ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A111
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 373/2011)
24 Μαρτίου, 2017
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
1. ΦΩΤΕΙΝΗΣ ΒΑΤΙΣΤΑ,
2. ΣΟΦΙΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
_ _ _ _ _ _
Κ. Σαβεριάδης, για τον Εφεσείοντα.
Χρ. Χατζηλοϊζου, για τις Εφεσίβλητες.
_ _ _ _ _ _
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείοντας-ενάγοντας ήταν ιδιοκτήτης ακινήτου, δύο διαμερισμάτων, στον πρώτο όροφο πολυκατοικίας, στη Νεάπολη, στη Λεμεσό. Τα διαμερίσματα αυτά (τα οποία στη συνέχεια θα αναφέρονται ως το επίδικο ακίνητο) είχαν ενιαίο τίτλο ιδιοκτησίας (τεκμήριο 1) και έφεραν αριθμούς θύρας 2(α) και 2(β). Το διαμέρισμα 2(α) αποτελείτο από δύο υπνοδωμάτια και το ενοικίαζε στην Εφεσίβλητη 1 - εναγόμενη 1, θυγατέρα της Εφεσίβλητης 2 - εναγόμενης 2. Το διαμέρισμα 2(β), ενός υπνοδωματίου, ενοικιαζόταν σε άλλο πρόσωπο.
Στις 8.9.2005 το επίδικο ακίνητο μεταβιβάστηκε, δυνάμει μεταξύ των μερών συμφωνίας, στην Εφεσίβλητη 2. Είχε προηγηθεί γραπτή συμφωνία (τεκμήριο 2) μεταξύ Εφεσείοντα και Εφεσίβλητης 1 για μεταβίβαση επ΄ ονόματί της του υπό αναφορά ακινήτου, πλην όμως, για λόγους που δεν τελούν υπό αμφισβήτηση, τελικά η μεταβίβαση έγινε επ΄ ονόματι της Εφεσίβλητης 2. Συγκεκριμένα, είχε διαπιστωθεί στο Κτηματολόγιο ότι δεν μπορούσε να μεταβιβασθεί στην Εφεσίβλητη 1, διότι αυτή είχε ελληνική υπηκοότητα και δεν είχε εξασφαλίσει τις απαραίτητες προς τούτο άδειες από τις αρμόδιες αρχές. Για το λόγο αυτό και επειδή ο Εφεσείοντας αντιμετώπιζε πιεστικές οικονομικές ανάγκες, συμφώνησε με τις Εφεσίβλητες όπως η μεταβίβαση γίνει επ΄ ονόματι της Εφεσίβλητης 2 με τους ίδιους όρους ως προνοούσε η συμφωνία τεκμήριο 2. Υπό τις συνθήκες αυτές, έλαβε χώραν η μεταβίβαση του επίδικου ακινήτου στην Εφεσίβλητη 2 για το ποσό των τότε ΛΚ45.000.
Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ο Εφεσείοντας διεκδικούσε ακύρωση της συμφωνίας πώλησης και μεταβίβασης του ακινήτου, διάταγμα επαναμεταβίβασής του επ΄ ονόματί του και γενικές και ειδικές αποζημιώσεις. Ο,τι αποτέλεσε κεντρικό άξονα των θέσεών του και σημείο τριβής στην πρωτόδικη διαδικασία, ήταν ο ισχυρισμός του Εφεσείοντα ότι η συμφωνία του, αρχικά με την Εφεσίβλητη 1 και στη συνέχεια και με τις δύο Εφεσίβλητες, προνοούσε ότι σε πρώτο στάδιο θα λάμβανε χώραν η μεταβίβαση του επίδικου ακινήτου ως σύνολο, ήτοι και των δύο διαμερισμάτων, αφού αυτά καλύπτονταν από ενιαίο τίτλο, αργότερα όμως, μετά το διαχωρισμό των δύο διαμερισμάτων και την έκδοση ξεχωριστού τίτλου, οι Εφεσίβλητες θα του επαναμεταβίβαζαν το διαμέρισμα 2(β). Ηταν δηλαδή, πιο συνοπτικά, η θέση του ότι η επίδικη συμφωνία αφορούσε την πώληση και μόνο του διαμερίσματος 2(α), που ήδη ενοικίαζε η Εφεσίβλητη 1 και όχι και του διαμερίσματος 2(β) μαζί.
Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής, αξιολογώντας την ενώπιόν της μαρτυρία, απέρριψε, για λόγους που με λεπτομέρεια αναφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση, τους βασικούς ισχυρισμούς της πλευράς του Εφεσείοντα και, ως αποτέλεσμα, κατέληξε σε εύρημα ότι ο Εφεσείοντας συμφώνησε στην πώληση και μεταβίβαση του όλου ακινήτου, όπως αυτό περιγράφεται στον τίτλο ιδιοκτησίας, ο οποίος καλύπτει δύο διαμερίσματα, τα 2(α) και 2(β). Ηταν περαιτέρω εύρημα του δικαστηρίου ότι οι Εφεσίβλητες ουδέποτε συμφώνησαν με τον Εφεσείοντα την επαναμεταβίβαση σε αυτόν του διαμερίσματος 2(β). Αναπόδραστα, με βάση τα πιο πάνω ευρήματα, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι ο Εφεσείοντας απέτυχε να αποδείξει την υπόθεσή του και τις λεπτομέρειες δόλου και/ή ψευδών παραστάσεων που δικογραφούσε. Συνακόλουθα, η αγωγή απορρίφθηκε με έξοδα προς όφελος των Εφεσιβλήτων.
Οι επτά λόγοι έφεσης, με τους οποίους προσβάλλεται ως εσφαλμένη η πρωτόδικη κατάληξη, συμπλέκονται. Με τους πρώτους πέντε πλήττεται ως μεμπτή η αξιολόγηση της μαρτυρίας των βασικών μαρτύρων των δύο πλευρών. Με τον έκτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα αντιμετωπίστηκε από το δικαστήριο η συμφωνία τεκμήριο 2 και ότι παρερμηνεύθηκε η σχετικότητα και αποδεικτική αξία της. Τέλος, με τον έβδομο λόγο, τίθεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ασχολήθηκε και δεν σχολίασε την απουσία της Εφεσίβλητης 2 από την ακροαματική διαδικασία, ήτοι την παράλειψη της πλευράς των Εφεσιβλήτων να παρουσιάσουν και τη δική της μαρτυρία ως προς τα γεγονότα που καλύπτουν την υπόθεση.
Πάγια ευθυγραμμισμένη είναι η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως προς το ζήτημα του περιθωρίου επέμβασης του Εφετείου στον τρόπο με τον οποίο πρωτόδικο δικαστήριο αξιολογεί την ενώπιόν του μαρτυρία και προβαίνει στα ανάλογα ευρήματα. Όπως είχαμε την ευκαιρία να συνοψίσουμε στις Α. Χατζηαδάμου ν. Π. Παναγή κα, Π.Ε. 334/11 και 396/11, ημερ. 10.1.2017, με αναφορά στην Παπανδρέας Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφεση Αρ. 45/2014, ημερομηνίας 5.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:B470 και μεταγενέστερα στην Χρυσοδόντας ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφεση Αρ. 124/2016, ημερομηνίας 9.11.2016, ECLI:CY:AD:2016:B513:
«Με δεδομένο ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου βασίζονται κυρίως πάνω στην αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας που παρουσιάζεται, μπορεί να αποτυπωθεί ως απόσταγμα της όλης σχετικής νομολογίας, ότι το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και συνακόλουθα της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει, στα πλαίσια της ενώπιόν του ζωντανής διαδικασίας την όλη συμπεριφορά των μαρτύρων. Η εξουσία του Εφετείου για επέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, θα πρέπει πάντοτε να ασκείται με μεγάλη προσοχή, ακριβώς ώστε να μην εξουδετερώνεται το μεγάλο πλεονέκτημα που έχει το πρωτόδικο δικαστήριο της άμεσης επαφής με τους μάρτυρες. Ως εκ τούτου, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Σε σχέση με ζητήματα αντιφάσεων στη μαρτυρία, επέμβαση του Εφετείου χωρεί στην περίπτωση και μόνο όπου αυτές είναι τέτοιας μορφής που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Ως τέτοιες μπορούν να καθορισθούν οι αντιφάσεις οι οποίες, υπό το φως της φύσης της υπόθεσης και του ζητήματος που καλύπτουν, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος.»
Η αποδοχή από το πρωτόδικο δικαστήριο της ουσιαστικής για την υπόθεση μαρτυρίας της πλευράς της υπεράσπισης - Εφεσιβλήτων και η αντίστοιχη απόρριψη αυτής του Εφεσείοντα, στηρίχθηκε όχι μόνο στην εντύπωση που έδωσαν οι μάρτυρες κατά την πορεία παράθεσης των θέσεών τους από το εδώλιο του μάρτυρα, αλλά και σε αναφορά με τεκμήρια που τέθηκαν ενώπιόν του. Συγκεκριμένα, σε αντιπαραβολή με τα διαλαμβανόμενα στο αγοραπωλητήριο έγγραφο (τεκμήριο 2) και στη δήλωση μεταβίβασης ακινήτου (τεκμήριο 12(Α)), την οποία ο Εφεσείοντας και η Εφεσίβλητη 2 υπέγραψαν κατά την μεταβίβαση του επίδικου ακινήτου. Όπως, ορθά, εντοπίζεται από το πρωτόδικο δικαστήριο, όρος επαναμεταβίβασης του διαμερίσματος 2(β) δεν είχε τεθεί στο αγοραπωλητήριο έγγραφο. Αντίθετα, με σαφήνεια καθοριζόταν ως πωληθέν το όλο ακίνητο, όπως αυτό περιγραφόταν στον τίτλο ιδιοκτησίας και όπως δηλώθηκε στο Κτηματολόγιο. Τυχόν ζήτημα επαναμεταβίβασης θα ήταν, ως εκ της φύσεώς του, καθοριστικό και ουσιώδες. Κατά συνέπεια, εύλογα θα αναμενόταν, εάν αυτή ήταν η πρόθεση των συμβαλλομένων μερών, σχετικός όρος να αναγραφόταν στην επίδικη συμφωνία και σε καμία περίπτωση θα μπορούσε να εξυπακούεται. Περαιτέρω, στη δήλωση μεταβίβασης συμπεριλαμβανόταν και δήλωση των δύο συμβαλλομένων μερών, σύμφωνα με την οποία δεν συμφωνήθηκε επαναμεταβίβαση του ακινήτου στον δικαιοπάροχο, ήτοι στον Εφεσείοντα, για οποιοδήποτε λόγο. Υπό το πρίσμα αυτού του πλέγματος των γεγονότων, δεν χωρεί επέμβαση του Εφετείου στην αξιολόγηση και τα συνακόλουθα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, η σχετική προσέγγιση του οποίου ήταν όχι μόνο ορθή, αλλά και η μόνη, λογικά, δυνατή επιλογή.
Ο έκτος λόγος έφεσης συναρτάται με όσα καλύπτουν οι πέντε πρώτοι λόγοι, αφού το αγοραπωλητήριο έγγραφο, τεκμήριο 2, αποτέλεσε ουσιαστικά τη λυδία λίθο ελέγχου της αξιοπιστίας των βασικών μαρτύρων.
Ηταν η σχετική επί του υπό εξέταση λόγου έφεσης θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του Εφεσείοντα, ότι η προηγηθείσα γραπτή συμφωνία μεταξύ Εφεσείοντα και Εφεσίβλητης 1, ήτοι το τεκμήριο 2, ήταν απλώς ένα μέρος του ιστορικού της υπόθεσης και ότι ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε επίσημα στα πλαίσια της μεταβίβασης του επίδικου ακινήτου. Προεκτείνοντας, έθεσε ότι η τελική μεταβίβαση είχε ως βάση προφορική συμφωνία μεταξύ Εφεσείοντα και Εφεσίβλητης 2.
Με όλο το σεβασμό, η πιο πάνω προσέγγιση είναι αβάσιμη. Ηταν ξεκάθαρα δικογραφημένη θέση της ίδιας της πλευράς του Εφεσείοντα ότι η μεταβίβαση του επίδικου ακινήτου επ΄ ονόματι της Εφεσίβλητης 2 καλυπτόταν από τους ίδιους όρους που είχαν συμφωνηθεί σε προηγούμενο στάδιο μεταξύ Εφεσείοντα και Εφεσίβλητης 1 και είχαν αποτυπωθεί στο Τεκμήριο 2. Αναφέρεται, συγκεκριμένα, στην παράγραφο 10 της έκθεσης απαιτήσεως:
«Ενόψει των όσων αναφέρονται στην παράγραφο 9 ανωτέρω η μεταβίβαση του ακινήτου στη Εναγομένη 1 δεν κατέστη δυνατή και ως εκ τούτου προς αποφυγή μεγαλύτερης καθυστέρησης η οποία θα ήτο ζημιογόνος για την Εναγόμενη καθ΄ ότι θα συνέχιζε να καταβάλλει ή να υποχρεούται να καταβάλλει ενοίκιο προς τον Ενάγοντα, ο Ενάγων συμφώνησε μετά της Εναγομένης 1 και της Εναγομένης 2 όπως η μεταβίβαση του ακινήτου γίνει στο όνομα της Εναγομένης 2 με τους ίδιους όρους ως αυτοί είχαν συμφωνηθεί με την Εναγόμενη 1.»
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω, δεν εντοπίζουμε ο,τιδήποτε το μεμπτό στην προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με την αξιολόγηση και την αποδεικτική αξία του υπό αναφορά Τεκμηρίου 2.
Κατά τη συζήτηση ενώπιόν μας των λόγων έφεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα προώθησε και τη θέση περί ύπαρξης παράλληλης, προφορικής, συμφωνίας, η οποία προηγήθηκε του Τεκμηρίου 2 και αφορούσε βασικά στο ζήτημα της επαναμεταβίβασης.
Υπό το φως της πιο πάνω αναφοράς υπεισέρχεται στην εικόνα, από νομικής πλευράς, αφενός ζήτημα ύπαρξης παράλληλης συμφωνίας και αφετέρου η δυνατότητα προσκόμισης εξωγενούς μαρτυρίας.
Στην Πίγκος Εστέϊτς Λτδ ν. Μ. Θ. Καλογήρου, κ.α., ΠΕ 304/2009, ημερ. 28.9.2015, ECLI:CY:AD:2015:A628, εξετάστηκε το βασικό αξίωμα του αποκλεισμού εξωγενούς μαρτυρίας και των επιτρεπτών εξαιρέσεων. Σημειώνονται τα ακόλουθα:
«Συνιστά βασικό κανόνα σε ό,τι αφορά τις γραπτές συμβάσεις, ότι οι πρόνοιες που τις συναποτελούν και ρυθμίζουν τις σχέσεις των μερών, καθορίζοντας τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματά τους, δεν επιδέχονται εξωγενή μαρτυρία προκειμένου να προσθέσει, να αφαιρέσει, να τις τροποποιήσει ή να τις αντικρούσει. Είναι ο κανόνας αποκλεισμού εξωγενούς μαρτυρίας όσον αφορά σε γραπτές συμβάσεις. Εδράζεται στη φιλοσοφία ότι όπου τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν αποφασίσει να συνομολογήσουν γραπτή σύμβαση, τότε είναι το ίδιο το περιεχόμενό της και μόνο που περιέχει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους. Στον κανόνα αυτό έχουν αναγνωρισθεί εξαιρέσεις, οι οποίες παρέχουν τη δυνατότητα υπέρβασης των όρων ή των λέξεων που τα μέρη χρησιμοποίησαν στη σύμβαση, με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, να επιτρέπεται προσκόμιση εξωγενούς μαρτυρίας σε περίπτωση διευκρίνισης αμφιβολίας ή ασάφειας σε κάποιο έγγραφο προς το σκοπό της αποσαφήνισης της πρόθεσης των συμβαλλομένων. Η αναζήτηση της πραγματικής φύσης της συναλλαγής καθιστά επιτρεπτή την αποδοχή εξωγενούς μαρτυρίας, στα πλαίσια του καθήκοντος του Δικαστηρίου «να αναδείξει την αληθινή συναλλαγή, απαλλάσσοντάς την από ο,τιδήποτε διαπιστώνεται ότι αποτελεί μόνο μάσκα ή επικάλυψή της» (Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Κωνσταντίνου κ.α. (2001) 1 ΑΑΔ 1432, 1436).»
Περαιτέρω, δεν είναι αποδεκτή η παροχή εξωγενούς μαρτυρίας στις περιπτώσεις όπου θα προκύψει αντίφαση μεταξύ του περιεχομένου της μαρτυρίας αυτής και κάποιου συγκεκριμένου όρου της σύμβασης. Κατ΄ εξαίρεση όμως, είναι δυνατή η παροχή άδειας προς παρουσίαση τέτοιας εξωγενούς μαρτυρίας, σκοπός της οποίας θα είναι στην ουσία η διαφοροποίηση κατά τρόπο δραστικό της γραπτής σύμβασης, μέσω της μεθοδολογίας της παρεμφερούς ή παράλληλης σύμβασης (collateral contract).
Στην υπό κρίση περίπτωση και με δεδομένη την ύπαρξη γραπτής συμφωνίας, με βάση την οποία ξεκάθαρα καθοριζόταν ως αντικείμενο πώλησης το όλο ακίνητο που κάλυπτε ο τίτλος ιδιοκτησίας, ο Εφεσείοντας προσκόμισε, στην απουσία οποιασδήποτε ένστασης, μαρτυρία που στόχευε στην διαφοροποίηση του συγκεκριμένου όρου. Παρά την αδιαμφισβήτητη διάσταση μεταξύ της προφορικής μαρτυρίας και των γραπτών όρων της επίδικης συμφωνίας, το πρωτόδικο δικαστήριο επέτρεψε την παρουσίαση τέτοιας μαρτυρίας. Εκρινε όμως, τελικά, ότι δεν προηγήθηκε οποιαδήποτε άλλη, παράλληλη, συμφωνία μεταξύ των μερών, που συνίστατο στην επαναμεταβίβαση μέρους του επίδικου ακινήτου στον Εφεσείοντα. Όπως, ορθά, τόνισε, δεν υπήρχε κανένας λόγος περί του αντιθέτου και εύλογα θα αναμενόταν, εάν όντως αυτή ήταν η πρόθεση των συμβαλλομένων μερών, τέτοιος όρος να αποτυπωνόταν ρητώς στη γραπτή, επίδικη συμφωνία.
Σε ό,τι αφορά τον έβδομο και τελευταίο λόγο έφεσης, είναι αχρείαστη οιαδήποτε εκτεταμένη αναφορά. Η επιλογή της πλευράς των Εφεσιβλήτων να μην παρουσιάσει τη μαρτυρία οποιουδήποτε προσώπου, στην προκειμένη περίπτωση αυτή της Εφεσίβλητης 2, δεν θα μπορούσε να επιδράσει, υπό το φως των γεγονότων της υπόθεσης, αρνητικά, στην κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου, ούτε και συνιστούσε λόγο για σχολιασμό ή διαφορετική αξιολόγηση οποιασδήποτε άλλης μαρτυρίας.
Με βάση το σύνολο των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται. Τα έξοδα επιδικάζονται εις βάρος του Εφεσείοντα και προς όφελος των Εφεσιβλήτων, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΣΦ.