ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:D62
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 29/2017)
28 Φεβρουαρίου, 2017
[Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 2, 3, 4 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ
(Ν. 33/1964, ΩΣ ΕΧΕΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ)
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ, ΕΚ ΛΕΜΕΣΟΥ (ΠΙΟ ΚΑΤΩ Ο «ΑΙΤΗΤΗΣ»), ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ 4 ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΥΠ'
ΑΡ. 9208/2015 ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΙΜΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ
ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΜΟΝΙΜΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ (Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ - ΑΝΔΡΕΟΥ Π.Ε.Δ., Χ. Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ Α.Ε.Δ. ΚΑΙ
Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ Ε.Δ.), Η ΟΠΟΙΑ ΑΠΑΓΓΕΛΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 08.02.2017 ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΘΗΚΕ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΑ
ΣΤΙΣ 09.02.2017, ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ
ΥΠ' ΑΡ. 9208/2015
________________________
Αλέκος Μαρκίδης, μαζί με Νίκο Μακρίδη, Νικόλα Τσαρτελλή και Κατερίνα Πατσαλίδου (κα), για τον Αιτητή.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Ο αιτητής στην υπό εξέταση μονομερή αίτηση, Παναγιώτης Νεοκλέους, είναι ο τέταρτος κατηγορούμενος στην ποινική υπόθεση αρ. 9208/2015, η εκδίκαση της οποίας περατώθηκε πρόσφατα ενώπιον του Μόνιμου Κακουργοδικείου Λευκωσίας. Αυτό, με την τελική απόφασή του, που εκδόθηκε στις 8.2.2017, τον έκρινε ένοχο σε όλες τις κατηγορίες τις οποίες ο ίδιος αντιμετώπιζε. Η υπόθεση είναι ορισμένη την 1.3.2017, για επιβολή ποινής και στους τέσσερις κατηγορουμένους.
Με την υπό εξέταση αίτηση, ζητείται άδεια για καταχώριση αίτησης, προς το σκοπό έκδοσης εντάλματος certiorari. Επιδίωξη του αιτητή, όπως αναφέρεται στο αιτητικό, θα είναι η ακύρωση της προαναφερθείσας απόφασης. Είναι η θέση του πως το Κακουργοδικείο έσφαλε, ως προς το νόμο, σε σχέση με το χειρισμό συγκεκριμένης έγγραφης μαρτυρίας, κάτι που είναι εμφανές στο πρακτικό, περιλαμβανομένης της απόφασής του. Ισχυρίζεται ο αιτητής πως, πέραν της φύσεώς του, ο εν λόγω χειρισμός, ο οποίος, έκδηλα, αντιβαίνει προς το εφαρμοζόμενο δικαϊκό σύστημα, παραβιάζει, συγχρόνως, τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης σε σχέση με τη δίκαιη δίκη και, επίσης, συνιστά υπέρβαση της δικαιοδοσίας του Κακουργοδικείου.
Τα γεγονότα, όπως αυτά παρατίθενται στην έκθεση που συνοδεύει την αίτηση, σε συντομία, έχουν ως εξής: Ο αιτητής, κατά τη διάρκεια της δίκης ενώπιον του Κακουργοδικείου, κατέθεσε, προς το σκοπό υπεράσπισής του, τρία έγραφα, τα οποία σημειώθηκαν ως τεκμήρια 327, 328 και 329. Αφορούσαν μηνύματα, τα οποία είχαν σταλεί με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (e-mail) και βρίσκονταν στην κατοχή του. Είναι δε η θέση του πως τα ίδια τα έγγραφα, σε συνδυασμό με τη μαρτυρία του ιδίου και δύο άλλων μαρτύρων, οι οποίες κατέθεσαν για λογαριασμό του, αποδείκνυαν την αυθεντικότητά τους και, συγχρόνως, κατέρριπταν τις αποδιδόμενες σε αυτόν, από την Κατηγορούσα Αρχή, ένοχες πράξεις (actus reus) και την ύπαρξη, από μέρους του, συναφώς, ένοχης διάνοιας (mens rea).
Το ζήτημα, επομένως, που εγείρεται εδώ αφορά την κρίση του Κακουργοδικείου και τον τρόπο με τον οποίο αυτό κατέληξε ότι τα εν λόγω έγγραφα είναι πλαστά. ΄Οπως ο αιτητής επισημαίνει, συναφώς, κατά την αντεξέταση του ιδίου και των εν λόγω δύο μαρτύρων του, η Κατηγορούσα Αρχή δεν πρόβαλε μια σταθερή θέση και δεν αμφισβήτησε ευθέως, τουλάχιστον, την αυθεντικότητα των εγγράφων αυτών. Με την περάτωση δε της δίκης, το ζήτημα, ουσιαστικά, παρέμεινε σε λανθάνουσα κατάσταση. Εντούτοις, το Κακουργοδικείο, κατά την αξιολόγησή τους, χωρίς να έχει ενώπιόν του οποιαδήποτε άλλη σχετική μαρτυρία και, δη, από εμπειρογνώμονα, καθώς, επίσης, τη θέση, σχετικά, του αιτητή, προέβη σε σύγκρισή τους με άλλα παρόμοιας φύσεως σχετικά έγγραφα και κατέληξε, ουσιαστικά, ότι αυτά ουδέποτε υπήρξαν.
Στη βάση των ανωτέρω, είναι, ειδικά, η θέση του αιτητή ότι η εξέταση που διενήργησε το Κακουργοδικείο σε σχέση με την πιο πάνω πτυχή της μαρτυρίας και η απόφαση στην οποία αυτό κατέληξε, συναφώς, στοιχειοθετούν τους λόγους που έχουν προαναφερθεί και, έτσι, έχει καταδειχθεί συζητήσιμη υπόθεση, γεγονός που δικαιολογεί την παραχώρηση της αιτούμενης άδειας. Να σημειωθεί πως οι λόγοι, τους οποίους ο αιτητής έχει προβάλει, εν προκειμένω, είναι αυτοί για τους οποίους δυνατό, στην κατάλληλη περίπτωση, να εκδοθεί ένταλμα certiorari δυνάμει του ΄Αρθρου 155.4 του Συντάγματος.
Η παρούσα υπόθεση, προφανώς, αποτελεί μοναδική περίπτωση όπου έχει επιχειρηθεί, με προνομιακό ένταλμα certiorari, η ακύρωση καταδικαστικής απόφασης ποινικού Δικαστηρίου και, δη, του Κακουργοδικείου. Δεν έγινε, εν προκειμένω, οποιαδήποτε αναφορά, από τους ευπαίδευτους συνηγόρους του αιτητή, σε άλλη παρόμοιας φύσεως υπόθεση, είτε από την κυπριακή είτε από την αγγλική νομολογία, όπου ο συγκεκριμένος αυτός θεσμός έχει ξεκινήσει και εξακολουθεί να εφαρμόζεται.
Η υπό εξέταση αίτηση αφορά την πτυχή της εν λόγω ποινικής υπόθεσης, κατά την οποία το Κακουργοδικείο, στο πλαίσιο της απόφασής του, φέρεται να έχει προβεί σε λανθασμένο χειρισμό συγκεκριμένης έγγραφης μαρτυρίας, την οποία κατέθεσε ο αιτητής προς υπεράσπισή του. Συγκεκριμένα, όπως έχουν τα γεγονότα, ανωτέρω, το Κακουργοδικείο, αφού δεν είχε ενώπιόν του μαρτυρία ειδικού εμπειρογνώμονα, εφάρμοσε δική του συλλογιστική και οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι τα υπό αναφορά έγγραφα είναι πλαστά. Δεδομένου δε ότι η όλη διεργασία έγινε, όπως ήταν φυσικό, στο πλαίσιο της ετοιμασίας της απόφασης, ο αιτητής δεν είχε και την ευκαιρία να εκφράσει την άποψή του σε σχέση με την ορθότητά της.
Βέβαια, το σημαντικό είναι πως η εκδίκαση της υπό αναφορά ποινικής υπόθεσης διεξήχθη, γενικά, αλλά και, ειδικά, σε σχέση με τον αιτητή, στο πλαίσιο που ορίζει η Ποινική Δικονομία και ενέπιπτε, όπως και η σχετική δικαστική απόφαση, στη δικαιοδοσία του Κακουργοδικείου. Η συνύπαρξη των πιο πάνω προϋποθέσεων ουδόλως έχει αμφισβητηθεί. Αν υπάρχει, επομένως, οτιδήποτε το μεμπτό στην προσέγγιση της συγκεκριμένης μαρτυρίας που είχε ενώπιόν του το Κακουργοδικείο και στον όλο χειρισμό της, τούτο δυνατό να αποτελεί σφάλμα ως προς την κρίση του, σε σχέση με τη συγκεκριμένη πτυχή, ακόμα και αν αυτό έχει προκαλέσει τις παραβιάσεις, ανωτέρω, που εισηγείται ο αιτητής. Δεν είναι, όμως, επιτρεπτό τέτοια επί μέρους ζητήματα σε απόφαση να ελέγχονται στο πλαίσιο διαδικασίας certiorari, προς το σκοπό ακύρωσης ολόκληρης της απόφασης του δικαστηρίου. Υποστήριξη στην άποψη, ανωτέρω, παρέχει το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση R. v. Minister of Health [1938] 4 All E. R. 32, στη σελίδα 36:-
"Where the proceedings are regular upon their face and the magistrates had jurisdiction, the superior court will not grant the writ of certiorari on the ground that the court below has misconceived a point of law. When the court below has jurisdiction to decide a matter, it cannot be deemed to exceed or abuse its jurisdiction, merely because it incidentally misconstrues a statute, or admits illegal evidence, or rejects legal evidence, or misdirects itself as to the weight of the evidence, or convicts without evidence. . . ."
Ανάλογη ήταν η τοποθέτηση στην υπόθεση Marewave Shipping & Trading Co Ltd (1992) 1 Α.Α.Δ. 116, στη σελίδα 121, ενώ στην υπόθεση Λιασίδης (1999) 1 Α.Α.Δ. 185, στη σελίδα 199, λέχθηκαν, σχετικά, και τα εξής:-
«Εφόσον δεν ήταν νομικά εφικτή η αναθεώρηση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, διότι η απόφαση εκδόθηκε μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, ορθά κρίθηκε ότι η αίτηση απέληγε σε αίτημα για θεώρηση της ορθότητάς της, που δεν μπορούσε να γίνει παραδεκτό. Γι' αυτό, η έφεση θα απορριφθεί.»
Εν κατακλείδι, διαπιστώνεται ότι δεν έχει καταδειχθεί η ύπαρξη συζητήσιμης υπόθεσης.
Βέβαια, η παρούσα αίτηση είναι απορριπτέα και για έναν ακόμα σοβαρό λόγο. ΄Οσο και αν φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, λογικό να υποθέσει κανείς ότι η άδεια ζητείται μόνο σε σχέση με το μέρος της απόφασης που αφορά στον αιτητή, εντούτοις δεν αναφέρεται κάτι τέτοιο στο αιτητικό[1], ούτε έχει υποδειχθεί αν μπορεί να γίνει τέτοιος διαχωρισμός. Με το αιτητικό, ζητείται, ρητώς, η ακύρωση της απόφασης του Κακουργοδικείου, στο σύνολό της, ανεξαρτήτως οποιωνδήποτε επιπτώσεων μπορεί να επιφέρει τούτο στην υπό αναφορά ποινική υπόθεση. Η εν λόγω παράλειψη παραγνωρίζει την εξαιρετικότητα του αιτούμενου μέτρου και την απαίτηση, σχετικά, η οποία επιβάλλει όπως το αίτημα διατυπώνεται με ακρίβεια και σαφήνεια, ώστε να μην αφήνεται οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς το σκοπό για τον οποίο θα επιδιωχθεί η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου, δυνάμει του ΄Αρθρου 155.4 του Συντάγματος.
Εξίσου ή και ακόμα πιο σημαντική είναι και η παράλειψη προσδιορισμού της συνέπειας που είχε, εν τέλει, η προβαλλόμενη κρίση του Κακουγοδικείου στην καταδίκη του αιτητή, καθώς, επίσης, σε κάθε κατηγορία που αυτός αντιμετώπιζε, ξεχωριστά. Το Δικαστήριο τούτο δεν υποχρεούται, ασφαλώς, στο πλαίσιο διαδικασίας όπως η παρούσα, να διεξέλθει το ίδιο την υπό αναφορά απόφαση του Κακουργοδικείου, προς τον πιο πάνω σκοπό, έστω και αν αυτή έχει επισυναφθεί στην υπό εξέταση αίτηση.
Επιπρόσθετα, επισημαίνεται, παρεμπιπτόντως, πως το πρωτεύον δικονομικό μέσο για την προσβολή της, κατά νόμο, ορθότητας μιας απόφασης, γενικά αλλά και ειδικά, ως προς οποιαδήποτε πτυχή της η οποία αποτελεί αντικείμενο κρίσης, είναι, ασφαλώς, η έφεση, δυνάμει του άρθρου 25 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/1960). Οπωσδήποτε, δεν αποκλείεται η άσκηση έφεσης να γίνεται και επί ζητημάτων στα οποία αφορούν λόγοι ακύρωσης όπως αυτοί που έχει προτάξει, εν προκειμένω, ο αιτητής. Στην παρούσα περίπτωση, δεν είναι, ασφαλώς, ο εν λόγω χειρισμός, όπως και η κρίση, συναφώς, του Κακουργοδικείου τέτοιας φύσεως, που να μην μπορεί να εξεταστεί η ορθότητά τους στο πλαίσιο έφεσης∙ πολύ περισσότερο, δεδομένης της ευχέρειας που παρέχει η δικαιοδοσία του Εφετείου, ήτοι για εξέταση του όλου ζητήματος εξ υπαρχής και αντικατάσταση ακόμα και της κρίσης, σχετικά, του εκδικάσαντος Δικαστηρίου με δική του.
Περαιτέρω, εφόσον παρέχεται δικαίωμα άσκησης έφεσης και, μάλιστα, απεριόριστα, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, η προσφυγή στο ένταλμα certiorari επιτρέπεται μόνο στην περίπτωση που συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, (βλ. Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41). Δεν αποτελούν, όμως, τέτοιες τα όσα έχουν προταθεί και έχουν αναφερθεί πιο πάνω ως λόγοι ακύρωσης της ελεγχόμενης απόφασης και τα γεγονότα επί των οποίων αυτοί στηρίζονται. Οι εξαιρετικές περιστάσεις πρέπει να παραπέμπουν σε παράγοντες και δεδομένα, στη βάση των οποίων να καταδεικνύεται ότι η έφεση δεν αποτελεί ευχερές μέσο για επιδίωξη της ακύρωσης της απόφασης, (βλ. Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469).
Στην προκειμένη περίπτωση, δεν έχει αναφερθεί οτιδήποτε σε σχέση με την πτυχή αυτήν, παρά μόνο ότι τυχόν έφεση θα πάρει κάποιο χρόνο μέχρι να εκδικαστεί. Ούτε, όμως, ο χρόνος αποτελεί, αφ' εαυτού, εξαιρετική περίσταση. Δεν μπορεί εύλογα να υποστηριχτεί ότι, επειδή αιτητής φαίνεται να έχει καλό λόγο για ακύρωση καταδικαστικής γι' αυτόν απόφασης, πρέπει η υπόθεσή του να εξεταστεί κατά προτεραιότητα και εκτός του καθιερωμένου για το σκοπό αυτό πλαισίου, δηλαδή της έφεσης∙ πολύ περισσότερο, με δεδομένο ότι οι ποινικές υποθέσεις εξετάζονται και διεκπεραιώνονται χωρίς καθυστέρηση, μέσα σε εύλογα χρονικά πλαίσια, τα οποία ισχύουν για όλες τις ποινικές υποθέσεις, χωρίς εξαίρεση.
Για τους λόγους, ανωτέρω, η αίτηση απορρίπτεται.
Γ.Ν. Γιασεμής,
Δ.
/ΜΠ
[1] «(Α) ΄Αδεια του Δικαστηρίου για την καταχώρηση Αίτησης διά Κλήσεως για έκδοση Προνομιακού Εντάλματος 'Certiorari', για την ακύρωση της Απόφασης του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Λ. Δημητριάδου - Ανδρέου Π.Ε.Δ., Χ. Β. Χαραλάμπους Α.Ε.Δ. και Μ. Παπαδοπούλου Ε.Δ.), η οποία απαγγέλθηκε στις 08.02.2017 και παραδόθηκε ηλεκτρονικά στις 09.02.2017, στα πλαίσια της Υπόθεσης Υπ' Αρ. 9208/2015 ...»