ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A100
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 228/2009)
23 Μαρτίου, 2017
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΝΑΓΗ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δικαστές]
ΔΗΜΟΣ ΠΑΦΟΥ,
Εφεσείοντες/Ενάγοντες,
ΚΑΙ
C & N KYRIAKOY LTD,
Εφεσίβλητη/Εναγομένη.
----------
Ι. Παπαζαχαρίας, για τους Εφεσείοντες.
Μ. Ναθαναήλ (κα) για Π. Πολυβίου, για την Εφεσίβλητη.
----------
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ.
----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, με την οποία επιδικάστηκε υπέρ των εφεσιβλήτων-εναγόντων και εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων το ποσό των €34.172,03, πλέον νόμιμους τόκους και έξοδα, ως αποζημιώσεις για τις ζημιές που υπέστησαν οι εφεσίβλητοι, συνεπεία αμέλειας και παράβασης νομίμων καθηκόντων των εφεσειόντων.
Η αγωγή αφορούσε τη διεκδίκηση αποζημιώσεων για την καταστροφή εμπορευμάτων και εξοπλισμού των εφεσιβλήτων, τα οποία ευρίσκονταν στο υπόγειο του καταστήματος ειδών ένδυσης και υπόδησης που κατείχαν, στην οδό Αρχιεπισκόπου Μακαρίου 8-10, στην Πάφο, η οποία προκλήθηκε από την εισχώρηση ύδατος εντός του εν λόγω υποστατικού. Οι εφεσίβλητοι βασίζουν την απαίτησή τους στο ότι κατά ή περί την 12.9.2005 «μετά από διαρροή αγωγού νερού δημοτικής παροχής λόγω της αμέλειας και/ή παράβασης των εκ του νόμου απορρεόντων καθηκόντων των Εναγομένων και/ή των υπαλλήλων και/ή αντιπροσώπου αυτών υπήρξε μεγάλη συσσώρευση και/ή διοχέτευση και/ή εισροή νερού εντός του υπογείου του ως άνω αναφερόμενου υποστατικού (στο εφ' εξής καλούμενο «το υπόγειο») των Εναγόντων με αποτέλεσμα να πλημμυρίσει και να προκληθούν εκτεταμένες ζημιές σε εμπορεύματα και/ή άλλα αντικείμενα τα οποία ευρίσκοντο και/ή εφυλάττοντο εντός του υπογείου.».
Περαιτέρω, στις λεπτομέρειες αμέλειας, οι εφεσίβλητοι αποδίδουν την αμέλεια των εφεσειόντων στην παράλειψή τους να διατηρήσουν και/ή συντηρήσουν τον υπόγειο αγωγό ύδρευσης, όπως απαιτείται από το άρθρο 84(β) του περί Δήμων Νόμου, Ν.111/1985.
Οι εφεσείοντες, από την άλλη, με την υπεράσπισή τους, αρνούνται την ύπαρξη οποιασδήποτε ευθύνης και ισχυρίζονται ότι διαπιστώθηκε μετά από εκσκαφή ότι υπήρχε υπόγεια διαρροή στη λεωφόρο Αρχ. Μακαρίου στην Πάφο, η οποία όμως δεν μπορούσε να διαπιστωθεί οπτικά και η οποία αμέσως μόλις διαπιστώθηκε, επιδιορθώθηκε και αποκαταστάθηκε. Ισχυρίζονται, περαιτέρω, ότι η οποιαδήποτε εισροή ύδατος στα υποστατικά των εφεσιβλήτων ήταν πέραν της ευθύνης τους. Διαζευκτικά, ισχυρίζονται ότι, αν υπήρξε οποιαδήποτε ζημιά, αυτή οφείλεται στην αποκλειστική και/ή συντρέχουσα αμέλεια των ιδίων των εφεσιβλήτων, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που παρατίθενται στην παράγραφο 10 της υπεράσπισης. Με την εν λόγω παράγραφο, μεταξύ άλλων, αποδίδεται αμέλεια, στη βάση του ότι οι εφεσίβλητοι παρέλειψαν να διαθέτουν ικανοποιητική υδρομόνωση και να εφαρμόσουν κατάλληλο σύστημα ασφαλούς αποθήκευσης εμπορευμάτων.
Το ποσό της αποζημίωσης που επιδικάστηκε είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας και εκδικάστηκε μόνο το θέμα της ευθύνης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδέχθηκε τη μαρτυρία και των δύο μαρτύρων που κλήθηκαν από τους εφεσίβλητους, ενώ δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εκτελεστικού μηχανικού του Δήμου στο βαθμό που αυτή ήταν αντίθετη με εκείνη των εφεσιβλήτων, με εξαίρεση εκείνο το μέρος της που υπέχει θέση δηλώσεων εναντίον συμφέροντος. Η εισήγηση των εφεσιβλήτων περί εφαρμογής του κανόνα του res ipsa loquitur απορρίφθηκε από το Δικαστήριο. Απορρίφθηκε, επίσης, και ο ισχυρισμός αναφορικά με το αστικό αδίκημα της ιδιωτικής οχληρίας, δυνάμει του άρθρου 46 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι, εξαιτίας της διαρροής του αγωγού νερού του Δήμου και της συσσώρευσής του στο υπόγειο των εφεσιβλήτων, προκλήθηκε ζημιά στην περιουσία τους. Κατέληξε δε ότι η ζημιά προκλήθηκε λόγω παράβασης των νομίμων καθηκόντων του Δήμου, τα οποία πηγάζουν από το άρθρο 84(β) του περί Δήμων Νόμου (Ν.111/85), καθώς και λόγω αμέλειας που επέδειξε ο Δήμος στη διατήρηση και συντήρηση των αγωγών ύδρευσης.
Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με τρεις λόγους έφεσης, ως ακολούθως:
«Πρώτος λόγος έφεσης:
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε εσφαλμένα συμπεράσματα πως οι εναγόμενοι ήταν υπαίτιοι αμέλειας με βάση τα δικόγραφα και τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης και ενήργησε λανθασμένα ως προς την υπαγωγή της μαρτυρίας και των γεγονότων στο νομικό πλαίσιο και την ερμηνεία των αρχών που στοιχειοθετούν την αμέλεια.
Δεύτερος λόγος έφεσης:
Η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου στερείται επαρκούς και/ή καθόλου αιτιολογίας και τεκμηρίωσης και ιδίως ως προς το συμπέρασμα του για την απόδειξη αμέλειας και/ή της παράβασης καθήκοντος εκ μέρους του εφεσείοντος.
Τρίτος λόγος έφεσης:
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα και καθ΄υπέρβαση αποφάσισε πως η ενάγουσα - εφεσίβλητη δεν ήταν υπαίτια συντρέχουσας αμέλειας ως προς την πρόκληση της ζημίας της.»
Θα εξετάσουμε τους πρώτους δύο λόγους μαζί, λόγω της συνάφειάς τους.
Αποτελεί θέση των εφεσειόντων ότι το Δικαστήριο ερμήνευσε το άρθρο 84(β) του Ν. 111/85 με τρόπο που δημιουργεί αυτονόητη υποχρέωση του Δήμου να αποζημιώνει οποιοδήποτε πρόσωπο υποστεί ζημιά. Προσέδωσε δε λανθασμένα καθήκον να «προβλέπει» τις βλάβες του συστήματος της υδατοπρομήθειας και δεν προσδιορίστηκε, ούτε αποδείχτηκε, ποια ήταν τα εύλογα μέτρα για πρόληψη της διαρροής, παράλειψη των οποίων στοιχειοθετεί αμέλεια. Το Δικαστήριο, εισηγήθηκαν οι εφεσείοντες, αγνόησε παντελώς το γεγονός ότι ο σωλήνας που παρουσίασε τη βλάβη οφειλόταν σε τυχαίο γεγονός και όχι σε οποιαδήποτε αιτία κακής συντήρησης ή κακής ποιότητας υλικού ή κακής εγκατάστασης για τα οποία πιθανόν να είχε ευθύνη ο Δήμος. Ακόμα και μετά που εντοπίστηκε το πρόβλημα που, όπως σημειώνεται, δεν ήταν ορατό από την έξοδο νερού στην επιφάνεια του δρόμου, ο σωλήνας δεν αντικαταστάθηκε, αλλά απλά επιδιορθώθηκε στο σημείο που παρουσίασε τη διαρροή. Τονίστηκε από τους εφεσείοντες ότι δεν αντέχει τη βάσανο της κοινής λογικής η θέση ότι θα έπρεπε ο Δήμος να σκάβει διάφορα σημεία των οδικών αρτηριών της πόλης που δεν φαινόταν να παρουσιάζουν πρόβλημα, για να τα ελέγχει. Σημειώνεται, επίσης, ότι ο Δήμος ήταν υπεύθυνος, μέσω του Τμήματος Υδατοπρομήθειας, μόνο του αγωγού νερού και όχι του χώρου στον οποίο ήταν τοποθετημένος, δηλαδή του δημόσιου δρόμου και του υπεδάφους, όπου μάλιστα είχαν πρόσβαση και άλλες κρατικές υπηρεσίες και Οργανισμοί, όπως ΣΑΠΑ, ΑΗΚ, κ.λ.π.
Αποτελεί, περαιτέρω, θέση των εφεσειόντων ότι υπήρξε παράλειψη απόδειξης της υπαιτιότητας που συναρτάται με την εκπλήρωση καθήκοντος και το Δικαστήριο δεν εξέτασε την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της κατ΄ισχυρισμόν αμέλειας και της ζημιάς που προκλήθηκε.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, στο περίγραμμα αγόρευσής του, αναλύει τη νομολογία η οποία εξετάζει θέμα ύπαρξης θεσμοθετημένου καθήκοντος και κατά πόσο παράβαση αυτού αυτόματα δημιουργεί αγώγιμο δικαίωμα και εισηγείται ότι η ερμηνεία που δίδεται στο άρθρο 84(β) του Νόμου είναι λανθασμένη και πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης, ειδικότερα ότι η διαρροή παρουσιάστηκε, όχι από οποιαδήποτε παράλειψη του Δήμου, αλλά από φυσικά αίτια.
Από την άλλη, οι εφεσίβλητοι υπεραμύνθηκαν της πρωτόδικης απόφασης. Αναφέρθηκαν στις παραδοχές των εφεσειόντων, όπως αυτές προκύπτουν, τόσο από τα δικόγραφα, όσο και από τη μαρτυρία του εκτελεστικού μηχανικού του Δήμου. Ειδικότερα, τόνισαν την παραδοχή ότι δεν τίθεται θέμα συντήρησης των υπόγειων αγωγών τους, ότι η οποιαδήποτε επιδιόρθωση λαμβάνει χώρα μόνο αφού παρουσιαστούν βλάβες και, παρότι σπάνια, εντούτοις οι υπόγειοι αγωγοί μπορεί να σπάσουν.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, η ζημιά στην περιουσία των εφεσιβλήτων ήταν αποτέλεσμα της συσσώρευσης νερού στο υπόγειο του υποστατικού τους, η οποία προκλήθηκε από τη διαρροή του υπόγειου αγωγού ύδρευσης του Δήμου, κάτι που δεν αμφισβητείται με την παρούσα έφεση. Η διαρροή προέκυψε από σπάσιμο ενός λαστίχου μίας ίντζας το οποίο τελικά ενώθηκε και η βλάβη αποκαταστάθηκε. Αποτέλεσε θέση του εκτελεστικού μηχανικού των εφεσειόντων ότι ο Δήμος δεν λαμβάνει οποιαδήποτε προληπτικά μέτρα για σκοπούς αποτροπής οποιασδήποτε ενδεχόμενης βλάβης, παρά μόνο περιορίζεται, στη λήψη μέτρων για αποκατάσταση βλαβών. Από δε το 1991, που ο εν λόγω μάρτυρας εργαζόταν στο Δήμο, δεν είχαν προβεί σε οποιεσδήποτε ενέργειες εκσυγχρονισμού των υπόγειων αγωγών του, επειδή, όπως είπε, δεν υπάρχουν τέτοιες ανάγκες. Υπάρχουν δε, απώλειες της τάξης του 20% στα δίκτυα υδροδότησης των πόλεων, όμως, ο τρόπος αντιμετώπισής τους είναι να επιλαμβάνονται των βλαβών όταν βγει στην επιφάνεια νερό. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά «δεν σκάβουμε όλη την πόλη για να βρούμε τις απώλειες».
Το άρθρο 84(β) του περί Δήμων Νόμου (Ν.111/1985), το οποίο εμπίπτει στο Έβδομο Μέρος του εν λόγω Νόμου, που τιτλοφορείται «Αρμοδιότητες Δήμων» και έχει τον πλαγιότιτλο «Καθήκοντα Συμβούλων», προνοεί ως ακολούθως:
«Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου και οιουδήποτε ετέρου εκάστοτε εν ισχύι νόμου, το συμβούλιον θα εκτελή, εν τω μέτρω των οικονομικών δυνατοτήτων του δήμου, εντός των δημοτικών ορίων πάντα ή οιαδήποτε των ακολούθων καθηκόντων, ήτοι-
(α) .............................
.............................
.............................
(β) Θα προνοή διά την κατασκευήν, συντήρησιν και λειτουργίαν συστημάτων υδρεύσεως του δήμου και διά την προμήθειαν ικανοποιητικής και επαρκούς ποσότητος ύδατος δι΄ ύδρευσιν αυτού οσάκις δεν υφίσταται εν λειτουργία σύστημα υδρεύσεως του δήμου δυνάμει οιουδήποτε ετέρου νόμου.
.............................
.............................
.............................»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ερμηνεύοντας το πιο πάνω άρθρο, θεώρησε ότι είναι ξεκάθαρη η θέση του νομοθέτη ότι υπάρχει υποχρέωση στους Δήμους να λαμβάνουν προληπτικά μέτρα για συντήρηση, μεταξύ άλλων, των συστημάτων ύδρευσης. Στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση, δεν απαιτείτο από τους εφεσίβλητους να αποδείξουν ποία συγκεκριμένα μέτρα έπρεπε εύλογα να ληφθούν, τα οποία αυτοί δεν έλαβαν. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από το σκεπτικό της απόφασης:
«Επομένως, όταν σύμφωνα με το άρθρο 84(β) του περί Δήμων Νόμου, μεταξύ άλλων, αποτελεί νομικό καθήκον του δημοτικού συμβουλίου, το οποίο στο μέτρο των οικονομικών του δυνατοτήτων, οφείλει να προνοεί για τη συντήρηση και λειτουργία συστημάτων ύδρευσης του δήμου, έχω τη γνώμη, ότι ως θέμα ορθής ερμηνείας της σχετικής πρόνοιας, είναι αυτονόητη και η υποχρέωση του δήμου να αποζημιώσει οποιοδήποτε πρόσωπο υποστεί ζημιά, ως αποτέλεσμα της παράλειψής του να εκπληρώσει το συγκεκριμένο νομικό του καθήκον.
Ούτε και μπορώ ασφαλώς να υιοθετήσω τη λογική του εκτελεστικού μηχανικού των εναγόμενων, σύμφωνα με την οποία, για να ενεργήσει ο δήμος, όχι μόνο θα πρέπει πρώτα να προκληθεί βλάβη στο σύστημα υδροδότησης, αλλά και να βγει το νερό στην επιφάνεια της γης.
Η λογική αυτή είναι και παράλογη και αντινομική. Εν πάση περιπτώσει, θεωρώ πως, κάθε δήμος, έτσι και οι εναγόμενοι, με δεδομένο το νομικό τους καθήκον να μεριμνούν για οτιδήποτε αφορά στα συστήματα ύδρευσης, εντός των ορίων τους, μεταξύ αλλων, οφείλουν να γνωρίζουν ότι διαθέτουν και υπόγειους αγωγούς ύδρευσης, έπειτα, πού ακριβώς αυτοί είναι τοποθετημένοι και τέλος, να λαμβάνουν όλα εκείνα τα αναγκαία μέτρα που οφείλουν να έχουν υπόψη τους, προκειμένου να εφαρμόζουν τόσο το γράμμα όσο και το πνεύμα του Νόμου. Στα πλαίσια του τελευταίου, θεωρώ αυτονόητη και την υποχρέωση κάθε δήμου να αποζημιώνει οποιονδήποτε υποστεί ζημιά, λόγω της παράβασης των παραπάνω νομικών καθηκόντων του. Ούτε και μπορώ να διανοηθώ, ότι ο σκοπός του νομοθέτη ήταν να αφήνει εκτεθειμένους και χωρίς έννομη προστασία τους πολίτες οι οποίοι υφίστανται ζημιά στην περιουσία τους, συνεπεία παρανόμων πράξεων ή παραλείψεων των δήμων.»
Κατ΄αρχάς, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, σε περιπτώσεις όπως την παρούσα, όπου ο νόμος δημιουργεί και επιβάλλει υποχρέωση, γεννάται το ερώτημα κατά πόσον, πρόσωπο που υφίσταται ζημιά ή βλάβη από παράβαση αυτού του καθήκοντος, έχει αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του παραβάτη, για αποζημιώσεις.
Στην υπόθεση Hussein and Another v. The Estate of the Deceased Chrysostomos Christodoulou XX CLR 23 - 48-01 αναφέρθηκε ότι σε αγωγές οι οποίες στηρίζονται σε παράβαση καθήκοντος εγείρονται δύσκολα ερωτήματα αναφορικά με το κατά πόσο ο νομοθέτης είχε πρόθεση να δημιουργήσει, υπέρ του ιδιώτη, αγώγιμο δικαίωμα.
Ο κανόνας είναι ότι δεν υπάρχει γενικό αγώγιμο δικαίωμα όπου ο Nόμος επιβάλλει δημόσιο καθήκον και προβλέπει ποινή για παράβασή του. Στον κανόνα αυτό υπάρχουν δύο εξαιρέσεις: (α) όπου η υποχρέωση επιβάλλεται προς όφελος συγκεκριμένης τάξης, πρόσωπο που ανήκει σ΄αυτήν, έχει αγώγιμο δικάιωμα (βλ. Flourentzou v. Christodoulou (1988) 1 CLR 791) και (β) όπου ο νόμος στοιχειοθετεί δημόσιο δικαίωμα, μέλος του δημοσίου έχει αγώγιμο δικαίωμα, αν υποστεί ιδιαίτερη ζημιά λόγω της παράβασης (βλ. Κουππάρης ν. Οργανισμός Γεωργικής Ασφάλισης (1997) 1 ΑΑΔ 1780, όπου υιοθετήθηκε η υπόθεση Lonrho Ltd & Others v. Shell Petroleum Co. Ltd & Others (1981) 1 All ER 456).
Στην υπόθεση Sephton v. Lancashire River Board (1962) 1 All ER 183 λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά με το εγειρόμενο ζήτημα:
«If a statutory duty is prescribed but no remedy by way of penalty or otherwise for its breach is imposed it can be assumed that a right of civil action accrues to the person who is damnified by the breach. For if it were not so, the statute would be but a pious aspiration.»
Στο σύγγραμμα Αρτέμη και Ερωτοκρίτου «Αστικά Αδικήματα», Μέρος Β, σελίδες 69-70, γίνεται ανάλυση του θέματος και αναφορά στις πιο πάνω υποθέσεις. Τελικά, όπως αναφέρεται και στο πιο πάνω σύγγραμμα, το ζήτημα είναι θέμα ερμηνείας της συγκεκριμένης νομοθετικής πρόνοιας.
Εξετάσαμε τις πρόνοιες του άρθρου 84(β) του Νόμου υπό το φως των πιο πάνω αρχών. Θεωρούμε ότι σκοπός της εν λόγω νομοθετικής διάταξης είναι να δημιουργήσει υποχρέωση στα δημοτικά συμβούλια να προνοούν για την προμήθεια ικανοποιητικής και επαρκούς ποσότητας ύδατος δια την ύδρευση του Δήμου, εφόσον δεν υφίσταται σε λειτουργία σύστημα ύδρευσης δυνάμει άλλου Νόμου. Δεν προνοείται ποινή για παράβαση της υποχρέωσης. Από την άλλη, όμως, δεν θεωρούμε ότι η υποχρέωση του Δήμου επιβάλλεται προς όφελος συγκεκριμένης τάξης υπέρ της οποίας δημιουργείται αγώγιμο δικαίωμα. Ως εκ τούτου, η υποχρέωση του Δήμου να πληρώσει αποζημιώσεις σε συνάρτηση με τις υποχρεώσεις του δυνάμει της πιο πάνω νομοθετικής διάταξης, εγείρεται μόνο σε περίπτωση κατά την οποία αποδειχθεί ότι κάποιο πρόσωπο υπέστη ζημιά συνεπεία αμέλειας του Δήμου κατά την εκτέλεση των εν λόγω καθηκόντων του, ή λόγω παράλειψης εκτέλεσής τους.
Στο σύγγραμμα Charlesworth "The Law of Negligence", 2η Έκδοση, 439, αναφέρονται τα ακόλουθα σχετικά:
«Railway companies, dock companies, canal companies and similar undertakings, are usually under a statutory duty to make and maintain their works. The result is that "where a duty to do a work is imposed by statute on corporate body, there will generally follow a liability to pay damages caused by negligence in doing that work. . The liability is the same whether the subject matter of complaint is in the performance or the omission of a statutory duty.»
Στην προκείμενη περίπτωση η εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι υπήρξε αμέλεια του Δήμου να συντηρήσει τον αγωγό ύδρευσης, με αποτέλεσμα να υπάρξει διαρροή νερού από το σπάσιμο ενός λαστίχου και να εισέλθει στο υποστατικό τους, προκαλώντας ζημιά σε εμπορεύματα που βρίσκονταν αποθηκευμένα σ΄αυτό. Η υποχρέωση του Δήμου να προνοεί για τη συντήρηση και λειτουργία συστήματος ύδρευσης τον καθιστά υπόλογο να αποζημιώνει οποιοδήποτε πρόσωπο υποστεί ζημιά συνεπεία πράξης ή παράλειψής του η οποία συνιστά αμέλεια. Το βάρος απόδειξης αιτιώδους συνάφειας εναποτίθεται στους ώμους του ενάγοντα να αποδείξει, επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, ότι η παράλειψη αυτή είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση ζημιάς.
Τα ερωτήματα που τίθενται λοιπόν είναι κατά πόσον (α) υπήρξε παράλειψη του Δήμου να εκπληρώσει το καθήκον συντήρησης του συστήματος ύδρευσης και (β) η παράλειψη-αμέλεια αυτή προκάλεσε στην εφεσίβλητη την επίδικη ζημιά, δηλαδή αποδείχθηκε η απαραίτητη αιτιώδης σχέση.
Η θέση που προέβαλε ο μηχανικός του Δήμου ήταν ότι δεν συντηρείται το εν λόγω σύστημα ύδρευσης, παρά μόνο επιδιορθώνεται μόλις εντοπιστεί βλάβη. Δεν υπήρξε όμως οποιαδήποτε μαρτυρία που να καταδεικνύει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της αμέλειας του Δήμου να συντηρεί και της αιτίας που προκάλεσε τη διαρροή του νερού. Εδώ εντοπίζεται το σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το γεγονός ότι ο Δήμος δεν προβαίνει σε συντήρηση των υπόγειων αγωγών ύδρευσης, παρά μόνο περιορίζεται στην επιδιόρθωση των βλαβών, δεν αποδεικνύει αφ' εαυτού ότι η ζημιά που προκλήθηκε στην δεδομένη περίπτωση ήταν αποτέλεσμα της παράλειψης συντήρησης. Απαιτείται η απόδειξη αυτού του στοιχείου, ότι δηλαδή η ζημιά προκλήθηκε λόγω της αμέλειάς του, για να μπορεί να αποδοθεί ευθύνη και καταλογισμός ζημιών σ΄αυτόν.
Η αιτιώδης συνάφεια ως πραγματικό γεγονός είναι θεμελιώδους σημασίας σε αυτή την υπόθεση και καθοριστική για την έκβασή της. Αποτέλεσε κύριο στοιχείο της επιχειρηματολογίας των εφεσειόντων και στη βάση αυτής της παραμέτρου θα εξετάσουμε και την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Δήμος υπήρξε αμελής. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από τη δικαστική απόφαση:
«Σε σχέση με το αδίκημα της αμέλειας, λαμβάνω σοβαρά υπόψη ότι οι εναγόμενοι γνώριζαν την ύπαρξη του υπόγειου αγωγού τους στο συγκεκριμένο δρόμο, ότι το κατάστημα των εναγόντων βρισκόταν πλησίον αυτού, περαιτέρω, ότι υπήρχε ενδεχόμενο ο αγωγός να υποστεί βλάβη - έστω σπάνια, όπως ανάφερε ο εκτελεστικός τους μηχανικός - κάτι που συνέβη, ως επίσης και ότι στα δίκτυα υδροδότησης των πόλεων υπάρχουν απώλειες της τάξεως του 20%, που με απλά λόγια, σημαίνει ότι και ο κίνδυνος εισροής του νερού, εξαιτίας της απώλειας ή βλάβης οποιουδήποτε υπόγειου αγωγού, σ΄ οποιοδήποτε παρακείμενο υποστατικό, ήταν πιθανός και ορατός, σε κάθε περίπτωση. Όμως, οι εναγόμενοι, ακόμη και να μη γνώριζαν γι΄ αυτό τον κίνδυνο, όφειλαν να γνωρίζουν, ιδιαίτερα, όταν οι ίδιοι είχαν την απαίτηση οι ενάγοντες να λαμβάνουν προληπτικά μέτρα προστασίας, για το ενδεχόμενο να πλημμυρίσει το υπόγειο τους από γειτνιάζοντα τρέχοντα νερά.
Προστίθενται και τα εξής:
Το γεγονός, ότι, όπως ανάφερε ο εκτελεστικός μηχανικός των εναγόμενων, όταν ειδοποιήθηκε ότι κάποια υπόγεια στην περιοχή είχαν νερό, έστειλε αμέσως συνεργείο για να την ελέγξει και για να αποκαταστήσει την πιθανή βλάβη, αποδεικνύει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο, ότι ήταν προβλεπτό για τους ενάγοντες το ενδεχόμενο - κίνδυνος - βλάβης και διαρροής του αγωγού τους, όσο και της ζημιάς που θα μπορούσε να προκληθεί στην περιουσία των εναγόντων, ένεκα της εισροής και συσσώρευσης του νερού στο υπόγειό τους. Αυτό, καθιστά οριστικά, μάταιη την προσπάθεια που κατέβαλε ο μάρτυρας, να εμπλέξει στο όσο θέμα και το γειτνιάζον αυλάκι του Σ.Α.Π.Α. Διαφορετικά, δεν εξηγείται το γεγονός, ότι με το που πληροφορήθηκε ότι κάποια υπόγεια είχαν νερό, έστειλε αμέσως συνεργείο στην περιοχή για να ελέγξει και να αποκαταστήσει την πιθανή βλάβη. Ούτε και ισχυρίστηκε ο μάρτυρας, ότι υπήρξε παρέμβαση οποιουδήποτε τρίτου - μη εξουσιοδοτημένου προσώπου που προκάλεσε τη βλάβη στον αγωγή των εναγόμενων.»
Το καθήκον επιμέλειας συναρτάται προς τη δυνατότητα πρόβλεψης του κινδύνου. Εφόσον, υπό τις εκάστοτε συγκεκριμένες περιστάσεις, η πιθανότητα δημιουργίας κινδύνου είναι ευλόγως εμφανής, τότε η παράλειψη λήψης ανάλογου μέτρου προφύλαξης συνιστά αμέλεια (βλ. Φοινικαρίδης κ.ά. ν. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 ΑΑΔ 484).
Μετά την απόδειξη υπαιτιότητας που συναρτάται με την μη ή την πλημμελή εκπλήρωση οφειλόμενου καθήκοντος, το Δικαστήριο εξετάζει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της αμέλειας και της ζημιάς που προκλήθηκε.
Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ελευθερίας Ζαπίτη κ.ά. (2003) 1Β ΑΑΔ 749 στη σελ. 760 η «αιτιώδης συνάφεια είναι θέμα πραγματικό και θα πρέπει να αποφασίζεται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, κατά τη δίκη (Hotson v. East Berkshire Area Health Authority [1987] 2 All E.R. 909). Θέμα πραγματικό είναι και ο λόγος που προκάλεσε το δυστύχημα. Ακόμα και στην περίπτωση που εναγόμενος παραδέχεται αμέλεια, ο ενάγων δεν δικαιούται, άνευ άλλου τινός, αποζημίωσης, εκτός αν μπορεί να συνδέσει τη ζημιά του με την αμέλεια αυτή (Rankine v. Garton Sons & Co. Ltd [1979] 2 All E.R. 1185).»
Στην προκείμενη περίπτωση, οι υπόγειοι αγωγοί βρίσκονταν κάτω από δρόμο, ο οποίος συνόρευε με υποστατικά, μεταξύ των οποίων και αυτό των εφεσιβλήτων. Δεν έχει αμφισβητηθεί ότι η ζημιά που προέκυψε στα εμπορεύματα που ευρίσκονταν εντός του υποστατικού των εφεσιβλήτων ήταν αποτέλεσμα διαρροής νερού από τον υπόγειο αγωγό, λόγω του ότι έσπασε ένα λάστιχο. Να σημειωθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε ισχυρισμό των εφεσιβλήτων ότι εφαρμόζεται η αρχή Res Ipsa Loquitur και δεν καταχωρήθηκε αντέφεση επί του ζητήματος έτσι ώστε να τίθεται θέμα εξέτασής του. Ως εκ τούτου, αυτό που απομένει είναι να εξεταστεί κατά πόσο οι εφεσίβλητοι απέδειξαν ότι η ζημιά που έχουν υποστεί ήταν το αποτέλεσμα της όποιας αμέλειας των εφεσιβλήτων. Όπως έχουμε προαναφέρει, η πρωτόδικη απόφαση στηρίζεται στην παράλειψη του Δήμου να συντηρήσει το σύστημα ύδρευσης.
Δεν υπήρξε, όμως, μαρτυρία ότι ο λόγος που προκλήθηκε η βλάβη στο λάστιχο του σωλήνα ήταν η παράλειψη συντήρησης, όπως αυθαίρετα κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ελλείπει ουσιαστικά η απόδειξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της κατ΄ ισχυρισμό αμέλειας των εφεσειόντων και της προκληθείσας ζημιάς. Το μόνο στοιχείο που υπήρχε ήταν ότι η διαρροή προήλθε από το σπάσιμο ενός λαστίχου, η οποία επιδιορθώθηκε αμέσως μόλις εντοπίστηκε το πρόβλημα. Δεν είναι επίσης χωρίς σημασία το γεγονός ότι στην περιοχή διεξάγοντο υπογείως εργασίες από άλλες υπηρεσίες και ότι δεν υπήρξε διαρροή στην επιφάνεια του δρόμου, η οποία θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή αμέσως και να επιδιορθωθεί προτού το νερό συσσωρευθεί σε παρακείμενα υποστατικά.
Από τη στιγμή που το Δικαστήριο προσέγγισε την υπόθεση στη βάση της παράβασης θεσμοθετημένου καθήκοντος και αμέλειας και δεν έκανε αποδεκτή οποιαδήποτε άλλη εισήγηση των εφεσιβλήτων, είτε λόγω εφαρμογής της αρχής Res Ipsa Loquitur, είτε ότι επρόκειτο για υπόθεση ιδιωτικής οχληρίας, έπρεπε να υπήρχε μαρτυρία που να καταδεικνύει αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της κατ΄ισχυρισμό παράβασης ή της αμέλειας και της ζημιάς που προέκυψε. Στην απουσία τέτοιας μαρτυρίας και ενώ υπήρχε η μαρτυρία του μηχανικού του Δήμου ότι το σπάσιμο του λαστίχου ήταν ένα τυχαίο γεγονός, το Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι οι εφεσίβλητοι ικανοποίησαν το βάρος απόδειξης που είχαν και εξέδωσε απόφαση υπέρ τους.
Για τους πιο πάνω λόγους, οι πρώτοι δύο λόγοι έφεσης επιτυγχάνουν, με αποτέλεσμα να μην απαιτείται η εξέταση και του τρίτου λόγου έφεσης.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Έξοδα, πρωτόδικα και κατ΄έφεση υπέρ των εφεσειόντων, να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ