ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A267
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 101/2012
20 Ιουλίου, 2017
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/Δ]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΙΩΣΗΦ ΗΛΙΑ,
Εφεσείοντα/Ενάγοντα,
- ΚΑΙ -
1. MARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO LTD,
2. ΛΑΪΚΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗΣ Ε.Π.Ε.Υ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων/Εναγομένων,
----------------------
Αντώνης Παπαντωνίου, για τον Εφεσείοντα.
Γιώργος Γιάγκου, για τους Εφεσίβλητους.
----------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή, Δ.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Ο εφεσείων-ενάγων, καταχώρησε την αγωγή υπ΄ αρ. 1223/2007 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, εναντίον των εφεσιβλήτων-εναγομένων στην οποία, κατόπιν σχετικών αιτήσεων των τελευταίων, εκδόθηκε διάταγμα παροχής ασφάλειας εξόδων από τον εφεσείοντα προς όφελος τους, «επί μίας εκ των δύο αιτήσεων», εντός 30 ημερών από την έκδοση του διατάγματος. Εκδόθηκε, επίσης, διάταγμα αναστολής της περαιτέρω διαδικασίας μέχρι να δοθεί η διαταχθείσα ασφάλεια και, σε περίπτωση που αυτή δεν ήθελε δοθεί, η αγωγή να απορριφθεί με έξοδα.
Η απόφαση αυτή αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης. Όπως αναφέρεται δε στο περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα, η αγωγή έχει, στο μεταξύ, απορριφθεί λόγω μη καταβολής ασφάλειας εξόδων, σύμφωνα με την εκκαλούμενη απόφαση.
Χρειάζεται εδώ να μνημονευθεί ότι με την αγωγή του ο εφεσείων επεδίωκε, μεταξύ άλλων, την έκδοση απόφασης με την οποία να ακυρώνονται η Συμφωνία Δανείου/Επενδυτικού Σχεδίου και η Συμφωνία Διαχείρισης του Χαρτοφυλακίου του από την εφεσίβλητη 1 και/η την εφεσίβλητη 2, οι οποίες συνάφθηκαν κατά ή περί την 6.9.2000, καθώς και η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην αγωγή υπ. Αρ. 4110/2003, η οποία εκδόθηκε υπέρ της εφεσίβλητης 1 και εναντίον του εφεσείοντα, δυνάμει της εν λόγω συμφωνίας δανείου, μετά που ο εφεσείων δεν εμφανίστηκε στην αγωγή.
Με την ένορκη δήλωση που συνόδευε την αντίστοιχη αίτηση τους για παροχή ασφάλειας εξόδων, οι εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν πρωτοδίκως, επικαλούμενοι τη μη καταβολή από τον εφεσείοντα οποιουδήποτε ποσού έναντι του εξ αποφάσεως χρέους στην αγωγή 4110/2003 και την ύπαρξη διατάγματος παραλαβής της περιουσίας του, ότι σε περίπτωση απόρριψης της αγωγής του, υπήρχε πραγματικός κίνδυνος μη συμμόρφωσης του με ενδεχόμενη διαταγή εξόδων εναντίον του.
Ενιστάμενος στις αιτήσεις των εφεσιβλήτων, ο εφεσείων πρόβαλε αριθμό λόγων ένστασης, τονίζοντας ιδιαιτέρως την κυπριακή του υπηκοότητα, την προσβολή, σε περίπτωση έκδοσης διατάγματος για ασφάλεια εξόδων, του δικαιώματος του να προσφύγει στη δικαιοσύνη, όπως διασφαλίζεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και ότι παρά το διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του, έχει σταθερό μηνιαίο εισόδημα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η έγερση της αγωγής από τον εφεσείοντα αποτελούσε κατάχρηση της διαδικασίας λόγω του τρόπου και του χρόνου κατά τον οποίο επιδιωκόταν ο παραμερισμός της δικαστικής απόφασης που εκδόθηκε στην αγωγή 4110/2003 και αφού εξεδόθη διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του εφεσείοντα, εξ αποφάσεως χρεώστη. Θεώρησε δε την ακόλουθη διαπίστωση του καταλυτική στην αποδοχή και των δύο αιτήσεων:
«Ο ενάγων-καθ' ου η αίτηση επέλεξε άνευ λόγου και αιτίας μια ατελέσφορη καταχρηστική και παρελκυστική διαδικασία για να ανατρέψει μια δικαστική απόφαση εναντίον του η οποία εκδόθηκε τέσσερα χρόνια προηγουμένως και η οποία κατέστη τελεσίδικη. Καμιά δικαστική απόφαση δεν ανατρέπεται με την έγερση μιας νέας αγωγής, αφού κανένα πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν μπορεί να λειτουργήσει ως Εφετείο»
Όσον αφορά το Άρθρο 30 του Συντάγματος, το οποίο επικαλέστηκε ο εφεσείων, αυτό, κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν αποτελούσε «πανάκεια για επίκληση καταχώρησης αχρείαστων, ατελέσφορων αλλά κυρίως καταχρηστικών δικαστικών διαδικασιών», όπως ήταν η διαδικασία που ακολούθησε ο εφεσείων, προσπαθώντας, ουσιαστικά, να αποφύγει την καταβολή των εξόδων της προηγούμενης δικαστικής διαδικασίας εναντίον του, τα οποία θα διατασσόταν να καταβάλει σε περίπτωση που ακολουθούσε την ορθή διαδικασία αίτησης παραμερισμού της απόφασης και αυτή γινόταν αποδεκτή.
Στρεφόμενο δε στις πρόνοιες της Δ.60 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, επί της οποίας εδράζονταν, κυρίως, οι αιτήσεις των εφεσιβλήτων, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι παρά τη διαπίστωση του ότι ο ενάγων δεν είναι «κάτοικος εξωτερικού»:
«.είναι βεβαιωμένο ότι στερείται περιουσίας (ιδίως ακίνητη), ουσιαστικά στερείται δυνατότητας πληρωμής εξόδων σε περίπτωση επιτυχίας της Υπεράσπισης των εναγομένων αιτητών και απόρριψης της απαίτησης του. Πέραν τούτου όμως η ισχύς της υπόθεσης του που επιχειρεί να ανατρέψει μια δικαστική απόφαση με άλλη απόφαση ισόβαθμου Δικαστηρίου είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη. Ο ενάγων-καθ΄ ου η αίτηση κατά την άποψη μου δεν μπορεί να αφεθεί να χρησιμοποιεί τις δικαστικές διαδικασίες χωρίς το Δικαστήριο να μεριμνήσει για την ασφάλεια των εξόδων των αντιδίκων του.»
Προβάλλονται επτά λόγοι έφεσης οι οποίοι άπτονται διάφορων πτυχών της εκκαλούμενης απόφασης. Παρόλο που δεν τίθεται ευθέως με την ειδοποίηση έφεσης, παρά μόνο στο περίγραμμα αγόρευσης του συνηγόρου του εφεσείοντα, προκρίνεται η εξέταση, ως θέμα δικαιοδοσίας, κατά πόσο, με δεδομένο ότι ο εφεσείων δεν είναι «κάτοικος εξωτερικού», υπήρχε η δυνατότητα έκδοσης διατάγματος για την παροχή ασφάλειας εξόδων δυνάμει της Δ.60.
Τόσο η σχετική δικονομική πρόνοια όσο και η νομολογία επί του θέματος είναι σαφείς. Η συνήθης διαμονή του ενάγοντα εκτός της Κύπρου ή εκτός κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να διατάξει την παροχή ασφάλειας εξόδων. Όπως λέχθηκε στην HAMPTON ADVISORY GROUP S.A. V BOST AD κ.ά (2011) 1 Α.Α.Δ. 1416, ακολουθώντας το σκεπτικό της Alahmari v Alia the Royal Jordanian Airline (1990) 1 Α.Α.Δ. 434, θεμέλιο για την άσκηση της δικαιοδοσίας τίθεται με τη διαπίστωση ότι ο εφεσείων έχει τη συνήθη διαμονή του σε χώρα εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αφού διαπιστωθεί ότι ο ενάγων έχει τη διαμονή του σε χώρα εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τότε μόνο είναι που το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τους διάφορους παράγοντες με σκοπό την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας προς έγκριση ή απόρριψη της αίτησης, (βλ. επίσης Ανθίτσα Ιωάννου κ.α. ν. Χριστάκη Αντωνίου Σοφιανού, Πολ. Έφ. 155/15 ημερ. 15/7/16).
Διατάσσοντας, λοιπόν, τον εφεσείοντα να παράσχει ασφάλεια για τα έξοδα των εφεσιβλήτων, το πρωτόδικο Δικαστήριο υπερέβη τη δικαιοδοσία που του παρέχεται από τη Δ.60, θ.1. Οι λόγοι που επικαλέστηκε για να αιτιολογήσει την απόφαση του, σε καμία περίπτωση δεν παρείχαν έρεισμα για παρέκκλιση από τις διατάξεις της εν λόγω δικονομικής πρόνοιας κατά τρόπο, μάλιστα, θετικό, παρέχοντας ασφάλεια εξόδων εκεί που ο νομοθέτης δεν προέβλεψε.
Για τους προαναφερόμενους λόγους, κρίνουμε ότι δικαιολογείται η παρέμβαση μας προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, χωρίς να παρίσταται ανάγκη εξέτασης οποιουδήποτε άλλου θέματος που εγείρεται με την έφεση.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσον κατ' έφεση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσιβλήτων, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/ΣΓεωργίου