ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 ΑΑΔ 248
Timberland Co. of U.S.A. ν. Evans & Sons Limited κ.ά. (1998) 1 ΑΑΔ 1179
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2017:A121
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 206/2011)
4 Aπριλίου, 2017.
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/Δ]
ΜΕΤΑΞΥ:
DELINCYP COMPANY LIMITED,
Εφεσείουσας/Ενάγουσας.
- ΚΑΙ -
1. ZRONEK WOLFGANG,
2. PETROCHEMICAL HOLDING GMBH,
3. IAKOV GOLDVSKIY,
4. DEVISION GROUP LIMITED,
Eφεσιβλήτων/Εναγομένων 2,5,6,7.
----------------------
Λουκής Λουκαίδης, για την Εφεσείουσα.
Μάριος Παναγίδης για Χαβιαράς & Φιλίππου ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους 1, 2 και 3.
Χριστίνα Κότσαπα (κα) για Άντη Τριανταφυλλίδη & Υιούς, για τους Εφεσίβλητους 4.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΗ, Δ:- Αντικείμενο της έφεσης είναι η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην αγωγή αρ. 5994/10, με την οποία επιτεύχθηκε η ακύρωση προσωρινού διατάγματος την έκδοση του οποίου είχε πετύχει η εφεσείουσα, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, εγγεγραμμένη στη Δημοκρατία, στη βάση μονομερούς αίτησης. Με το διάταγμα, το οποίο εκδόθηκε στις 9.7.2010, εμποδίζονταν οι εφεσίβλητες εταιρείες 2 και 4, εναγόμενες 5 και 7 (αντίστοιχα) στην αγωγή, από του να αποξενώσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία εντός και εκτός της Κύπρου και επίσης παγοποιούνταν οι τραπεζικοί τους λογαριασμοί μέχρι ποσού $12.466.229 ή το ισόποσο σε ευρώ.
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας, όπως συνοψίζονται στην πρωτόδικη απόφαση, η εναγόμενη 1 εταιρεία[1] της οφείλει ποσό ΗΠΑ$6.035.645 στα πλαίσια μεταξύ τους έγγραφης συμφωνίας, δυνάμει της οποίας η εφεσείουσα διορίστηκε διαχειρίστρια αναπτυξιακού έργου σε περιοχή της Ουκρανίας, μεγάλου αριθμού οικιστικών μονάδων, μαρίνας, γηπέδων γκολφ και ξενοδοχείου, όπως και ποσό ΗΠΑ$100.300 για προσφερθείσες υπηρεσίες για την περίοδο από 1.5.2007 μέχρι 31.10.2007, καθώς επίσης ένα άλλο ποσό, με αποτέλεσμα η οφειλή της εναγόμενης 1 προς την εφεσείουσα να ανέρχεται, συνολικά, στο ποσό των ΗΠΑ$12.466.229. Στα πλαίσια αίτησης της εφεσείουσας, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, για εκκαθάριση της εναγομένης 1, κατατέθηκαν η Έκθεση και οι Οικονομικές Καταστάσεις της τελευταίας για το έτος 2007, από τις οποίες φαίνεται ότι τον Οκτώβριο 2007 η εναγόμενη 1 προέβηκε στην «πώληση» όλων των μετοχών της σε θυγατρικές και άλλες εταιρείες προς την εφεσίβλητη 4 (εναγόμενη 7) για το ποσό των €610.110.100, ενώ την 15.11.2007 η Γενική Συνέλευση της, ενέκρινε την πληρωμή τελικού μερίσματος ύψους €619.939.550. Η εναγόμενη 1 δεν αποκάλυψε στις ως άνω καταστάσεις την αξίωση της εφεσείουσας, με σκοπό να εξαπατήσει τις Κυπριακές Αρχές και άλλους πιστωτές. Η εφεσίβλητη 2 αποτελεί τη μοναδική μέτοχο της εφεσίβλητης 4. Οι υπόλοιποι εναγόμενοι, στους οποίους δεν χρειάζεται να κάνουμε ιδιαίτερη αναφορά, κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν διοικητικοί σύμβουλοι είτε της εναγόμενης 1 είτε της εφεσίβλητης 2 είτε της εφεσίβλητης 4. Στις 27.11.2009, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, κρίνοντας, μετά από ακροαματική διαδικασία, ότι η εναγόμενη 1 ήταν ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της και ότι το οφειλόμενο προς την εφεσείουσα ποσό ανέρχεται στα ΗΠΑ$6.035.645, εξέδωσε διάταγμα εκκαθάρισης της.
Με βάση, κυρίως, τα γεγονότα αυτά, η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι οι εναγόμενοι στην προαναφερθείσα αγωγή, περί τον Οκτώβριο 2007 και μετά, ενώ γνώριζαν την πιο πάνω οφειλή της εναγόμενης 1 προς την εφεσείουσα, συνωμότησαν να την εξαπατήσουν, με σκοπό να την εμποδίσουν να εισπράξει το ποσό που αυτή δικαιούται και έτσι προέβηκαν στη δόλια αποξένωση όλων των περιουσιακών στοιχείων της εναγόμενης 1. Συνεπεία των ενεργειών αυτών, η εφεσείουσα υπέστη ζημιά ύψους ΗΠΑ$12.446.229.
Το πιο πάνω ποσό, ομού με άλλες θεραπείες, αξιώνεται από την εφεσείουσα με την αγωγή που καταχώρησε εναντίον όλων των εναγομένων, έντεκα τον αριθμό, στη βάση ισχυριζόμενου δόλου, συνομωσίας προς εξαπάτηση και δόλιας αποξένωσης περιουσιακών στοιχείων, που αυτοί διέπραξαν περί τον Οκτώβριο 2007 και μετά, προς το σκοπό αποστέρησης από την εφεσείουσα της δυνατότητας είσπραξης από αυτούς του εν λόγω κατ΄ ισχυρισμό οφειλόμενου ποσού. Όπως έχουμε πληροφορηθεί από τους συνηγόρους των διαδίκων, η ακροαματική διαδικασία της αγωγής έχει αρχίσει και βρίσκεται σε εξέλιξη.
Ενιστάμενες στη συνέχιση της ισχύος του διατάγματος οι εφεσίβλητες 2 και 4 (εναγόμενες 5 και 7 αντίστοιχα), προέβαλαν διάφορους λόγους για ακύρωση του. Mεταξύ άλλων, προέβαλαν πως η εφεσείουσα δεν αποκάλυψε, ως όφειλε, ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης. Τα γεγονότα αυτά, όπως υποστήριξαν, καταδείκνυαν ότι οι ισχυρισμοί της εφεσείουσας για αντικανονική ή δόλια πληρωμή μερισμάτων και διάθεση περιουσιακών στοιχείων από την εναγόμενη 1, είναι αβάσιμοι. Οι θέσεις της εφεσίβλητης 2 για το ζήτημα περιστρέφονταν γύρω από την οικονομική εικόνα της εναγόμενης 1, όπως αναφυόταν από τις οικονομικές καταστάσεις της για το έτος 2007. Ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι η εναγόμενη 1 πώλησε όλες τις μετοχές της οποίες κατείχε σε θυγατρικές εταιρείες ήταν, κατά την εφεσίβλητη 2, ψευδής, ενώ οι ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις της εναγόμενης 1 για το χρόνο που έληξε στις 31.12.2007 αποδείκνυαν το αντίθετο. Φαινόταν, επίσης, από τις εν λόγω καταστάσεις πως η εναγόμενη 1 είχε καθαρά κέρδη ύψους €631.001.660 για το έτος που έληξε στις 31.12.2007, επομένως δικαιολογείτο η πληρωμή μερίσματος €619.939.550, ποσό που δεν ξεπερνούσε τα κέρδη της, ενώ η εναγόμενη 1 πώλησε τις επενδύσεις της σε θυγατρικές εταιρείες για το ποσό των €610.090.076. Η απαίτηση δε της εφεσείουσας δεν παρουσιάζεται στις εν λόγω καταστάσεις επειδή αμφισβητείται. Στην οικονομική εικόνα της εναγόμενης 1, όπως φαινόταν στις ως άνω οικονομικές καταστάσεις, παρέπεμψε και η εφεσίβλητη 4, υπογραμμίζοντας ότι σύμφωνα με την τελική καθαρή της θέση ήταν φερέγγυα, με τα περιουσιακά της στοιχεία να ξεπερνούν τις υποχρεώσεις της κατά €2.6 εκατομμύρια και τις υποχρεώσεις της να μην ξεπερνούν τις €140.000. Άλλα γεγονότα, που κατά τις εφεσίβλητες, θα έπρεπε να είχαν αποκαλυφθεί δεν αφορούσαν άμεσα την οικονομική της εικόνα, όπως αντικατοπτρίζεται στις ως άνω οικονομικές της καταστάσεις, και έτσι δεν χρειάζεται να μας απασχολήσουν για τους λόγους που θα φανούν στη συνέχεια.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ικανοποιήθηκε στη βάση των ενώπιον του στοιχείων ότι η εφεσείουσα δεν αποκάλυψε «με πληρότητα και καθαρότητα», ως είχε υποχρέωση, όλα τα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης και ακύρωσε το προσωρινό διάταγμα, τονίζοντας ότι η αποκάλυψη ευμενούς ή δυσμενούς γεγονότος «θα πρέπει να γίνεται εις την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση και όχι να καταχωρούνται αθρόα επισυνημμένα διάφορα τεκμήρια». Αναφερόταν, κυρίως, στην εικόνα της οικονομικής κατάστασης της εναγόμενης 1, όπως αυτή παρουσιαζόταν στην ένορκη δήλωση η οποία υποστήριζε την υπό αναφορά αίτηση της εφεσείουσας. Εικόνα που είχε συνάφεια με τις ενέργειες και συμπεριφορά που η εφεσείουσα απέδιδε στους εναγόμενους, ισχυριζόμενη συνωμοσία και δόλο, επί των οποίων στηριζόταν κυρίως η απαίτηση της. Εν προκειμένω, κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, η εφεσείουσα παρουσίασε επιλεκτικά μόνο ορισμένα γεγονότα. Ο δε ισχυρισμός της περί αποξένωσης όλων των περιουσιακών στοιχείων της εναγομένης 1 ήταν αναληθής, ενώ δεν αποκάλυψε ότι η εναγόμενη 1 είχε έξι θυγατρικές εταιρείες, ούτε την αξία τους. Χαρακτήρισε ως λάθος την εισήγηση του τότε συνηγόρου της εφεσείουσας ότι η αξία των ως άνω θυγατρικών εταιρειών, όπως φαινόταν στις οικονομικές καταστάσεις της εναγόμενης 1 για το 2007 ήταν μόνο €28.474, δεδομένης αναφοράς στις καταστάσεις αυτές ότι το ποσό των €28.474 ήταν η τιμή κτήσεως τους.
Μετά την ακύρωση του διατάγματος, η εφεσείουσα δεν φαίνεται να διεκδίκησε την έκδοση νέου διατάγματος. Καταχώρησε, όμως, την παρούσα έφεση με την οποία προσβάλλεται η πρωτόδικη ετυμηγορία με τέσσερις λόγους έφεσης.
Υποστηρίζεται από την εφεσείουσα πως τα στοιχεία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε αποκαλύψει, ήταν καταχωρημένα στις οικονομικές καταστάσεις που επισυνάπτονταν στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση της για το παρεμπίπτον διάταγμα. Αγνόησε το Δικαστήριο, παρασυρόμενο από μη ουσιώδη στοιχεία που περιέχονται στις εν λόγω καταστάσεις ότι η εναγόμενη 1 τελεί υπό εκκαθάριση μετά από απόφαση αρμοδίου Δικαστηρίου, το οποίο την έκρινε ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της. Επίσης, λανθασμένα εναπόθεσε υπερβολικό βάρος στους ώμους της εφεσείουσας αναφέροντας ότι αυτή γνώριζε ή έπρεπε να γνωρίζει μέσω έρευνας στην οποία προέβηκε για τις έξι θυγατρικές εταιρείες και για την κατά προσέγγιση αξία τους, η οποία δεν ήταν και ούτε μπορούσε εύλογα να γίνει γνωστή στην εφεσείουσα, υπογραμμίζοντας παράλληλα πως οι εφεσίβλητοι δεν προσκόμισαν οποιαδήποτε στοιχεία ότι η εναγόμενη 1 κατέχει ακόμη τις μετοχές της στις εν λόγω θυγατρικές εταιρείες, καθώς επίσης για την αξία τους. Επομένως, κακώς απορρίφθηκε από το Δικαστήριο η εισήγηση του συνηγόρου της εφεσείουσας ότι η αξία των θυγατρικών εταιρειών ήταν αυτή που φαινόταν στις Οικονομικές Καταστάσεις του 2007, στη βάση ότι «είναι λάθος». Δόθηκε δε, κατά την εφεσείουσα, υπερβολική έμφαση από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στον ισχυρισμό της ότι η εναγόμενη 1 αποξένωσε «όλα» τα περιουσιακά της στοιχεία, παραβλέποντας ότι μετά την πώληση των μετοχών θυγατρικών εταιρειών της, δεν παρέμειναν στην εναγόμενη 1 περιουσιακά στοιχεία τέτοιας αξίας που να καλύπτουν την απαίτηση της.
Από την άλλη πλευρά οι εφεσίβλητοι 2 και 4 υπεραμύνονται της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης. Απορρίπτουν τις θέσεις της εφεσείουσας, επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά, τα όσα υποστήριξαν πρωτόδικα.
Η αποκάλυψη των ουσιωδών γεγονότων, εκείνων δηλαδή που μπορεί να επιδράσουν στη δικαστική κρίση, συναρτάται με την καλή πίστη η οποία πρέπει να υπάρχει σε κάθε περίπτωση που επιζητείται θεραπεία στην απουσία του αντιδίκου. Η υποχρέωση της πλήρους αποκάλυψης δεν καλύπτει μόνο εκείνα τα γεγονότα που είναι γνωστά στον αιτητή, αλλά επεκτείνεται και σε εκείνα τα γεγονότα τα οποία ο αιτητής θα μπορούσε να αποκαλύψει με εύλογη έρευνα, (βλ. Χριστοφόρου v. Γρηγορίου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248). Η διαπίστωση μη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων καθιστά το διάταγμα που εκδόθηκε στη βάση μονομερούς αίτησης ακυρωτέο, αφού διασαλεύει την πραγματική βάση του (βλ. The Timberland Co of USA v. Evans & Sons Ltd κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 1179). Το κριτήριο του τι συνιστά ουσιώδες γεγονός είναι αντικειμενικό. Η πρόθεση εξαπάτησης δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ακύρωση διατάγματος λόγω παράλειψης ουσιωδών γεγονότων.
Ως έχει αναφερθεί, το πρωτόδικο Δικαστήριο παραπέμποντας σε σχετική επί του θέματος νομολογία, δέχθηκε το επιχείρημα των εφεσίβλητων και ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια ακύρωσε το υπό αναφορά διάταγμα. Δεν θεωρούμε ότι υπάρχει περιθώριο για επέμβαση στην πρωτόδικη κρίση. Από τα γεγονότα που έχουμε ενώπιον μας φαίνεται ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως δεν αποκαλύφθηκαν ουσιώδη γεγονότα, στο μονομερές στάδιο της αίτησης της εφεσείουσας για την έκδοση του προσωρινού διατάγματος, είναι ορθό. Η εναγόμενη 1, όπως διαπιστώθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντίθετα με όσα διατεινόταν η εφεσείουσα, είχε περιουσιακά στοιχεία, μεταξύ άλλων, έξι θυγατρικές εταιρείες το μετοχικό κεφάλαιο των οποίων της ανήκε κατά 100% και η αξία κτήσης τους ήταν €28.474. Σε συμφωνία με το Δικαστήριο θεωρούμε ότι η εφεσείουσα έπρεπε να είχε υποδείξει την ύπαρξη των εταιρειών αυτών με σχετική αναφορά στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση της, αφού επρόκειτο για στοιχεία που μπορούσαν να επηρεάσουν την κρίση του Δικαστηρίου κατά την εξέταση της μονομερούς αίτησης. Όχι μόνο δεν το έπραξε, αλλά πρόβαλε παραπλανητικά και αναληθώς ότι η εναγόμενη 1 είχε αποξενώσει όλα τα περιουσιακά της στοιχεία, δήλωση η οποία, όπως ήταν διατυπωμένη, αφορούσε όλες τις μετοχές που αυτή κατείχε σε θυγατρικές εταιρείες.
Η εφεσείουσα δεν υπέδειξε την καλή πίστη (uberimma fides) με την οποία ήταν επιφορτισμένη, προσερχόμενη στο Δικαστήριο για να διεκδικήσει θεραπεία στην απουσία του αντιδίκου, αφού η αποκάλυψη στην οποία προέβηκε δεν ήταν ούτε ειλικρινής ούτε πλήρης. Η επισύναψη στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε τη μονομερή αίτηση των Οικονομικών Καταστάσεων του 2007, στις οποίες φαινόταν η ύπαρξη των έξι εταιρειών και η τιμή κτήσεως τους, δεν συνιστούσε αποκάλυψη (βλ. Demstar Ltd v Zim Israel Navigation Co Ltd κ.ά (1998) 1 ΑΑΔ 597 και Interpartemental Concern "Uralmetrom" v Besuno Ltd (2014) 1 ΑΑΔ 557). Για το ζήτημα που εδώ απασχολεί θεωρούμε ότι χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στην απόφαση του Εφετείου που δόθηκε από τον Ερωτοκρίτου, Δ., στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση των Commerzbank Auslandsbanken Holding A.G. κ.ά Πολιτική Έφεση Αρ. Ε6/2014, ημερομηνίας 27.2.2015, ECLI:CY:AD:2015:A140, από την οποία παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα:
«Λόγω των δραστικών επιπτώσεων που συνήθως ακολουθούν εύρημα δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε πλήρης αποκάλυψη, τα τελευταία χρόνια διαπιστώθηκαν δύο φαινόμενα. Πρώτον, μια δικαιολογημένη φοβία εκ μέρους των δικηγόρων των αιτητών ως προς τον κίνδυνο να θεωρηθεί η πλευρά τους ότι δεν προέβη σε πλήρη αποκάλυψη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να τίθενται ενώπιον των δικαστηρίων όγκοι εγγράφων, τα οποία, χωρίς οποιαδήποτε επεξήγηση, τις περισσότερες φορές τείνουν να συσκοτίζουν παρά να διαφωτίζουν το δικαστήριο. Όπως τονίστηκε από το αγγλικό Εφετείο στην υπόθεση National Bank of Sharjah v. Dellborg, The Times, December 24, 1992 (CA), υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά μεταξύ ειλικρινούς και πλήρους αποκάλυψης και του κατακλυσμού του δικαστηρίου με σωρεία εγγράφων, πλείστα των οποίων είναι μη ουσιώδη και αχρείαστα για τους σκοπούς που τίθενται ενώπιον του δικαστηρίου. Γι' αυτό είναι πολύ σημαντικό όπως στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, να επεξηγείται με τρόπο λακωνικό η σημασία των εγγράφων που επισυνάπτονται. Περαιτέρω, θα πρέπει να τονίζεται το σημαντικό μέρος των εγγράφων, ώστε τα ουσιώδη θέματα να αναδύονται εύκολα με μια απλή συνδυασμένη ανάγνωση της ένορκης δήλωσης και των εγγράφων. Διαφορετικά υπάρχει κίνδυνος η αποκάλυψη να μην θεωρηθεί ειλικρινής και πλήρης.»
Δεν αγνοούμε, βέβαια, τη θέση της εφεσείουσας ότι οι Οικονομικές Καταστάσεις αφορούν στο έτος 2007, ενώ η αίτηση για παρεμπίπτον διάταγμα με τη συνοδευτική της ένορκη δήλωση καταχωρήθηκε αρκετό χρόνο αργότερα, στις 8.7.2010. Η εφεσείουσα, ωστόσο, παραγνωρίζει ότι όλες οι αποδιδόμενες στους εναγόμενους ενέργειες περί δόλου, συνομωσίας και αποξένωσης περιουσιακών στοιχείων, ανάγονται χρονικά στην περίοδο Οκτώβριο/Νοέμβριο 2007 και συναρτώνται από την ίδια με την οικονομική εικόνα της εναγόμενης 1 κατά την περίοδο εκείνη. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά, στην οποία παραπέμπει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην παράγραφο 20 της εν λόγω ένορκης δήλωσης ότι «η εναγόμενη 1 στερείται άλλων περιουσιακών στοιχείων και έτσι με τις ενέργειες τους οι εναγόμενοι έχουν καταδολιεύσει τους ενάγοντες και κατέστησαν ανίκανον να εισπράξει οποιοδήποτε ποσό». Η επιλεκτική δε παρουσίαση από την εφεσείουσα ορισμένων μόνο γεγονότων και η αναληθής αναφορά της ότι η εναγόμενη 1 αποξένωσε όλα τα περιουσιακά στοιχεία που αυτή κατείχε, ορθά προκάλεσαν την παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «Η αιτήτρια [εφεσείουσα] επέλεξε να παρουσιάσει μια άλλη κατάσταση πραγμάτων, ευνοϊκή δι' αυτή, προκειμένου να επιτύχει την έκδοση των προσωρινών διαταγμάτων εν γνώσει της ότι αυτή δεν είναι ορθή». Θεωρούμε ότι ούτε η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στην Αίτηση Αρ. 6/08, με την οποία εκδόθηκε διάταγμα εκκαθάρισης της εναγόμενης 1 στις 27.11.2009, επιδρά με οποιοδήποτε τρόπο στην πιο πάνω θεώρηση των πραγμάτων, δεδομένου του χρόνου στον οποίο ανάγονται τα γεγονότα που συνθέτουν το αγώγιμο δικαίωμα της εφεσείουσας σε σχέση με τις εφεσίβλητες 2 και 4.
Ενόψει της κατάληξης μας, δεν κρίνεται σκόπιμη η εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/ΣΓεωργίου
[1] Δεν μετέχει στην παρούσα διαδικασία