ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Λιάτσος, Αντώνης ΧΡ. ΧΡΙΣΤΟΦΗ (κα) για ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ amp;amp;amp; ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, για τον Εφεσείοντα Μ. ΤΣΑΓΓΑΡΗ (κα) για ΓΕΝΙΚΟ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ-Εφεσιβλητο CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-07-06 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΔΡΕΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ν. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 154/2017, 6/7/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:A245

AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 154/2017

 

 

6 ΙΟΥΛΙΟΥ 2017

 

 

[Μ.M. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,  Π., Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.Δ.]

 

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

ΑΝΔΡΕΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΥ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ

ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΑ

 

και

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ/ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ

--------------------

 

 ΧΡ. ΧΡΙΣΤΟΦΗ (κα)  για ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ & ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, για τον Εφεσείοντα  Μ. ΤΣΑΓΓΑΡΗ (κα) για ΓΕΝΙΚΟ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ-Εφεσιβλητο

ΕΦΕΣΕΙΩΝ ΠΑΡΩΝ

 

-------------------------------

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο κ. Παρπαρίνος Δ.

----------------------

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.:  Ο Εφεσείων/εκζητούμενος, με έξι λόγους Έφεσης προσβάλλει ως εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση ημερ. 11.5.2017 με την οποία διετάχθη η έκδοση του εις Ελλάδα συμφώνως  Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης (ΕΕΣ) που εξεδόθη στις 24.11.2016 από Αντεισαγγελέα Εφετών, της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών.

 

Με τον πρώτο λόγο Έφεσης προσβάλλεται η ενέργεια του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να εκδώσει την απόφαση του μετά την πάροδο της χρονικής περιόδου των 60 ημερών που τάσσεται από το Νόμο.  Με το δεύτερο λόγο προσβάλλεται ως εσφαλμένη η αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τα Τεκμήρια 8, 10, 11, 13 και 16 ενώπιον του και η υπ΄ αυτού επιλογή ως αληθούς, του περιεχομένου των Τεκμηρίων 13 και 16 αποκλείοντας τα όσα αντίθετα αναφέρονται στα Τεκμήριο 10  και 11.  Με τον τρίτο λόγο Έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η ταυτοποίηση του Εφεσείοντα με το πρόσωπο που αναφέρεται στο ΕΕΣ και με τον τέταρτο λόγο ως εσφαλμένη προσβάλλεται και η διαπίστωση του ότι το περιεχόμενο του ΕΕΣ περιείχε όλα τα αναγκαία και/ή απαραίτητα στοιχεία ως επιβάλλει ο Νόμος.  Ο πέμπτος λόγος συνδέεται με το δεύτερο λόγο Έφεσης και προσβάλλεται ως εσφαλμένη η εκτίμηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου των ενώπιον του στοιχείων και/ή τεκμηρίων και ιδιαίτερα ως λανθασμένη προσβάλλεται η κατάληξη του ότι ο Εφεσείων δεν προσκόμισε καμία μαρτυρία για τη διάσταση που παρατηρείται στο περιεχόμενο των Τεκμηρίων 8, 10, 11, 13 και 16.  Τέλος, με τον έκτο λόγο Έφεσης προσβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν στάθμισε τα δικαιώματα του Εφεσείοντα ως αυτά διασφαλίζονται από τα Άρθρα 5 ή/και 6 της ΕΣΔΑ.

 

Κρίνεται σκόπιμο προτού προχωρήσουμε στην περαιτέρω εξέταση των λόγων Έφεσης να αναφερθούμε, μέσω της νομολογίας μας, συνοπτικά στους βασικούς σκοπούς του Νόμου και τους στόχους της όλης διαδικασίας που καλύπτει το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης (ΕΕΣ).

 

Στην Shini-Mehrabzadeh Said ν. Γενικός Εισαγγελέας Π.Ε. 279/15 ημερ. 17.11.2015 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Οι λόγοι που οδήγησαν στη θέσπιση του ΕΕΣ και η όλη φιλοσοφία που το διέπει, κινούνται γύρω από την ανάγκη παροχής συνδρομής μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης στην έκδοση προσώπων που αναζητούνται με σκοπό τη δίωξή τους ή που έχουν ήδη νόμιμα και αρμοδίως καταδικαστεί σε ένα κράτος-μέλος, αλλά βρίσκονται σε άλλο κράτος-μέλος. Στόχος της όλης διαδικασίας είναι η παροχή δικαστικής συνδρομής μεταξύ των κρατών-μελών, ώστε να συλλαμβάνονται  και να παραδίδονται οι εμπλεκόμενοι χωρίς ιδιαίτερες, περίπλοκες, διαδικασίες ή αχρείαστες καθυστερήσεις. Είναι για το λόγο αυτό που η όλη διαδικασία σύλληψης και παράδοσης είναι ιδιόμορφη και εστιάζει στην απλοποίηση της δικαστικής συνδρομής μεταξύ των κρατών-μελών και στη γρήγορη και αποτελεσματική διεκπεραίωσή της. Οι βασικές αυτές παράμετροι, σε συνδυασμό με την ανάγκη για διαφύλαξη των θεμελιωδών Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του κάθε εκζητούμενου προσώπου, έχουν κατ΄ επανάληψη τεθεί και υιοθετηθεί από τη νομολογία μας (Hadjiametovic v. Γενικού Εισαγγελέα (2009) 1 ΑΑΔ 473, Πηγασίου ν. Γενικού Εισαγγελέα (2009) 1 ΑΑΔ 519, Νικόλας Κυριάκου ν. Γενικού Εισαγγελέα, ΠΕ 196/13, ημερ. 19.7.13, Κωνσταντίνος (Ντίνος) Μιχαηλίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα, ΠΕ 221/13, ημερ. 2.9.13, Γενικός Εισαγγελέας ν. Miroslaw Mrukwa, ΠΕ 41/14, ημερ. 5.3.14, Leonid Ivanov Spiriev v. Γενικού Εισαγγελέα, ΠΕ 100/14, ημερ. 13.5.14, ECLI:CY:AD:2014:A313, Hadwen James v. Γενικού Εισαγγελέα, ΠΕ 184/14, ημερ. 17.7.14, Constantinides v. Γενικού Εισαγγελέα, ΠΕ 347/14, ημερ. 5.3.15), ECLI:CY:AD:2015:A155. Ο όλος μηχανισμός που καλύπτει το ΕΕΣ βασίζεται σε υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών-μελών και - κατ΄ ακολουθία της αιτιολογικής σκέψης 10 που παρατίθεται στο προοίμιο της Απόφασης-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ -  η εφαρμογή του εν λόγω μηχανισμού δύναται να ανασταλεί μόνο στην περίπτωση σοβαρής και διαρκούς παραβίασης από κράτος-μέλος των αρχών που διατυπώνονται στην πρώτη παράγραφο του ΄Αρθρου 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ενωση. Ητοι των αρχών της Ελευθερίας, της Δημοκρατίας, του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών και του κράτους δικαίου, αρχές οι οποίες είναι κοινές στα κράτη-μέλη. Με αυτά ως δεδομένα τα δικαστήρια των κρατών-μελών θα πρέπει να είναι σε κάθε περίπτωση ιδιαίτερα ευαίσθητα στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους κατά την πορεία εξέτασης ΕΕΣ, έχοντας πάντα κατά νουν ότι κάθε τέτοιο ένταλμα εκτελείται βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της Απόφασης-πλαίσιο του Συμβουλίου 2002/584/ΔΕΥ, ημερομηνίας 13 Ιουνίου 2002, όπως τροποποιήθηκε από την Απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ, ημερομηνίας 26 Φεβρουαρίου 2009. Αποφάσεις που μεταφέρθηκαν στο κυπριακό δίκαιο με τον Νόμο 133(Ι)/2004

 

Έχοντας υπόψιν τα πιο πάνω, θα εξετάσουμε τους λόγους Έφεσης.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο  κατά παράβαση της σχετικής νομοθεσίας, Άρθρο 23(2)(3)(4) του περί Ευρωπαϊκών Ενταλμάτων Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου του 2004, Ν.133(Ι)/2004 και Απόφασης-Πλαίσιο του Συμβουλίου του 2002 και καθ΄ υπέρβαση της διακριτικής του ευχέρειας, υπερέβη τον νομοθετικά καθορισμένο χρόνο των 60 ημερών από τη σύλληψη του Εφεσείοντα, μέσα στον οποίο όφειλε να εκδώσει την απόφαση του.  Επίσης, σύμφωνα με την ευπαίδευτη συνήγορο, το Δικαστήριο κατά παράβαση της νομοθεσίας, δεν ενημέρωσε αμέσως την δικαστική Αρχή έκδοσης του ΕΕΣ, για την αδυναμία του να εκδώσει την απόφαση του εντός του προβλεπόμενου χρόνου των 60 ημερών και να αναφέρει τους λόγους για την αδυναμία του αυτή.  Ακολούθως προέβη σε αναφορά στη χρονική διάσταση εξέτασης της παρούσας Έφεσης καταλήγοντας ότι παρήλθαν 111 ημέρες, χρόνος ο οποίος ξεφεύγει των νομοθετικών πλαισίων που θέτει ο Νόμος, ακόμη και των 90 συνολικών ημερών για τις οποίες δίδεται παράταση βάσει του Νόμου.  Συνεπεία δε των πιο πάνω και της καταπάτησης των ανθρωπίνων και συνταγματικών δικαιωμάτων του Εφεσείοντα, σύμφωνα με το Άρθρο 30 του Συντάγματος και το Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και αφού αναφέρθηκε στην υπόθεση Jeremy F. Υπόθεση C-168/13 PPU ημερ. 30.5.13 μας κάλεσε να ακυρώσουμε την πρωτόδικη απόφαση και την όλη διαδικασία.

 

Αντίθετη ήταν η θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου της Εφεσίβλητης η οποία δέχθηκε μεν ότι η πρωτόδικη απόφαση εξεδόθη την 63ην ημέρα από τη σύλληψη του Εφεσείοντα, αλλά ως παρατήρησε αυτό δεν συνεπάγεται ακυρότητα της διαδικασίας ή παράβαση των δικαιωμάτων του Εφεσείοντα.  Απέρριψε, περαιτέρω, την εφαρμογή της υπόθεσης Jeremy (άνω) στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης και εισηγήθηκε ότι εφαρμογής τυγχάνει η υπόθεση Re Francis Lanigan C237/15 PPU, ημερ. 16.7.2015.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε το θέμα ως ακολούθως: 

 

«Είναι γεγονός ότι, το Δικαστήριο, εκδίδει σήμερα την απόφαση του, μετά την εκπνοή της προθεσμίας που τίθεται από τα Άρθρα 21(1) και 23(2) του Νόμου 133(I)/2004, κατά τρείς ημέρες. Εντούτοις, αυτό, δεν επιφέρει ακυρότητα στην διαδικασία, ή δημιουργεί οποιοδήποτε κώλυμα για το Δικαστήριο να αποφασίσει το ζήτημα, κάτι το οποίο άλλωστε αποτελεί υποχρέωση του. Σχετικά, είναι τα αναφερόμενα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στην απόφαση του στην υπόθεση Re Francis Lanigan C 237/15 PPU, ημερομηνίας 16/07/2015:

 

«41. Επομένως, αποφεύγοντας την αποδυνάμωση του αποτελέσματος των ευρωπαϊκών ενταλμάτων συλλήψεως και τη μη δημιουργία πολυπλοκότερων διαδικασιών συνεπεία της καθυστερήσεως για την εκτέλεση των ενταλμάτων αυτών, η ερμηνεία των άρθρων 15 και 17 της αποφάσεως-πλαισίου κατά την οποία η απόφαση για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως μπορεί ακόμα να ληφθεί μετά την πάροδο των τασσομένων στο άρθρο 17 προθεσμιών απλώς διευκολύνει την παράδοση των καταζητούμενων, σύμφωνα με την αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των αποφάσεων που κατοχυρώνεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου, όπερ αποτελεί τον ουσιαστικό κανόνα τον οποίο θεσπίζει η απόφαση αυτή (βλ., κατ' αναλογίαν, αποφάσεις Wolzenburg, C 123/08, EU:C:2009:616, σκέψη 59, και West, C 192/12 PPU, EU:C:2012:404, σκέψη 62). Εξάλλου, αντίθετη ερμηνεία των άρθρων 15 και 17 της αποφάσεως-πλαισίου μπορεί να ευνοήσει παρελκυστικές πρακτικές με σκοπό την παρακώλυση της εκτελέσεως των ευρωπαϊκών ενταλμάτων συλλήψεως.

 

42. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η πάροδος και μόνον των τασσομένων στο άρθρο 17 της αποφάσεως-πλαισίου προθεσμιών δεν απαλλάσσει το κράτος μέλος εκτελέσεως από την υποχρέωσή του να συνεχίσει τη διαδικασία εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως και να εκδώσει την απόφαση για την εκτέλεσή του.».

 

(οι υπογραμμίσεις είναι το πρωτόδικου Δικαστηρίου)

Συμφωνούμε πλήρως με την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο ορθά καθοδηγήθηκε από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.

 

Η νομολογία (βλ. Ντίνος Μιχαηλίδης (άνω)) έχει αναγνωρίσει ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα λαμβάνονται υπόψιν κατά τη διαδικασία απόδοσης εκζητούμενου προσώπου.  Αυτά αναφέρονται άλλωστε και στις παραγρ. 10, 12 και 13 του Προοιμίου της Απόφασης Πλαίσιο καθώς και σε νομολογία τόσο της Αγγλίας, όσο και των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων.  Όπως συνάγεται από τις εν λόγω Προοιμιακές παραγράφους, ο μηχανισμός έκδοσης μπορεί να αναχαιτιστεί μόνο στην περίπτωση σοβαρής και παρατεταμένης παραβίασης στο Κράτος Μέλος των αρχών που κατοχυρώνονται στο Άρθρο 6(Ι) της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ δεν επιτρέπεται η διαμεταγωγή σε Κράτος όπου υπάρχει ενδεχόμενο καταδίκης σε θάνατο ή υποβολής του εκζητούμενου προσώπου σε βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη η εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση (βλ. Αναφορικά με την Susan Ayve Π.Ε. 416/2016, ημερ. 16.1.2017, ECLI:CY:AD:2017:A5).

 

Στην παρούσα υπόθεση το παράπονο του Εφεσείοντα είναι μόνο η τυπική παράβαση της παρόδου τριών (3) ημερών από την προνοούμενη ανώτατη περίοδο των 60 ημερών για την έκδοση απόφασης σε διαδικασία όπως η εξεταζόμενη. Λαμβανομένης υπόψιν της δηλώσεως της ευπαιδεύτου συνηγόρου του Εφεσείοντα ενώπιον μας, ότι ο Εφεσείων ουδεμία άλλη βλάβη ή ζημιά υπέστη.  Υπενθυμίζεται ότι ο Εφεσείων ήταν ελεύθερος μέχρι την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης, την υπεράσπιση του την ανέλαβαν δικηγόροι που ο ίδιος διόρισε και απ΄ ότι φαίνεται από το πρακτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου του δόθηκε κάθε ευκαιρία να παρουσιάσει την Υπεράσπιση του.  Συνεπώς, το θέμα δεν δύναται να τεθεί επί της βάσεως παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Εφεσείοντα αλλά απλής παρατυπίας αναφορικά με το χρόνο έκδοσης της απόφασης από το πρωτόδικο Δικαστήριο.    Παρενθετικά αναφέρεται ότι στην καθυστέρηση, όπως φαίνεται από τα πρακτικά, συνέτεινε έστω και κάτ' ολίγο και  ο Εφεσείων ζητώντας αναβολή της ακρόασης στις 5.4.2017 και 1.5.2017. 

 

Από τη νομολογία μας, παρατηρούμε ότι σε δύο τουλάχιστον υποθέσεις (Constantinides v. Γενικού Εισαγγελέα Π.Ε. 347/14 ημερ. 5.3.2015, ECLI:CY:AD:2015:A155 και Shini-Mehrabzaden (άνω)) τυπική παράβαση συμπλήρωσης του εντύπου του ΕΕΣ κρίθηκε ότι δεν οδηγεί σε απόρριψη του αιτήματος για εκτέλεση του Ευρωπαϊκού Εντάλματος.

 

Στην υπόθεση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Jeremy F. Υπόθεση C-168/13 PPU ημερ. 30.5.13, επί της οποίας στηρίχθηκε η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσείοντα, ώστε να ζητήσει την ακύρωση της πρωτόδικης διαδικασίας και απόφασης, στις σκέψεις 62, 63 και 64 εκτιμούμε ότι ερμηνεύτηκαν αυστηρά οι σχετικές πρόνοιες της απόφασης-πλαίσιο:

 

«62.   Η σημασία των προθεσμιών που τάσσει το ως άνω άρθρο 17 εκφράζεται όχι μόνο στο άρθρο αυτό, αλλά και σε άλλες διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου, όπως είναι τα άρθρα 13, παράγραφος 4, 15, παράγραφος 2, 20, 21 και 31, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, αυτής.

63   Εξάλλου, καίτοι, κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως-πλαισίου, η περιλαμβανόμενη στο άρθρο 17 της αποφάσεως-πλαισίου έκφραση «η οριστική απόφαση για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης θα πρέπει να λαμβάνεται» αντικατέστησε την έκφραση «η απόφαση [για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως] λαμβάνεται», που περιλαμβανόταν στην πρόταση αποφάσεως-πλαισίου του Συμβουλίου για το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ κρατών μελών [COM(2001) 522 τελικό], δημοσιευθείσα στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 27ης Νοεμβρίου 2001 (ΕΕ C 332 E, σ. 305, στο εξής: πρόταση αποφάσεως-πλαισίου), εντούτοις, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής, προστέθηκε επίσης το επίθετο «οριστική» στον όρο «απόφαση», και η ενιαία προθεσμία 90 ημερών την οποία προέβλεπε η πρόταση αποφάσεως-πλαισίου αντικαταστάθηκε με τις μικρότερες κλιμακούμενες προθεσμίες περί των οποίων γίνεται λόγος στις σκέψεις 60 και 61 της παρούσας αποφάσεως.

64  Επομένως, οι προθεσμίες που προβλέπονται στο άρθρο 17 της αποφάσεως-πλαισίου πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι επιβάλλουν ότι η οριστική απόφαση επί της εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως πρέπει να εκδίδεται, καταρχήν, εντός δέκα ημερών από την παροχή της συγκαταθέσεως για την παράδοση του καταζητούμενου ατόμου, είτε, στις λοιπές περιπτώσεις, εντός εξήντα ημερών από της συλλήψεως του ατόμου αυτού. Μόνο σε ειδικές περιπτώσεις οι προθεσμίες αυτές μπορούν να παραταθούν κατά τριάντα επιπλέον ημέρες, ενώ το κράτος μέλος μπορεί να μην τηρήσει τις προθεσμίες που προβλέπει το άρθρο αυτό 17 μόνον αν συντρέχουν έκτακτες περιστάσεις.»

 

Στην Francis Lanigan, Υπόθεση C-237/15 PPU, που ακολούθησε (η απόφαση δόθηκε στις 16.7.15) και αφορούσε την ερμηνεία των Άρθρων 15 και 17 της απόφασης-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου ημερ. 13η Ιουνίου 2002, ξεκαθάρισε το θέμα με αναφορά στη νομολογία και ιδιαίτερα την υπόθεση Jeremy (ανωτέρω).  Σχετικές είναι οι σκέψεις 32 και 33:

 

«32.   Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι τα άρθρα 15 και 17 της αποφάσεως-πλαισίου πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι απαιτούν η οριστική απόφαση για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως να λαμβάνεται, κατ' αρχήν, εντός των προθεσμιών αυτών, η σημασία των οποίων τονίζεται εξάλλου σε πλείονες διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου (βλ., συναφώς, απόφαση F., C‑168/13 PPU, EU:C:2013:358, σκέψεις 62 και 64).

33   Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το κράτος μέλος εκτελέσεως υποχρεούται να τηρεί τις προβλεπόμενες στο εν λόγω άρθρο 17 προθεσμίες. Συνεπώς, απαιτείται, για να δοθεί απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα, να εκτιμηθεί αν η λήψη της αποφάσεως για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, αφενός, και η συνέχιση της κρατήσεως του καταζητούμενου βάσει του εντάλματος αυτού, αφετέρου, εξακολουθούν να είναι δυνατές στην περίπτωση που το εν λόγω κράτος δεν συμμορφώθηκε προς την υποχρέωση λήψεως τελικής αποφάσεως για την εκτέλεση του εντάλματος αυτού εμπροθέσμως.»

Ακολούθως στις σκέψεις 34-42 ερμηνεύει τα άρθρα 15 και 17 της απόφασης-πλαίσιο και στις σκέψεις 37 και 42 καταλήγει ως εξής:

 

«37.   Συνεπώς, λαμβανομένου υπόψη, αφενός, του κεντρικού χαρακτήρα του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως στο θεσπισθέν με την απόφαση-πλαίσιο σύστημα και, αφετέρου, της μη υπάρξεως ουδενός σαφούς στοιχείου στην απόφαση αυτή ως προς περιορισμό της χρονικής ισχύος της υποχρεώσεως αυτής, ο κανόνας που τίθεται στο άρθρο 15, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου δεν έχει την έννοια ότι επάγεται ότι μετά την πάροδο των τασσομένων στο άρθρο 17 της αποφάσεως-πλαισίου προθεσμιών η δικαστική αρχή εκτελέσεως δεν μπορεί πλέον να εκδώσει την απόφαση για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως ή ότι το κράτος μέλος εκτελέσεως δεν υποχρεούται πλέον να συνεχίσει τη διαδικασία εκτελέσεως του εντάλματος αυτού.

38.     ............. ................. ...............

 

42.     Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η πάροδος και μόνον των τασσομένων στο άρθρο 17 της αποφάσεως-πλαισίου προθεσμιών δεν απαλλάσσει το κράτος μέλος εκτελέσεως από την υποχρέωσή του να συνεχίσει τη διαδικασία εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως και να εκδώσει την απόφαση για την εκτέλεσή του.»

 

Είναι ξεκάθαρο, συνεπώς, πως η σημειωθείσα παρατυπία δεν δύναται να  αναχαιτίσει τον μηχανισμό έκδοσης εναντίον του Εφεσείοντα. 

 

Ο πρώτος λόγος Έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Με το δεύτερο λόγο Έφεσης ο Εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αξιολόγησε τα ενώπιον του Τεκμήρια 8, 10, 11, 13 και 16 και αυτό διότι το περιεχόμενο τους  είναι αντίθετο, ακρασφαλές, δημιουργούνται ερωτηματικά και η αξιοπιστία τους έχει πληγεί ανεπανόρθωτα, συνεπώς το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούσε να στηριχτεί σε ασφαλή στοιχεία και να εξάξει ένα λογικό συμπέρασμα.

 

Αντίθετη είναι η θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου του Εφεσίβλητου η οποία αφού επεξήγησε το όλο θέμα εισηγήθηκε ότι καμία ασάφεια δεν προκλήθηκε και ορθά ενήργησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην παρούσα περίπτωση.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του, αφού ασχολήθηκε εκτενώς με το θέμα και προέβη σε πλήρη ανάλυση των ενώπιον του τεκμηρίων, κατέληξε ν΄ αποδεχθεί τα Τεκμήρια 13 και 16 ως τα τελευταία που χρονικά παρελήφθησαν από την Κεντρική Αρχή του αιτούντος Κράτους.  Καταλήγει δε ως ακολούθως:

 

   «Το δε Τεκμήριο 16, είναι το πιο αναλυτικό του ζητήματος που είχε διερευνηθεί, με αναφορά μάλιστα και σε διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας. Συνεπώς, δεν έχω λόγο να νιώθω αβέβαιος, είτε για τον σκοπό του εντάλματος, είτε για το κατά πόσο η εκδίκασης της υπόθεσης που εκκρεμεί εναντίον του εκζητουμένου, επί της οποίας βασίστηκε η έκδοσης του, έχει ξεκινήσει ερήμην του. Υπάρχει η ρητή διαβεβαίωσης από πλευράς των ελληνικών αρχών ότι δεν έχει ξεκινήσει."

 

Εξετάσαμε με πολλή προσοχή τα όσα έχουν αναφερθεί από την ευπαίδευτη συνήγορο του Εφεσείοντα και είναι η κατάληξη μας ότι ο λόγος Έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει.

 

Είναι θεμελιωμένη αρχή της νομολογίας μας ότι πρωταρχικό ρόλο στην αξιολόγηση της μαρτυρίας έχει το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Το Εφετείο επεμβαίνει σπάνια, εκεί μόνο που η αξιολόγηση κρίνεται ως παράλογη ή μη βασισμένη σε γεγονότα (βλ. Ακρίδας ν.  Eman (Buses) Ltd κ.α. (2012) 1 Α.Α.Δ. 355.) 

 

Στην παρούσα υπόθεση παρατηρούμε ότι ο πρωτόδικος Δικαστής προέβη σε εκτενή εξέταση της μαρτυρίας και έδωσε πειστικούς λόγους γιατί δέκτηκε  τα Τεκμήρια 13 και 16.  Κατά τη γνώμη μας δεν είχε και άλλη εκλογή.  Τα πέντε τεκμήρια, είχαν, μεταξύ άλλων, για το θέμα που ενδιαφέρει, τ' ακόλουθα στοιχεία:

 

Ø Το Τεκμήριο 8 ημερ. 24.3.2017 από την Εισαγγελεία Εφετών δηλοποιούσε ότι μετά το πέρας της κύριας ανάκρισης ο Εφεσείων παραπέμπετο στο Τριμελές Εφετείο Αθηνών για να δικαστεί.

Ø Το Τεκμήριο 10 ημερ. 24.4.2017 από την Αντιεισαγγελία Εφετών αναφέρει ότι «... η εν λόγω ποινική υπόθεση εκδικάζεται από 8 Φεβρουαρίου 2017» ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων.

Ø Το Τεκμήριο 11 ημερ. 25.4.2017 από την Εισαγγελία Εφετών αναφέρει ότι «......η διαδικασία της επίδικης δίωξης κατά του εν λόγω εκζητούμενου στην Ελλάδα έχει ξεκινήσει ερήμην του ως αγνώστου διαμονής.....»

Ø Το Τεκμήριο 13 ημερ. 27.4.2017 από την Εισαγγελία Εφετών Αθηνών αναφέρει « ... η διαδικασία ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών δεν έχει ακόμη ξεκινήσει κατά τον εν θέματι εκζητούμενο, αυτή δε θα διενεργηθεί μόνο μετά την πραγματοποίηση της αιτηθείσας από εσάς παραδόσεως του στις Ελληνικές Δικαστικές Αρχές .....»

Ø Το Τεκμήριο 16 ημερ. 3.5.2017 από την Εισαγγελία Εφετών αναφέρει «.... η ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών (η εκδίκαση της υπόθεσης στο Δικαστήριο) κατά του ΓΕΩΡΓΙΟΥ Ανδρέα θα ξεκινήσει μόνο μετά την παράδωση αυτού στις Ελληνικές Δικαστικές Αρχές»

 

Το περιεχόμενο των Τεκμηρίων 13 και 16 είναι ξεκάθαρο και δεν χρειάζεται να λεχθεί οτιδήποτε περαιτέρω.  Κατά την κρίση μας, πολύ ορθά τα αποδέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο για τους λόγους που ανέφερε.  Θα θέλαμε όμως να παρατηρήσουμε ότι και τα άλλα τρία τεκμήρια δεν δημιουργούν οιανδήποτε σύγχυση ή ερωτηματικά κ.λ.π.  Το Τεκμήριο 8 ομιλεί για παραπομπή σε δίκη και το Τεκμήριο 11 για έναρξη ποινικής δίωξης εναντίον του Εφεσείοντα και όχι για έναρξη της δίκης του.  Τέλος, το Τεκμήριο 10 ομιλεί για εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης με στοιχεία που αναφέρονται και όχι σε εκδίκαση της υπόθεσης εναντίον του Εφεσείοντα.  Υπενθυμίζεται ότι στην ίδια ποινική υπόθεση συγκατηγορούνται πολλά άλλα πρόσωπα.  Συνεπώς, πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέκτηκε τα Τεκμήριο 13 και 16 ως «επιβεβαιωτικά του σκοπού για τον οποίο το Ευρωπαϊκό αυτό ένταλμα έχει εκδοθεί».

 

Ο δεύτερος λόγος Έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον τρίτο λόγο Έφεσης ο Εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και πεπλανημένα τον ταυτοποίησε με το πρόσωπο που αναφέρεται στο ΕΕΣ, χωρίς να έχει ενώπιον του επαρκείς πληροφορίες, κατά παράβαση του Άρθρου 11 του Συντάγματος και/ή Άρθρο 5 του ΕΣΔΑ και του Άρθρου 2 του Ν.133(Ι)/2006.  Το παράπονο του Εφεσείοντα επικεντρώνεται στο ότι ο ορθός αριθμός της ταυτότητας του λήφθηκε μετά τη σύλληψη του και ακολούθως γνωστοποιήθηκε στην Interpol Αθηνών με αποτέλεσμα τη διόρθωση του ΕΕΣ με τον ορθό πλέον αριθμό ταυτότητας.  Είναι η θέση του Εφεσείοντα ότι τα πιο πάνω γεγονότα προέκυψαν μεταγενέστερα του σταδίου της ταυτοποίησης κατά το χρόνο που κατέθετε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ο μάρτυρας Αστ. 265 Β. Βασιλείου.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσίβλητου απορρίπτει όλα τα πιο πάνω και εισηγήθηκε ενώπιον μας ότι ουδεμία πλάνη υπήρξε και η ταυτοποίηση του Εφεσείοντα έγινε νομότυπα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εκζητούμενος, μετά τη σύλληψη του στις 8.3.2017 και την προσαγωγή του ενώπιον του στις 9.3.2017, ενημερώθηκε για το ΕΕΣ, έγινε η ταυτοποίηση του σύμφωνα με το Νόμο και ο ίδιος δεν αμφισβήτησε την ταυτοποίηση του.  Ως αποτέλεσμα δεν μπορούσε σε κατοπινό στάδιο της διαδικασίας να εγείρει οποιοδήποτε σχετικό με το ζήτημα αυτό θέμα προς εξέταση.

 

Όπως φαίνεται από τα πρακτικά της διαδικασίας, πράγματι η ταυτοποίηση του Εφεσείοντα από τον Πρωτόδικο Δικαστή έγινε στις 9.3.2017 παρουσία δύο δικηγόρων του, μία εκ των οποία η κα Χριστοφή.  Αφού ο Εφεσείων ρωτήθηκε για τα στοιχεία του ως αυτά αναγράφονταν στο ΕΕΣ ο Εφεσείων τα αποδέκτηκε εκτός δύο στοιχείων.  Ρωτήθηκε κατά πόσο ο αριθμός διαβατηρίου του είναι ο C100995 και αυτός απάντησε «Δεν τον θυμάμαι ακριβώς Εντιμότατε διότι είναι ληγμένο το διαβατήριο τούτο». Το έτερο στοιχείο αφορά τον αριθμό ταυτότητας του.  Υποβλήθηκε από τον πρωτόδικο Δικαστή η ακόλουθη ερώτηση και ο Εφεσείων απάντησε:

 

«Ε.  Ο αριθμός ταυτότητας σας;

Α.    573042.»

 

Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η ταυτότητα του προσώπου που ευρίσκετο ενώπιον του συνάδει με αυτή του προσώπου που αναγράφεται στο ΕΕΣ και προχώρησε και τον ενημέρωσε για τη διαδικασία που θα ακολουθείτο και αφορούσε το ΕΕΣ και την έκδοση του.

 

Είναι αλήθεια επίσης ότι ο Εφεσείων δεν αμφισβήτησε την ταυτότητα του και συνεπώς δεν έτυχε εφαρμογής η πρόνοια του Άρθρου 17(4) του Ν.133(Ι)/2004 η οποία προβλέπει:

 

«17(4) Αν ο συλληφθείς κατά τις προηγούμενες παραγράφους αμφισβητεί την ταυτότητά του, ο Δικαστής αποφασίζει αμετάκλητα εντός πέντε (5) ημερών, αφού ακούσει τον συλληφθέντα και το συνήγορό του."

 

Κρίνουμε ότι προσεκτική εξέταση του όλου θέματος δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης.  Στο Τεκμήριο 6 που είναι ηλεκτρονικό μήνυμα της Interpol Κύπρου προς την Interpol Αθηνών ημερ. 24.2.2017 ήτοι πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας στις 24.3.2017, αναφέρεται ότι:

 

«Το διαβατήριο υπ΄ αρ. C100995 (ημερ. Λήξης 17.1.2007) πράγματι ανήκει στον Γεωργίου  Ανδρέα κάτοχο της ταυτότητας 573042 ημερ. γένν. 22.10.1959».

 

Το έγγραφο αυτό, Τεκμήριο 6, ευρίσκετο στην κατοχή του αστυφύλακα 265, Μ.Κ.1 ο οποίος συνέλαβε τον Εφεσείοντα, και κατατέθηκε στο Δικαστήριο χωρίς ένσταση.  Η ταυτοποίηση  είναι άμεση και συντριπτική.

 

Ο τρίτος λόγος Έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον τέταρτο λόγο προσβάλλεται ως εσφαλμένη η πρωτόδικη απόφαση σε σχέση με την κρίση του ότι το περιεχόμενο του ΕΕΣ περιείχε όλα τα αναγκαία ή απαραίτητα στοιχεία.  Συγκεκριμένα, είναι η εισήγηση του Εφεσείοντα ότι στο ΕΕΣ στο σημείο Α δεν αναγράφεται η ταυτότητα, διαβατήριο, ημερομηνία γέννησης, η διεύθυνση κατοικίας, τα διακριτικά γνωρίσματα ή περιγραφή του εκζητούμενου ως επίσης είναι ασυμπλήρωτη φωτογραφία και δακτυλικά αποτυπώματα.  Επιπλέον, ότι το περιεχόμενο του σημείου Β είναι γενικό και αόριστο.

 

Εξετάσαμε το ΕΕΣ, Τεκμήριο 2, υπό το πρίσμα των ανωτέρω ισχυρισμών και δεν συμφωνούμε με την εισήγηση.  Το μέρος Α του ΕΕΣ είναι συμπληρωμένο εκτός τριών σημείων του.  Εκεί όπου αναγράφεται ημερομηνία γέννησης, απλά αναφέρεται έτος γέννησης και εκεί που αναφέρεται κατοικία είναι κενό.  Επίσης, κενό είναι και το σημείο όπου αναγράφεται «Διακριτικά γνωρίσματα/περιγραφή του Καταζητούμενου.

 

Όσον αφορά το Μέρος Β αυτό είναι πλήρως συμπληρωμένο κατά το μέρος που αφορά τον Εφεσείοντα και είναι αναγκαίο να συμπληρωθεί.

 

Έχοντας υπόψιν τα πιο πάνω, αλλά και το γεγονός ότι την επομένη της σύλληψης του Εφεσείοντα, ήτοι την 9.3.2017, έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ταυτοποίηση του προσώπου του Εφεσείοντα παρουσία των δικηγόρων του, χωρίς αυτοί να φέρουν οιανδήποτε ένσταση και χωρίς αμφισβήτησή της σύμφωνα με  τις πρόνοιες του Άρθρου 17(4) του Ν.133(Ι)/2004.  Έχοντας περαιτέρω υπόψιν τα όσα παρατηρήσαμε νωρίτερα στην απόφασή μας εξετάζοντας τον τρίτο λόγο Έφεσης και τέλος τη νομολογία επί του θέματος κρίνουμε ότι ο λόγος Έφεσης δεν μπορεί παρά να απορριφθεί.  Κρίνουμε όμως σκόπιμο να επαναλάβουμε τα όσα λέχθησαν στην Shini-Mehrabzadeh Said (άνω):

 

«Στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κωνσταντινίδης (ανωτέρω) απασχόλησε παρόμοιο ζήτημα, δεδομένου ότι επίσης χρησιμοποιήθηκε τύπος εντάλματος στη βάση της Απόφασης-πλαίσιο του 2002. Αφού επανατονίστηκε η σημασία της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και ότι η πρόθεση του Συμβουλίου ήταν να τεθεί σε λειτουργία ένα εργαλείο που να μπορεί εύκολα να συμπληρώνεται από τις δικαστικές αρχές έκδοσης και να αναγνωρίζεται από τις δικαστικές αρχές εκτέλεσης, αποφασίστηκε ότι η μη συμπλήρωση της παραγράφου (δ) του ΕΕΣ δεν συνιστά παράβαση του άρθρου 4(4) του Νόμου, που προβλέπει για υποχρεωτική συμπλήρωση του εντύπου, και δεν οδηγεί σε απόρριψη του αιτήματος προς εκτέλεση του Ευρωπαϊκού Εντάλματος. Περαιτέρω, όπως ορθά εντόπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η αρμόδια αρχή εκτέλεσης του Εντάλματος απέστειλε κατά την πορεία εκδίκασης της υπόθεσης συμπληρωματικά στοιχεία με βάση τα οποία παρεχόταν η ευχέρεια εξέτασης των διαλαμβανομένων στο άρθρο 14(2) του Νόμου εγγυήσεων."

 

 

Ο τέταρτος λόγος Έφεσης απορρίπτεται.

 

Αναφορικά με τον πέμπτο και έκτο λόγο  Έφεσης κρίνουμε ότι αυτοί ήδη έχουν εξεταστεί και απορριφθεί κατά την εξέταση των λόγων Έφεσης αρ. 2 και 3 και συνεπώς δεν παρίσταται ανάγκη να προστεθεί οτιδήποτε άλλο.  Να σημειωθεί ότι και η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσείοντα δεν προώθησε αυτούς τους λόγους ενώπιον μας κατά την ακροαματική διαδικασία.

 

Οι λόγοι Έφεσης 5 και 6 απορρίπτονται.

 

Η Έφεση απορρίπτεται.  Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται και διατάσσεται όπως ακολουθηθούν οι πρόνοιες του Άρθρου 29(Ι) του Νόμου, το αργότερο εντός δέκα ημερών από σήμερα.

 

Ο Εφεσείων εν τω μεταξύ να παραμείνει υπό κράτηση.  Ο αρμόδιος Πρωτοκολλητής να κοινοποιήσει την παρούσα απόφαση στις αρμόδιες Αρχές της Ελληνικής Δημοκρατίας.

 

 

          Μ.Μ.ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.

 

                                                Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

                                                Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

/γκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο