ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:D118
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική αίτηση 46/17
[Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ]
30 Mαρτίου, 2017
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ με το Αρ.155(4) του Συντάγματος και τα άρθρα 3 και 9 του Περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Διάφορες Διατάξεις) Νόμου του 1964.
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ με τα ’ρθρα 8, 11(2)(στ), 28, 29, 30(2) και 35 του Συντάγματος και τα άρθρα 3 και 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Ελευθεριών και το άρθρο 33 της Σύμβασης του 1951 για το καθεστώς των Προσφύγων (Σύμβαση της Γενεύης) και το άρθρο 8(1)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου αρ. 6(Ι)/2000
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ με την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ημερομηνίας 21/03/2017 για την μη παραπομπή νομικού ερωτήματος στο Ανώτατο Δικαστήριο στην Αίτηση Έκδοσης υπ' αριθμόν 7/2016
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ με την αίτηση του Izhak Levi για παραχώρηση άδειας
για την καταχώρηση αίτησης για την έκδοση προνομιακού
εντάλματος τύπου Mandamus και τύπου Certiorari
------------------------------------
Χ.Αλεξάνδρου, (κα.) με Ελ.Κάττου, (κα.), για Δημητρίου & Δημητρίου ΔΕΠΕ, για τον αιτητή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο αιτητής με την παρούσα αίτηση αιτείται ως ακολούθως:
Α. ’δεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου για καταχώριση αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος φύσεως Mandamus, δια του οποίου να διατάσσεται το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας να παραπέμψει στο Ανώτατο Δικαστήριο Νομικό Ερώτημα στην Αίτηση Έκδοσης 7/2016.
Β. ’δεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου για καταχώριση αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος φύσεως Certiorari για την ακύρωση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ημ. 21/03/2017 στην Αίτηση Έκδοσης 7/2016 δυνάμει της οποίας απερρίφθη αίτημα για σύνταξη και υποβολή υπομνήματος (case stated) με νομικό ερώτημα προς το Ανώτατο Δικαστήριο.
Γ. Αναστολή εκδίκασης της Αίτησης Έκδοσης με αριθμό 7/2016 μέχρι την τελική εκδίκαση της Αίτησης για άδεια και/ή της Αίτησης Έκδοσης Προνομιακού Εντάλματος φύσεως Mandamus και/ή Certiorari.
Η αίτηση έχει ως νομική βάση τα ’ρθρα 8, 11(2)(στ), 28, 29, 30(2), 35, 155(4) 169, και 188 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, στα άρθρα 3 και 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Θεμελιωδών Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Ελευθεριών και στον Καταστατικό χάρτη των Ηνωμένων Εθνών για την οικουμενική προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στα άρθρα 29 και 30 του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, στο άρθρο 33 της Σύμβασης του 1951 για το καθεστώς των Προσφύγων (Σύμβαση της Γενεύης) και το άρθρο 8(1)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου αρ. 6(Ι)/2000, στα άρθρα 3 και 9 των Περί Απονομής της Δικαιοσύνης ( Ποικίλαι Διατάξεις ) Νόμων του 1964 μέχρι 1991 και/ή μετέπειτα, στην Διαταγή 53 των Θεσμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου που ίσχυε στη Αγγλία και εφαρμόζεται ως ανάλογο εσωτερικό δίκαιο και στο περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, κεφ. 6, στις εξουσίες και πρακτική του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την άσκηση δικαιοδοσίας του να εκδίδει Προνομιακά Διατάγματα (Prerogative orders).
Στηρίζεται δε σε έκθεση γεγονότων και ένορκη δήλωση της κυρίας ΄Ελενας Κάττου - δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τον αιτητή. Η αναγκαιότητα καταχώρησης της παρούσας αίτησης, κατά τον αιτητή, προέκυψε μετά από ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας σε διαδικασία έκδοσης υπ΄αριθμό 7/16 εναντίον του αιτητή. Τα μόνα στοιχεία τα οποία προκύπτουν από τη δικογραφία της παρούσας αίτησης σε σχέση με την αίτηση για έκδοση φυγοδίκου είναι ότι στις 23.1.2017 ήταν ορισμένη για ακρόαση. Κατά την εν λόγω ημερομηνία ο καθ΄ου η αίτηση (αιτητής στην παρούσα) προέβη σε αίτημα παραπομπής νομικού ερωτήματος προς το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο έχει ως εξής:
«Από την στιγμή που υπάρχει εκκρεμούσα αίτηση πολιτικού ασύλου πρέπει το Δικαστήριο να περιμένει την έκδοση τελικής απόφασης της αίτησης πολιτικού ασύλου και μετά να εξετάσει την αίτηση έκδοσης του προσώπου δυνάμει του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970 (97/1970) και του κυρωτικού Νόμου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως Φυγοδίκων 95/1970 ενόψει των προνοιών του Συντάγματος και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951;»
Η υπόθεση ορίστηκε στη συνέχεια στις 14.3.2017 «για παράθεση διευκρινίσεων» και μετά από αίτημα της συνηγόρου της Δημοκρατίας ώστε να τοποθετηθεί επί του θέματος η υπόθεση ορίστηκε στις 21.3.2017 για ακρόαση. Την ημέρα αυτή ο συνήγορος του αιτητή κατέθεσε, όπως παρατίθεται στην ένορκη δήλωση, γραπτό κείμενο ως αγορεύσεις με ανάλυση της σχετικής νομολογίας. (τεκμ.2). Στη συνέχεια αγόρευσε η δικηγόρος της Δημοκρατίας. Το Δικαστήριο, μετά το πέρας των αγορεύσεων, εξέδωσε την απόφαση του ημερ. 21.3.2017 που αποτελεί το λόγο για τον οποίο ο αιτητής προσφεύγει ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Αποτελεί παράπονο του αιτητή ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τη συμπληρωματική αγόρευση του δικηγόρου του επί του θέματος (τεκμ.3) και ότι χωρίς διάλειμμα εξέδωσε ex-tempore τη σχετική απόφαση του. Το γεγονός ότι δεν έλαβε υπόψη του τη συμπληρωματική αγόρευση, κατά τη θέση του αιτητή, καταδείκνυε ότι το θέμα ήταν προαποφασισμένο και το δικαστήριο ενήργησε κατά παράβαση των αρχών της δίκαιης δίκης και δη του ΄Αρθρου 30(2) του Συντάγματος αφού δεν ενήργησε ως αμερόληπτο και ανεπηρέαστο Δικαστήριο. (3ος λόγος του αιτήματος). Ως 1ος λόγος καταγράφεται στη δικoγραφία της Αίτησης ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και καθ΄έκδηλην υπέρβαση του Νόμου, του Συντάγματος και της Σύμβασης της Γενεύης, δια της απόφασης του ημ. 21/03/2017 απέρριψε αίτημα του αιτητή για παραπομπή Νομικού Ερωτήματος στο Ανώτατο Δικαστήριο βασιζόμενο στο ότι δεν έχει εντοπίσει την νομική βάση του αιτήματος. Ως 2ος λόγος καταγράφεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε και/ή δεν έλαβε υπόψη του ότι το Νομικό Ερώτημα το οποίο ο Αιτητής ζήτησε όπως παραπεμφθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο, αποτελεί νομικό ερώτημα για το οποίο δεν υπάρχει σαφής καθοδήγηση αλλά δύο διιστάμενες απόψεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ως εκ τούτου έπρεπε να παραπεμφθεί και δεν εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά πόσον θα παραπέμψει ή όχι αυτό. Ως 4ος λόγος αναφέρεται ότι ο ορισμός της υπόθεσης για ακρόαση εντός 2 εβδομάδων από τις 21.3.2017. δηλαδή στις 3 και 7.4.2017, κατά την κρίση της πλευράς του αιτητή συνιστούσε παράβαση των δικαιωμάτων του καθότι δεν ακολουθήθηκε αίτημα του συνηγόρου για να του δοθεί χρόνος ώστε να λάβει οδηγίες από τον αιτητή ως προς την άσκηση των ένδικων μέσων επανεξέτασης της επίδικης απόφασης. Σύμφωνα με τον αιτητή η παρούσα διαδικασία αποτελεί τη μόνη διαθέσιμη και πρακτικά εφαρμοστέα δικονομική «εγγύηση με βάση το εθνικό δίκαιο ώστε το Ανώτατο Δικαστήριο να αποκαταστήσει τη νομιμότητα στον αιτητή, αφού σε περίπτωση που διαταχθεί όπ0ως ο αιτητής εκδοθεί στο Ισραήλ, ήτοι τη χώρα καταγωγής του η οποιαδήποτε μεταγενέστερη απόφαση του Εφετείου δεν θα μπορέσει να εκτελεστεί και δεν θα έχει ουσία για τον αιτητή». (5ος λόγος).
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σημαντική παράμετρος ως προς την αντίκριση των αιτουμένων θεραπειών είναι ίδια η διαδικασία που έλαβε χώρα ενώπιον του Δικαστηρίου στις 21.3.2017. Παρά ταύτα παρατηρώ ότι δεν έχει επισυναφθεί επί της Αίτησης ή της ΄Ενορκης Δήλωσης ή της ΄Εκθεσης, πρακτικό που να αποδίδει τη διαδικασία, όπως τηρήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.
Ο αιτητής παραπονείται ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τη συμπληρωματική του αγόρευση, πλην όμως δεν παρατίθεται ενόρκως πώς η συμπληρωματική αυτή αγόρευση κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου. Ούτε παρέχεται πληροφόρηση αν δόθηκε άδεια για συμπληρωματικές αγορεύσεις. Παραμένει λοιπόν ένα κενό ως προς τα στοιχεία τα οποία ο αιτητής όφειλε να παραθέσει επαρκώς και με ενίσχυση τους αντίγραφο πρακτικών της διαδικασίας.
Όπως είναι νομολογημένο η διαδικασία έκδοσης προνομιακών ενταλμάτων αποτελεί εξαιρετική διαδικασία και ως εκ τούτου οι υποχρεώσεις του αιτητή ως προς την παρουσίαση των γεγονότων με βάση τα οποία επιδιώκει θεραπεία να είναι ιδιαίτερα αυστηρές (βλ. Κωνσταντίνου Αργυρίδη, Πολ. ΄Εφ. 304/15 κ.ά., 21.12.2016).
Παραπονείται επίσης ο αιτητής για το ότι ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής εξέδωσε την απόφαση του χωρίς διάλειμμα από την έδρα, (ex- tempore). Θεωρώ ότι η απόδοση κατηγορία «προαπόφασης» και αλλότριου κινήτρου στο δικαστήριο, ενόψει αυτού και μόνο του γεγονότος - και μάλιστα χωρίς παράθεση ικανοποιητικών στοιχείων είναι (τουλάχιστον) αδικαιολόγητη. Το ίδιο αδικαιολόγητο είναι το παράπονο του για τη μη έγκριση αιτήματος αναβολής από το Δικαστήριο ώστε ο αιτητής να αποφασίσει τα ένδικα μέσα εναντίον της απόφασης.
Εν πάση περιπτώσει, εκείνο που προκύπτει από το περιεχόμενο της επίδικης απόφασης ημερ. 21.3.2017 είναι ότι το Δικαστήριο εξέτασε τη νομική πτυχή σε σχέση με την παραπομπή νομικού ερωτήματος, όπως διαμορφώθηκε ενώπιον του, και κατέληξε στα συμπεράσματα του. Ορθά δε το Πρωτόδικο Δικαστήριο καθόρισε τη φύση της ενώπιον του διαδικασίας, αφού αυτό προφανώς καθόριζε και τη δυνατότητα παροχής της θεραπείας σε σχέση με την παραπομπή νομικού ερωτήματος ή όχι. Αναφέρει λοιπόν ότι η διαδικασία έκδοσης φυγοδίκου συνιστά πολιτική διαδικασία συνυφασμένη με την πολιτική διαδικασία του Επαρχιακού Δικαστηρίου και οι αποφάσεις στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας υπόκεινται σε έφεση με βάση το άρθρο 25(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60. (Βλ. Ιn re Zamin (1983) 2 C.L.r. 188, Aστυνομία ν. Feras a.o. (1990) 2 A.A.Δ. 14, Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1995)1 Α.Α.Δ.361, Μελάς v. Αρχηγού Αστυνομίας κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ 2261, Κυπριακή Δημοκρατία v. Ivan Kolesnikov (2008)1 A.A.Δ. 594, Kotlyarenko v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2009) 2 A.A.Δ. 269 και Γενικός Εισαγγελέας ν.Nikolay, (2009)1 A.A.Δ.1299). Στη βάση δε αυτού του κύριου σκεπτικού του Δικαστηρίου, το οποίο ενισχύεται και από τη νομολογία, προκύπτει ότι ενδιάμεσα αιτήματα που υποβάλλονται στα πλαίσια μιας πολιτικής διαδικασίας πρέπει να διατυπώνονται με σαφήνεια θεραπείας αλλά και νομικής βάσης. Γι΄αυτό το Επαρχιακό Δικαστήριο θεώρησε ότι το αίτημα που υποβλήθηκε ενώπιον του για παραπομπή νομικού ζητήματος έπρεπε να τύχει ανάλογης νομικής θεμελίωσης. Στη βάση δε του κειμένου που παρουσιάστηκε από πλευράς του αιτητή, ως κύρια αγόρευση, το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι δεν έχει εντοπίσει ποία είναι η νομική βάση του αιτήματος η οποία προσδίδει δικαιοδοσία στο Δικαστήριο να εκδώσει την αιτούμενη διαταγή. Παρατηρεί δε ακόμη ότι και η νομολογία που του εδόθη δεν αφορούσε νομική θεμελίωση της αιτουμένης θεραπείας σε πολιτική διαδικασία τέτοιας φύσεως εξηγώντας γιατί οι συγκεκριμένες υποθέσεις που του αναφέρθησαν διαφοροποιούνται του αιτήματος. Αναφέρθηκε επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο στις δύο αποφάσεις, οι οποίες παρουσιάστηκαν και ενώπιον μου ως «αντικρουόμενη» νομολογία,[1] παρατηρώντας ότι το ζήτημα που η πλευρά του αιτητή αιτείται να παραπεμφθεί δεν έχει τέτοιο καινοφανή χαρακτήρα ώστε να έπρεπε να οδηγήσει το Δικαστήριο σε παραπομπή νομικού ερωτήματος. Για την τελευταία αυτή παράγραφο να αναφέρω ότι δεν φαίνεται να αποτελεί στοιχείο ουσιώδους κρίσεως που οδήγησε στην απορριπτική κατάληξη του αιτήματος. Μάλλον, ετέθη ως obiter της κύριας αντίληψης του Δικαστηρίου ότι δεν υπάρχει νομική βάση που να στηρίζει το αίτημα.
Παραγνωρίζει ο αιτητής ότι εκείνο που πρωταρχικά το Δικαστήριο έπρεπε να εξετάσει, όπως και έπραξε, ήταν η ίδια η δυνατότητα του να επιδιώκει παραπομπή νομικού ερωτήματος στα πλαίσια μιας πολιτικής διαδικασίας. Για να γίνει τούτο κατορθωτό έπρεπε να τεθεί και να θεμελιωθεί η νομική βάση όχι της ουσίας του ερωτήματος, όπου ενδεχομένως έρχεται στο προσκήνιο το άρθρο 33 της Συνθήκης[2], ως άνω, αλλά η ίδια η δικονομική δυνατότητα για ενεργοποίηση τέτοιας παραπομπής σε μια διαδικασία που δεν είναι ποινική (οπότε να ίσχυε το άρθρο 148 της Ποινικής Δικονομίας) και δεν ήταν διαδικασία Οικογενειακού Δικαστηρίου, ούτε αφορούσε θέμα αντισυνταγματικότητας ώστε να ενεργοποιηθεί - στο βαθμό που θα μπορούσε - το ΄Αρθρο 144 του Συντάγματος (βλ. The Attorney General v. Mustafa Ibrahim a.o. (1964)3 C.L.R. 195 και το Σύγγραμμα Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ν.Λοϊζου, σελ.324-327).
΄Εχοντας εξετάσει προσεκτικά τους λόγους που προβάλλει ο αιτητής για τις αιτούμενες θεραπείες καταλήγω ότι δεν παρέχεται πειστικό βάθρο επέμβασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου με παροχή αδείας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως certiorari και mandamus για τους λόγους που εξηγούνται πιο πάνω.
Συνεπακόλουθα η αίτηση απορρίπτεται.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου,
Δ.
[1] Πολιτική Αίτηση αρ. 140/15 Κonovalova, ημερ.13.11.2015 και Πολ. Αίτ. αρ. 121/16 Μohamed Emam, ημερ. 16.2.17.
[2] Απαγόρευσις απελάσεως ή επαναπροωθήσεως Αρθρον 33. -
1. Ουδε΅ία Συ΅βαλλο΅ένη Χώρα θα απελαύνη ή θα επαναπροωθή, καθ' οιονδήποτε τρόπον, Πρόσφυγας, εις τα σύνορα εδαφών ένθα η ζωή ή ελευθερία αυτών απειλούνται δια λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων.
2. Το εκ της παρούσης διατάξεως απορρέον ευεργέτη΅α δεν δύναται πάντως να επικαλήται πρόσφυξ όστις, δια σοβαράς αιτίας, θεωρείται επικίνδυνος εις την ασφάλειαν της χώρας ένθα ευρίσκεται ή όστις, έχων τελεσιδίκως καταδικασθή δι' ιδιατέρως σοβαρόν αδίκη΅α, αποτελεί κίνδυνον δια την Χώραν