ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A56
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 217/2008)
21 Φεβρουαρίου, 2017
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δικαστές]
ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑ,
Εφεσείων/Ενάγων,
ΚΑΙ
D. STAVRINOS CONSTRUCTIONS LTD,
Εφεσίβλητη/Εναγομένη.
----------
Ε. Πουλλά-Μακαρούνα (κα) με Κ. Χατζηχαραλάμπους-Παπαβασιλείου (κα), για τον Εφεσείοντα.
Α. Γεωργιάδης, για την Εφεσίβλητη.
----------
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ.
----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Μία σχετικά μικρή χρηματική αξίωση στη βάση πολύ σύντομων και απλών δικογραφημένων θέσεων οδήγησε σε ακροαματική διαδικασία, η οποία διήρκεσε αρκετές μέρες, με εκτεταμένα πρακτικά που υπερβαίνουν τις 400 σελίδες, και σε μία ιδιαίτερα μακροσκελή δικαστική απόφαση.
Ο εφεσείων, όπως προσδιορίζεται στην έκθεση απαίτησης, ασχολείται με οικοδομικές εργασίες και αναλαμβάνει υπεργολαβίες, ενώ η εφεσίβλητη ασχολείται με την εκτέλεση οικοδομικών έργων. Περί την 1.5.1999 η εφεσίβλητη ανέθεσε εγγράφως στον εφεσείοντα διάφορες οικοδομικές εργασίες στο τουριστικό χωριό Κέφαλος, στην Κάτω Πάφο, και συμφώνησαν γραπτώς τις τιμές μονάδος για την εργασία που θα εκτελούσε. Σύμφωνα πάντοτε με την έκθεση απαίτησης, ο εφεσείων εκτέλεσε εργασίες συνολικού κόστους ΛΚ24.810, κάτι που ουδέποτε αρνήθηκε η εφεσίβλητη, η οποία πλήρωσε έναντι του χρέους το ποσό των ΛΚ13.150, παραμένοντας υπόλοιπο το ποσό των ΛΚ11.660. Το ποσό αυτό, πλέον νόμιμους τόκους και έξοδα αξίωσε ο εφεσείων με την αγωγή του.
Η εφεσίβλητη, με την υπεράσπιση, προβάλλει προδικαστική ένσταση ότι ο εφεσείων δεν είχε άδεια εργολάβου, κάτι το οποίο όμως δεν προωθήθηκε κατά την ακρόαση. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι ο εφεσείων εκτέλεσε εργασίες συνολικού ύψους ΛΚ11.080, ενώ με διάφορα τεχνάσματα και πιέσεις, απέσπασε το συνολικό ποσό των ΛΚ14.650, ήτοι ποσό ΛΚ3.570 επιπλέον της αξίας των εκτελεσθεισών εργασιών, ποσό το οποίο ανταπαιτείται και, ακολούθως, εγκατέλειψε το εργοτάξιο.
Κατά την πρώτη δικάσιμο, δηλώθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο του εφεσείοντα ότι του είχε καταβληθεί το ποσό των ΛΚ14.650 αντί ΛΚ13.150, όπως ο ίδιος ισχυριζόταν στην έκθεση απαίτησής του, με αποτέλεσμα να περιοριστεί το αξιούμενο ποσό στις ΛΚ10.160, ποσό το οποίο μειώθηκε περαιτέρω σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας κατά ΛΚ200.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία των τεσσάρων μαρτύρων που κατέθεσαν εκ μέρους του εφεσείοντα και πέντε μαρτύρων εκ μέρους της εφεσίβλητης, κατέληξε στις ακόλουθες διαπιστώσεις, στην παράγραφο 53 της απόφασης:
«53.1. Κατά τον ουσιώδη χρόνο της αγωγής ο ενάγων ασχολείτο με διάφορες οικοδομικές εργασίες και αναλάμβανε υποεργολαβίες ενώ η εναγόμενη ήταν εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με έδρα την Πάφο και ασχολείτο με την εκτέλεση διαφόρων οικοδομικών έργων.
53.2 Κατά την 1/5/1999 αμφότεροι οι διάδικοι υπέγραψαν γραπτή συμφωνία (στο εξής θα καλείται η «συμφωνία») με βάση την οποία η εναγόμενη ανέθεσε στον ενάγοντα διάφορες οικοδομικές εργασίες στο τουριστικό χωριό ΚΕΦΑΛΟΣ στην Κάτω Πάφο (στο εξής θα καλείται το «επίδικο έργο»).
53.3. Βάσει της συμφωνίας συμφωνήθηκαν οι τιμές μονάδας ανάλογα με το είδος εργασίας το οποίο θα εκτελούσε ο ενάγων όπως, παραδείγματος χάριν, κτίσιμο τούβλων ή σοβάτισμα.
53.4 Παρά και την υπογραφή της συμφωνίας κατά την 1/5/1999 καθώς ο ενάγων ήδη είχε εκτελέσει οικοδομικές εργασίες προ της ημερομηνίας αυτής ήδη είχαν εκδοθεί διατακτικά πληρωμής ως επίσης και αποδείξεις πληρωμής αναφορικά με αυτές τις εργασίες.
53.5. Η έναρξη οικοδομικών εργασιών από τον ενάγοντα έγινε σε άγνωστη ημερομηνία πριν από τις 4/3/1999 ενώ η διακοπή της εκτέλεσης αυτών των εργασιών προέκυψε σε άγνωστη ημερομηνία μετά από την 28/5/1999.
53.6. Σύμφωνα με τα διατακτικά πληρωμής και αποδείξεις πληρωμής τα οποία εκδόθηκαν σε σχέση με τις εργασίες τις οποίες εκτέλεσε ο ενάγων η αξία των εκτελεσθέντων εργασιών μέχρι τις 8/4/1999 μετά και από τη συμφωνημένη αποκοπή ύψους 10% της εκτελεσθείσας εργασίας, ήταν £8.650,00, ποσό το οποίο η εναγόμενη πλήρωσε πλήρως στον ενάγοντα.
53.7. Ακολούθως μεταξύ 8/4/1999 και 13/5/1999 ο ενάγων πληρώθηκε ποσό £3.000,00 ενώ στο μεσοδιάστημα είχε εκτελέσει, μετά και από αφαίρεση της ανάλογης αποκοπής, εργασίες αξίας £1.250,00.
53.8. Συνολικά μέχρι και τις 13/5/1999 ο ενάγων είχε εκτελέσει εργασίες αξίας ύψους £11.080 ενώ είχε ήδη πληρωθεί συνολικά το ποσό των £11.650,00. Δηλαδή, υπήρχε μία διαφορά £570,00 μεταξύ αυτών των δύο ποσών.
53.9. Το ποσό το οποίο καθοριζόταν προς πληρωμή σύμφωνα με το πέμπτο διατακτικό πληρωμής, δηλαδή το ποσό των £1.250,00 αποτελούσε μέρος του συνολικού ποσού αξίας των εκτελεσθέντων εργασιών μέχρι και τις 13/5/1999.
53.10.Τέλος, μεταξύ 13/5/1999 και 28/5/1999 παραμένει άγνωστο κατά πόσο είτε ο ενάγων εκτέλεσε οποιεσδήποτε εργασίες είτε το ύψος της αξίας αυτών των εργασιών ακόμη και σε περίπτωση κατά την οποία ο ενάγων όντως εκτέλεσε εργασίες ενώ παράλληλα κατά την ίδια περίοδο ο ενάγων πληρώθηκε από την εναγόμενη ένα επιπρόσθετο ποσό ύψους £3.000,00.»
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω ευρημάτων, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει την αξίωσή του εναντίον της εφεσίβλητης, ενώ η εφεσίβλητη, παρά την επιτυχή προβολή της υπεράσπισης, επίσης απέτυχε να αποδείξει την ανταπαίτησή της εναντίον του εφεσείοντα και απέρριψε τόσο την αγωγή όσο και την ανταπαίτηση. Αναφορικά με τα έξοδα της αγωγής έκρινε ότι αυτά θα πρέπει να επιδικαστούν εις βάρος του εφεσείοντα.
Η πρωτόδικη απόφαση αμφισβητείται ως προς την ορθότητα της αξιολόγησης της μαρτυρίας, καθώς και ως προς την επιδίκαση εξόδων εναντίον του εφεσείοντα, παρά την απόρριψη της ανταπαίτησης.
Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά την ισχυριζόμενη εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας που δόθηκε, τόσο από πλευράς του εφεσείοντα, όσο και της εφεσίβλητης. Το παράπονο του εφεσείοντα είναι ότι η αξιολόγηση αντιστρατεύεται την κοινή λογική και/ή τα ευρήματα δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία θεωρούμενη στο σύνολό της. Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα και αυθαίρεται και δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία. Στην ειδοποίηση έφεσης δίδονται λεπτομέρειες αυτού του λόγου σε 24 παραγράφους, ενώ στο περίγραμμα αγόρευσης, η ανάπτυξη του πρώτου λόγου έφεσης καταλαμβάνει 17 σελίδες.
Αποτελεί θέση της εφεσίβλητης ότι τα δικόγραφα του εφεσείοντα δεν είναι συμβατά με τη Δ.35 Κ.4 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών και τον Κ.10 του περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996. Η εισήγηση προχωρά ότι στο μεγαλύτερο μέρος τους αναφέρονται στα ευρήματα του Δικαστηρίου γενικά, χωρίς εξειδίκευση, σε πολλές περιπτώσεις δεν δίδεται αιτιολογία του σφάλματος και βρίθουν επαναλήψεων και ταυτολογιών. Τελικά, εισηγούνται ότι ο εφεσείων απέτυχε να υποδείξει ευρήματα ή συμπεράσματα τα οποία να αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή να μη δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή τα ίδια τα ευρήματα του Δικαστηρίου, έτσι ώστε να δικαιολογείται η παρέμβαση του Εφετείου.
Είναι γεγονός ότι η αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης, έστω και εαν δεν τιτλοφορείται ως τέτοια, δεν είναι ταυτισμένη με τον Καν. 10 του Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996. Δεν γίνεται στοχευμένη και σαφής αναφορά στα σημεία στα οποία επικεντρώνεται η επιχειρηματολογία, δεν υποδεικνύονται τα ευρήματα του Δικαστηρίου που εφεσιβάλλονται και υπάρχουν αρκετές επαναλήψεις. Βέβαια δεν μπορούμε παρά να σημειώσουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση, η οποία επικεντρώνεται ουσιαστικά στην αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι ιδιαίτερα μακροσκελής, κάτι που δυσχεραίνει τον στοχευμένον καθορισμό των ισχυριζόμενων σφαλμάτων του Δικαστηρίου.
Η νομολογία είναι ευθυγραμμισμένη ως προς το πότε το Εφετείο επεμβαίνει στην πρωτόδικη αξιολόγηση. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Αρκαδίου ν. Porto Lara Estates Ltd (2010) 1 AAΔ 2035, σελίδες 2045-2046:
«Αναμφιβόλως ο νομολογιακός κανόνας είναι ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση, η οποία αξιολόγηση αποτελεί τη συνισταμένη της κρίσης του Δικαστηρίου επί της ζώσας ενώπιον του παρουσιασθείσας μαρτυρίας. Όπως έχει λεχθεί και πρόσφατα στις υποθέσεις Tekinder Pal κ.ά. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551:
«Η εντύπωση που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων. (Δέστε Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275).
Επέμβαση είναι δυνατή όταν τα ευρήματα του πρωτοδίκου Δικαστηρίου είτε αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων, είτε συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία, είτε διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση των δεδομένων. (Δέστε Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου v. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας v. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).»»
Κύριος μάρτυρας για την υπόθεση του εφεσείοντα ήταν ο ίδιος, ενώ έδωσαν επίσης μαρτυρία και τρεις άλλοι μάρτυρες, οι οποίοι, όπως ορθά παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν προς ενίσχυση της αξιοπιστίας της εκδοχής του. Μετά από ενδελεχή αξιολόγηση, το Δικαστήριο έκρινε ότι, όχι μόνο ο πυρήνας της μαρτυρίας του εφεσείοντα δεν ήταν πειστικός, αλλά επίσης διαπιστώθηκε ότι η υπόλοιπη μαρτυρία η οποία παρουσιάστηκε δεν αναπλήρωσε την έλλειψη πειστικότητας της εκδοχής του στο σύνολό της.
Το Δικαστήριο εξηγεί με περισσή λεπτομέρεια και σχολαστικότητα σε 70 και πλέον παραγράφους τους λόγους για τους οποίους δεν έκρινε τον εφεσείοντα αναξιόπιστο. Δεν θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε λεπτομερώς σε όλους τους λόγους που παρατίθενται στην απόφαση. Υπάρχει, όμως, ένα θεμελιακό ζήτημα το οποίο εγείρεται και επηρεάζει την υπόθεση του εφεσείοντα, το οποίο μάλιστα επισημάνθηκε στην ευπαίδευτη συνήγορο του και κατά τη συζήτηση της έφεσης.
Η όλη εκδοχή που προέβαλε ο εφεσείων με την μαρτυρία του είναι ότι άρχισε να εργάζεται στο επίδικο έργο από το Φεβρουάριο του 1999. Όπως παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, υπήρξαν διατακτικά πληρωμών τα οποία εκδόθηκαν σε χρόνο προγενέστερο της υπογραφής της επίδικης συμφωνίας. Προέκυψε από τη μαρτυρία ότι πριν την υπογραφή της συμφωνίας πληρώθηκε το συνολικό ποσό των ΛΚ10.650,00 στη βάση πέντε διατακτικών, από το συνολικό ποσό των ΛΚ14.650,00 το οποίο είναι κοινώς αποδεκτό ότι εισέπραξε ο εφεσείων. Αυτή η μαρτυρία δεν συνάδει με τις έγγραφες προτάσεις και ειδικώτερα με τις παραγράφους 2 και 3 της Έκθεσης Απαίτησης οι οποίες προνοούν ως εξής:
«2. Κατά ή περί τις 1/5/99 η εναγόμενη Εταιρεία συμφώνησε και ανέθεσε εγγράφως στον ενάγοντα διάφορες οικοδομικές εργασίες στο τουριστικό χωριό ΚΕΦΑΛΟΣ στην Κάτω Πάφο και συμφώνησαν γραπτώς τις τιμές μονάδος για τα κτίσματα τα οποία θα έκανε ο ενάγων.
3. Ο ενάγων πρόσφερε διάφορες εργασίες συνολικού κόστους εκ Λ.Κ.24,810.- πράγμα που η εναγόμενη Εταιρεία ποτέ δεν αρνήθηκε και ανέβαλλε συνεχώς την πληρωμή του ενάγοντα.»
Ως προς την αρχή που διέπει το θέμα των δικογράφων, όπως τέθηκε στην πρόσφατη απόφαση Μιχαλάκη Σ. Σχίζα ν. Μάριου Αδάμου κ.ά. Πολ. Έφ. 7/2011 ημερ. 3.11.2016, «δεν χρεάζεται να λεχθούν πολλά. Αρκεί η παραπομπή στην κλασική και γλαφυρή διατύπωση του τότε Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου Γ. Βασιλειάδη στην υπόθεση Homeros Th. Courtis and Others v. Panos K. Iasonides (1970) 1 CLR 180: Η δίκη διατρέχει την πορεία επί των γραμμών που οριοθέτησε η δικογραφία, όπως το τρένο κινείται κατά μήκος των προκαθορισμένων γραμμών της διαδρομής». Όπως δε αναφέρεται στην υπόθεση Ιωάννου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1999) 1 ΑΑΔ 1522, έχει «.νομολογιακά καθιερωθεί ότι τα επίδικα θέματα περιορίζονται σε εκείνα που προσδιορίζονται από τη δικογραφία και τούτο για να διασφαλίζεται το δικαίωμα ενός διαδίκου να απαντά στους ισχυρισμούς και στις θέσεις που προβάλλει ο αντίδικος του.»
Η διάσταση ως προς τις θέσεις που προέβαλε ο εφεσείων στο Δικαστήριο και του δικογράφου του είναι εμφανής. Με βάση την έκθεση απαίτησης η ανάθεση εργασιών έγινε περί την 1.5.1999 και μάλιστα εγγράφως, ενώ ο ίδιος στο Δικαστήριο πρόβαλε τη θέση ότι οι εργασίες ξεκίνησαν από το Φεβρουάριο του 1999 με διαφορετικές μάλιστα τιμές μονάδος, οι οποίες μειώθηκαν στην πορεία, με τη γραπτή συμφωνία ημερομηνίας 1.5.1999. Η θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα κατά τη συζήτηση της έφεσης ότι δεν υπήρχε λόγος να δικογραφηθεί τέτοιος ισχυρισμός γιατί η αξίωση αφορούσε εργασίες που εκτέλεσε ο εφεσείων σε τιμές μονάδος με βάση τη γραπτή συμφωνία και πως, η αναφορά σε προηγούμενη συνεργασία των μερών στόχευε στην παράθεση του ιστορικού της υπόθεσης, με όλο το σεβασμό, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Ο εφεσείων αναφέρθηκε στη μαρτυρία του σε διατακτικά που εκδόθηκαν και πληρωμές που έγιναν, για τις οποίες εκδόθηκαν μάλιστα και αποδείξεις, πριν από την ημερομηνία υπογραφής της συμφωνίας, η οποία, δικογραφικά σήμανε την έναρξη της συμβατικής σχέσης των διαδίκων.
Το γεγονός ότι το Δικαστήριο, όπως άλλωστε επισημαίνει και το ίδιο στην απόφαση του, δεν απέτρεψε την προσκόμηση αυτής της μαρτυρίας, ως μη καλυπτόμενης από τα δικόγραφα, δεν μπορεί να θεραπεύσει την κατάσταση. Οι θέσεις που προέβαλε ο εφεσείοντας περί προφορικής συμφωνίας και εκτελεσθείσες εργασίες πριν την σύναψη γραπτής σύμβασης παραμένουν χωρίς την ανάλογη δικογραφική κάλυψη και επίσης επηρεάζουν την αξιοπιστία του μάρτυρα. Συνεπώς η επισήμανση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αυτό αναδείκνυε την «όλη επιπόλαια τυχοδιωκτική προσέγγιση του ενάγοντα ως προς την απόδειξη της αξίωσης του χρησιμοποιώντας κάθε μέσο το οποίο σύμφωνα βεβαίως με το δικό του σκεπτικό θα τον βοηθούν στην επίτευξη της επιδίκασης του ποσού το οποίο διεκδικούσε», δεν μπορεί να ανατραπεί.
Το ζήτημα αυτό είναι θεμελιακό και έχει καταλυτικές επιπτώσεις στην υπόθεση του εφεσείοντα. Η δικογραφημένη θέση που προνοεί ανάθεση εργασιών περί την 1.5.1999 δεν συνάδει με την μαρτυρία που προσκομίστηκε από τον ίδιο τον εφεσείοντα ότι είχαν γίνει εργασίες και πληρωμές πριν από αυτή την ημερομηνία. Ως εκ τούτου δεν μπορούσε με πειστικότητα να αποδείξει τον ισχυρισμό που προβάλλεται στην έκθεση απαίτησης περί εκτέλεσης εργασιών συνολικού κόστους ΛΚ24.810, μετά την ανάθεση των εργασιών και με βάση τις τιμές μονάδος που συμφωνήθηκαν εγγράφως. Άλλωστε η υπόθεση του εφεσείοντα στηριζόταν στη μαρτυρία του ιδίου, ενώ η υπόλοιπη μαρτυρία που παρουσιάστηκε προς υποστήριξη των θέσεων του δεν μπορούσε να αναπληρώνει την έλλειψη πειστικότητας της εκδοχής του.
Παρά την πιο πάνω κατάληξη μας εξετάσαμε την προσαχθείσα μαρτυρία και την ιδιαίτερα μακροσκελή αξιολόγηση που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Διαπιστώνουμε, χωρίς να θεωρούμε αναγκαίο να αναφερθούμε σε λεπτόμερεια, ότι το Δικαστήριο προέβη σε ενδελεχή αξιολόγηση του κάθε μάρτυρα ξεχωριστά αντιπαραβάλλοντας την μαρτυρία που έδωσε με την υπόλοιπη μαρτυρία και επεξηγώντας με περισσή σαφήνεια τους λόγους για τους οποίους κατέληξε στα συμπεράσματά του. Δεν κρίνουμε ότι η αξιολόγηση αντιστρατεύεται την κοινή λογική, αντίθετα οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου έχουν λογική συνέπεια και τα ευρήματα του συνάδουν με την προσαχθείσα μαρτυρία και δεν είναι παράλογα ή αυθαίρετα.
Δεν μπορούμε παρά να επαναλάβουμε πως ο εφεσείων με την έφεση του δεν αναφέρει στοχευμένα ποία ευρήματα είναι που αμφισβητεί, όμως έχοντας εξετάσει το σύνολο της μαρτυρίας και των ευρημάτων θεωρούμε ότι τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου ως προς την αξιοπισία των μαρτύρων ήταν εύλογα επιτρεπτά, και ότι δεν υπήρξε πλημμελής αξιολόγηση των δεδομένων. Αντίθετα υπήρξε λεπτομερής και ορθή, κατά την κρίση μας αξιολόγηση όλων των ενώπιον του Δικαστηρίου τεθέντων δεδομένων.
Προτού συμπληρώσουμε αυτόν το λόγο έφεσης, θεωρούμε σκόπιμο να σημειώσουμε ότι είναι επιβεβλημένο, σε υποθέσεις όπως η παρούσα όπου τα δικόγραφα είναι λιτά και σύντομα και από το αρχικό στάδιο προσκόμισης της μαρτυρίας αυτή φάνηκε να αποκλίνει από τη δικογραφία, το Δικαστήριο να μην επιτρέπει τέτοια μαρτυρία έστω και αν η μαρτυρία δίδεται με την ανοχή της αντίδικης πλευράς.
Ως εκ των ανωτέρω, ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης να καταδικάσει τον εφεσείοντα στα έξοδα, παρά την απόρριψη της ανταπαίτησης του εφεσίβλητου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο χρόνος ο οποίος αναλώθηκε για την ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης χρησιμοποιήθηκε κυρίως προς απόδειξη της αξίωσης, ενώ σε μηδαμηνό βαθμό χρησιμοποιήθηκε για απόδειξη της ανταπαίτησης, με αποτέλεσμα να επιδικαστούν όλα τα έξοδα εναντίον του εφεσείοντα.
Στην υπόθεση Θρασυβούλου ν. Arto Estates Ltd (1993) 1 ΑΑΔ 12, στη σελ. 15, επαναβεβαιώθηκαν οι αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα ως ακολούθως:
«Είναι θεμελιωμένο ότι ο βασικός παράγοντας που διέπει την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα, είναι το αποτέλεσμα της δίκης. Θεωρείται ασύννομο ο δικαιωθείς διάδικος να επωμίζεται τα έξοδα της υπεράσπισης των δικαιωμάτων του και εύλογο να τα επωμίζεται ο αποτυχών διάδικος, η αδικαιολόγητη προσφυγή του οποίου στο Δικαστήριο (όπως τεκμηριώνεται από το αποτέλεσμα) αποτέλεσε τη γενεσιουργό αιτία των εξόδων. Κλασσικό παράδειγμα εξαίρεσης από τον κανόνα αποτελεί η περίπτωση επιτυχόντα διαδίκου ο οποίος συμβάλλει με το χειρισμό της υπόθεσής του στην αύξηση των εξόδων της δίκης· σ' εκείνη την περίπτωση δικαιολογείται ο μετριασμός της εφαρμογής του κανόνα (τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα) και η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, ώστε να αντανακλάται η συμβολή του επιτυχόντα διαδίκου στη διόγκωση των εξόδων. Δεν είναι όμως παραδεκτή η αποστέρηση των εξόδων του επιτυχόντα διαδίκου χωρίς αποχρώντα λόγο. Όπως τονίστηκε στη Georghios Ε. Glykys v. Ioannis Stylianou Ioannides (1959 - 60) 24 C.L.R. 220, η επίδειξη καλής προαίρεσης (kindness) από το δικαστήριο προς τον αποτυχόντα διάδικο προς μετριασμό αισθημάτων πικρίας του αποτυχόντα διαδίκου, δε συνιστά δικαστική άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.»
Στην παρούσα περίπτωση η απαίτηση και η ανταπαίτηση συνεκδικάστηκαν. Η φύση της ανταπαίτησης συναρτάται άμεσα με την απαίτηση αφού με αυτήν διεκδικείται ποσό χρημάτων, που, σύμφωνα με την εφεσίβλητη είχε υπερπληρωθεί στον εφεσείοντα, θέση που δεν έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο. Ουσιαστικά απέτυχε τόσο ο εφεσείοντας όσο και η εφεσίβλητη να πείσουν το Δικαστήριο ως προς την εργασία που έγινε δυνάμει της μεταξύ τους συμφωνίας. Στη βάση αυτών των γεγονότων θεωρούμε λανθασμένη την κρίση του Δικαστηρίου να επιδικάσει όλα τα έξοδα εναντίον του εφεσείοντα. Κρίνουμε ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου δεν ασκήθηκε ορθά και θα πρέπει να αντικατασταθεί με διαταγή για πληρωμή των εξόδων, μειωμένων κατά 1/3, για να γίνει πρόνοια για τα έξοδα της ανταπαίτησης. Συνακόλουθα, ο δεύτερος λόγος έφεσης επιτυγχάνει.
Ενόψει της αποτυχίας του ουσιαστικού μέρους της έφεσης, θεωρούμε ορθό και δίκαιο να επιδικάσουμε μειωμένα έξοδα εναντίον του εφεσείοντα, τα οποία καθορίζουμε σε €1.200, πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ