ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A180
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 250/2011
18 Μαϊου, 2017
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΛΑΓΟΠΟΔΙΔΗΣ
Εφεσείων/Ενάγων
ΚΑΙ
1. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗ ΑΛΛΩΣ ΤΑΣΟΣ
2. ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ
3. ΘΕΜΗ ΛΟΥΠΟΥ
4. ΞΕΝΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Εφεσιβλήτων/Εναγομένων
......
Μ. Ιωάννου με Ν. Χαραλάμπους, για τον εφεσείοντα
Θ. Γαλάζη (κα) για Καριτζή για τους εφεσίβλητους 1,2 και 4
Καμιά εμφάνιση, για τον εφεσίβλητο 3
...........................
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
Θα δώσει η Δικαστής Πούγιουρου
....................................
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ: Με την αγωγή του στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού ο εφεσείων αξίωνε εναντίον των εναγομένων γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για τραυματισμoύς που, όπως ισχυρίζετο, υπέστη από επίθεση που δέχθηκε από τους εναγομένους στις 24/5/03.
Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης στις 24/5/03 ενώ ο εφεσείων βρισκόταν στο χώρο εργασίας του στο εστιατόριο με την ονομασία Woodrock στην τουριστική περιοχή Γερμασόγειας, που βρίσκεται ακριβώς απέναντι του εστιατορίου του εναγόμενου 1/εφεσίβλητου 1, δέχτηκε επίθεση από τους εναγόμενους με αποτέλεσμα να υποστεί διάφορες σοβαρές σωματικές βλάβες και ζημιές.
Με την υπεράσπιση τους οι εναγόμενοι 1, 2 και 4/εφεσίβλητοι, αφού αρνήθηκαν τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα, αντέτειναν ότι ήταν ο εφεσείων που επιτέθηκε στον εφεσίβλητο 1, έξω από το εστιατόριο στο οποίο εργαζόταν, και στη συνέχεια τράπηκε σε φυγή, εισήλθε εντός του εστιατορίου και κτύπησε μόνος του στο μπαρ.
Κατά την ακρόαση πρωτόδικα έδωσαν μαρτυρία για την πλευρά του εφεσείοντα ο ίδιος και κάλεσε άλλους πέντε μάρτυρες, το Λούη Μακρυγιάννη (Μ.Ε.2), το Παύλο Παναγιώτου (Μ.Ε.3), την Παυλίνα Μυλωνά (Μ.Ε.4), το Χριστόδουλο Γαλατόπουλο (Μ.Ε.5) και τον Αντρέα Χριστοδουλίδη (Μ.Ε.6).
Από πλευράς εφεσιβλήτων κατέθεσαν οι ίδιοι. Ο εναγόμενος 3 δεν καταχώρησε σημείωμα εμφάνισης και ο εφεσείων προχώρησε σε απόδειξη της υπόθεσης εναντίον του σε συνδυασμό με την ακρόαση της υπόθεσης για τους υπόλοιπους εναγόμενους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αξιολόγησε την εκατέρωθεν μαρτυρία απέρριψε τόσο τη μαρτυρία του εφεσείοντα στο σύνολο της όσο και εκείνη των εφεσιβλήτων με αποτέλεσμα να καταστεί αδύνατη η εξαγωγή συμπερασμάτων ως προς τις συνθήκες τραυματισμού του εφεσείοντα. Παραθέτουμε αυτούσιο το απόσπασμα από την απόφαση του Δικαστηρίου στο θέμα αυτό:
«Η απόρριψη της μαρτυρίας των εναγομένων 1, 2 και 4 δεν δίνει το δικαίωμα στο Δικαστήριο να καταλήξει σε συμπεράσματα ως προς το γεγονός που εκτυλίχθηκε στις 24.05.2003 εφόσον η μαρτυρία που προσφέρθηκε από τον ενάγοντα είναι τέτοιας φύσεως που δεν αφήνει περιθώρια στο Δικαστήριο τουλάχιστον να μπορεί να καταλήξει σε συμπέρασμα ως προς την επίθεση ή και τα κτυπήματα που ως ισχυρίζεται ο ενάγοντας δέχθηκε. Οι ανακρίβειες της μαρτυρίας του ενάγοντα σε σχέση με τους τραυματισμούς του και συγκεκριμένα τη μαρτυρία του ότι δέχθηκε κτυπήματα από αιχμηρά αντικείμενα, ότι οι εναγόμενοι ενώ βρισκόταν στο έδαφος συνέχισαν να τον χτυπούν αυτά όμως δεν μπορούν να συνδυαστούν με τους τραυματισμούς που υπέστη. Η ιατρική μαρτυρία που έχει προσκομίσει ξεκαθαρίζει ότι δεν υπήρχαν οποιοιδήποτε μώλωπες, το μάτι του δεν ήταν μαυρισμένο όπως ο ίδιος ισχυρίστηκε και οι μόνοι τραυματισμοί που διαπίστωσαν οι γιατροί στις 24.05.2003 ήταν εκδορές στη μύτη και στην αριστερή μετωπιαία χώρα. Επίσης ότι υπήρχε θλαστικό τραύμα για το οποίο έγινε συρραφή χωρίς να δίνονται περισσότερα στοιχεία.
Με βάση τα πιο πάνω δεν δίνεται το δικαίωμα στο Δικαστήριο να περισώσει κάποια στοιχεία από τη μαρτυρία του ενάγοντα και σε συνδυασμό με την απόρριψη της μαρτυρίας των εναγομένων να καταλήξει σε κάποια συμπεράσματα. Ως εκ τούτου η μαρτυρία του ενάγοντα απορρίπτεται στο σύνολο της.»
Παρά την πιο πάνω κατάληξη του το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε το ύψος των αποζημιώσεων που θα δικαιούτο ο εφεσείων στην περίπτωση που οι εφεσίβλητοι θεωρούντο ένοχοι της επίθεσης και έκρινε ότι το ποσό των €6000 θα ήταν δίκαιο ως γενικές αποζημιώσεις ενώ για τις ειδικές ζημιές ότι είχε αποδειχθεί μόνο η πληρωμή του ποσού των €264.83 (ισάξιο των Λ.Κ.155) στο Νοσοκομείο Λεμεσού.
Ως αποτέλεσμα της απόρριψης της μαρτυρίας του εφεσείοντα ως παντελώς αναξιόπιστης και ενόψει απουσίας οποιασδήποτε άλλης μαρτυρίας που να συνδέει τους εφεσίβλητους με τους τραυματισμούς του εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε απόρριψη της αγωγής εναντίον όλων των εναγομένων με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.
Η πρωτόδικη απόφαση βάλλεται από πλευράς εφεσείοντα με 7 λόγους έφεσης. Οι λόγοι έφεσης 1, 2, 3, 4 και 5 έχουν στο στόχαστρο τους τη πρωτόδικη δικαστική κρίση σε σχέση με θέματα αξιοπιστίας μαρτύρων γι' αυτό κρίνουμε σκόπιμο να εξεταστούν μαζί. Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης 6 και 7 αναφέρονται στο θέμα των αποζημιώσεων.
Οι λόγοι έφεσης 1 μέχρι 5 περιστρέφονται ουσιαστικά γύρω από την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχε ενώπιον του μαρτυρία που να συνδέει τους εφεσίβλητους με την επίθεση που υπέστη σε βάρος του ο εφεσείων. Είναι εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα στο περίγραμμα αγόρευσης του, με αναφορά σε τεκμήρια και αποσπάσματα της μαρτυρίας, ότι η κατάληξη αυτή του Δικαστηρίου είναι λανθασμένη, εφόσον υπήρχε αρκετή προφορική μαρτυρία, αλλά και τεκμήρια που οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι οι εφεσίβλητοι ήταν υπαίτιοι της επίθεσης και των τραυματισμών του εφεσείοντα. Συγκεκριμένα, υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου η γραπτή κατάθεση του εφεσείοντα στην Αστυνομία (τεκμ. (1Α) που λήφθηκε στα πλαίσια της ποινικής υπόθεσης για το αδίκημα της συμπλοκής που διερευνούσε η Αστυνομία με την οποία ο εφεσείων εμπλέκει καθαρά τους εφεσίβλητους στο συμβάν. Μάλιστα η κατάθεση αυτή του εφεσείοντα κατατέθηκε ως τεκμήριο κατόπιν σχετικού αιτήματος του δικηγόρου των εφεσιβλήτων κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης του εφεσείοντα.
Όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπιστώνει στην απόφασή του, η υπόθεση βασίζετο καθαρά επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων καθότι δεν υπήρχαν οποιαδήποτε τεκμήρια ή άλλη μαρτυρία.
Αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι η πρωταρχική ευθύνη για την αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας εναποτίθεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει και τη δυνατότητα να παρακολουθήσει τους μάρτυρες, όταν καταθέτουν ενώπιον του. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην αξιολόγηση εκτός αν αυτή παρουσιάζει κενά, παραλείψεις ή λανθασμένη θεώρηση των γεγονότων ή η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων (βλ. Φραντζής κ.α. ν. Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία (2010) 1 (Α)ΑΑΔ 254, Μεσσάρης ν. Κατσαμίδης (2010) 1 (Γ) ΑΑΔ 1851, Ζερβού κ.α. ν. Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδας (Κύπρου) Λτδ. (2012) 1(Γ) ΑΑΔ 1999, Γιάλλουρος κ.α. ν. Ψύλλου κ.α. (2009) 1 (Β) ΑΑΔ 1552 και Παναγιώτης Παρλάτα ν. Στέλλας Δημητρίου, Πολ. Εφ. 387/09, ημερ. 21/5/14), ECLI:CY:AD:2014:A339.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διατηρεί πάντα την ευχέρεια, νοουμένου ότι η σχετική προσέγγιση του αιτιολογείται επαρκώς και ικανοποιητικά, να δεχθεί τη μαρτυρία ενός μάρτυρα, είτε στο σύνολο της είτε εν μέρει. Απουσία τέτοιας αιτιολόγησης αναπόφευκτα οδηγεί σε απόρριψη της αξιολόγησης λόγω εσφαλμένης καθοδήγησης (βλ. Magistrato Gardens Ltd ν. Γενικός Εισαγγελέας (2012) 1 (Α) ΑΑΔ 220 και Μελικίδης ν. Παπαγεωργίου κ.α. (2013) 1 (Α) ΑΑΔ 832).
Ανατρέχοντας στα πρακτικά της δίκης, η μοναδική μαρτυρία που προσκόμισε πρωτόδικα ο εφεσείων που να συνδέει τους εφεσίβλητους με τους τραυματισμούς του προέρχεται από τον ίδιο. Η γραπτή κατάθεση του στην Αστυνομία, την οποία με το περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου του θεωρεί ως στοιχείο που επίσης συνδέει τους εφεσίβλητους με την επίθεση, προέρχεται πάλι από τον ίδιο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε τη μαρτυρία του εφεσείοντα, για τους λόγους που επεξηγεί στην απόφαση του, παντελώς αναξιόπιστη κυρίως λόγω των υπερβολών του ως προς τις σωματικές βλάβες που κατ' ισχυρισμό υπέστη συνεπεία της επίθεσης που δεν συμφωνούσαν με την ιατρική μαρτυρία που προσκόμισε.
Έκρινε επίσης ότι προβλήθηκαν από πλευράς εφεσείοντα αντιφατικές θέσεις ως προς τις συνθήκες της επίθεσης, την κατάσταση της υγείας του πριν από το συμβάν, αλλά και για την εργασία του και τις απολαβές του.
Ενόψει των διαπιστώσεων του αυτών που είχαν ως αποτέλεσμα την απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα, έκρινε ότι δεν υπήρχε καμιά μαρτυρία πλέον που να συνδέει τους εφεσίβλητους με το επίδικο συμβάν.
Από τα πρακτικά της μαρτυρίας του εφεσείοντα εντοπίζονται πολλές αναφορές του που δαχτυλοδείχνουν τους εφεσίβλητους ως τα πρόσωπα που του επιτέθηκαν. Όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο εφεσείων δεν υπήρξε ειλικρινής σ' όσον αφορά τις σωματικές βλάβες που υπέστη, αλλά και τις συνθήκες της επίθεσης. Τονίζει ότι πρόκειται περί ατόμου που δίνει ξεκάθαρα την εντύπωση ότι αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας. Αφού αναφέρεται σε πτυχές της μαρτυρίας του εφεσείοντα, που αποδίδει στην προσπάθεια του να παρουσιάσει στο Δικαστήριο όσο το δυνατό καλύτερα την υπόθεση του, καταλήγει ότι όλοι οι ισχυρισμοί του, που τους χαρακτηρίζει η υπερβολή, έχουν καταρρεύσει ως χάρτινος πύργος. Δίνει έμφαση στο επεισόδιο της επίθεσης, όπως το περιέγραψε ο εφεσείων, όπου απέδωσε στους εφεσίβλητους να τον κτυπούν στο πρόσωπο με γροθιές, να τον ρίχνουν κάτω και να συνεχίζουν να τον κτυπούν στα πλευρά και στα πόδια με την χρήση αιχμηρών αντικειμένων σε συνάρτηση με τους τραυματισμούς που ισχυρίστηκε ότι υπέστη, δηλαδή, ρινικό κάταγμα, η μύτη του έγινε «ανοικτό παράθυρο», φούσκωσε το μάτι του, απώλεσε δύο δόντια, είχε μώλωπες σε ολόκληρο το σώμα του κ.α. Όπως διαπίστωσε το Δικαστήριο οι πράξεις, που αποδίδει στους εφεσίβλητους ο εφεσείων και οι τραυματισμοί που περιέγραψε στη μαρτυρία του δεν συμφωνούν με τα κλινικά και άλλα ευρήματα των θεραπόντων ιατρών του, που κάλεσε ως μάρτυρες, εξού και το Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε όμως ότι ο εφεσείων υπέστη σωματικές βλάβες και συγκεκριμένα στο κεφάλι για τις οποίες νοσηλεύτηκε στο Νοσοκομείο Λεμεσού για τρεις μέρες δηλαδή, από την εισαγωγή του στις 24/5 μέχρι 27/5/03 και μάλιστα ότι η μοναδική ειδική ζημιά που έχει αποδειχθεί είναι το ποσό των €264 που είναι το τεκμ. 3 που κατέθεσε ο Μ.Ε.2 και είναι ο λογαριασμός του Νοσοκομείου Λεμεσού. Σχετική με τα τραύματα του εφεσείοντα έκρινε την μαρτυρία της Μυλωνά (Μ.Ε.3) οδοντιάτρου στο Νοσοκομείο Λεμεσού και την ιατρική έκθεση της (τεκμ. 4) που αναφέρει ότι εξέτασε τον εφεσείοντα στις 25/5/03 και διαπίστωσε θλαστικό τραύμα στα χείλη στην κάτω δεξιά πλευρά αντίστοιχα προς το δόντι 42 στο οποίο παρατηρείτο απώλεια τμήματος της κοπτικής επιφάνειας και πόνος στην επίκρουση του 42. Συμπλήρωσε δε στην προφορική της μαρτυρία ότι ο τραυματισμός στο δόντι προήλθε από κτύπημα σχετικά πρόσφατο. Επίσης βασική έκρινε και τη μαρτυρία του ιατρού Χριστοδουλίδη (Μ.Ε.6), γενικού χειρούργου στο Νοσοκομείο Λεμεσού, ο οποίος επίσης εξέτασε τον εφεσείοντα στις 24/5/03, όταν είχε μεταφερθεί στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού και ετοίμασε σχετική έκθεση (τεκμ. 6). Και ο ιατρός Χριστοδουλίδης διαπίστωσε ψηλή πίεση, θλαστικό τραύμα στα χείλη, εκδορές στη μύτη και στην αριστερή μετωπιαία χώρα, ενώ ο εφεσείων παραπονείτο για ζάλη και πονοκέφαλο. Για το τραύμα στη μύτη ανέφερε ότι του έγινε συρραφή. Τη μαρτυρία των ιατρών Χριστοδουλίδη και Μυλωνά, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ως καθόλα αξιόπιστη προβαίνοντας σε σχετικά ευρήματα, απορρίπτοντας εκείνη του εφεσείοντα. Σ' όσον αφορά τη μαρτυρία του ιατρού Γαλατόπουλου (Μ.Ε.5) που αφορούσε στα ψυχολογικά τραύματα, δέχθηκε μόνο τη θέση του ότι παρακολουθεί τον εφεσείοντα από το 1999 για τη χρόνια μελαγχολία από την οποία πάσχει για την οποία του χορηγείται φαρμακευτική αγωγή και ότι για χρονικό διάστημα έξι μηνών από το Μάϊο του 2003 η κατάσταση του είχε επιδεινωθεί.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη κατ' αρχάς σε διαπίστωση ότι υπήρξε κάποιο συμβάν μεταξύ του εφεσείοντα και του εφεσίβλητου 1 στις 24/5/03 με αποτέλεσμα ο εφεσείων να μεταφερθεί την ίδια μέρα στο Νοσοκομείο Λεμεσού. Και οι ίδιοι οι εφεσίβλητοι όμως δεν αρνήθηκαν ότι υπήρξε ένα επεισόδιο μεταξύ των δύο τη συγκεκριμένη μέρα. Διαπίστωσε επίσης το Δικαστήριο ότι κατά την εξέταση του στο Νοσοκομείο ο εφεσείων έφερε τους τραυματισμούς που περιέγραψαν οι ιατροί Χριστοδουλίδης και Μυλωνά στη μαρτυρία τους που όλες περιορίζονται στο κεφάλι του. Ενώ όμως προέβη στις διαπιστώσεις αυτές και ενώ απέρριψε την εκδοχή των εφεσιβλήτων για τις συνθήκες τραυματισμού του εφεσείοντα, που προώθησαν τη θέση ότι μόνος του ο εφεσείων κτύπησε στο μπαρ και τραυματίστηκε, για τους λόγους που επεξηγεί στην απόφαση του δεν δέχθηκε την εκδοχή του εφεσείοντα ότι οι τραυματισμοί του προήλθαν από την επίθεση που δέχθηκε. Σημειώνεται ότι από τα πρακτικά της δίκης διαφαίνεται ότι η μόνη θέση απ' όσες πρόβαλε ο εφεσείων στη μαρτυρία του για την οποία παρέμεινε σταθερός είναι ότι ο εφεσίβλητος 1 του έδωσε πρώτος ένα δυνατό χαστούκι με το χέρι του στο πρόσωπο με αποτέλεσμα να πέσει κάτω. Την ίδια θέση προβάλλει και στη γραπτή του κατάθεση στην Αστυνομία.
Θα πρέπει να λεχθεί ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα από το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν σφαιρικά ορθή. Δεν ήταν θέμα περίσωσης κάποιων στοιχείων από τη μαρτυρία του εφεσείοντα για να καταλήξει σε κάποια συμπεράσματα, όπως λανθασμένα έκρινε. Η αξιολόγηση που προέβη αντιστρατεύεται με τη μαρτυρία που αποδέχθηκε ότι δηλαδή διαδραματίστηκε κάποιο επεισόδιο τη συγκεκριμένη μέρα μεταξύ του εφεσείοντα και του εφεσίβλητου 1 και ότι ο εφεσείων έφερε τους τραυματισμούς που περιέγραψαν οι ιατροί Μυλωνά και Χριστοδουλίδης στη μαρτυρία τους, και συνακόλουθα με τη λογική των πραγμάτων και με την άλλη αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία (βλ. Bullows v. Νεοφύτου κ.α. (1994) 1 ΑΑΔ 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου κ.α. (2006) 1 ΑΑΔ 236 και Παναγιώτης Παρλάτα ν. Στέλλας Δημητρίου, πιο πάνω ). Κατά τη γνώμη μας, δεν ήταν λογικό για το πρωτόδικο Δικαστήριο να δέχεται από τη μια ότι διαδραματίστηκε ένα επεισόδιο μεταξύ του εφεσείοντα και του εφεσίβλητου 1 από το οποίο ο εφεσείων τραυματίστηκε στο κεφάλι, όπως περιγράφουν οι ιατροί Χριστοδουλίδης και Μυλωνά στη μαρτυρία τους, και από την άλλη ενώ υπάρχουν δυο εκδοχές ενώπιον του όπου το ένα μέρος επιρρίπτει στο άλλο την ευθύνη για επίθεση, να απορρίπτει την εκδοχή των εφεσιβλήτων ότι μόνος του τραυματίστηκε ο εφεσείων, αλλά να μη δέχεται εκείνη που πρόβαλε ο εφεσείων η οποία μάλιστα συμφωνεί με τους τραυματισμούς του, γιατί υπερέβαλλε ως προς την σοβαρότητα των τραυματισμών. Ασφαλώς η περιγραφή των τραυματισμών ενέχει σημασία, αλλά κυρίως για τον καθορισμό του ύψους των αποζημιώσεων.
Αξιοσημείωτοι είναι οι λόγοι για τους οποίους το Δικαστήριο δεν έκανε αποδεκτή την εκδοχή των εφεσιβλήτων, ότι δηλαδή ο εφεσείων επιτέθηκε στον εφεσίβλητο 1 και οι υπόλοιποι εφεσίβλητοι το μόνο που έκαμαν ήταν να παρακολουθούν το επεισόδιο μεταξύ τους από μακριά. Οι λόγοι αυτοί αναφέρονται από τη μια στη σαφώς μεγαλύτερη σωματική διάπλαση των εφεσιβλήτων απ' εκείνη του εφεσείοντα και από την άλλη και στην όλη συμπεριφορά και αντίδραση τους που δεν δικαιολογείτο υπό τις περιστάσεις. Τελικά απέρριψε την εκδοχή τους ότι ο εφεσείων κτύπησε μόνος του στο μπάρ του εστιατορίου και τραυματίστηκε.
Σύμφωνα με την αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και τα ευρήματα του συνάδουν περισσότερο με την εκδοχή του εφεσείοντα ως προς τις συνθήκες του τραυματισμού του, ότι δηλαδή υπέστη επίθεση από τον εφεσίβλητο 1 κτυπώντας τον στο πρόσωπο με το χέρι του, με αποτέλεσμα να υποστεί τραυματισμούς στα χείλη, σε ένα δόντι, στη μύτη και στην αριστερή μετωπιαία χώρα. Οι τραυματισμοί αυτοί έγιναν δεκτοί από το πρωτόδικο Δικαστήριο με την αποδοχή της μαρτυρίας των ιατρών Χριστοδουλίδη και Μυλωνά (Μ.Ε.4 και 5 αντίστοιχα). Δέχθηκε επίσης από τη μαρτυρία του ιατρού Γαλατόπουλου (Μ.Ε.6) ότι ο εφεσείων πάσχει από χρόνια μελαγχολία και ότι για την περίοδο από το Μάϊο του 2003 που επεσυνέβη το επεισόδιο και για περίοδο έξι μηνών η ψυχολογική κατάσταση του είχεν επιδεινωθεί συνεπεία του επεισοδίου. Αυτούς ακριβώς τους τραυματισμούς είχεν υπόψη ο πρωτόδικος δικαστής όταν προέβη σε υπολογισμό των αποζημιώσεων που θα δικαιούτο ο εφεσείων στην περίπτωση που αποδεικνύετο ότι προήλθαν από την επίθεση σε βάρος του. Η μαρτυρία του εφεσείοντα σ' όσον αφορά τη συμμετοχή του εφεσίβλητου 1 στην επίθεση μπορούσε εύκολα να συνδυαστεί ή να συσχετιστεί με την ιατρική μαρτυρία που έγινε αποδεκτή και να οδηγήσει το Δικαστήριο σε ασφαλές συμπέρασμα ότι υπέστη επίθεση τουλάχιστον από τον εφεσίβλητο 1 με κτύπημα στο πρόσωπο.
Απορρέει απ' όλα τα πιο πάνω ότι το Εφετείο είναι σε θέση, ενόψει της αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο και τη συνολική εικόνα που αναδύεται από τη μαρτυρία και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, να καταλήξει ότι ο εφεσείων στις 24/5/03 ενώ βρισκόταν στο εστιατόριο που εργαζόταν του επιτέθηκε ο εφεσίβλητος 1 κτυπώντας τον με το χέρι του στο πρόσωπο προκαλώντας του τους τραυματισμούς που έχει αποδεχθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Αντίθετα για τους υπόλοιπους εφεσίβλητους η συμμετοχή τους στο συμβάν, όπως τους αποδίδεται από τον εφεσείοντα, δηλαδή ότι μετά που δέχθηκε το δυνατό χαστούκι από τον εφεσίβλητο 1, ο ένας από τους υπόλοιπους και συγκεκριμένα ο μάγειρας του εστιατορίου του εφεσίβλητου 1 τον κτύπησε στα πλευρά και στα πόδια με σκαμπό και οι άλλοι δύο με γροθιές στα πόδια, μετά που είχε τραυματιστεί στη μύτη, και με κλωτσιά στο γλουτό, χρησιμοποιώντας μάλιστα και αιχμηρό αντικείμενο, δεν επιβεβαιώνεται από την ιατρική μαρτυρία και ευρήματα. Κρίνουμε την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπάρχει αποδεκτή μαρτυρία που να συνδέει τους εφεσίβλητους 2 και 4 με το επεισόδιο και με τους τραυματισμούς του εφεσείοντα ως εύλογα ορθή στη βάση της αξιολόγησης της ενώπιον του μαρτυρίας γι' αυτό και δεν δικαιολογείται επέμβαση μας.
Σ' όσον αφορά το λόγο έφεσης 7 που αφορά στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν προσκόμισε καμιά μαρτυρία για απόδειξη των ειδικών ζημιών, η συλλογιστική που ακολούθησε το Δικαστήριο για υπολογισμό των ειδικών ζημιών κρίνεται ως απόλυτα δικαιολογημένη. Εκτός από το κονδύλι εκ €264,83 του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού για το οποίο προσκομίστηκε σχετική απόδειξη, ο εφεσείων δεν προσκόμισε κανένα άλλο στοιχείο ως προς τις ειδικές ζημιές που αξιώνει, κατά παράβαση της νομολογιακής αρχής ότι η απόδειξη ειδικών ζημιών θα πρέπει να κινείται σε αυστηρά πλαίσια. Σημειώνεται ότι με την αγωγή του ο εφεσείων αξίωνε τα ποσά των €85,43 για καταστροφή των γιαλιών του, €512,58 ιατρικά έξοδα, €42.72 για ιατρικό πιστοποιητικό, €51.26 για μεταφορικά έξοδα, €187.95 για τα καταστραφέντα ενδύματα του, €61.509,65 για απώλεια μισθών από 25/5/03 μέχρι 25/5/08 και €1.025,16 μηνιαίως για απώλεια μισθών από 1/6/08.
Κατ' αρχάς συνιστά εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των ιατρικών εξόδων της Πολυκλινικής Υγεία (τεκμ. 2) που ανέρχονται σε Λ.Κ. 142.28 πλέον Λ.Κ.60, αμοιβή ιατρού, με το επεισόδιο της επίθεσης. Κρίνουμε τη διαπίστωση αυτή ως εύλογα ορθή και δικαιολογημένη, εφόσον δεν υποστηρίζεται από σαφή ιατρική μαρτυρία ότι η νοσηλεία του εφεσείοντα στην Πολυκλινική Υγεία από τις 30/9/14 μέχρι 2/10/14 για γαστρεντερίτιδα, διάρροια, εμετούς και ίλιγγο που αφορά το ενημερωτικό σημείωμα ασθενή (τεκμ. 1) συνδέεται με οποιονδήποτε τρόπο με τους τραυματισμούς του από το επίδικο επεισόδιο. Η μόνη σχετική μαρτυρία ήταν του ιατρού Μακρυγιάννη (Μ.Ε.2) παθολόγου-καρδιολόγου που παρακολουθούσε τον εφεσείοντα στην Πολυκλινική, ο οποίος απλά ανέφερε ότι ο ίλιγγος μπορεί να είχε κάποια σχέση με το κτύπημα στο παρελθόν γι' αυτό και τον προέτρεψε να αποταθεί σε ειδικούς ιατρούς. Ο εφεσείων δεν προσκόμισε επίσης επαρκή μαρτυρία που να τεκμηριώνει την αξίωση του για απώλεια μισθών είτε για την περίοδο από 25/5/03 μέχρι 25/5/08 είτε από την 1/6/08 και μετά Σημειώνεται ότι ενώ ο ίδιος ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι εργαζόταν με καθορισμένες απολαβές και ότι πλήρωνε ο εργοδότης του Κοινωνικές Ασφαλίσεις για την εργασία του, δεν προσκόμισε καμιά αποδεκτή ή άλλη μαρτυρία που να υποστηρίζει το ύψος των απολαβών του. Από την άλλη δεν υπήρξε σαφής ιατρική μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι για τη συγκεκριμένη ή οποιαδήποτε χρονική περίοδο ο εφεσείων ήταν ανίκανος για οποιαδήποτε εργασία, εκτός βεβαίως για τις τρεις μέρες που νοσηλεύτηκε στο Νοσοκομείο Λεμεσού, περίοδο για την οποία δεν προσφέρθηκε μαρτυρία ότι απεκόπη οποιοδήποτε ποσό από τον μισθό του. Η μόνη σχετική μαρτυρία είναι του Γαλατόπουλου, ο οποίος όμως ούτε για τους έξι μήνες μετά το επεισόδιο ήταν σε θέση να πει με βεβαιότητα ότι ο εφεσίων ήταν ανίκανος για εργασία ή επηρεάστηκε δυσμενώς η εισοδηματική του δραστηριότητα και σε ποιό βαθμό.
Σ΄όσον αφορά τη μείωση της εισοδηματικής ικανότητας του εφεσείοντα το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε εκτενώς με τη μαρτυρία του εφεσείοντα, σε συνάρτηση με την ιατρική μαρτυρία και δεν διαπίστωσε μείωση της εισοδηματικής του ικανότητας θεωρώντας ότι δεν είχε τα δεδομένα εκείνα για να χρησιμοποιηθεί η μέθοδος του πολλαπλασιαστή και του πολλαπλασιαστέου.
Συμφωνούμε με την προσέγγιση αυτή του Δικαστηρίου που κρίνουμε εύλογα ορθή στη βάση της ενώπιον του μαρτυρίας. Συνεπώς ο λόγος έφεσης 7 δεν μπορεί να πετύχει.
Θα προχωρήσουμε στη συνέχεια να εξετάσουμε το λόγο έφεσης 6 που αφορά στην ανεπάρκεια των γενικών αποζημιώσεων.
Αντλώντας καθοδήγηση από τη νομολογία ως προς τον υπολογισμό του ύψους των γενικών αποζημιώσεων στην περίπτωση του εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε δύο υποθέσεις δηλαδή στην L.P. Transbeton Ltd v. Σταύρου (2009) 1 ΑΑΔ 304 και Δημητρίου ν. Ιωάννου κ.α. (2003) 1 ΑΑΔ 274.
Είναι νομολογιακά γνωστό ότι προηγούμενες αποφάσεις επί του θέματος των αποζημιώσεων δεν αποτελούν κατ' ανάγκη δεσμευτικό προηγούμενο ενόψει των διαφορετικών γεγονότων της κάθε υπόθεσης σε σχέση με τους τραυματισμούς. Παρέχουν μόνο απλή καθοδήγηση. Η συνεχής μείωση της αξίας του χρήματος λαμβάνεται επίσης σοβαρά υπόψη. (βλ. G & L Calibers Ltd v. Λεμεσιανού (2003) 1 ΑΑΔ 948 και Ταμπούρας ν. Κολάνη (2008) 1 ΑΑΔ 384).
Το Εφετείο δύναται να διαφοροποιήσει το ύψος των αποζημιώσεων που επιδικάζονται από πρωτόδικα δικαστήρια όταν διαπιστώνεται λανθασμένη αντίληψη του Νόμου ή τα ποσά κρίνονται υπερβολικά ή ανεπαρκή (βλ. Χαραλάμπους ν. Χριστοφόρου (2012) 1 ΑΑΔ 2812).
Η μεν υπόθεση L.P. Transbeton που χρησιμοποίησε το πρωτόδικο Δικαστήριο αφορούσε σε τραυματισμό ενός 37χρονου άντρα ο οποίος υπέστη αιμάτωμα περιοφθαλμικό του αριστερού ματιού και βλεφάρου, εγκεφαλική διάσειση και διάστρεμμα της αυχενικής μοίρας της σπονδυλική στήλης και του επιδικάστηκε ποσό εκ Λ.Κ. 2.500, η δε Δημητρίου ν. Ιωάννου σε ψυχικά τραύματα 60χρονου άντρα, που εκδηλώθηκαν με πονοκεφάλους, ζάλη, τάση για εμετό αδυναμία συγκέντρωσης, ευεριθιστικότητα, διαταραχές στον ύπνο που συνοδεύονταν με εφιάλτες, κατάθλιψη, άγχος και έντονες φοβίες στην τροχαία κίνηση. Στην τελευταία επιδικάστηκαν από το Εφετείο Λ.Κ. 4.000 ως γενικές αποζημιώσεις.
Είναι η θέση του εφεσείοντα, μέσω του περιγράμματος αγόρευσης του δικηγόρου του, χωρίς αναφορά σε νομολογία, ότι οι τραυματισμοί του δικαιολογούν ποσό εκ €75.000 ως γενικές αποζημιώσεις, δίνοντας έμφαση στα ψυχολογικά του προβλήματα, ενώ το ποσό των €6.000 που υπολόγισε το Δικαστήριο χαρακτηρίζει ως έκδηλα ανεπαρκές.
Οι τραυματισμοί του εφεσείοντα έχουν ήδη καταγραφεί πιο πάνω και δεν υπάρχουν κατάλοιπα σ' όσον αφορά το θλαστικό τραύμα στα χείλη, τις εκδορές στη μύτη και στην μετωπιαία χώρα, πλην της απώλειας τμήματος της κοπτικής επιφάνειας στο δόντι 42.
Για τα ψυχολογικά προβλήματα του εφεσείοντα, που φαίνεται να συνεχίζει να αντιμετωπίζει, σίγουρα δεν προέρχονται από το επίδικο συμβάν. Όπως διαπίστωσε και συνιστά και σχετικό εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ο εφεσείων έπασχε από χρόνια κατάθλιψη πολύ πριν το επεισόδιο για το οποίο παρακολουθείτο από τον ιατρό Γαλατόπουλο από το 1999 και λάμβανε φαρμακευτική αγωγή. Απλά η κατάσταση του αυτή επιδεινώθηκε τους πρώτους έξι μήνες από το επίδικο επεισόδιο. Αυτά μαρτύρησε ο Γαλατόπουλος.
Σ΄όσον αφορά τη μείωση της εισοδηματικής του ικανότητας στην οποία δίνεται έμφαση κατά την αιτιολογία του λόγου έφεσης 6 έχουμε ήδη ασχοληθεί πιο πάνω κατά την εξέταση του λόγου έφεσης 7 και κρίνει ότι δεν υφίσταται τέτοιο θέμα στην περίπτωση του εφεσείοντα.
Λαμβανομένων υπόψη των σωματικών βλαβών τις οποίες υπέστη ο εφεσείων και καταγράφησαν ανωτέρω και ότι για έξι μήνες είχε επιβαρυνθεί η ψυχική του υγεία και της ηλικίας του όπου κατά το επεισόδιο ήταν 44 χρονών, κρίνουμε ότι το ποσό των €6.000, ως γενικές αποζημιώσεις που είχε υπολογίσει το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι έκδηλα ανεπαρκές γιαυτό και χρειάζεται η επέμβαση μας. Οι υποθέσεις που χρησιμοποιήθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο όντως είχαν διαφορετικά δεδομένα και πιο ήπιους τραυματισμούς, όπου εδώ είχε επιδεινωθεί για έξι μήνες η χρόνια κατάθλιψη από την οποία υπέφερε ο εφεσείων. Κρίνουμε ότι το ποσό των €9.000 είναι δίκαιο και εύλογο για το πόνο και ταλαιπωρία που υπέστη από την επίθεση για το οποίο ο εφεσείων δικαιούται απόφασης. Συνεπώς ο λόγος έφεσης 6 επιτυγχάνει και το ποσό των €6.000 για γενικές αποζημιώσεις αντικαθίσταται με το ποσό των €9.000.
Ενόψει των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει στο βαθμό που έχει αποφασιστεί ανωτέρω.
Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται σ' όσον αφορά τον εφεσίβλητο 1. Εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον του εφεσίβλητου 1 για το ποσό των €9.000 ως γενικές αποζημιώσεις και €264.83 ως ειδικές αποζημιώσεις. Και τα δυο ποσά θα φέρουν νόμιμο τόκο. Επιπλέον ο εφεσίβλητος 1 καταδικάζεται στην πληρωμή των εξόδων του εφεσείοντα πρωτόδικα και της έφεσης όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού και του Πρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου αντίστοιχα και εγκριθούν από το Εφετείο.
Η έφεση απορρίπτεται εναντίον των εφεσιβλήτων 2 και 4 χωρίς έξοδα. Η πρωτόδικη διαταγή για πληρωμή των εξόδων τους από τον εφεσείοντα παραμερίζεται εφόσον η υπεράσπιση των εφεσιβλήτων πρωτόδικα ήταν ενιαία για όλους.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
Κ. Σταματίου, Δ.
Α. Πούγιουρου, Δ.
/ΚΑΣ