:2014:A790, θεωρώντας ότι θα πρέπει για τη χρήση του δικονομικού αυτού μέτρου να υπάρχει ειδική πρόνοια. Κατά το Δικαστήριο, η ίδια η Δ.55 θ. 1 προνοεί πότε μπορεί να χρησιμοποιηθεί αυτή η διαδικασία, ενώ η χρήση της καθίσταται επιβεβλημένη και όταν ρητώς μνημονεύεται σε νομοθετική διάταξη, όπως τα άρθρα 53 και 54 του περί Διαχειρίσεως Κληρονομιών Νόμου Κεφ. 189.
Είναι πρόδηλο ότι η εναρκτήρια κλήση προσφέρεται ρητά όπου επιδιώκεται αυτό που η ίδια η Δ.55 προδιαγράφει, δηλαδή, η ερμηνεία εγγράφου, τύπου «deed», διαθήκης ή άλλου γραπτού κειμένου στη βάση των οποίων πρόσωπο είναι, κατ΄ ισχυρισμόν, ενδιαφερόμενο. Οι τύποι αρ. 50 και 51 που μνημονεύονται στο θ. 1 της Διαταγής, περιορίζουν ακριβώς τη χρήση της εναρκτήριας κλήσης σε θέματα που προκύπτουν από διαχείριση (τύπος 50), ή, από ζητήματα προκύπτοντα από εμπιστεύματα προερχόμενα από διαθήκη (τύπος 51). Κατά παρόμοιο τρόπο, στην περίπτωση του Κεφ. 189, προβλέπεται η εναρκτήρια κλήση προς επίλυση διαφορών που προκύπτουν από τη διαχείριση και τον καθορισμό των δικαιωμάτων οποιουδήποτε προσώπου.
Δεν αποκλείεται όμως η χρήση της εναρκτήριας κλήσης και σε άλλες κατάλληλες περιπτώσεις, εφόσον με την εισαγωγική πρόνοια της Δ.1, η εναρκτήρια κλήση («originatingsummons»), σημαίνει κάθε κλήση εκτός από κλήση σε υφιστάμενη διαδικασία ή ζήτημα. Όπως αναφέρεται στον Odgers' σελ. 314, εκτός και όπου προσδιορίζεται από νομοθέτημα ότι μια διαδικασία μπορεί να αρχίσει με κλητήριο ένταλμα, τότε η διαδικασία μπορεί να αρχίσει είτε με κλητήριο είτε με εναρκτήρια κλήση στην επιλογή του ενάγοντα. Υπό τον περιορισμό όμως της γενικότερης εμβέλειας ως προς την καταλληλότητα του δικονομικού μέτρου της εναρκτήριας κλήσης ως εξηγήθηκε πιο πάνω.
Έστω λοιπόν και αν ο κάθετος τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε το κατώτερο Δικαστήριο τις περιπτώσεις στις οποίες επιτρέπεται η χρήση εναρκτήριας κλήσης δεν ήταν δόκιμος, εν τούτοις, μπορούσε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια, όπως και έπραξε, για να παραμερίσει το μέσο το οποίο χρησιμοποιήθηκε από τους καταθέτες. Έδωσε γι΄ αυτό ικανοποιητικούς λόγους που βασίζονται ορθά στο δεδομένο ότι οι ίδιοι οι καταθέτες δεν στήριξαν την εναρκτήρια κλήση τους σε κάποιο νομοθετικό ή δικονομικό θεσμό που επιτρέπει για την επίλυση της συγκεκριμένης διαφοράς τη χρήση της εναρκτήριας κλήσης. Άλλωστε οι ίδιοι εισηγούνται στην αίτηση τους ότι επέλεξαν εκείνο που θεωρούσαν το προσφορότερο μέσο για την περίπτωση. Όμως η έκταση των γεγονότων που παρατίθενται εκατέρωθεν από τους διαδίκους δηλαδή τους καταθέτες αφενός και τον ειδικό διαχειριστή της τράπεζας αφετέρου, είναι τέτοια που παραπέμπει σε ιδιαίτερα περίπλοκα δεδομένα και πολύ αμφίβολο είναι αν είναι όλα παραδεκτά ή κατά το πλείστο μέρος τους, εξ ου και ο ειδικός διαχειριστής στην αίτηση διαγραφής διερωτάται από πού άντλησαν οι καταθέτες όλες τις σχετικές πληροφορίες, ιδιαίτερα εκείνοι που δεν ήσαν μέρος της διαδικασίας για το διορισμό και απομάκρυνση του ειδικού διαχειριστή που είχαν υποβάλει ορισμένοι καταθέτες.
Περαιτέρω, διερωτάται ο ειδικός διαχειριστής, επί ποιας μαρτυρίας θα βασιστεί το Δικαστήριο όταν θα κληθεί να εξετάσει την εναρκτήρια κλήση (δέστε παραγράφους 52 και 53 της ένορκης δήλωσης του), ούτως ώστε να τίθεται υπό σοβαρή αμφισβήτηση η θέση των καταθετών ότι δεν υπάρχουν στην ουσία αμφισβητούμενα δεδομένα. Αντίθετα και πάλι ορθά ο ειδικός διαχειριστής στην παράγραφο 51 της ένορκης δήλωσης του προβάλλει το γεγονός ότι οι καταθέτες παρέλειψαν να ζητήσουν οδηγίες από το Δικαστήριο ως προς την παρουσίαση οποιασδήποτε μαρτυρίας και ουδεμία οδηγία σχετική δόθηκε από το Δικαστήριο. Οι καταθέτες υποστήριξαν απλώς την εναρκτήρια κλήση τους με ένορκη δήλωση κάτι που είναι εκτός των προβλεπόμενων από τον θ. 3 της Δ.55. Ακριβώς η αναζήτηση οδηγιών από το Δικαστήριο κάτω από το δικονομικό μέτρο της Δ.55, σκοπό έχει να διασαφηνιστεί το πεδίο της διαφοράς και να εντοπιστεί κατά πόσο χρειάζεται ή όχι η παρουσίαση μαρτυρίας. Εισηγείται περαιτέρω ο ειδικός διαχειριστής ότι οι αναγνωριστικές θεραπείες που ζητούνται από τους καταθέτες δεν είναι απλώς αναγνωριστικές λαμβανομένου υπόψη του δραστικού χαρακτήρα του διορισμού παραλήπτη και των εξουσιών αυτού, ιδιαίτερα από την άποψη ότι τα όλα περιουσιακά στοιχεία της τράπεζας περιήλθαν στην κατοχή του. Το ενδεχόμενο είναι οι όποιες αναγνωριστικές δηλώσεις να επηρεάσουν τον τρόπο λειτουργίας και άσκησης των εξουσιών του. Στην παράγραφο 57 της ένορκης δήλωσης αναφέρεται ότι οι καταθέτες προβάλλουν ισχυρισμούς αξίωσης εναντίον της τράπεζας στην Τανζανία χωρίς να είχαν ποτέ συμβληθεί με το υποκατάστημα στη Δημοκρατία ώστε να υπαγάγουν εαυτούς στην εποπτεία της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου.
Τα πιο πάνω αναφέρονται απλώς ως δείγματα του εύρους της διαφοράς που υφίσταται μεταξύ των διαδίκων και του γεγονότος ότι ενδεχομένως να χρειασθεί μαρτυρία προς αποσαφήνιση γεγονότων ούτως ώστε το κατώτερο Δικαστήριο εύλογα να είχε καταγράψει τη θέση ότι δεν εναπόκειτο στους καταθέτες να επιλέξουν κατά βούληση το δικονομικό μέτρο που οι ίδιοι θεωρούσαν πρόσφορο. Υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο κατά το θ. 4 της Δ.55 μπορεί να κρίνει ότι η ενώπιον του διαφορά δεν πρέπει να τύχει εξέτασης με τη μέθοδο της εναρκτήριας κλήσης.Η περιπλοκότητα της υπόθεσης φανερώνεται από το ογκώδες υλικό το οποίο έχει ήδη παρουσιασθεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο πλαίσιο της υπό κρίσης αίτησης και των πλείστων όσων λεπτομερειών που αναφέρονται σε αυτό. Στην υπόθεση Παναγιώτα Χρίστου Βρόντη κ.ά. ν. Μιχαήλ Βασιλείου ως Εκτελεστή Διαθήκης, Εναρκτήρια Κλήση αρ. 182/88, ημερ. 25.10.1989, του τότε Πλήρους Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, επί απλής σχετικά υποθέσεως στη βάση του άρθρου 53 του Κεφ. 189, διατάχθηκε ο παραμερισμός της εναρκτήριας κλήσης για εκείνο το μέρος της θεραπείας που ενδέχετο να χρειασθεί μαρτυρία.
Η θεώρηση του κατώτερου Δικαστηρίου ότι η εναρκτήρια κλήση δεν ήταν το ορθό δικονομικό μέτρο σε αυτού τους είδους την υπόθεση, όπως έχει συνοπτικά καταγραφεί πιο πάνω, δεν μπορεί να ελεγχθεί με Certiorari, ούτε και μπορεί το κατώτερο Δικαστήριο να διαταχθεί με Mandamus να συνεχίσει μια διαδικασία την οποία έκρινε ως εξ υπαρχής άκυρη. Δεν διαφοροποιείται αυτή η θέση λόγω του ότι το Δικαστήριο λανθασμένα ανεφέρθη στο ότι οι καταθέτες επιδίωκαν και αποζημιώσεις για δόλο και απάτη διότι είναι η ολότητα των θεραπειών που ενέχει σημασία. Το ορθό ένδικο μέσο αμφισβήτησης της απόφασης είναι η έφεση και σε καμιά περίπτωση οι λόγοι που προβάλλονται από τους νυν αιτητές δεν αποτελούν εξαιρετικές περιστάσεις. Οι όποιες δυσκολίες θα ακολουθήσουν λόγω ενδεχόμενης καταχώρησης κλητηρίου εντάλματος ενός ή περισσοτέρων των καταθετών, αφορούν τους καταθέτες και βαρύνουν μόνο αυτούς λόγω του τρόπου με τον οποίο επέλεξαν να μεταφέρουν στο Δικαστήριο τη διαφορά τους.
Από τη στιγμή που το κατώτερο Δικαστήριο θεώρησε άκυρο το μέτρο της εναρκτήριας κλήσης εύλογα στη βάση νομολογίας που παραθέτει έκρινε ότι αυτό δεν μπορούσε να διασωθεί από οποιαδήποτε άλλη δικονομική πρόνοια, η δε Δ.64 δεν μπορούσε να αναβιώσει λανθασμένο εξ αρχής δικονομικό διάβημα. Η θέση των καταθετών ότι και αυτή η προσέγγιση του Δικαστηρίου ήταν λανθασμένη και πάλι μπορεί να ελεγχθεί με το μηχανισμό της έφεσης και οι υποθέσεις που αναφέρθηκαν από τον συνήγορο των καταθετών δεν διασώζουν την εναρκτήρια κλήση. Η απόφαση στην UdruzenaBeogradskaBankav. WestacreInvestmentInc(1999) 1Α Α.Α.Δ. 124, δεν καθιέρωσε κανόνα δικαίου ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί οποιοδήποτε μέσο για εναρκτήρια διαδικασία ανεξάρτητα από την περίπτωση. Η επιλογή δικονομικού εναρκτήριου μέσου εξαρτάται από τη νομοθετική διάταξη ή την έλλειψη αυτής υπό το φως όμως πάντοτε των συγκεκριμένων δεδομένων της υπόθεσης. Αν δεν υπάρχει ειδική πρόνοια μπορεί να χρησιμοποιηθεί για παράδειγμα κλητήριο ένταλμα όπως έγινε στην Αντώνης Ανδρέου ν. ColossosSignsLtd (Αρ. 1) (2008) 1 Α.Α.Δ. 580, όπου απορρίφθηκε εισήγηση ότι έπρεπε για παραβίαση δικαιώματος ευρεσιτεχνίας να χρησιμοποιηθεί εναρκτήρια κλήση. Στη δε υπόθεση EurodripS.A. v. AndripN.V. κ.ά., Γεν. Αίτηση αρ. 422/97, ημερ. 31.3.1998, απόφαση αυτού του Δικαστηρίου σε δικαιοδοσία Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, στην οποία παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος, όπου έγινε ανάλυση της έννοιας της εναρκτήριας κλήσης, απερρίφθη εισήγηση ότι η χρησιμοποιηθείσα Αίτηση διά κλήσεως κάτω από τον περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμο αρ. 101/87, ο οποίος ουδέν δικονομικό πλαίσιο προσδιόριζε, ήταν λανθασμένο δικονομικό βήμα αντί του κατ΄ ισχυρισμόν ορθού τρόπου έναρξης διαδικασίας με εναρκτήρια κλήση. Το ότι αναφέρθηκε στην απόφαση ότι αυτό που ενδιαφέρει είναι η ουσία εφόσον χρησιμοποιείται κατά τα άλλα ένας επιτρεπόμενος διαδικαστικός μηχανισμός, δεν αλλοιώνει τα εδώ δεδομένα. Η κάθε περίπτωση εξετάζεται με τα δικά της γεγονότα και τις ιδιαιτερότητες της.
Η απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου επί του προκειμένου δεν έλκει την προνομιακή δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Είναι δε φανερό ότι με τον παραμερισμό της εναρκτήριας κλήσης παραμένουν άνευ αντικειμένου και τα εκδοθέντα προηγούμενα διατάγματα αποκάλυψης και επίδοσης στην αλλοδαπή εφόσον χρησιμοποίησαν ως βάση έκδοσης τους την εναρκτήρια κλήση, η οποία εκ των υστέρων ακυρώθηκε.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ