ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
LIATSOS ν. PONIROU AND ANOTHER (1985) 1 CLR 165
IN RE CHARALAMBOUS (1985) 1 CLR 746
CHRISTOFI AND OTHERS ν. IACOVIDOU (1986) 1 CLR 236
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2017:D45
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 19/2017
15 Φεβρουαρίου, 2017
[Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΛΟΥΚΑΙΔΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΦΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗΣ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ ΣΤΙΣ 27/12/2016 ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 77(Ι)/1997 ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΙΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ ΤΑΛΙΩΤΟΥ
..........
Μ. Μυτίδης, για τον αιτητή
Η καθ' ης η αίτηση παρουσιάζεται προσωπικά
..........
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.: Στις 30/1/17 παραχώρησα άδεια για καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης για σκοπούς έκδοσης προνομιακού εντάλματος certiorari.
Τα γεγονότα, σύμφωνα με την έκθεση που συνοδεύει την αίτηση, εφόσον η καθ' ης η αίτηση επέλεξε, ως ήταν δικαίωμα της, να μην καταχωρήσει ένσταση είναι τα εξής:
Η καθ' ης η αίτηση, σύζυγος του αιτητή, καταχώρησε στις 27/12/16 την μονομερή αίτηση υπ' αρ. 129/16 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου με την οποία ζητούσε την έκδοση διατάγματος για υποχρεωτική ψυχιατρική εξέταση του αιτητή και την έκδοση σχετικής γνωμάτευσης, στη βάση του άρθρου 10(3)(α) του περί Ψυχιατρικής Νοσηλείας Νόμου (Ν. 77(Ι)/97).
Η αίτηση συνοδευόταν από την ένορκη δήλωση της καθ' ης η αίτηση στην οποία περιέχοντο αριθμός ισχυρισμών επί των οποίων στήριζε την αίτηση της. Η αίτηση ορίστηκε την ίδια ημέρα και ο πρωτόδικος Δικαστής επιλαμβάνοντας της αυθημερόν εξέδωσε διάταγμα εξέτασης του αιτητή και εκτίμηση της κατάστασης του.
Ο αιτητής στην υπό κρίση αίτηση αρνείται τα όσα του καταλογίζει η καθ' ης η αίτηση και τονίζει την απόκρυψη από πλευράς της, όταν αποτάθηκε μονομερώς, σημαντικών γεγονότων που άπτονται της ουσίας της αίτησης της ακόμη και της νομιμοποίησης της στην υποβολή της αίτησης.
Μεταξύ άλλων λόγων ο αιτητής στηρίζει την αίτηση του και στο ότι δεν έλαβε γνώση της διαδικασίας που τον αφορούσε άμεσα αλλά και ότι η καθ' ης η αίτηση «δεν νομιμοποιείτο να προβεί στην επίδικη αίτηση ως προσωπική αντιπρόσωπος του αιτητή εφόσον είναι σε διάσταση με αυτόν από τον Δεκέμβριο του 2015»
Η καθ' ης η αίτηση με δήλωση της κατά την ακρόαση συγκατέθηκε στην ακύρωση του πρωτόδικου διατάγματος, προσθέτοντας ότι προέβη στην αίτηση ημερ. 27/12/16 κατόπιν προτροπής μέλους της Αστυνομίας, στην οποία είχε αποταθεί για να υποβάλει παράπονο για τον αιτητή και δεν γνώριζε ότι έπρεπε να αναφέρει στην ένορκη δήλωση της που συνοδεύει την αίτηση ότι βρίσκεται σε διάσταση με τον αιτητή.
Το άρθρο 10 του περί Ψυχιατρικής Νοσηλείας Νόμου του 1997 (Ν. 77(Ι)/97) επί του οποίου βασίστηκε η αίτηση για την έκδοση του διατάγματος υποχρεωτικής εξέτασης, προβλέπει τα εξής:
«10.-(1) Η διαδικασία για την παροχή υποχρεωτικής νοσηλείας είναι η ακόλουθη:
(α) Υποβάλλεται αίτηση στο Δικαστήριο από τον προσωπικό αντιπρόσωπο του ασθενούς για την έκδοση διατάγματος προσωρινής νοσηλείας ασθενούς. Σε περίπτωση που ο προσωπικός αντιπρόσωπος δεν υποβάλλει αίτηση ή δε δύναται να εντοπιστεί, την αίτηση υποβάλλει η αστυνομία ή κοινωνικός λειτουργός.
(β) τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3) η αίτηση υποστηρίζεται από ψυχιατρική γνωμάτευση σχετικά με την αναγκαιότητα της παροχής νοσηλείας βάσει του παρόντος άρθρου.
.....................................................................
(ζ) κατά την έκδοση κάθε διατάγματος νοσηλείας το δικαστήριο ακούει και τον ασθενή, εκτός αν από την προσαχθείσα μαρτυρεί πειστεί ότι ο ασθενής δεν είναι σε θέση να καταθέσει. Σε τέτοια περίπτωση το δικαστήριο ακούει τις απόψεις του προσωπικού αντιπροσώπου του ασθενούς και όταν αυτός δεν εντοπίζεται, τις απόψεις του κοινωνικού λειτουργού, ο οποίος μπορεί να συνοδεύεται από δικηγόρο και ψυχίατρο της δικής του επιλογής.
....................................................................
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία ο ασθενής αρνείται να εξεταστεί για σκοπούς προσκόμισης της ιατρικής γνωμάτευσης που απαιτείται από τις διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (1), ισχύουν οι πιο κάτω διατάξεις:
(α) Ύστερα από αίτηση από οποιοδήποτε πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1), το δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα για άμεση εξέταση και εκτίμηση της κατάστασης του ασθενούς και έκδοσης της σχετικής γνωμάτευσης, το οποίο στη συνέχεια θα αναφέρεται ως διάταγμα εξέτασης.
(β) η έκδοση διατάγματος εξέτασης παρέχει στην αστυνομία την εξουσία και την υποχρέωση να συλλάβει πάραυτα τον ασθενή και να τον μεταφέρει στο κέντρο ή σε οποιοδήποτε άλλο χώρο κατονομάζεται στο διάταγμα.
(γ) η αστυνομία παραμένει στο χώρο εξέτασης, όπου μεταφέρθηκε ο ασθενής για εξέταση, μέχρις ότου συμπληρωθεί αυτή και ακολούθως:
..................................
.................................»
Το άρθρο 17(1) του ιδίου Νόμου ορίζει ότι «προσωπικός αντιπρόσωπος ασθενούς είναι ο κηδεμόνας του ή ο πλησιέστερος συγγενής του».
Το άρθρο 18 απαριθμεί τα πρόσωπα και τη σειρά που θεωρούνται «πλησιέστερος συγγενής» σύμφωνα με το πιο πάνω Νόμο, όπου το εδάφιο 2(α) καθορίζει ως πρώτο πλησιέστερο συγγενή το σύζυγο ή τη σύζυγο.
Τα εδάφια 5 και 6 όμως του άρθρου 18 του ιδίου Νόμου αναφέρουν τα εξής ως προς το σύζυγο ή σύζυγο:
(5) Στις περιπτώσεις όπου δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (1) και (4) πρόσωπο θα ήταν ο πλησιέστερος συγγενής αλλά το πρόσωπο αυτό -
...................................
(β) Είναι ο σύζυγος ή η σύζυγος του ασθενούς και ζουν χωριστά είτε κατόπιν διατάγματος δικαστηρίου ή αμοιβαίας συμφωνίας ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο.
.................................
η εξακρίβωση του πλησιέστερου συγγενή γίνεται ως αν το πιο πάνω πρόσωπο δε βρίσκεται στη ζωή.
(6) Για σκοπούς του άρθρου αυτού σύζυγος περιλαμβάνει και πρόσωπο το οποίο συζεί με τον ασθενή ως να ήσαν συζευγμένοι (ή συζούσε με τον ασθενή πριν από την κράτηση του σε κέντρο για νοσηλεία) για περίοδο πέραν των έξι μηνών. Δεν εκλαμβάνεται όμως δυνάμει του παρόντος εδαφίου ως ο πλησιέστερος συγγενής νυμφευμένου ασθενούς εκτός αν ο σύζυγος ή η σύζυγος του ασθενούς αγνοηθεί δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (5) πιο πάνω.»
Με δεδομένο ότι το ζεύγος βρίσκεται σε διάσταση από το 2015, όπως παραδέχεται και η καθ' ης η αίτηση, αυτή δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως κηδεμόνας του αιτητή ή ως πλησιέστερος συγγενής του, σύμφωνα με το άρθρο 18 του πιο πάνω Νόμου, ώστε να νομιμοποιείτο στην προώθηση της διαδικασίας για την υποχρεωτική εξέταση του.
΄Οπως αναφέρεται στο σύγγραμμα «Προνομιακά Εντάλματα, Αρχές και Υποθέσεις», του Π. Αρτέμη, Πρώτη ΄Εκδοση 2004, σελ. 114, τα προνομιακά εντάλματα έχουν εισαχθεί στη νομική μας τάξη από την Αγγλία. Μέσω του εντάλματος certiorari, το Ανώτατο Δικαστήριο εποπτεύει και ελέγχει τα κατώτερα δικαστήρια, ακυρώνοντας οποιεσδήποτε αποφάσεις, διαταγές ή διαδικασίες ενώπιόν τους, ποινικής ή αστικής φύσεως, οι οποίες λαμβάνονται ή ασκούνται καθ' υπέρβαση της δικαιοδοσίας τους. Είναι θεμελιωμένο ότι η διαδικασία για την έκδοση εντάλματος certiorari δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας των αποφάσεων κατώτερων δικαστηρίων, η οποία αποτελεί αντικείμενο της Δευτεροβάθμιας Δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Καλλιόπης Μπάντσιου (1994) 1 Α.Α.Δ. 634 αναφέρθηκε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, εφόσον στοιχειοθετούνται οι προϋποθέσεις για την ανάληψη και άσκηση δικαιοδοσίας από το Επαρχιακό Δικαστήριο, δεν υπεισέρχεται στην αναθεώρηση της άσκησης των δικαιοδοσιών του, εκτός αν αποκαλύπτεται νομικό σφάλμα, καταφανές στο πρακτικό, του Δικαστηρίου. Το πρακτικό της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου εξετάζεται και τότε μόνο η απόφασή του ακυρώνεται, εάν προκύπτει έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας ή πλάνη νόμου πρόδηλη στο πρακτικό προκατάληψη ή συμφέρον από τα πρόσωπα που λαμβάνουν την απόφαση ή λήψη της απόφασης με δόλο ή ψευδορκία ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (βλ. Pastellopoulos v. Republic (1985) 1 A.A.Δ. 165 και Christofi & Others v. Iacovidou (1986) 1 Α.Α.Δ. 236) Η δικαιοδοσία έκδοσης προνομιακών ενταλμάτων δεν συνιστά υποκατάστατο της Δευτεροβάθμιας Διαδικασίας ούτε μέσο εποπτείας της διαδικασίας των Επαρχιακών Δικαστηρίου ή της πρακτικής που ακολουθούν. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να χρησιμοποιείται το ένταλμα certiorari ούτε ως έφεση υπό μεταμφίεση, ούτε ως μέσο επανακρόασης του ζητήματος που εγείρεται. Αντικείμενο της διαδικασίας για την έκδοση εντάλματος certiorari είναι ο έλεγχος της νομιμότητας μιας απόφασης και όχι της ορθότητάς της - (βλ. Marewave Shipping & Trading Co Ltd (1992) 1 Α.Α.Δ. 116, Global Consolidator Public Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ.464 και Μαρία Αρτεμίου κ.α. ν. Erin Resources S.A. κ.α. Πολ. Εφ. 124/2013, 104/2013, ημερ. 10.1.2014).
Η δόλια παραπλάνηση του Δικαστηρίου στην έκδοση της απόφασης συνιστά ένα από τους λόγους για τους οποίους το πρόσωπο που υφίσταται της συνέπειας μπορεί να ζητήσει ακύρωση με ένταλμα certiorari. Πρέπει όμως η απάτη να είναι σαφής και ολοφάνερη (βλ. In re Charalambous (1985) 1 Α.Α.Δ. 746).
Όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο και ειδικά διαδικασία έφεσης, το Ανώτατο Δικαστήριο, σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις και κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις, δίνει άδεια (βλ. Αίτηση Γεώργιου Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. και R. v. Secretary of State (1986) 1 All E.R. 717).
Η αίτηση για την έκδοση εντάλματος certiorari πρέπει να περιορίζεται στους λόγους για τους οποίους έχει παραχωρηθεί η άδεια.
Στην παρούσα περίπτωση δόθηκε άδεια για την καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος certiorari για το λόγο ότι η καθ' ης η αίτηση απέκρυψε πρωτόδικα το γεγονός ότι βρίσκεται σε διάσταση με το σύζυγο της.
Συγκεκριμένα η καθ' ης αίτηση υπέβαλε την αίτηση της πρωτόδικα κάτω από την ιδιότητα της συζύγου του αιτητή, χωρίς καμιά αναφορά ότι βρίσκεται σε διάσταση με τον αιτητή από το Δεκέμβριο του 2015, δηλαδή εδώ και ένα χρόνο και ότι εκκρεμούν μεταξύ τους δικαστικές διαδικασίες στο Οικογενειακό Δικαστήριο. Η παράλειψη αυτή αναφοράς του γεγονότος της διάστασης μεταξύ των συζύγων ενέχει τη σημασία της, εφόσον η εν διαστάσει σύζυγος δεν θεωρείται κηδεμόνας ή πλησιέστερος συγγενής για σκοπούς του πιο πάνω Νόμου, οπότε δεν νομιμοποιείτο στην υποβολή της αίτησης για υποχρεωτική εξέταση του αιτητή. Από το πρακτικό του Δικαστηρίου και τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του από την καθ' ης η αίτηση σίγουρα εντοπίζεται σκόπιμη παραπλάνηση του Δικαστηρίου προς το σκοπό προώθησης της αίτησης.
Στην προκειμένη υπόθεση ο Ν. 77(Ι/97 δεν προβλέπει οποιοδήποτε άλλο ένδικο μέσο για προσβολή ενός διατάγματος, όπως αυτό που προσβάλλεται. Ακόμη και αν ο αιτητής είχε στη διάθεση του άλλο ένδικο μέσο έχω πειστεί ότι υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που καθιστούν την κατ' εξαίρεση παροχή της θεραπείας του προνομιακού εντάλματος, έχοντας κατά νουν την φύση του διατάγματος όπου διατάσσει την Αστυνομία να συλλάβει πάραυτα τον αιτητή και να τον οδηγήσει σε ψυχιατρική εξέταση. Μάλιστα χωρίς να του παρέχεται ουσιαστικά η δυνατότητα αλλά και ο χρόνος αμφισβήτησης του ή λήψης άλλου αποτελεσματικού ένδικου μέσου.
Ενόψει των πιο πάνω η αίτηση επιτυγχάνει και εκδίδεται το αιτούμενο ένταλμα certiorari ως η παράγραφος Α της αίτησης. Τα έξοδα της αίτησης επιδικάζονται υπέρ του αιτητή και σε βάρος της καθ' ης η αίτηση όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Α. Πούγιουρου, Δ.
/ΚΑΣ