ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D585
(2016) 1 ΑΑΔ 3007
29 Δεκεμβρίου, 2016
[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στής]
ANAΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
Kαι
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑITHΣΗ ΤΩΝ ZIRTOVIA LTD (B.V.I.) ELNARA SHORAZOVA, SHORAZ ANGELICA JULIANA (ANΗΛΙΚΗ) ΔΙΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΤΗΣ ELNARA SHORAZOVA, SHORAZ ALLEN JEAN (ΑΝΗΛΙΚΟΣ) ΔΙΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΤΟΥ ELNARA SHORAZOVA ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ CERTIORARI,
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ TO ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΔΕΣΜΕΥΣΗΣ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ (Σ.ΚΛΕΟΠΑ - ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΥ, Ε.Δ.) ΗΜΕΡ.16.11.2016 ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΜΕ ΑΡ.256/2016 ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΔΕΣΜΕΥΣΗΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ.
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 153/2016)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση προς παραχώρηση άδειας καταχώρησης αίτησης έκδοσης προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari του Δικαστηρίου για ακύρωση διατάγματος δέσμευσης τραπεζικών λογαριασμών, το οποίο εκδόθηκε από Επαρχιακό Δικαστήριο ― Απορριπτική κατάληξη ― Απουσία συζητήσιμης υπόθεσης, ανυπαρξίας εξαιρετικών περιστάσεων και διαθέσιμο εναλλακτικό ένδικο μέσο.
Οι αιτητές αιτήθηκαν άδεια καταχώρησης αίτησης έκδοσης προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari του Δικαστηρίου με το οποίο θα επιδιωκόταν η ακύρωση διατάγματος δέσμευσης τραπεζικών λογαριασμών, το οποίο εκδόθηκε από Επαρχιακό Δικαστήριο ως επίσης και η έκδοση διατάγματος αναστολής εκδίκασης της σχετικής αίτησης στο πλαίσιο τη οποίας εκδόθηκε το διάταγμα.
Έναυσμα της διαδικασίας υπήρξε αίτηση ex parte υπ' αριθμ. 256/2016 εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για δέσμευση περιουσίας και συνεπακόλουθο διάταγμα ημερ. 16.11.2016.
Το διάταγμα εξεδόθη με βάση τις πρόνοιες του ’ρθρου 14 (1) (β) και (γ) των Περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμων του 2007 έως 2016, της Συνθήκης των Η.Ε. ενάντια στο Διεθνές Οργανωμένο έγκλημα του 2000, κυρωτικού Νόμου 11 (ΙΙΙ)/2004 που έχει προσυπογράψει το Καζακστάν εφόσον το παρόν εκδίδεται κατόπιν του αιτήματος δικαστικής συνδρομής του Καζακστάν και του Νόμου 23(Ι)/2001.
Στη συνέχεια καταγράφεται η έκδοση διατάγματος δέσμευσης «με το οποίο να απαγορεύεται η συναλλαγή με οποιονδήποτε τρόπο» της πιο κάτω συγκεκριμένης ρευστοποιήσιμης περιουσίας που βρίσκεται κατατεθειμένη σε λογαριασμούς που κατονομάζονται των αιτητών στην παρούσα και για συγκεκριμένα ποσά τα οποία επίσης καταγράφονται.
Επίσης διατάσσεται η επίδοση του διατάγματος μεταξύ άλλων και στους αιτητές και ορίζεται επιστρεπτέο το διάταγμα στις 2.12.2016 και ώρα 9.00π.μ.
Η εν λόγω αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα στηριζόταν σε ένορκη δήλωση της ανακριτού-αστυνομικού της ΜΟΚΑΣ η οποία αναφέρθηκε μεταξύ άλλων σε επίσημα αιτήματα δικαστικής συνδρομής των αρχών του Καζακστάν (από 10.1.2014 έως 11.10.2016) στα πλαίσια διερεύνησης σοβαρών και σε χρονική διάρκεια αδικημάτων που αφορούσαν μεταξύ άλλων νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Στην παρούσα διαδικασία γίνεται επίκληση έκδηλης παρανομίας εκ μέρους του Δικαστηρίου στην έκδοση του πιο πάνω διατάγματος σε εκτεταμένες παραγράφους της έκθεσης και της ένορκης δήλωσης.
Η αίτηση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Λανθασμένα το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε το προσβαλλόμενο διάταγμα αφού ο Ν.23(Ι)/2001 εφαρμόζεται στην περίπτωση που απαιτείται η έκδοση διαταγμάτων για εξασφάλιση μαρτυρίας σε σχέση με διαδικασία ή υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον ξένης χώρας και όχι για παγοποίηση ή δέσμευση χρημάτων.
β) Πεπλανημένα το Επαρχιακό Δικαστήριο, με βάση τον πιο πάνω Νόμο έκρινε ότι έχει δικαιοδοσία, ενώ χρειάζεται να προηγηθεί απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
γ) Το Δικαστήριο, κατά παράβαση ή καθ' υπέρβαση του ’ρθρου 14 (1) (β) και (γ) των Περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμων του 2007 έως 2016 και κατά παράβαση του ’ρθρου 30 του Συντάγματος, εσφαλμένα ή καθ' έκδηλη υπέρβαση του Νόμου, εξέδωσε το διάταγμα ημερομηνίας 16/11/2016 χωρίς να εξάγει ή να αναφέρει ή να δικαιολογήσει ή να αιτιολογήσει ή να συμπεράνει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμος του 2007 (Ν.188(I)/2007) ή οι προϋποθέσεις για έκδοση του εν λόγω διατάγματος.
δ) Απουσιάζει από το σκεπτικό του Επαρχιακού Δικαστηρίου, η διαπίστωση από το ίδιο το Δικαστήριο περί ύπαρξης εύλογου υπόνοιας ότι οι εν λόγω λογαριασμοί που ζητούσε η αιτούσα την παγοποίηση ήταν ή είναι προϊόν παράνομων εσόδων των εν λόγω κατόχων των συγκεκριμένων λογαριασμών ή ότι αυτοί οι λογαριασμοί συνδέονταν με τα όσα ισχυριζόταν η αιτούσα.
ε) Υπήρξε απόκρυψη στοιχείων, δόλου από μέρους της εκπροσώπου της ΜΟΚΑΣ.
στ) Το Επαρχιακό Δικαστήριο, κατά παράβαση του ’ρθρου 3 του Συντάγματος καθώς επίσης του ’ρθρου 5 του περί Επισή΅ων Γλωσσών της Δη΅οκρατίας Νόμου του 1988 (Ν. 67/1988) δεν έλαβε υπόψη ότι οι επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας είναι η Ελληνική και Τουρκική και προς τούτο να διατάξει να μεταφραστούν τα επίδικα έγγραφα που προέρχονταν από το Καζακστάν.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Οι προβαλλόμενοι λόγοι εξετάστηκαν σε συνάρτηση με τις νομολογημένες αρχές περί ενεργοποίησης της δικαιοδοσίας προνομιακών ενταλμάτων και σε συνάρτηση με την διαδικασία που ακολουθήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο, όπως προκύπτει από την αίτηση και από τα συνημμένα τεκμήρια.
2. Παρά την εκτεταμένη παράθεση εισηγήσεων για παρανομία του εν λόγω διατάγματος η οποία πρέπει σύμφωνα με τις πιο πάνω αρχές να είναι έκδηλη και να προκύπτει χωρίς ιδιαίτερη αναφορά σε λεπτομέρειες και αντίθετες θέσεις, οι προβαλλόμενες θέσεις των αιτητών δεν είχαν τη δυναμική εκείνη που θα μπορούσε να στηρίξει συζητήσιμη υπόθεση με βάση τις πιο πάνω αρχές.
3. Το διάταγμα σαφώς και στηρίχθηκε (και) στη νομοθεσία περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμος του 2007 (188(Ι)/2007), δυνάμει των ’ρθρων 13 και επόμενα.
4. Προέκυπτε επομένως - για τους σκοπούς της παρούσης (και εκ πρώτης όψεως) - ότι δεν στοιχειοθετείτο συζητήσιμη υπόθεση για μη ύπαρξη δικαιοδοσίας Επαρχιακού Δικαστή στην έκδοση διατάγματος δέσμευσης λογαριασμών.
5. Περαιτέρω στο ’ρθρο 14 του ιδίου Νόμου γινόταν μνεία για τη δυνατότητα έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων δέσμευσης λογαριασμών και εξειδικευμένα καταγράφεται η δυνατότητα τροποποίησης και/ή ακύρωσης τέτοιων διαταγμάτων.
6. Η δε δυνατότητα επίδοσης των διαταγμάτων ήταν συνυφασμένη με τη δυνατότητα ένστασης επ' αυτών. Στο συγκεκριμένο δε σημείο προέκυπτε και η σημασία της παράλειψης των αιτητών να αναφέρουν τις θέσεις τους αλλά και την αντίδραση τους στο εν λόγω διάταγμα, η οποία αντίδραση φυσιολογικά, θα έπρεπε να λάβει χώραν την ημερομηνία που το διάταγμα ήταν επιστρεπτέο.
7. Επ' αυτού δεν καταγράφετο και δεν αναφερόταν καμία ενέργεια των αιτητών. Το ορθό θα ήταν να αναφερθεί ενόρκως τι ελέχθη στο Δικαστήριο και τι εζητήθηκε από τους αιτητές ώστε να γίνει αντιληπτό γιατί το Δικαστήριο όρισε την υπόθεση για ακρόαση στις 20.1.2017.
8. Τον ορισμό αυτό της δικασίμου τον αναφέρουν οι αιτητές, χωρίς όμως να εξηγούν τι θα πράξουν σε σχέση με τη διαδικαστική αυτή εξέλιξη και έτι περαιτέρω δεν εξηγούν γιατί στο μεσοδιάστημα υπήρξε ανάγκη καταχώρησης της παρούσας αίτησης ενώ παραμένει ανοικτή η πρωτόδικη διαδικασία.
9. Η παράλειψη αυτή, εμπίπτει στη βασιμότητα της αίτησης αυτής καθ' εαυτής και είναι μοιραία στο να κριθεί, άνευ ετέρου, η μη ύπαρξη συζητήσιμης υπόθεσης.
10. Και αν ακόμη, ωστόσο, η συζητήσιμη υπόθεση στοιχειοθετείτο και πάλι θα προσέκρουε η δυνατότητα επιτυχίας της αίτησης στην ύπαρξη άλλου ενδίκου μέσου (επιστρεπτέο διάταγμα και ακρόαση επ' αυτού) και στην ανυπαρξία επίκλησης εξαιρετικών περιστάσεων εκ μέρους των αιτητών.
Η αίτηση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Μακρίδης (2014) 1 Α.Α.Δ. 756, ECLI:CY:AD:2014:A238,
Λυσιώτης (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 739,
Marewave Shipping & Trading Co Ltd IT (1992) 1 Α.Α.Δ. 116,
Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464,
Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 109.
Αίτηση.
Α. Δημητρίου, με Χρ. Χριστοφή (κα), για τους Αιτητές.
Ex tempore
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Οι αιτητές αιτούνται:
Α. ’δεια του Δικαστηρίου για την καταχώρηση αίτησης με κλήση για την έκδοση του Προνομιακού Εντάλματος Certiorari που να ακυρώνει και/ή να παραμερίζει την Απόφαση και/ή Διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην αίτηση με αρ. 256/2016 ημερομηνίας 16/11/2016 δια του οποίου εκδόθηκε διάταγμα δέσμευσης των λογαριασμών με αριθμό 2312328-3, 3400620-2, 3411102-7 και 3411103-5.
Β. Διάταγμα και/ή απόφαση του Δικαστηρίου σας με την οποία να αναστέλλεται η εκδίκαση της αίτηση με αρ. 256/16 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 15/11/16 την 20/01/17 και/ή να αναστέλλεται η ισχύος του Προσωρινού Διατάγματος ημερομηνίας 16/11/16 στην αίτηση με αρ. 256/16 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας μέχρι τη συμπλήρωση της δια κλήσεως διαδικασίας για έκδοση εντάλματος Certiorari και έκδοσης σχετικής προς τούτο απόφασης.
Η νομική βάση της αίτησης εμφανίζεται πολύ πλατιά και έχει ως εξής:
Τα ’ρθρα 3, 6, 11, 13, 15, 16 (1), 23, 30, 33, 35, 144, 155(4), 169(3), 179(2) και 188 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, το ’ρθρο 6, 8, 13 της ΕΣΔΑ, τα ’ρθρα 29 και 30 του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, τα ’ρθρα 3 και 9 του Περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Θεμελιωδών Ανθρώπινων Ελευθεριών, τον περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμο του 2007, Ν.188(Ι)/2007, τον περί των Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμο του 1988 (Ν. 67/1988), τον περί Διεθνούς Συνεργασίας σε Ποινικά Θέματα Νόμο του 2001 (Ν.23(Ι)/2001), την Συνθήκη των Ηνωμένων Εθνών ενάντια στο Διεθνές οργανωμένο έγκλημα, Κυρωτικός Νόμος 11(ΙΙΙ)/2004, στην Διαταγή 59 των Θεσμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου που ίσχυε στην Αγγλία και εφαρμόζεται ως ανάλογο εσωτερικό δίκαιο, τις εξουσίες και την πρακτική του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας του να εκδίδει Προνομιακά Διατάγματα.
Συνοδεύει την αίτηση, ως επιβάλλεται, έκθεση γεγονότων και στηρικτική ένορκη δήλωση της κας Αιμιλίας Γιωργαλλά, ασκουμένης δικηγόρου, στο γραφείο των δικηγόρων που εκπροσωπούν τους αιτητές, η οποία δηλώνει δεόντως εξουσιοδοτημένη να προβεί στην εν λόγω ένορκη δήλωση.
Έναυσμα της διαδικασίας υπήρξε αίτηση ex parte υπ' αριθμ. 256/2016 εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για δέσμευση περιουσίας και συνεπακόλουθο διάταγμα ημερ. 16.11.2016 το περιεχόμενο του οποίου έχει ως εξής:
«ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ αναγνόν την Ένορκη Δήλωση την κατατεθείσα υπό ή εκ μέρους του αιτητή και αφού ηκούσθη παν ότι έλέχθη υπό ή εκ μέρους του αιτητή, έχει ικανοποιηθεί ότι πληρούνται οι πρόνοιες του ’ρθρου 14 (1) (β) και (γ) των Περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμων του 2007 έως 2016, της Συνθήκης των Η.Ε. ενάντια στο Διεθνές Οργανωμένο έγκλημα του 2000, κυρωτικού Νόμου 11(ΙΙΙ)/2004 που έχει προσυπογράψει το Καζακστάν εφόσον το παρόν εκδίδεται κατόπιν του αιτήματος δικαστικής συνδρομής του Καζακστάν και του Νόμου 23(Ι)/2001».
Στη συνέχεια καταγράφεται η έκδοση διατάγματος δέσμευσης «με το οποίο να απαγορεύεται η συναλλαγή με οποιονδήποτε τρόπο» της πιο κάτω συγκεκριμένης ρευστοποιήσιμης περιουσίας που βρίσκεται κατατεθειμένη σε λογαριασμούς που κατονομάζονται των αιτητών στην παρούσα και για συγκεκριμένα ποσά τα οποία επίσης καταγράφονται.
Επίσης διατάσσεται η επίδοση του διατάγματος μεταξύ άλλων και στους αιτητές και ορίζεται επιστρεπτέο το διάταγμα στις 2.12.2016 και ώρα 9.00π.μ.
Η εν λόγω αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα στηριζόταν σε ένορκη δήλωση της ανακριτού-αστυνομικού της ΜΟΚΑΣ η οποία αναφέρθηκε μεταξύ άλλων σε επίσημα αιτήματα δικαστικής συνδρομής των αρχών του Καζακστάν (από 10.1.2014 έως 11.10.2016) στα πλαίσια διερεύνησης σοβαρών και σε χρονική διάρκεια αδικημάτων που αφορούσαν μεταξύ άλλων νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Καταγράφεται στην ένορκη δήλωση ότι σκοπός της παρούσης αφορά «την εκτέλεση των συμπληρωματικών αιτημάτων δικαστικής συνδρομής, με σκοπό τη δέσμευση των πιο πάνω λογαριασμών». Γίνεται επίκληση ποινικής δίωξης εναντίον κάποιων από τους αιτητές ειδικά της αιτήτριας 2 Elnara Shorazova, και δίδονται εκτεταμένες λεπτομέρειες των ερευνών (βλ.τεκμήριο 1). Ομοίως γίνεται επίκληση της συμμετοχής της πιο πάνω αιτήτριας ομού με άλλα πρόσωπα (ιδίως το σύζυγο αυτής), όπως επίσης και χρήση των συγκεκριμένων λογαριασμών για τους οποίους γίνεται το αίτημα στα γενικότερα πλαίσια της επίκλησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες οι οποίες ανάγονται αρχικά στο σύζυγο της πιο πάνω. Η δε αιτήτρια 1 στην παρούσα εμφανίζεται να είναι εταιρεία της αιτήτριας 2 και οι άλλοι δυο αιτητές να είναι τα παιδιά της.
Στην παρούσα διαδικασία γίνεται επίκληση έκδηλης παρανομίας εκ μέρους του Δικαστηρίου στην έκδοση του πιο πάνω διατάγματος σε εκτεταμένες παραγράφους της έκθεσης και της ένορκης δήλωσης οι οποίες εν πολλοίς επαναλαμβάνουν ισχυρισμούς και θέσεις με αποτέλεσμα να υπάρχει δυσκολία στην επιτυχή σύνοψη των συγκεκριμένων εισηγήσεων των αιτητών. Παρά ταύτα θα επιχειρηθεί στη συνέχεια η σύνοψη αυτή, σε συνάρτηση με τις κατ' ισχυρισμόν παρανομίες, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Σύμφωνα με τις θέσεις των αιτητών πρέπει να αποδοθούν οι αιτούμενες θεραπείες για τους ακόλουθους κύριους λόγους:
Το προσβαλλόμενο διάταγμα εκδόθηκε στα πλαίσια του Περί Διεθνούς Συνεργασίας σε Ποινικά Θέματα Νόμου του 2001, (Ν.23(Ι)/2001) στις 16/11/2016, μετά από σχετικό αίτημα της Δημοκρατίας του Καζακστάν με σκοπό τη δικαστική συνδρομή για δέσμευση των χρημάτων στους λογαριασμούς των αιτητριών εταιρειών και φυσικών προσώπων. Αυτό στα πλαίσια της καταπολέμησης του Οργανωμένου Εγκλήματος σύμφωνα με την Συνθήκη των Ηνωμένων Εθνών ενάντια στο Διεθνές οργανωμένο έγκλημα, Κυρωτικός Νόμος του 2004 Ν.11(ΙΙΙ)/2004. Το εν λόγω αίτημα αφορά την από μέρους των Αρχών του Καζακστάν ποινική διερεύνηση που ήδη έχει αρχίσει εναντίον διαφόρων προσώπων (μεταξύ των οποίων την εκ των αιτητών Elnara Shorazova).
Η ενόρκως δηλούσα στην παρούσα αίτηση προβάλλει ότι λανθασμένα το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε το προσβαλλόμενο διάταγμα αφού, όπως ισχυρίζεται, ο Ν.23(Ι)/2001 εφαρμόζεται στην περίπτωση που απαιτείται η έκδοση διαταγμάτων για εξασφάλιση μαρτυρίας σε σχέση με διαδικασία ή υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον ξένης χώρας και όχι για παγοποίηση ή δέσμευση χρημάτων, δίνοντας την δική της ερμηνεία περί του τι συνιστά μαρτυρία.
Προς τούτο συνεχίζει ότι πεπλανημένα το Επαρχιακό Δικαστήριο, με βάση τον πιο πάνω Νόμο έκρινε ότι έχει δικαιοδοσία, ενώ χρειάζεται να προηγηθεί απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Πεπλανημένα ερμήνευσε το αίτημα των Αρχών του Καζακστάν ως περιέχεται στην Ε/Δ της ανακριτού της υπόθεσης για δικαστική συνδρομή και όχι ως αίτημα για παγοποίηση ή δέσμευση χρημάτων, αφού προβάλλει ότι η νομική βάση της αίτησης είναι ο περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Noμιμoπoίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Nόμoς του 2007 (Ν.188(Ι)/2007).
Το Δικαστήριο, κατά παράβαση ή καθ' υπέρβαση του ’ρθρου 14 (1) (β) και (γ) των Περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμων του 2007 έως 2016 και κατά παράβαση του ’ρθρου 30 του Συντάγματος, εσφαλμένα ή καθ' έκδηλη υπέρβαση του Νόμου, εξέδωσε το διάταγμα ημερομηνίας 16/11/2016 χωρίς να εξάξει ή να αναφέρει ή να δικαιολογήσει ή να αιτιολογήσει ή να συμπεράνει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμος του 2007 (Ν.188(I)/2007) ή οι προϋποθέσεις για έκδοση του εν λόγω διατάγματος.
Η ύπαρξη εύλογης υπόνοιας είναι απαραίτητο να στοιχειοθετηθεί και ο δικαστής ο οποίος εκδίδει το μονομερές διάταγμα, οφείλει να ικανοποιηθεί, από την ενώπιον του μαρτυρία, ότι αποκαλύπτεται τέτοια εύλογη υπόνοια και περαιτέρω, ο ίδιος οφείλει να εξάξει το δικό του συμπέρασμα επί του προκειμένου. Το ίδιο το ’ρθρο 30 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας προνοεί ότι οι αποφάσεις εκάστου Δικαστηρίου πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένες. (βλ. Μακρίδης (2014) 1 Α.Α.Δ. 756, ECLI:CY:AD:2014:A238).
Όπως ισχυρίζονται οι αιτητές απουσιάζει από το σκεπτικό του Επαρχιακού Δικαστηρίου, η διαπίστωση από το ίδιο το Δικαστήριο περί ύπαρξης εύλογου υπόνοιας ότι οι εν λόγω λογαριασμοί που ζητούσε η αιτούσα την παγοποίηση ήταν ή είναι προϊόν παράνομων εσόδων των εν λόγω κατόχων των συγκεκριμένων λογαριασμών ή ότι αυτοί οι λογαριασμοί συνδέονται με τα όσα ισχυρίζεται η αιτούσα.
Επίσης προβάλλει ισχυρισμούς περί απόκρυψης στοιχείων, δόλου από μέρους της εκπροσώπου της ΜΟΚΑΣ. Ενώ περαιτέρω προβάλλεται ότι στην σχετική επίδικη ένορκη δήλωση της, ενώ κάνει αναφορά στις προηγούμενες αιτήσεις με αρ.101/2014 και 138/2015 και στα αντίστοιχα διατάγματα που εκδόθηκαν με αυτές, δεν τα επισυνάπτει ή και δεν αναφέρεται στους λογαριασμούς που εκδόθηκαν σε συνάρτηση με αυτά. Σημειώνεται μάλιστα ότι δεν αντιστοιχούν στους λογαριασμούς που δεσμεύτηκαν αλλά ούτε στα πρόσωπα των αιτητών. Ακολούθως η ενόρκως δηλούσα κάνει εκτενή αναφορά τόσο στους προηγούμενους λογαριασμούς που δεσμεύτηκαν όσο και σ' αυτούς που δεσμεύτηκαν με το επίδικο προσβαλλόμενο διάταγμα, καθώς και ότι αυτοί δεν έπρεπε να δεσμευτούν.
Τέλος προβάλλει ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο, κατά παράβαση του ’ρθρου 3 του Συντάγματος καθώς επίσης του ’ρθρου 5 του περί Επισή΅ων Γλωσσών της Δη΅οκρατίας Νόμου του 1988 (Ν. 67/1988) δεν έλαβε υπόψη ότι οι επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας είναι η Ελληνική και Τουρκική και προς τούτου να διατάξει να μεταφραστούν τα επίδικα έγγραφα που προέρχονταν από το Καζακστάν, (Παράρτημα επί της ένορκης δήλωσης της ανακριτού).
Όπως είναι εδραιωμένο από παλαιά στο σύστημα δικαίου μας, το προνομιακό ένταλμα, όπως το certiorari εν προκειμένω, είναι ένα εξαιρετικό μέτρο και η απόδοσή του ασκείται πάντοτε με φειδώ στα πλαίσια των νομολογημένων αρχών.
Οι αιτητές πρέπει να ικανοποιήσουν το Δικαστήριο για την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης και ή συζητήσιμης υπόθεσης που να δικαιολογεί επαρκώς την παραχώρηση της αιτούμενης άδειας. Η διαδικασία αυτής της φύσης δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης και ούτε μπορεί να λειτουργήσει ως υποκατάστατο της εφετειακής λειτουργίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Μπορεί και πρέπει να έχει αντικείμενο αυτής τον έλεγχο της νομιμότητας της απόφασης (βλ. Λυσιώτης (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 739 και Αναφορικά με την αίτηση της Marewave Shipping & Trading Co Ltd IT (1992) 1 Α.Α.Δ. 116).
Το θέμα λοιπόν που αναφύεται είναι αν, εκ πρώτης όψεως ως άνω, οι αιτητές έχουν τεκμηριώσει την αίτηση τους. Τα προνομιακά εντάλματα παραχωρούνται κατ΄εξαίρεση όταν από το ίδιο το πρακτικό διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας ή έκδηλη πλάνη περί το Νόμο ή παραβίαση Κανόνων φυσικής δικαιοσύνης (βλ. Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464).
Σημειώνεται ακόμη ότι εκεί όπου υπάρχει στη διάθεση των αιτητών εναλλακτικό ένδικο μέσο, οι πιθανότητες έγκρισης τέτοιας αίτησης ουσιωδώς αναιρούνται και μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις - όπου ακριβώς συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις - δίδεται άδεια για καταχώρηση αίτησης προνομιακού ένταλμα ή χορηγείται το ένταλμα, όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο (βλ. Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 109. Και πάλιν οι αιτητές έχουν το βάρος της κατάδειξης των εξαιρετικών αυτών περιστάσεων.
Έχω εξετάσει τους προβαλλόμενους λόγους σε συνάρτηση με την διαδικασία στο Επαρχιακό Δικαστήριο, όπως προκύπτει από την αίτηση και από τα συνημμένα τεκμήρια, έχοντας λάβει υπόψη αυτά που λέχθησαν από τη σημερινή αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου των αιτητών.
Παρά την εκτεταμένη παράθεση εισηγήσεων για παρανομία του εν λόγω διατάγματος η οποία πρέπει σύμφωνα με τις πιο πάνω αρχές να είναι έκδηλη και να προκύπτει χωρίς ιδιαίτερη αναφορά σε λεπτομέρειες και αντίθετες θέσεις, παρατηρώ ότι οι προβαλλόμενες θέσεις των αιτητών δεν έχουν τη δυναμική εκείνη που θα μπορούσε να στηρίξει συζητήσιμη υπόθεση με βάση τις πιο πάνω αρχές. Το διάταγμα σαφώς και στηρίχθηκε (και) στη νομοθεσία περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμος του 2007 (188(Ι)/2007), δυνάμει των ’ρθρων 13 και επόμενα. Προκύπτει επομένως - για τους σκοπούς της παρούσης (και εκ πρώτης όψεως) - ότι δεν στοιχειοθετείται συζητήσιμη υπόθεση για μη ύπαρξη δικαιοδοσίας Επαρχιακού Δικαστή στην έκδοση διατάγματος δέσμευσης λογαριασμών. Περαιτέρω στο ’ρθρο 14 του ιδίου Νόμου γίνεται μνεία για τη δυνατότητα έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων δέσμευσης λογαριασμών και εξειδικευμένα καταγράφεται η δυνατότητα τροποποίησης και/ή ακύρωσης τέτοιων διαταγμάτων. Η δε δυνατότητα επίδοσης των διαταγμάτων είναι συνυφασμένη με τη δυνατότητα ένστασης επ' αυτών. Στο συγκεκριμένο δε σημείο προκύπτει και η σημασία της παράλειψης των αιτητών να αναφέρουν τις θέσεις τους αλλά και την αντίδραση τους στο εν λόγω διάταγμα, η οποία αντίδραση φυσιολογικά, θα έπρεπε να λάβει χώραν την ημερομηνία που το διάταγμα ήταν επιστρεπτέο. Επ' αυτού δεν καταγράφεται και δεν αναφέρεται καμία ενέργεια των αιτητών. Ερωτήθηκαν σήμερα από το Δικαστήριο οι ευπαίδευτοι συνήγοροι επ' αυτής της πτυχής και απάντησαν ότι προτίθενται να καταχωρήσουν ένσταση στο διάταγμα και να ακουστούν την ημερομηνία ακρόασης. Βεβαίως, το ορθό θα ήταν να αναφερθεί ενόρκως τι ελέχθη στο Δικαστήριο και τι εζητήθηκε από τους αιτητές ώστε να γίνει αντιληπτό γιατί το Δικαστήριο όρισε την υπόθεση για ακρόαση στις 20.1.2017. Τον ορισμό αυτό της δικασίμου τον αναφέρουν οι αιτητές, χωρίς όμως να εξηγούν τι θα πράξουν σε σχέση με τη διαδικαστική αυτή εξέλιξη και έτι περαιτέρω δεν εξηγούν γιατί στο μεσοδιάστημα υπήρξε ανάγκη καταχώρησης της παρούσας αίτησης ενώ παραμένει ανοικτή η πρωτόδικη διαδικασία. Η παράλειψη αυτή, κατά την κρίση μου, εμπίπτει στη βασιμότητα της αίτησης αυτής καθ' εαυτής και είναι μοιραία στο να κριθεί, άνευ ετέρου, η μη ύπαρξη συζητήσιμης υπόθεσης. Και αν ακόμη, ωστόσο, η συζητήσιμη υπόθεση στοιχειοθετείτο και πάλι θα προσέκρουε η δυνατότητα επιτυχίας της αίτησης στην ύπαρξη άλλου ενδίκου μέσου (επιστρεπτέο διάταγμα και ακρόαση επ' αυτού) και στην ανυπαρξία επίκλησης εξαιρετικών περιστάσεων εκ μέρους των αιτητών. Η εξήγηση που εδόθη σήμερα, από τον κ. Δημητρίου ότι μπορεί να συνεχιστούν και οι δύο διαδικασίες δεν είναι βάσιμη. Ακριβώς στην πρωτόδικη διαδικασία, όπως είναι ο σκοπός ενός επιστρεπτέου διατάγματος, όλα τα προβαλλόμενα θα αξιολογηθούν, αφού καταχωρηθεί η σχετική ένσταση.
Δεν υπάρχει άλλη επιλογή παρά η απόρριψη της αίτησης.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Η αίτηση απορρίπτεται.