ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2016:D578

(2016) 1 ΑΑΔ 2967

22 Δεκεμβρίου, 2016

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ

ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ,

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟΝ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ,

 

ΚΑΙ

 

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟΝ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 33/1964 ΩΣ ΕΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗ,

 

ΚΑΙ

 

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΑΣ ΚΛΕΑΝΘΟΥΣ ΔΙ' ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙ' ΕΚΔΟΣΙΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI,

 

ΚΑΙ

 

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΥΠ' ΑΡ. 71/2014 ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ),

 

ΚΑΙ

 

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ)

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 10.7.2015.

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 145/2015)

 

 

Φυσική Δικαιοσύνη ― Σύμφυτη εξουσία ― Ολομέλεια Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Κατάλοιπο εξουσίας ― Κατά πόσον το γεγονός ότι δεν ειδοποιήθηκε η αιτήτρια ώστε να λάβει μέρος σε Πολιτική αίτηση αναφορικά με το πόρισμα θανατική ανάκρισης, με δεδομένη τη συμμετοχή της ως ενδιαφερόμενο μέρος στη διενέργεια της θανατικής ανάκρισης, δημιουργούσε περιστάσεις τέτοιες ώστε να πρόκειτο για περίπτωση κατάλληλη για να ενεργοποιηθεί, μέσα από το κατάλοιπο όπου βρίσκεται των εξουσιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η εξαιρετική εξουσία που ασκήθηκε στην υπόθεση Δημοκρατία v. Πουλλή (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 1060.

 

Η Θανατική Ανάκριση 34/2011 διενεργήθηκε αναφορικά με το θάνατο του Κλεάνθη Κλεάνθους, ο οποίος απεβίωσε στις 10.4.2011.

 

Στα πλαίσια της εν λόγω θανατικής ανάκρισης, η νυν αιτήτρια, σύζυγος  του αποβιώσαντος, ως ενδιαφερόμενο μέρος και με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 14 του περί Θανατικών Ανακριτών Νόμου, Κεφ. 153, εμφανίστηκε στη διαδικασία και αντεξέτασε δια δικηγόρου διάφορα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων τους ιατρούς Χρίστο Χρίστου και Σάββα Κωνσταντινίδη της κλινικής American Heart Institute, όπου ο αποβιώσας είχε νοσηλευθεί. Παράλληλα έδωσε μαρτυρία και η ίδια και αντεξετάστηκε από το δικηγόρο της κλινικής. Μετά από αγορεύσεις εκ μέρους της οικογένειας και της κλινικής, το πόρισμα εκδόθηκε στις 11.2.2014.

 

Στο πόρισμα έγινε αναφορά σε «τρίτα πρόσωπα» για τα οποία, κατά τη Θανατική Ανακρίτρια στοιχειοθετήθηκε εύλογη υποψία ότι συνέβαλαν στην πρόκληση του θανάτου.

 

Προέκυπτε σαφώς ότι ως τα τρίτα αυτά πρόσωπα εννοούνταν οι ιατροί Χρίστου και Κωνσταντινίδης, με κρίσιμη αναφορά στη διαπίστωση ότι η τοποθέτηση των στεντ (αγγειοπλαστική μέθοδος θεραπείας) επιλέγηκε από τους γιατρούς γνωρίζοντας ότι ο ασθενής επιθυμούσε να αποφύγει τη χειρουργική επιλογή τύπου bypass, χωρίς όμως ποτέ να του έχει επεξηγηθεί ότι εκείνη ήταν η καταλληλότερη ή πλεονεκτικότερη έναντι της αγγειοπλαστικής μεθόδου και αυτός να την έχει απορρίψει. Δεν υπήρχε όπως εκρίθη, ούτε έγγραφη συγκατάθεση του ασθενούς στην τοποθέτηση των δύο στεντ, ούτε έγγραφη άρνηση του να υποβληθεί σε εγχείριση τύπου bypass»

 

Ενόψει των παραπάνω διαπιστώσεων, η Θανατική Ανακρίτρια παρέπεμψε το πόρισμα στον Γενικό Εισαγγελέα.

 

Οι ιατροί Χρίστου και Κωνσταντινίδης επεδίωξαν ακύρωση του εν λόγω πορίσματος με αίτηση certiorari στα πλαίσια της οποίας ακούστηκαν οι ίδιοι και η πλευρά του Γενικού Εισαγγελέα, χωρίς όμως να κληθεί ή να λάβει γνώση η αιτήτρια, η οποία, ως εκ τούτου, δεν έλαβε μέρος στη διαδικασία.

 

Η Δικαστής που επελήφθη της αίτησης  διαπίστωσε πως αποτέλεσε κοινό τόπο ότι στον ιατρικό φάκελο του θανώντος υπήρχε έγγραφη συγκατάθεσή του αναφερόμενη ρητά στην επιλογή ως μεθόδου θεραπείας της τοποθέτησης στεντ, «υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες και τα συγκεκριμένα μειονεκτήματα/πλεονεκτήματα ή τους συγκεκριμένους, κατά τον ισχυρισμό των ιατρών εξηγημένους σε αυτόν κινδύνους». Το εύρημα της Θανατικής Ανακρίτριας περί έλλειψης συγκατάθεσης, θεωρήθηκε ως εμφανώς αντίθετο με το γεγονός αυτό.

 

Γενικότερα δε έκρινε, αποδεχόμενη την εισήγηση των ιατρών, ότι η Θανατική Ανακρίτρια είχε υπερβεί την εμβέλεια των καθηκόντων της και μετέτρεψε τη διαδικασία, κατά παράβαση σχετικής νομολογιακής αρχής σε ποινική δίκη, επιτρέποντας ατέρμονη αντεξέταση προς διαπίστωση ευθύνης και προχωρώντας σε αξιολογικές κρίσεις αναφορικά με την ορθότητα των θεραπευτικών μεθόδων που ακολουθήθηκαν.

 

Υπό το φως των ανωτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι η διατύπωση συμπερασμάτων «ενοχής» και η εύλογη υποψία εναντίον τρίτων προσώπων ήταν προϊόν νομικού σφάλματος εμφανούς επί του πρακτικού («error on the face of the record»), οπότε και προχώρησε σε ακύρωση του πορίσματος.

 

Με δεδομένο ότι δεν κλήθηκε στην Χρίστου κ.ά. (2015) 1 Α.Α.Δ. 1693, ECLI:CY:AD:2015:D511 η αιτήτρια ζήτησε άδεια για να προσβάλει την απόφαση στην υπόθεση εκείνη με αίτηση certiorari, επικαλούμενη παραβίαση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης audi alteram partem.

 

Ο Δικαστής που επελήφθη, δεν έδωσε τέτοια άδεια, αναφερόμενος σε προηγούμενη απόφαση σύμφωνα με την οποία δεν μπορεί να εκδοθεί ένταλμα certiorari για ακύρωση απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Αντί άλλης διαδικασίας, όπως η αίτηση για άδεια καταχώρισης έφεσης υπό τρίτου ακολούθησε δεύτερη αίτηση για άδεια certiorari.

 

Στη συνέχεια, όμως, θεωρήθηκε σκόπιμο, χάριν του συμφέροντος της δικαιοσύνης, να επιληφθεί της αιτήσεως η Πλήρης Ολομέλεια προς διερεύνηση της προοπτικής να μπορούσε να αποδοθεί δικαιοσύνη, αν αυτή θα ήταν η κατάλληλη περίπτωση, υπό την έννοια της υπόθεσης Πουλλή (κατωτέρω).

 

Στις 3.3.2016 η Πλήρης Ολομέλεια ζήτησε από τον  συνήγορο της αιτήτριας να αγορεύσει προκαταρκτικά ως προς το κατά πόσον όντως εγειρόταν ζήτημα παραβίασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και θέμα παρέμβασης υπό την έννοια της υπόθεσης Πουλλή. Ο δικηγόρος της αιτήτριας επιχειρηματολόγησε ανάλογα.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Α. Υπό Νικολάτου Π. και Οικονόμου Δ., συμφωνησάντων και των Ναθαναήλ Δ., Μιχαηλίδου Δ., Σταματίου Δ. και Ψαρά-Μιλτιάδου Δ.Α:

 

  1.   H θανατική ανάκριση δεν είναι αντιπαραθετική διαδικασία στην οποία αναγνωρίζονται διάδικοι, αλλά είναι εξεταστικού χαρακτήρα. Αναγνωρίζεται βεβαίως το δικαίωμα κάθε ενδιαφερομένου μέρους να εμφανιστεί και να εξετάσει, αντεξετάσει ή επανεξετάσει μάρτυρα κατά τα προβλεπόμενα, ως άνω, από το Άρθρο 14 του περί Θανατικών Ανακριτών Νόμου, Κεφ. 153, δικαίωμα που κρίθηκε στην υπόθεση Επιφανείου ότι προστατεύεται από το Άρθρο 30.3(γ) του Συντάγματος, το Άρθρο 6 ΕΣΔΑ και από τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης.

  2.   Το ερώτημα όμως που τίθετο εν προκειμένω ήταν το κατά πόσον το γεγονός ότι δεν ειδοποιήθηκε η αιτήτρια ώστε να λάβει μέρος στην Χρίστου κ.ά. (2015) 1 , ECLI:CY:AD:2015:D511Α.Α.Δ. 1693, με δεδομένη τη συμμετοχή της ως ενδιαφερόμενο μέρος στη διενέργεια της θανατικής ανάκρισης, δημιουργεί περιστάσεις τέτοιες ώστε να πρόκειται για περίπτωση κατάλληλη για να ενεργοποιηθεί, μέσα από το κατάλοιπο όπου βρίσκεται των εξουσιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η εξαιρετική εξουσία που ασκήθηκε στην υπόθεση Πουλλή ( κατωτέρω).

  3.   Προς απάντηση στο ερώτημα αυτό θα πρέπει κατ΄αρχάς να τονισθεί η πεμπτουσία της υπόθεσης Πουλλή, όπου, όπως και στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου (κατωτέρω) οι παραπονούμενοι διάδικοι βρέθηκαν σε δικονομικό αδιέξοδο ως προς τα θιγέντα δικαιώματά τους, χωρίς οποιαδήποτε άλλη διαθέσιμη διαδικασία ή δυνατότητα ανατροπής.

  4.   Στην πρώτη υπόθεση είχε ακυρωθεί, ως άνω, η προαγωγή διαδίκου χωρίς να έχει γνώση της διαδικασίας η οποία και περατώθηκε χωρίς δυνατότητα αναβίωσης.

  5.   Στη δεύτερη υπόθεση και πάλιν το δικαστικό σφάλμα οδήγησε σε τέρμα κάθε διαδικασία ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών και πάλιν χωρίς οποιαδήποτε δυνατότητα για τον θιγέντα διάδικο να αντιδράσει. Είναι υπ' αυτές τις περιστάσεις που το Δικαστήριο άσκησε τη συμφυή του εξουσία, «εκεί που αν απέφευγε να το πράξει θα οδηγούμεθα σε αδικία»

  6.   Εν προκειμένω, δεν μπορούσε να λεχθεί ότι από το πόρισμα που ακυρώθηκε προέκυπταν για την αιτήτρια δικαιώματα συναρτώμενα με παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης, όπως στις υποθέσεις Πουλλή και Τράπεζα Κύπρου, τα οποία αναφέρονται σε διάδικους τελούντες, ως εκ του δικαστικού σφάλματος, σε οριστικό και αδιαπέραστο αδιέξοδο ως προς ουσιαστικά δικαιώματα τους.

  7.   Τονίζεται, ότι σε θανατική ανάκριση δεν υπάρχουν διάδικοι εν τη κλασσική εννοία του όρου ώστε να προκύπτουν τέτοιας φύσεως δικαιώματα από την απλή και μόνο ανάμειξη ενδιαφερομένου στη διαδικασία της θανατικής ανάκρισης.

  8. Στην προκειμένη περίπτωση, η Χρίστου κ.ά. (2015) 1 , ECLI:CY:AD:2015:D511Α.Α.Δ. 1693, επιδόθηκε στον έντιμο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και δεν μπορεί να λεχθεί ότι απουσίαζε, λόγω μη επιδόσεως, οποιοσδήποτε αναγκαίος διάδικος από την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία.

  9.   Η ακύρωση του πορίσματος είχε ως αποτέλεσμα την επαναφορά των πραγμάτων στη διενέργεια θανατικής ανάκρισης εκ νέου. Σ' αυτά τα πλαίσια η αιτήτρια θα έχει τη δυνατότητα να ασκήσει και πάλι το δικαίωμα που της παρέχει το Άρθρο 14, πλην όμως στα ορθά πλαίσια που προσδιόρισε η νομολογία και επαναλήφθηκαν στην προσβαλλόμενη απόφαση.

10. Θα πρέπει περαιτέρω να ληφθεί υπόψη ότι δεν διερευνήθηκε από πλευράς αιτήτριας η δυνατότητα να ζητηθεί άδεια για καταχώριση έφεσης, υπό τρίτου, δυνατότητα που ουδόλως υπήρχε στην υπόθεση Πουλλή (κατωτέρω).

11. Πέραν τούτου, όπως προκύπτει από την πρωτοβάθμια απόφαση του Ανωτάτου, είχε ληφθεί υπόψη προς ακύρωση του πορίσματος το λανθασμένο εύρημα της Θανατικής Ανακρίτριας ότι απουσίαζε από το φάκελο η συγκατάθεση του θανώντος.

12. Ανατροπή της απόφασής της δεν θα επηρέαζε το γεγονός αυτό, που δεν αμφισβητήθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα ο οποίος εμφανίστηκε σε όλα τα στάδια της διαδικασίας και υποδηλώνει ότι τέτοια ανατροπή, θα ήταν αλυσιτελής ενέργεια με αναφορά στο συγκεκριμένο λόγο.

 

Β. Υπό: Ερωτοκρίτου, Δ., συμφωνησάντων και των Παμπαλλή Δ., Παναγή Δ., Παρπαρίνου Δ., Χριστοδούλου Δ. και Λιάτσου Δ.:

 

  1.   Είναι φανερό από το πιο πάνω ιστορικό ότι ενώ η Αίτηση ξεκίνησε ως Αίτηση για εξασφάλιση άδειας για Αίτηση Certiorari, στη συνέχεια ενόψει της διασύνδεσής της με την υπόθεση Πουλλή, κατωτέρω, μετατράπηκε σε αίτηση «ευρύτερης φύσεως .. για αποκατάσταση της φυσικής δικαιοσύνης .. από το Δικαστήριο "ex debito justitiae"».

  2.   Στόχο της διαδικασίας που χάραξε η Ολομέλεια, ήταν για να διαπιστωθεί αν υπάρχουν οι περιστάσεις για να αναλάβει δικαιοδοσία στη βάση της Πουλλή. Αυτό βέβαια θα μπορούσε να γίνει με την αρχική αίτηση της Αιτήτριας, αλλά λόγω της ιδιάζουσας διαδικασίας της Θανατικής Ανάκρισης προτιμήθηκε να ακουστεί περαιτέρω η πλευρά της Αιτήτριας επί του θέματος.

  3.  Παρά τον καθορισμό από την Ολομέλεια μιας sui generis διαδικασίας, ος συνήγορος της Αιτήτριας κατά την αγόρευσή του ενώπιον της Ολομέλειας, αναφέρθηκε στην ανάγκη να πείσει το Δικαστήριο «ότι υπάρχει τουλάχιστον συζητήσιμη υπόθεση» για να καταλήξει ότι τέτοια υπάρχει για δύο λόγους, ένα ειδικό και ένα γενικό. Ως προς τον πρώτο, ανέφερε ότι η Θανατική Ανακρίτρια άσκησε τη διακριτική ευχέρεια που είχε δυνάμει του Άρθρου 14(β) του περί Θανατικών Ανακριτών Νόμου, Κεφ. 153 και επέτρεψε στην οικογένεια του θανόντος να λάβει μέρος στη διαδικασία της Θανατικής Ανάκρισης, με αποτέλεσμα να καταστεί ενδιαφερόμενο μέρος. 

  4.   Ο γενικός λόγος βασίζεται στην παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, δηλαδή του δικαιώματος της Αιτήτριας, που ως ενδιαφερόμενο μέρος είχε δικαίωμα να ακουστεί στη διαδικασία ενώπιον του Ανωτάτου, στην οποία ακυρώθηκε το πόρισμα της Θανατικής Ανάκρισης.

  5.   Για τους πιο πάνω λόγους, εισηγήθηκε ότι υπάρχει «εκ πρώτης όψεως υπόθεση», ώστε να κληθούν και οι άλλοι ενδιαφερόμενοι.  Ο δικηγόρος της Αιτήτριας φαίνεται να επιμένει, παρά τα αποφασισθέντα από την Ολομέλεια ως προς τη διαδικασία και το νομικό πλαίσιο της Αίτησης, να ζητά άδεια για καταχώρηση Certiorari.

  6.   Όμως αυτό δεν μπορούσε να γίνει, εφόσον η Ολομέλεια δέχθηκε να εξετάσει κατά πόσον το αίτημα μπορεί να γίνει δεχτό με βάση την υπόθεση Πουλλή, διαφοροποιώντας έτσι το νομικό βάθρο της Αίτησης και καθορίζοντας μια συγκεκριμένη διαδικασία.

  7.   Επομένως, ένα είναι το ζητούμενο, αν διαπιστώνεται «κατ' αρχήν ζήτημα παραβίασης των αρχών φυσικής δικαιοσύνης». Αν διαπιστωθεί κάτι τέτοιο, ότι δηλαδή στα βασικά σημεία υπάρχει ζήτημα παραβίασης των αρχών, τότε θα δοθούν οδηγίες για να κληθούν και οι άλλοι ενδιαφερόμενοι.

  8.   Θα πρέπει εξ υπαρχής να επισημανθεί ότι το κατάλοιπο εξουσίας του δικαστηρίου με βάση την Πουλλή, ανωτέρω, ασκείται με φειδώ και σε εξαιρετικές περιστάσεις όπου διαπιστώνεται καταφανής παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, ώστε να είναι ξεκάθαρο ότι η απόφαση είναι άκυρη, οπότε και το δικαστήριο ασκώντας τη σύμφυτη εξουσία του, προχωρεί στην ακύρωσή της. 

  9.   Όπως περαιτέρω αναφέρθηκε στην Kayat Trading Limited v. Genzyme Corporation (Αρ. 3) (2013) 1(Β) Α.Α.Δ. 1263, η διαδικασία δυνάμει της Πουλλή δεν αποτελεί τρίτο βαθμό δικαιοδοσίας, εφόσον τέτοια «τριτοβάθμια δικαιοδοσία είναι θεσμός άγνωστος στο νόμο και βρίσκεται έξω από τα πλαίσια του Κυπριακού δικαίου», το οποίο διασφαλίζει την τελεσιδικία.

10. Πέραν τούτου, σύμφωνα με την Taylor v. Lawrence [2002] 2 All ER 353, το κατάλοιπο της εξουσίας του δικαστηρίου ασκείται σε εξαιρετικές περιστάσεις και εφόσον κριθεί ότι η περίπτωση είναι «κατάλληλη» (appropriate) για να ασκηθεί η σύμφυτη εξουσία του δικαστηρίου.

11. Στην προκειμένη περίπτωση η Θανατική Ανακρίτρια έδωσε το δικαίωμα στην Αιτήτρια να εμφανιστεί και να λάβει μέρος στη διαδικασία ως ενδιαφερόμενο μέρος, δυνάμει του Άρθρου 14(β) του περί Θανατικών Ανακριτών Νόμου, Κεφ. 153.

12. Από τη στιγμή που η Θανατική Ανακρίτρια επέτρεψε στην Αιτήτρια να λάβει μέρος στη διαδικασία της Θανατικής Ανάκρισης, δικαίωμα ακρόασης θα μπορούσε, κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, να είχε δοθεί και κατά την εκδίκαση της Χρίστου κ.ά. (2015) 1 , ECLI:CY:AD:2015:D511Α.Α.Δ. 1693.

13. Όμως, λόγω της ιδιάζουσας φύσης της διαδικασίας της Θανατικής Ανάκρισης στην οποία διάδικος είναι μόνο ο Γενικός Εισαγγελέας, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για ξεκάθαρη ή καταφανή παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, ώστε να θεωρήσουμε ότι η παρούσα είναι κατάλληλη περίπτωση για άσκηση της σύμφυτης εξουσίας του δικαστηρίου.

14. Ακόμη και αν για χάριν συζήτησης θεωρηθεί ότι ενόψει των προνοιών του Άρθρου 14(β) του Κεφ. 153 υπάρχει τυπική παραβίαση των δικαιωμάτων της Αιτήτριας να ακουστεί, δεν διαπιστώνουμε οποιαδήποτε ουσιαστική βλάβη στην Αιτήτρια, αφού τα συμφέροντα της εκπροσωπήθηκαν πλήρως από τον Γενικό Εισαγγελέα, ο οποίος υποστήριξε το Πόρισμα της Θανατικής Ανάκρισης, όπως ενδεχομένως θα έπραττε και η ίδια.

15. Όμως το ratio της απόφασης της Δικαστού που εκδίκασε την αίτηση για Certiorari, ήταν ότι το πόρισμα θα έπρεπε να ακυρωθεί αφού στηρίζετο στο λανθασμένο εύρημα της Θανατικής Ανακρίτριας ότι απουσίαζε από το φάκελο η συγκατάθεση του θανόντος, Τεκμήριο 5, με αποτέλεσμα να διατυπωθεί υπόνοια ενοχής τρίτων προσώπων.

16. Το να κληθούν και οι άλλοι εμπλεκόμενοι για να ακουστούν, δεν θα εξυπηρετούσε οτιδήποτε και θα ήταν μια αλυσιτελής ενέργεια, αφού ακόμα και ο Γενικός Εισαγγελέας που εκπροσωπήθηκε σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, δεν διαφώνησε με την ύπαρξη του Τεκμηρίου 5.

17. Προέκυπτε το ερώτημα σε τι θα εξυπηρετούσε αν παραχωρείτο άδεια στην Αιτήτρια για να αμφισβητήσει το εύρημα της πρωτοβάθμιας απόφασης, αναφορικά με το Τεκμήριο 5, από τη στιγμή που φαίνεται να είναι αδιαμφισβήτητο ως προς την ύπαρξη της συγκατάθεσης του αποβιώσαντα.

18. Όπως έχει νομολογιακά αποφασιστεί «τα δικαστήρια δεν ενεργούν επί ματαίω, ούτε επιλύουν ακαδημαϊκά ζητήματα, ούτε και προχωρούν σε επίλυση διαφορών οι οποίες είτε έχουν εκλείψει, είτε λόγω μεταβολής των συνθηκών, η επίλυσή τους δεν θα κατέληγε σε οποιοδήποτε αποτέλεσμα».

19.  Πέραν τούτου, ακόμα και όταν διαπιστώνεται παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, το Δικαστήριο, εφόσον ενεργεί με βάση τη σύμφυτη δικαιοδοσία του, έχει διακριτική ευχέρεια να ενεργήσει κατά τρόπο που σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, να διασφαλίζονται από τη μια τα ευρύτερα συμφέροντα της δικαιοσύνης, χωρίς βέβαια να επηρεάζονται ανεπανόρθωτα τα δικαιώματα του διαδίκου και να δημιουργείται αδικία. Αυτό γίνεται με το να θεωρήσει την περίπτωση «κατάλληλη» ή «πρέπουσα».

20. Στην προκειμένη περίπτωση, λόγω της ιδιάζουσας διαδικασίας της Θανατικής Ανάκρισης και του έντονου δημόσιου συμφέροντος, δεν προέκυπτε ότι ικανοποιείτο ο πολύ υψηλός πήχης που τέθηκε στην υπόθεση Πουλλή, ώστε να ασκηθεί η σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου υπέρ της Αιτήτριας.

21. Υπό τις περιστάσεις η πιο λογική επιλογή για την Αιτήτρια για προστασία των συμφερόντων της είναι να λάβει μέρος στη νέα Θανατική Ανάκριση που θα διεξαχθεί.

 

Γ. Υπό Γιασεμή Δ.:

 

  1.   Ως εκ των προηγηθέντων, η διαδικασία ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου διεξήχθη στη βάση της υπόθεσης Δημοκρατία ν. Πουλλή, ανωτέρω.

  2. Η υπόθεση εκείνη αφορούσε περίπτωση, κατά την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο (πενταμελής Ολομέλεια) εξεδίκασε και εξέδωσε απόφαση σε αναθεωρητική έφεση, χωρίς να έχει προηγηθεί η επίδοση της έφεσης και της αντέφεσης στα εκεί ενδιαφερόμενα πρόσωπα.

  3.   Το υπό αναφορά γεγονός έφερε σε γνώση του Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με επιστολή του, ένα από τα εν λόγω πρόσωπα, όταν αυτό έτυχε να λάβει γνώση του αποτελέσματος της υπόθεσης. Η Πλήρης Ολομέλεια, ενεργώντας ex proprio motu, κάλεσε ενώπιόν της και τα λοιπά μέρη που εμπλέκονταν σε αυτή. Αφού δε σημείωσε και τις θέσεις τους, έκρινε ότι τα εν λόγω ενδιαφερόμενα πρόσωπα δικαιούντο, ex debito justitiae, σε απόφαση για αποκατάσταση της δικαιοσύνης· τα εμπλεκόμενα μέρη είχαν, ήδη, συμφωνήσει στην παροχή διορθωτικής θεραπείας.

  4.   Δοθείσας, στην υπόθεση εκείνη, της καταφανούς παραβίασης του προαναφερθέντος κανόνα φυσικής δικαιοσύνης, όπως αυτός κατοχυρώνεται στο Άρθρο 30.3 του Συντάγματος, και της απουσίας θεσμοθετημένου διαβήματος για αναζήτηση θεραπείας, η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναγνώρισε την ύπαρξη, προς το σκοπό αυτό, σύμφυτης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.

  5.   Η Πλήρης Ολομέλεια, ενεργώντας στη βάση της πιο πάνω αρχής,  κήρυξε την προηγηθείσα απόφαση της Ολομέλειας άκυρη.

  6.   Η δικαιοδοσία, την οποία καθιέρωσε το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Δημοκρατία v. Πουλλή, σε σχέση με τον κανόνα φυσικής δικαιοσύνης audi alteram partem, βασιζόμενο στη σύμφυτη εξουσία του, η οποία επιβεβαιώθηκε αργότερα στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά., ανωτέρω, εμφανώς, ασκείται σε κάθε περίπτωση όπου διαπιστώνεται καταφανής παραβίαση του εν λόγω κανόνα.

  7.   Η προσφυγή στην πιο πάνω δικαιοδοσία και σε άλλες περιπτώσεις, παρόμοιας φύσεως, δεν μπορεί, ασφαλώς, να αποκλείεται a priori· τέτοια περίπτωση θα εξετάζεται όταν και εφόσον αυτή προκύπτει. Πάντως, το βέβαιο είναι πως η υπό αναφορά δικαιοδοσία δεν καθιερώνει ένδικο διάβημα και, δη, αυτό της έφεσης, εκεί που κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από το νόμο και τη δικονομία.

  8.   Η άσκησή της επιτρέπεται ad hoc και μόνο όπου το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει το ίδιο να επέμβει για να «εκπληρώσει το οφειλόμενο προς τη δικαιοσύνη χρέος και να παραμερίσει άκυρη απόφαση. Η άσκησή της δε για απόδοση άλλης φύσεως θεραπείας, από ακυρωτική, σαφώς, εκφεύγει της αρχής την οποία καθιέρωσε η πιο πάνω υπόθεση.

  9.   Τα γεγονότα των δύο υποθέσεων, ανωτέρω, στις οποίες ασκήθηκε η υπό αναφορά δικαιοδοσία, αποτελούν σαφή καθοδήγηση ως προς τις περιστάσεις υπό τις οποίες δικαιολογείται η άσκησή της.

10. Καταδεικνύουν δε, εμπράκτως, χωρίς να αφήνεται οποιαδήποτε αμφιβολία, ότι αυτή ασκείται στην περίπτωση που, αναμφισβήτητα, παραβιάζεται ο εν λόγω κανόνας φυσικής δικαιοσύνης, προκαλώντας, έτσι, αδικία στην πλευρά που δεν έχει την ευκαιρία να ακουστεί κατά την ακρόαση η οποία διεξάγεται προηγουμένως.

11. Εν ολίγοις, αποτελεί μέτρο ύστατης καταφυγής, προς εκπλήρωση, από το Δικαστήριο, του καθήκοντός του για απονομή δικαιοσύνης.

12. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, κάθε άλλο από βεβαία μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι η παραβίαση του πιο πάνω κανόνα.

13. Στην εν λόγω παρατήρηση, οδηγεί, κατ' αρχάς, η εξεταστική φύση της θανατικής ανάκρισης, όπως αυτή έχει διαπιστωθεί στην υπόθεση Πιττάκης κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 297.

14. Ακριβώς, επειδή η διαδικασία η οποία διεξάγεται με τη θανατική ανάκριση δεν έχει αντιπαραθετικό χαρακτήρα, η εκπροσώπηση της οικογένειας αποβιώσαντος σε αυτή δεν της εξασφαλίζει, a priori, συμμετοχή, ως ενδιαφερόμενο μέρος, πόσο μάλλον σε διαδικασία certiorari, με την οποία επιδιώκεται η ακύρωση του πορίσματος του Θανατικού Ανακριτή.

15. Να σημειωθεί δε, συναφώς, πως το Κεφ. 153 δεν καθορίζει οποιοδήποτε μέλος της ως «ενδιαφερόμενο μέρος».

16. Η κλήτευση, συνήθως, του πλησιέστερου συγγενή γίνεται προς υποβοήθηση του έργου του Θανατικού Ανακριτή, όπως αυτό καθορίζεται στο Άρθρο 14(α) του εν λόγω Νόμου.

17.  Οι πιο πάνω παρατηρήσεις είναι σχετικές με την κεντρική θέση που προβλήθηκε εκ μέρους της αιτήτριας, ότι αυτή, αφού συμμετείχε στη θανατική ανάκριση, ως ενδιαφερόμενο μέρος, έπρεπε να κληθεί να συμμετάσχει και στη διαδικασία certiorari, στο στάδιο που αυτή διεξήχθη inter partes.

18. Η εν λόγω θέση, όμως, δεν είναι ορθή, δεδομένου ότι χαρακτηρίζεται από γενικότητα και αοριστία, ως προς το συμφέρον του οποίου θα επιδιωκόταν η προστασία.

19. Οι παρατηρήσεις δε, ανωτέρω, καταδεικνύουν, επίσης, ότι η συμμετοχή κάποιου, ως ενδιαφερομένου μέρους, σε θανατική ανάκριση δεν προκαθορίζει ότι ο ίδιος έχει ενδιαφέρον στο αποτέλεσμά της, όπως αυτό διαπιστώνεται στο πόρισμα.

20. Επομένως, υπάρχει αβεβαιότητα σε σχέση με την παραβίαση, στην περίπτωση της αιτήτριας, του υπό αναφορά κανόνα φυσικής δικαιοσύνης.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Επιφανείου (2010) 1 Α.Α.Δ. 1682,

 

In re Lyras (1986) 1 C.L.R. 663,

 

Δημοκρατία v. Πουλλή (2001) 3 Α.Α.Δ. 1060,

 

Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 1506,

 

Κτηνοτροφική Επιχείρηση ΠΣΜ Πέτρου Λτδ v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2012) 1 Α.Α.Δ. 2023,

 

Βoγαζιανός κ.ά. v. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (Αρ. 2) (2011) 1 Α.Α.Δ. 1577,

 

Cyprus Asbestos Mines Co Ltd (1990) 1 A.A.Δ. 49,

 

Κονή v. Χριστοδούλου (2010) 1 Α.Α.Δ. 401,

 

Χριστοδούλου άλλως Ρόπας v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 226,

 

Taylor v. Lawrence [2002] 2 All ER 353,

 

Ρόπας (2009) 2 Α.Α.Δ. 235,

 

Πιττάκης κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 297,

Strachan v. The Gleaner  Company Ltd & Amor (Jamaica) [2005] UKPC 33,

 

Χρίστου κ.ά. (2015) 1 Α.Α.Δ. 1693, ECLI:CY:AD:2015:D511,

 

Kayat Trading Limited v. Genzyme Corporation (Αρ. 3) (2013) 1(Β) Α.Α.Δ. 1263,

 

Αντωνίου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 339,

 

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Tudor (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1176,

 

Δημητρίου (2015) 1 Α.Α.Δ. 2882, ECLI:CY:AD:2015:A858,

 

Κλεάνθους (2015) 1 Α.Α.Δ. 1828, ECLI:CY:AD:2015:D560.

 

Αίτηση.

 

Χρ. Τριανταφυλλίδης, για την Αιτήτρια.

 

Cur. adv. vult.

 

Νικολaτοσ, Π.: Η απόφαση είναι ομόφωνη ως προς την κατάληξη, διαφέρει όμως ως προς το σκεπτικό. Θα δοθούν τρεις αποφάσεις. Με τη δική μου απόφαση, η οποία ετοιμάστηκε σε συνεργασία με τον Οικονόμου, Δ., συμφωνούν οι Δικαστές Ναθαναήλ, Μιχαηλίδου, Σταματίου, Οικονόμου και Ψαρά-Μιλτιάδου. Με την απόφαση του Ερωτοκρίτου, Δ., συμφωνούν οι Δικαστές Παμπαλλής, Παναγή, Παρπαρίνος, Χριστοδούλου και Λιάτσος. Τρίτη απόφαση, με ξεχωριστό σκεπτικό, θα δώσει και ο Γιασεμής, Δ..

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:

 

Το Πόρισμα στη Θανατική Ανάκριση 34/2011

 

Η Θανατική Ανάκριση 34/2011 διενεργήθηκε αναφορικά με το θάνατο του Κλεάνθη Κλεάνθους, ο οποίος απεβίωσε στις 10.4.2011.

 

Στα πλαίσια της εν λόγω θανατικής ανάκρισης, η νυν αιτήτρια, σύζυγος του αποβιώσαντος, ως ενδιαφερόμενο μέρος και με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 14 του περί Θανατικών Ανακριτών Νόμου, Κεφ. 153, εμφανίστηκε στη διαδικασία και αντεξέτασε δια δικηγόρου διάφορα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων τους ιατρούς Χρίστο Χρίστου και Σάββα Κωνσταντινίδη της κλινικής American Heart Institute, όπου ο αποβιώσας είχε νοσηλευθεί. Παράλληλα έδωσε μαρτυρία και η ίδια και αντεξετάστηκε από το δικηγόρο της κλινικής. Μετά από αγορεύσεις εκ μέρους της οικογένειας και της κλινικής, το πόρισμα εκδόθηκε στις 11.2.2014.

 

Στο πόρισμα έγινε αναφορά σε «τρίτα πρόσωπα» για τα οποία, κατά τη Θανατική Ανακρίτρια στοιχειοθετήθηκε εύλογη υποψία ότι συνέβαλαν στην πρόκληση του θανάτου. Προκύπτει σαφώς ότι ως τα τρίτα αυτά πρόσωπα εννοούνται οι ιατροί Χρίστου και Κωνσταντινίδης, με κρίσιμη αναφορά στα ακόλουθα:

 

«Η τοποθέτηση των στεντ (αγγειοπλαστική μέθοδος θεραπείας) επιλέγηκε από τους γιατρούς γνωρίζοντας ότι ο ασθενής επιθυμούσε να αποφύγει τη χειρουργική επιλογή τύπου bypass, χωρίς όμως ποτέ να του έχει επεξηγηθεί ότι εκείνη ήταν η καταλληλότερη ή πλεονεκτικότερη έναντι της αγγειοπλαστικής μεθόδου και αυτός να την έχει απορρίψει. Δεν υπάρχει ούτε έγγραφη συγκατάθεση του ασθενούς στην τοποθέτηση των δύο στεντ, ούτε έγγραφη άρνηση του να υποβληθεί σε εγχείριση τύπου bypass»

 

Ενόψει των παραπάνω διαπιστώσεων, η Θανατική Ανακρίτρια παρέπεμψε το πόρισμα στον Γενικό Εισαγγελέα.

 

Αίτηση certiorari από τους ιατρούς προς ακύρωση του πορίσματος (Πολιτική Αίτηση 71/2014)

 

Οι ιατροί Χρίστου και Κωνσταντινίδης επεδίωξαν ακύρωση του εν λόγω πορίσματος με αίτηση certiorari στα πλαίσια της οποίας ακούστηκαν οι ίδιοι και η πλευρά του Γενικού Εισαγγελέα, χωρίς όμως να κληθεί ή να λάβει γνώση η αιτήτρια, η οποία, ως εκ τούτου, δεν έλαβε μέρος στη διαδικασία.

 

Η αδελφή Δικαστής που επελήφθη της αίτησης (Δ. Μιχαηλίδου, Δ.) διαπίστωσε πως αποτέλεσε κοινό τόπο ότι στον ιατρικό φάκελο του θανώντος υπήρχε έγγραφη συγκατάθεσή του αναφερόμενη ρητά στην επιλογή ως μεθόδου θεραπείας της τοποθέτησης στεντ, «υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες και τα συγκεκριμένα μειονεκτήματα/πλεονεκτήματα ή τους συγκεκριμένους, κατά τον ισχυρισμό των ιατρών εξηγημένους σε αυτόν κινδύνους». Το εύρημα της Θανατικής Ανακρίτριας περί έλλειψης συγκατάθεσης θεωρήθηκε ως εμφανώς αντίθετο με το γεγονός αυτό.

 

Γενικότερα δε έκρινε, αποδεχόμενη την εισήγηση των ιατρών, ότι η Θανατική Ανακρίτρια είχε υπερβεί την εμβέλεια των καθηκόντων της και μετέτρεψε τη διαδικασία, κατά παράβαση σχετικής νομολογιακής αρχής (Επιφανείου (2010) 1 Α.Α.Δ. 1682, 1695) σε ποινική δίκη, επιτρέποντας ατέρμονη αντεξέταση προς διαπίστωση ευθύνης και προχωρώντας σε αξιολογικές κρίσεις αναφορικά με την ορθότητα των θεραπευτικών μεθόδων που ακολουθήθηκαν. 

 

Υπό το φως των ανωτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι η διατύπωση συμπερασμάτων «ενοχής» και η εύλογη υποψία εναντίον τρίτων προσώπων ήταν προϊόν νομικού σφάλματος εμφανούς επί του πρακτικού («error on the face of the record»), οπότε και προχώρησε σε ακύρωση του πορίσματος.

 

Πρώτη αίτηση της αιτήτριας για άδεια certiorari προς παραμερισμό της απόφασης Μιχαηλίδου, Δ. (Πολιτική Αίτηση 107/2005)

 

Με δεδομένο ότι δεν κλήθηκε στην Χρίστου κ.ά. (2015) 1 Α.Α.Δ. 1693, ECLI:CY:AD:2015:D511 η αιτήτρια ζήτησε άδεια για να προσβάλει την απόφαση στην υπόθεση εκείνη με αίτηση certiorari, επικαλούμενη παραβίαση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης audi alteram partem.

 

Ο αδελφός Δικαστής που επελήφθη (Γ. Ν. Γιασεμής, Δ.), δεν έδωσε τέτοια άδεια, αναφερόμενος σε προηγούμενη απόφαση σύμφωνα με την οποία δεν μπορεί να εκδοθεί ένταλμα certiorari για ακύρωση απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (In re Lyras (1986) 1 C.L.R. 663).

 

Περαιτέρω, ενόψει εισήγησης του δικηγόρου της αιτήτριας ότι το Δικαστήριο θα μπορούσε να θέσει το παράπονό της ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο Δικαστής ανέφερε, ως obiter, ότι το ορθό ίσως διάβημα θα ήταν εκείνο που λήφθηκε στην υπόθεση Δημοκρατία v. Πουλλή (2001) 3 Α.Α.Δ. 1060, ήτοι με γνωστοποίηση του παραπόνου στην Πλήρη Ολομέλεια μέσω γραπτής επικοινωνίας με τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. επίσης Αίτηση Τράπεζας Κύπρου (2011) 1 Α.Α.Δ. 1506, Κτηνοτροφική Επιχείρηση ΠΣΜ Πέτρου Λτδ v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2012) 1 Α.Α.Δ. 2023, Βoγαζιανός κ.ά. v. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (Αρ. 2) (2011) 1 Α.Α.Δ. 1577).

 

Δεύτερη αίτηση της αιτήτριας για άδεια certiorari προς παραμερισμό της απόφασης Μιχαηλίδου, Δ. (Πολιτική Αίτηση 145/2015)

 

Αντί άλλης διαδικασίας, όπως η αίτηση για άδεια καταχώρισης έφεσης υπό τρίτου (Cyprus Asbestos Mines Co Ltd (1990) 1 A.A.Δ. 49, Κονή v. Χριστοδούλου (2010) 1 Α.Α.Δ. 401), ακολούθησε δεύτερη αίτηση για άδεια certiorari, η οποία τέθηκε κατ' αρχάς ενώπιον του αδελφού Δικαστή Παμπαλλή.

 

Στη συνέχεια, όμως,  θεωρήθηκε σκόπιμο, χάριν του συμφέροντος της δικαιοσύνης, να επιληφθεί της αιτήσεως η Πλήρης Ολομέλεια προς διερεύνηση της προοπτικής να μπορούσε να αποδοθεί δικαιοσύνη, αν αυτή θα ήταν η κατάλληλη περίπτωση, υπό την έννοια της υπόθεσης Πουλλή, χωρίς περιορισμό στο ατελέσφορο ένδικο μέσο που επελέγη. Ατελέσφορο, γιατί είναι δεδομένο ότι η εξέταση του αιτήματος με τον τρόπο που τέθηκε, ήτοι ως αίτηση για άδεια προς καταχώριση certiorari, θα προσέκρουε στην προαναφερθείσα αρχή της υπόθεσης Lyras, αλλά θα συνιστούσε πλέον και κατάχρηση, εφόσον κατ' ουσίαν επαναφέρεται το αίτημα που τέθηκε και απορρίφθηκε στην Χρίστου κ.ά. (2015) 1 , ECLI:CY:AD:2015:D511Α.Α.Δ. 1693.

 

Στις 3.3.2016 η Πλήρης Ολομέλεια ζήτησε από τον ευπαίδευτο συνήγορο της αιτήτριας να αγορεύσει προκαταρκτικά ως προς το κατά πόσον όντως εγείρεται ζήτημα παραβίασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και τίθεται θέμα παρέμβασης υπό την έννοια της υπόθεσης Πουλλή. Ο δικηγόρος της αιτήτριας επιχειρηματολόγησε ανάλογα.

 

Έχοντας εξετάσει όλα τα δεδομένα διαπιστώνονται τα εξής:

 

Στην υπόθεση Πουλλή η αναθεωρητική έφεση είχε συμπληρωθεί χωρίς όμως να είχε επιδοθεί η έφεση και η αντέφεση στα ενδιαφερόμενα μέρη.  Το αποτέλεσμα ήταν να ακυρωθεί η προαγωγή από την Ολομέλεια ενός των ενδιαφερομένων μερών, χωρίς το ίδιο να είχε γνώση της διαδικασίας. Υπ' αυτές τις εξαιρετικές περιστάσεις το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι είχε σύμφυτη δικαιοδοσία ακύρωσης της απόφασης που εκδόθηκε σε διαδικασία η οποία δεν επιδόθηκε στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο και ότι η ακύρωση τέτοιας απόφασης αποτελούσε χρέος προς αποκατάσταση της δικαιοσύνης που μπορούσε να εκπληρωθεί είτε με διάβημα του ενδιαφερομένου προσώπου είτε με πρωτοβουλία του ιδίου του Δικαστηρίου.

 

Κατά γενική αρχή, μετά την έκδοση της απόφασής του, το Δικαστήριο καθίσταται functus officio και στερείται δυνατότητας επανανοίγματος της υπόθεσης. Σε εξαιρετικές όμως περιπτώσεις διατηρεί τέτοια εξουσία μέσα από το κατάλοιπο των εξουσιών του (residual jurisdiction) κατά τρόπο σύμφυτο, ήτοι από την ίδια τη φύση της λειτουργίας του ως Δικαστήριο της δικαιοσύνης (Χριστοδούλου άλλως Ρόπας v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 226). Τέτοια εξουσία ασκείται καθηκόντως, ως χρέος προς τη δικαιοσύνη (ex debito justitiae) σε περίπτωση παράβασης της φυσικής δικαιοσύνης, όπως είναι η παράλειψη επίδοσης ή γνωστοποίησης της διαδικασίας σε διάδικο ή η έκδοση απόφασης χωρίς να είχε δοθεί η ευκαιρία σε διάδικο να ακουστεί.

 

Το αδιαμφισβήτητο γεγονός είναι πως η σύμφυτη αυτή εξουσία  του Δικαστηρίου, πηγάζουσα από την εφεδρεία των εξουσιών του, ασκείται σε εξαιρετικές περιπτώσεις και με φειδώ, όταν η περίπτωση κρίνεται κατάλληλη (appropriate) (Taylor v. Lawrence [2002] 2 All ER 353). Όπως υποδείχθηκε και στην Ρόπας (2009) 2 Α.Α.Δ. 235, σελ. 241:

 

«Η σύμφυτη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου έρχεται αρωγός εκεί όπου η χρήση της είναι αναγκαία για αυτή ταύτη τη λειτουργία του ίδιου του συστήματος και της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιοδοσιών του, εντός των υφισταμένων και γνωστών δικαιϊκών αρχών, απορρέουσες και πλαισιούμενες, ως στυλοβάτες, από το Σύνταγμα και τους Νόμους της πολιτείας. (σχετικές είναι οι υποθέσεις Α. Αντωνίου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 339 και Κορέλλης (1999) 1 Α.Α.Δ. 1122

 

H θανατική ανάκριση δεν είναι αντιπαραθετική διαδικασία στην οποία αναγνωρίζονται διάδικοι, αλλά είναι εξεταστικού χαρακτήρα (Πιττάκη (1994) 1 Α.Α.Δ. 297, Επιφανείου (ανωτέρω)). Αναγνωρίζεται βεβαίως το δικαίωμα κάθε ενδιαφερομένου μέρους να εμφανιστεί και να εξετάσει, αντεξετάσει ή επανεξετάσει μάρτυρα κατά τα προβλεπόμενα, ως άνω, από το Άρθρο 14 του περί Θανατικών Ανακριτών Νόμου, Κεφ. 153, δικαίωμα που κρίθηκε στην υπόθεση Επιφανείου ότι προστατεύεται από το Άρθρο 30.3(γ) του Συντάγματος, το Άρθρο 6 ΕΣΔΑ και από τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης.

 

Το ερώτημα όμως που τίθεται εν προκειμένω είναι το κατά πόσον το γεγονός ότι δεν ειδοποιήθηκε η αιτήτρια ώστε να λάβει μέρος στην Αίτηση 71/2014, με δεδομένη τη συμμετοχή της ως ενδιαφερόμενο μέρος στη διενέργεια της θανατικής ανάκρισης, δημιουργεί περιστάσεις τέτοιες ώστε να πρόκειται για περίπτωση κατάλληλη για να ενεργοποιηθεί, μέσα από το κατάλοιπο όπου βρίσκεται των εξουσιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η εξαιρετική εξουσία που ασκήθηκε στην υπόθεση Πουλλή.

 

Προς απάντηση στο ερώτημα αυτό θα πρέπει κατ' αρχάς να τονισθεί η πεμπτουσία της υπόθεσης Πουλλή, όπου, όπως και στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου, οι παραπονούμενοι διάδικοι βρέθηκαν σε δικονομικό αδιέξοδο ως προς τα θιγέντα δικαιώματά τους, χωρίς οποιαδήποτε άλλη διαθέσιμη διαδικασία ή δυνατότητα ανατροπής. Στην πρώτη υπόθεση είχε ακυρωθεί, ως άνω, η προαγωγή διαδίκου χωρίς να έχει γνώση της διαδικασίας η οποία και περατώθηκε χωρίς δυνατότητα αναβίωσης. Στη δεύτερη υπόθεση και πάλιν το δικαστικό σφάλμα οδήγησε σε τέρμα κάθε διαδικασία ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών και πάλιν χωρίς οποιαδήποτε δυνατότητα για τον θιγέντα διάδικο να αντιδράσει. Είναι υπ' αυτές τις περιστάσεις που το Δικαστήριο άσκησε τη συμφυή του εξουσία, «εκεί που αν απέφευγε να το πράξει θα οδηγούμεθα σε αδικία» (Χριστοδούλου άλλως Ρόπας (ανωτέρω), σελ. 234).

 

Εν προκειμένω, δεν μπορεί να λεχθεί ότι από το πόρισμα που ακυρώθηκε προέκυπταν για την αιτήτρια δικαιώματα συναρτώμενα με παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης, όπως στις υποθέσεις Πουλλή και Τράπεζα Κύπρου, τα οποία αναφέρονται σε διάδικους τελούντες, ως εκ του δικαστικού σφάλματος, σε οριστικό και αδιαπέραστο αδιέξοδο ως προς ουσιαστικά δικαιώματα τους. Τονίζεται, ότι σε θανατική ανάκριση δεν υπάρχουν διάδικοι εν τη κλασσική εννοία του όρου ώστε να προκύπτουν τέτοιας φύσεως δικαιώματα από την απλή και μόνο ανάμειξη ενδιαφερομένου στη διαδικασία της θανατικής ανάκρισης. Στην προκειμένη περίπτωση, η Χρίστου κ.ά. (2015) 1 , ECLI:CY:AD:2015:D511Α.Α.Δ. 1693, επιδόθηκε στον έντιμο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και δεν μπορεί να λεχθεί ότι απουσίαζε, λόγω μη επιδόσεως, οποιοσδήποτε αναγκαίος διάδικος από την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία.

 

Η ακύρωση του πορίσματος είχε ως αποτέλεσμα την επαναφορά των πραγμάτων στη διενέργεια θανατικής ανάκρισης εκ νέου.  Σ' αυτά τα πλαίσια η αιτήτρια θα έχει τη δυνατότητα να ασκήσει και πάλι το δικαίωμα που της παρέχει το Άρθρο 14, πλην όμως στα ορθά πλαίσια που προσδιόρισε η νομολογία (Δέστε Επιφανείου, ανωτέρω) και επαναλήφθηκαν στην προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Θα πρέπει περαιτέρω να ληφθεί υπόψη ότι δεν διερευνήθηκε από πλευράς αιτήτριας η δυνατότητα να ζητηθεί άδεια για καταχώριση έφεσης, υπό τρίτου, από την απόφαση της Μιχαηλίδου, Δ., δυνατότητα που ουδόλως υπήρχε στην υπόθεση Πουλλή (ανωτέρω). Η προσέγγιση του Privy Council στην υπόθεση Strachan v. The Gleaner Company Ltd & Amor (Jamaica) [2005] UKPC 33 υποδηλώνει την ανάγκη άσκησης έφεσης όπου παρέχεται τέτοια δυνατότητα. Αλλ' ούτε και ασκήθηκε έφεση από την απόφαση του Γιασεμή, Δ., όπου στην ουσία θα μπορούσαν με ορθόδοξο τρόπο να τεθούν τα ερωτήματα που εδώ απασχόλησαν.

 

Πέραν τούτου, όπως προκύπτει από την απόφαση της Μιχαηλίδου, Δ., είχε ληφθεί υπόψη προς ακύρωση του πορίσματος το λανθασμένο εύρημα της Θανατικής Ανακρίτριας ότι απουσίαζε από το φάκελο η συγκατάθεση του θανώντος. Ανατροπή της απόφασής της δεν θα επηρέαζε το γεγονός αυτό, που δεν αμφισβητήθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα ο οποίος εμφανίστηκε σε όλα τα στάδια της διαδικασίας και υποδηλώνει ότι τέτοια ανατροπή, θα ήταν αλυσιτελής ενέργεια με αναφορά στο συγκεκριμένο λόγο.

 

Εν κατακλείδι, εάν θα εξετάζαμε την αίτηση όπως έχει καταχωριστεί, δεν θα παρείχαμε άδεια για τους λόγους που έχουν ανωτέρω εξηγηθεί, αλλά και υπό την ευρύτερη της διάσταση δεν κρίνουμε ότι είναι η κατάλληλη περίπτωση ώστε να ασκήσουμε τη συμφυή εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς παραμερισμό της εν λόγω απόφασης.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ενόψει του ιστορικού της υπόθεσης και της ανορθόδοξης πορείας που ακολούθησε η παρούσα αίτηση, καθίσταται απόλυτα αναγκαίο να αναφερθούμε στο ιστορικό από το οποίο προκύπτει το νομικό βάθρο της αίτησης.

 

Μετά τον θάνατο του Άκη Κλεάνθους στις 11.4.2011, διεξήχθη Θανατική Ανάκριση (ΘΑ 34/2011) για να εξακριβωθούν τα αίτια θανάτου. Στη διαδικασία επετράπη στην οικογένεια του θανόντος να λάβει μέρος ως ενδιαφερόμενο μέρος, με αποτέλεσμα η οικογένεια να καλέσει συγκεκριμένους μάρτυρες, τους οποίους και αντεξέτασε.

 

Στις 11.2.2014 η Θανατική Ανακρίτρια εξέδωσε πόρισμα ότι για το θάνατο του αποβιώσαντος συνέτεινε «πράξη ή παράλειψη τρίτων προσώπων, σε δύο χρονικά στάδια» του ιατρικού ιστορικού του αποβιώσαντος, εύρημα που ενέπλεκε τους θεράποντες ιατρούς του. Ως εκ τούτου παρέπεμψε το πόρισμα στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

 

Οι θεράποντες ιατροί, μετά από σχετική άδεια της αδελφής Δικαστού Μιχαηλίδου (Πολ. Αίτ. Αρ. 53/2014), καταχώρησαν Αίτηση για Certiorari (Χρίστου κ.ά. (2015) 1 , ECLI:CY:AD:2015:D511Α.Α.Δ. 1693) και κατάφεραν στις 10.7.2015 να ακυρώσουν το πόρισμα της Θανατικής Ανακρίτριας. Να σημειωθεί ότι η Αιτήτρια δεν είχε κληθεί και δεν έλαβε μέρος στη διαδικασία ενώπιον της αδελφής Δικαστού, η οποία αν και προβληματίστηκε, έκρινε ότι η συμμετοχή της στη διαδικασία ήταν αχρείαστη, εφόσον τα συμφέροντά της προστατεύονταν επαρκώς από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ο οποίος λάμβανε μέρος στη διαδικασία.

 

Μετά που η Αιτήτρια ενημερώθηκε για την ακύρωση του πορίσματος, το πρώτο διάβημά της ήταν να καταχωρήσει στις 6.8.2015, τηνΧρίστου κ.ά. (2015) 1 , ECLI:CY:AD:2015:D511Α.Α.Δ. 1693 με την οποία ζητούσε άδεια για να καταχωρήσει Αίτηση για Certiorari. Ο αδελφός Δικαστής Γιασεμής, ο οποίος επιλήφθηκε της Αίτησης, την απέρριψε στις 20.8.2015, αναφέροντας ότι «το ορθό, ίσως, διάβημα, αν η Αιτήτρια επιμένει, είναι εκείνο που λήφθηκε στην υπόθεση Δημοκρατία v. Πουλλή (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 1060, με τη γνωστοποίηση του παραπόνου στην Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, μέσω γραπτής επικοινωνίας με τον Πρόεδρό του.».

 

Η Αιτήτρια παρά την απόρριψη της Αίτησής της, δεν καταχώρησε έφεση. Όμως, προφανώς με αφορμή το πιο πάνω σχόλιο του αδελφού μας Δικαστή, αυθημερόν (20.8.2015) απέστειλε επείγουσα επιστολή στον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου με αίτημα όπως «κατ' εφαρμογή της διαδικασίας που ακολουθήθηκε εις την υπόθεση Δημοκρατία v. Πουλλή (2001) 3 Α.Α.Δ. 1060», παραπέμψει στην Πλήρη Ολομέλεια το παράπονο της Αιτήτριας ότι ως ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν ακούστηκε στη διαδικασία της Χρίστου κ.ά. (2015) 1 , ECLI:CY:AD:2015:D511Α.Α.Δ. 1693. Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι στερήθηκε του δικαιώματος να ακουστεί, κατά παράβαση του Συντάγματος και των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.

 

Ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου με επιστολή του ημερ. 9.10.2015, πληροφόρησε το δικηγόρο της Αιτήτριας ότι: «Το Ανώτατο Δικαστήριο σε πρόσφατη συνεδρία του αποφάσισε πως για την έναρξη διαδικασίας επί του θέματος, είναι επιθυμητό να καταχωρηθεί ένδικο διάβημα στο αρμόδιο Πρωτοκολλητείο.».

 

Ως αποτέλεσμα, η Αιτήτρια επέλεξε να καταχωρήσει την παρούσα Αίτηση (Πολιτική Αίτηση Αρ. 145/2015), με την οποία ζητά «άδεια δια καταχώρηση αιτήσεως δι' έκδοσιν διατάγματος Certiorari διά την μετακίνησιν και/ή μεταφορά εις την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου με σκοπό την ακύρωση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Πρωτοβάθμια Δικαιοδοσία) ημερομηνίας 10/7/2015, εις την Χρίστου κ.ά. (2015) 1 , ECLI:CY:AD:2015:D511Α.Α.Δ. 1693.».

 

Ο αδελφός Δικαστής Παμπαλλής ενώπιον του οποίου τέθηκε η Αίτηση, με απόφασή του ημερ. 1.2.2016, έκρινε ότι, ενόψει του προγενέστερου αιτήματος προς το Ανώτατο Δικαστήριο και της απάντησης που έτυχε η Αιτήτρια επί του θέματος, «κακώς η αίτηση τέθηκε ενώπιον (του) προς εκδίκαση» και έδωσε οδηγίες όπως αυτή τεθεί ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, πράγμα που έγινε.

 

Η Αίτηση τέθηκε ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας στις 3.3.2016. Αρχικά τέθηκε θέμα εξαίρεσης των αδελφών Δικαστών Μιχαηλίδου και Γιασεμή, ενόψει της προηγούμενης εμπλοκής τους στο θέμα, αλλά μετά από διεξοδική συζήτηση το αίτημα αποσύρθηκε. Στη συνέχεια τέθηκε θέμα αν έπρεπε στη βάση της υπόθεσης Πουλλή, ανωτέρω, η Αίτηση να ακουστεί «μονομερώς σε πρώτο στάδιο ή .. να επιδοθεί στους ενδιαφερόμενους». Ο δικηγόρος της Αιτήτριας άφησε το θέμα στο Δικαστήριο, το οποίο με απόφασή του έκρινε ότι:-

 

«Εν όψει του ιδιόμορφου ιστορικού της υπόθεσης το οποίο προηγήθηκε, εκλαμβάνουμε ότι η παρούσα αίτηση είναι, ευρύτερης φύσεως, αίτηση για αποκατάσταση της φυσικής δικαιοσύνης, καθηκόντως, από το Δικαστήριο «ex debito justitiae».  Κρίνουμε ότι υπό τις περιστάσεις θα σας ακούσουμε μονομερώς, στην παρουσία όλων των Μελών του Δικαστηρίου, προς το σκοπό του να καταλήξουμε αν εγείρεται κατ' αρχήν ζήτημα παραβίασης των Αρχών της φυσικής δικαιοσύνης. Θα σας δώσουμε την ευκαιρία να κάνετε γραπτή αγόρευση κ. Τριανταφυλλίδη.  Πόσος χρόνος απαιτείται; Αν εγείρεται βεβαίως ζήτημα παραβίασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, τότε θα καλέσουμε και τους ενδιαφερόμενους να τους ακούσουμε επί της ουσίας.»

 

Είναι φανερό από το πιο πάνω ιστορικό ότι ενώ η Αίτηση ξεκίνησε ως Αίτηση για εξασφάλιση άδειας για Αίτηση Certiorari, στη συνέχεια ενόψει της διασύνδεσής της με την υπόθεση Πουλλή, ανωτέρω, μετατράπηκε σε αίτηση «ευρύτερης φύσεως .. για αποκατάσταση της φυσικής δικαιοσύνης .. από το Δικαστήριο "ex debito justitiae"». Γι' αυτό εξάλλου θεωρήθηκε ότι στη σύνθεση θα μπορούσαν να συμμετάσχουν και οι αδελφοί μας Δικαστές Μιχαηλίδου και Γιασεμής. Ενώ αν παρέμενε ως αίτηση για παραχώρηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για Certiorari, δεν θα μπορούσαν να συμμετάσχουν στη σύνθεση.

 

Με βάση, λοιπόν, τα πιο πάνω δεδομένα, όσο ανορθόδοξα και αν είναι διαδικαστικά, θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε την αίτηση με βάση το νομικό πλαίσιο της, όπως αυτό έχει ριζικά διαμορφωθεί, δηλαδή από αίτηση για άδεια για καταχώρηση Certiorari, σε αίτηση για αποκατάσταση δικαιοσύνης. Στόχος της διαδικασίας, όπως εξάλλου προσδιορίζεται στην πιο πάνω απόφαση της Ολομέλειας, είναι να διαπιστωθεί «αν εγείρεται κατ' αρχήν ζήτημα παραβίασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης ..», οπότε η Ολομέλεια θα καλούσε «και τους ενδιαφερόμενους να τους (ακούσει) επί της ουσίας». Αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως στόχο της διαδικασίας που χάραξε η Ολομέλεια, είναι για να διαπιστωθεί αν υπάρχουν οι περιστάσεις για να αναλάβει δικαιοδοσία στη βάση της Πουλλή. Αυτό βέβαια θα μπορούσε να γίνει με την αρχική αίτηση της Αιτήτριας, αλλά λόγω της ιδιάζουσας διαδικασίας της Θανατικής Ανάκρισης προτιμήθηκε να ακουστεί περαιτέρω η πλευρά της Αιτήτριας επί του θέματος.

 

Παρά τον καθορισμό από την Ολομέλεια μιας sui generis διαδικασίας, ο ευπαίδευτος συνήγορος της Αιτήτριας κατά την αγόρευσή του ενώπιον της Ολομέλειας, αναφέρθηκε στην ανάγκη να πείσει το Δικαστήριο «ότι υπάρχει τουλάχιστον συζητήσιμη υπόθεση» για να καταλήξει ότι τέτοια υπάρχει για δύο λόγους, ένα ειδικό και ένα γενικό. Ως προς τον πρώτο, ανέφερε ότι η Θανατική Ανακρίτρια άσκησε τη διακριτική ευχέρεια που είχε δυνάμει του Άρθρου 14(β)* του περί Θανατικών Ανακριτών Νόμου, Κεφ. 153 και επέτρεψε στην οικογένεια του θανόντος να λάβει μέρος στη διαδικασία της Θανατικής Ανάκρισης, με αποτέλεσμα να καταστεί ενδιαφερόμενο μέρος. Ο γενικός λόγος βασίζεται στην παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, δηλαδή του δικαιώματος της Αιτήτριας, που ως ενδιαφερόμενο μέρος είχε δικαίωμα να ακουστεί στη διαδικασία ενώπιον της αδελφής Δικαστού Μιχαηλίδου, στην οποία ακυρώθηκε το πόρισμα της Θανατικής Ανάκρισης. Για τους πιο πάνω λόγους, εισηγήθηκε ότι υπάρχει «εκ πρώτης όψεως υπόθεση», ώστε να κληθούν και οι άλλοι ενδιαφερόμενοι. Ο δικηγόρος της Αιτήτριας φαίνεται να επιμένει, παρά τα αποφασισθέντα από την Ολομέλεια ως προς τη διαδικασία και το νομικό πλαίσιο της Αίτησης, να ζητά άδεια για καταχώρηση Certiorari. Όμως αυτό δεν μπορεί να γίνει, εφόσον η Ολομέλεια δέχθηκε να εξετάσει κατά πόσον το αίτημα μπορεί να γίνει δεχτό με βάση την υπόθεση Πουλλή, διαφοροποιώντας έτσι το νομικό βάθρο της Αίτησης και καθορίζοντας μια συγκεκριμένη διαδικασία.

 

Επομένως, ένα είναι το ζητούμενο, αν διαπιστώνεται «κατ' αρχήν ζήτημα παραβίασης των αρχών φυσικής δικαιοσύνης». Αν διαπιστωθεί κάτι τέτοιο, ότι δηλαδή στα βασικά σημεία υπάρχει ζήτημα παραβίασης των αρχών, τότε θα δοθούν οδηγίες για να κληθούν και οι άλλοι ενδιαφερόμενοι.

 

Θα πρέπει εξ υπαρχής να επισημανθεί ότι το κατάλοιπο εξουσίας του δικαστηρίου με βάση την Πουλλή, ανωτέρω, ασκείται με φειδώ και σε εξαιρετικές περιστάσεις όπου διαπιστώνεται καταφανής παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, ώστε να είναι ξεκάθαρο ότι η απόφαση είναι άκυρη, οπότε και το δικαστήριο ασκώντας τη σύμφυτη εξουσία του, προχωρεί στην ακύρωσή της.  Όπως περαιτέρω αναφέρθηκε στην Kayat Trading Limited v. Genzyme Corporation (Αρ. 3) (2013) 1(Β) Α.Α.Δ. 1263, η διαδικασία δυνάμει της Πουλλή δεν αποτελεί τρίτο βαθμό δικαιοδοσίας, εφόσον τέτοια «τριτοβάθμια δικαιοδοσία είναι θεσμός άγνωστος στο νόμο και βρίσκεται έξω από τα πλαίσια του Κυπριακού δικαίου», το οποίο διασφαλίζει την τελεσιδικία (βλ. Αντωνίου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 339). Πέραν τούτου, σύμφωνα με την Taylor v. Lawrence [2002] 2 All ER 353, το κατάλοιπο της εξουσίας του δικαστηρίου ασκείται σε εξαιρετικές περιστάσεις και εφόσον κριθεί ότι η περίπτωση είναι «κατάλληλη» (appropriate) για να ασκηθεί η σύμφυτη εξουσία του δικαστηρίου.

 

Παρόμοια θέση υιοθετήθηκε και στην Kayat Trading Ltd v. Genzyme Corporation (Αρ. 3), ανωτέρω, όπου αναφέρθηκε ότι η περίπτωση θα πρέπει να είναι «πρέπουσα» για να ασκηθεί η σύμφυτη εξουσία του δικαστηρίου.

 

Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι με βάση την υπόθεση Πουλλή, ακόμα και όταν διαπιστωθεί παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, το Δικαστήριο «δύναται» κατά την άσκηση της σύμφυτης δικαιοδοσίας του να παραμερίσει οποιαδήποτε διαταγή.

 

Στην προκειμένη περίπτωση η Θανατική Ανακρίτρια έδωσε το δικαίωμα στην Αιτήτρια να εμφανιστεί και να λάβει μέρος στη διαδικασία ως ενδιαφερόμενο μέρος, δυνάμει του Άρθρου 14(β) του περί Θανατικών Ανακριτών Νόμου, Κεφ. 153. Από τη στιγμή που η Θανατική Ανακρίτρια επέτρεψε στην Αιτήτρια να λάβει μέρος στη διαδικασία της Θανατικής Ανάκρισης, δικαίωμα ακρόασης θα μπορούσε, κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, να είχε δοθεί και κατά την εκδίκαση της Χρίστου κ.ά. (2015) 1 , ECLI:CY:AD:2015:D511Α.Α.Δ. 1693. Τα όσα αναφέρονται στο σύγγραμμα "Jervis on Coroners" 13η Έκδοση, παρ. 19-37 και 19-40 σε σχέση με τους έχοντες δικαίωμα να αμφισβητήσουν εκδοθέν πόρισμα, είναι διαφωτιστικά. Όμως, λόγω της ιδιάζουσας φύσης της διαδικασίας της Θανατικής Ανάκρισης στην οποία διάδικος είναι μόνο ο Γενικός Εισαγγελέας, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για ξεκάθαρη ή καταφανή παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, ώστε να θεωρήσουμε ότι η παρούσα είναι κατάλληλη περίπτωση για άσκηση της σύμφυτης εξουσίας του δικαστηρίου.

 

Ακόμη και αν για χάριν συζήτησης θεωρηθεί ότι ενόψει των προνοιών του Άρθρου 14(β) του Κεφ. 153 υπάρχει τυπική παραβίαση των δικαιωμάτων της Αιτήτριας να ακουστεί, δεν διαπιστώνουμε οποιαδήποτε ουσιαστική βλάβη στην Αιτήτρια, αφού τα συμφέροντα της εκπροσωπήθηκαν πλήρως από τον Γενικό Εισαγγελέα, ο οποίος υποστήριξε το Πόρισμα της Θανατικής Ανάκρισης, όπως ενδεχομένως θα έπραττε και η ίδια. Όμως το ratio της απόφασης της αδελφής Δικαστού που εκδίκασε την αίτηση για Certiorari, ήταν ότι το πόρισμα θα έπρεπε να ακυρωθεί αφού στηρίζετο στο λανθασμένο εύρημα της Θανατικής Ανακρίτριας ότι απουσίαζε από το φάκελο η συγκατάθεση του θανόντος, Τεκμήριο 5, με αποτέλεσμα να διατυπωθεί υπόνοια ενοχής τρίτων προσώπων.

 

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης, θεωρούμε ότι το να κληθούν και οι άλλοι εμπλεκόμενοι για να ακουστούν, δεν θα εξυπηρετούσε οτιδήποτε και θα ήταν μια αλυσιτελής ενέργεια, αφού ακόμα και ο Γενικός Εισαγγελέας που εκπροσωπήθηκε σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, δεν διαφώνησε με την ύπαρξη του Τεκμηρίου 5. Διερωτόμαστε σε τι θα εξυπηρετούσε αν παραχωρούσαμε άδεια στην Αιτήτρια για να αμφισβητήσει το εύρημα της αδελφής μας Δικαστού, αναφορικά με το Τεκμήριο 5, από τη στιγμή που φαίνεται να είναι αδιαμφισβήτητο ως προς την ύπαρξη της συγκατάθεσης του αποβιώσαντα (Τεκμήριο 5).

 

Όπως έχει νομολογιακά αποφασιστεί «τα δικαστήρια δεν ενεργούν επί ματαίω, ούτε επιλύουν ακαδημαϊκά ζητήματα, ούτε και προχωρούν σε επίλυση διαφορών οι οποίες είτε έχουν εκλείψει, είτε λόγω μεταβολής των συνθηκών, η επίλυσή τους δεν θα κατέληγε σε οποιοδήποτε αποτέλεσμα» (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας v. Tudor (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1176).

 

Πέραν τούτου, ακόμα και όταν διαπιστώνεται παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, το Δικαστήριο, εφόσον ενεργεί με βάση τη σύμφυτη δικαιοδοσία του, έχει διακριτική ευχέρεια να ενεργήσει κατά τρόπο που σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, να διασφαλίζονται από τη μια τα ευρύτερα συμφέροντα της δικαιοσύνης, χωρίς βέβαια να επηρεάζονται ανεπανόρθωτα τα δικαιώματα του διαδίκου και να δημιουργείται αδικία. Αυτό γίνεται με το να θεωρήσει την περίπτωση «κατάλληλη» ή «πρέπουσα». 

 

Στην προκειμένη περίπτωση, λόγω της ιδιάζουσας διαδικασίας της Θανατικής Ανάκρισης και του έντονου δημόσιου συμφέροντος, δεν έχουμε πειστεί ότι ικανοποιείται ο πολύ υψηλός πήχης που τέθηκε στην υπόθεση Πουλλή, ώστε να ασκηθεί η σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου υπέρ της Αιτήτριας.

 

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης, θεωρούμε ότι είναι αχρείαστο να εξετάσουμε οποιοδήποτε άλλο ζήτημα έχει εγερθεί και ιδιαίτερα αν υπήρχε διαθέσιμο στην Αιτήτρια το ένδικο μέσο της έφεσης μετά που πληροφορήθηκε για το αποτέλεσμα της απόφασης της αδελφής Δικαστού Μιχαηλίδου και μετά την απόρριψη της Αίτησής της για άδεια, από τον αδελφό Δικαστή Γιασεμή στα πλαίσια της Κλεάνθους (2015) 1 , ECLI:CY:AD:2015:D560Α.Α.Δ. 1828, που ενδεχομένως να ήταν ένα πρόσθετο σοβαρό κώλυμα για την Αιτήτρια.

 

Θεωρούμε ότι υπό τις περιστάσεις η πιο λογική επιλογή για την Αιτήτρια για προστασία των συμφερόντων της είναι να λάβει μέρος στη νέα Θανατική Ανάκριση που θα διεξαχθεί.

 

Η Αίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια, κ. Χριστιάνα Κλεάνθους, ήταν η σύζυγος του αποβιώσαντος Κλεάνθη Κλεάνθους, σε σχέση με το θάνατο του οποίου διεξήχθη, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, η θανατική ανάκριση αρ. 34/2011. Σύμφωνα με το πόρισμα της Θανατικής Ανακρίτριας, ο προαναφερθείς αποβιώσας υπέκυψε στο μοιραίο στις 11.4.2011 και ώρα 12.30 μ.μ. της ημέρας εκείνης. Ως αιτία θανάτου του αναφέρεται το έμφραγμα μυοκαρδίου επί εδάφους παλαιού. Στην αιτία αυτή, όπως είναι, περαιτέρω, το εύρημα της Θανατικής Ανακρίτριας, συνέτεινε, κατά εύλογη υποψία, «πράξη ή παράλειψη τρίτων προσώπων», η οποία συνέβη κατά τον τρόπο και στους χρόνους που επεξηγείται στο πόρισμά της.  Τέλος, η Θανατική Ανακρίτρια, καταλήγοντας ως ανωτέρω, έδωσε οδηγίες όπως το πόρισμα τεθεί υπόψη του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

 

Ο αποβιώσας, σε δύο περιπτώσεις πριν από το θάνατό του, ήτοι στις 17.8.2010 και στις 31.1.2011, είχε υποβληθεί σε επεμβάσεις τοποθέτησης τριών στεντ, προς απόφραξη αρτηριών που παρουσίαζαν πρόβλημα στένωσης. Την πιο πάνω αγγειοπλαστική μέθοδο θεραπείας εφάρμοσαν στον αποβιώσαντα οι ιατροί Χρίστος Χρίστου και Σάββας Κωνσταντινίδης του Αμερικανικού Καρδιολογικού Κέντρου. Όπως προκύπτει από το πόρισμα, αυτοί είναι τα «τρίτα πρόσωπα», η πράξη ή παράλειψη των οποίων, κατά εύλογη υποψία, δυνατό να συνέτεινε στο θάνατο του αποβιώσαντος.  Οι εν λόγω ιατροί διαφώνησαν με την πιο πάνω διαπίστωση της Θανατικής Ανακρίτριας και αποτάθηκαν στο Ανώτατο Δικαστήριο για την ακύρωση του πορίσματος, επικαλούμενοι, προς το σκοπό αυτόν, την εξουσία του δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος.

 

Η ευπαίδευτη Δικαστής του Δικαστηρίου τούτου, που επιλήφθηκε της σχετικής αίτησης Χρίστου κ.ά. (2015) 1 , ECLI:CY:AD:2015:D511Α.Α.Δ. 1693, έκαμε δεκτό το αίτημά τους και εξέδωσε το αιτηθέν με αυτήν ένταλμα certiorari. Ως αποτέλεσμα της κατάληξης, ανωτέρω, θα διεξαχθεί νέα ανάκριση σε σχέση με το θάνατο του Κλεάνθη Κλεάνθους. Σε προκαταρκτικό στάδιο της πιο πάνω διαδικασίας, η ευπαίδευτη Δικαστής είχε προβληματιστεί κατά πόσο η σχετική διά κλήσεως αίτηση, για την καταχώριση της οποίας είχε δώσει προηγουμένως άδεια, έπρεπε να επιδοθεί και στη σύζυγο του εν λόγω αποβιώσαντος, αιτήτρια στην παρούσα διαδικασία. Κατέληξε ότι δεν παρίστατο ανάγκη για κάτι τέτοιο, αφού τα οποιαδήποτε συμφέροντά της προστατεύονταν από την εκπρόσωπο του Γενικού Εισαγγελέα. Ως αποτέλεσμα, η αιτήτρια δεν κλήθηκε και δεν έλαβε μέρος στη διαδικασία της αίτησης Χρίστου κ.ά. (2015) 1 , ECLI:CY:AD:2015:D511Α.Α.Δ. 1693.

 

Η αιτήτρια, να σημειωθεί, είχε εκπροσωπηθεί, κατόπιν σχετικής αδείας, στη διαδικασία η οποία διεξήχθη ενώπιον της Θανατικής Ανακρίτριας· θεωρήθηκε ότι ήταν «ενδιαφερόμενο μέρος», όπως και οι ιατροί Χρίστου και Κωνσταντινίδης, δυνάμει του Άρθρου 14(β)* του περί Θανατικών Ανακριτών Νόμου, Κεφ. 153. Δεν υπάρχει στο Νόμο ερμηνεία ως προς την έννοια του όρου «ενδιαφερόμενο μέρος». Δεδομένης, όμως, της φύσεως της διαδικασίας της θανατικής ανάκρισης, μπορεί να θεωρηθεί ότι σημαίνει πρόσωπο του οποίου δυνατό να επηρεαστεί κάποιο συμφέρον, ακόμα και οικονομικό, από το αποτέλεσμα της θανατικής ανάκρισης, (βλ. Δημητρίου (2015) 1 Α.Α.Δ. 2882, ECLI:CY:AD:2015:A858, ειδικά, ως προς τα γεγονότα της).

Η αιτήτρια, πληροφορηθείσα, σε κάποιο στάδιο, για την πιο πάνω απόφαση, αποτάθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο, επικαλούμενη και αυτή την εξουσία του δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος, επιδιώκοντας την ακύρωσή της. Κρίθηκε, στη βάση σχετικής νομολογίας*, ότι δε χωρεί ένταλμα certiorari κατά απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οπότε η σχετική μονομερής αίτηση απορρίφθηκε**, χωρίς να διενεργηθεί εξέτασή της επί της ουσίας. Η αιτήτρια δεν καταχώρισε έφεση κατά της τελευταίας, πιο πάνω, απορριπτικής απόφασης. Υποβλήθηκε, όμως, εκ μέρους της, το παρόν δικονομικό διάβημα, προσομοιάζον με μονομερή αίτηση, για λήψη άδειας προώθησης διαδικασίας έκδοσης εντάλματος certiorari· στη διαδικασία που ακολούθησε, δεν εξετάστηκε η μορφή που έλαβε η εν λόγω αίτηση και οι τυχόν συνέπειες από αυτή.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας κατέστησε σαφές ότι πρόθεσή του είναι η κινητοποίηση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως συνέβη στην υπόθεση Δημοκρατία v. Πουλλή (2001) 3 Α.Α.Δ. 1060. Αρχικά, είχε αποταθεί, με επιστολή, προς τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με αίτημα τη γνωστοποίηση του παραπόνου της αιτήτριας στην Πλήρη Ολομέλεια «κατ' εφαρμογή της διαδικασίας που ακολουθήθηκε εις την υπόθεση Δημοκρατία v. Πουλλή (2001) 3 Α.Α.Δ. 1060 και λήψη της ενδεδειγμένης απόφασης αφού ακούσει όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη επί της ουσίας». Το παράπονο της αιτήτριας είναι ότι αυτή στερήθηκε του δικαιώματος να ακουστεί στο πλαίσιο της προαναφερθείσας αίτησης Χρίστου κ.ά. (2015) 1 , ECLI:CY:AD:2015:D511Α.Α.Δ. 1693, κατά παράβαση του κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης audi alteram partem, (ακούστε και το άλλο μέρος).

 

Ως εκ των προηγηθέντων, η διαδικασία ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου διεξήχθη στη βάση της υπόθεσης Δημοκρατία v. Πουλλή, ανωτέρω. Η υπόθεση εκείνη αφορούσε περίπτωση, κατά την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο (πενταμελής Ολομέλεια) εξεδίκασε και εξέδωσε απόφαση σε αναθεωρητική έφεση, χωρίς να έχει προηγηθεί η επίδοση της έφεσης και της αντέφεσης στα εκεί ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Το υπό αναφορά γεγονός έφερε σε γνώση του Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με επιστολή του, ένα από τα εν λόγω πρόσωπα, όταν αυτό έτυχε να λάβει γνώση του αποτελέσματος της υπόθεσης. Η Πλήρης Ολομέλεια, ενεργώντας ex proprio motu, κάλεσε ενώπιόν της και τα λοιπά μέρη που εμπλέκονταν σε αυτή. Αφού δε σημείωσε και τις θέσεις τους, έκρινε ότι τα εν λόγω ενδιαφερόμενα πρόσωπα δικαιούντο, ex debito justitiae, σε απόφαση για αποκατάσταση της δικαιοσύνης· τα εμπλεκόμενα μέρη είχαν, ήδη, συμφωνήσει στην παροχή διορθωτικής θεραπείας.

 

Δοθείσας, στην υπόθεση εκείνη, της καταφανούς παραβίασης του προαναφερθέντος κανόνα φυσικής δικαιοσύνης, όπως αυτός κατοχυρώνεται στο Άρθρο 30.3 του Συντάγματος, και της απουσίας θεσμοθετημένου διαβήματος για αναζήτηση θεραπείας, η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναγνώρισε την ύπαρξη, προς το σκοπό αυτό, σύμφυτης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Μάλιστα, ο Πρόεδρος, κ. Πικής, θέτοντας το θέμα, με σχετική γενικότητα, ανέφερε, στη σελίδα 1067, τα εξής:-

 

«Διαπιστώνουμε ότι παρέχεται στο δικαστήριο σύμφυτη δικαιοδοσία ακύρωσης διαταγής ή απόφασης, που εκδίδεται σε διαδικασία η οποία δεν επιδίδεται σε ενδιαφερόμενο πρόσωπο.  Αυτό ισχύει τόσο στην περίπτωση της έφεσης όσο και της αντέφεσης, που ακούονται χωρίς γνωστοποίηση της διαδικασίας σε κάθε διάδικο ή ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Η ακύρωση αποτελεί χρέος προς αποκατάσταση της δικαιοσύνης και το χρέος αυτό μπορεί να πληρωθεί είτε μετά από διάβημα ενδιαφερομένου προσώπου ή με πρωτοβουλία του ιδίου του δικαστηρίου.»

 

Η Πλήρης Ολομέλεια, ενεργώντας στη βάση της πιο πάνω αρχής, κήρυξε την προηγηθείσα απόφαση της Ολομέλειας άκυρη.

 

Δέκα χρόνια αργότερα, στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 1506, η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου εφάρμοσε, εκ νέου, την πιο πάνω αρχή, αυτήν τη φορά, ενεργώντας, αποκλειστικά, εξ ιδίας πρωτοβουλίας. Δε χρειάζεται, για σκοπούς της παρούσας απόφασης, να γίνει λεπτομερής αναφορά στα γεγονότα της. Είναι αρκετό να αναφερθεί πως είχε και εκεί διαπιστωθεί καταφανής παραβίαση του εν λόγω κανόνα φυσικής δικαιοσύνης, όταν η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στο πλαίσιο έφεσης σε σχέση με το πρώτο στάδιο διαδικασίας certiorari, αποφάσισε επί της ουσίας της διαφοράς ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου, χωρίς να δοθεί η ευκαιρία να ακουστεί και η άλλη πλευρά. Ως αποτέλεσμα, η απόφασή της, σχετικά, κηρύχθηκε άκυρη.

 

Η δικαιοδοσία, την οποία καθιέρωσε το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Δημοκρατία v. Πουλλή, σε σχέση με τον κανόνα φυσικής δικαιοσύνης audi alteram partem, βασιζόμενο στη σύμφυτη εξουσία του, η οποία επιβεβαιώθηκε αργότερα στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά., ανωτέρω, εμφανώς, ασκείται σε κάθε περίπτωση όπου διαπιστώνεται καταφανής παραβίαση του εν λόγω κανόνα. Η προσφυγή στην πιο πάνω δικαιοδοσία και σε άλλες περιπτώσεις, παρόμοιας φύσεως, δεν μπορεί, ασφαλώς, να αποκλείεται a priori· τέτοια περίπτωση θα εξετάζεται όταν και εφόσον αυτή προκύπτει. Πάντως, το βέβαιο είναι πως η υπό αναφορά δικαιοδοσία δεν καθιερώνει ένδικο διάβημα και, δη, αυτό της έφεσης, εκεί που κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από το νόμο και τη δικονομία. Η άσκησή της επιτρέπεται ad hoc και μόνο όπου το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει το ίδιο να επέμβει για να «εκπληρώσει το οφειλόμενο προς τη δικαιοσύνη χρέος και να παραμερίσει άκυρη απόφαση», (βλ. Δημοκρατία v. Πουλλή, ανωτέρω, σελ. 1066). Η άσκησή της δε για απόδοση άλλης φύσεως θεραπείας, από ακυρωτική, σαφώς, εκφεύγει της αρχής την οποία καθιέρωσε η πιο πάνω υπόθεση.

 

Τα γεγονότα των δύο υποθέσεων, ανωτέρω, στις οποίες ασκήθηκε η υπό αναφορά δικαιοδοσία, αποτελούν σαφή καθοδήγηση ως προς τις περιστάσεις υπό τις οποίες δικαιολογείται η άσκησή της. Καταδεικνύουν δε, εμπράκτως, χωρίς να αφήνεται οποιαδήποτε αμφιβολία, ότι αυτή ασκείται στην περίπτωση που, αναμφισβήτητα, παραβιάζεται ο εν λόγω κανόνας φυσικής δικαιοσύνης, προκαλώντας, έτσι, αδικία στην πλευρά που δεν έχει την ευκαιρία να ακουστεί κατά την ακρόαση η οποία διεξάγεται προηγουμένως. Εν ολίγοις, αποτελεί μέτρο ύστατης καταφυγής, προς εκπλήρωση, από το Δικαστήριο, του καθήκοντός του για απονομή δικαιοσύνης.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, κάθε άλλο από βεβαία μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι η παραβίαση του πιο πάνω κανόνα. Στην εν λόγω παρατήρηση, οδηγεί, κατ' αρχάς, η εξεταστική φύση της θανατικής ανάκρισης, όπως αυτή έχει διαπιστωθεί στην υπόθεση Πιττάκης κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 297. Ακριβώς, επειδή η διαδικασία η οποία διεξάγεται με τη θανατική ανάκριση δεν έχει αντιπαραθετικό χαρακτήρα, η εκπροσώπηση της οικογένειας αποβιώσαντος σε αυτή δεν της εξασφαλίζει, a priori, συμμετοχή, ως ενδιαφερόμενο μέρος, πόσο μάλλον σε διαδικασία certiorari, με την οποία επιδιώκεται η ακύρωση του πορίσματος του Θανατικού Ανακριτή.  Να σημειωθεί δε, συναφώς, πως το Κεφ. 153 δεν καθορίζει οποιοδήποτε μέλος της ως «ενδιαφερόμενο μέρος». Η κλήτευση, συνήθως, του πλησιέστερου συγγενή γίνεται προς υποβοήθηση του έργου του Θανατικού Ανακριτή, όπως αυτό καθορίζεται στο Άρθρο 14(α)* του εν λόγω Νόμου. Είναι δε, ως προς τούτο, χαρακτηριστική η παρατήρηση στην υπόθεση Πιττάκης κ.ά., ανωτέρω, στη σελίδα 302, ότι: «Η γνωστοποίηση της διεξαγωγής της θανατικής ανάκρισης στους κληρονόμους ή στα μέλη της οικογένειας ή σε οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο πρόσωπο, ώστε να τους παρασχεθεί η ευκαιρία να λάβουν μέρος στη διαδικασία δεν αποτελεί προϋπόθεση για την εγκυρότητα της διεξαγωγής της θανατικής ανάκρισης.» Έπειτα, είναι και ο σκοπός τον οποίο αυτή εξυπηρετεί, αφού, όπως έχει λεχθεί «ο τρόπος επέλευσης του θανάτου είναι ζήτημα ευρύτερο της εξακρίβωσης της ιατρικής αιτίας θανάτου», (βλ.  Δημητρίου, ανωτέρω.)

 

Οι πιο πάνω παρατηρήσεις είναι σχετικές με την κεντρική θέση που προβλήθηκε εκ μέρους της αιτήτριας, ότι αυτή, αφού συμμετείχε στη θανατική ανάκριση, ως ενδιαφερόμενο μέρος, έπρεπε να κληθεί να συμμετάσχει και στη διαδικασία certiorari, στο στάδιο που αυτή διεξήχθη inter partes. Η εν λόγω θέση, όμως, δεν είναι ορθή, δεδομένου ότι χαρακτηρίζεται από γενικότητα και αοριστία, ως προς το συμφέρον του οποίου θα επιδιωκόταν η προστασία.  Οι παρατηρήσεις δε, ανωτέρω, καταδεικνύουν, επίσης, ότι η συμμετοχή κάποιου, ως ενδιαφερομένου μέρους, σε θανατική ανάκριση δεν προκαθορίζει ότι ο ίδιος έχει ενδιαφέρον στο αποτέλεσμά της, όπως αυτό διαπιστώνεται στο πόρισμα. Επομένως, υπάρχει αβεβαιότητα σε σχέση με την παραβίαση, στην περίπτωση της αιτήτριας, του υπό αναφορά κανόνα φυσικής δικαιοσύνης. Τέλος, πρέπει, επίσης, να λεχθεί ότι οι παρατηρήσεις αυτές δεν προοιωνίζουν το αποτέλεσμα, στην περίπτωση κατά την οποία ζήτημα, όπως αυτό που έχει, ως άνω, εγερθεί, τίθεται ευθέως προς εξέταση, στο πλαίσιο μιας συνήθους διαδικασίας, όχι, όμως, αυτής την οποία έχει καθιερώσει η υπόθεση Δημοκρατία v. Πουλλή.

 

Εν κατακλείδι, διαπιστώνεται πως, για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί πιο πάνω, δεν τυγχάνει εφαρμογής η δικαιοδοσία την οποία καθιέρωσε η υπόθεση Δημοκρατία v. Πουλλή, η οποία, εμφανώς, ασκείται όπου συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, και για το σκοπό που έχει προαναφερθεί.  Επομένως, το αίτημα απορρίπτεται.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο