ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παναγή, Περσεφόνη Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Σάββας Βασιλείου για Αργεντούλλα Ιωάννου (κα), για τον εφεσείοντα. Δημήτρης Μιχαήλ, για τους εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-07-07 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΜΙΧΑΛΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ν. COLUMBIA WORLD WIDE MOVERS LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 103/2012, 7/7/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:A255

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 103/2012)

 

7 Ιουλίου 2017

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΔΔ.]

 

ΜΙΧΑΛΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

Εφεσείοντα/Αιτητή

ΚΑΙ

COLUMBIA WORLD WIDE MOVERS LTD

Εφεσιβλήτων/Καθ΄ων η αίτηση

 

__________

 

Σάββας Βασιλείου για Αργεντούλλα Ιωάννου (κα), για τον εφεσείοντα.

Δημήτρης Μιχαήλ, για τους εφεσίβλητους.

 

__________

 

ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον

                         Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

_________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Οι εφεσίβλητοι ασχολούνται, μεταξύ άλλων, με διαμετακομίσεις εμπορευμάτων.  Ο εφεσείοντας βρισκόταν στην υπηρεσία τους ως οδηγός ανυψωτικών μηχανημάτων στο λιμάνι Λεμεσού μέχρι τις 27.6.2008, ημερομηνία κατά την οποία οι εφεσίβλητοι τερμάτισαν τις υπηρεσίες του ισχυριζόμενοι ότι απουσίαζε αντικανονικά από την εργασία του.

 

Τα γεγονότα υπό τα οποία έλαβε χώρα ο παραπάνω τερματισμός διαγνώστηκαν, ως ακολούθως, από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, κατά τρόπο τελεσίδικο (άρθρο 12(11Α) των περί Ετησίων Αδειών Μετ΄Απολαβών Νόμων του 1967 έως 1999, Ν. 8/1967, όπως τροποποιήθηκε, Spinneys Cyprus Ltd v. Χρίστου (2004) 1 ΑΑΔ 1833, Faber Hoist Chemicals Ltd v. Κωνσταντίνου Καλημέρα, Πολ. Έφ. Αρ. 190/2010, ημερομηνίας 24.2.2015, ECLI:CY:AD:2015:A126).

 

Περί τα τέλη Μαΐου 2008 ο εφεσείοντας είχε ζητήσει από την κα Παύλου, που εργαζόταν στους εφεσίβλητους και κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν η άμεση προϊστάμενη του εφεσείοντα, όπως του δοθεί άδεια απουσίας δύο εβδομάδων από 27.6.2008 μέχρι 10.7.2008, λέγοντας της ότι θα έπρεπε να μεταβεί στο Λονδίνο για να επιδιορθώσει την εκεί ευρισκόμενη οικία του.  Η κα Παύλου απέρριψε το αίτημά του, προβάλλοντας ως λόγο τον αυξημένο όγκο εργασίας κατά την περίοδο εκείνη και του ανέφερε ότι θα έπρεπε να μιλήσει απευθείας με τον κ. Θουκή, διευθυντή των εφεσιβλήτων.

 

Στις 27.6.2008 ο εφεσείων επανήλθε ζητώντας από την κα Παύλου όπως του υπογράψει έγκριση άδειας απουσίας για την ίδια περίοδο, λέγοντας της ότι έπρεπε να μεταβεί στο Λονδίνο λόγω προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε η εγγονή του.  Η κα Παύλου αρνήθηκε και του είπε ότι, σύμφωνα με οδηγίες του κ. Θουκή δεν μπορούσε να του εγκρίνει την αιτούμενη άδεια, επαναλαμβάνοντας ότι θα έπρεπε να απευθυνθεί στον κ. Θουκή.  Ο εφεσείων τότε, απάντησε ότι θα απουσίαζε από την εργασία του γιατί θα έπρεπε να μεταβεί στο Λονδίνο.

 

Ακολούθως, ο συντεχνιακός εκπρόσωπος του εφεσείοντα, κ. Τιμοθέου, συναντήθηκε, μετά από παράκληση του εφεσείοντα, με τον κ. Θουκή και του ζήτησε όπως εγκρίνει το αίτημα γιατί ο εφεσείοντας χρειαζόταν την άδεια λόγω σοβαρού οικογενειακού προβλήματος που αντιμετώπιζε.  Ο κ. Θουκής αρνήθηκε, επικαλούμενος το φόρτο εργασίας της επιχείρησης και ο κ. Τιμοθέου ενημέρωσε σχετικά τον εφεσείοντα.

 

Τέλος, σε τυχαία συνάντηση που είχε ο εφεσείοντας με τον κ. Θουκή στο Λιμάνι Λεμεσού, επανέφερε το αίτημά του, χωρίς όμως να του αναφέρει το λόγο που ζητούσε άδεια και ανέφερε ότι είχε ήδη αγοράσει τα αεροπορικά εισιτήρια.  Ο κ. Θουκής του απάντησε ότι δεν εγκρίνει την αιτούμενη άδεια και ότι αν θα απουσίαζε από την εργασία του θα υποστεί τις συνέπειες. 

 

Ο εφεσείοντας τελικά απουσίασε χωρίς άδεια και, ως συνέπεια, τερματίστηκε η απασχόλησή του.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με την εμπεριστατωμένη απόφασή του, δέχθηκε ότι ο τερματισμός της απασχόλησης ήταν νόμιμος, στα πλαίσια του άρθρου 5 των περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμων του 1967 μέχρι (Αρ. 2) του 2001 (Ν. 24/1967, όπως τροποποιήθηκε).  Έλαβε προς τούτο υπόψη τη νομολογία σύμφωνα με την οποία η άμεση, χωρίς προειδοποίηση, απόλυση ως δραστικό μέτρο θα πρέπει να λαμβάνεται μόνο σε ιδιαίτερες περιστάσεις, όταν η διαγωγή του εργοδοτουμένου ενέχει το στοιχείο του σοβαρού παραπτώματος (Εκδοτικός Οίκος Δίας Λτδ ν. Κόγια (2006) 1 ΑΑΔ 1227, Kanika Developments Ltd v. Λουκά (2004) 1 ΑΑΔ 603, Αναστασία Κασάπη ν. Technoplastics Ltd (1992) 1 AAΔ 919).  Υπέδειξε δε, ότι στην Κασάπη κρίθηκε ότι η απουσία εργοδοτουμένου από την εργασία του, χωρίς δικαιολογημένη αιτία ή λόγο και πολύ περισσότερο χωρίς προηγούμενη άδεια, δύναται να αποτελεί παράβαση ουσιώδους όρου της σύμβασης εργασίας που να δικαιολογεί άμεση απόλυση με βάση το άρθρο 5 του Νόμου 24/1967, όπως τροποποιήθηκε. 

 

Σ΄αυτά τα πλαίσια το Δικαστήριο εξέτασε το εύλογο της άρνησής των εφεσιβλήτων να εγκρίνουν την αιτουμένη άδεια απουσίας.  Ως προς το ζήτημα αυτό, λήφθηκε  κατ΄αρχάς υπόψη ότι ήταν μια περίοδος με αυξημένο όγκο εργασίας.  Περαιτέρω, λήφθηκε υπόψη η όλη στάση του εφεσείοντα, ότι δηλαδή είχε ζητήσει άδεια ένα μήνα προηγουμένως για άλλο λόγο και ότι τότε, αλλά και αργότερα, παραπέμφθηκε στον κ. Θουκή, τον οποίο τυχαία και μόνο συνάντησε στο Λιμάνι της Λεμεσού λίγες μέρες πριν την αναχώρηση του στην Αγγλία, επικαλούμενος τετελεσμένο γεγονός, ήτοι την αγορά ήδη των εισιτηρίων,  χωρίς όμως να αναφέρει το λόγο για τον οποίο ζητούσε άδεια για να μεταβεί στην Αγγλία.

 

Είναι υπό τις παραπάνω περιστάσεις που το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι επρόκειτο για αυθαίρετη απουσία του εφεσείοντα από την εργασία του με τέτοιο τρόπο ώστε, παρά τη μακρόχρονη, χωρίς παραπτώματα, υπηρεσία του, να συνιστούσε σοβαρό παράπτωμα και αντισυμβατική συμπεριφορά η οποία παρείχε στους εφεσίβλητους το δικαίωμα να τερματίσουν χωρίς προειδοποίηση την απασχόλησή του.

 

Η έφεση ήταν μακροσκελής, πλην όμως δομήθηκε επί του δεδομένου ότι ο λόγος που επικαλέστηκε ο εφεσείων έναντι της κας Παύλου τη δεύτερη φορά, ήτοι η ανάγκη να μεταβεί στο Λονδίνο λόγω προβλήματος υγείας που αντιμετώπιζε η εγγονή του, ήταν πραγματικός, συνιστώντας ανωτέρα βία.

 

Εκλαμβάνοντας τούτο ως δεδομένο ο εφεσείων προέβαλε με την έφεσή του ότι είχε εφαρμογή το άρθρο 12(1) του ισχύοντος τότε Νόμου περί Γονικής Άδειας και Άδειας για Λόγους Ανωτέρας Βίας (Ν. 69(Ι)/2002) που κατοχυρώνει δικαίωμα για άδεια χωρίς αποδοχές, επτά ημερών το χρόνο, για λόγους ανωτέρας βίας που συνδέονται με επείγοντες οικογενειακούς λόγους, οι οποίοι αφορούν ασθένεια ή ατύχημα εξαρτωμένων μελών της οικογενείας του εργοδοτουμένου και καθιστούν απαραίτητη την άμεση παρουσία του.  Επιπρόσθετα,  εισηγήθηκε ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να εφαρμόσει ευθέως την Ευρωπαϊκή Οδηγία 96/34/ΕΚ του Συμβουλίου, σε εναρμόνιση προς την οποία ψηφίστηκε ο εν λόγω Νόμος, σύμφωνα με την οποία τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα για να επιτρέπουν στους εργαζόμενους να απουσιάσουν από την εργασία τους για λόγους ανωτέρας βίας ή τέτοιας φύσεως[1].

 

Επί του ίδιου πάντοτε δεδομένου, η άρνηση των εφεσιβλήτων να παραχωρήσουν τη ζητηθείσα άδεια για τέτοιο λόγο χαρακτηρίζεται στην έφεση ως υπερβαίνουσα τα παραδεκτά όρια συμπεριφοράς ενός λογικού εργοδότη και προσβάλλεται η αντίστοιχη διαπίστωση του Δικαστηρίου, όπως και η διαπίστωσή του ότι ο εφεσείων αδικαιολόγητα είχε αρνηθεί να συμμορφωθεί σε νόμιμη και λογική εντολή των εργοδοτών του και να εκτελέσει τα εργασιακά του καθήκοντα παραβιάζοντας έτσι ουσιώδεις όρους της εργασιακής σχέσης.  Γενικά δε, προσβάλλεται η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η απόλυση του εφεσείοντα ήταν νόμιμη και δικαιολογημένη εντός των πλαισίων των σχετικών προνοιών του άρθρου 5.

 

Το Δικαστήριο όμως, κριτής, άνευ ετέρου, των γεγονότων, δεν δέχθηκε όπως σαφώς προκύπτει, ως πραγματικό το λόγο που είχε επικαλεστεί τη δεύτερη φορά έναντι της κας Παύλου, ο εφεσείων.  Αξιολογείται αρνητικά η αξιοπιστία του και ειδικά σε ότι αφορά τον ισχυρισμό του πως η παρουσία του στην Αγγλία κατά τη συγκεκριμένη περίοδο ήταν αναγκαία.  Καταρρέει, συνεπώς, η επιχειρηματολογία περί ανωτέρας βίας.  Ούτως ή άλλως, όπως ορθά, πλην εκ περισσού λόγω της παραπάνω διαπίστωσης, κατέληξε το Δικαστήριο, δεν τηρούνταν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της σχετικής νομοθεσίας για τους λόγους που εξήγησε.  Γενικά δε, η υπόθεση δεν πρέπει να κριθεί επί των ισχυρισμών που επικαλέστηκε τη δεύτερη φορά ο εφεσείων, αλλά επί της όλης στάσης του όπως την περιέγραψε, ως άνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Εν πάση περιπτώσει, στον κ. Θουκή που είχε αρμοδιότητα να εγκρίνει ή όχι την άδεια, δεν τέθηκε ο συγκεκριμένος λόγος.  Προβάλλεται στην έφεση ότι οι εργοδότες έλαβαν γνώση δια της κας Παύλου που ήταν η άμεση προϊσταμένη του εφεσείοντα.  Είναι, όμως, φανερό από τα γεγονότα που δέχθηκε το Δικαστήριο ότι η κα Παύλου παρέπεμψε και επαναπαρέπεμψε το ζήτημα στον κ. Θουκή, καθιστώντας φανερό ότι η δική της αρμοδιότητα περιοριζόταν στο να απορρίψει την άδεια.  Τονίζει δε, το Δικαστήριο, πως ενώ είχε την ευκαιρία ο εφεσείοντας μέσω του κ. Τιμοθέου να θέσει στον κ. Θουκή το λόγο που έπρεπε να απουσιάσει από την εργασία του, δεν το έπραξε.

 

Ένα άλλο ζήτημα που εγείρεται με την έφεση είναι ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασης του εφεσείοντα όπως αυτό διασφαλίζεται στο άρθρο 7 του Κυρωτικού Νόμου της Σύμβασης περί του Τερματισμού της Απασχόλησης του 1985 (Ν. 45/85), το οποίο προβλέπει ότι: «Η απασχόληση εργαζομένων δεν πρέπει να τερματίζεται για λόγους σχετιζόμενους με τη συμπεριφορά του ή την εργασία του πριν του δοθεί η δυνατότητα να υπερασπίσει τον εαυτό του από τις καταγγελίες που έχουν διατυπωθεί σε βάρος του, εκτός αν δεν μπορεί λογικά να αναμένεται από τον εργοδότη να του δώσει αυτή τη δυνατότητα.».  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα αυτό με αναφορά στην υπόθεση Κακοφεγγίτου ν. Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ (2005) 1 ΑΑΔ 1478 (βλ., επίσης, L. Papaphilippou & Co v. Λουκά, Πολ. Έφ. Αρ. 59/2010, ημερομ. 20.6.2014, ECLI:CY:AD:2014:A410), στην οποία  εξηγήθηκε ότι στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου που βρισκόμαστε, το ζητούμενο δεν είναι η απόδειξη πειθαρχικού παραπτώματος ως προϋπόθεση απόλυσης, αλλά η ικανοποίηση των όρων που θέτει το άρθρο 5, με κριτήριο το εύλογο της κατάληξης του εργοδότη ως λογικού, υπό τις περιστάσεις, εργοδότη.  Η αρχή δε που καθιερώνει το άρθρο 7, υπεισέρχεται στη διαπίστωση του ευλόγου της απόφασης για απόλυση, υπό την έννοια ότι ένα συμπέρασμα που βασίσθηκε σε στοιχεία, όσο αδιάσειστα και αν φαίνονται, που δεν έχουν απαντηθεί από τον υπάλληλο, υπόκεινται σε ανάλογη αδυναμία και αμφιβολία.  Πέραν τούτου όμως, διευκρινίστηκαν τα ακόλουθα: «Η παροχή της δυνατότητας στον υπάλληλο να υπερασπίσει τον εαυτό του και να προβάλει τη θέση του όμως δεν συναρτάται προς την τήρηση συγκεκριμένης διαδικασίας προνοούμενης σε κανονισμούς ή ταυτιζόμενης με πειθαρχικές διαδικασίες.  Είναι, όπως ορθά αντελήφθη το Δικαστήριο, θέμα ουσίας.» 

 

Έχοντας τα παραπάνω ως καθοδήγηση, το Δικαστήριο ορθά κατέληξε ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν υποχρέωση να καλέσουν τον εφεσείοντα να τον ακούσουν για το λόγο της απουσίας του πριν τον απολύσουν, καθότι τα γεγονότα που οδήγησαν στην απόλυσή του, ήτοι ότι απουσίασε από την εργασία του χωρίς άδεια και παραγνωρίζοντας την άρνηση των εργοδοτών του να του παρέχουν την αιτούμενη άδεια απουσίας, ήταν αδιαμφισβήτητα. 

 

Επί της ουσίας της επίδικης διαφοράς το ερώτημα αφορά το εύλογο της απόφασης των εφεσιβλήτων να τερματίσουν την εργοδότηση του εφεσείοντα, έχοντας το βάρος να αποδείξουν, επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, ότι ενήργησαν υπό τις περιστάσεις ως ο λογικός εργοδότης (Κακοφεγγίτου, ανωτέρω).  Το εύλογο της συμπεριφοράς ενός εργοδότη κρίνεται εξ αντικειμένου με μέτρο το «λογικό εργοδότη».  Εάν κανένας λογικός εργοδότης δεν θα απέλυε, υπό τέτοιες περιστάσεις, τον εργαζόμενο, τότε πρόκειται για αδικαιολόγητη απόλυση.  Εάν όμως ένας λογικός εργοδότης μπορούσε να τον απολύσει, τότε η απόλυση είναι δικαιολογημένη, όπως ετέθη από τον Lord Denning M.R. στην British Leyland (UK) Ltd v. Swing (1981) 1 RLR 91, 93 και υιοθετήθηκε στην L. Papaphilippou, ανωτέρω.

 

Συνεκτιμώντας τα δεδομένα, το Δικαστήριο δεν παραγνώρισε τη μακρόχρονη και χωρίς παραπτώματα υπηρεσία του εφεσείοντα και είχε κατά νου τη νομολογία περί στάθμισης των σχετικών παραγόντων, όπως είναι οι συνέπειες στη σταδιοδρομία του υπαλλήλου, η επιλήψιμη συμπεριφορά του και οι ανάγκες του εργοδότη (βλ., Kanika, ανωτέρω).  Το Δικαστήριο λειτούργησε στα ορθά πλαίσια.  Δεν διαπιστώνουμε έγκυρο λόγο παρέμβασης στην κρίση του.

 

Προσβάλλεται, τέλος, η διαταγή για τα έξοδα, τα οποία ακολούθησαν το αποτέλεσμα.  Δεν δόθηκε, όμως, καλός λόγος για να μην εφαρμοστεί ο κανόνας που τούτο επιβάλλει.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

                                                          Π. Παναγή, Δ.

 

                                                          Γ.Ν. Γιασεμή, Δ.

 

                                                          Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΚΧ»Π



[1]  Η Οδηγία 96/34/ΕΚ καταργήθηκε με την Οδηγία 2010/18/ΕΕ του Συμβουλίου της 8ης Μαρτίου 2010 και συνεπακόλουθα καταργήθηκε ο Ν. 69(Ι)/2002.  Εναρμονιστικός Νόμος της νέας Οδηγίας είναι ο περί Γονικής Άδειας και Άδειας για Λόγους Ανωτέρας Βίας Νόμος του 2012 (Ν. 47(Ι)/2012).  Οι πρόνοιες του άρθρου 12(1) παραμένουν οι ίδιες.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο