ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
KYRIAKOS CHRISTODOULIDES ν. MATHEOS KYPRIANOU (1968) 1 CLR 130
LOIZOS CONSTANTINOU ν. GEORGHIOS SALACHOURIS (1969) 1 CLR 416
GEORGHIADES ν. HADJISAVVA (1984) 1 CLR 597
Κυριάκου ν. Φιλίππου (1992) 1 ΑΑΔ 642
Mερακλή Aρετούλλα και Άλλος ν. Aυγερινού Tαλιώτη (1997) 1 ΑΑΔ 1148
Kλεάνθους Aνδρέας κ.ά. ν. Kυριάκου Eυαγγέλου (1998) 1 ΑΑΔ 1681
Ιωαννίδου Στέλλα και Άλλος ν. Jagjid Singh και Άλλου (2001) 1 ΑΑΔ 1805
Χαριλάου Χάρης ν. Νίκου Νικολάου (2003) 1 ΑΑΔ 1460
Χαραλαμπίδης Σ. Πέτρος & Αδελφοί Λτδ ν. Κυριάκου Στυλιανού (2004) 1 ΑΑΔ 2066
Χρυσοστόμου Χριστάκης ν. Πέτρου Σοφοκλέους και Άλλων (2014) 1 ΑΑΔ 1985, ECLI:CY:AD:2014:A676
Σιακόλα Ανδρέας και Άλλη ν. Έλιας Μιχαλοπούλου (2016) 1 ΑΑΔ 2473, ECLI:CY:AD:2016:A501
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2017:A116
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 187/2011)
30 Μαρτίου, 2017
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δικαστές]
MOUSTAFA AHMAD ABDULKADER,
Εφεσείων/Εναγόμενος 1,
ΚΑΙ
ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ,
Εφεσίβλητος/Ενάγων.
----------
Ν. Δημητρίου (κα) για Δ. Αριστείδου & Σία, για τον Εφεσείοντα.
Φ. Μιχαηλίδου (κα) για Σπ. Ξ. Μιχαηλίδη & Σία, για τον
Εφεσίβλητο.
----------
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ.
-----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Στις 23.4.2003 και περί ώρα 21:45 συνέβη τροχαίο ατύχημα στο δρόμο Λεμεσού-Τραχωνίου της επαρχίας Λεμεσού. Ενεπλάκησαν ο γεωργικός ελκυστήρας με αρ. εγγραφής JD363, οδηγούμενος από τον εναγόμενο 1/εφεσείοντα, και το αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής HEP990, οδηγούμενο από τον ενάγοντα/εφεσίβλητο, με συνοδηγό ένα φίλο του. Και τα δύο οχήματα κατευθύνονταν προς το Τραχώνι, με τον γεωργικό ελκυστήρα να προπορεύεται του αυτοκινήτου.
Τα ουσιώδη πραγματικά γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση, όπως διαπιστώθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν αμφισβητούνται. Τα παραθέτουμε σε συντομία:
Ο εφεσίβλητος κινείτο με ταχύτητα περίπου 70 χαω και έχοντας αναμμένα τα φώτα πορείας του στη χαμηλή στάση με ορατότητα 40 μέτρα, σε απόσταση 20-25 μέτρα αντιλήφθηκε ότι στο δρόμο υπήρχε γεωργικός ελκυστήρας, ο οποίος κινείτο στο δρόμο με πολύ χαμηλή ταχύτητα. Προσπάθησε να αποφύγει τη σύγκρουση, στρίβοντας το τιμόνι του δεξιά, χωρίς να χρησιμοποιήσει φρένα, με αποτέλεσμα να χάσει τον έλεγχο του αυτοκινήτου στο πίσω μέρος. Το αυτοκίνητο δεν ισορροπούσε στο δρόμο, οπότε έστριψε το τιμόνι αριστερά, με αποτέλεσμα να κτυπήσει σε συστάδα κυπαρισσιών στην αριστερή πλευρά του δρόμου. Από τη σύγκρουση το αυτοκίνητο αναποδογυρίστηκε στη μέση του δρόμου, καταλήγοντας με την οροφή στην άσφαλτο. Το Δικαστήριο, περαιτέρω, βρήκε πως τα δύο οχήματα δεν συγκρούστηκαν σε οποιοδήποτε σημείο και δεν υπήρξε επαφή μεταξύ τους. Στο σημείο όπου έγινε το ατύχημα δεν υπήρχε καθόλου οδικός φωτισμός και κατά τον επίδικο χρόνο επικρατούσε σκοτάδι, ενώ ο ελκυστήρας δεν έφερε αριθμούς εγγραφής μπροστά και πίσω, είχε φώτα πορείας μόνο στο μπροστινό μέρος και δεν έφερε φωσφορούχα σήματα. Το όχημα του εφεσείοντα μπορούσε να γίνει ορατό μόνο από τα φώτα πορείας του οχήματος του εφεσίβλητου. Συνεπεία του ατυχήματος, το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσίβλητος, ο οποίος κατά το χρόνο του ατυχήματος ήταν στρατιώτης ηλικίας 19 ετών, υπέστη εκτεταμένες ζημιές. Από το ατύχημα ο εφεσίβλητος και ο συνοδηγός του τραυματίστηκαν και μεταφέρθηκαν στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού. Ο εφεσίβλητος κρατήθηκε για νοσηλεία από 23.4.2003-25.4.2003 με συμπτώματα εγκεφαλικής διάσεισης με ζάλη, ναυτία και κεφαλαλγία και εκχυμώσεις και εκδορές στον αριστερό ώμο, δεξιό αντιβραχίονα, δεξιά άκρα χείρα και δεξιό γόνατο. Υπέστη, περαιτέρω, πόνο και ταλαιπωρία συνεπεία των πιο πάνω τραυμάτων για δύο περίπου βδομάδες, περίοδο κατά την οποία έφερε κολάρο στον αυχένα. Του δόθηκε αναρρωτική άδεια για περίοδο 10 ημερών. Οι ζημιές και τα έξοδα που υπέστη ο εφεσίβλητος, έγιναν παραδεκτά επί πλήρους ευθύνης.
Ενόψει των ευρημάτων του ως προς τα πραγματικά γεγονότα, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείων δεν επέδειξε τη δέουσα επιμέλεια και προσοχή, «αφού οδηγούσε τον γεωργικό ελκυστήρα με πολύ χαμηλή ταχύτητα, χωρίς ωστόσο να έχει πισινά φώτα πορείας ή χωρίς φωσφορούχα σήματα και με τρόπο που να μην μπορούσε να γίνει εύκολα αντιληπτός.». Κατέληξε, περαιτέρω, ότι ο εφεσίβλητος δεν ήταν άμοιρος ευθύνης, αφού με δεδομένη την έλλειψη φωτισμού στο δρόμο, όφειλε να είχε αναμμένα τα φώτα πορείας του σε πιο δυνατή στάση. Περαιτέρω, οδηγούσε το όχημά του με τέτοια ταχύτητα και με τρόπο ώστε να μην είναι σε θέση να αντιληφθεί έγκαιρα την ύπαρξη του γεωργικού ελκυστήρα στο δρόμο και να λάβει δέοντα μέτρα προς αποφυγή της σύγκρουσης. Προέβη σε καταμερισμό ευθύνης 70% εναντίον του εφεσείοντα και 30% εναντίον του εφεσίβλητου. Επιδίκασε δε το ποσό των €3.500 ως γενικές αποζημιώσεις για τα τραύματα που υπέστη ο εφεσίβλητος, επί πλήρους ευθύνης.
Ο εφεσείων με τον πρώτο λόγο έφεσης αμφισβητεί την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τον καταμερισμό της ευθύνης, ενώ με το δεύτερο λόγο θεωρεί υπερβολικό το ποσό των €3.500 που επιδικάστηκαν ως γενικές αποζημιώσεις.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα προώθησε τον πρώτο λόγο έφεσης με αναφορά σε ευρήματα του Δικαστηρίου, η ορθότητα των οποίων δεν αμφισβητείται. Συγκεκριμένα, υπέβαλε πως, από τη στιγμή που το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα ευρήματα ότι ο εφεσίβλητος όφειλε να έχει αναμμένα τα φώτα πορείας του σε πιο δυνατή στάση, ότι χρησιμοποιούσε συχνά τον δρόμο όπου επισυνέβη το ατύχημα και, επομένως, όφειλε να γνωρίζει τους κινδύνους λόγω της μη ύπαρξης φωτισμού στο δρόμο, ότι οδηγούσε το όχημά του με τέτοια ταχύτητα και με τρόπο ώστε να μην ήταν σε θέση να αντιληφθεί έγκαιρα την ύπαρξη του ελκυστήρα στο δρόμο και να λάβει τα δέοντα μέτρα προς αποφυγή της σύγκρουσης, ως επίσης και ότι ο εφεσίβλητος, ενώ είχε ορατότητα 40 μέτρα με βάση τα φώτα πορείας του, εν τούτοις, διαπίστωσε την ύπαρξη του ελκυστήρα σε απόσταση μόλις 20-25 μέτρα, το ποσοστό ευθύνης έπρεπε να καταμεριστεί αντιστρόφως, δηλαδή 70% εις βάρος του ενάγοντα/εφεσίβλητου και 30% εις βάρος του εναγόμενου/εφεσείοντα. Επικαλείται, συναφώς, την αναφερθείσα από το πρωτόδικο Δικαστήριο Στέλλα Ιωαννίδου και Γεώργιος Τριανταφυλλίδης, ως διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντος Ιωάννη Σπανοπούλου ν. Jagjid Singh κ.α. (2001) 1 ΑΑΔ 1805.
Η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσίβλητου υπεραμύνθηκε της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης. Ως προς τον πρώτο λόγο έφεσης τόνισε πως ο εφεσίβλητος οδηγούσε με ταχύτητα περίπου 70 χαω με επιτρεπόμενο όριο τα 65 χλμ ταχύτητα, η οποία δεν ήταν υπερβολική, αντίθετα η υπέρβαση του ορίου θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί αμελητέα. Η υπερβολική ταχύτητα από μόνη της, εν πάση περιπτώσει, δεν αρκεί για να εξαχθεί συμπέρασμα συντρέχουσας αμέλειας. Περαιτέρω, η ορατότητα των 40 μέτρων, για την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε σε εύρημα και η αντίληψη του αντικειμένου από τον εφεσίβλητο στα 20-25 μέτρα, δεν αφορά σημαντική διαφορά, εφόσον αυτή η διαφορά των 15 μέτρων καλύπτεται σε κλάσματα δευτερολέπτου ενόψει του επιτρεπόμενου ορίου ταχύτητας και δεν είναι παράγοντας που συνέβαλε στην πρόκληση του ατυχήματος. Βέβαια, είναι παράγοντες που λήφθηκαν υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο στον καταμερισμό της ευθύνης εναντίον του εφεσίβλητου. Προβαίνει δε σε διαφοροποίηση της υπόθεσης Στέλλα Ιωαννίδου, ανωτέρω, ως προς τα γεγονότα.
Πέραν των πιο πάνω, πάντοτε σύμφωνα με τη συνήγορο του εφεσίβλητου, το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος δεν εφάρμοσε φρένα, ενδεχομένως να συνέτεινε στην αποφυγή της σύγκρουσης και, εν πάση περιπτώσει, έγινε κάτω από την αγωνία της στιγμής και ήταν, στη βάση της Κυριάκου ν. Φιλίππου (1992) 1 ΑΑΔ 642 και Γεωργιάδης ν. Χατζησάββα (1984) 1ΑΑΔ 597, πράξη στην οποία θα προέβαινε ένας λογικός κοινός άνθρωπος.
Αποτελεί πάγια νομολογημένη αρχή ότι το ζήτημα του καταμερισμού της ευθύνης είναι πρωταρχικό καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και, εκτός αν στην απόφαση εμφιλοχώρησε πλάνη περί το Νόμο ή τα πραγματικά γεγονότα, τα ευρήματα του Δικαστηρίου δεν ανατρέπονται (βλ. Κλεάνθους κ.α. ν. Ευαγγέλου (1998) 1ΑΑΔ 1681 και Χαραλαμπίδης Σ. Πέτρας & Αδελφοί Λτδ ν. Κυριάκου Στυλιανού (2004) 1 ΑΑΔ 2066).
Στην παρούσα περίπτωση δεν θεωρούμε ότι συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος για επέμβαση στον καταμερισμό ευθύνης που προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η γενεσιουργός αιτία του δυστυχήματος είναι σαφώς ότι ο εφεσείων οδηγούσε το γεωργικό ελκυστήρα με πολύ χαμηλή ταχύτητα και παρέλειψε να έχει επαρκή φωτισμό στο όχημά του, ώστε να καθίσταται η παρουσία του στο δρόμο καταφανής και οι υπόλοιποι οδηγοί να ρυθμίζουν ανάλογα τη θέση τους. Η παράλειψη του εφεσίβλητου να έχει αναμμένα τα δυνατά του φώτα δεν μπορεί να οδηγήσει σε απόδοση μεγαλύτερου ποσοστού ευθύνης σ΄ αυτόν. Όπως επίσης ούτε και η ταχύτητα και ο τρόπος με τον οποίο οδηγούσε ο εφεσίβλητος μπορούν να μεταβάλουν το ποσοστό ευθύνης, καθότι η ταχύτητα ήταν 70 χαω αντί του επιτρεπόμενου 65 χαω, ο δε εφεσίβλητος έλαβε αποτρεπτικά μέτρα για αποφυγή της σύγκρουσης. Το γεγονός ότι κάτω από την αγωνία της στιγμής επέλεξε να μην εφαρμόσει φρένα, αλλά να κινηθεί δεξιότερα στο δρόμο, δεν θεωρούμε ότι θα δικαιολογούσε απόδοση μεγαλύτερου ποσοστού ευθύνης. Η υπόθεση Στέλλας Ιωαννίδου, ανωτέρω, διαφοροποιείται ως προς τα γεγονότα. Στην υπόθεση εκείνη σαλούν αυτοκίνητο που οδηγείτο από τον αποβιώσαντα σε υπεραστικό δρόμο συγκρούστηκε κατά τη διάρκεια της νύχτας στο πίσω μέρος προπορευόμενου αρθρωτού οχήματος, του οποίου ο φωτισμός ήταν ελαττωματικός και η ταχύτητα πολύ χαμηλότερου επιτρεπόμενου ορίου ταχύτητας. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο οδηγός του σαλούν ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος για την πρόκληση του ατυχήματος, ανατράπηκε κατ΄ έφεση, όπου κρίθηκε ότι ο οδηγός του αρθρωτού οχήματος ευθύνετο σε ποσοστό 30%. Με βάση τα γεγονότα της εν λόγω υπόθεσης ο αποβιώσας δεν αντιλήφθηκε την παρουσία του αρθρωτού οχήματος έγκαιρα με αποτέλεσμα να μην αντιδράσει και, επίσης, δεν υπήρχε αποδεχτή μαρτυρία για την κατάσταση του φωτισμού του αρθρωτού οχήματος. Στην παρούσα περίπτωση, ο εφεσίβλητος έλαβε αποτρεπτικά μέτρα για αποφυγή της σύγκρουσης και, με βάση τη μαρτυρία, ο γεωργικός ελκυστήρας δεν είχε φώτα πορείας, ούτε και φωσφορούχα σήματα στο πίσω μέρος.
Ως εκ των ανωτέρω, ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα ισχυρίζεται ότι το πρωτοδίκως επιδικασθέν ποσό των γενικών αποζημιώσεων είναι έκδηλα υπερβολικό και ο υπολογισμός του λανθασμένος, καθότι εναποθέτει υπέρμετρο βάρος στον εφεσείοντα, ως επίσης και τα τραύματα που υπέστη ο εφεσίβλητος ήταν ήσσονος σημασίας. Παραπέμπει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως ο εφεσίβλητος, συνεπεία του ατυχήματος, υπέστη διάσειση εγκεφάλου με συμπτώματα ζάλης, κεφαλαλγίας και ναυτίας και εκδορές και εκχυμώσεις στον αριστερό ώμο, δεξιό αντιβραχίονα, δεξιά άκρα χείρα και δεξί γόνατο, καθώς και πως είχε πλήρη ίαση, αποθεραπεία και αποκατάσταση σε χρονικό διάστημα 2 εβδομάδων, χωρίς οι τραυματισμοί να αφήσουν κατάλοιπο για να εισηγηθεί πως, ενόψει των εν λόγω ευρημάτων σε σχέση με τις σωματικές βλάβες, την αποθεραπεία, τον πόνο και την ταλαιπωρία που αποδέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το ποσό των γενικών αποζημιώσεων είναι έκδηλα υπερβολικό και δεν πρέπει να υπερβαίνει τα €1.000-€1.500.
Παραπέμπει στην αναφερθείσα από το πρωτόδικο Δικαστήριο υπόθεση Αρετούλλα Μερακλή κ.α. ν. Ταλιώτη (1997) 1ΑΑΔ 1148, στην οποία με παρόμοιους τραυματισμούς επιδικάσθηκε ποσό ΛΚ1.500 (ισόποσο των €2.562) για γενικές αποζημιώσεις, παρά το ότι εκεί οι τραυματισμοί ήταν πολυπλοκότεροι. Ακόμα και αν ληφθεί υπόψη η ανοδική τάση στον υπολογισμό των αποζημιώσεων, το ποσό των €3.500 που επιδικάστηκε στην παρούσα, δεν δικαιολογείται.
Από την άλλη, ο εφεσίβλητος προβάλλει ότι παραπλανητικά αναφέρει ο εφεσείων στο περίγραμμά του πως το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε σε εύρημα για «πλήρη ίαση, αποθεραπεία και αποκατάσταση σε χρονικό διάστημα 2 εβδομάδων, χωρίς οι τραυματισμοί να αφήσουν κατάλοιπο», αφού στην απόφαση δεν εντοπίζεται κάτι τέτοιο. Θεωρεί την αναφερόμενη από τον εφεσείοντα υπόθεση Αρετούλλα Μερακλή, ανωτέρω, ως διαφορετική από την παρούσα, καθότι εκεί προϋπήρχαν αλλοιώσεις στις αρθρώσεις και τονίζει πως και ο εφεσίβλητος υπέστη θλάση στον αυχένα και όχι μόνο, σύμφωνα με το ιατρικό πιστοποιητικό. Η δε διάσειση που υπέστη δεν χαρακτηρίστηκε ως «ήπια» στο εν λόγω πιστοποιητικό. Οπότε, θεωρεί ως δίκαιο το ποσό των €3.500 που επιδικάστηκε υπέρ του λαμβανομένης υπόψη της μείωσης της αξίας του χρήματος.
Αποτελεί πάγια νομολογία ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το ύψος του ποσού των αποζημιώσεων, παρά μόνο εάν πεισθεί είτε ότι το Δικαστήριο ενήργησε κάτω από λανθασμένη αντίληψη του Νόμου, είτε ότι το επιδικασθέν ποσό είναι τόσο υπερβολικό ή ανεπαρκές, ούτως ώστε να καθίσταται παντελώς λανθασμένος ο υπολογισμός των αποζημιώσεων που επιδικάστηκαν (βλ. Constantinou v. Selachouris (1969) 1 CLR 416, Christodoulides v. Kyprianou (1968) 1 CLR 130, Χριστάκης Χρυσοστόμου ν. Πέτρος Σοφοκλέους κ.ά, Πολ. Έφεση 316/2009, ημερομηνίας 12.9.2014, ECLI:CY:AD:2014:A676 και Ανδρέας Σιακόλας κ.ά. ν. Έλιας Μιχαλοπούλου, Πολ. Έφεση 166/2011, ημερομηνίας 26.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:A501).
Κατ΄ αρχάς σημειώνουμε ότι είναι εύστοχη η επισήμανση της ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσίβλητου πως το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε αντίθεση με τα λεγόμενα του εφεσείοντα, ουδόλως προχώρησε σε εύρημα για «πλήρη ίαση, αποθεραπεία και αποκατάσταση σε χρονικό διάστημα 2 εβδομάδων, χωρίς οι τραυματισμοί να αφήσουν κατάλοιπο». Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στα τραύματα που υπέστη ο εφεσίβλητος, όπως παρατίθενται πιο πάνω στην απόφασή μας, αναζήτησε νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για τον καθορισμό των γενικών αποζημιώσεων, όπου εντόπισε, μεταξύ άλλων, και την υπόθεση Αρετούλλα Μερακλή, πιο πάνω. Είναι γεγονός ότι η εν λόγω απόφαση διαφοροποιείται από την παρούσα, καθότι εκεί προϋπήρχαν αλλοιώσεις στις αρθρώσεις οι οποίες συνέτειναν στη μείωση των αποζημιώσεων, ενώ προσομοιάζει στην έκταση που και ο εδώ εφεσίβλητος υπέστη θλάση στον αυχένα και όχι μόνο, σύμφωνα με το ιατρικό πιστοποιητικό. Στο δε ιατρικό πιστοποιητικό, η διάσειση που υπέστη ο εφεσίβλητος δεν χαρακτηρίστηκε ως «ήπια» ως ο εφεσείων την παρουσιάζει. Όπως έχει κριθεί στην Χαριλάου ν. Νικολάου (2003) 1 Γ ΑΑΔ 1460: «Προηγούμενες αποφάσεις δεν αποτελούν δεσμευτικό προηγούμενο υπό την έννοια της αρχής του stare decisis αλλά παρέχουν καθοδήγηση. Πρέπει, επίσης, να λαμβάνεται υπόψη η συνεχής μείωση της αξίας του χρήματος».
Έχοντας, λοιπόν, υπόψη τη φύση και την έκταση των τραυμάτων που έχει υποστεί ο εφεσίβλητος, τη χρονική έκταση του πόνου και της ταλαιπωρίας που έχει υποστεί, την ανοδική τάση στον υπολογισμό αποζημιώσεων, καθώς επίσης και τις προηγούμενες αποφάσεις από τις οποίες μπορεί να αντληθεί καθοδήγηση και τη μείωση της αξίας του χρήματος, δεν κρίνουμε ότι η επιδίκαση του ποσού των €3.500 είναι έκδηλα υπερβολική, έτσι ώστε να απαιτείται η επέμβασή μας.
Συνακόλουθα, και ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ