ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Μιχαηλίδου, Δέσπω Σταματίου, Κατερίνα Κ. Κουρίδης για Μ. Ηλία, για την Εφεσείουσα. Π. Κλεοβούλου, για τον Εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-01-12 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΝΑ ΧΑΤΖΗΡΩΤΗ ν. ΒΑΛΕΝΤΙΝΟΣ ΠΙΕΡΙΔΗΣ, Πολιτική Έφεση Αρ. 130/2011, 12/1/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:A4

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 130/2011)

 

12 Ιανουαρίου, 2017

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δικαστές]

 

ΑΝΝΑ ΧΑΤΖΗΡΩΤΗ,

Εφεσείουσα/Αιτήτρια,

 

ΚΑΙ

 

ΒΑΛΕΝΤΙΝΟΣ ΠΙΕΡΙΔΗΣ,

Εφεσίβλητος/Καθ΄ου η Αίτηση.

----------

Κ. Κουρίδης για Μ. Ηλία, για την Εφεσείουσα.

 

Π. Κλεοβούλου, για τον Εφεσίβλητο.

----------

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ.

----------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με αίτηση της εφεσείουσας/αιτήτριας ο Πρωτοκολλητής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού εξέδωσε στις 10.11.2010 ειδοποίηση πτώχευσης προς τον εφεσίβλητο/καθ΄ου η αίτηση. Στην αίτηση επισυνάπτονται αντίγραφα αποφάσεων και/ή διαταγμάτων του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού εναντίον του εφεσίβλητου, η εκτέλεση των οποίων δεν έχει ανασταλεί και αφορούν τη μη καταβολή δικηγορικών εξόδων, ήτοι το ποσό των €338,30, πλέον ΦΠΑ, στην Αίτηση Γονικής Μέριμνας με αριθμό 180/05, το ποσό των €851,74, πλέον ΦΠΑ, πλέον €19,65 έξοδα εκδόσεως διατάγματος στην Αίτηση Γονικής Μέριμνας 92/04 και το ποσό των €4290,30, πλέον ΦΠΑ, πλέον €41,86 έξοδα έκδοσης διατάγματος στην Αίτηση Διαζυγίου με αριθμό 311/04. 

 

Η ειδοποίηση επιδόθηκε προσωπικά στον εφεσίβλητο την 1.12.2010 και στις 3.12.2010 καταχώρησε ένορκη δήλωση, με την οποία επεδίωξε τον παραμερισμό της ειδοποίησης πτώχευσης για τους ακόλουθους λόγους:

 

«3.  Εξ όσων ο δικηγόρος μου με συμβουλεύει η εν λόγω ειδοποίηση πάσχει καθ΄ ότι:

 

(α)  Κατά παράβαση των περί Πτωχεύσεως Κανονισμών Κ.16 δεν εκθέτει το Νόμο ή τους Κανονισμούς στους οποίους στηρίζεται.

 

(β)  Η Αίτηση δεν υποβάλλεται από τον ισχυριζόμενο πιστωτή, αλλά από δικηγόρο και τούτο κατά παράβαση του Κανονισμού Κ.39 των περί Πτωχεύσεως Κανονισμών.  

 

4.     Ανεξάρτητα με τα ως άνω ελαττώματα της διαδικασίας και άνευ επηρεασμού των ως άνω ενστάσεων μου για τα ελαττώματα της ειδοποιήσεως, εξ όσον ο δικηγόρος μου με συμβουλεύει, η πτωχευτική διαδικασία δεν μπορεί να προχωρήσει εναντίον μου και κατά συνέπεια δεν μπορεί να εκδοθεί η αιτούμενη παρά της αιτήτριας Ειδοποίηση Πτωχεύσεως για τους ακόλουθους λόγους:

 

4.1. Έχω καταχωρήσει στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού την υπ΄ αριθμό 46/10 Αίτηση Περιουσιακών Διαφορών, έχοντας απαίτηση εναντίον της Αιτήτριας και πρώην συζύγου μου στα αποκτήματα κατά τη διάρκεια του γάμου μας, ο οποίος έχει λυθεί με Διάταγμα Δικαστηρίου την 10.10.07. 

 

4.2. Εν όψει της εκκρεμότητας της ως άνω Αιτήσεως Περιουσιακών Διαφορών η Αίτηση της Αιτήτριας λαμβάνει καταπιεστικό χαρακτήρα και συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας.» 

 

Ακολούθως, η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση όπου, μετά από άδεια του Δικαστηρίου, ο εφεσίβλητος κατέθεσε ενόρκως. Κατά την προφορική του κατάθεση, ο εφεσίβλητος, όπως αναφέρει το Δικαστήριο στην απόφασή του, «ανέφερε ότι στις 08.10.2010 καταχώρησε αίτηση Περιουσιακών Διαφορών υπ΄ αριθμό 46/10 με την οποία αξιώνει από την αιτήτρια συνεισφορά επί της αποκτηθείσας συζυγικής περιουσίας η οποία ανέρχεται στο ποσό των €340.000.  Περαιτέρω αναφέρει ότι η αίτηση Περιουσιακών Διαφορών επιδόθηκε στην αιτήτρια στις 17.10.2010 και δεν μπορούσε η πιο πάνω απαίτηση του να εγερθεί στις διαδικασίες Γονικής Μέριμνας και Διαζυγίου καθότι ήταν άλλη δικαιοδοσία.  Κατέθεσε ως τεκμήριο 3 αντίγραφο της Αίτησης Περιουσιακών Διαφορών υπ΄ αριθμό 46/10, ως τεκμήριο 4 Ειδοποίηση του Ιδιώτη Επιδότη Νίκου Νικολάου ότι η πιο πάνω αναφερόμενη αίτηση επιδόθηκε στην αιτήτρια στις 17.10.2010 και ως τεκμήριο 5 επιστολή των δικηγόρων της αιτήτριας ημερομηνίας 15.12.2010 ότι θα εμφανιστούν στην πιο πάνω αναφερόμενη αίτηση.» 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τις πρόνοιες των σχετικών Κανονισμών, καθώς και του άρθρου 3(1)(ζ) του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5. Έκανε, περαιτέρω, αναφορά σε νομολογία και σε Αγγλικά συγγράμματα, σε συνάρτηση με τα επίδικα θέματα. Προέβη σε διαπίστωση γεγονότων, τα οποία προκύπτουν τόσο μέσα από την ένορκη δήλωση του εφεσίβλητου, όσο και από την προφορική του μαρτυρία. Στη βάση των διαπιστώσεών του, ως προς τα γεγονότα, ικανοποιήθηκε ότι ο οφειλέτης έχει δικαίωμα ανταπαίτησης και/ή συμψηφισμού επί των ποσών, για τα οποία η εφεσείουσα ζητούσε την έκδοση της ειδοποίησης πτώχευσης. Κατέληξε δε ότι η ανταπαίτηση δεν μπορούσε να εγερθεί στις διαδικασίες στις οποίες είχαν εξασφαλιστεί τα διατάγματα που αφορούσαν την ειδοποίηση και απέρριψε την ειδοποίηση με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.

 

Σημειώνεται ότι οι λόγοι που περιλαμβάνονται στην παράγραφο 3(α) και (β) της ένορκης δήλωσης, οι οποίοι αφορούν ελαττώματα στη διαδικασία, δεν προωθήθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και δεν αποτέλεσαν αντικείμενο της πρωτόδικης απόφασης. Άλλωστε, τέτοια ελαττώματα δεν θα μπορούσαν να διαγνωστούν με βάση τη διαδικασία που προνοείται στον Καν. 40 των Πτωχευτικών Κανονισμών. Η ισχυριζόμενη κατάχρηση της διαδικασίας δεν εξετάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενόψει της πιο πάνω κατάληξής του, ως προς το δικαίωμα του εφεσίβλητου σε ανταξίωση. Ούτε, όμως, αυτός ο ισχυρισμός θα μπορούσε να εξεταστεί στα πλαίσια της διαδικασίας του Καν. 40 (βλ. Ιωάννης Αλεξάνδρου κ.ά. ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Πολ. Έφεση 5/2012 κ.ά., ημερομηνίας 15.1.2016).

 

Κύριος λόγος αμφισβήτησης της πρωτόδικης απόφασης είναι ότι η ένορκη δήλωση που κατέθεσε ο εφεσίβλητος δεν πληροί τις προϋποθέσεις του Καν. 40 των Πτωχευτικών Κανονισμών και ότι λανθασμένα το Δικαστήριο επέτρεψε να ακούσει μαρτυρία στη βάση της οποίας κατέληξε στην απόφασή του. Σημειώνουμε ότι στην ειδοποίηση έφεσης αναφέρεται, κάτω από τον τίτλο «Αναλυτικοί λόγοι έφεσης», ότι η πρωτόδικη απόφαση «είναι παράνομη και/ή αντίθετη με την πάγια νομολογία και/ή αυθαίρετη και/ή αδικαιολόγητη και/ή μη αιτιολογημένη επαρκώς ή καθόλου και/ή υπήρξε «ουσιωδώς» πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης και/ή άλλως πως λανθασμένη». Στη δε αιτιολογία που ακολουθεί παρατίθενται επτά παράγραφοι, όπου αναλύονται οι λόγοι έφεσης. Στο περίγραμμα αγόρευσης της εφεσείουσας αναλύονται επτά λόγοι έφεσης, οι οποίοι αντιστοιχούν με τις επτά παραγράφους που περιλαμβάνονται στο εφετήριο. Ο εφεσίβλητος εγείρει προδικαστικό θέμα ότι το περίγραμμα αγόρευσης δεν συνάδει με τις πρόνοιες του περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996. Είναι γεγονός ότι ο τρόπος που έχει συνταχθεί, τόσο η ειδοποίηση έφεσης όσο και το περίγραμμα, δεν είναι σύμφωνα με το διαδικαστικό κανονισμό, όμως, είναι σαφείς οι αιτιάσεις της έφεσης της εφεσείουσας, στις οποίες απάντησε ο εφεσίβλητος στο περίγραμμα αγόρευσής του, χωρίς να επηρεαστεί καθ΄ οιονδήποτε τρόπο η δυνατότητά του να παρουσιάσει την υπόθεσή του.

 

Το άρθρο 3(1)(ζ) του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5, προνοεί ως προς την διάπραξη πράξης πτώχευσης τα ακόλουθα:

 

«3.-(1) Ο χρεώστης διαπράττει πράξη πτώχευσης σε καθεμιά από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

 

(ζ) αν πιστωτής εξασφαλίζει εναντίον του τελεσίδικη απόφαση ή τελικό διάταγμα για οποιοδήποτε ποσό, και, ενώ δεν αναστάλθηκε η εκτέλεση της απόφασης ή του διατάγματος επέδωσε σε αυτόν στην Κύπρο ή αλλού με άδεια του Δικαστηρίου, ειδοποίηση πτώχευσης βάσει του Νόμου αυτού και μέσα σε επτά ημέρες μετά την επίδοση της ειδοποίησης σε αυτόν, σε περίπτωση που η επίδοση γίνεται στην Κύπρο και σε περίπτωση που η επίδοση γίνεται αλλού μέσα στον καθορισμένο από το διάταγμα που παρέχει την άδεια για επίδοση χρόνο, ο χρεώστης είτε συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις της ειδοποίησης, είτε ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι έχει ανταπαίτηση, δικαίωμα συμψηφισμού ή ανταγωγή η οποία εξισώνεται ή υπερβαίνει το ποσό του εξ αποφάσεως χρέους ή το ποσό που διατάχτηκε να πληρωθεί, και την οποία δεν ήταν δυνατό να προβάλει στην αγωγή ή τη διαδικασία στην οποία εξασφαλίστηκε η απόφαση ή το διάταγμα». 

 

 

Οι Καν. 40(2) και 41 των Πτωχευτικών Κανονισμών, οι οποίοι εξετάστηκαν στην παρούσα υπόθεση, προνοούν τα ακόλουθα:

 

«40(2) There shall also be indorsed an intimation to the debtor that if he has a counterclaim, set-off, or cross demand which equals or exceeds the amount of the judgment debt or sum ordered to be paid, and which he could not have set up in the action or proceedings in which the judgment or order was obtained, he must within the time specified in the notice file an affidavit to that effect with the Registrar.  Such affidavit shall be indorsed with an address within the town in which the registry of the Court is situated at which notices to the debtor may be left by the Registrar.»

 

«41.  The filing of such affidavit shall operate as an application to set aside the bankruptcy notice, and thereupon the Registrar shall fix a day for hearing such application, and not less than three days before the day so fixed shall give notice thereof both to the debtor and the creditor at the addresses given by them under rule 40. If the application cannot be heard until after the expiration of the time specified in the bankruptcy notice as the day on which the act of bankruptcy will be complete, the Court shall extend the time, and no act of bankruptcy shall be deemed to have been committed under the notice until the application has been heard and determined.»

 

Ο Καν. 41 είναι πανομοιότυπος με το Bankruptcy Rule 139 της Αγγλίας, με εξαίρεση τη φράση «sufficient cause is shown» που απαντάται στον Αγγλικό Κανονισμό. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Williams and Muir Hunter Bankruptcy, 19η Έκδοση, σελίδα 583, η φράση αυτή προσετέθηκε το 1952, αντικατοπτρίζοντας προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις, ότι σε περίπτωση που η ένορκη δήλωση δεν αποκαλύπτει στην όψη της ότι υπάρχει ανταπαίτηση, συμψηφισμός ή ανταξίωση, η οποία ισοδυναμεί ή υπερβαίνει το εξ αποφάσεως χρέος, δεν ενεργοποιείται ο Κανονισμός (βλ. Re a Debtor (523 of 1934), [1935] Ch. 347). Στο ίδιο σύγγραμμα, στη σελίδα 37, αναφέρεται ότι η ένορκη δήλωση πρέπει να καταδεικνύει με εύλογο βαθμό λεπτομέρειας τη φύση και το ποσό της ισχυριζόμενης ανταπαίτησης, ανταξίωσης ή συμψηφισμού.

 

Στην υπόθεση Αλωνεύτης ν. Alpha Bank Ltd (2010) 1 ΑΑΔ 475 τονίστηκε ότι εκείνο που ο χρεώστης στην ειδοποίηση, με βάση τον Καν. 41, «οφείλει να δείξει με εύλογο βαθμό λεπτομέρειας είναι τη φύση καθώς και το ποσό της ανταπαίτησης, ανταξίωσης ή και συμψηφισμού, τα οποία θα πρέπει να είναι γνήσια, προβληθέντα καλή τη πίστει και με μια εύλογη πιθανότητα επιτυχίας. Στο τέλος της ημέρας, το Δικαστήριο θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι υπό το φως της ολότητας της προσαχθείσας μαρτυρίας, εγείρεται όντως γνήσιο θέμα προς εκδίκαση, οπότε και η πτωχευτική ειδοποίηση υπόκειται σε ακύρωση.»

 

Στην υπόθεση The Debtor v. Seater Waker Ltd (1981) 2 All ER 987, τονίστηκαν τα ακόλουθα:

 

«. if an affidavit had been filed in time the registrar would have to ask himself if he was satisfied that sufficient cause was shown and, on being so satisfied he would then fix a date for hearing the application.»

 

Στην απόφαση In Re A Debtor (No. 75 of 1982) Ex Parte the Debtor v. National Westminster Bank Plc (1984) 1 WLR 353, λέχθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με την απόδειξη της ανταξίωσης από τον χρεώστη:

 

«First, the affidavit or affidavits must show that he has a cross-demand against the creditor which is genuine.  To satisfy that requirement, the cross-demand must be put forward in good faith and must have a reasonable probability of success, or, as it has also been expressed, must give rise to a triable issue.  In the latter respect, there is no hard and fast rule as to the degree of proof required.  It depends in each case on the particular facts and circumstances of that case.  Secondly, the affidavit or affidavits must show that the cross-demand could not have been set up in the action in which the judgement relied on by the creditor was obtained.  Thirdly, the affidavit or affidavits must show that the cross-demand equals or exceeds the amount of the judgment debt.  For that purpose the cross-demand need not be for a liquidated sum or even for a sum of money at all.  But it must be capable of being quantified in terms of money and the affidavit or affidavits must quantify it». 

 

 

Στην παρούσα περίπτωση, η μόνη αναφορά που γίνεται στην ένορκη δήλωση του χρεώστη, σε συνάρτηση με την ύπαρξη απαίτησης εναντίον της εφεσίβλητης, είναι αυτή που περιλαμβάνεται στην παράγραφο 4.1 (πιο πάνω). Σ΄ αυτήν αναφέρεται μόνο ο αριθμός της αίτησης περιουσιακών διαφορών που καταχώρησε ο χρεώστης εναντίον της εφεσίβλητης, κάτι που ουδόλως συνάδει με τις πρόνοιες του Καν. 40.

 

Από τη στιγμή που η ένορκη δήλωση δεν συνάδει με τις πρόνοιες του σχετικού Κανονισμού δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί η διαδικασία που προνοείται στον Καν. 41. Κανονικά δεν θα έπρεπε να οριστεί καν η ειδοποίηση πτώχευσης για ακρόαση. Ακόμα, όμως, και σε περίπτωση κατά την οποία ορίζετο η υπόθεση για να ακουστεί, το Δικαστήριο δεν θεωρούμε ότι είχε διακριτική ευχέρεια να προχωρήσει στην ακρόαση της υπόθεσης και να επιτρέψει την εισαγωγή μαρτυρίας, έτσι ώστε να τεθεί η υπόθεση εντός των προνοιών του σχετικού πτωχευτικού Κανονισμού. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι με τον ορισμό της υπόθεσης για ακρόαση παρατάθηκε και ο χρόνος εντός του οποίου ο χρεώστης όφειλε να υπακούσει στην ειδοποίηση μέχρι της συμπλήρωσης της ακροαματικής διαδικασίας της αίτησης, δυνάμει του Καν. 41. Στην πτωχευτική διαδικασία προνοούνται αυστηρά χρονοδιαγράμματα, λόγω ακριβώς της φύσης αυτών των υποθέσεων, οι οποίες έχουν χαρακτηριστεί ως suis generis οιωνεί ποινικού χαρακτήρα (δέστε Williams and Hunter - πιο πάνω - σελίδα 1 και Λοϊζου κ.ά. ν. ΣΠΕ Δερύνιας (2009) 1 ΑΑΔ 279). Δεν είναι επιτρεπτό να παρατείνεται ο χρόνος εντός του οποίου ο χρεώστης οφείλει να υπακούσει σε ειδοποίηση, παρά μόνο στις περιπτώσεις που ρητώς αναφέρονται στους Κανονισμούς. Συνεπώς, η συμμόρφωση με τις πρόνοιες του Καν. 40 είναι επιτακτική, προτού μία υπόθεση προωθηθεί προς ακρόαση. Άλλωστε η νομολογία, τόσο των Αγγλικών όσο και των Κυπριακών Δικαστηρίων, που παραπέμψαμε πιο πάνω, είναι ευθυγραμμισμένη ως προς το τι πρέπει να περιλαμβάνει η ένορκη δήλωση. Η απουσία των ελάχιστων στοιχείων που πρέπει να περιλαμβάνει μία τέτοια ένορκη δήλωση εκθεμελιώνει το υπόβαθρο για την ενεργοποίηση της διαδικασίας του Καν. 41 και καθιστά τη διαδικασία που ακολουθήθηκε άκυρη.

 

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μας, θεωρούμε ότι η έφεση θα πρέπει να επιτύχει, χωρίς να εξεταστεί οποιοδήποτε άλλο επιμέρους εγειρόμενο ζήτημα.

 

Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η πράξη πτώχευσης θεωρείται ότι διαπράττεται με την έκδοση της παρούσας απόφασης.

 

Τα έξοδα, τόσο της πρωτόδικης διαδικασίας όσο και της έφεσης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

/ΧΤΘ                                                                                                 ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο