ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A109
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 355/2011)
24 Μαρτίου, 2017
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ Δ/στές]
ΠΟΛΥΞΕΝΗ ΤΟΜΑΡΙΔΟΥ-ΗΛΙΑΔΟΥ,
Εφεσείουσα,
ΚΑΙ
ΔΗΜΟΥ ΠΑΦΟΥ
Εφεσίβλητοι.
_________________________
Μ. Βασιλειάδης, για την Εφεσείουσα.
Ν. Χ΄΄ Ιωάννου για Χ. Καλογήρου, για τους Εφεσίβλητους.
__________________________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π..
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Με την αγωγή της η εφεσείουσα-ενάγουσα διεκδίκησε συνολικό ποσό Λ.Κ.1.438,50.- ως αποζημίωση για ζημιά που υπέστη στο αυτοκίνητο της με αρ. εγγραφής ΕΜΡ 480 όταν αυτό, ενώ βρισκόταν σταθμευμένο σε χώρο στάθμευσης των εφεσιβλήτων-εναγομένων, στις 13.10.2006, υπέστη ζημιά από πτώση κλώνου από δέντρο που βρίσκεται σε διπλανό χώρο πρασίνου, ιδιοκτησίας και/ή υπό τον έλεγχο των εφεσιβλήτων-εναγομένων. Στην έκθεση απαίτησης της η εφεσείουσα-ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η αποκοπή και/ή πτώση του προαναφερόμενου κλώνου οφείλεται σε αμέλεια και/ή παράβαση των εκ του νόμου απορρεόντων καθηκόντων των εφεσιβλήτων-εναγομένων.
Στην έκθεση απαίτησης επίσης δίδονται λεπτομέρειες αμελείας και συγκεκριμένα γίνονται ισχυρισμοί ότι το δέντρο από το οποίο αποκόπηκε ο κλώνος και προκάλεσε ζημιά στο αυτοκίνητο της εφεσείουσας ήταν επικίνδυνο συνεπεία της παράλειψης των εφεσιβλήτων να πάρουν τα δέοντα μέτρα προς αποφυγή του κινδύνου πρόκλησης ατυχήματος και ζημιών, λόγω του ενδεχομένου πτώσης κλώνων από αυτό. Επιπρόσθετα η εφεσείουσα βασίζεται και στο αξίωμα «τα πράγματα ομιλούν αφ΄ εαυτών» (res ipsa loquitur).
Στην υπεράσπιση τους οι εφεσίβλητοι αρνούνται τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας και ισχυρίζονται ότι οι οποιεσδήποτε ζημιές υπέστη η εφεσείουσα οφείλονται σε έντονα καιρικά φαινόμενα, δηλαδή καταστροφική θεομηνία που έπληξε την περιοχή της Πάφου, κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου έδωσαν μαρτυρία η ίδια η εφεσείουσα και ο σύζυγος της, κ. Ανδρέας Ηλιάδης, και από πλευράς εφεσιβλήτων ο κ. Μάριος Θεοφίλου, Μετεωρολογικός Λειτουργός, ο κ. Χαράλαμπος Κυριάκου, Υπάλληλος στο Γραφείο Εξυπηρέτησης Δημοτών και Αποκατάστασης Μικροπροβλημάτων του Δήμου Πάφου και η κα. Μαρία Πετρίδου, απόφοιτος του Τμήματος Γεωπονικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, η οποία κατά τον ουσιώδη χρόνο εργαζόταν ως σύμβουλος-συνεργάτης στο Δήμο Πάφου.
Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου έγιναν κάποια παραδεκτά γεγονότα μεταξύ των οποίων και ότι η εφεσείουσα είναι η ιδιοκτήτρια του προαναφερόμενου οχήματος, ότι οι ζημιές του αυτοκινήτου της ανέρχονται στο ποσό των Λ.Κ.1.438,50.-, δηλαδή €2.457,82.-, ότι οι εφεσίβλητοι είναι οι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες του συγκεκριμένου χώρου πρασίνου στην οδό Γλάδστωνος, στην Πάφο, και ότι το δέντρο από το οποίο αποκόπηκε ο κλώνος βρισκόταν μέσα στον προαναφερόμενο χώρο πρασίνου.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στη μαρτυρία της εφεσείουσας και του συζύγου της και απέρριψε το μέρος της μαρτυρίας τους, σύμφωνα με το οποίο το δέντρο του οποίου ο κλώνος αποκόπηκε και κτύπησε στο όχημα της εφεσείουσας ήταν ξηρό, δεν είχε ζωή, ήταν γέρικο και επικίνδυνο. Επίσης απέρριψε τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας και του συζύγου της ως προς τις καιρικές συνθήκες κατά τον ουσιώδη χρόνο. Αυτοί είχαν ισχυριστεί ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ψιλόβρεχε αλλά δεν υπήρχαν ακραίες καιρικές συνθήκες. Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία και των τριών μαρτύρων υπεράσπισης. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μ.Υ.1, κατά τον ουσιώδη χρόνο, υπήρχαν ισχυρές τοπικές καταιγίδες και χαλάζι και οι άνεμοι σε κάποιες περιπτώσεις ήταν θυελλώδεις, 7 μποφόρ. Σύμφωνα με την Μ.Υ.3 το δέντρο από το οποίο αποκόπηκε ο κλώνος, ο οποίος έπεσε επί του οχήματος της εφεσείουσας, όπως διαπιστώθηκε από εξέταση της ίδιας, ήταν, κατά την πτώση του, χλωρός και το δέντρο υγιές.
Ως αποτέλεσμα ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής απέρριψε την αγωγή της εφεσείουσας, κρίνοντας ότι δεν αποδείχθηκε αμέλεια εκ μέρους των εφεσιβλήτων.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με την παρούσα έφεση, ως εσφαλμένη, με έξι λόγους έφεσης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής η αρχή «τα πράγματα ομιλούν από μόνα τους» («res ipsa loquitur»).
Με το δεύτερο λόγο προσβάλλεται το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι ακόμα και αν ισχύει η προαναφερόμενη αρχή και μετατίθεται το βάρος απόδειξης στους ώμους των εναγομένων-εφεσιβλήτων, οι εφεσίβλητοι απέδειξαν ότι η κατάσταση και το είδος του δέντρου, από το οποίο αποκόπηκε ο κλώνος, ήταν τέτοια που δεν ήταν αναμενόμενο να προκληθεί η αποκοπή και πτώση του κλώνου από το δέντρο.
Με τον τρίτο λόγο προσβάλλεται η αξιολόγηση της μαρτυρίας της εφεσείουσας και του συζύγου της, από το πρωτόδικο δικαστήριο. Όπως ήδη λέχθηκε, το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε μέρος της μαρτυρίας τους, ειδικά ως προς τις καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο, ως αναξιόπιστη.
Με τον τέταρτο λόγο προσβάλλεται το πρωτόδικο εύρημα ότι η μαρτυρία που πρόσφεραν οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι ήταν αξιόπιστη.
Ο πέμπτος λόγος αφορά στο κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένο πρωτόδικο συμπέρασμα ότι οι εφεσίβλητοι δεν φέρουν ευθύνη για την πτώση του δέντρου, έστω και σε περίπτωση εφαρμογής της προαναφερόμενης αρχής ότι «τα πράγματα ομιλούν από μόνα τους». Ο λόγος αυτός συνδέεται και είναι ουσιαστικά παρόμοιος με το δεύτερο λόγο έφεσης.
Με τον έκτο λόγο προβάλλεται η θέση ότι η πρωτόδικη απόφαση στερείται πλήρους ή επαρκούς αιτιολογίας επί σοβαρών πτυχών.
Εξετάσαμε όλα τα ενώπιον μας στοιχεία υπό το φως των ικανών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων. Καταλήξαμε στα εξής συμπεράσματα:
Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι πλούσια αναφορικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει στα πρωτόδικα ευρήματα αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης του Εφετείου στην αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο δικαστήριο. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσείουσα και ο σύζυγος της δεν είπαν την αλήθεια στο δικαστήριο, στο θέμα των καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν στις 13.10.2006, στην Πάφο. Η προαναφερόμενη μαρτυρία ερχόταν σε αντίθεση με τη μαρτυρία του Μ.Υ.1, κ. Θεοφίλου, της Μετεωρολογικής Υπηρεσίας, την οποίαν το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ως πολύ πειστική και θετική. Το πρωτόδικο δικαστήριο επίσης δέχθηκε τις μαρτυρίες των Μ.Υ. 2 και 3, αφού συνυπολόγισε ότι ήταν υπάλληλοι του Δήμου Πάφου και είχαν, επομένως, κάποιον έμμεσο συμφέρον στην έκβαση της υπόθεσης. Δεν υπάρχει τίποτε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας που θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο επέμβασης του Εφετείου.
Η πρωτόδικη απόφαση είναι επίσης εμπεριστατωμένη και αιτιολογημένη. Το δικαστήριο, μετά την αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας, προέβηκε σε ευρήματα ως προς τα γεγονότα και στη συνέχεια αναφέρθηκε στη νομική πτυχή της υπόθεσης με ειδική αναφορά στο άρθρο 55 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, αλλά και στο ζήτημα της αμέλειας αναφερόμενο επίσης σε αυθεντίες και συγγράμματα. Παρόλο που απέρριψε την υπεράσπιση της θεομηνίας (act of God) εντούτοις έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε αμέλεια εκ μέρους των εφεσιβλήτων, στην προκείμενη περίπτωση έστω και αν το βάρος της απόδειξης μετατοπίζετο στους ώμους των εφεσιβλήτων.
Συγκεκριμένα για το άρθρο 55 του Κεφ. 148, το πρωτόδικο δικαστήριο αφού το παρέθεσε, σημείωσε ότι για να ισχύει το αξίωμα res ipsa loquitur θα πρέπει: (α) ο ενάγοντας να στερείται γνώσης ή μέσων γνώσης των πραγματικών περιστατικών τα οποία προκάλεσαν το συμβάν που οδήγησε στη ζημιά, (β) η ζημιά να προκλήθηκε από ιδιοκτησία επί της οποίας ο εναγόμενος είχε πλήρη έλεγχο, και (γ) το δικαστήριο να κρίνει ότι η επέλευση του συμβάντος που προκάλεσε τη ζημιά συνδέεται περισσότερο με το γεγονός ότι ο εναγόμενος παρέλειψε να καταβάλει εύλογη επιμέλεια παρά με την καταβολή τέτοιας επιμέλειας. Αν οι προαναφερόμενοι παράγοντες συντρέχουν τότε το βάρος απόδειξης ότι δεν υφίστατο αμέλεια για την οποία αυτός ευθύνεται, σε σχέση με το συμβάν που οδήγησε στη ζημιά, μετατοπίζεται στους ώμους του εναγομένου.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο, παρόλο που η ιδιοκτησία του χώρου πρασίνου στον οποίο συνέβηκε το συμβάν που προκάλεσε ζημιά στο αυτοκίνητο της εφεσείουσας ανήκε στου εφεσίβλητους, η εφεσείουσα παρουσίασε μαρτυρία και αυτή ήταν και η δικογραφημένη θέση της, με την οποία υποστήριξε ότι ο λόγος που αποκόπηκε ο κλώνος του δέντρου ήταν ότι το δέντρο ήταν ξηρό και επικίνδυνο ένεκα της αμέλειας, δηλαδή της παράβασης καθήκοντος επιμέλειας εκ μέρους των εφεσιβλήτων. Υπό αυτές τις περιστάσεις το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι δεν ίσχυε η αρχή res ipsa loquitur.
Στην υπόθεση Κώστα κ.α. ν. Δημητρίου κ.α. (2009) 1 ΑΑΔ, 1073, τονίστηκε ότι το άρθρο 55 του Κεφ. 148 καθιερώνει την αρχή res ipsa loquitur του Αγγλικού Κοινοδικαίου ως μέρος του Κυπριακού Δικαίου και ότι η εφαρμογή της προαναφερόμενης αρχής δεν συνάδει με την προσκόμιση μαρτυρίας για την απόδειξη της αμέλειας του εναγομένου. Η απλή παράθεση λεπτομερειών αμέλειας, στην έκθεση απαίτησης, δεν συνιστά κώλυμα για την επίκληση του προαναφερόμενου αξιώματος.
Στην προκείμενη περίπτωση η εφεσείουσα όχι μόνον έδωσε λεπτομέρειες της κατ΄ ισχυρισμόν αμέλειας των εφεσιβλήτων στο δικόγραφο της, αλλά και στην γραπτή κατάθεση της, η οποία κατατέθηκε ως μέρος της κυρίως εξέτασης της, έκαμε σαφείς και ρητούς ισχυρισμούς για αμέλεια των εφεσιβλήτων, από την οποίαν η ίδια υπέστη την επίδικη ζημιά. Παραθέτουμε αυτούσιες τις παραγράφους 6-16 της γραπτής κατάθεσης της ενάγουσας-εφεσείουσας, η οποία κατατέθηκε ως τεκμήριο Α:
«6. Η αποκοπή και πτώση του εν λόγω κλώνου οφείλεται σε αμέλεια και παράβαση καθηκόντων των εναγομένων.
7. Ενώ οι Εναγόμενοι είχαν την ευθύνη και την επιμέλεια κλαδέματος και καθαρισμού των χώρων πρασίνου και ειδικά των επικίνδυνων δέντρων και προβληματικών, δεν έπραξαν τοιουτοτρόπως.
8. Οι Εναγόμενοι δεν έκαναν έλεγχο σε σχέση με την επικινδυνότητα των δέντρων που υπάρχουν ως χώρος πρασίνου και αν έλεγξαν δεν απέκοψαν και αμέλησαν να προβούν σε αποκοπή των επικίνδυνων κλώνων.
9. Οι Εναγόμενοι επέτρεψαν να βρίσκεται πάνω από τον δρόμο και το πεζοδρόμιο ο επικίνδυνος κλώνος, ενώ ήτο ενδεχόμενο να αποκοπεί και να προκαλέσει ζημιές.
10. Οι Εναγόμενοι ενώ διατηρούν συνεργεία καθαρισμού κήπων, παρέλειψαν να ενεργήσουν και δώσουν εντολές για αφαίρεση ξηρών, κατεστραμμένων και εκτεινόμενων πάνω από τον δρόμο κλώνων ή δέντρων.
11. Οι Εναγόμενοι παρέλειψαν να διατηρούν τον χώρο παρκαρίσματος ασφαλή και να προειδοποιήσουν όσους ήθελαν να παρκάρουν για το ενδεχόμενο πτώσης κλώνων.
12. Οι Εναγόμενοι παρέλειψαν να πάρουν τα κατάλληλα μέτρα αποφυγής οποιουδήποτε ατυχήματος και ζημιών, λόγω του ενδεχόμενου πτώσης κλώνων.
13. Οι Εναγόμενοι παρέλειψαν να δώσουν οποιαδήποτε και επαρκή προειδοποίηση προς αποφυγή ατυχήματος ή πρόκλησης οποιασδήποτε ζημιάς.
14. Όπως και να έχει τα πράγματα «ομιλούν αφ΄ εαυτών».
15. Γενικά οι Εναγόμενοι δεν έδειξαν την δέουσα προσοχή και φροντίδα και παρέβηκαν τα εκ του νόμου καθήκοντα των, με αποτέλεσμα να προκληθεί η πτώση του κλώνου και η ζημιά σε εμένα.
16. Οι Εναγόμενοι αναγνωρίζοντας την ευθύνη, με συνεργείο απέκοψαν και απεμάκρυναν άμεσα, μετά την πτώση του τον κλώνο.»
Με τα προαναφερόμενα δεδομένα, συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν τύγχανε εφαρμογής η αρχή «τα πράγματα ομιλούν από μόνα τους».
Το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν, επίσης, ορθό και στην κρίση του ότι ακόμα και αν ίσχυε η προαναφερόμενη αρχή, με την αξιόπιστη μαρτυρία που πρόσφεραν οι εφεσίβλητοι και συγκεκριμένα της Μ.Υ.3, Μαρίας Πετρίδου, οι εφεσίβλητοι πέτυχαν να αποσείσουν το οποιοδήποτε βάρος απόδειξης είχαν αναφορικά με αμέλεια. Η Μ.Υ.3 στην αξιόπιστη μαρτυρία της είπε ότι στις 19.10.2006, έξι μέρες δηλαδή μετά το επίδικο συμβάν της 13.10.2006, προέβη σε έλεγχο ως προς το κατά πόσον το συγκεκριμένο δέντρο, από το οποίο έπεσε ο κλώνος που προκάλεσε ζημιά στην εφεσείουσα, ήταν υγιές ή όχι. Μετά από τον έλεγχο που διενήργησε, ως γεωπόνος, συμπέρανε ότι το δέντρο ήταν υγιές και χλωρό. ΄Ηταν η γνώμη της, ως εμπειρογνώμονα, την οποίαν το δικαστήριο δέχθηκε, ότι η πτώση του κλώνου δεν οφειλόταν σε οποιαδήποτε ασθένεια του αλλά στα καιρικά φαινόμενα που επικρατούσαν τη συγκεκριμένη ημέρα. Η εφεσείουσα δεν παρουσίασε οποιαδήποτε αντίθετη μαρτυρία αναφορικά με την κατάσταση του επίδικου δέντρου, εκτός από τη γνώμη της ιδίας και του συζύγου της, η οποία δεν έγινε δεκτή, εφόσον επρόκειτο για γνώμη μη εμπειρογνωμόνων.
Υπό τις προαναφερόμενες περιστάσεις θεωρούμε ότι ήταν απόλυτα θεμιτό για το πρωτόδικο δικαστήριο να δεχθεί τη μαρτυρία της Μ.Υ.3, σύμφωνα με την οποίαν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο κλώνος, ο οποίος έπεσε στο όχημα της εφεσείουσας, ήταν κατά την πτώση του χλωρός και το δέντρο υγιές. Υπό τις περιστάσεις, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε, επίσης ορθά, ότι οι εφεσίβλητοι δεν έφεραν οποιαδήποτε ευθύνη, λόγω αμελείας, για την αποκοπή του κλώνου, αφού δεν προέκυπτε οποιοδήποτε σφάλμα ή παράβαση καθήκοντος από την συμπεριφορά τους, δεδομένου ότι δεν υπήρχε οποιοδήποτε στοιχείο στην κατάσταση του δέντρου το οποίο να το καθιστούσε επικίνδυνο ή να επέβαλλε οποιαδήποτε ενέργεια εκ μέρους τους για την πρόληψη της πτώσης ή αποκοπής κλώνου από αυτό.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στο σύγγραμμα Charlsworth & Percy on Negligence, 8η έκδοση, σελ. 667-668 και στην υπόθεση Δήμος Λευκωσίας ν. Αντωνίου (2002) 1 ΑΑΔ, 1064, στην οποίαν υιοθετήθηκε σχετικόν απόσπασμα από το προαναφερόμενο σύγγραμμα. Σύμφωνα με το απόσπασμα, ο κάτοχος γης στην οποία υπάρχουν δέντρα δεν ευθύνεται, νομικά, για την πτώση δέντρου, στον παρακείμενο αυτοκινητόδρομο, αν δεν γνώριζε και δεν είχε εύλογη αιτία να πιστεύει ότι το δέντρο δεν ήταν ασφαλές. Το καθήκον του (κατόχου) είναι να ενεργεί ως συνετός ιδιοκτήτης για την πρόληψη της μετατροπής των δέντρων του, σε κίνδυνο για τα άτομα που βρίσκονται στον παρακείμενο αυτοκινητόδρομο. Στα πλαίσια του καθήκοντος του, όμως, δεν έχει υποχρέωση να καλέσει εμπειρογνώμονα να εξετάσει τα δέντρα του, εκτός εάν έχει λόγο να πιστεύει ότι αυτά δεν είναι ασφαλή.
Στην προκείμενη περίπτωση δεν δόθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία ότι οι εφεσίβλητοι γνώριζαν ή είχαν εύλογη αιτία να πιστεύουν ότι το συγκεκριμένο δέντρο τους, δεν ήταν ασφαλές.
Στα πλαίσια της παρούσας έφεσης η εφεσείουσα παραπονείται επίσης ότι το δικαστήριο εξέτασε ζητήματα που δεν καλύπτονται από την έκθεση υπεράσπισης, όπως το ζήτημα της έλλειψης αμέλειας εκ μέρους των εναγομένων-εφεσιβλήτων. Παρατηρούμε όμως ότι το ζήτημα αυτό καλύπτεται από την παράγραφο 5 της έκθεσης υπεράσπισης στην οποίαν αναγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι σε καμιά περίπτωση δεν ευθύνονται οι εναγόμενοι για τις ζημιές που υπέστη το όχημα της ενάγουσας, από πτώση κλώνων, την 13.10.2006.
Για τους προαναφερόμενους λόγους θεωρούμε την πρωτόδικη απόφαση ως νομικά ορθή και επαρκώς αιτιολογημένη και όλους τους λόγους έφεσης ως αβάσιμους. Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας και υπέρ των εφεσιβλήτων, τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο.
Π.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.