ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ECLI:CY:AD:2016:A586

(2016) 1 ΑΑΔ 3018

29 Δεκεμβρίου, 2016

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ

ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ΕΥΔΟΚΑ

ΓΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ

ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI,

 

Εφεσείων-Αιτητής,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΑΠΟ

ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΙΣ 13/7/2015 ΓΙΑ

ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΙΑ ΄Η ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΑΤΙΚΟ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 219/2015)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Ένταλμα έρευνας ― Αρχή αναλογικότητας ― Κατά πόσον ήταν λανθασμένη η προσέγγιση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου να απορρίψει αίτημα για παροχή αδείας προς καταχώρηση αίτησης έκδοσης Certiorari που θα στόχευε στην ακύρωση του εντάλματος έρευνας, εφόσον τα ενώπιον του τεθέντα στοιχεία εκ μέρους του εφεσείοντα θεμελίωναν, εκ πρώτης όψεως, συζητήσιμο θέμα υπέρβασης της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου ή ενδεχόμενης παραβίασης του Άρθρου 8 της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και της αρχής της αναλογικότητας ― Απόφαση Εφετείου κατά πλειοψηφία.

 

Σε ανάρτηση ιστοσελίδας, που διαχειριζόταν ο εφεσείων, αναφερόταν ότι ο τότε Υπουργός Υγείας παραιτήθηκε από τη θέση του καθότι δεν συμφωνούσε με την κυβερνητική πολιτική για τη μη χρήση από ασθενείς της κάνναβης για θεραπευτικούς σκοπούς.

 

Είχε δημοσιευθεί σε ιστοσελίδες και άλλα έντυπα, προγενέστερα της πιο πάνω αναρτήσεως, και συγκεκριμένα στις 9 Ιουλίου 2015, ότι ο εν λόγω Υπουργός υπέβαλε την παραίτηση του για προσωπικούς λόγους.

 

Στις 13 Ιουλίου 2015, υποβλήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αίτηση για έκδοση εντάλματος έρευνας της κατοικίας του εφεσείοντος, με σκοπό τον εντοπισμό και κατάσχεση ηλεκτρονικού(ων) υπολογιστή(ων) ή και άλλων μέσων αποθήκευσης ηλεκτρονικών δεδομένων που δυνατό να χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη διερευνόμενων αδικημάτων σχετικά με την πιο πάνω δημοσίευση.

 

Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο διερεύνησης υπόθεσης που αφορούσε αδικήματα πλαστογραφίας, καταρτισμού πλαστού εγγράφου και κυκλοφορίας του ιδίου. Η βάση της καταγγελίας ήταν ο προβληθείς ισχυρισμός από τον πρώην Υπουργό Φίλιππο Πατσαλή, ότι ουδέποτε ο ίδιος ετοίμασε επιστολή με περιεχόμενο, όπως περιέγραφε η ιστοσελίδα και τούτο ήταν ψευδές.

 

Από την έρευνα του αστυφύλακα 4855, του Γραφείου Καταπολέμησης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος του Αρχηγείου Αστυνομίας, που συνόδευε την αίτηση για έκδοση του πιο πάνω αναφερόμενου εντάλματος έρευνας, διαχειριστής της σελίδας, όπως προέκυψε από τις διαδικτυακές εξετάσεις, στην οποία αναρτήθηκε η επιστολή παραίτησης του Υπουργού, ήταν ο εφεσείων.

 

Στις 13 Ιουλίου 2015 εκδόθηκε το αιτηθέν ένταλμα έρευνας και εξουσιοδοτήθηκε η αστυνομία να εισέλθει στην οικία και υποστατικά του εφεσείοντα, να προβεί σε έρευνα στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και άλλα μέσα αποθήκευσης ηλεκτρονικών δεδομένων και να τα κατάσχει. Το ένταλμα εκτελέστηκε.

 

Ο εφεσείων, ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, υπέβαλε, στις                     20 Ιουλίου 2015, αίτηση (Πολ. Αίτ. Αρ. 100/2015) για τη χορήγηση αδείας με σκοπό την καταχώριση προνομιακού εντάλματος Certiorari, ώστε ν' αμφισβητήσει τη νομιμότητα του εκτελεσθέντος εντάλματος έρευνας.

 

Το Δικαστήριο που επιλήφθηκε της αιτήσεως σε πρώτο βαθμό, εξετάζοντας κατά πόσο, στη βάση των δεδομένων, που είχε ενώπιον του το Επαρχιακό Δικαστήριο, νομιμοποιείτο να εκδώσει το ζητηθέν ένταλμα έρευνας, θεώρησε ότι, υπαρχόντος παραπονουμένου προσώπου, ο πρώην Υπουργός, που βεβαίωνε ότι η επιστολή δεν ήταν δική του, η αστυνομία καθηκόντως διερεύνησε το θέμα και ήταν επάναγκες να προσπαθήσει να συλλέξει το αναγκαίο μαρτυρικό υλικό, περιλαμβανομένων των ηλεκτρονικών υπολογιστών του εφεσείοντα.

Στη βάση των πιο πάνω, αποφασίστηκε ότι ορθώς κρίθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο, ότι υπήρχε εύλογη υπόνοια διάπραξης των εξεταζόμενων αδικημάτων και στη βάση του Άρθρου 27 του Κεφ. 155. Συνακόλουθα η αίτηση για άδεια απορρίφθηκε.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α) Το Δικαστήριο δεν μπορούσε να θεωρήσει ότι στοιχειοθετήθηκε επαρκώς η ύπαρξη εύλογης αιτίας.

 

β) Η ανυπαρξία επαρκούς τεκμηρίωσης, από πλευράς αστυνομίας, δεν δικαιολογούσε το συμπέρασμα του Δικαστηρίου, ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν υπερέβη τη δικαιοδοσία του.

 

γ) Εσφαλμένα δεν έγινε αποδεχτό από το Δικαστήριο ότι υπήρχε παράβαση της  υποχρέωσης της αστυνομίας για πλήρη αποκάλυψη.

 

δ) Ήταν εσφαλμένη η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι δεν παραβιάστηκε, ως αποτέλεσμα της έκδοσης του εντάλματος έρευνας, το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής που προστατεύει το Άρθρο 15 του Συντάγματος και παρομοίως, και το Άρθρο 17 του Συντάγματος που προστατεύει το δικαίωμα επικοινωνίας.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Α. Υπό Παμπαλλή Δ.,  συμφωνησάντων και των Μιχαηλίδου Δ., Σταματίου Δ. και Ψαρά - Μιλτιάδου Δ.:

 

  1.   Στη βάση του Άρθρου 16.1 του Συντάγματος, δεν επιτρέπεται η είσοδος ή έρευνα σε κατοικία, παρά μόνο στις περιπτώσεις και υπό προϋποθέσεις, όπως προσδιορίζεται στην παράγραφο 2, ήτοι όπως καθορίζεται δια νόμου και μετά την έκδοση, δεόντως, αιτιολογημένου δικαστικού εντάλματος.

  2.   Προωθήθηκε, όπως και πρωτοδίκως, εισήγηση από τον  συνήγορο ότι το δικαστήριο απλώς προσυπόγραψε, χωρίς να εξετάσει και αποφανθεί, κατά πόσο υπήρχε εύλογη υπόνοια διάπραξης των ισχυριζόμενων αδικημάτων, πλην την έκδοση του συγκεκριμένου εντάλματος.

  3.   Η εισήγηση αυτή απορρίφθηκε πρωτοδίκως και ορθώς. Στη βάση της ενόρκου δηλώσεως που κατατέθηκε, ημερ. 13 Ιουλίου 2015, ο αστυφ. 4855,  αναφέρθηκε στο υποβληθέν παράπονο από τον πρώην Υπουργό για το συγκεκριμένο δημοσίευμα, που δεν προερχόταν από τον ίδιο.

  4.   Η αστυνομία όφειλε να το διερευνήσει. Η ηλεκτρονική μορφή που είχε το δημοσίευμα επέβαλλε διαδικτυακές εξετάσεις, στον προσδιοριστέο ιστότοπο και αυτές οδήγησαν στο διαχειριστή της προσδιοριστέας σελίδας, τον εφεσείοντα.

  5. Αυτά κρίθηκαν ικανοποιητικό υπόβαθρο για την υποβολή του αιτήματος για έκδοση του εντάλματος έρευνας, με σκοπό τον εντοπισμό και κατάσχεση του ηλεκτρονικού ή ηλεκτρονικών υπολογιστών.

  6.   Το εκδοθέν ένταλμα ημερ. 13 Ιουλίου 2015, όχι μόνο αναφέρεται στα πιο πάνω στοιχεία, αλλά περαιτέρω δηλώνεται η ικανοποίηση του εκδώσαντος δικαστή ως προς την ανάγκη έκδοσης του αμφισβητούμενου διατάγματος.

  7.   Ήταν ορθή η σχετική πρωτόδικη προσέγγιση. Το γεγονός αυτό,  δεν σχετίζεται με το αδίκημα για το οποίο είχε ζητηθεί και εκδοθεί το ένταλμα έρευνας και περαιτέρω δεν αλλοίωνε ούτε προσέθετε οτιδήποτε στο έργο που είχε να επιτελέσει ο επαρχιακός δικαστής.

  8.   Η παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας ήταν ακριβώς η              βάση ανάπτυξης του τέταρτου λόγου έφεσης.

  9.   Όπως προαναφέρθηκε, η μη αποκάλυψη της επικοινωνίας του εφεσείοντα με την Υπηρεσία Καταπολέμησης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, κατ' αρχάς, δεν διαφοροποιεί ή αλλοιώνει τα δεδομένα της υπόθεσης.

10. Πλην, όμως, τούτο αποκτά σημασία και έρεισμα, ειδώμενο σε συνδυασμό με την απουσία ασφαλιστικών δικλίδων, που, όπως επισημαίνεται πρωτοδίκως, το ενδεχόμενο επιβολής τους θα έπρεπε να είχε προβληματίσει το εκδώσαν το ένταλμα δικαστήριο, ενόψει του σκοπού της έρευνας σε συνάρτηση με το συγκεκριμένο αδίκημα.

11. Είναι αναντίλεκτο ότι το Άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, δεν επιβάλλει τέτοια υποχρέωση στο δικαστήριο κατά την έκδοση εντάλματος έρευνας. Βεβαίως, την εποχή θέσπισης του συγκεκριμένου νομοθετήματος δεν ετίθετο θέμα διερεύνησης ηλεκτρονικού εγκλήματος στη βάση της σύγχρονης τεχνολογίας.

12. Στη βάση των πιο πάνω αυθεντιών δεν υπάρχει απαγόρευση για τις ανακριτικές αρχές να λαμβάνουν, στο πλαίσιο των αστυνομικών ερευνών, αριθμό εγγράφων, ή πραγμάτων ώστε να γίνεται ο αναγκαίος διαχωρισμός, των μη αναγκαίων, σε μεταγενέστερο στάδιο.

13. Ούτε και αμφισβητείται η ευρεία διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να παραχωρήσει ή μη το διάταγμα στη βάση των όσων στοιχείων τέθηκαν ενώπιον του ενόρκως.

14. Σε κάθε, όμως, τέτοια περίπτωση, και ιδιαίτερα στην υπό κρίση περίπτωση όπου επρόκειτο να αναζητηθεί ένα και μόνο δημοσίευμα, το οποίο αναρτήθηκε σε συγκεκριμένο ιστότοπο, που ο συντάκτης των σχολίων φέρετο να ήταν ο εφεσείων, το Δικαστήριο, κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, θα πρέπει να έχει κατά νου και την αρχή της αναλογικότητας ώστε να ζυγίσει και να προστατεύσει αντίθετα συμφέροντα: Προστασία της ιδιωτικής ζωής του εφεσείοντα και του δημόσιου συμφέροντος.

15. Σε αυτή την παράμετρο εντοπίζεται και η λανθασμένη, προσέγγιση του Δικαστηρίου να απορρίψει το αίτημα για παροχή αδείας, εφόσον τα ενώπιον του τεθέντα στοιχεία εκ μέρους του εφεσείοντα θεμελίωναν, εκ πρώτης όψεως, συζητήσιμο θέμα υπέρβασης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου ή ενδεχόμενης παραβίασης του Άρθρου 8 της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και της αρχής της αναλογικότητας.

 

Β. Υπό Ερωτοκρίτου Δ.:

 

1.  Υπήρχε διαφωνία με την εισήγηση ότι τα γεγονότα που δεν αποκαλύφθηκαν ήταν σημαντικά.

2.  Αν και το Άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, δεν επιβάλλει τέτοια υποχρέωση, πάντοτε τα Δικαστήρια, στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής τους ευχέρειας θα πρέπει να εξετάζουν το ενδεχόμενο να θέτουν όρους, όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο.

3.  Στην προκειμένη περίπτωση  ήταν ορθή η πρωτοβάθμια  θέση ότι μπορεί να μην έχει τεθεί κάποια συγκεκριμένη εξαίρεση ή περιορισμός από το εκδώσαν το ένταλμα έρευνας Δικαστήριο, όπως θα ήταν ορθότερο, αλλά είναι αυτονόητο ότι το ένταλμα που εκδόθηκε δεν επεδίωκε, ούτε ζητούσε από την αστυνομία την ανεύρεση οποιουδήποτε άλλου πληροφοριακού υλικού αποθηκευμένου στους ηλεκτρονικούς  υπολογιστές ή άλλες βάσεις δεδομένων έξω από εκείνα τα δεδομένα που συναρτώντο προς τα υπό διερεύνηση αδικήματα και βεβαίως οτιδήποτε άλλο είναι αυτονόητο ότι δεν μπορεί να αναζητηθεί ή να κρατηθεί.

4.  Έχοντας αναφερθεί στην υποχρέωση του Επαρχιακού Δικαστηρίου να εξετάζει κατά πόσο ενδείκνυται η επιβολή οποιωνδήποτε όρων, θα πρέπει ταυτόχρονα να σημειωθεί ότι από την άλλη, δεν πρέπει να τίθενται αχρείαστα εμπόδια και περιορισμοί στην εκτέλεση των καθηκόντων των ανακριτικών αρχών.

5.  Δεν διαπιστωνόταν στη προκειμένη σύμφωνα με τις σχετικές αρχές της νομολογίας, εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση για την ύπαρξη οποιασδήποτε παρανομίας σε σχέση με την παράβαση του δικαιώματος στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή ή οποιαδήποτε υπέρβαση του δικαιοδοτικού πλαισίου, δυνάμει του Άρθρου 27, του Κεφ. 155, ώστε να έχει επιτυχή κατάληξη ο λόγος έφεσης 4 και κατ' επέκταση και η έφεση.

 

Η έφεση επέτυχε κατά πλειοψηφία. Παραχωρήθηκε άδεια καταχώρησης αίτησης Certiorari.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250,

 

Λυσιώτης (1986) 1 Α.Α.Δ. 1696,

 

Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464,

 

Στυλιανού (2015) 1 Α.Α.Δ. 1382, ECLI:CY:AD:2015:A461,

 

Μαρκίδης (2014) 1 Α.Α.Δ. 756, ECLI:CY:AD:2014:A238,

 

Golovan v. Ukraine, E.C.H.R. Application No. 41716/2006, ημερ. 5 Ιουλίου 2012,

 

Robathin v. Austria, E.C.H.R. Application No. 30457/2006, ημερ.                       3 Ιουλίου 2012.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Αιτητή εναντίον της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ναθαναήλ, Δ.), (Πολιτική Αίτηση 100/2015), ημερομηνίας 22/7/2015.

 

Αχ. Αιμιλιανίδης, για τον Εφεσείοντα.

 

Cur. adv. vult.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση μας δεν είναι ομόφωνη. Την  απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Παμπαλλής, Δ., ενώ εγώ θα δώσω δική μου διϊστάμενη απόφαση.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Στη βάση αναρτήσεως σε ιστοσελίδα, ημερ.                11 Ιουλίου 2015, που διαχειριζόταν ο εφεσείων, ο τότε Υπουργός Υγείας παραιτήθηκε από τη θέση του καθότι δεν συμφωνούσε με την κυβερνητική πολιτική για τη μη χρήση από ασθενείς της κάνναβης για θεραπευτικούς σκοπούς.

 

Είχε δημοσιευθεί σε ιστοσελίδες και άλλα έντυπα, προγενέστερα της πιο πάνω αναρτήσεως, και συγκεκριμένα στις 9 Ιουλίου 2015, ότι ο εν λόγω Υπουργός υπέβαλε την παραίτηση του για προσωπικούς λόγους.

 

Στις 13 Ιουλίου 2015, υποβλήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αίτηση για έκδοση εντάλματος έρευνας της κατοικίας του εφεσείοντος,

 

". με σκοπό τον εντοπισμό και κατάσχεση ηλεκτρονικού(ων) υπολογιστή(ων) ή και άλλων μέσων αποθήκευσης ηλεκτρονικών δεδομένων που δυνατό να χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη των πιο πάνω αδικημάτων."

 

Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο διερεύνησης υπόθεσης που αφορούσε αδικήματα πλαστογραφίας, καταρτισμού πλαστού εγγράφου και κυκλοφορίας του ιδίου. Η βάση της καταγγελίας ήταν ο προβληθείς ισχυρισμός από τον πρώην Υπουργό Φίλιππο Πατσαλή, ότι ουδέποτε ο ίδιος ετοίμασε επιστολή με περιεχόμενο, όπως περιέγραφε η ιστοσελίδα και τούτο ήταν ψευδές.

 

Από την έρευνα του αστυφύλακα 4855 Σάββα Συμεού, του Γραφείου Καταπολέμησης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος του Αρχηγείου Αστυνομίας, που συνόδευε την αίτηση για έκδοση του πιο πάνω αναφερόμενου εντάλματος έρευνας, διαχειριστής της σελίδας, όπως προέκυψε από τις διαδικτυακές εξετάσεις, στην οποία αναρτήθηκε η επιστολή παραίτησης του Υπουργού, ήταν ο εφεσείων.

 

Στις 13 Ιουλίου 2015 εκδόθηκε το αιτηθέν ένταλμα έρευνας και εξουσιοδοτήθηκε η αστυνομία να εισέλθει στην οικία και υποστατικά του εφεσείοντα, να προβεί σε έρευνα στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και άλλα μέσα αποθήκευσης ηλεκτρονικών δεδομένων και να τα κατάσχει. Το ένταλμα εκτελέστηκε.

 

Ο εφεσείων, ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, υπέβαλε, στις                     20 Ιουλίου 2015, αίτηση (Πολ. Αίτ. Αρ. 100/2015) για τη χορήγηση αδείας με σκοπό την καταχώριση προνομιακού εντάλματος Certiorari, ώστε ν' αμφισβητήσει τη νομιμότητα του εκτελεσθέντος εντάλματος έρευνας.

 

Πρωτοδίκως, ο αδελφός Δικαστής Ναθαναήλ, που επιλήφθηκε της αιτήσεως, εξετάζοντας κατά πόσο, στη βάση των δεδομένων, που είχε ενώπιον του το Επαρχιακό Δικαστήριο, νομιμοποιείτο να εκδώσει το ζητηθέν ένταλμα έρευνας, θεώρησε ότι, υπαρχόντος παραπονουμένου προσώπου, ο πρώην Υπουργός, που βεβαίωνε ότι η επιστολή δεν ήταν δική του, η αστυνομία καθηκόντως διερεύνησε το θέμα και ήταν επάναγκες να προσπαθήσει να συλλέξει το αναγκαίο μαρτυρικό υλικό, περιλαμβανομένων των ηλεκτρονικών υπολογιστών του εφεσείοντα. Στη βάση των πιο πάνω ορθώς κρίθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο, ότι υπήρχε εύλογη υπόνοια διάπραξης των εξεταζόμενων αδικημάτων και στη βάση του Άρθρου 27 του Κεφ. 155 και απέρριψε την αίτηση.

 

Στο πλαίσιο της παρούσας έφεσης υποβλήθηκε ότι το Δικαστήριο δεν μπορούσε να θεωρήσει ότι στοιχειοθετήθηκε επαρκώς η ύπαρξη εύλογης αιτίας (1ος λόγος έφεσης). Η ανυπαρξία επαρκούς τεκμηρίωσης, από πλευράς αστυνομίας, δεν δικαιολογούσε το συμπέρασμα του Δικαστηρίου, ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν υπερέβη τη δικαιοδοσία του (2ος  λόγος έφεσης). Κακώς δεν έγινε αποδεχτό από το Δικαστήριο ότι υπήρχε παράβαση της αστυνομίας για πλήρη αποκάλυψη (3ος  λόγος έφεσης). Αμφισβητείται η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι δεν παραβιάστηκε, ως αποτέλεσμα της έκδοσης του εντάλματος έρευνας, το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής που προστατεύει το Άρθρο 15 του Συντάγματος (4ος  λόγος έφεσης). Παρομοίως, και το Άρθρο 17 του Συντάγματος που προστατεύει το δικαίωμα επικοινωνίας (5ος ς λόγος έφεσης).

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υποστήριξε ότι, στη βάση της ενόρκου δηλώσεως που υποστήριζε την αίτηση για έκδοση του εντάλματος έρευνας, ή στο κείμενο της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ο προσδιορισμός των συστατικών στοιχείων της πλαστογραφίας και δη του σκοπού της καταδολίευσης του Άρθρου 331 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, δεν υπάρχει. Δεν είναι αρκετό, συνέχισε, να υπάρχει εισήγηση για διάπραξη ποινικού αδικήματος, αλλά η διαπίστωση των αναγκαίων συστατικών, έτσι ώστε να δημιουργείται εύλογη αιτία για έκδοση του εντάλματος.

 

Ως προς το δεύτερο λόγο ο εφεσείων εισηγήθηκε ότι η επαρχιακός δικαστής, που εξέδωσε τον ένταλμα, ουσιαστικώς υιοθέτησε την ένορκη δήλωση του αστυφύλακα και δεν διαφαίνεται εάν αυτή ικανοποιήθηκε για την ύπαρξη εύλογης υποψίας στη βάση της μαρτυρίας που υπήρχε ενώπιον της. Δεν υπάρχει εύρημα του ιδίου του δικαστηρίου επί τούτου και δεν παρείχε την απαιτούμενη αιτιολογία για έκδοση του εντάλματος.

 

Όπως επιτάσσει η νομολογία, για την παραχώρηση άδειας για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, η διαδικασία δεν έχει, ως αντικείμενο, την αναθεώρηση της ορθότητας των αποφάσεων των κατώτερων δικαστηρίων. Ο έλεγχος αυτός ασκείται αποκλειστικά στο πλαίσιο της εφετειακής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η αρχή επί της οποίας εδράζεται η δικαιοδοτική βάση εξέτασης αιτήσεων για παραχώρηση αδείας καταχώρισης προνομιακού εντάλματος, είναι η σύννομη άσκηση της δικαιοδοσίας του κατώτερου δικαστηρίου. (Βλ. In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250).

 

Περαιτέρω, εξετάζοντας την πιθανότητα χορήγησης αδείας θα πρέπει ο αιτητής να τεκμηριώσει, εκ πρώτης όψεως, και αιτιολογήσει τη χορήγηση αδείας. (Βλ. Λυσιώτης (1986) 1 Α.Α.Δ. 1696).

 

Τα προνομιακά εντάλματα παραχωρούνται, κατ' εξαίρεση, όταν από το ίδιο το πρακτικό διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, ή πλάνη περί το Νόμο, ή παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. (Βλ. Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464).

 

Στην πρόσφατη υπόθεση, Στυλιανού (2015) 1 Α.Α.Δ. 1382, ECLI:CY:AD:2015:A461, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

"Είχαμε σχετικά πρόσφατα επισημάνει στην Πολιτική Έφεση Αρ. 20/2014, Στέλιος Στυλιανίδης, 17.3.2015, με παραπομπή στην Μαρκιτανής v. Μουζούρη (2000) 1 Α.Α.Δ. 923, τις περιπτώσεις που δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου τις οποίες και κρίνεται αναγκαίο να επαναλάβουμε, ως εκ της αυξητικής τάσης που παρατηρείται στην καταχώριση αιτήσεων και εφέσεων αναλόγως, για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων:

 

«H άδεια για καταχώρηση αίτησης χορηγείται κατά διακριτική ευχέρεια (βλ. και The Supreme Court Practice 1999, σελ. 908). Εφόσο πρόκειται για απόφαση που απορρέει από άσκηση διακριτικής ευχέρειας επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται:

 

(α) Όπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το Νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες.

 

(β) Όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο (Αρέστη v. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988, 989, Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 A.A.Δ. 710).

 

(γ) Όπου υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων, μη λήψη υπόψη σχετικών στοιχείων (Νεάρχου v. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, Donald Campbell & Co. Ltd v. Pollak [1927] A.C. 732, Evans v. Bartlam [1937] A.C. 473, Young v. Thomas [1892] 2 Ch. 234 και Egerton v. Jones [1939] 3 All E.R. 892)."

 

Στη βάση του Άρθρου 16.1 του Συντάγματος, δεν επιτρέπεται η είσοδος ή έρευνα σε κατοικία, παρά μόνο στις περιπτώσεις και υπό προϋποθέσεις, όπως προσδιορίζεται στην παράγραφο 2, ήτοι όπως καθορίζεται δια νόμου και μετά την έκδοση, δεόντως, αιτιολογημένου δικαστικού εντάλματος.

 

Το Άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, προβλέπει ότι:

 

"27. Όταν δικαστής ικανοποιείται με εγγράφου δηλώσεως ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει —

(α) οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχτηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχτηκε· ή

(β) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος· ή

(γ) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος,

ο δικαστής δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να εκδώσει ένταλμα (το οποίο αναφέρεται στο νόμο αυτό ως "ένταλμα έρευνας"), που εξουσιοδοτεί το πρόσωπο που κατονομάζεται σε αυτό —

(ι) να ερευνήσει τον τόπο αυτό προς ανεύρεση οποιουδήποτε τέτοιου πράγματος και να κατάσχει και μεταφέρει αυτό ενώπιον του Δικαστηρίου από το οποίο εκδόθηκε το ένταλμα έρευνας ή ενώπιον άλλου Δικαστηρίου για να τύχει αυτό μεταχείρισης σύμφωνα με το νόμο· και

(ιι) να συλλάβει και να προσαγάγει ενώπιον Δικαστή τον κάτοχο της οικίας ή του τόπου όπου βρέθηκε το πράγμα ή οποιοδήποτε πρόσωπο εντός ή πέριξ της οικίας αυτής ή του τόπου το οποίο κατέχει τέτοιο πράγμα, αν o Δικαστής κρίνει σκόπιμο να διατάξει με αυτό τον τρόπο στο ένταλμα."

 

Προωθήθηκε, όπως και πρωτοδίκως, εισήγηση από τον ευπαίδευτο συνήγορο ότι το δικαστήριο απλώς προσυπόγραψε, χωρίς να εξετάσει και αποφανθεί, κατά πόσο υπήρχε εύλογη υπόνοια διάπραξης των ισχυριζόμενων αδικημάτων, πλην την έκδοση του συγκεκριμένου εντάλματος.

Η εισήγηση αυτή απορρίφθηκε πρωτοδίκως και ορθώς κατά τη γνώμη μας. Το Δικαστήριο κάμνοντας αναφορά στην υπόθεση Μαρκίδης (2014) 1 Α.Α.Δ. 756, ECLI:CY:AD:2014:A238, ανέφερε:

 

"Εκείνο που χρειάζεται ως εξωτερικό έρεισμα της νοητικής διεργασίας του Δικαστηρίου είναι η ικανοποίηση του με το λεκτικό που έχει ορίσει το Άρθρο 28 του Κεφ. 155, στη βάση της τροποποίησης που έγινε συγκεκριμένα γι' αυτό το σκοπό με τον τροποποιητικό Νόμο αρ. 10(Ι)/1996, ότι, δηλαδή, ο Δικαστής αποφασίζοντας να εκδώσει το ένταλμα, έχει ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη της ανάγκης έκδοσης του εντάλματος."

 

Στη βάση της ενόρκου δηλώσεως που κατατέθηκε, ημερ.               13 Ιουλίου 2015, ο αστυφ. 4855, Σάββας Συμεού, αναφέρθηκε στο υποβληθέν παράπονο από τον πρώην Υπουργό για το συγκεκριμένο δημοσίευμα, που δεν προερχόταν από τον ίδιο. Η αστυνομία όφειλε να το διερευνήσει. Η ηλεκτρονική μορφή που είχε το δημοσίευμα επέβαλλε διαδικτυακές εξετάσεις, στον προσδιοριστέο ιστότοπο και αυτές οδήγησαν στο διαχειριστή της προσδιοριστέας σελίδας, τον εφεσείοντα.

 

Αυτά κρίθηκαν ικανοποιητικό υπόβαθρο για την υποβολή του αιτήματος για έκδοση του εντάλματος έρευνας, με σκοπό τον εντοπισμό και κατάσχεση του ηλεκτρονικού ή ηλεκτρονικών υπολογιστών.

 

Το εκδοθέν ένταλμα ημερ. 13 Ιουλίου 2015, όχι μόνο αναφέρεται στα πιο πάνω στοιχεία, αλλά περαιτέρω δηλώνεται η ικανοποίηση του εκδώσαντος δικαστή ως προς την ανάγκη έκδοσης του αμφισβητούμενου διατάγματος.

 

Αυτά υιοθέτησε ο Δικαστής που απέρριψε την αίτηση για παραχώρηση αδείας για καταχώριση προνομιακού εντάλματος Certiorari και δεν βρίσκουμε έρεισμα για τους 1 και 2 λόγους έφεσης.

 

Η παράλειψη, από πλευράς του αστυφ. Συμεού, πλήρους αποκάλυψης σημαντικών γεγονότων και ειδικώς το γεγονός ότι ο εφεσείων είχε τηλεφωνική επικοινωνία με την Υπηρεσία Καταπολέμησης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, γνωστοποιώντας το σατιρικό χαρακτήρα του δημοσιεύματος, αποτέλεσε τη βάση του τρίτου λόγου έφεσης.

 

Κατ' αρχάς συμφωνούμε με την πρωτόδικη προσέγγιση επί του προκειμένου. Το γεγονός αυτό, θα προσθέταμε, δεν σχετίζεται με το αδίκημα για το οποίο είχε ζητηθεί και εκδοθεί το ένταλμα έρευνας και περαιτέρω δεν αλλοιώνει ή προσθέτει οτιδήποτε στο έργο που είχε να επιτελέσει ο επαρχιακός δικαστής. Στην ένορκη δήλωση παρατίθενται τα γεγονότα που είχαν άμεση σχέση με τα υπό διερεύνηση αδικήματα και τούτο ήταν, εκ πρώτης όψεως, αρκετό. Υπό την έννοια αυτή στην απόλυτη του διατύπωση ο τρίτος λόγος έφεσης δεν μπορεί να πετύχει. Ωστόσο, επί του θέματος αυτού θα επανέλθουμε εξετάζοντας τον τέταρτο λόγο έφεσης υπό το φως της εξέτασης της αρχής της αναλογικότητας.

 

Η παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας ήταν ακριβώς η              βάση ανάπτυξης του τέταρτου λόγου έφεσης. Ο κ. Αιμιλιανίδης υποστήριξε ότι, παρόλο που το ένταλμα ουσιαστικώς στόχευε στον εντοπισμό του συγκεκριμένου δημοσιεύματος, η ανυπαρξία ασφαλιστικών δικλίδων, ως προς την προστασία του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και των υπόλοιπων προσωπικών στοιχείων του εφεσείοντα, που βρίσκονταν αποθηκευμένα στον ηλεκτρονικό του υπολογιστή, στη βάση του Άρθρου 15 του Συντάγματος, και του Άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, έπρεπε να οδηγήσει σε έγκριση της αίτησης για παραχώρηση αδείας για προώθηση προνομιακού εντάλματος.

 

Όπως έχουμε πιο πάνω αναφέρει, η μη αποκάλυψη της επικοινωνίας του εφεσείοντα με την Υπηρεσία Καταπολέμησης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, κατ' αρχάς, δεν διαφοροποιεί ή αλλοιώνει τα δεδομένα της υπόθεσης. Πλην, όμως, τούτο αποκτά σημασία και έρεισμα, ειδώμενο σε συνδυασμό με την απουσία ασφαλιστικών δικλίδων, που, όπως επισημαίνεται πρωτοδίκως, το ενδεχόμενο επιβολής τους θα έπρεπε να είχε προβληματίσει το εκδώσαν το ένταλμα δικαστήριο, ενόψει του σκοπού της έρευνας σε συνάρτηση με το συγκεκριμένο αδίκημα.

 

Είναι αναντίλεκτο ότι το Άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, δεν επιβάλλει τέτοια υποχρέωση στο δικαστήριο κατά την έκδοση εντάλματος έρευνας. Βεβαίως, την εποχή θέσπισης του συγκεκριμένου νομοθετήματος δεν ετίθετο θέμα διερεύνησης ηλεκτρονικού εγκλήματος στη βάση της σύγχρονης τεχνολογίας. Το θέμα, όμως, έχει ρυθμιστεί από τη νομολογία, ιδίως του ΕΔΑΔ. Αναφερόμαστε στις υποθέσεις Golovan v. Ukraine, Application No. 41716/2006, ημερ. 5 Ιουλίου 2012 και Robathin v. Austria, Application No. 30457/2006, ημερ. 3 Ιουλίου 2012. Οι εν λόγω υποθέσεις αφορούσαν σε παραβίαση επαγγελματικού απορρήτου.

 

Στη βάση των πιο πάνω αυθεντιών δεν υπάρχει απαγόρευση για τις ανακριτικές αρχές να λαμβάνουν, στο πλαίσιο των αστυνομικών ερευνών, αριθμό εγγράφων, ή πραγμάτων ώστε να γίνεται ο αναγκαίος διαχωρισμός, των μη αναγκαίων, σε μεταγενέστερο στάδιο. Ούτε και αμφισβητείται η ευρεία διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να παραχωρήσει ή μη το διάταγμα στη βάση των όσων στοιχείων τέθηκαν ενώπιον του ενόρκως. (Άρθρο 27 του Κεφ. 155). Σε κάθε, όμως, τέτοια περίπτωση, και ιδιαίτερα στην υπό κρίση περίπτωση όπου επρόκειτο να αναζητηθεί ένα και μόνο δημοσίευμα, το οποίο αναρτήθηκε σε συγκεκριμένο ιστότοπο, που ο συντάκτης των σχολίων φέρετο να ήταν ο εφεσείων, το Δικαστήριο, κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, θα πρέπει να έχει κατά νου και την αρχή της αναλογικότητας ώστε να ζυγίσει και να προστατεύσει αντίθετα συμφέροντα: Προστασία της ιδιωτικής ζωής του εφεσείοντα και του δημόσιου συμφέροντος. Σε αυτή την παράμετρο εντοπίζεται και η λανθασμένη, κατά την άποψη μας, προσέγγιση του Δικαστηρίου να απορρίψει το αίτημα για παροχή αδείας, εφόσον τα ενώπιον του τεθέντα στοιχεία εκ μέρους του εφεσείοντα θεμελίωναν, εκ πρώτης όψεως, συζητήσιμο θέμα υπέρβασης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου ή ενδεχόμενης παραβίασης του Άρθρου 8 της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και της αρχής της αναλογικότητας.

 

Στη βάση των πιο πάνω ο τέταρτος λόγος έφεσης θα έχει επιτυχή κατάληξη, χωρίς να παρίσταται ανάγκη εξέτασης των υπόλοιπων εισηγήσεων.

 

Ενόψει της επιτυχίας αυτής βρίσκουμε ότι η έφεση θα πρέπει να επιτύχει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Παρέχεται άδεια για την καταχώριση αίτησης για έκδοση Certiorari, η οποία να υποβληθεί εντός 20 ημερών για να τεθεί ενώπιον του αδελφού μας Δικαστή, ο οποίος και θα την χειριστεί.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Με κάθε σεβασμό στην απόφαση της πλειοψηφίας, δεν συμφωνώ με το αποτέλεσμα.

 

Κατ' αρχάς δεν συμφωνώ ότι τα γεγονότα που δεν αποκαλύφθηκαν είναι σημαντικά. Διερωτώμαι τι σημασία μπορεί να έχει το γεγονός ότι ο ύποπτος αποκάλυψε στην Αστυνομία και παραδέχτηκε ότι ο ίδιος ανάρτησε δημοσίως και επωνύμως το δημοσίευμα ή ότι αυτό είχε σατιρικό σκοπό. Όπως πολύ ορθά αναφέρει ο αδελφός μας δικαστής που εκδίκασε την αίτηση, τα πιο πάνω στοιχεία είναι ουδέτερα και ούτε αλλοιώνουν, ούτε προσθέτουν οτιδήποτε στο έργο που είχε να επιτελέσει το Επαρχιακό Δικαστήριο κατά την εξέταση της αίτησης για έκδοση εντάλματος έρευνας.

Η πλειοψηφία θεωρεί ότι η αποκάλυψη των πιο πάνω στοιχείων αποκτά σημασία ενόψει της απουσίας ασφαλιστικών δικλείδων που θα έπρεπε να είχαν επιβληθεί.  Με κάθε σεβασμό, δεν μπορώ να συμφωνήσω ότι η απουσία ασφαλιστικών δικλείδων, όσο επιθυμητή και να είναι, θα υποβοηθούσε καθ' οιονδήποτε τρόπο την όλη διαδικασία εκτέλεσης του εντάλματος έρευνας.

 

Αν και το Άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, δεν επιβάλλει τέτοια υποχρέωση, θα έλεγα ότι πάντοτε τα Δικαστήρια, στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής τους ευχέρειας θα πρέπει να εξετάζουν το ενδεχόμενο να θέτουν όρους, όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο. Αυτό εξάλλου το αναγνωρίζει και ο αδελφός μας Δικαστής στην απόφασή του. Στην προκειμένη περίπτωση δεν έχω πειστεί ότι ο αδελφός μας Δικαστής λανθάνεται στον τρόπο που προσέγγισε το θέμα αναφέροντας στην απόφασή του ότι:-

 

«Μπορεί να μην έχει τεθεί κάποια συγκεκριμένη εξαίρεση ή περιορισμός από το εκδώσαν το ένταλμα έρευνας Δικαστήριο, όπως θα ήταν ορθότερο, αλλά είναι αυτονόητο ότι το ένταλμα που εκδόθηκε δεν επεδίωκε, ούτε ζητούσε από την αστυνομία την ανεύρεση οποιουδήποτε άλλου πληροφοριακού υλικού αποθηκευμένου στους ηλεκτρονικούς  υπολογιστές ή άλλες βάσεις δεδομένων έξω από εκείνα τα δεδομένα που συναρτώντο προς τα υπό διερεύνηση αδικήματα και βεβαίως οτιδήποτε άλλο είναι αυτονόητο ότι δεν μπορεί να αναζητηθεί ή να κρατηθεί.»

 

Έχοντας αναφερθεί στην υποχρέωση του Επαρχιακού Δικαστηρίου να εξετάζει κατά πόσο ενδείκνυται η επιβολή οποιωνδήποτε όρων, θα πρέπει ταυτόχρονα να σημειώσω ότι από την άλλη, δεν πρέπει να τίθενται αχρείαστα εμπόδια και περιορισμοί στην εκτέλεση των καθηκόντων των ανακριτικών αρχών.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, ακόμα και αν αποκαλύπτονταν τα πιο πάνω στοιχεία, διερωτώμαι ποιους όρους θα έπρεπε να θέσει το Επαρχιακό Δικαστήριο, εφόσον όπως ορθά επισημαίνει και ο αδελφός μας Δικαστής, ήταν αυτονόητο ότι το ένταλμα έρευνας δεν επιδίωκε την εξασφάλιση άλλου υλικού, πλην του ζητούμενου, που σχετιζόταν με τα υπό διερεύνηση αδικήματα.

 

Υπό τις περιστάσεις, και με κάθε σεβασμό στην αντίθετη άποψη, δεν διαπιστώνω, σύμφωνα με τις σχετικές αρχές της νομολογίας, εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση για την ύπαρξη οποιασδήποτε παρανομίας σε σχέση με την παράβαση του δικαιώματος στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή ή οποιαδήποτε υπέρβαση του δικαιοδοτικού πλαισίου, δυνάμει του Άρθρου 27, του Κεφ. 155, ώστε να έχει επιτυχή κατάληξη ο λόγος έφεσης 4 και κατ' επέκταση και η έφεση. Γι' αυτό θα απέρριπτα το συγκεκριμένο λόγο και θα προχωρούσα να εξετάσω τον τελευταίο λόγο έφεσης που αφορά στην παραβίαση του δικαιώματος επικοινωνίας.  Όμως κάτι τέτοιο καθίσταται ακαδημαϊκό, ενόψει της κατάληξης της πλειοψηφίας να επιτρέψει την έφεση.

 

Η έφεση επιτυγχάνει κατά πλειοψηφία. Παραχωρείται άδεια καταχώρησης αίτησης Certiorari.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο