ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2017:A220
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 20/2011)
14 Ιουνίου, 2017
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
1. ERGATIDES G. & P. CO. LTD.,
2. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΡΓΑΤΙΔΗΣ,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι 1 & 3,
ν.
HELLENIC BANK PUBLIC COMPANY LTD.,
Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.
________________________
Ε. Ιωάννου (κα), για τους Εφεσείοντες.
Λ. Νικολάου, για Χρ. Μαρκουλλή (κα), για Κ. Σαβεριάδη, για τους Εφεσίβλητους.
________________________
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της τελικής απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στην αγωγή αρ. 4289/2005. Η δικάσασα αυτήν ευπαίδευτη Πρόεδρος, με την εν λόγω απόφασή της, δικαίωσε τους ενάγοντες, εφεσίβλητους, σε σχέση με την απαίτησή τους εναντίον των εναγομένων 1 και 3, για χρέος το οποίο είχε καταστεί πληρωτέο. Απέρριψε, έτσι, τις διάφορες υπερασπίσεις, που οι τελευταίοι είχαν προβάλει στο δικόγραφό τους έναντι αυτής.
Οι εφεσίβλητοι είναι τραπεζικός οργανισμός, σύμφωνα δε με το εκδικάσαν Δικαστήριο, το προαναφερθέν χρέος των εναγομένων είχε προκύψει στο πλαίσιο παραχώρησης στην εναγομένη 1 εταιρεία πιστωτικών διευκολύνσεων, υπό τη μορφή τρεχούμενου λογαριασμού, υπ' αριθμό 215-01-182685-01[1], με δικαίωμα παρατραβήγματος μέχρι συγκεκριμένου ποσού. Τη σχετική συμφωνία μεταξύ των εφεσιβλήτων και της πρωτοφειλέτιδος, εναγομένης 1 εταιρείας, είχαν εγγυηθεί οι διευθύνοντες σύμβουλοί της, εναγόμενοι 2 και 3 στην προαναφερθείσα αγωγή. Μάλιστα, ο εναγόμενος 2 είχε παραχωρήσει και πρόσθετη εξασφάλιση σε σχέση με αυτήν, υπό τη μορφή υποθήκης επί συγκεκριμένης ακίνητης ιδιοκτησίας του, όπως είχε πράξει, επίσης, η εναγομένη 1 εταιρεία. Τέλος, το εκδικάσαν Δικαστήριο, με την προαναφερθείσα απόφασή του, καθόρισε ότι οι εναγόμενοι 1 και 3 ευθύνονται αλληλεγγύως και κεχωρισμένως έναντι των εφεσιβλήτων. Διαπίστωσε δε ότι το οφειλόμενο χρέος ανερχόταν στο ποσό των €601.099.06, πλέον τόκοι και έξοδα.
Η παρούσα έφεση καταχωρίστηκε από τους εναγομένους 1 και 3, εφεξής οι εφεσείοντες. Να σημειωθεί δε, σχετικά, ότι, προηγουμένως, είχε εκδοθεί απόφαση εναντίον και του εναγομένου 2, εκ συμφώνου, ως συνυπεύθυνου έναντι των εφεσιβλήτων κατά τον ίδιο τρόπο όπως οι εφεσείοντες. Επομένως, ο διάδικος αυτός δε λαμβάνει μέρος στην παρούσα διαδικασία. Οι εφεσείοντες, με διάφορους λόγους έφεσης, αμφισβητούν την ορθότητα της αξιολόγησης από το εκδικάσαν Δικαστήριο της ενώπιόν του μαρτυρίας. Κατά συνέπεια, αμφισβητούν την κρίση του επί θεμάτων αξιοπιστίας των μαρτύρων, καθώς, επίσης, τα ευρήματά του ως προς τα γεγονότα. Εισηγούνται ότι αυτό έσφαλε στους πιο πάνω τομείς, ειδικά, ως προς την κρίση του για τη συνομολόγηση και τον τερματισμό της υπό αναφορά συμφωνίας, καθώς, επίσης, για την παραχώρηση της προσφερθείσας εγγύησης από τον εναγόμενο 3, εφεσείοντα, (ο εφεσείων), διευθύνοντα σύμβουλο της εναγομένης 1 εταιρείας, εφεσείουσας, (η εφεσείουσα). Επιπρόσθετα, στο ίδιο πλαίσιο, αμφισβητούν τη νομιμότητα της χρέωσης του προαναφερθέντος τρεχούμενου λογαριασμού με ποσό ΛΚ171.680,00, από το οποίο, τελικά, ωφελήθηκε μια άλλη εταιρεία, οι διευθύνοντες σύμβουλοι της οποίας ήταν οι ίδιοι με τους διευθύνοντες συμβούλους της εφεσείουσας.
Με τους πιο πάνω λόγους έφεσης, ουσιαστικά, επιδιώκεται η επαναξιολόγηση από το Εφετείο μαρτυρίας η οποία προσφέρθηκε κατά τη δίκη και επανεξέταση της ορθότητας γεγονότων που κρίθηκαν από το εκδικάσαν Δικαστήριο ως αληθή και σχετικά με τα εν λόγω ζητήματα, εγχείρημα το οποίο χαρακτηρίστηκε από τη νομολογία ως ιδιαίτερα δύσκολο. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση Κασιέρη κ.ά. ν. Κυριάκου (1997) 1 Α.Α.Δ. 1246, είχε επισημανθεί, στις σελίδες 1251 έως 1252, σε σχέση με παρόμοιου περιεχομένου λόγους έφεσης, ότι: «Η δυσκολία οφείλεται στην πάγια θέση της νομολογίας η οποία υπαγορεύει ότι στο δικό μας σύστημα η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ' εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα».
Για την ακρίβεια, σύμφωνα με το άρθρο 25(3)[2] του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/1960), το Ανώτατο Δικαστήριο, κατά την άσκηση της εξουσίας του ως Εφετείο, δε δεσμεύεται από την απόφαση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, όσον αφορά τα πραγματικά γεγονότα, κέκτηται δε εξουσία να προβαίνει σε αναθεώρηση της προσκομισθείσας πρωτόδικα μαρτυρίας και να συνάγει, από αυτή, τα δικά του συμπεράσματα. Το ίδιο έθεσε, εξαρχής, κανόνες, προς διασφάλιση της εύλογης και με συνέπεια άσκησης της εν λόγω εξουσίας του. Στην υπόθεση Κασιέρη κ.ά. ν. Κυριάκου, πιο πάνω, λέχθηκαν, συναφώς, στη σελίδα 1252, με παραπομπή και στη σχετική νομολογία, τα εξής:-
«Κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στο να αποφασίσει περί της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισμό ευρημάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει ...
Εναπόκειται στο διάδικο ο οποίος αμφισβητεί τα ευρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία να πείσει το Εφετείο ότι αυτά είναι εσφαλμένα ...»
Η καθοδήγηση, ανωτέρω, είναι σαφής και, υπό το φως αυτής, θα διενεργηθεί, στη συνέχεια, η εξέταση των λόγων έφεσης.
Οι εφεσείοντες, κατ' αρχάς, με δύο ξεχωριστούς, επί του ιδίου, όμως, θέματος, λόγους έφεσης, αμφισβητούν τη διαπίστωση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων των εφεσιβλήτων κ.κ. Νίκου Λιασίδη (Μ.Ε.2) και Κυριάκου Ζαβρού (Μ.Ε.3). Εισηγούνται, συγκεκριμένα, πως η κρίση του, σχετικά, είναι λανθασμένη και αντίθετη προς την ενώπιόν του μαρτυρία. Σε σχέση, ειδικά, με τον κ. Λιασίδη, του αποδίδεται πως ο ίδιος, ενώ, στη μαρτυρία του, αναφέρθηκε σε παράδοση της επιστολής τερματισμού της σχετικής συμφωνίας στον αρμόδιο υπάλληλο των εφεσιβλήτων, για να την ταχυδρομήσει εκείνος προς την εφεσείουσα, εντούτοις, σε άλλο σημείο της, δήλωσε ότι δε γνώριζε αν ο εν λόγω υπάλληλος προέβη στην ταχυδρόμησή της. Πραγματικά δε χρειάζεται να διακριβωθεί αν ο υπό αναφορά μάρτυρας είχε προβεί στις πιο πάνω δηλώσεις, αν και αυτό αποτελεί αποδεκτό γεγονός, αφού, όπως, αναμφίβολα, διαπιστώνεται από το περιεχόμενό τους, αυτές αναφέρονται σε δύο διαφορετικά στάδια στην πορεία των πραγμάτων στα οποία αφορούν. Συγκεκριμένα, η γνώση του μάρτυρος ως προς το πρώτο, σαφώς, δε συνεπάγεται και γνώση του ως προς το δεύτερο. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αυτός υπήρξε αντιφατικός, κατά τρόπο που να πλήττεται η αξιοπιστία του και, μάλιστα, επί όλων των πτυχών της μαρτυρίας του.
΄Οσον αφορά τη μαρτυρία του κ. Ζαβρού και, ειδικά, τη γνώση του για την αποστολή της προαναφερθείσας επιστολής τερματισμού της εν λόγω συμφωνίας, αυτός δήλωσε, ευθαρσώς, ότι η γνώση του ήταν το αποτέλεσμα πληροφόρησης που είχε από το συνάδελφό του κ. Λιασίδη. Συνεπώς, η δήλωσή του ότι ο ίδιος δεν είχε προσωπική γνώση του συγκεκριμένου γεγονότος, ασφαλώς, δεν καθιστά τη μαρτυρία του αντιφατική και αναξιόπιστη. Το εκδικάσαν Δικαστήριο σημείωσε στην απόφασή του όλα τα ανωτέρω, με σχετικό σχολιασμό, και δικαιολογημένα οδηγήθηκε στην κρίση ότι οι υπό αναφορά μάρτυρες, καταθέτοντας ενώπιόν του, είπαν την αλήθεια σε σχέση με τα θέματα για τα οποία είχαν δηλώσει ότι είχαν ιδία γνώση των γεγονότων. Η κρίση του δε αυτή επεκτάθηκε, καλύπτοντας όλα τα επίδικα θέματα, για τα οποία οι εν λόγω μάρτυρες κατέθεσαν τη μαρτυρία τους και η αξιοπιστία τους, σχετικά, δεν έχει αμφισβητηθεί με άλλο λόγο έφεσης.
Το ίδιο, όμως, δε συνέβη με τον εφεσείοντα, κ. Γεώργιο Εργατίδη, διευθύνοντα σύμβουλο της εφεσείουσας. Το εκδικάσαν Δικαστήριο έκρινε πως αυτός, καταθέτοντας ως μάρτυρας ενώπιόν του, ουσιαστικά, ήταν, απλώς, αρνητικός σε όλες τις τοποθετήσεις του, σε σχέση με κάθε τι που ήταν επίδικο. Πέραν τούτου, παρέλειψε να υποστηρίξει, με τις ανάλογες και αναγκαίες λεπτομέρειες, κάποιους θετικούς ισχυρισμούς του. Επιπρόσθετα, παρατήρησε ότι ο ίδιος μιλούσε με υπεκφυγές και/ή χαρακτήριζε αναφορές στη μαρτυρία των εφεσιβλήτων σε σχέση με θέματα μείζονος σημασίας ασήμαντες και επουσιώδεις και/ή πρόβαλλε ότι δεν υπήρχε ικανοποιητική απόδειξή τους και τις σχολίαζε με απλά επιχειρήματα, εκφεύγοντας, έτσι, από το ρόλο του ως μάρτυρας της αλήθειας. Η εκδικάσασα ευπαίδευτη Πρόεδρος, ως εκ των ανωτέρω, χαρακτήρισε τη μαρτυρία του, σε κάποια θέματα, ως επίπλαστη και, γενικά, ως προσπάθεια «να απομονώσει κάποια 'τεχνικά σημεία' για να αποδυναμώσει την εκδοχή των εναγόντων». Εν τέλει, δεν πίστεψε οτιδήποτε από τα όσα αυτός είχε πει κατά τη δίκη και τον έκρινε αναξιόπιστο.
Είναι αξιοσημείωτο ότι, κατά τον ίδιο τρόπο, συντάχθηκε και ο σχετικός με την αξιοπιστία του εφεσείοντος λόγος έφεσης. Συγκεκριμένα, η διατύπωσή του, όσο και η αιτιολογία του χαρακτηρίζονται από γενικόλογες τοποθετήσεις περί σφάλματος του εκδικάσαντος Δικαστηρίου αυτό να λάβει υπόψη την αμφισβήτηση, από το συγκεκριμένο μάρτυρα, της ύπαρξης έγκυρης συμφωνίας μεταξύ των εφεσιβλήτων και των εφεσειόντων, της λήψης της επιστολής τερματισμού της και της ίδιας της οφειλής. Δεν εξηγείται, όμως, υπό ποια έννοια και σε ποιο πλαίσιο έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη οι συγκεκριμένες αμφισβητήσεις του μάρτυρα. Χαρακτηριστικό των προαναφερθέντων είναι αυτό που παρατίθεται στην κατάληξη της αιτιολογίας του συγκεκριμένου λόγου, ήτοι: «Η δικαιολογία που έδωσε το Δικαστήριο δεν δικαιολογείται από την μαρτυρία και από τα ίδια τα ευρήματα του Δικαστηρίου.» Δεδομένου ότι σκοπός της αιτιολογίας είναι ο καθορισμός και η ανάλυση του λόγου έφεσης στον οποίο αυτή αναφέρεται, η εν λόγω αιτιολογία δε θα μπορούσε να ήταν πιο γενική.
Με την επικράτηση της διαπίστωσης, ανωτέρω, ότι οι προαναφερθέντες δύο μάρτυρες των εφεσιβλήτων ήταν αξιόπιστοι και των λόγων γι' αυτό, καθώς, επίσης, του γεγονότος ότι η μαρτυρία της πρώτης μάρτυρος των εφεσιβλήτων, της κ. Μαρίας Κουμέρα, η οποία κατέθεσε για την οφειλή των εφεσειόντων, δεν αμφισβητήθηκε, το θέμα, βασικά, τελειώνει εδώ. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το εκδικάσαν Δικαστήριο και η κατάληξή του σε σχέση με την αξιοπιστία των μαρτύρων των εφεσιβλήτων διενεργήθηκε στη βάση μη αμφισβητηθέντων ή μη δυναμένων να αμφισβητηθούν γεγονότων. Τέτοια, κατ' αρχάς, ήταν η συμφωνία παραχώρησης προς την εφεσείουσα των υπό αναφορά πιστωτικών διευκολύνσεων και η συμφωνία εγγύησης, την οποία συνήψε ο εφεσείων με τους εφεσίβλητους, ημερομηνίας, και οι δύο, 3.4.2002. Η πρώτη φέρει την υπογραφή των διευθυνόντων συμβούλων της εφεσείουσας, δηλαδή του εφεσείοντος και του εναγομένου 2 στην αγωγή, οι οποίοι είχαν υπογράψει εκ μέρους της, υπό την πιο πάνω ιδιότητά τους. Ο ισχυρισμός των εφεσειόντων, κατά τη δίκη, ότι η εν λόγω συμφωνία δεν υπογράφηκε δεόντως, εξαιτίας της απουσίας από αυτήν της σφραγίδας της εφεσείουσας, ασφαλώς, δεν είναι επιτρεπτό να εξεταστεί, αφού τέτοιο θέμα δεν ηγέρθη στην υπεράσπισή τους. Το ίδιο, βέβαια, και ο ισχυρισμός τους σε σχέση με τη συμφωνία εγγύησης, η οποία φέρει την υπογραφή του εφεσείοντος, υπό την προαναφερθείσα ιδιότητά του, γεγονός το οποίο ουδόλως έχει αμφισβητηθεί.
Οι πιο πάνω συμφωνίες, όπως ήταν η διαπίστωση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, ετέθησαν, ασφαλώς, σε ισχύ και οι εφεσίβλητοι παραχώρησαν στην εφεσείουσα τις συμφωνηθείσες πιστωτικές διευκολύνσεις. Υπενθυμίζεται ότι η σχετική με την πτυχή αυτή μαρτυρία προήλθε από την κ. Μαρία Κουμέρα, η οποία κατέθεσε, προς τούτο, τις σχετικές καταστάσεις λογαριασμού, μέσω των οποίων διαπιστώθηκε το ύψος, επ' ακριβώς, του οφειλόμενου χρέους, που το Δικαστήριο, τελικώς, επιδίκασε. Η μαρτυρία της μάρτυρος αυτής, όπως έχει, ήδη, αναφερθεί, επίσης, δεν έχει αμφισβητηθεί.
Υπήρξε, όμως, σοβαρή αμφισβήτηση ως προς το κατά πόσο το οφειλόμενο, δυνάμει της σχετικής συμφωνίας, ποσό κατέστη απαιτητό. Η αμφισβήτηση των εφεσειόντων ετέθη στη βάση ότι δεν υπήρξε μαρτυρία ότι η επιστολή τερματισμού της λειτουργίας του λογαριασμού, πράγματι, ταχυδρομήθηκε και ότι παραλήφθηκε από τους εφεσείοντες. Η διαπίστωση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου είναι, οπωσδήποτε, και ως προς την πτυχή αυτή πλήρως αιτιολογημένη και δικαιολογημένη. Στη συμφωνία που συνομολογήθηκε μεταξύ των εφεσιβλήτων και της εφεσείουσας, αναγράφεται, ως διεύθυνσή της, στην οποία μπορούσε να αποστέλλεται αλληλογραφία, η διεύθυνση του εγγεγραμμένου γραφείου της «οδός Θεσσαλονίκης αρ 74, 3ος όροφος, Διαμ/Γραφείο 304, Λεμεσός». Πρόκειται για πλήρως συμπληρωμένη διεύθυνση, από τη στιγμή που στον αρ. 74 της πιο πάνω οδού, προφανώς, υπάρχει πολυώροφο κτήριο, με διαμερίσματα. Επομένως, είναι αντινομικός ο ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι η πιο πάνω διεύθυνση είναι διαφορετική από τη διεύθυνση που αναγράφεται στην Κάρτα Πληροφοριών της εφεσείουσας, (αναγράφεται ο αριθμός 74, στην ίδια οδό, χωρίς να αναγράφονται ο αριθμός ορόφου και ο αριθμός διαμερίσματος/γραφείου), προκειμένου αυτοί να καταδείξουν ότι, με την αναγραφή της πρώτης στην επιστολή τερματισμού, αναγράφηκε λάθος διεύθυνση και, άρα, η εν λόγω επιστολή ουδέποτε παραλήφθηκε από την εφεσείουσα. Η διαπίστωση, λοιπόν, του εκδικάσαντος Δικαστηρίου ότι η συγκεκριμένη διεύθυνση ήταν η ορθή βασίζεται στην πιο πάνω ορθολογική προσέγγιση και, επομένως, δεν παρέχεται περιθώριο ανατροπής της. Περαιτέρω, συνάδει πλήρως με τη λογική των πραγμάτων και η διαπίστωσή του ότι η επιστολή τερματισμού του λογαριασμού είχε, όντως, παραληφθεί από τους εφεσείοντες, οι οποίοι έπαυσαν, στη συνέχεια, να χρησιμοποιούν τον εν λόγω λογαριασμό, σύμφωνα με το μάρτυρα κ. Λιασίδη. Η περιστατική δε αυτή μαρτυρία, επίσης, δεν έχει αμφισβητηθεί από τους εφεσείοντες. Στο πλαίσιο αυτό, ο εφεσείων έλαβε, ασφαλώς, γνώση για το γεγονός του τερματισμού του λογαριασμού και υπό την ιδιότητά του ως εγγυητής, επιπρόσθετα, με την αποστολή και προς τον ίδιο, για τον ίδιο σκοπό, επιστολής στη διεύθυνσή του που αναγράφεται στη συμφωνία εγγύησης, η οποία φέρει την υπογραφή του.
Μείζον θέμα, στο οποίο οι εφεσείοντες επικέντρωσαν την προσοχή τους, αποτέλεσε η χρέωση του υπό αναφορά τρεχούμενου λογαριασμού με ποσό ΛΚ171.680,00 και η πίστωση του ίδιου ποσού στο λογαριασμό και προς όφελος μιας άλλης εταιρείας, της οποίας οι διευθύνοντες σύμβουλοι ήταν οι ίδιοι με τους διευθύνοντες συμβούλους της εφεσείουσας. Το εκδικάσαν Δικαστήριο, πολύ ορθώς, δέχτηκε τη θέση των εφεσιβλήτων ότι η πιο πάνω χρεοπίστωση έγινε δυνάμει γραπτής παράκλησης προς τούτο των κοινών διευθυνόντων συμβούλων των δύο εταιρειών, οι οποίοι υπέγραψαν και τη σχετική επιστολή προς τους εφεσίβλητους, ημερομηνίας 3.4.2002. Με την παράγραφο 3 αυτής, ζητούσαν, συγκεκριμένα, τα εξής:-
«3) Χρεώστε το λογαριασμό μας με αριθμό 201 01 182685 01 και διευθετήσετε το υπόλοιπο πλέον τόκους στο λογαριασμό με αριθμό 201 01 149001 01 στο όνομα G & P ERGATIDES MOTORS LTD.»
΄Οπως έκρινε το εκδικάσαν Δικαστήριο, η πιο πάνω επιστολή, στο σύνολό της, ειδικά, η παράγραφος που παρατίθεται ανωτέρω, δεν άφηνε οποιαδήποτε αμφιβολία ότι οι εν λόγω διευθύνοντες σύμβουλοι είχαν δώσει οδηγίες προς τους εφεσίβλητους αυτοί να χρεώσουν το νεοδημιουργηθέντα τρεχούμενο λογαριασμό της εφεσείουσας με το προαναφερθέν ποσό, το οποίο, στη συνέχεια, να πιστώσουν προς όφελος της άλλης εταιρείας τους G & P Ergatides Motors Ltd. Δεν υπάρχει, βέβαια, ούτε και εδώ λάθος ως προς την κρίση του, η οποία, υπό τις περιστάσεις, ήταν, επίσης, πλήρως δικαιολογημένη.
Η ευπαίδευτη Πρόεδρος εξέτασε, με ιδιαίτερη προσοχή, κάθε πτυχή της δικογραφημένης υπόθεσης των δύο πλευρών, στη βάση της μαρτυρίας η οποία είχε τεθεί ενώπιόν της. Διαπίστωσε, κατόπιν ενδελεχούς αξιολόγησης του συνόλου του μαρτυρικού υλικού, ότι η αλήθεια βρισκόταν στη μαρτυρία των μαρτύρων των εφεσιβλήτων, την οποία και έκαμε δεκτή, απορρίπτοντας, ως ευκαιριακή, βασικά, τη μαρτυρία του εφεσείοντος, τον οποίο δεν πίστεψε. Οδηγήθηκε, έτσι, στα γεγονότα που έκρινε ως αληθή, τα οποία έριχναν φως στις πραγματικές περιστάσεις της υπόθεσης. Η κρίση της, βεβαίως, είναι, και επί αυτής της πτυχής, πλήρως δικαιολογημένη και ορθή. Επομένως, οι σχετικοί λόγοι έφεσης δεν μπορούν να επιτύχουν, όπως, βεβαίως, δεν μπορεί να επιτύχει και ο λόγος έφεσης με τον οποίο αποδίδεται παράλειψη ενασχόλησης της ευπαίδευτης Προέδρου με την ανταπαίτηση των εφεσειόντων. Δεν υπήρχε, ασφαλώς, λόγος για τούτο, αφού η ανταπαίτηση δεν έθετε οτιδήποτε άλλο πέραν αυτών που είχαν τεθεί με την υπεράσπιση, τα οποία είχαν εξεταστεί. Επομένως, ούτε και εδώ υπάρχει οποιοδήποτε σφάλμα στην αντιμετώπιση της υπόθεσης από το εκδικάσαν Δικαστήριο.
Για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.500,00, συν Φ.Π.Α.
Κ. Παμπαλλής, Δ.
Α.Ρ. Λιάτσος, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
/ΜΠ
[1] όπως μετατράπηκε στην πορεία, αφού, αρχικά, έφερε τον αρ. 201-01-182685-01.
[2] (3) Παρά πάσαν διάταξιν του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ή οιουδήποτε άλλου νόμου ή διαδικαστικού κανονισμού και επιπροσθέτως οιωνδήποτε υπό τούτων χορηγουμένων εξουσιών, το Ανώτατον Δικαστήριον, κατά την ακρόασιν και διάγνωσιν οιασδήποτε εφέσεως, είτε εν πολιτική είτε εν ποινική υποθέσει δεν θα δεσμεύεται υπό οιασδήποτε αποφάσεως περί πραγματικών γεγονότων του εκδικάσαντος δικαστηρίου και θα έχη εξουσίαν να αναθεωρή τας προσαχθείσας αποδείξεις, να συνάγη τα ίδια αυτού συμπεράσματα, ...»