ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A119
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 328/2010 και 431/2011)
31 Μαρτίου, 2017
[ΝAΘΑΝΑΗΛ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δικαστές]
(Πολιτική Έφεση Αρ. 328/2010)
1. ΙΩΑΝΝΗΣ ΦΕΤΟΚΑΚΗΣ,
2. PAR-FET SHOES LTD,
Εφεσείοντες/Εναγόμενοι 1-2,
ΚΑΙ
CYPRUS TRADING CORPORATION PLC,
Εφεσίβλητη/Ενάγουσα.
----------
(Πολιτική Έφεση Αρ. 431/2011)
CYPRUS TRADING CORPORATION PLC,
Εφεσείουσα/Ενάγουσα,
ΚΑΙ
ΙΩΑΝΝΑ ΧΡΙΣΤΟΦΗ,
Εφεσίβλητη/Εναγόμενη 3.
----------
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 328/2010
Α. Ντορζής, για τους Εφεσείοντες.
Γ. Κορφιώτης, για την Εφεσίβλητη.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 431/2011
Γ. Κορφιώτης, για την Εφεσείουσα.
Κ. Καλλής, για την Εφεσίβλητη.
----------
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ.
----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Οι Ιωάννης Φετοκάκης και Par-Fet Shoes Ltd, εφεσείοντες στην Πολιτική Έφεση Αρ. 328/2010, και η Ιωάννα Χριστοφή, εφεσίβλητη στην Πολιτική Έφεση Αρ. 431/2011, υπήρξαν εναγόμενοι στην Αγωγή που ήγειρε η Cyprus Trading Corporation Plc (CTC), εφεσίβλητη στην Πολιτική Έφεση Αρ. 328/2010 και εφεσείουσα στην Πολιτική Έφεση Αρ. 431/2011. Με την αγωγή της αξίωνε το ποσό των ΛΚ40.220, πλέον τόκους και έξοδα, ως οφειλόμενο υπόλοιπο, αναφορικά με εμπορεύματα τα οποία πωλήθηκαν και παραδόθηκαν στην οικία της Χριστοφή.
Σύμφωνα με το τροποποιηθέν ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο, η CTC ισχυρίζεται ότι για την αγορά των εν λόγω προϊόντων εκδόθηκε τιμολόγιο στο όνομα της Par-Fet Shoes Ltd, κατ΄εντολή του Φετοκάκη, ο οποίος υπέγραψε το έγγραφο παραγγελίας. Έναντι του συνολικού ποσού των ΛΚ61.020 πληρώθηκε ποσό ΛΚ20.100. Για το υπόλοιπο ποσό η αξίωση είναι εναντίον και των τριών προσώπων αλληλέγγυα. Αποτελεί θέση της CTC ότι η Χριστοφή εγγυήθηκε τους άλλους δύο εναγόμενους, οι οποίοι την εκπροσωπούσαν και ή ενεργούσαν για λογαριασμό της. Περαιτέρω, προβάλλουν τη θέση ότι ο Φετοκάκης, ως διευθυντής και μέτοχος της εναγόμενης εταιρείας, ευθύνεται εκ προστήσεως για τις πράξεις της εταιρείας.
Οι Φετοκάκης και Par-Fet Shoes Ltd, εναγόμενοι 1 και 2 αντίστοιχα στην αγωγή, καταχώρησαν ξεχωριστή υπεράσπιση από την Χριστοφή, εναγόμενη 3. Σε αυτή, μεταξύ άλλων, ισχυρίζονται ότι ο εναγόμενος 1, ως σύμβουλος της εναγομένης 3, την συνόδευσε στα γραφεία της ενάγουσας για την αγορά πορτοπαραθύρων και έγινε προσφορά την οποίαν αποδέχθηκε η εναγόμενη 3. Αποτελούσε ρητό και ή εξυπακουόμενο όρο της μεταξύ τους συμφωνίας ότι ο εναγόμενος 1 θα ήταν αντιπρόσωπος της εναγομένης 3 και ότι οι πληρωμές θα γίνονταν είτε από την εναγόμενη 3 ή μέσω του εναγόμενου 1. Το ποσό των ΛΚ20.100 κατεβλήθη στον εναγόμενο 1 από την εναγομένη 3, το οποίο στη συνέχεια αυτός κατέβαλε στην ενάγουσα με προσωπικές του επιταγές και της εναγομένης 2.
Η εναγόμενη 3 ισχυρίζεται στο δικόγραφό της, μεταξύ άλλων, ότι η συμφωνία για αγορά των προϊόντων έγινε με τους εναγομένους 1 και 2. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι ο εναγόμενος 1 ανέλαβε τη διαχείριση των εργασιών για την ανακαίνιση της οικίας της και ότι, με βάση τη μεταξύ τους συμφωνία, ο εναγόμενος 1, μεταξύ άλλων, θα πλήρωνε τους προμηθευτές, όπως ήταν η ενάγουσα.
Τόσο οι εναγόμενοι 1 και 2, όσο και η εναγόμενη 3 στην υπεράσπισή τους, αμφισβήτησαν τον τίτλο της αγωγής και ότι η ενάγουσα είναι η ορθή διάδικος.
Κατά την ακρόαση της υπόθεσης μαρτυρία δόθηκε μόνο από πλευράς της CTC. Ουδεμία μαρτυρία δόθηκε από τους εναγόμενους, οι οποίοι περιορίστηκαν στην αντεξέταση των μαρτύρων που κλήθηκαν από την ενάγουσα.
Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η Χριστοφή, για σκοπούς ανακαίνισης της οικίας της, επισκέφθηκε το κατάστημα Domex, στη Λευκωσία, όπου και προμηθεύτηκε είδη υγιεινής. Ο υπάλληλος που την εξυπηρέτησε, ΜΕ2, της έδειξε επίσης Ιταλικά πορτοπαράθυρα που προσφέρονταν προς πώληση και για τα οποία η Χριστοφή επέδειξε ενδιαφέρον. Ακολούθησε άλλη επίσκεψη στο εν λόγω κατάστημα μαζί με το σύζυγό της, όπου και ξαναείδαν τα πορτοπαράθυρα, και τελικά επισκέφθηκε για τρίτη φορά το εν λόγω κατάστημα μαζί με τον Φετοκάκη, μέτοχο και διοικητικό σύμβουλο της Par-Fet Shoes Ltd, τον οποίο η Χριστοφή σύστησε τόσο στον ΜΕ2 όσο και στον ΜΕ1, που ήταν ο υπεύθυνος υπάλληλος για τα Ιταλικά πορτοπαράθυρα, ως το αρμόδιο πρόσωπο με τον οποίο θα έπρεπε στο εξής να συνομιλούν για τα πορτοπαράθυρα στην οικία της. Έκτοτε, η Χριστοφή δεν είχε οποιανδήποτε ανάμειξη, είτε στην παραγγελία, είτε στην αγορά των εν λόγω πορτοπαραθύρων, δεν υπέγραψε οποιοδήποτε έγγραφο, ούτε προέβη η ίδια στην πληρωμή οποιουδήποτε ποσού σε σχέση με τα εν λόγω προϊόντα.
Ο ΜΕ1 διαχειρίστηκε από πλευράς της CTC την παραγγελία, πώληση και τοποθέτηση των πορτοπαραθύρων. Μετά από διαπραγματεύσεις και συζητήσεις με το Φετοκάκη και, αφού έλαβε αντίγραφα των αρχιτεκτονικών σχεδίων της οικίας από το αρχιτεκτονικό γραφείο Αδελφοί Φιλίππου, ο ΜΕ1 υπέβαλε προσφορά και στις 7.3.2002 παραγγέλθηκαν τα πορτοπαράθυρα, κατόπιν γραπτής παραγγελίας, την οποία υπέγραψε ο Φετοκάκης για το συνολικό ποσό των ΛΚ51.500. Στις 3.6.2002 έγινε συμπληρωματική παραγγελία για το ποσό των ΛΚ2.500. Τα εν λόγω πορτοπαράθυρα τοποθετήθηκαν στην οικία της Χριστοφή, όπου βρίσκονται έκτοτε, χωρίς να υποβληθεί οποιοδήποτε παράπονο σε σχέση με αυτά. Η συνολική αξία της παραγγελίας ήταν ΛΚ54.000, πλέον ΦΠΑ, και προς τούτο εκδόθηκε σχετικό τιμολόγιο στο όνομα της Par-Fet Shoes Ltd. Έναντι του εν λόγω ποσού έγιναν τρεις πληρωμές με ισάριθμες επιταγές, τις οποίες παρέδωσε ο Φετοκάκης στο ΜΕ1 για το συνολικό ποσό των ΛΚ20.100. Στην πρώτη επιταγή εκδότης ήταν η σύζυγος του Φετοκάκη, ενώ στις άλλες δύο ήταν ο ίδιος ο Φετοκάκης. Οι αποδείξεις πληρωμής εκδόθηκαν στο όνομα της Par-Fet Shoes Ltd. Δεν καταβλήθηκε οποιοδήποτε άλλο ποσό, με αποτέλεσμα να παραμένει οφειλόμενο ποσό ΛΚ40.920, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ, ήτοι €69.915,97.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με βάση τα τεκμήρια που κατατέθηκαν ενώπιόν του και την αναντίλεκτη μαρτυρία του ΜΕ1 επί του ζητήματος αυτού και με δεδομένο ότι όλα τα αντικείμενα που παραγγέλθηκαν παραδόθηκαν και τοποθετήθηκαν στην οικία της Χριστοφή, χωρίς να υποβληθεί κανένα παράπονο, αποδέχθηκε ότι η CTC απέδειξε την απαίτησή της για την ύπαρξη οφειλής του ανάλογου ύψους.
Ακολούθως, το Δικαστήριο έστρεψε την προσοχή του στο ερώτημα μεταξύ ποίων είχε καταρτιστεί η συμφωνία. Αναφέρθηκε στο άρθρο 10 του περί Συμβάσεως Νόμου, Κεφ. 149, καθώς και στη νομολογία περί ερμηνείας των Συμβάσεων, και κατέληξε ότι, στην παρούσα περίπτωση, η σύμβαση έγινε εν μέρει γραπτώς και εν μέρει προφορικά και ότι, τόσο ο Φετοκάκης προσωπικά, όσο και η Par-Fed Shoes Ltd, είχαν συμβληθεί με τη CTC, ενώ αντίθετα η Χριστοφή, με βάση την προσαχθείσα μαρτυρία, δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος. Εξέτασε, στη συνέχεια, κατά πόσο η CTC νομιμοποιείτο να προωθεί την αγωγή, ενόψει του ότι το κατάστημα DOMEX, το οποίο κατά το χρόνο κατάρτισης της επίδικης συμφωνίας υπαγόταν στην εταιρεία Cyprus Trading Corporation Plc, υπό την επωνυμία DOMEX και DOMEX Operations, έγινε από 1.1.2009, εταιρεία με το όνομα DOMEX Trading Company Ltd και μέλος του Ομίλου Cyprus Trading Corporation Plc.
Καταλήγοντας, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέκτηκε ότι υφίστατο προς όφελος της CTC εκκρεμούσα οφειλή εκ μέρους των Φετοκάκη και Par-Fet Shoes Ltd, εναντίον των οποίων εξέδωσε απόφαση για το συνολικό ποσό των €69.915,97, απορρίπτοντας ταυτόχρονα την αξίωση εναντίον της Χριστοφή.
Πολιτική Έφεση Αρ. 328/2010
Με τους πρώτους τρεις λόγους έφεσης οι εφεσείοντες προβάλλουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα στηρίχθηκε σε μαρτυρία η οποία δεν καλυπτόταν από τις έγγραφες προτάσεις, για να καταλήξει ότι η CTC δικαιούτο να προβάλει αξίωση για το οφειλόμενο ποσό. Με τους υπόλοιπους τρεις λόγους προβάλλουν ότι λανθασμένα το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση εναντίον του εφεσείοντα 1, στηριζόμενο στη μαρτυρία του ΜΕ1, ενώ στην απόφασή του θεώρησε ότι δεν μπορούσε να βασιστεί με ασφάλεια στην εν λόγω μαρτυρία. Λανθασμένη, επίσης, θεωρείται από τους εφεσείοντες η έκδοση απόφασης εναντίον του εφεσείοντα 1, ενώ το λογιστήριο της CTC είχε χρεωμένη την εφεσείουσα 2 και εσφαλμένα κατέληξε σε εύρημα ότι ο εφεσείων 1 υπέγραψε την γραπτή παραγγελία υπό την προσωπική του ιδιότητα.
Κεντρικός άξονας της επιχειρηματολογίας των εφεσειόντων αναφορικά με τους τρεις πρώτους λόγους έφεσης αποτελεί ο δικογραφημένος ισχυρισμός της εφεσίβλητης ότι εκχώρησε το δικαίωμά της να εισπράξει εμπορικά χρέη που προέκυψαν από τις συναλλαγές των δραστηριοτήτων «Domex» και ότι η Domex Trading Co Ltd είχε δικαίωμα να ζητήσει από την εφεσίβλητη να προωθήσει τις εκκρεμείς αγωγές ή να συγκατατεθεί να συνενωθεί σε αγωγές που εκκρεμούν για είσπραξη χρεών, χωρίς όμως να περιλαμβάνεται στο δικόγραφό της ισχυρισμός ότι η Domex Trading Co Ltd ζήτησε την προώθηση των εκκρεμουσών αγωγών. Στην απουσία τέτοιας δικογραφημένης θέσης, οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι δεν θα έπρεπε να γίνει δεκτή από το Δικαστήριο η μαρτυρία του ΜΕ4 επί του ζητήματος αυτού. Αποτελεί, περαιτέρω, θέση των εφεσειόντων ότι το όνομα της εφεσίβλητης στην αγωγή, ως αρχικά καταχωρίστηκε, ήταν Cyprus Trading Corporation Ltd και τροποποιήθηκε στις 24.2.2010 σε Cyprus Trading Corporation Plc. Οι οδηγίες που κατ΄ισχυρισμό δόθηκαν από το διευθυντή της Domex Trading Co Ltd προς τη CTC Plc δόθηκε σε μη διάδικο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο η Cyprus Trading Corporation Plc νομιμοποιείτο να προωθεί την αγωγή, ενόψει του ότι το κατάστημα Domex, το οποίο, κατά το χρόνο κατάρτισης της επίδικης συμφωνίας, υπαγόταν στην εταιρεία Cyprus Trading Corporation Ltd, υπό την επωνυμία Domex και Domex Operations, έγινε από την 1.1.2009 εταιρεία με την επωνυμία Domex Trading Company Ltd και μέλος του Ομίλου Cyprus Trading Corporation Plc.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε, η Cyprus Trading Corporation Ltd αρχικά μετονομάστηκε σε Cyprus Trading Corporation Public και, αργότερα, σε Cyprus Trading Corporation Plc. Δυνάμει συμφωνίας που συνομολογήθηκε μεταξύ Domex Trading Company Ltd και CTC Plc, η πρώτη ανέλαβε από 1.1.2009 τη δραστηριότητα Domex, καθώς επίσης και το προσωπικό της από τη δεύτερη. Μεταξύ των όρων της εν λόγω συμφωνίας ήταν και εκχώρηση από τη CTC Plc προς την Domex Trading Company Ltd του δικαιώματος είσπραξης από τους χρεώστες των εμπορικών χρεών που προέκυψαν από τις συναλλαγές των δραστηριοτήτων της CTC Plc. Σε περίπτωση δε που υπήρχαν κατά την ημερομηνία της συμφωνίας εκκρεμούσες αγωγές για είσπραξη χρεών, η Domex Trading Company Ltd είχε τη δυνατότητα είτε να ζητήσει από τη CTC Plc να συνεχίσει την προώθηση των αγωγών μέχρι τελικής απόφασης ή τελικού συμβιβασμού και οποιοδήποτε ποσό εισπραχθεί να καταβάλλεται στην Domex Trading Company Ltd, είτε η CTC Plc να αποδεχθεί όπως η Domex Trading Company Ltd την αντικαταστήσει ως ενάγουσα ή να συγκατατεθεί για τη συνένωση της Domex ως ενάγουσας στην ίδια αγωγή.
Εφόσον, με την αδιαμφισβήτη μαρτυρία του ΜΕ4, Διευθυντή της Domex Trading Company Ltd, είχαν δοθεί από τον ίδιο οδηγίες προς αρμόδιο πρόσωπο της CTC Plc για συνέχιση της αγωγής, το Δικαστήριο έκρινε ότι η CTC Plc νομιμοποιείτο να συνεχίσει την αγωγή.
Δεν κρίνουμε ότι υπήρξε οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Σχετική με το εγειρόμενο ζήτημα είναι η υπόθεση Ανδρέας Λουκά ν. Eurolife Ltd (2009) 1 ΑΑΔ 1524, όπου εξετάστηκε κατά πόσο σε περίπτωση εκχώρησης όπου δικαίωμα αγωγής έχει απευθείας ο εκδοχέας ως ενάγων, κατά πόσο τέτοιο δικαίωμα έχει παράλληλα και από μόνος του ο εκχωρητής. Στην υπόθεση Three Rivers D.C. v. Bank of England [1995] 4 All E.R. 312, όπου ο εκχωρητής ήγειρε την αγωγή χωρίς συνένωση σε αυτήν και χωρίς τη ρητή συγκατάθεση του εκδοχέα αποφασίστηκαν τα πιο κάτω:
«Where there was an agreement to assign a legal chose, in equity the assignee became the owner and controller of the legal chose and was entitled to sue for the recovery of the chose, although as a matter of practice he was normally required by the court to join the assignor either as plaintiff or, if he refused to give his consent, as defendant. However (Staughton L.J. dissenting), where the assignor whished to sue and it was known that there had been an assignment the court required the assignee to be joined and would not permit the assignor to maintain the action in the absence of the assignee. The assignor was entitled to sue as trustee for the assignee if the assignee so wished, but in that event he was required to reveal his representative capacity . . .»[1]
Στην παρούσα περίπτωση ο εκδοχέας, σύμφωνα με τη μαρτυρία, εξουσιοδότησε τον εκχωρητή να συνεχίσει την αγωγή, όπως προνοούσε η μεταξύ τους συμφωνία.
Στην έκθεση απαίτησης, μετά από τροποποίηση, αναφέρονται τόσο οι αλλαγές που έγιναν στην επωνυμία της εφεσίβλητης, όσο και η εκχώρηση των εργασιών στην Domex, καθώς και η σύμβαση που υπήρξε μεταξύ τους, η οποία επέτρεπε στην Domex να ζητήσει τη συνέχιση της διαδικασίας από την εφεσίβλητη. Το γεγονός ότι δεν αναφέρεται ρητά ότι ζητήθηκε από την Domex η συνέχιση της προώθησης της αγωγής, δεν θεωρούμε ότι καθιστά την προσαχθείσα μαρτυρία του ΜΕ4, ως μαρτυρία εκτός δικογράφων η οποία θα πρέπει να αγνοηθεί. Είναι αυτονόητο από το περιεχόμενο της παραγράφου 1 της έκθεσης απαίτησης ότι υπήρξε εξουσιοδότηση για προώθηση της αγωγής από την εφεσίβλητη, γι΄ αυτό άλλωστε ζητήθηκε και η τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης.
Σημειώνουμε, επίσης, ότι κατά την έγερση της αγωγής η εταιρεία με την επωνυμία Cyprus Trading Corporation Ltd ήταν γνωστή ως Domex και είναι αυτή που είχε την απαίτηση εναντίον των εναγομένων. Η αλλαγή που προέκυψε και επηρέαζε την αγωγή αυτή επήλθε όταν στις 28.12.2008 η ενάγουσα συνήψε συμφωνία με την Domex Trading Co Ltd, η οποία θα αναλάμβανε από 1.1.2009 τη δραστηριότητα της ενάγουσας. Αναφορικά με τη διαφοροποίηση που υπήρξε στην ενάγουσα εταιρεία, αυτή περιοριζόταν στην αλλαγή του ονόματός της και, συνεπώς, η εισήγηση ότι οι οδηγίες για συνέχιση της αγωγής δόθηκαν σε μη διάδικο δεν ευσταθεί.
Κατά συνέπεια, οι πρώτοι τρεις λόγοι έφεσης απορρίπτονται.
Οι υπόλοιποι τρεις λόγοι έφεσης αφορούν ουσιαστικά την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να θεωρήσει τον εφεσείοντα 1 υπόλογο για την πληρωμή του χρέους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι το Τεκμ. 1 δεν αποτελεί συμφωνία, αλλά γραπτή παραγγελία. Αυτό είναι ορθό. Το γεγονός ότι το έγγραφο αυτό ήταν συνταγμένο στην Ιταλική γλώσσα δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε επίπτωση στην υπόθεση, καθότι τα όσα διαλαμβάνονται σ' αυτό και ήταν στην Ιταλική γλώσσα, δεν αφορούν στην παρούσα υπόθεση, γιατί δεν αμφισβητείται ότι τα προϊόντα που τοποθετήθηκαν στην οικία της Χριστοφή ήταν αυτά που παραγγέλθηκαν. Ούτε αμφισβητήθηκε η αξία των εν λόγω προϊόντων, ούτω τα ποσά που πληρώθηκαν. Το γεγονός ότι η παραγγελία υπογράφηκε από τον εφεσείονα 1, χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε σφραγίδα εταιρείας, επίσης είναι παραδεκτό. Από δε την προσαχθείσα μαρτυρία εκ μέρους της εφεσίβλητης, η οποία έγινε αποδεκτή, είναι σαφές ότι όλες οι διαπραγματεύσεις εκ μέρους της εφεσίβλητης έγιναν με τον εφεσείοντα 1 και ήταν μετά από δική του επιθυμία που ο λογαριασμός ανοίχθηκε στο όνομα της εφεσείουσας 2. Με δεδομένο ότι αυτή η μαρτυρία δεν έχει ανατραπεί καθ΄ οιονδήποτε τρόπο και με δεδομένο ότι δύο από τις τρεις επιταγές που δόθηκαν έναντι του συνολικού ποσού της αξίωσης δόθηκαν από τον εφεσείοντα 1 προσωπικά, θεωρούμε ότι δεν υπάρχει περιθώριο ανατροπής της πρωτόδικης κρίσης.
Κατά συνέπεια, απορρίπτονται και οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης.
Πολιτική Έφεση Αρ. 431/2011
Η εφεσείουσα προβάλλει ότι λανθασμένα το Δικαστήριο απέρριψε την αξίωση εναντίον της εφεσίβλητης, λανθασμένα κατέληξε ότι αυτή δεν ήταν αντιπροσωπευόταν από τους Φετοκάκη και Par-Fet Shoes Ltd και ότι η επίδικη συμφωνία συνήφθη με τον ΜΕ1. Παρέλειψε, επίσης, το Δικαστήριο να προβεί σε εύρημα για τη σχέση μεταξύ εφεσίβλητης και Φετοκάκη - Par-Fet Shoes Ltd. Τέλος, αμφισβητείται ο καταλογισμός των εξόδων της Χριστοφή εναντίον τους.
Όλοι οι λόγοι έφεσης, πλην των εξόδων, είναι συναφείς μεταξύ τους και θα εξεταστούν μαζί.
Η όλη επιχειρηματολογία της εφεσείουσας στηρίζεται στο γεγονός ότι η εφεσίβλητη επισκέφθηκε τρεις φορές το κατάστημα Domex με στόχο την επιλογή πορτοπαραθύρων, προς τούτο έδωσε εντολή όπως λάβουν τα σχέδια της οικοδομής από το αρχιτεκτονικό γραφείο αδελφών Φιλίππου και σύστησε το Φετοκάκη ως «τον άμεσα υπεύθυνο υπό την εντολή της». Επίσης, η εφεσίβλητη ήταν πελάτιδα του καταστήματος από παλαιότερη συνεργασία τους, τη γνώριζε ο ΜΕ2, και, σύμφωνα με τη θέση της εφεσείουσας, εξαιτίας αυτής της γνωριμίας προχώρησε η εφεσείουσα σ΄ αυτή τη συμφωνία. Στη βάση αυτών των γεγονότων, καθώς επίσης και στο ότι στην παραγγελία που έγινε για τα εν λόγω πορτοπαράθυρα αναφέρεται το όνομα της εφεσίβλητης, προκύπτει ότι η συμφωνία με την εφεσίβλητη έγινε κατόπιν οδηγιών της, ότι η εφεσείουσα την γνώριζε από παλαιότερη συνεργασία τους και υπήρχε το εχέγγυο ότι αυτή βρισκόταν πίσω από τη συμφωνία και, τέλος, γνώριζε η εφεσείουσα ότι τα πορτοπαράθυρα επρόκειτο να τοποθετηθούν στο σπίτι της Χριστοφή. Η όλη συμφωνία ήταν μερικώς γραπτή και μερικώς προφορική σύμφωνα με το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Για να καταλήξει δε το Δικαστήριο στα συμπεράσματά του, βασίστηκε αποκλειστικά στην υπογραφή της παραγγελίας και την έκδοση των επιταγών και του τιμολογίου, χωρίς να λάβει υπόψη του το ιστορικό που προηγήθηκε της συμφωνίας και την κοινή πρόθεση των μερών. Τονίστηκε, επίσης, από την εφεσείουσα το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ερεύνησε τη σχέση μεταξύ των εναγομένων 1 και 2 με την εναγόμενη 3 που θα το οδηγούσε σε ορθά συμπεράσματα.
Από την άλλη, η πλευρά της εφεσίβλητης υπεραμύνθηκε της πρωτόδικης απόφασης, τονίζοντας ότι με βάση τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τα οποία δεν έχουν αμφισβητηθεί, είναι πρόδηλο ότι η επίδικη συμφωνία καταρτίστηκε μεταξύ εφεσείουσας και εναγομένων 1 και 2 και ότι η εφεσείουσα δεν έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης ότι οι εναγόμενοι 1 και 2 ενεργούσαν ως αντιπρόσωποι της εφεσίβλητης.
Από τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τα οποία δεν αμφισβητούνται, προκύπτει ότι η εφεσίβλητη, η οποία είχε επισκεφθεί το κατάστημα Domex τρεις φορές, σύστησε το Φετοκάκη στους ΜΕ1 και ΜΕ2, υπαλλήλους της εφεσείουσας, ως το αρμόδιο πρόσωπο με το οποίο θα έπρεπε να έρχονται σε επαφή, σε σχέση με την αγορά και εγκατάσταση των επίδικων πορτοπαραθύρων στην οικία της. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη μαρτυρία η οποία, επίσης, δεν έχει αμφισβητηθεί, λήφθηκαν τα αρχιτεκτονικά σχέδια της οικίας της εφεσίβλητης από το αρχιτεκτονικό γραφείο, μετά από οδηγίες που δόθηκαν προς το εν λόγω γραφείο από την ίδια. Αποτελεί, επίσης, αποδεκτό γεγονός ότι στην επίδικη παραγγελία γινόταν αναφορά στο όνομα της εφεσίβλητης και, βεβαίως, είναι παραδεκτό γεγονός ότι τα εν λόγω πορτοπαράθυρα τοποθετήθηκαν στην οικία της εφεσίβλητης.
Σημειώνουμε ότι οι δικογραφημένοι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν τόσο από τους εναγόμενους 1 και 2, όσο και από την εφεσίβλητη, ως προς τη μεταξύ τους σχέση, δεν προωθήθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία με μαρτυρία, αφού καμία από τις δύο πλευρές δεν προσκόμισε μαρτυρία, παρά μόνο περιορίστηκαν στην αντεξέταση των μαρτύρων της εφεσείουσας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στις αρχές που διέπουν την ερμηνεία των συμβάσεων ως ακολούθως:
«Η ερμηνεία των συμβάσεων αποτελεί έργο του Δικαστηρίου, αντικείμενο της ερμηνείας παραμένει πάντα η έννοια των όρων της συμφωνίας κατά τον μέσο λογικό άνθρωπο. Το Δικαστήριο πρέπει να αποκαλύψει την κοινή πρόθεση των μερών που γίνεται εφικτή από τη θεώρηση της συμφωνίας ως συνόλου. Η λεκτική διατύπωση της συμφωνίας οριοθετεί την ερμηνευτική προσπάθεια. Παραπέμπω σχετικά στις αποφάσεις ΑΤΗΚ ν. Telemedia Information Services Ltd, Πολιτική Έφεση 10307, 29.5.2001, Fredericou Schools Co Ltd κα v. Accua Inc, Πολιτικές Εφέσεις 8266 και 8530, 10.10.2002, Ζήνωνος κα ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, Πολιτική Έφεση 11058, 28.6.2002, Αλεξάνδρου ν. Κωμοδρόμου κα, Πολιτικές Εφέσεις 8586, 9006, 21.5.1997 και Θεοδούλου ν. ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ, Πολιτική Έφεση 9353, 27.11.97.
Η Νομολογία επίσης καθορίζει ότι η συμπεριφορά των μερών λαμβάνεται υπόψη ειδικά στις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχουν γραπτές συμφωνίες αφού από αυτή καθορίζονται οι όροι της συμφωνίας. Σχετική είναι η υπόθεση Νίκη Ορφανίδη ν. Ανδρέα Ορφανίδη (2001) 1 Α.Α.Δ., 1889. Αναφέρω επίσης ότι η εγκυρότητα και η εμβέλεια εγγύησης όπως έχει και νομολογιακά καθιερωθεί, εξετάζεται υπό το φως της ολότητας της σχετικής σύμβασης. Σχετικές είναι οι αποφάσεις Γιώργος Καρατσιώλης ν. Royal Sports Betting Ltd, Πολ.Έφ. 250/06 ημερομηνίας 23.5.2008, Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. T.G. and Sons Importing Company Ltd κ.ά. (2004) 1(Α) Α.»
Κατέληξε δε ότι η σύμβαση στην παρούσα περίπτωση έγινε εν μέρει γραπτώς και εν μέρει προφορικά.
Αναφορικά με την εφεσίβλητη κατέληξε ότι δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος στην επίδικη συμφωνία στη βάση του πιο κάτω σκεπτικού:
«Όσον αφορά την Εναγόμενη 3, ο Μ.Ε.1 που ήταν το πρόσωπο που ανέλαβε τη διαπραγμάτευση και ολοκλήρωση της συμφωνίας εκ πλευράς Εναγόντων ανέφερε ότι δεν είχε μαζί της καμία συμβατική σχέση. Ο μόνος λόγος που κατά τη γνώμη του που περιλήφθηκε η Εναγόμενη 3 ως διάδικος ήταν το γεγονός ότι τα πορτοπαράθυρα παραδόθηκαν και εγκαταστάθηκαν στο σπίτι της Εναγομένης 3. Η Εναγομένη 3 σε καμία περίπτωση δεν προέβηκε ούτε σε διαπραγμάτευση ούτε σε οποιαδήποτε πληρωμή έναντι του εν λόγω ποσού, το όνομα της δεν αναγράφεται ως δικαιούχος ή χρεώστης σε κανένα από τα έγγραφα που έχουν κατατεθεί παρά μόνο στην παραγγελία που έγινε αναφέρεται ότι γίνεται για σκοπούς της κατοικίας της Εναγομένης 3, ενώ η κατάσταση λογαριασμού η οποία έχει ημερομηνία έκδοσης 30.11.2009 για πρώτη φορά πέραν του ονόματος της Εναγομένης 2, αναφέρει «House of Ioan. Christofi», και παρατηρώ ότι κάτι τέτοιο δεν αναγράφεται στο Τεκμήριο 7 που εκδόθηκε στις 31.1.2009 ούτε και στο αρχικό τιμολόγιο που εκδόθηκε στις 30.9.2002. Το όνομα της Εναγομένης 3 φαίνεται επίσης στο Τεκμήριο 9, το οποίο έχει καταρτιστεί από πρόσωπο που δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο για να δώσει μαρτυρία, παραπέμπω σχετικά στη μαρτυρία της Μ.Ε.3 και το οποίο καταρτίστηκε εκκρεμούσης της παρούσης αγωγής και για σκοπό παρουσίασης του στο Δικαστήριο. Επίσης η μαρτυρία του Μ.Ε.1 ήταν ότι δεν γνώριζε την ακριβή σχέση μεταξύ Εναγομένης 3 και Εναγομένου 1, ήξερε απλά ότι συνεργάζονταν και δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει την ακριβή τους σχέση. Ο Μ.Ε.2 ανέφερε ότι πριν να γίνει η παραγγελία η Μ.Ε.3 του γνώρισε τον Μ.Ε.1 και τον οποίο του σύστησε ως το άμεσα υπεύθυνο πρόσωπο για την οικοδομή της, αναφέροντας του ότι θα έπρεπε να μιλούν μαζί του για οποιαδήποτε τυχόν προβλήματα είχαν. Αυτό το γεγονός πέραν του ότι δεν μπορεί να εμπλέξει νομικά ως διάδικο στη συμφωνία την Εναγομένη 3, έγινε σύμφωνα πάντα με τη μαρτυρία του Μ.Ε.2 προτού υποβληθεί η παραγγελία και ότι ο ίδιος από την υποβολή της παραγγελίας και μετέπειτα και κύρια και καθοριστικά κατά τη σύναψη της συμφωνίας, δεν είχε απολύτως καμία εμπλοκή στο θέμα. Ως εκ των ανωτέρω θεωρώ ότι η Εναγομένη 3 δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος και ότι συμβαλλόμενα μέρη με την Ενάγουσα είναι οι Εναγόμενοι 1 και 2.»
Στο σύγγραμμα Chitty on Contract, Specific Contracts, 24η Έκδοση, παράγραφος 2045, που μας παρέπεμψε η εφεσείουσα, αναλύεται η ευθύνη αντιπροσωπευομένου με τρίτα πρόσωπα όταν υπάρχει «φαινομενική» (apparent authority) ως ακολούθως:
«Where a person by words or conduct represents to a third party that another has authority to act on his behalf, he may be bound by the acts of such person as if he had in fact authorized them.»
Όπως δε τίθεται στο σύγγραμμα Bowstead and Reynolds on Agency 16η έκδοση σελίδα 552, «the agent may be held jointly or jointly and severally liable together with his principal».
Με βάση όλα τα πιο πάνω, θεωρούμε εσφαλμένη την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη δεν ευθύνεται για την καταβολή του υπόλοιπου ποσού.
Θεωρούμε ότι τα στοιχεία μαρτυρίας που συγκεκριμενοποίησε η εφεσείουσα, όπως παρατίθενται πιο πάνω, ήταν αρκετά για να οδηγήσουν το Δικαστήριο σε συμπέρασμα ότι η εφεσίβλητη προέβη σε παραστάσεις προς την εφεσείουσα ότι ο Φετοκάκης θα προωθούσε την παραγγελία των πορτοπαραθύρων εκ μέρους της. Το γεγονός ότι ο ΜΕ2 δεν ήταν το πρόσωπο το οποίο προέβη στην ολοκλήρωση της συμφωνίας και δεν είχε ουσιαστική σχέση με την υποβολή της παραγγελίας, δεν αλλοιώνει τα πράγματα, καθότι τόσο ο ΜΕ2 όσο και ο ΜΕ1 ήταν εργοδοτούμενοι της εφεσείουσας και ενεργούσαν και οι δύο εκ μέρους της. Η δε δικαιολογία που έδωσε ο ΜΕ1 ως προς τον λόγο που προσετέθη η εφεσίβλητη ως διάδικο μέρος στην αγωγή, δεν μπορεί να καθορίσει κατά πόσο νομικά η εν λόγω διάδικος έχει οποιανδήποτε ευθύνη για την επίδικη συναλλαγή. Άλλωστε, αναφορά στο όνομα της εφεσίβλητης γίνεται και στην παραγγελία των εν λόγω εμπορευμάτων και, βεβαίως, δεν είναι χωρίς σημασία το γεγονός ότι αυτά τοποθετήθηκαν στην οικία της. Συνεπώς, θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα μπορούσε να καταλήξει στο εύλογο συμπέρασμα, το οποίο εξάγεται από τα πιο πάνω γεγονότα, ότι η παραγγελία των εν λόγω εμπορευμάτων έγινε εκ μέρους της εφεσίβλητης, η οποία την εξουσιοδότησε και, συνεπώς, μπορεί να καταστεί υπόλογη στην πληρωμή του υπολοίπου ποσού της αξίας τους, αλληλεγγύως και κεχωρισμένως με τους εναγόμενους 1 και 2. Τόσο η εφεσίβλητη όσο και οι εναγόμενοι 1 και 2 επέλεξαν να μην δώσουν οποιαδήποτε μαρτυρία, έτσι ώστε να διασαφηνιστεί η σχέση που υπήρχε μεταξύ τους, όπως προβάλλεται μέσα από τη δικογραφία. Παρέλειψε, επίσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση της ενώπιόν του μαρτυρίας, να καταλήξει σε εύρημα ως προς αυτή τη σχέση. Η εφεσείουσα, όμως, ως τρίτο πρόσωπο, το οποίο προέβη στην επίδικη συναλλαγή, ήταν εύλογο να θεωρήσει ότι η παραγγελία των επίδικων προϊόντων έγινε εκ μέρους της εφεσίβλητης και με την εξουσιοδότησή της.
Ενόψει των πιο πάνω, η έφεση θα πρέπει να επιτύχει και η πρωτόδικη απόφαση, σε συνάρτηση με την εφεσίβλητη, να παραμεριστεί. Ενόψει του αποτελέσματος, καθίσταται αχρείαστη η εξέταση του λόγου έφεσης που αφορά τα έξοδα.
Συνακόλουθα, η έφεση 328/2010 απορρίπτεται. Η έφεση 431/2011 επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται σε όσην έκταση αφορά την εφεσίβλητη/εναγόμενη 3, η οποία καθίσταται υπόλογη αλληλέγγυα και κεχωρισμένα με τους εφεσείοντες στην έφεση 328/2010 για την πληρωμή του ποσού της απόφασης και των εξόδων. Τα έξοδα και των δύο εφέσεων επιδικάζονται εναντίον των εφεσειόντων στην Πολιτική Έφεση 328/2010 και εφεσίβλητης στην Πολιτική Έφεση 431/2011, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
[1] Σε ελεύθερη μετάφραση:
«Όπου υπάρχει συμφωνία εκχώρησης νομικού δικαιώματος αγωγής, σύμφωνα με το δίκαιο της επιείκειας ο εκδοχέας καθίσταται ο δικαιούχος και ελέγχων του δικαιώματος αγωγής και δικαιούται να ενάγει με βάση το δικαίωμα αυτό, παρόλο ότι, ως θέμα πρακτικής, κανονικά θα απαιτηθεί από το Δικαστήριο να συνενώσει τον εκχωρητή είτε ως ενάγοντα είτε, εάν αρνείται να δώσει την συγκατάθεσή του, ως εναγόμενο. Εντούτοις, όπου ο εκχωρητής επιθυμεί να καταχωρήσει αγωγή, όπου είναι γνωστό ότι υπήρξε εκχώρηση, το Δικαστήριο ζητά όπως ο εκδοχέας συνενωθεί και δεν επιτρέπει στον εκχωρητή να συντηρεί την αγωγή στην απουσία του εκδοχέα. Ο εκχωρητής δικαιούται να ενάγει ως εμπιστευματοδόχος του εκδοχέα εάν τούτο επιθυμεί ο εκδοχέας, αλλά σε τέτοια περίπτωση πρέπει να αποκαλύπτει την εκπροσωπευτική του ιδιότητα ...»