ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A236
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 41/2011 και 76/2011)
30 Ιουνίου, 2017
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ Δ/στές]
(Πολιτική Έφεση Αρ. 41/2011)
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
Εφεσείουσα,
ΚΑΙ
1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
2. ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητοι.
_________________________
(Πολιτική Έφεση Αρ. 76/2011)
ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ,
Εφεσείουσα,
ΚΑΙ
1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
2. ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
Εφεσίβλητοι.
_________________________
Α. Ποιητής, για την Εφεσείουσα στην 41/11-Εφεσίβλητη 2 στην 76/11.
Κ. Χ΄΄ Ιωάννου, για τον Εφεσίβλητο 1 και στις δύο εφέσεις.
Θ. Καουτζάνη (κα.), για την Εφεσίβλητη 2 στην 41/11-Εφεσείουσα στην 76/11.
__________________________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π..
__________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ο Ανδρέας Δημητρίου, που στην παρούσα διαδικασία είναι ο πρώτος εφεσίβλητος και στις δύο εφέσεις, καταχώρησε αγωγή εναντίον της Τράπεζας Κύπρου Λτδ, η οποία είναι δεύτερη εφεσίβλητη στην Π.Ε. 41/11 και εφεσείουσα στην Π.Ε. 76/11.
Μετά από αίτηση της Αικατερίνης Δημητρίου, εφεσείουσας στην Π.Ε. 41/11 και δεύτερης εφεσίβλητης στην Π.Ε. 76/11, η Αικατερίνη Δημητρίου προστέθηκε ως εναγόμενη 2 στην πρωτόδικη διαδικασία. Ο Ανδρέας και η Αικατερίνη Δημητρίου υπήρξαν σύζυγοι και κατά τον ουσιώδη χρόνο ζούσαν, μερικώς, στην Καλιφόρνια των Η.Π.Α.. Ο γάμος τους λύθηκε τον Δεκέμβριο του 2001 με απόφαση δικαστηρίου της Καλιφόρνιας. Το έτος 2003 ο Ανδρέας Δημητρίου (στη συνέχεια ο σύζυγος) επέστρεψε στην Κύπρο και από τότε διαμένει μόνιμα στην Κύπρο.
Στις 14.7.1999 και ενώ το ζεύγος ζούσε ακόμη στην Καλιφόρνια ο σύζυγος επισκέφθηκε την Κύπρο και κατέθεσε επ΄ ονόματι του το ποσό των Λ.Κ.200.000.- στην Τράπεζα Κύπρου Λτδ (η Τράπεζα). Στις 14.7.2003 ο σύζυγος αποτάθηκε στην Τράπεζα για να εισπράξει το προαναφερόμενο ποσό, το οποίο ήταν κατατεθημένο σε εμπρόθεσμη κατάθεση. Η Τράπεζα αρνήθηκε να του καταβάλει οποιοδήποτε ποσό επειδή, όπως του ανέφερε, το προαναφερόμενο ποσό μεταφέρθηκε σε άλλο λογαριασμό επ΄ ονόματι του συζύγου και της πρώην συζύγου του (στη συνέχεια η σύζυγος).
Την 21.5.2004 ο σύζυγος καταχώρησε την Αγωγή 4726/2004, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, διεκδικώντας από την Τράπεζα να του καταβάλει ολόκληρο το ποσό της κατάθεσης πλέον τους προβλεπόμενους τόκους. Η Τράπεζα αρνήθηκε την αξίωση. Η σύζυγος, η οποία έλαβε άδεια για να παρέμβει στη διαδικασία της αγωγής και προστέθηκε ως εναγόμενη 2, καταχώρησε υπεράσπιση και ανταπαίτηση διεκδικώντας μερίδιο επί του ποσού της επίδικης κατάθεσης. Πριν παρέμβει στην πρωτόδικη διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, η σύζυγος είχε καταχωρήσει και αίτηση περιουσιακών διαφορών στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λάρνακας στα πλαίσια της οποίας εξασφάλισε προσωρινό διάταγμα με το οποίο εμποδιζόταν ο σύζυγος, μεταξύ άλλων, να εισπράξει οποιοδήποτε ποσό από την επίδικη κατάθεση. Το διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου τροποποιήθηκε στη συνέχεια, συναινετικά, κατά τρόπο που η απαγόρευση απόσυρσης περιορίστηκε στο ποσό των Λ.Κ.125.000.-. Με βάση αυτή τη διευθέτηση ο σύζυγος απέσυρε από τον επίδικο λογαριασμό το ποσό των Λ.Κ.136.267,15 σ. στις 22.9.2004 και η αξίωση του περιορίστηκε στο ποσό των Λ.Κ.125.000.-, πλέον τόκους, το οποίο παρέμεινε στον επίδικο λογαριασμό.
Η υπόθεση περιουσιακών διαφορών των συζύγων ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λάρνακας, η οποία αρχικά είχε απορριφθεί ως παραγραφείσα επαναφέρθηκε μετά από επιτυχή έφεση της συζύγου. Τα προαναφερόμενα γεγονότα δεν τέθηκαν υπό αμφισβήτηση.
Η Τράπεζα, ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, δικαιολόγησε την άρνηση της να καταβάλει στο σύζυγο το προϊόν της επίδικης κατάθεσης, σε λάθος που είχε προηγηθεί, καθότι ο επίδικος λογαριασμός ανοίχθηκε μόνο επ΄ ονόματι του συζύγου ενώ θα έπρεπε να είχε ανοιχθεί επ΄ ονόματι και των δύο συζύγων. Τούτο διότι το ποσό της επίδικης κατάθεσης προήλθε από άλλη εμπρόθεσμη κατάθεση των διαδίκων η οποία βρισκόταν κατατεθημένη σε κοινό λογαριασμό. Μόλις διαπιστώθηκε το λάθος έγιναν διορθωτικές ενέργειες, από την Τράπεζα, με κλείσιμο του επίδικου λογαριασμού και άνοιγμα νέου λογαριασμού επ΄ ονόματι και των δύο συζύγων, κατόπιν μονομερούς παράκλησης της συζύγου.
Ο σύζυγος, ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, δεν αρνήθηκε ότι το προϊόν της επίδικης κατάθεσης προήλθε από την είσπραξη άλλης εμπρόθεσμης κατάθεσης που ήταν σε κοινό λογαριασμό με τη σύζυγο, υποστήριξε όμως πως ήταν ο μόνος δικαιούχος τόσο της επίδικης κατάθεσης όσο και της προηγούμενης αλλά και άλλων προηγούμενων καταθέσεων.
Η εκδοχή της συζύγου ήταν πως είναι η μόνη δικαιούχος του ποσού που παρέμεινε στον επίδικο λογαριασμό, εφόσον ο λογαριασμός ήταν κοινός και ο σύζυγος έχει αποσύρει ήδη το ½ μερίδιο το οποίο εδικαιούτο. Ως εκ τούτου η σύζυγος διεκδίκησε ανταπαιτητικά το ποσό των Λ.Κ.200.000.- με τους τόκους ή διαζευκτικά οποιοδήποτε ποσό βρισκόταν κατατεθειμένο στην Τράπεζα, στον επίδικο ή άλλο κοινό λογαριασμό με δικαιούχους τους συζύγους.
Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε καταρχάς το ζήτημα της δικαιοδοσίας του, το οποίο είχε θέσει η σύζυγος. Εξέτασε επίσης την εισήγηση του συζύγου ότι η προώθηση της ανταπαίτησης της συζύγου συνιστούσε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Αφού αναφέρθηκε στα γεγονότα της υπόθεσης και σε σχετική νομολογία (δέστε Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (αρ.2) (1993) 1 ΑΑΔ, 248, Perella (1995) 1 ΑΑΔ, 217, Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμος (2002) 1 ΑΑΔ, 522 και Τσιακλίδης ν. Ευαγγέλου (2004) 1 ΑΑΔ, 119), έκρινε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της αγωγής του συζύγου, εφόσον η αξίωσή του βασιζόταν σε κατ΄ ισχυρισμό συμβατική υποχρέωση που ανέλαβε η Τράπεζα, να του πληρώσει το ποσό της εμπρόθεσμης κατάθεσης, το οποίο της είχε εμπιστευθεί. Αναφορικά με την ανταπαίτηση της συζύγου, όμως, έκρινε ότι αυτή βασιζόταν σε κατ΄ ισχυρισμό δικαίωμα απόκτησης κοινής περιουσίας κατά τη διάρκεια του γάμου και εφόσον η σύζυγος προωθούσε την ανταπαίτηση της παράλληλα με τις διεκδικήσεις της ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λάρνακας, θεώρησε ότι η ανταπαίτηση της συζύγου εγειρόταν καταχρηστικά και την απέρριψε.
Στη συνέχεια το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε την ουσία της αγωγής του συζύγου εναντίον της Τράπεζας. Αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία, την οποία πρόσφερε ο σύζυγος και η Τράπεζα, ενώ η σύζυγος δεν προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία. Το ζητούμενο, κατά τον ευπαίδευτο πρωτόδικο Δικαστή, ήταν το κατά πόσον η Τράπεζα έπραξε ορθά κλείνοντας αυτόβουλα τον επίδικο λογαριασμό, που ήταν μόνο επ΄ ονόματι του συζύγου και ανοίγοντας νέο κοινό λογαριασμό με δικαιούχους και του δύο συζύγους, για να διορθώσει, όπως ισχυρίστηκε (η Τράπεζα), το λάθος της να αποδεχθεί την εντολή του συζύγου για κλείσιμο προηγούμενου κοινού λογαριασμού χωρίς τη συγκατάθεση της συζύγου.
Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε το επίδικο θέμα ως απλό και ξεκάθαρο. Η Τράπεζα δεν διέπραξε οποιοδήποτε λάθος όταν αποδέχθηκε εντολή του συζύγου για κλείσιμο του κοινού λογαριασμού. Ο κοινός λογαριασμός ήταν «joint deposit account», δηλαδή μπορούσε να κινηθεί με τις οδηγίες μόνο του ενός εκ των προσώπων που υπέγραψαν τη σχετική εντολή. Επομένως ο σύζυγος είχε κάθε δικαίωμα με μόνη τη δική του εντολή και υπογραφή να κλείσει τον προηγούμενο λογαριασμό, να εισπράξει το ποσό του λογαριασμού και να το διαθέσει σύμφωνα με τις επιθυμίες του. Το πρωτόδικο δικαστήριο συναφώς αποδέχθηκε την εκδοχή του συζύγου και απέρριψε εκείνη της Τράπεζας σύμφωνα με την οποία, απαιτείτο και η υπογραφή της συζύγου για να κλείσει ο προηγούμενος κοινός λογαριασμός.
Η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν ότι η Τράπεζα όφειλε να ενεργήσει με βάση τους όρους εντολής που συμφώνησε με τους πελάτες της κατά το άνοιγμα του προηγούμενου κοινού λογαριασμού και ότι είχε υποχρέωση να αποπληρώσει το ποσό της προηγούμενης κατάθεσης στο πρόσωπο το οποίο το κατέθεσε ή προς όφελος του οποίου κατατέθηκε. Στην προκείμενη περίπτωση η Τράπεζα όφειλε να δεχθεί τις οδηγίες του συζύγου, με βάση τους όρους εντολής που συμφωνήθηκαν κατά το άνοιγμα του κοινού λογαριασμού. Ως εκ τούτου η Τράπεζα όφειλε να αποδώσει στο σύζυγο το ποσό που αδικαιολόγητα μετέφερε σε άλλο λογαριασμό, από τον επίδικο, και το οποίο ανερχόταν σε Λ.Κ.125.000.-, μετά την απόσυρση από το σύζυγο, του υπολοίπου.
Αφού αποφάσισε ως ανωτέρω, το πρωτόδικο δικαστήριο πρόσθεσε και τα εξής: «Είναι όμως χρήσιμο να τονιστεί πως το δικαστήριο δεν αποφαίνεται ότι η ενάγουσα (θα έπρεπε να αναφέρεται στην εναγόμενη 2- σύζυγο) δεν διατηρεί το δικαίωμα να ισχυρίζεται ότι έχει συνεισφέρει στην απόκτηση του ποσού. Αυτό, επαναλαμβάνω, θα αποφασιστεί από το Οικογενειακό Δικαστήριο που είναι αποκλειστικά αρμόδιο να αποφανθεί για τα περιουσιακά δικαιώματα του ενάγοντα και της εναγόμενης 2. Ενόψει, μάλιστα, του γεγονότος ότι υπάρχει σε ισχύ διάταγμα το οποίο εκδόθηκε στα πλαίσια της υπόθεσης που εκκρεμεί στο Οικογενειακό Δικαστήριο, με το οποίο απαγορεύεται στον ενάγοντα να εισπράξει οποιοδήποτε ποσό από το υπόλοιπο της επίδικης κατάθεσης, τα όποια δικαιώματα της εναγόμενης 2 επί του ποσού που θα επιδικαστεί στον ενάγοντα, δεν επηρεάζονται».
Ενόψει των προαναφερομένων το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ του συζύγου και εναντίον της Τράπεζας για το ποσό των €213.575,18.-, αντίστοιχο των Λ.Κ.125.000.-, πλέον τους τόκους που είχαν συσσωρευτεί μέχρι τότε, με νόμιμο τόκο από την ημέρα της απόφασης, πλέον έξοδα. Η ανταπαίτηση της συζύγου απορρίφθηκε, με έξοδα υπέρ του συζύγου.
Με τις υπό εξέταση δύο εφέσεις, τόσο η Τράπεζα όσο και η σύζυγος αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.
Η σύζυγος, με την Έφεση 41/11, αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με έξι λόγους έφεσης. Πρώτον, διότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα εξέδωσε απόφαση υπέρ του συζύγου και εις βάρος της συζύγου. Δεύτερον, διότι εσφαλμένα απέρριψε την ανταπαίτηση της συζύγου, η οποία στρεφόταν όχι μόνον εναντίον της Τράπεζας αλλά και εναντίον του συζύγου. Τρίτον, διότι εσφαλμένα έκρινε ότι είχε αρμοδιότητα να εκδικάσει την υπόθεση. Τέταρτον, διότι εσφαλμένα απέρριψε την ανταπαίτηση της συζύγου εναντίον του συζύγου λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας. Πέμπτον, διότι εσφαλμένα έκρινε ότι τα χρήματα στον επίδικο λογαριασμό ανήκαν στο σύζυγο και έκτον διότι εσφαλμένα θεώρησε ότι δεν υπάρχει πρόβλημα εξαιτίας αφενός της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου και αφετέρου της ισχύος του προσωρινού διατάγματος του Οικογενειακού Δικαστηρίου.
Με την Έφεση 76/11 η Τράπεζα προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με επίσης έξι λόγους. Πρώτον, διότι εσφαλμένα και αντίθετα με τη μαρτυρία έκρινε, το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι μοναδικός δικαιούχος του ποσού των Λ.Κ.125.000.- πλέον τόκους, ήταν ο σύζυγος. Δεύτερον, διότι εσφαλμένα και αναιτιολόγητα δεν έλαβε υπόψιν του το ιστορικό της προέλευσης των καταθέσεων που διατηρούσαν οι σύζυγοι στην Τράπεζα. Τρίτον, διότι απέτυχε να αξιολογήσει ορθά την ενώπιον του μαρτυρία. Τέταρτον, διότι εσφαλμένα αποφάσισε ότι εντολές για τον προηγούμενο κοινό λογαριασμό εμπρόθεσμης κατάθεσης μπορούσε να δίνει μόνο ο σύζυγος, μετά την διαφοροποίηση των όρων εντολής. Πέμπτον, διότι εσφαλμένα προσέδωσε βαρύτητα στο περιεχόμενο των τεκμηρίων 4 και 5 και εσφαλμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία του συζύγου και έκτον, διότι εσφαλμένα εξέδωσε απόφαση υπέρ του συζύγου και εναντίον της Τράπεζας για το αντίστοιχο, σε ευρώ, του ποσού των Λ.Κ.125.000.- κρίνοντας ότι το αποτέλεσμα της αγωγής δεν επηρέαζε τα δικαιώματα της συζύγου στην, εκκρεμούσα, αίτηση της περιουσιακών διαφορών, στο Οικογενειακό Δικαστήριο.
Όσον αφορά την Έφεση 41/11, αφού λάβαμε υπόψιν μας όλα τα ενώπιον μας στοιχεία, υπό το φως των ικανών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων, κρίνομε ότι η έφεση είναι αβάσιμη. Το πρωτόδικο δικαστήριο είχε αρμοδιότητα να επιληφθεί της αγωγής εφόσον η αξίωση του συζύγου στρεφόταν ευθέως εναντίον της Τράπεζας και βασιζόταν σε αθέτηση συμφωνίας μεταξύ του και της Τράπεζας. Το γεγονός ότι η σύζυγος, κατόπιν δικού της αιτήματος, προστέθηκε ως δεύτερη εναγόμενη και προσπάθησε να εισαγάγει στην όλη πρωτόδικη διαδικασία θέματα περιουσιακών διαφορών μεταξύ των συζύγων δεν αφαίρεσε από το Επαρχιακό Δικαστήριο την αρμοδιότητα του να επιληφθεί της επίδικης διαφοράς. Το πρωτόδικο δικαστήριο, ορθά, απέρριψε την ανταπαίτηση της συζύγου εναντίον του συζύγου και εναντίον της Τράπεζας. Η ανταπαίτηση της συζύγου εναντίον του συζύγου, αφορούσε σε ζητήματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Οικογενειακού Δικαστηρίου και συνιστούσε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας εφόσον τα ίδια θέματα ηγέρθησαν και εκκρεμούσαν ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λάρνακας. Όσον αφορά την εισήγηση ότι κακώς απορρίφθηκε η ανταπαίτηση της συζύγου εναντίον της συνεναγόμενης Τράπεζας, παρόλο που το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έκαμε ρητή αναφορά στο ζήτημα αυτό, εντούτοις κρίνομε ότι ορθά, το πρωτόδικο δικαστήριο, έπραξε, εφόσον η ανταπαίτηση της συζύγου εναντίον και της Τράπεζας στηριζόταν, ουσιαστικά, στην ίδια βάση διεκδίκησης του ιδίου ποσού από τον σύζυγο και αφορούσε σε ζητήματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Οικογενειακού Δικαστηρίου, τα οποία το πρωτόδικο δικαστήριο, ορθά, άφησε ανέγγικτα ώστε να εκδικαστούν και να αποφασιστούν από το αρμόδιο (Οικογενειακό) Δικαστήριο.
Ως προς το ζήτημα της απόρριψης της ανταπαίτησης της συζύγου και την εισήγηση ότι αυτή θα έπρεπε να είχε ανασταλεί αντί να απορριφθεί, παρατηρούμε ότι στην υπόθεση Michaelidou n. Gregoriou (1988) 1 CLR, 88 στην οποία έγινε αναφορά, η αγωγή δεν θα έπρεπε να είχε απορριφθεί αλλά να ανασταλεί υπό το φως της Δ.33 θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, επειδή σε εκείνη την υπόθεση το ζήτημα που εγειρόταν ήταν ζήτημα κατά τόπον αρμοδιότητας των Επαρχιακών Δικαστηρίων Λάρνακας και Λευκωσίας, ενώ στην προκείμενη περίπτωση το ζήτημα που αναφύεται είναι ζήτημα πολλαπλότητας διαδικασιών και κατάχρησης (Δέστε: Κοζάκη ν. Κοζάκη (2002) 1 ΑΑΔ, 1710, 1717). Επομένως κρίνομε ότι ορθά έπραξε το πρωτόδικο δικαστήριο.
Αναφορικά με την ουσία της αγωγής επίσης κρίνομε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού δέχθηκε τη μαρτυρία του συζύγου και απέρριψε εκείνη της Τράπεζας, όπως ήταν δικαίωμα του να πράξει και δεν υπάρχει λόγος επέμβασης του Εφετείου, ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συμφωνία μεταξύ της Τράπεζας και των συζύγων, αναφορικά με την επίδικη εμπρόθεσμη κατάθεση, ήταν ότι οποιοσδήποτε από τους δικαιούχους μπορούσε να κινήσει το λογαριασμό και να αποσύρει τα χρήματα. Επομένως η εντολή του συζύγου για απόσυρση των χρημάτων από τον προηγούμενο κοινό λογαριασμό και η κατάθεση τους σε λογαριασμό στον οποίο μοναδικός δικαιούχος ήταν ο σύζυγος ήταν νόμιμη και σύμφωνη με τα συμφωνηθέντα και επομένως η άρνηση της Τράπεζας να υπακούσει στην εντολή του συζύγου μόνον και να του αποδώσει τα χρήματα της νέας επίδικης κατάθεσης, ήταν κατά παράβαση της μεταξύ τους συμφωνίας, όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο. Ορθή ήταν επίσης και η πρωτόδικη κατάληξη ότι δεν δημιουργείτο σύγκρουση μεταξύ της πρωτόδικης απόφασης και του προσωρινού διατάγματος του Οικογενειακού Δικαστηρίου, εφόσον μεταξύ του συζύγου και της Τράπεζας η διαφορά επιλύθηκε με την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ενώ η διαφορά μεταξύ των δύο συζύγων παρέμεινε για να επιλυθεί από το αρμόδιο Οικογενειακό Δικαστήριο.
Αναφορικά με την Έφεση 76/11 και πάλι καταλήγομε στο συμπέρασμα ότι είναι αβάσιμη για του εξής λόγους: Το πρωτόδικο δικαστήριο δεόντως αιτιολόγησε την απόφαση του σύμφωνα με την οποία ο σύζυγος δικαιούτο με μόνη τη δική του εντολή και υπογραφή να διαθέσει το ποσό που ήταν κατατεθημένο στην επίδικη κατάθεση, επομένως η Τράπεζα ήταν υποχρεωμένη να υπακούσει και να τιμήσει την εντολή του συζύγου. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας, από το πρωτόδικο δικαστήριο, έγινε μέσα στα ορθά πλαίσια και δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος παρέμβασης του Εφετείου. Εν πάση περιπτώσει είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι για την επίδικη κατάθεση οποιοσδήποτε από τους συζύγους είχε δικαίωμα να δώσει εντολή ως προς το προϊόν της κατάθεσης. Το γεγονός ότι η προηγούμενη εμπρόθεσμη κατάθεση διέπετο από διαφορετικές εντολές και οδηγίες δεν διαφοροποιούσε το νομικό καθεστώς της επίδικης κατάθεσης. Η επιστολή της συζύγου, τεκμήριο 5, με την οποία αυτή προσπάθησε μονομερώς να διαφοροποιήσει το καθεστώς της επίδικης κατάθεσης ορθά δεν λήφθηκε υπόψη από το πρωτόδικο δικαστήριο εφόσον η επίδικη κατάθεση διέπετο από τους όρους υπό τους οποίους αυτή άνοιξε και δεν μπορούσε να διαφοροποιηθεί μονομερώς. Αναφορικά με την απόρριψη της ανταπαίτησης της συζύγου εναντίον του συζύγου επίσης ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι τα περιουσιακά δικαιώματα και υποχρεώσεις των συζύγων δεν επηρεάζονταν από την πρωτόδικη απόφαση αλλά παρέμειναν ανοικτά για να αποφασιστούν από το αρμόδιο Οικογενειακό Δικαστήριο.
Ενόψει των προαναφερομένων και οι δύο εφέσεις απορρίπτονται, με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων και υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.