ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A254
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε34/2016)
7 Ιουλίου 2017
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΔΔ]
1. ΚΥΡΙΑΚΟΥ Θ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ
2. ΘΕΛΜΑΣ Γ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΟΥ
3. ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ Γ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΟΥ
Εφεσειόντων
ΚΑΙ
1. ΛΕΩΝΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΟΥ-ΜΑΥΡΟΝΙΚΟΛΑ
2. ΕΥΘΥΒΟΥΛΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ
Εφεσίβλητων
---------------
Κ. Μιχαηλίδης, εφεσείοντας 1, προσωπικά.
Μ. Κατσελλή (κα) για την εφεσείουσα 3.
Γ. Μούντης με κα Ν. Πετρίδου για δρα Κ. Χρυσοστομίδη ΔΕΠΕ, για τους εφεσίβλητους.
--------------
Παναγή, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
--------------
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:
Σύντομο ιστορικό της διαδικασίας
Ο Γεώργιος Ευθυβούλου Παρασκευαΐδης απεβίωσε το 2007 καταλείποντας τέσσερις κληρονόμους, ήτοι τη σύζυγό του Θέλμα Γ. Παρασκευαϊδου και τα τέκνα του Χριστίνα Γ. Παρασκευαΐδου, Λεώνη Γ. Παρασκευαΐδου-Μαυρονικόλα και Ευθύβουλο Γ. Παρασκευαΐδη. Διαχειριστής της περιουσίας του, συναινούντων όλων των κληρονόμων, διορίστηκε, στις 11.2.2008, ο κ. Κυριάκος Θ. Μιχαηλίδης, δικηγόρος.
Στις 14.2.2013, δύο εκ των κληρονόμων, ήτοι η Λεώνη Γ. Παρασκευαΐδου-Μαυρονικόλα και ο Ευθύβουλος Γ. Παρασκευαΐδης (εν τοις εφεξής αποκαλούμενοι ως «οι εφεσίβλητοι») υπέβαλαν αίτηση προς το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ζητώντας παύση του διαχειριστή, επικαλούμενοι εσκεμμένη παράλειψη ή παράπτωμα και αντικατάστασή του από τον κ. Λουκή Παπαφιλίππου, δικηγόρο. Τόσο ο κ. Μιχαηλίδης, όσο και η σύζυγος του αποβιώσαντος, ως και η θυγατέρα του Χριστίνα, καταχώρισαν ένσταση. Στις 8.1.2016 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, κατόπιν ακρόασης της εν λόγω αίτησης, την αποδέχθηκε, εξ ου και η παρούσα έφεση, η οποία είχε καταχωριστεί και από τους τρεις καθ΄ων η αίτηση. Σημειώνεται όμως ότι μετά που επιφυλάχθηκε η απόφαση επί της έφεσης, η κα Θέλμα Παρασκευαΐδου με επιστολή της προς τον Πρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου απέσυρε την έφεση, η οποία και παρέμεινε εκ μέρους πλέον των άλλων δύο εφεσειόντων.
Η αίτηση για παύση και αντικατάσταση του διαχειριστή
Η αίτηση στηρίχθηκε, αρχικά, στους ακόλουθους λόγους:
α) Μη συμμόρφωση με τις εκ του Νόμου υποχρεώσεις του διαχειριστή.
Ως προς τον ισχυρισμό αυτό, οι αιτητές/εφεσίβλητοι επικαλέστηκαν το γεγονός ότι ο διαχειριστής δεν είχε προβεί σε διανομή ή σε απογραφή των περιουσιακών στοιχείων και δεν καταχώρισε ενδιάμεσους ή τελικούς λογαριασμούς, ούτε υπέβαλε αίτηση για παράταση του προβλεπόμενου χρόνου. Ο εφεσείων 1, εκθέτοντας τις περιπλοκές και τις δυσκολίες στην κατάσταση της περιουσίας και τις ενέργειες στις οποίες προέβη προς αντιμετώπιση τους, ισχυρίστηκε ότι επρόκειτο περί τυπικής παράλειψης.
Δεν θα ασχοληθούμε περαιτέρω με το λόγο αυτό, εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι και παράλειψη τέτοιας φύσεως να υπήρξε, δεν αποτελεί λόγο παύσης και η διαπίστωση αυτή δεν έχει προσβληθεί με την έφεση.
β) Έλλειψη αμεροληψίας και εμφανής σύγκρουση συμφερόντων.
Ως προς τον ισχυρισμό αυτό, οι εφεσίβλητοι επικαλέστηκαν το γεγονός ότι ο εφεσείων 1 ενεργεί ως δικηγόρος της κας Θέλμας Παρασκευαΐδου και της εφεσείουσας 3, στα πλαίσια της αίτησης εκκαθάρισης της εταιρείας Γ. Παρασκευαΐδης 1966 Λτδ, υπ΄αρ. 473/2011, στην οποία μέτοχοι είναι οι τέσσερις κληρονόμοι.
Περαιτέρω, ο εφεσείων 1 ενεργεί ως δικηγόρος της εφεσείουσας 3 και της εταιρείας A & P (Andreou & Paraskevaides) Holdings Ltd, στα πλαίσια των αιτήσεων εκκαθάρισης της ιδίας, ως άνω, εταιρείας, υπ΄αρ. 432/2011 και 433/2011.
Ήταν η θέση των εφεσιβλήτων ότι ο εφεσείων 1 θα έπρεπε, ως διαχειριστής, εκπροσωπώντας την περιουσία προς όφελος όλων των κληρονόμων, να αποφύγει τη νομική εκπροσώπηση μερικών εξ αυτών εναντίον άλλων.
γ) Παράλειψη διερεύνησης και λήψης μέτρων προς είσπραξη οφειλομένων ποσών προς την περιουσία.
Ήταν η θέση των εφεσιβλήτων ότι ο Όμιλος A & P (Andreou & Paraskevaides) αλλά και η εφεσείουσα 3, όπως και κάποιος κ. Κυριάκος Ανδρέου, φαίνεται να έχουν λάβει τεράστια ποσά από τον αποβιώσαντα, τα οποία φαίνεται να παραμένουν οφειλόμενα. Ο εφεσείων 1, ως διαχειριστής, είχε υποχρέωση να διερευνήσει προς επιβεβαίωση του συνολικού ποσού που οφείλεται και να λάβει μέτρα προς αποπληρωμή του, την οποία παρέλειψε να εκπληρώσει.
δ) Παράλειψη κατάθεσης στο Φόρο Εισοδήματος των απαραιτήτων δηλώσεων και παράλειψη ανοίγματος τραπεζικού λογαριασμού διαχείρισης.
Οι παραπάνω λόγοι περιλαμβάνονται σε ένορκη δήλωση της εφεσίβλητης 1, η οποία επισυνάφθηκε προς υποστήριξη της αίτησης, στην οποία αναφέρεται καταληκτικά ότι οι λόγοι αυτοί καταδεικνύουν σαφώς ότι τα συμφέροντα της περιουσίας επηρεάζονται δυσμενώς και εις βάρος μερικών εκ των κληρονόμων των οποίων η εμπιστοσύνη προς τον εφεσείοντα 1 έχει κλονιστεί ανεπανόρθωτα λόγω ηθελημένης παραμέλησης και κακού χειρισμού, αφού δεν είναι σε θέση να προστατεύσει το συμφέρον της περιουσίας και των δικαιούχων στο σύνολό τους.
Οι ενστάσεις
Ο εφεσείων 1, με την ένορκη δήλωση που συνόδευε την ένστασή του, όχι μόνο αρνήθηκε τους λόγους που επικαλέστηκε η άλλη πλευρά προς αντικατάστασή του, αλλά τους χαρακτήρισε ψευδείς και συκοφαντικούς. Από δικής τους πλευράς η κα Θέλμα Παρασκευαΐδου και η εφεσείουσα 3 υιοθέτησαν με την ένστασή τους την ένορκη δήλωση του εφεσείοντα 1.
Ειδικότερα σε ότι αφορά το ζήτημα της αίτησης εκκαθάρισης υπ΄αρ. 473/2011, ο εφεσείων 1 αρνείται στην ένορκη δήλωσή του ότι εκπροσωπεί δύο εκ των τεσσάρων κληρονόμων εναντίον των άλλων δύο. Ήταν η θέση του ότι εκπροσωπεί δύο εκ των τεσσάρων μετόχων της εταιρείας, η εκκαθάριση της οποίας θα έχει τα ίδια αποτελέσματα και συνέπειες για όλους τους μετόχους της. Εξηγεί περαιτέρω το λόγο γιατί οι πελάτιδές του στην υπόθεση εκείνη θεώρησαν ορθή και δίκαιη την εκκαθάριση της εταιρείας και υπέβαλαν σχετική αίτηση ως οι μέτοχοι μειοψηφίας. Ο ίδιος, ως επαγγελματίας δικηγόρος, είχε δικαίωμα να τις εκπροσωπήσει και τούτο ουδόλως επηρεάζει τα συμφέροντα των εφεσιβλήτων στα πλαίσια της διαχείρισης.
Οι αιτήσεις εκκαθάρισης 432/2011 και 433/2011 καταχωρίστηκαν, αρχικώς μέσω άλλου δικηγόρου, από την εφεσείουσα 3 και τον κ. Κυριάκο Ανδρέου και την εταιρεία A & P (Andreou & Paraskevaides) Holdings Ltd για οφειλές της εταιρείας Γ. Παρασκευαΐδης 1966 Λτδ και ο εφεσείων 1 προσετέθη αργότερα ως δικηγόρος των αιτητών. Εκ του γεγονότος ότι είναι διαχειριστής, αναφέρει ειδικότερα στην ένορκη δήλωσή του, δεν απέκτησε οιανδήποτε εμπιστευτική πληροφορία.
Ήταν γενικότερα η θέση του επί του ζητήματος αυτού ότι ως διαχειριστής δεν ενεργεί ως δικηγόρος των κληρονόμων, αλλά ως καταπιστευματοδόχος (trustee) με υποχρεώσεις που καθορίζονται από το Νόμο. Υπ΄αυτή την έννοια δεν βρίσκεται σε σύγκρουση συμφερόντων.
Ως προς τον ισχυρισμό περί παράλειψης διερεύνησης και λήψης μέτρων προς είσπραξη οφειλομένων ποσών από την εφεσείουσα 3, τον κ. Κυριάκο Ανδρέου και εταιρείες του Ομίλου A & P (Andreou & Paraskevaides) Holdings Ltd, προς την περιουσία, προέβαλε τη θέση ότι ούτε η εφεσίβλητη 1, ούτε οποιοσδήποτε άλλος του παρουσίασε σχετικά αποδεικτικά στοιχεία και ο ίδιος ως διαχειριστής δεν είχε τη δυνατότητα να ανεύρει άγνωστη μαρτυρία για να μπορέσει να στοιχειοθετήσει αγώγιμο δικαίωμα.
Σε σχέση με τις θέσεις αυτές του εφεσείοντα 1, η εφεσίβλητη 1 έλαβε άδεια και καταχώρισε συμπληρωματική ένορκη δήλωση, στην οποία προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι σε συμπληρωματική ένορκη δήλωση που κατατέθηκε στα πλαίσια των εν λόγω αιτήσεων εκκαθάρισης 432/2011 και 433/2011, επισυνάπτεται σωρεία στοιχείων εκ των οποίων διαφαίνεται, μεταξύ άλλων, ότι ο αποβιώσας «είχε εξασφαλίσει τεράστια οικονομική βοήθεια προς την κα Χριστίνα Παρασκευαΐδου, το συνεργάτη της κ. Κυριάκο Ανδρέου και εταιρείες οι οποίες τους ανήκουν». Συνεπώς, τα στοιχεία αυτά τέθηκαν στην προσοχή του εφεσείοντα 1, εφόσον αυτός είναι εμπλεκόμενος ως δικηγόρος στη διαδικασία όπου κατατέθηκαν. Ο τελευταίος, με δική του συμπληρωματική/απαντητική ένορκη δήλωση προέβαλε τη θέση ότι τα αποκαλούμενα στοιχεία, τα οποία δεν περιήλθαν εις γνώση του ως διαχειριστής της περιουσίας, ουδέν αποδεικνύουν, αλλ΄ ούτε και δεικνύουν οφειλές των εν λόγω προσώπων προς τον αποβιώσαντα. Τα περί αντιθέτου χαρακτηρίζονται ως αυθαίρετα συμπεράσματα και εικασίες της εφεσίβλητης 1. Ο ίδιος ως δικηγόρος «με κάποια πείρα», αναφέρει, δεν έχει συνηθίσει να κινεί αγωγές με τέτοια στοιχεία.
Σε ότι αφορά τον ισχυρισμό περί παράλειψης κατάθεσης των απαραιτήτων δηλώσεων στο Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων (ΤΕΠ) και περί παράλειψης ανοίγματος τραπεζικού λογαριασμού της διαχείρισης, ο εφεσείων 1 απάντησε ότι η υπόθεση στο ΤΕΠ δεν μπορούσε να προχωρήσει μέχρις ότου υποβληθεί η κατάσταση των περιουσιακών στοιχείων του αποβιώσαντος καθώς και της συζύγου του. Αναφέρει στην ένορκη δήλωσή του τις ενέργειες στις οποίες προέβη, τονίζοντας ότι η κατάσταση περιουσίας που τελικά έγινε κατορθωτό να ετοιμαστεί κατέδειξε ότι η περιουσία του αποβιώσαντος παρουσίαζε χρέη (τραπεζικά δάνεια Λ.Κ. 5.594.734) ενώ το ενεργητικό ήταν μετοχές αξίας Λ.Κ. 3.121.610). Όμως, λόγω άρνησης της κας Θέλμας Παρασκευαΐδου να υποβάλει την κατάσταση που αφορούσε τα δικά της περιουσιακά στοιχεία, δεν μπορούσε να προχωρήσει η περαιτέρω έρευνα από το
ΤΕΠ των περιουσιακών στοιχείων του αποβιώσαντα. Συνεπώς, καταλήγει ο εφεσείων 1, ο ισχυρισμός ότι δεν κατέθεσε στο Φόρο Εισοδήματος τις απαραίτητες δηλώσεις είναι αναληθής και ο ίδιος έπραξε ότι εχρειάζετο και εμπορούσε.
Η διεύρυνση της αρχικής αίτησης με δεύτερη συμπληρωματική ένορκη δήλωση της Λεώνης Παρασκευαΐδου-Μαυρονικόλα (εφεσίβλητης 1)
Δύο χρόνια και πλέον μετά την καταχώριση της αίτησης, δόθηκε άδεια στην εφεσίβλητη 1, παρά την ένσταση του εφεσείοντα 1, όπως καταχωρίσει δεύτερη συμπληρωματική ένορκη δήλωση.
Σ΄αυτή επισυνάπτεται επιστολή του κ. Μιχαλάκη Χριστοφόρου, επιτίμου προέδρου της Deloitte, στην οποία, «αναφέρονται γεγονότα τα οποία έρχονται σε αντίθεση με αυτά που προσπάθησε ο κ. Μιχαηλίδης να παρουσιάσει στο Δικαστήριο», αναφορικά με τη μη υποβολή των απαιτουμένων δηλώσεων στο ΤΕΠ. Αποδίδεται από την εφεσίβλητη 1, με αναφορά στην επιστολή Χριστοφόρου, άρνηση στον διαχειριστή να υπογράψει τις σχετικές περιουσιακές καταστάσεις επειδή ενεργεί ως δικηγόρος των άλλων δύο κληρονόμων στις εν λόγω αιτήσεις εκκαθάρισης οι οποίες, παρά την επιχειρηθείσα παραπλάνηση εκ μέρους του εφεσείοντα 1, σχετίζονται με τη διαχείριση, με κάποιο τρόπο, ως ισχυρίζεται η εφεσίβλητη 1 στη δεύτερη συμπληρωματική ένορκη δήλωση. Συνεπώς, ο εφεσείων 1 εμποδίζει την προώθηση της διαχείρισης λόγω ακριβώς της επιθυμίας του να προστατεύσει ή να προωθήσει τα συμφέροντα των, εκ των κληρονόμων, πελατών του σε βάρος της προώθησης της διαχείρισης.
Περαιτέρω, η εφεσίβλητη 1 αναφέρει στη δεύτερη συμπληρωματική ένορκη δήλωσή της ότι στις 25.6.2014 ο εφεσείων 1 την ενημέρωσε δι΄ επιστολής ότι η εφεσείουσα 3 και ο κ. Κυριάκος Ανδρέου καταχώρισαν την αγωγή υπ΄αρ. 141/2014 με την οποία ζητούν εναντίον του, ως διαχειριστή, το ποσό των €562.039,31 το οποίο κατ΄ισχυρισμό εδάνεισαν δυνάμει επιταγής προς τον αποβιώσαντα και/ή την κα Θέλμα Παρασκευαΐδου. Στην ίδια επιστολή αναφέρεται ότι ο εφεσείων 1 δεν είχε μέχρι τότε καταχωρίσει εμφάνιση γιατί ήθελε να διερευνήσει το θέμα και ενόψει πληροφοριών που έλαβε από τους πελάτες του, ο ίδιος ως διαχειριστής δεν θα καταχωρούσε εμφάνιση. Ισχυρίζεται, περαιτέρω, η ενόρκως δηλούσα, πως ο εφεσείων 1 δεν είχε αποκαλύψει την αγωγή στο Δικαστήριο και δεν είχε λάβει μέτρα για να προστατεύσει τα συμφέροντα της διαχείρισης καθιστώντας για ακόμα μια φορά σαφές πως η σύγκρουση συμφέροντος στην οποία τελεί δεν του επιτρέπει να ενεργεί κατά τρόπο αντικειμενικό.
Μετά την εν λόγω δεύτερη συμπληρωματική ένορκη δήλωση της εφεσίβλητης 1, ο εφεσείων 1 ζήτησε άδεια από το Δικαστήριο για δική του περαιτέρω συμπληρωματική ένορκη δήλωση ώστε να μπορέσει να απαντήσει στους νέους ισχυρισμούς της άλλης πλευράς. Διαφορετικά, ήταν η θέση του, αυτοί θα παρέμεναν αναπάντητοι με αποτέλεσμα ο ίδιος να στερηθεί του δικαιώματός του να ακουστεί και να τύχει δίκαιης δίκης. Το Δικαστήριο, όμως, με ενδιάμεση απόφασή του, δεν θεώρησε ότι το γεγονός πως είχε δοθεί άδεια στην εφεσίβλητη 1 να καταχωρίσει συμπληρωματική ένορκη δήλωση αποτελούσε καλό λόγο ώστε να έδιδε άδεια για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης και από τον εφεσείοντα 1 για να απαντήσει. Δεν είναι αρκετό και ικανοποιητικό, έκρινε, να αναφέρει κάποιος ότι θέλει να απαντήσει στους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν επειδή είναι νέοι ισχυρισμοί, εφόσον το ζητούμενο είναι κατά πόσο χρήζει όντως να δώσει τη δική του θέση.
Η πρωτόδικη απόφαση
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά το ότι, ως άνω, δεν έδωσε άδεια στον εφεσείοντα 1 να προβάλει τις δικές του θέσεις επί των νέων ισχυρισμών της άλλης πλευράς, αξιολόγησε τη στάση του με βάση μια επιστολή του προς τους εφεσίβλητους. Προχώρησε δε, σ΄ αυτά τα πλαίσια, κατά τρόπο εκτεταμένο ώστε να καλύπτεται μεγάλο μέρος του σκεπτικού της απόφασης, σε σειρά συλλογισμών σε σχέση με το τι θα έπρεπε ο διαχειριστής να πράξει επί του προκειμένου, για να καταλήξει ότι «θα έπρεπε, για τους λόγους που ήδη εξηγήθηκαν, να καταχωρούσε υπεράσπιση και να άφηνε το Δικαστήριο να αποφασίσει».
Παράλληλα όμως, έκρινε ότι υπήρχε «διαφορετική αντιμετώπιση των στοιχείων για οφειλές της Χριστίνας και του Ανδρέου προς τον αποβιώσαντα από αυτή που έτυχε η Λεώνη», εφόσον για κατ΄ ισχυρισμόν οφειλές της τελευταίας προς την περιουσία ο διαχειριστής ζήτησε άδεια από το Δικαστήριο όπως διορίσει ανεξάρτητο δικηγόρο για να εγείρει αγωγή εναντίον της. Μάλιστα θεώρησε το Δικαστήριο ότι ο διαχειριστής, εφόσον γνώριζε με βάση τα στοιχεία που κατείχε ότι η εφεσίβλητη 1 και ο σύζυγός της έλαβαν χρήματα από τον αποβιώσαντα, θα έπρεπε να τα αναζητήσει ενωρίτερα και η παράλειψή του, εξεταζόμενη αυτεπαγγέλτως, αποτελεί εσκεμμένη παράλειψη και παράπτωμα εν τη εννοία του άρθρου 52(1)(α) του περί Διαχείρισης Κληρονομιών Αποθανόντων Νόμου, Κεφ. 189 και επιπρόσθετο λόγο παύσης του. Περιπλέον, έκρινε ότι υπήρξε σύγκρουση συμφερόντων και εχθρότητα, τουλάχιστον από της καταχώρισης της αίτησης εκκαθάρισης υπ΄αρ. 473/2011.
Με βαρύνουσα την αντίληψη περί «εσκεμμένης παράλειψης» του διαχειριστή να καταχωρίσει εμφάνιση στην αγωγή υπ΄αρ. 141/2014, το Δικαστήριο έκρινε γενικότερα πως οι ενέργειες και οι παραλείψεις του πηγάζουν από τη σχέση του ως δικηγόρος της Χριστίνας Παρασκευαΐδου και του Κυριάκου Ανδρέου και είχαν σκοπό να πλήξουν τα συμφέροντα των εφεσιβλήτων, ως κληρονόμων. Εξ ου και προχώρησε στην παύση του θεωρώντας ότι τελούσε σε εσκεμμένη παράλειψη και διέπραξε παράπτωμα εν τη εννοία του άρθρου 52(1)(α).
Η έφεση
Με την έφεση προβάλλεται η θέση πως η απόφαση για παύση και αντικατάσταση του διαχειριστή είναι εσφαλμένη ως αντίθετη προς το Νόμο και τη μαρτυρία, αλλά και ως προϊόν κακοδικίας και μη δίκαιης δίκης. Προς τούτο τονίστηκε το γεγονός ότι το Δικαστήριο δεν επέτρεψε στον εφεσείοντα 1 να παρουσιάσει τα στοιχεία που θεωρούσε αναγκαία και να απαντήσει στους ισχυρισμούς που περιλαμβάνονταν στη δεύτερη συμπληρωματική ένορκη δήλωση της εφεσίβλητης 1 τόσο αναφορικά με την αγωγή 141/2004, όσο και με τις υποχρεώσεις έναντι του ΤΕΠ. Στη δε αγόρευσή του ο εφεσείων 1 επεκτάθη επί μακρόν προσπαθώντας να δώσει εκείνες τις εξηγήσεις που δεν του επετράπη να δώσει πρωτοδίκως, οι οποίες περιλαμβάνονται στην απορριφθείσα αίτησή του για συμπληρωματική ένορκη δήλωση. Η ουσία των ισχυρισμών του έγκειται στο ότι κατέληξε, μετά από διερεύνηση της υπόθεσης, ότι δεν υπήρχε υπεράσπιση και ο ίδιος, ως δικηγόρος, έκρινε ότι δεν μπορούσε να λάβει μέτρα και να σπαταλά το χρόνο του Δικαστηρίου άσκοπα και ανέντιμα. Ενημέρωσε σχετικά τους κληρονόμους πληροφορώντας τους παράλληλα ότι, εάν διαφωνούσαν και επιθυμούσαν να καταχωριστεί υπεράσπιση, μπορούσαν να ζητήσουν όπως το Δικαστήριο του δώσει οδηγίες να διορίσει ανεξάρτητο δικηγόρο. Για το ζήτημα των δηλώσεων προς το ΤΕΠ, η θέση που επεχείρησε με συμπληρωματική ένορκη δήλωση να προβάλει, είναι ότι αρνήθηκε να υπογράψει μια έκθεση που είχε ετοιμάσει ο κ. Χριστοφόρου προς υποβολή στο ΤΕΠ, γιατί είχε άγνοια των στοιχείων τα οποία ο τελευταίος ζητούσε να επιβεβαιώσει δια της υπογραφής του και της υποβολής σχετικής δήλωσης.
Όπως έχουμε ήδη παρατηρήσει, βαρύνουσα έως καθοριστική ήταν η σημασία που το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε σε ό,τι χαρακτήρισε ως παράλειψη του διαχειριστή να υπερασπιστεί την αγωγή 141/2004 και μάλιστα ως εσκεμμένη ενέργεια για να πληγούν τα συμφέροντα των εφεσιβλήτων, ως κληρονόμων. Γι΄αυτό το ουσιώδες όμως, ως απέληξε, ζήτημα, αρνήθηκε να δώσει το λόγο στο διαχειριστή. Ούτε και έλαβε, εν πάση περιπτώσει, υπόψη του το επιχείρημά του ότι είχε προτρέψει τους κληρονόμους, εάν διαφωνούσαν, να προσφύγουν για οδηγίες στο Δικαστήριο. Τέτοια στάση εκ μέρους του διαχειριστή δεν συνάδει με εικόνα εσκεμμένης παράλειψης.
Η έννοια της εσκεμμένης παράλειψης ή παραπτώματος σχετικά με τη διαχείριση της κληρονομίας, κυρίαρχο προαπαιτούμενο που θέτει το άρθρο 52(1)(α), προϋποθέτει γνώση και αντίληψη του εσφαλμένου της συμπεριφοράς και, παρά ταύτα, εκ προθέσεως διενέργεια της πράξης ή τέλεση της παράλειψης, με αδιαφορία για τις συνέπειες. Η έννοια της εσκεμμένης παράλειψης σε σχέση με τη διαχείριση καταπιστεύματος έχει εξηγηθεί από τον Warrington L.J. στην υπόθεση In re Trusts of Leeds City Brewery [1925] 1 Ch. 532, 544, ως εξής:
". then it becomes important to consider what is meant by a wilful breach of trust or wilful negligence or wilful failure to perform his duty. I think it means this. I think it means deliberately and purposely doing something which he knows, when he does it, is a breach of trust, consisting in a failure to perform his duty as trustee".
Τέτοιες προϋποθέσεις δεν έχουν στοιχειοθετηθεί σε σχέση με την επιλογή του διαχειριστή να μην υπερασπιστεί την αγωγή.
Πέραν τούτου, η ανάληψη ρόλου δικηγόρου των αιτητών στις αιτήσεις εκκαθάρισης, δεν εξυπακούει, αφ΄ εαυτής, έλλειψη της ευλόγως απαιτούμενης πίστης έναντι των εφεσιβλήτων. Όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση In the Goods of Belham, Richards v. Yates (1901) 84 LT 300, «The court . will not revoke a grant of letters of administration unless it is satisfied that the administrator has acted improperly.» Γενικότερα, κρίνεται ως εσφαλμένη η ετοιμότητα του Δικαστηρίου να αποδώσει στο διαχειριστή εσκεμμένες ενέργειες που είχαν σκοπό να πλήξουν τα συμφέροντα των εφεσιβλήτων.
Από την άλλη, από όσα έχουν τεθεί ενώπιον τόσο του πρωτοδίκου Δικαστηρίου όσο και, ιδιαιτέρως ενώπιον μας με ένορκη δήλωση του εφεσείοντα 1, που κατέθεσε στα πλαίσια μιας ενδιάμεσης διαδικασίας ενώπιον μας, προκύπτει το ερώτημα κατά πόσον, ανεξάρτητα από υπαιτιότητα (βλ. Letterstedt v. Broers and Another [1881-85] All E.R. Rep. 882, Jones v. Firkin-Flood [2008] EWHC 2417), οι σχέσεις του διαχειριστή και μερίδας των κληρονόμων (εφεσιβλήτων) έχουν, πλέον, καταστεί εχθρικές σε βαθμό που να τίθεται σε κίνδυνο η άσκηση της διαχείρισης κατά δέοντα τρόπο και το συμφέρον της περιουσίας και των κληρονόμων, που αποτελεί το κύριο ζητούμενο κάθε φορά (Letterstedt, ανωτ.). Διότι, μπορεί μεν οι προστριβές ή και η εχθρότητα μεταξύ διαχειριστή και κληρονόμων, κατ΄αρχάς, να μην αποτελούν λόγο παύσης του διαχειριστή, όμως, σε περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται πλέον κατάρρευση της σχέσης διαχειριστή και κληρονόμων έτσι ώστε να εμποδίζεται η άσκηση της διαχείρισης και να διακινδυνεύει το συμφέρον της περιουσίας και των κληρονόμων, η εχθρότητα μπορεί να αποκτήσει βαρύνουσα έως καθοριστική σημασία (Letterstedt (ανωτέρω), Re Wrightson [1908] 1 Ch. 789 και Kershaw v. Micklethwaite [2010] EWHC 506).
Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε, ως άνω, σε εχθρότητα, έπραξε όμως τούτο διασυνδέοντας το ζήτημα με τη σύγκρουση συμφερόντων και την υπαιτιότητα την οποία απέδωσε στον εφεσείοντα 1, κρίση που, ως άνω, δεν στοιχειοθετήθηκε. Ανεξαρτήτως τούτου, δεν παραβλέπουμε το εξ αντικειμένου, κλίμα που έχει δημιουργηθεί στις σχέσεις μεταξύ διαχειριστή και των εφεσιβλήτων ως συνδικαιούχων της περιουσίας. Είναι τέτοιο ώστε ο διαχειριστής στην προαναφερθείσα ένορκη δήλωση προχώρησε σε εξόχως χαρακτηριστική δήλωση ότι αυτό που τον ενδιαφέρει είναι η αποκατάσταση του ονόματός του και ότι σε περίπτωση που η παύση του θα παραμεριστεί, ο ίδιος θα υποβάλει αμέσως την παραίτησή του και δεν θα παραμείνει «ούτε μιαν ημέραν ως διαχειριστής της περιουσίας αγνωμόνων κληρονόμων».
Η δήλωση αυτή συνιστά αναγνώριση εκ μέρους του διαχειριστή ότι, ανεξάρτητα από υπαιτιότητα, οι σχέσεις του για σκοπούς διαχείρισης με τους εφεσιβλήτους έχουν καταρρεύσει ώστε να μην είναι εφικτή η άσκηση της διαχείρισης δεόντως και προς το συμφέρον της περιουσίας.
Στη θεμελιακή απόφαση του Privy Council στην υπόθεση Letterstedt, ενώ απορρίφθηκαν οι υπαίτιοι λόγοι που προβλήθηκαν, η παύση του καταπιστευματοδόχου έγινε επί τη βάσει των προστριβών και της εχθρότητας μεταξύ των μερών, αφού θεωρήθηκε ότι τέτοια εχθρότητα εύρισκε έρεισμα στον τρόπο με τον οποίο το καταπίστευμα ετύγχανε διαχείρισης.
Η εξουσία για παύση καταπιστευματοδόχου/προσωπικού αντιπροσώπου έχει αναγνωριστεί στην Αγγλία ως σύμφυτη (βλ. Letterstedt) και παρέμεινε ευρύτατη, χωρίς συγκεκριμένα κριτήρια ως προς την άσκησή της, πέραν των όσων γενικά τέθηκαν δια της νομολογίας, ακόμα και μετά τη θέσπιση του άρθρου 50 του Administration of Justice Act 1985, δια του οποίου ρυθμίστηκε νομοθετικά το ζήτημα.
Αντίθετα, το άρθρο 52(1) του δικού μας Νόμου καθορίζει ρητά τους λόγους παύσης διαχειριστή. Η παράγραφος (α) αναφέρεται σε εσκεμμένη παράλειψη ή παράπτωμα και η παράγραφος (β) σε θάνατο ή ανικανότητα του διαχειριστή.
Η νομολογία, όμως, έχει αναγνωρίσει ότι το γεγονός της νομοθετικής ρύθμισης ενός ζητήματος δεν εμποδίζει, per se, την άσκηση της σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο της Αγγλίας έχει σχετικά πρόσφατα υιοθετήσει τα λεχθέντα υπό του Sir Jack Jacob (βλ. The Inherent Jurisdiction of the Court [1970] Current Legal Problems (CLP) 23):
«the court may exercise its inherent jurisdiction even in respect of matters which are regulated by statute or by rule of court, so long as it can do so without contravening any statutory provision.»
(Bλ. Al Rawi and Others v. Security Service [2011] UKSC 34, In re Corey [2013] UKSC 76).
Τέτοια είναι εν προκειμένω η περίπτωση. Η αδιαμφισβήτητη σύμφυτη εξουσία του δικαστηρίου για παύση του διαχειριστή λόγω εχθρότητας, προς το συμφέρον της ορθής διαχείρισης και το συμφέρον της περιουσίας, δεν έρχεται σε αντίθεση με την πρόνοια του Νόμου, αλλά αντίθετα συμπληρώνει με εύλογο τρόπο το όλο πλαίσιο.
Για τους παραπάνω λόγους, υπό το σύνολο των περιστάσεων περιλαμβανομένης της δήλωσης του ίδιου του διαχειριστή και, επαναλαμβάνουμε, ανεξάρτητα από υπαιτιότητα, εφόσον διαπιστώνουμε κατάρρευση, υπό την έννοια που εξηγήσαμε, των σχέσεων διαχειριστή και μερίδας κληρονόμων, επί αυτής της βάσης θα επικυρώσουμε την πρωτόδικη απόφαση μόνο ως προς το αποτέλεσμά της. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η ουσία της υπόθεσης των εφεσιβλήτων, που ήταν η εσκεμμένη παράλειψη ή παράπτωμα, δεν έχει στοιχειοθετηθεί, παρά τη διατήρηση του αποτελέσματος της πρωτόδικης απόφασης, κρίνουμε δίκαιο να παραμερίσουμε τη διαταγή για έξοδα. Στα ίδια πλαίσια, ως εκ του αντικειμενικού λόγου της παύσης, ούτε κατ΄έφεση θα δοθεί διαταγή για έξοδα.
Απόφαση ως άνω. Ουδεμία διαταγή για έξοδα.
Π. Παναγή, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/ΚΧ»Π