ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A237
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 427/2011)
30 Ιουνίου, 2017
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]
1. S. RAFTIS COMPANY LTD
2. R.S. HOLDING LTD (προηγούμενα RAFTIS HOLDING LTD)
3. R.S. TOURIST ENTERPRISES LTD (προηγούμενα RAFTIS TOURIST ENTERPRISES LTD)
4. S.S.R. DEVELOPMENTS LTD (προηγούμενα RAFTIS DEVELOPMENTS LTD)
5. ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ ΗΡΑ ΛΤΔ
Εφεσειόντων / Εναγομένων 2-6
και
ΚΤΗΜΑΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΑΝΔΡΕΑ ΕΥΡΙΠΙΔΗ ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΤΔ
Εφεσιβλήτων / Εναγόντων
_________________________
Χρήστος Μ. Γεωργιάδης, για Χρήστος & Τηλέμαχος Γεωργιάδης Δ.Ε.Π.Ε, για τους
Εφεσείοντες
Χριστόφορος Χατζηστερκώτης, για τους Εφεσίβλητους
__________________________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π..
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Το ιστορικό της παρούσας υπόθεσης συνοψίζεται στις πρώτες σελίδες της πρωτόδικης απόφασης. Θεωρούμε σκόπιμο να το παραθέσουμε αυτούσιο, με την παρατήρηση ότι οι Εφεσείοντες στην παρούσα Έφεση είναι οι Εναγόμενοι 2 μέχρι 6 και οι Εφεσίβλητοι είναι οι Ενάγοντες. Η Εναγόμενη 1 στην πρωτόδικη διαδικασία δεν είναι Εφεσείουσα στην παρούσα Έφεση:
«Το ιστορικό της συνοψίζεται στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Πολ. Έφεση 176/07, ημερομηνίας 13.3.2009 μεταξύ των εδώ εναγόντων και εναγομένων, σε έφεση ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, με την οποία έχει καταστεί οριστικό προσωρινό διάταγμα με το οποίο απαγορεύθηκε στην εφεσίβλητη 1 - εναγόμενη 1 να πωλήσει, διαθέσει, μεταβιβάσει, υποθηκεύσει και/ή καθ΄ οιονδήποτε τρόπο αποξενώσει το κτήμα με αθιθμό εγγραφής 11064, αρ. τεμαχίου 104 του Φ/Σχ. 54/27 στην περιοχή Αγίου Αθανασίου Λεμεσού είτε προς τους εφεσίβλητους 2 - 6, είτε προς οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, μέχρι την τελική εκδίκαση της αγωγής.
Εξάγεται από τη μαρτυρία που έχει ακουστεί, προφορική και εμπράγματη, Τεκμ. 1 - 56, πως η διαφορά μεταξύ των μερών περιορίζεται κατά βάση στη νομική της διάσταση και όχι επί των γεγονότων που σχεδόν στο σύνολο τους είναι παραδεκτά και αυταπόδεικτα.
1. Δυνάμει γραπτής συμφωνίας ημερομηνίας 8.10.1997 οι ενάγοντες συμφώνησαν με την εναγόμενη 1, ιδιοκτήτρια, την αγορά του επιδίκου κτήματος, έναντι του ποσού των ΛΚ55.000, όπως με λεπτομέρεια καταγράφεται στη συμφωνία, Τεκμ. 6.
2. Η συμφωνία κατατέθηκε στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης δυνάμει του Περί Πωλήσεως Γαιών (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου, Κεφ. 232, αρ. πωλητηρίου Ε.816/97.
Είναι ισχυρισμός των εναγόντων, που γίνεται παραδεκτός από την άλλη πλευρά, πως οι ενάγοντες συμμορφώθηκαν με τους όρους πληρωμής και κατέβαλαν στην εναγόμενη 1 τα ποσά που προνοούνταν στη συμφωνία Τεκμ. 7 και 8. Οι ενάγοντες ήσαν έτοιμοι να εκπληρώσουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις και να καταβάλουν στην εναγόμενη 1, στις 16.6.1999, ποσό ΛΚ20.000, όπως προνοούσε η συμφωνία, με τη μεταβίβαση του ακινήτου στους ενάγοντες. Η εναγόμενη 1 παρέλειψε να συμμορφωθεί και έτσι οι ενάγοντες με επιστολή τους ημερομηνίας 16.9.1999 την κάλεσαν, ορίζοντας ημερομηνία και ώρα, να εμφανιστεί στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού για μεταβίβαση και εγγραφή του επιδίκου ακινήτου με την ταυτόχρονη πληρωμή του υπολοίπου τμήματος πώλησης, με την οποία η εναγόμενη 1 παρέλειψε να συμμορφωθεί.
3. Ως επακόλουθο της παράλειψης της εναγόμενης, οι ενάγοντες καταχώρισαν στις 8.9.2000 την αγωγή 5785/00 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού επιζητώντας ουσιαστικά ως μοναδική θεραπεία την ειδική εκτέλεση της συμφωνίας, Τεκμ. 14.
4. Στις 27.2.2001 η εναγόμενη 1 στα πλαίσια της πιο πάνω αγωγής, δέχεται απόφαση εναντίον της, Τεκμ. 15, οπότε και εκδόθηκε διάταγμα ειδικής εκτέλεσης της συμφωνίας μεταβίβασης και εγγραφής επ΄ονόματι των εναγόντων του ακινήτου, με την ταυτόχρονη είσπραξη του ποσού των ΛΚ20.000, πλέον τόκους, προς εξόφληση του τιμήματος αντιπαροχής.
Σημειώνεται για σκοπούς περαιτέρω ανάλυσης της απόφασης και του σχολιασμού των γεγονότων που ακολουθούν, πως στις 27.2.2001 ο δικηγόρος της εναγόμενης στην αγωγή 5785/00 και εναγόμενης 1 στην παρούσα, είχε προβεί, αποδεχόμενος την έκδοση διαταγμάτων, σε δήλωση, ότι εναντίον της επίδικης περιουσίας υπάρχει καταχωρημένο ΜΕΜΟ από εκκρεμούσα αγωγή εκ μέρους του συζύγου της εναγόμενης 1, Τεκμ. 16(α).
Είχε προηγηθεί της μεταβίβασης και λίγες μέρες μετά τη σύναψη της επίδικης συμφωνίας, μεταξύ των Εναγόντων και της εναγόμενης 1, στις 13.11.1997, η καταχώριση της αίτησης υπ. Αρ. 95/97 Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού, Τεκμ. 10, εκ μέρους του συζύγου της εναγόμενης 1, Ιάκωβου Φίλίππου. Επεδίωκε ο τελευταίος τη διασφάλιση των συμφερόντων του στο επίδικο κτήμα και την παροχή θεραπιεών: δήλωση του Δικαστηρίου ότι το ½ μερίδιο του επιδίκου ακινήτου ανήκει στον ίδιο, ως εξ αδιαιρέτου ιδιοκτήτη, με τη σύζυγο του εναγόμενη 1, καθώς και άλλες συναφείς ή παρεπόμενες θεραπείες, όπως με λεπτομέρεια φαίνεται στην πιο πάνω αίτηση.
5. Μέσα στα πλαίσια της πιο πάνω αίτησης είχε εκδοθεί στις 17.11.1997 παρεμπίπτον διάταγμα με το οποίο απαγορευόταν στην εναγόμενη 1 η μεταβίβαση του επιδίκου κτήματος, Τεκμ. 11, διάταγμα το οποίο κατέστη απόλυτο στις 28.11.1997.
6. Σε συνέχεια της εκ συμφώνου απόφασης και προς συμμόρφωση των προνοιών της στην Αγωγή 5785/00, η εναγόμενη 1 μεταβίβασε το επίδικο κτήμα στους ενάγοντες την 1.6.2001.
7. Στις 17.4.2002 με απόφαση του το Οικογενειακό Δικαστήριο κατέληξε ότι ο Ιάκωβος Φιλίππου δικαιούταν να εγγραφεί ως ιδιοκτήτης του επιδίκου κτήματος κατά το ½ μερίδιο του όλου Τεκμ. 20, και εξέδωσε ανάμεσα σ΄ άλλα και διάταγμα για μεταβίβαση και εγγραφή του ½ μεριδίου που του αναλογούσε, στο όνομα του.
8. Εναντίον της πιο πάνω πρωτόδικης απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου, καταχωρίστηκε έφεση και αντέφεση υπ΄αρ. 164.
9. Στις 6.10.2003 το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο με απόφαση του, Τεκμ. 21, όπως δημοσιεύθηκε, Φιλίππου v. Φιλίππου (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1343, απέρριψε την έφεση και έκανε δεκτή κατά πλειοψηφία την αντέφεση του συζύγου της εναγόμενης 1, υιοθετώντας τη θέση πως ο σύζυγος της εναγόμενης 1:
«. κατέστη, στη βάση των αρχών του δικαίου της επιείκειας εμπιστευματούχος του ½ του προϊόντος της πώλησης, όπως το αποτίμησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, με εμπιστευματοδόχο τον εφεσίβλητο. Κατέστη, δηλαδή, εμπιστευματούχος του ½ της αγοραίας αξίας του κτήματος κατά την ημερομηνία της πώλησής του (8.10.1997), ήτοι του ½ των £Κ81.339, δηλαδή £Κ40.669,50, με εμπιστευματοδόχο τον εφεσίβλητο. Το τελευταίο αυτό ποσό εδικαιούτο, στη βάση των αρχών του δικαίου της επιείκειας, να επιδικάσει το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέρ του εφεσίβλητου. Εκείνο το οποίο δεν εδικαιούτο ήταν να εκδώσει διάταγμα εις βάρος της εφεσείουσας για μεταβίβαση και/ή εγγραφή του ½ μεριδίου του κτήματος στο όνομα του εφεσίβλητου εφόοσν, εξ αντικειμένου, η εφεσείουσα δεν μπορούσε να συμμορφωθεί με τέτοιο διάταγμα μετά την 1.6.2001 οπότε είχε μεταβιβάσει και/ή εγγράψει ολόκληρο το κτήμα σε τρίτο πρόσωπο, ήτοι την εταιρεία Κτηματικές Επιχειρήσεις Ε. Διογένους Λτδ. Ούτε, βέβαια, εδικαιούτο να εκδώσει τέτοιο διάταγμα εις βάρος της εταιρείας Κτηματικές Επιχειρήσεις Ε. Διογένους Λτδ ή του Διευθυντή του Κτηματολογίου αφού αυτοί, αν μη τι άλλο, δεν ήσαν διάδικοι στην υπόθεση.»
10. Ο Ιάκωβος Φιλίππου, κρίνοντας ότι η πώληση και μεταβίβαση του κτήματος προς τους Ενάγοντες ήταν προϊόν δόλου, καταχωρίζει στις 9.10.2003 στα πλαίσια της Αίτησης 95/97, Τεκμ. 22, στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού, αίτηση με την οποία επιζητούσε να κηρυχθεί άκυρη η μεταβίβαση του κτήματος στους ενάγοντες, στη βάση του Περί Ακυρώσεως Δολίων Μεταβιβάσεων Νόμο, Κεφ. 62, πράγμα που πέτυχε. Το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού με απόφαση του ημερομηνίας 12.9.2006, Τεκμ. 28, εξέδωσε τα πιο κάτω διατάγματα:
«(α) ακύρωση της μεταβίβασης του κτήματος από την εφεσίβλητη προς τους εφεσείοντες,
(β) κατάσχεση και πώληση του κτήματος προς ικανοποίηση του εξ αποφάσεως χρέους της εφεσίβλητης 1 προς το σύζυγό της,
(γ) ταυτόχρονα με την ακύρωση της μεταβίβασης, την επανεγγραφή του κτήματος στο όνομα της εφεσίβλητης 1 και εγγραφή του εξ αποφάσεως χρέους ως επιβάρυνσης επί του κτήματος κλπ.»
Σημειώνεται πως στη διαδικασία καταχώρησαν ένσταση οι εδώ ενάγοντες, η εναγόμενη 1, και η Τράπεζα Κύπρου Λτδ, στην οποία Τράπεζα οι Ενάγοντες είχαν υποθηκεύσει στις 4.6.2001 το επίδικο ακίνητο για το ποσό των ΛΚ21.000, δυνάμει ειδικού πληρεξουσίου εγγράφου, όπως φαίνεται στη Σύμβαση και Δήλωση Υποθήκευσης Ακινήτου, Τεκμ. 19. Υποθήκη την οποία παραχώρησαν οι Ενάγοντες προς εξασφάλιση δανείου που είχε γίνει για εξόφληση του τιμήματος αγοράς του επιδίκου ακινήτου.
11. Οι ενάγοντες αντιδρώντας στην πιο πάνω απόφαση και με σκοπό να διασφαλίσουν τα δικαιώματα τους, καταχώρισαν στο Ανώτατο Δικαστήριο τις Αιτήσεις 69/2006, 70/2006 για Ένταλμα Certiorari εναντίον της τελευταίας απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου σε σχέση με τα διατάγματα που εκδόθηκαν στις 12.9.2006 στην αίτηση 95/97.
Μετά από ακρόαση των Αιτήσεων, το Δικαστήριο κατέληξε στις 20.2.2007 να ακυρώσει μόνο το διάταγμα με το οποίο διατασσόταν η κατάσχεση και πώληση του ακινήτου προς ικανοποίηση του χρέους της εφεσίβλητης 1 προς το σύζυγο της. Ο λόγος: δεν καθόριζε, το διάταγμα, το «χρόνο εντός του οποίου θα πρέπει να γίνει η πώληση του ακινήτου» Τεκμ. 34.
12. Οι ενάγοντες, σε μια ακόμα προσπάθεια τους να αποκαταστήσουν τα πράγματα προς όφελος τους, καταχωρίζουν έφεση εναντίον του μέρους εκείνου της απόφασης του Νικολάτου Δ., με το οποίο απερρίφθησαν οι αιτήσεις τους για certiorari και prohibition. Το Ανώτατο Δικαστήριο στις 11.6.2008 με απόφαση του, Τεκμ. 35, όπως δημοσιεύθηκε Κτηματικές Επιχειρήσεις Ανδρέα Ευριπίδη Διογένους Λτδ v. Ιάκωβος Φιλίππου (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 720 απέρριψε την έφεση. Το Δικαστήριο σχολιάζοντας την απόφαση του Νικολάτου Δ., παρατήρησε και τα εξής:
«Το γεγονός ότι ο συνάδελφος μας με την απόφαση του να χορηγήσει άδεια για καταχώρηση των υπό συζήτηση ενταλμάτων, δέχτηκε ότι συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις, λαμβάνοντας υπόψη, πέραν της εκ πρώτης όψεως υπέρβασης δικαιοδοσίας, τις δυσμενείς συνέπειες που θα είχε το διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου στα οικονομικά συμφέροντα των εφεσειόντων και, πιθανόν, του ενυπόθηκου δανειστή, ήτοι της Τράπεζας Κύπρου, δεν διαφοροποιεί τα πράγματα.»
13. Αποτελεί κοινό έδαφος μεταξύ των μερών ότι με το φάκελο Α.893/06 Επαρχιακού Κτηματολογίου Λεμεσού και ως συνέπεια της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου στην Αίτηση 95/97, η δήλωση μεταβίβασης Π.1709/01 προς τους ενάγοντες ακυρώθηκε και το ακίνητο επαναφέρθηκε στο όνομα της εναγόμενης 1, στις 22.9.2006, Τεκμ. 38.
14. Η εναγομένη 1 ακολούθως πωλεί στους εναγόμενους 2 - 6, στις 28.12.2006 το επίδικο ακίνητο, αντί του ποσού των Λ.Κ.280.000,00 και/ή €478.408,40 δυνάμει του πωλητηρίου εγγράφου, Τεκμ.42. Ήταν όρος της σύμβασης ότι η εναγόμενη 1 θα μεταβίβαζε το ακίνητο στο όνομα των εναγομένων 2 - 6 ταυτοχρόνως με την εξόφληση του τιμήματος, που θα γινόταν εντός 10 τραπεζικών εργασίμων ημερών από της υπογραφής.
15. Οι εναγόμενοι 2 - 6 κατέθεσαν στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λεμεσού αντίγραφο της αναφερόμενης σύμβασης.»
Η Πολιτική Έφεση 176/2007, ημερομηνίας 13.3.2009, στην οποία αναφέρεται το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην πρώτη σελίδα της απόφασης του, είναι η υπόθεση Κτηματικές Επιχ. Α.Ε. Διογένους Λτδ v. Ευθυμίου κ.ά. (2009) 1 AAΔ 234.
Με την Αγωγή τους ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι Ενάγοντες-Εφεσίβλητοι αξίωσαν εναντίον της Εναγόμενης 1, και των Εναγομένων 2 - 6 - Εφεσειόντων μια σειρά από θεραπείες, μεταξύ των οποίων την ακύρωση της πώλησης του επίδικου κτήματος μεταξύ της Εναγόμενης 1 και των Εναγομένων 2 - 6, διάταγμα του Δικαστηρίου αναγνωρίζον ότι η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που εκδόθηκε στην Αγωγή 5785/2000 είναι τελεσίδικη και έγκυρη και, κατά συνέπεια, ότι η επίδικη πώληση μεταξύ Εναγόμενης 1, και Εναγομένων 2-6 ήταν εξ υπαρχής άκυρη, αποζημιώσεις, τιμωρητικές αποζημιώσεις, τόκους και έξοδα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στις θέσεις των δύο πλευρών, προέβηκε σε αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και σε ευρήματα ως προς τα γεγονότα. Για την Εναγόμενη 1, το πρωτόδικο Δικαστήριο είπε ότι η μαρτυρία της ήταν αναξιόπιστη και ψευδής. Επομένως, απέρριψε τη μαρτυρία της εξ΄ολοκλήρου. Αναφορικά με τους Εναγόμενους 2 - 6 - Εφεσείοντες, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι, αυτοί, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ΜΥ1 κ. Σάββα Ράφτη, την οποία οι Εφεσείοντες πρόσφεραν, κατά το χρόνο εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την αγορά του επιδίκου ακινήτου «γνώριζαν πλήρως και σε όλη τους την έκταση τις διαφορές μεταξύ των Εναγόντων και της Εναγομένης 1, αλλά και τις εκκρεμούσες διαδικασίες μεταξύ των τελευταίων και του πρώην συζύγου της Εναγομένης 1, όπως ρητώς καταχωρίζεται και αναγνωρίζεται στη μεταξύ τους και της Εναγόμενης 1 Σύμβαση Πώλησης του επίδικου ακινήτου.»
Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, οι Εναγόμενοι 2 - 6 - Εφεσείοντες διερεύνησαν όλα τα θέματα και έλαβαν νομική συμβουλή πριν προχωρήσουν στην αγορά του επίδικου ακινήτου. Έχοντας, λοιπόν, πλήρη επίγνωση των επικρατουσών συνθηκών και των νομικών κωλυμάτων και εκκρεμοδικιών, οι Εναγόμενοι 2-6 επέλεξαν να ενεργήσουν ώστε να αρθούν τα εμπόδια που υπήρχαν στη μεταβίβαση του κτήματος επ΄ονόματί τους. Οι Εναγόμενοι 2-6 γνώριζαν, μεταξύ άλλων, ότι εναντίον της απόφασης στην Αγωγή 5785/2000 δεν καταχωρήθηκε οποιονδήποτε ένδικο μέσο ή νέα αγωγή για ακύρωσή της και, επομένως, ότι η απόφαση παρέμεινε τελεσίδικη. Γνώριζαν, επίσης, ή όφειλαν να γνωρίζουν, ότι η Εναγόμενη 1 δεν είχε επιστρέψει στους Ενάγοντες το τίμημα πώλησης που εισέπραξε από αυτούς και ότι οι Ενάγοντες επεδίωκαν μέσω της δικαστικής οδού να τηρηθεί και να εφαρμοστεί η συμφωνία τους με την Εναγόμενη 1, σύμφωνα με την, εκ συμφώνου, απόφαση στην υπόθεση 5785/2000.
Οι αξιώσεις των Εναγόντων εναντίον των Εναγομένων 2-6, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, βασίζονταν στο άρθρο 34 του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, το οποίο προνοεί ότι η, εν γνώσει τρίτου προσώπου και χωρίς επαρκή δικαιολογία, πρόκληση παράβασης δεσμευτικής συμφωνίας με τρίτο πρόσωπο, συνιστά αστικό αδίκημα. Αφού ανέλυσε το άρθρο 34, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν είχε αποδειχθεί η απαραίτητη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των ενεργειών των Εναγομένων 2-6 και της αθέτησης από την Εναγόμενη 1 της συμφωνίας μεταξύ της και των Εναγόντων. Επομένως, οι Εναγόμενοι 2-6 δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ένοχοι του αστικού αδικήματος του άρθρου 34. Πρόσθεσε, όμως, το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα εξής σημαντικά:
«Οι πιο πάνω διαπιστώσεις του Δικαστηρίου και η κατάληξή μου σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να εκληφθούν ότι νομιμοποιούν τη δικογραφημένη θέση των Εναγομένων 2-6, ότι οι τελευταίοι ενεργούσαν ως καλόπιστοι αγοραστές.»
Αναφορικά με την Εναγόμενη 1, το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλήγει σε συμπέρασμα ότι η συμπεριφορά της προς τους Ενάγοντες ήταν δόλια και ότι οι Ενάγοντες απέδειξαν, στο βαθμό που απαιτείτο, την υπόθεση τους εναντίον της Εναγόμενης 1 και δικαιούνταν σε εγγραφή του επίδικου κτήματος επ΄ονόματι τους, στη βάση της τελεσίδικης και εκ συμφώνου απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, έτσι ώστε να αποκατασταθεί η προηγούμενη κατάσταση πραγμάτων και να εγγραφούν οι Ενάγοντες ως ιδιοκτήτες του επιδίκου ακινήτου, από τις 27/2/2001. Η προαναφερόμενη θεραπεία, σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, μπορούσε να αποδοθεί στους Ενάγοντες - Εφεσίβλητους, σύμφωνα με τον Νόμο, αλλά και σύμφωνα με τις αρχές του δικαίου της επιεικείας, εν όψει της δόλιας συμπεριφοράς της Εναγομένης 1 και εν όψει της διαμορφωθείσας κατάστασης πραγμάτων.
Στη συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στον υπολογισμό των ζημιών των Εναγόντων από τη συμπεριφορά της Εναγόμενης 1 και έκρινε ότι οι Ενάγοντες είχαν αποστερηθεί του κτήματος, απώλεσαν ποσό ΛΚ55.000 που πλήρωσαν ως αντιπαροχή για την αγορά του κτήματος από την Εναγόμενη 1, υποβλήθηκαν σε έξοδα και δαπάνες και παρέμειναν, στην ουσία, «με άδεια χέρια».
Αφού καθοδηγήθηκε από σχετική Νομολογία αναφορικά με αποζημιώσεις και με τιμωρητικές αποζημιώσεις, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε την εξής απόφαση και/ή διατάγματα:
(α) Αναγνωριστική απόφαση με την οποία αναγνωρίστηκε ότι η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στην Αγωγή 5785/2000 ήταν τελεσίδικη και δεσμευτική και υποκείμενη σε άμεση εκτέλεση.
(β)Διάταγμα με το οποίο διατάχθηκε η Εναγόμενη 1 όπως, εντός 30 ημερών από
την έκδοση της απόφασης, εμφανιστεί ενώπιον του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λεμεσού και μεταβιβάσει και εγγράψει επ΄ονόματι των Εναγόντων το επίδικο κτήμα, ελεύθερο από κάθε εμπράγματο βάρος.
(γ) Για τους σκοπούς του διατάγματος υπό στοιχείο (β) ανωτέρω, η Εναγόμενη 1 διατάχθηκε να προβεί σε κάθε αναγκαία ενέργεια και να υπογράψει κάθε σχετικό και αναγκαίο έγγραφο για τον προαναφερόμενο σκοπό.
(δ) Ο λειτουργός του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λεμεσού διατάχθηκε, όπως εντός 15 ημερών από την παράδοση σε αυτόν πιστοποιημένου αντιγράφου της απόφασης, προχωρήσει ώστε να διαγραφούν από τα βιβλία του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λεμεσού, όλες οι υφιστάμενες εγγραφές, οι οποίες δυνατό να συνιστούν εμπόδιο για την υλοποίηση της απόφασης και των διαταγμάτων του Δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένης και της επίδικης πώλησης από την Εναγόμενη 1 προς τους Εναγόμενους 2-6, στη βάση της συμφωνίας ημερομηνίας 28/12/2006, η οποία κατατέθηκε για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης.
(ε) €90.000 ως τιμωρητικές αποζημιώσεις εις βάρος της Εναγόμενης 1.
Τα έξοδα της δίκης πρωτοδίκως, επιδικάστηκαν υπέρ των Εναγόντων και εις βάρος των Εναγομένων 1-6 αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως. Εν όψει δήλωσης διευθέτησης μεταξύ της Εναγόμενης 1 και των Εναγομένων 2-6, ημερομηνίας 31.3.2011, τεκμήριο Ε, η οποία κατέστη κανόνας του Δικαστηρίου, η ανταπαίτηση των Εναγομένων 2 - 6 εναντίον της Εναγομένης 1 απορρίφθηκε χωρίς διαταγή για έξοδα.
Με την παρούσα έφεση, οι Εναγόμενοι 2 - 6 - Εφεσείοντες προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με οκτώ λόγους, δεδομένου ότι ο 9ος λόγος έφεσης που αφορούσε στην απόρριψη της ανταπαίτησης των Εφεσειόντων εναντίον της Εναγόμενης 1, αποσύρθηκε και απορρίφθηκε. Οι οκτώ λόγοι έφεσης είναι οι εξής:
1. Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στην Αγωγή 5785/2000 είναι τελεσίδικη, δεσμευτική και υποκείμενη σε άμεση εκτέλεση, συνιστά νομικό σφάλμα.
2. Η απόφαση του Δικαστηρίου ότι η προαναφερόμενη απόφαση δημιουργούσε δεδικασμένο, συνιστά νομικό σφάλμα.
3. Η απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο της εισήγησης των Εφεσειόντων ότι οι Ενάγοντες - Εφεσίβλητοι δεν υπέστησαν και δεν απέδειξαν ζημιά, συνιστά νομικό σφάλμα.
4. Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ίδια θεραπεία μπορούσε να αποδοθεί και στη βάση των αρχών του δικαίου της επιεικείας, εν όψει της δόλιας συμπεριφοράς της Εναγόμενης 1, οφειλόταν σε σφάλμα.
5. Η έκδοση του διατακτικού μέρους της απόφασης συνιστούσε περαιτέρω νομικό σφάλμα. Στην αιτιολογία του λόγου αυτού αναφέρεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, με την απόφασή του, παραγνώρισε την αρχή της προστασίας του καλόπιστου αγοραστή.
6. Η προθεσμία των 15 ημερών, την οποία έθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην παράγραφο δ του διατακτικού μέρους της απόφασης, συνιστά νομικό σφάλμα.
7. Η προθεσμία των 30 ημερών, την οποία έθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο για τις παραγράφους β και γ του διατακτικού μέρους της απόφασης, συνιστά νομικό σφάλμα.
8. Η διαταγή του Δικαστηρίου να καταδικάσει τους Εφεσείοντες (λανθασμένα αναγράφεται Εφεσίβλητους) στα έξοδα της δίκης, είναι λανθασμένη.
Καταρχάς, παρατηρούμε ότι, με τους λόγους έφεσης δεν αμφισβητούνται, ουσιαστικά, τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων και ως προς τα γεγονότα. Συγκεκριμένα, οι λόγοι έφεσης 1, 2, 3, 5, 6 και 7 αφορούν σε κατ΄ισχυρισμόν «νομικά σφάλματα» που διέπραξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο λόγος έφεσης 4 αφορά σε «σφάλμα» που κατ΄ισχυρισμόν διέπραξε το πρωτόδικο Δικαστήριο και ο λόγος έφεσης 8 αφορά σε κατ΄ισχυρισμόν εσφαλμένη διαταγή του Δικαστηρίου ως προς την επιδίκαση εξόδων, εις βάρος των Εφεσειόντων, οι οποίοι εσφαλμένα αναγράφονται ως Εφεσίβλητοι.
Εξετάσαμε με προσοχή τους λόγους έφεσης και καταλήξαμε στα εξής συμπεράσματα:
Ο πρώτος λόγος, ως προς την τελεσιδικία, τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στην Αγωγή 5785/2000 αφορά τους Ενάγοντες-Εφεσίβλητους και την Εναγόμενη 1, η οποία δεν είναι Εφεσείουσα στην παρούσα διαδικασία, και όχι τους Εναγόμενους 2-6 - Εφεσείοντες. Επομένως, δεν θεωρούμε ότι στα πλαίσια της παρούσας έφεσης, εκ μέρους των Εναγομένων 2-6, είναι δυνατόν να εξεταστεί ο προαναφερόμενος λόγος έφεσης, τον οποίο η άμεσα επηρεαζόμενη, Εναγόμενη 1, δεν εφεσίβαλε.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης επίσης αφορά στο δεδικασμένο που προέκυψε από την προαναφερόμενη, εκ συμφώνου, απόφαση και, επομένως, αφορά τους Ενάγοντες-Εφεσίβλητους και την Εναγόμενη 1 η οποία δεν είναι Εφεσείουσα και, επομένως, ούτε και αυτός ο λόγος έφεσης μπορεί να εξεταστεί στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας.
Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά επίσης στους Ενάγοντες και την Εναγόμενη 1 και, συγκεκριμένα, στο κατά πόσον οι Ενάγοντες-Εφεσίβλητοι υπέστησαν οποιανδήποτε ζημιά εξαιτίας της αθέτησης της συμφωνίας που είχαν με την Εναγόμενη 1 για το επίδικο θέμα. Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο εφεσιβάλλεται με τον τρίτο λόγο έφεσης, είναι, ακόμα, obiter dictum και δεν αποτελεί μέρος του σκεπτικού της πρωτόδικης απόφασης.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά στη θεραπεία που δικαιούνταν οι Ενάγοντες-Εφεσίβλητοι εξαιτίας της δόλιας συμπεριφοράς της Εναγόμενης 1 και της αθέτησης της μεταξύ τους συμφωνίας από την Εναγόμενη 1. Ούτε ο λόγος αυτός μπορεί να εξεταστεί στα πλαίσια της παρούσας έφεσης, για τους προαναφερόμενους λόγους.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προσβάλλεται το διατακτικό μέρος της απόφασης. Το διατακτικό μέρος της απόφασης αφορά:
(α) σε αναγνωριστική απόφαση, με την οποία αναγνωρίζεται η απόφαση στην
Αγωγή 5785/2000 ως τελεσίδικη, δεσμευτική και υποκείμενη σε εκτέλεση,
(β) σε διάταγμα, με το οποίο διατάσσεται η Εναγόμενη 1 εντός 30 ημερών να
μεταβιβάσει και εγγράψει στο όνομα των Εναγόντων το επίδικο κτήμα,
(γ) σε διάταγμα όπως η Εναγόμενη 1 προβεί σε κάθε αναγκαία ενέργεια για να
υλοποιηθεί το διάταγμα υπό στοιχείο (β) ανωτέρω,
(δ) σε διάταγμα όπως ο Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός, εντός 15
ημερών, διαγράψει από τα βιβλία του Κτηματολογίου όλες τις υφιστάμενες εγγραφές περιλαμβανομένης και της επίδικης πώλησης από την Εναγόμενη 1 προς τους Εναγόμενους 2-6 - Εφεσείοντες,
(ε) σε €90.000 ως τιμωρητικές αποζημιώσεις εις βάρος της Εναγόμενης 1 και
έξοδα εις βάρος όλων των Εναγομένων.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι και με τους λόγους έφεσης 6 και 7 προσβάλλεται το διατακτικό μέρος της απόφασης και, συγκεκριμένα, η διαταγή υπό στοιχείο (δ) και οι διαταγές υπό στοιχεία (β) και (γ), αντίστοιχα. Από το διατακτικό μέρος της απόφασης, όμως, εκτός από την επιδίκαση εξόδων, η οποία προσβάλλεται με τον όγδοο λόγο έφεσης, το μόνο διάταγμα που αφορά τους Εναγόμενους 2-6 - Εφεσείοντες, είναι το διάταγμα υπό στοιχείο (δ), με το οποίο διατάσσεται ο Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός Λεμεσού να διαγράψει από τα βιβλία του Κτηματολογίου, μεταξύ άλλων, και την επίδικη πώληση από την Εναγόμενη 1 προς τους Εναγόμενους 2-6, στη βάση της συμφωνίας ημερομηνίας 28.12.2006, για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης.
Αυτή τη θεραπεία, οι Εναγόμενοι 2-6 - Εφεσείοντες έχουν κάθε δικαίωμα να την προσβάλουν στα πλαίσια της παρούσας έφεσης. Όμως, με τους λόγους έφεσης 5 και 6 οι Εφεσείοντες δεν προσβάλλουν, καθ΄ οιονδήποτε τρόπο, το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν ήταν καλόπιστοι αγοραστές όταν αγόρασαν το επίδικο κτήμα από την Εναγόμενη 1, επειδή γνώριζαν πλήρως ότι το κτήμα είχε προηγουμένως πωληθεί στους Ενάγοντες-Εφεσίβλητους. Ούτε και προσβάλλουν το διάταγμα του Δικαστηρίου για απάλειψη από τα βιβλία του Κτηματολογίου της εγγραφής της επίδικης πώλησης μεταξύ τους και της Εναγόμενης 1. Εκείνο που, ουσιαστικά, προσβάλλουν, με τον έκτο λόγο έφεση, είναι τη σύντμηση της προθεσμίας για την προαναφερόμενη ενέργεια του Επαρχιακού Κτηματολογικού Λειτουργού. Το ουσιαστικό παράπονο τους είναι, γιατί τέθηκε προθεσμία 15 ημερών στο διάταγμα υπό στοιχείο (δ), ενώ τέθηκε προθεσμία 30 ημερών στα διατάγματα υπό στοιχεία (β) και (γ).
Με τα προαναφερόμενα δεδομένα, είναι αδύνατο να παρασχεθεί οποιαδήποτε θεραπεία στους Εφεσείοντες δυνάμει των λόγων έφεσης 5, 6 και 7. Τα πρωτόδικα ευρήματα, ότι οι Εφεσείοντες είχαν πλήρη γνώση ότι το επίδικο ακίνητο είχε προηγουμένως πωληθεί από την Εναγόμενη 1 στους Ενάγοντες-Εφεσίβλητους, παραμένουν ισχυρά και αδιαμφισβήτητα, όπως παραμένει και το πρωτόδικο εύρημα ότι αυτοί δεν ήταν, υπό τις περιστάσεις, καλόπιστοι αγοραστές και, επομένως, δεν δικαιούνταν στην προστασία που έχουν οι καλόπιστοι αγοραστές. Κατά συνέπεια, οι Εφεσείοντες δεν είναι δυνατόν να επιτύχουν ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης στη βάση των όσων, πολύ περιορισμένων, προσβάλλουν και με το πραγματικό και νομικό υπόβαθρο, όπως το αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, απρόσβλητο.
Ως προς τον όγδοο λόγο έφεσης, της επιδίκασης εξόδων εις βάρος τους, παρά το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο τους απάλλαξε από οποιανδήποτε ευθύνη δυνάμει του άρθρου 34 του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, λόγω ελλείψεως αιτιώδους συνάφειας, παρατηρούμε ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε κάθε δικαίωμα, στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας, να επιδικάσει έξοδα και εις βάρος των Εναγομένων 2-6 - Εφεσειόντων, εφόσον αυτοί, μη όντες καλόπιστοι αγοραστές, συμβλήθηκαν με την Εναγόμενη 1, η οποία ενήργησε δόλια, εν γνώσει τους, για να αγοράσουν το επίδικο κτήμα, το οποίο είχε ήδη πωληθεί στους Ενάγοντες-Εφεσίβλητους και το οποίο η Εναγόμενη 1 είχε υποχρέωση δυνάμει της προαναφερόμενης, εκ συμφώνου, δικαστικής απόφασης, να μεταβιβάσει στους Ενάγοντες-Εφεσίβλητους, ανεξαρτήτως των οποιωνδήποτε αποφάσεων και διαταγμάτων είχε εκδώσει το οικογενειακό Δικαστήριο, υπέρ του πρώην συζύγου της, τα οποία επενεργούσαν in Personam και όχι in Rem.
Για τους προαναφερόμενους λόγους, όλοι οι λόγοι έφεσης αποτυγχάνουν και η Έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος των Εφεσειόντων και υπέρ των Εφεσιβλήτων, όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π.
Δ.
Δ.
/ΜΣ