ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:D59
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 23/17
22 Φεβρουαρίου 2017
[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 30(2), 30(3) ΚΑΙ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΗ ΔΙΑΤΑΓΗ 30 Θ.1,2,3,4,5, 5(3), 5(4), 6,7,8, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 30(2) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΚΑΙΗΣ ΔΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΕΙΚΕΙΑΣ ΣΤΗ Δ.30 Θ.5(3) ΚΑΙ (4) ΚΑΙ ΣΤΗ Δ.33 Θ.12 ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 65 ΤΟΥ Ν.14/1960
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ALPHA BANK CYPRUS LTD, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΓΟΥΣΑ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ 454/2016 ΤΟΥ Ε.Δ. ΛΑΡΝΑΚΟΣ ΣΤΗΝ ΠΙΟ ΠΑΝΩ ΑΓΩΓΗ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ PROHIBITION
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ ΤΟΥ Ε.Δ. ΛΑΡΝΑΚΟΣ ΚΥΡΙΟΥ Μ. ΛΟΪΖΟΥ, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 8.2.2017, ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΔΩΣΕ ΟΔΗΓΙΕΣ ΕΝΩ ΟΙ ΔΙΑΔΙΚΟΙ ΔΙΑΦΩΝΟΥΣΑΝ ΩΣ ΠΡΟΣ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΓΡΑΠΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΣΕ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΚΡΟΑΜΑΤΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ, ΟΠΟΥ Η ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΥΠΕΡΒΑΙΝΕΙ ΤΟ ΠΟΣΟ ΤΩΝ €3.000, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΙΧΕ ΤΕΤΟΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ, ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΗΣ Δ.30 Θ.5(3) ΚΑΙ 5(4) ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΟΥ ΠΡΑΚΤΙΚΟΥ, ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΤΗΡΗΘΕΝ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΛΛΕΙΠΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΦΑΚΕΛΟ ΤΟΥ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΗΣ Δ.33 Θ.12 ΚΑΙ ΤΟΥ Α65 ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 14/1960 ΑΠΟΣΤΕΡΩΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΙΑΔΙΚΟΥΣ ΤΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΝΑ ΑΝΑΤΡΕΞΟΥΝ ΣΤΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΑΝ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, ΚΑΘΙΣΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΙΚΗ ΑΔΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 30(2) ΚΑΙ 30(3) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
-----------------------------
Μονομερής Αίτηση ημερ. 10.2.2017
κα Γ. Ζαχαρίου, για την Αιτήτρια
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Τα γεγονότα της παρούσας αίτησης όπως αυτά καταγράφονται στην Ένορκη Δήλωση ημερ. 10.2.17 της κ. Γεωργίας Δημητρίου και η οποία αποτελεί το υπόβαθρο της αίτησης έχουν ως ακολούθως:
Η πιο πάνω εργάζεται στη δικηγορική εταιρεία ΑΝΔΡΕΑΣ Β. ΖΑΧΑΡΙΟΥ & ΣΙΑ ΔΕΠΕ, δικηγόρων της Αιτήτριας και Ενάγουσας στην αγωγή αρ. 454/2006, Ε.Δ. Λάρνακας με κλίμακα άνω των €3.000. Στις 8.2.2017, Επαρχιακός Δικαστής, ενώπιον του οποίου ήταν ορισμένη η αγωγή, παρά τη δηλωθείσα διαφωνία της συνηγόρου της Αιτήτριας/Ενάγουσας που εμφανίζετο γι' αυτήν, προχώρησε και διέταξε την ανταλλαγή γραπτής μαρτυρίας εντός ταχθείσας προθεσμίας.
Είναι η εισήγηση της Αιτήτριας ότι το εκδοθέν Διάταγμα (βλ. παράγρ. Γ(β) της Έκθεσης) εξεδόθη κατά παράβαση των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας Δ.30 θ.5(3)(4) δοθέντος ότι βάσει αυτών η συμφωνία των διαδίκων αποτελεί προϋπόθεση για την έκδοση του. Επίσης ότι η Απόφαση (βλ. παράγρ. Γ(γ) της Έκθεσης) είναι λανθασμένη, παράνομη, άδικη και εκτός των πλαισίων της δίκαιης δίκης, καθότι στο πρακτικό του Δικαστηρίου ενώ αναφέρει ότι άκουσε τις παραστάσεις των μερών, ουδέν αναφέρεται περί της διαφωνίας της Αιτήτριας και της σχετικής ανάλυσης του σκεπτικού διαφωνίας της για κατάθεση της μαρτυρίας εγγράφως, η οποία έγινε από τη συνήγορο της. Αυτό αποτελεί, σύμφωνα με την Αιτήτρια, παράβαση της Δ.33 θ.12 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας καθώς και του Άρθρου 65 του Ν.14/60 αλλά και παράβαση της αρχής περί δίκαιης δίκης, καθιστώντας την απόφαση αναιτιολόγητη και άδικη.
Με την υπό εξέταση αίτηση η Αιτήτρια αιτείται άδειας για καταχώριση αίτησης για έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari.
Η ευπαίδευτη συνήγορος της Αιτήτριας με την αγόρευση της προώθησε την Αίτηση της Αιτήτριας με αναφορά στα γεγονότα, Νόμο και Νομολογία/σύγγραμμα. Θα αναφερθώ σε ένα μόνο σημείο της αγόρευσης της το οποίο, σύμφωνα με την συνήγορο, αφορά την μη ύπαρξη άλλου ένδικου μέσου με το οποίο να δύναται να προσβληθεί η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, αντικείμενο της παρούσας αίτησης.
Είναι η θέση της συνηγόρου ότι δεν χωρεί Έφεση έναντι της απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, ημερ. 8.2.2017 και ότι και αν ακόμη υπήρχε αυτή η δυνατότητα, στην παρούσα υπόθεση συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις με αποτέλεσμα η παροχή της αιτούμενης άδειας να είναι επιτρεπτή. Οι περιστάσεις αυτές κατά τη συνήγορο είναι ότι:
I. Θα δημιουργηθεί «δικονομική αμηχανία» στην Αιτήτρια εάν καταχωρίσει Έφεση διότι με αυτόν τον τρόπο αφ΄ ενός θα αμφισβητεί την απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ. 8.2.2017 ως λανθασμένη ενώ αφ' ετέρου, αυτή, παράλληλα θα παράξει έννομα αποτελέσματα με συμμετοχή της Αιτήτριας. Παρέπεμψε προς τούτο σε απόφαση αδελφού Δικαστή ημερ. 9.10.2014 στην Πολ. Αίτηση 175/2014, Alpha Bank Cyprus Ltd v. Andrew Timothy Edward Popple κ.α.
II. Θα παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι την εκδίκαση της Έφεσης και
III. Η παρούσα αίτηση αποτελεί ευκαιρία ερμηνείας της νέας Δ.30 για καθοδήγηση των Επαρχιακών Δικαστών.
Θα πρέπει επίσης να λεχθεί ότι, το πρακτικό του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ. 8.2.2017 παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο με την αίτηση το οποίο και εξέτασα. Πράγματι, σ' αυτό αναφέρονται ότι «οι συνήγοροι υποβάλλουν τις παραστάσεις τους» χωρίς όμως αυτές να αναφέρονται και ακολούθως φέρει τον τίτλο:
«ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ/ΟΔΗΓΙΕΣ - ΣΤΑΔΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Αγωγές για τις οποίες το αντικείμενο υπερβαίνει τις €3.000.- «Ακροαματικής Εκδίκασης»
Χωρίς συμφωνία των διαδίκων ως προς την ανταλλαγή εγγράφως της μαρτυρίας Δ.30, κ.5(4)»
Αφού δε αναφέρει ότι οι διάδικοι έχουν καταθέσει στο Δικαστήριο ονομαστικό κατάλογο των μαρτύρων που προτίθενται να παρουσιάσουν μαζί με σύνοψη της μαρτυρίας εκάστου, εν συνεχεία αφού λαμβάνει υπόψιν του τρεις παράγοντες, που αναφέρει, καταλήγει στην έκδοση Διαταγμάτων καταχώρησης εγγράφως της προτιθέμενης μαρτυρίας το αργότερο εντός 90 ημερών από αμφότερους τους διαδίκους.
Οι αρχές βάσει των οποίων παρέχεται άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος είναι καλά θεμελιωμένες. Στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ. ν. Παντελίδου, (2012) 1 (Α) Α.Α.Δ. 878 λέχθηκαν τ' ακόλουθα σχετικά:
«Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα. (Βλ., μεταξύ άλλων, R. v. Secretary of State (1986) 1 All E.R. 717, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Στ. Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 και Χρ. Μιχαήλ και Στ. Μιχαηλιδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 247). Στη Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, διευκρινίστηκε, ορθά, ότι η αρχή αυτή «ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα». Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (Βλ. επίσης, Σ. Μαρκίδης κ.α. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552). Αν δε, παρά τη μη ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων συνιστά, a fortiori, λόγο απόρριψης της αίτησης.»
(βλ. Base Metal Trading Ltd. v. Fastact Developments Ltd. κ.α. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535, ERIN RESOURCES S.A. κ.α. ν. Prime Int. Alliance Inc., Πολ. Έφεση 104/2013 και 124/2013, ημερ. 10/1/14).
Περαιτέρω σύμφωνα με τη νομολογία, (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση της Marewave Shipping & Trading Company Ltd. (1992) 1 A.A.Δ. 116), αντικείμενο της διαδικασίας όπως η παρούσα δεν είναι ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου αλλά της νομιμότητας της. Εκεί όπου εκ πρώτης όψεως προκύπτει ότι το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία και ότι η διαδικασία εξελίχθηκε κανονικά το Ανώτατο Δικαστήριο δεν προχωρεί στην έκδοση προνομιακού διατάγματος επειδή ενδεχομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιλήφθηκε λανθασμένα ένα νομικό σημείο (βλ. Αναφορικά με το Μάριο Χρίστου (1996) 1 Α.Α.Δ. 398). Το ίδιο συμβαίνει εκεί όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι έχει υπερβεί ή ότι καταχράστηκε τη δικαιοδοσία του απλώς και μόνο επειδή ερμήνευσε λανθασμένα ένα νομοθέτημα. Δεν τίθεται θέμα αντικατάστασης, της κρίσης που διαμόρφωσε κατώτερο δικαστήριο αναφορικά με ζήτημα που αποφάσισε στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, με την κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στο σύγγραμμα «Προνομιακά Εντάλματα» του Πέτρου Αρτέμη, σελ. 127-128, αναφέρεται ότι ο έλεγχος των κατωτέρων Δικαστηρίων με ένταλμα της φύσεως certiorari δεν περιλαμβάνει νομικά εσφαλμένες αποφάσεις ή λανθασμένη ερμηνεία νόμου. Θα πρέπει επίσης να λεχθεί ότι το certiorari δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως μεταμφιεσμένη Έφεση ούτε ως δεύτερη ευκαιρία επανακρόασης των ζητημάτων που απασχόλησαν το κατώτερο Δικαστήριο (βλ. Λυσιώτης & Υιός Λτδ (Αρ.3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 1066).
Το ένα εκ των παραπόνων της Αιτήτριας είναι, όπως έχει αναφερθεί, η μη τήρηση ορθού πρακτικού από το Πρωτόδικο Δικαστήριο καθότι σ΄ αυτό δεν φαίνονται οι δηλώσεις της συνήγορου της Αιτήτριας που ενεφανίσθη στις 8.2.2017, κατά παράβαση του Άρθρου 65 του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν.14/60 και Δ.33 θ.12, των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Το άρθρο 65 του Ν.14/60 δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης καθότι αυτό αναφέρεται σε μαρτυρία που δίδεται και όχι αγορεύσεις συνηγόρων (βλ. Ιωαννίδης ν. Oblique Fashions Ltd (2001) 1 A.A.Δ. 1119). Όσον αφορά το Θεσμό 12 της Δ.33 επίσης δεν τυγχάνει εφαρμογής. Ο Θεσμός αυτός αναφέρεται και ρυθμίζει άλλα θέματα. Εν πάση περιπτώσει, παρέχεται θεραπεία στην Αιτήτρια να λάβει το κατάλληλο δικονομικό μέτρο ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου για διόρθωση του πρακτικού εάν αυτό επιθυμεί (βλ. Σωτηριάδης ν. Βασιλείου (Αρ. 1) (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 801, 807, Α/φοί Αναστασίου Λτδ ν. Πρόδρομου Μυλωνά (1997) 1 Α.Α.Δ. 1280, Σοφοκλέους ν. Ταβελούδη κ.α. (2002) 1 Α.Α.Δ. 92). Το γεγονός ότι ζήτησε από τον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου να πληροφορηθεί κατά πόσο υπάρχει άλλο πρακτικό, δεν είναι αρκετό. Εάν επιθυμεί, η κατάλληλη θεραπεία είναι η λήψη δικονομικού μέτρου για διόρθωση του πρακτικού.
Όσον αφορά τα υπόλοιπα παράπονα της Αιτήτριας, από το πρακτικό του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ. 8.2.2017, φαίνεται ότι αυτό λανθασμένα προχώρησε να εκδώσει Διάταγμα καταχώρισης έγγραφης μαρτυρίας από πλευράς της Αιτήτριας παρόλο που αφορούσε αγωγή άνω των €3.000 και δεν υπήρχε συμφωνία αμφοτέρων των διαδίκων όπως προβλέπεται από τη Δ.30 θ.5(4). Η διαπίστωση αυτή όμως δεν είναι αρκετή προκειμένου να χορηγηθεί η αιτούμενη άδεια. Θα πρέπει να εξετασθεί κατά πόσο παρέχεται η ευχέρεια λήψης άλλων ένδικων μέσων, ήτοι της καταχώρισης Έφεσης. Διαφωνώ ότι δεν παρέχεται εις την Αιτήτρια η δυνατότητα καταχώρισης Έφεσης εναντίον της Ενδιάμεσης Απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ. 8.2.2017, ως ήταν η εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου της Αιτήτριας. Με την τροποποίηση του Άρθρου 25(1) του Ν.14/60 που επήλθε με τον τροποποιητικό Νόμο Ν.118/2008, είναι δυνατή η καταχώριση Έφεσης εναντίον κάθε απόφασης ή διαταγής Δικαστηρίου που ασκεί πολιτική δικαιοδοσία, ανεξαρτήτως εάν αυτή είναι καθοριστική ή δηλωτική για τα δικαιώματα των διαδίκων, είτε αυτή είναι ενδιάμεση, όπως η παρούσα, είτε είναι τελική. Η ερμηνεία του Άρθρου 25(1), όπως ίσχυε προηγουμένως, πριν την τροποποίηση του, στην Χάρους ν. Χάρους (2003) 1 Α.Α.Δ. 1530, ότι δηλαδή μόνο ενδιάμεσες αποφάσεις που έχουν άμεσες επιπτώσεις στα δικαιώματα των διαδίκων μπορεί να αποτελέσουν το αντικείμενο Έφεσης, έπαυσε να ισχύει με τον τροποποιητικό Νόμο Ν.118/2008 που τέθηκε σε ισχύ την 31.12.2008.
Η έκδοση προνομιακών ενταλμάτων ως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο δεν λειτουργεί ως υποκατάστατο της Έφεσης ή άλλων ένδικων μέσων. Ο τυχόν σημαντικός χρόνος που απαιτείται για διεκπεραίωση Έφεσης δεν είναι λόγος για να χρησιμοποιείται η διαδικασία όπως η παρούσα (βλ. Χρίστου (2011) 1 Α.Α.Δ. 2085).
Εάν υπάρχει κάτι που είναι εξαιρετικά επείγον, η αναζήτηση γρηγορότερης εκδίκασης της Έφεσης είναι δυνατή με την υποβολή σχετικού αιτήματος. Ούτε είναι, ασφαλώς, η παρούσα διαδικασία το ορθό πλαίσιο για συζήτηση και ερμηνεία της Δ.30 για καθοδήγηση των κατωτέρων Δικαστηρίων.
Τέλος, δεν με βρίσκει σύμφωνο και η εισήγηση πρόκλησης δικονομικής αμηχανίας στην Αιτήτρια. Με όλο το σεβασμό προς τον αδελφό Δικαστή που χρησιμοποίησε τον όρο αυτό, που ενδεχομένως κάτι να απέδιδε στην υπόθεση ενώπιον του, δεν συμφωνώ ότι προκαλείται δικονομική αμηχανία σε διάδικο όταν έχει να επιλέξει μεταξύ δύο δικονομικών διαβημάτων. Είναι θέμα ορθής επιλογής και τίποτε άλλο. Δεν έχουν συνεπώς καταδειχθεί εξαιρετικές περιστάσεις ώστε να δικαιολογείται παρέκκλιση από τον Κανόνα (βλ. Αίτηση Γεωργίας Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41).
Η αίτηση απορρίπτεται.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
/γκ