ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:A502
(2016) 1 ΑΑΔ 2496
26 Οκτωβρίου, 2016
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΝΑΓΗ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]
1. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΤΣΩΝΙΑΣ,
2. ΣΑΒΒΑΣ ΚΟΤΣΩΝΙΑΣ,
Εφεσείοντες-Ενάγοντες,
v.
1. GLOBAL CONSOLIDATOR PUBLIC LTD,
2. ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,
Εφεσιβλήτων-Εναγόμενων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 253/2010)
Συμβάσεις ― Διάρρηξη σύμβασης πώλησης μετοχών ― Αποζημιώσεις ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης σύμφωνα με την οποία, εφόσον υπήρξε αθέτηση της συμφωνίας εκ μέρους της εταιρείας, οι εφεσείοντες είχαν τη δυνατότητα να αποκηρύξουν και να τερματίσουν τη συμφωνία, κάτι που δεν έπραξαν ― Αντιθέτως, κατακράτησαν τις μετοχές, αφού στο μεταξύ μετατράπηκαν σε συνήθεις ― Απόφανση Εφετείου ότι ορθά απερρίφθησαν αξιώσεις για αποζημιώσεις και επιστροφή του ποσού που κατάβαλαν για την αγορά των επίδικων μετοχών ― Δεν ήταν ορθός ο ισχυρισμός ότι απλώς με την ύπαρξη της αγωγής και την απαίτηση των συγκεκριμένων θεραπειών, ήταν δυνατό να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η συμφωνία είχε τερματισθεί από αυτούς.
Εταιρείες ― Σύμβουλοι εταιρείας ― Ευθύνη ― Μπορεί να κριθεί ότι φέρουν ευθύνη στην περίπτωση διάπραξης αστικού αδικήματος και αυτό αν δικαιολογείται από τα περιστατικά της υπόθεσης και ανάλογα με το ρόλο που προσωπικά διαδραμάτισε ο διευθυντής ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης ότι υπό τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, δεν διεπράχθη οποιονδήποτε αστικό αδίκημα ώστε να προέβαλλε η ανάγκη για εξέταση του ρόλου που διαδραμάτισε διευθυντής στη διάπραξή του ― Αυτό που αποδείχθηκε αφορούσε σε αθέτηση συμφωνίας εκ μέρους της εταιρείας.
Συμβάσεις ― Αποζημιώσεις ― Διάρρηξη συμφωνίας ― Ως ζήτημα γενικής αρχής, το αναίτιο μέρος το οποίο, κατόπιν τερματισμού διεκδικεί αποζημιώσεις, δεν δικαιούται να διατηρεί στο εξής ωφελήματα που του παρέχονται μόνο στη βάση ισχύος της σύμβασης.
Οι εφεσείοντες απέκτησαν με ιδιωτική τοποθέτηση 80.000 μετοχές της εφεσίβλητης 1 εταιρείας στην τιμή των ΛΚ0.25 ανά μετοχή. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, η αγορά αυτή έγινε στη βάση των όρων που καθόρισαν οι εφεσίβλητοι σε ειδικό έντυπο - αίτηση, με το οποίο διαβεβαίωναν τους υποψήφιους επενδυτές ότι όλες οι μετοχές της εφεσίβλητης 1 θα μετατρέπονταν σε συνήθεις μέχρι 15.12.2000, προκειμένου να εισαχθούν για διαπραγμάτευση στο Χρηματηστήριο Αξιών Κύπρου. Κατά παράβαση όμως του εν λόγω όρου, παρέλειψαν να μετατρέψουν το 75% των μετοχών σε συνήθεις, με αποτέλεσμα οι εφεσείοντες να υποστούν απώλειες και να καταχωρήσουν αγωγή αξιώνοντας επιστροφή του ποσού που κατέβαλαν για την αγορά των 60,000 μετοχών, πλέον αποζημιώσεις και έξοδα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς των διαδίκων που σχετίζονταν με τρία θέματα ήτοι (α) την εμπλοκή του εφεσίβλητου 2 στην αγορά των μετοχών, (β) τον ισχυρισμό του εφεσείοντα 1 ότι αν οι εφεσείοντες γνώριζαν ότι η εταιρεία δεν θα μετέτρεπε το 75% των μετοχών κατηγορίας Α μέχρι 15.12.2000 δεν θα αγόραζαν τις μετοχές και (γ) την αξία της μετοχής της εταιρείας σε περίπτωση που εισάγοντο στο ΧΑΚ προς διαπραγμάτευση το 75% των εν λόγω μετοχών.
Αναφορικά με το πρώτο θέμα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, ότι το ενδιαφέρον που επέδειξαν οι εφεσείοντες για την αγορά των μετοχών δεν προκλήθηκε καθ' οιονδήποτε τρόπο από τον εφεσίβλητο 2 προσωπικά. Σε συνάρτηση με το δεύτερο θέμα, θεώρησε ότι αυτό που είχε σημασία ήταν οι όροι στη βάση των οποίων αγοράστηκαν οι μετοχές και όχι οι σχεδιασμοί των εφεσειόντων ή αν το κέρδος τους σε διάστημα ενός έτους ήταν υπερπενταπλάσιο του ποσού που επένδυσαν. Προς τούτο, εξέτασε τους συμφωνηθέντες όρους όπως διαμορφώθηκαν ως αποτέλεσμα της αποδοχής της αίτησης από την εταιρεία στις 30.11.1999 και κατά πόσο η εταιρεία παραβίασε οποιονδήποτε όρο αυτών των δύο εγγράφων. Στηριζόμενο δε στους όρους των εν λόγω τεκμηρίων και στην απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου στις συνενωμένες αγωγές 5136/02 - 5148/02, Ελευθέριου Ζ. Χατζηζαχαρία κ.ά. ν. L.K. Globalsoft. Com Ltd, ημερομηνίας 2.9.2007, κατέληξε ότι υπήρξε αθέτηση της συμφωνίας εκ μέρους της εταιρείας.
Η εταιρεία ανέλαβε υποχρέωση όπως μέχρι 15.12.2000 μετατρέψει όλες τις μετοχές σε συνήθεις, κάτι που δεν έπραξε. Στη συνέχεια, ανέλαβε υποχρέωση «να καταβάλει κάθε αναγκαία προσπάθεια για εισαγωγή και των μετοχών αυτών στο ΧΑΚ», χωρίς όμως να εγγυάται και την επιτυχία των προσπαθειών της. Αντ' αυτού συγκάλεσε έκτακτη συνέλευση για τις 17.11.2000 στην οποία μετέτρεψε τις επίδικες μετοχές, όχι σε συνήθεις, αλλά σε δικαιώματα αγοράς συνήθων μετοχών (warrants). Έκρινε, περαιτέρω, ότι για την εν λόγω αθέτηση της συμφωνίας, ο εφεσίβλητος 2 ως διευθυντής της εταιρείας, δεν έφερε προσωπική ευθύνη.
Αναφορικά με τις διεκδικούμενες αποζημιώσεις και την επιστροφή του ποσού που κατάβαλαν για την αγορά των επίδικων μετοχών, το πρωτόδικο Δικαστήριο, εφαρμόζοντας τα αποφασισθέντα στην υπόθεση Metaxas, Loizides, Syrimis & Co κ.ά. ν. L.K. Globalsoft Com. Ltd (2007) 1 A.A.Δ. 54 και στις συνενωμένες αγωγές 5136/02 - 5148/02 (πιο πάνω), όπου τα περιστατικά ήταν σχεδόν πανομοιότυπα με την παρούσα, θεώρησε ότι, εφόσον υπήρξε αθέτηση της συμφωνίας εκ μέρους της εταιρείας, οι εφεσείοντες είχαν τη δυνατότητα να αποκηρύξουν και να τερματίσουν τη συμφωνία, κάτι που δεν έπραξαν. Αντιθέτως, κατακράτησαν τις μετοχές, αφού στο μεταξύ μετατράπηκαν σε συνήθεις. Η μόνη ενέργεια στην οποία προέβησαν, ήταν η αποστολή επιστολής μέσω του δικηγόρου τους ημερομηνίας 15.7.2002, δεκαοκτώ μήνες μετά την αθέτηση της συμφωνίας και έντεκα περίπου μήνες μετά τη μετατροπή και των επίδικων μετοχών σε συνήθεις, με την οποία ζητούσαν επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλαν, χωρίς όμως να αποκηρύττουν και να τερματίζουν τη συμφωνία. Η παράλειψή τους αυτή οδήγησε στην πρωτόδικη κρίση ότι οι εφεσείοντες δεν δικαιούνταν σε αποζημιώσεις. Ως αποτέλεσμα η αγωγή απορρίφθηκε.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα την ισχύουσα νομολογία και το Νόμο αναφορικά με τα διάφορα ζητήματα που εγέρθηκαν προς εξέταση.
β) Δεν υπήρξε ορθή αξιολόγηση της μαρτυρίας και υπήρξε πλάνη ως προς τα πραγματικά γεγονότα.
γ) Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν ήταν αιτιολογημένη ως ορίζει το Άρθρο 30(2) του Συντάγματος.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Αναφορικά με τον ισχυρισμό περί προσωπικής ευθύνης του εφεσίβλητου 2, το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι μια εταιρεία αναγνωρίζεται από το Νόμο ως αυτοτελής νομική οντότητα με δικαιώματα και υποχρεώσεις ανεξάρτητα από τους μετόχους ή αξιωματούχους της.
2. Υπό τα περιστατικά όμως της παρούσας υπόθεσης δεν διεπράχθη οποιονδήποτε αστικό αδίκημα ώστε να προέβαλλε η ανάγκη για εξέταση του ρόλου που διαδραμάτισε ο εναγόμενος 2 στη διάπραξή του.
3. Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή και δεν υπήρχε πεδίο επέμβασής. Οι εισηγήσεις των εφεσειόντων δεν στηρίζονταν στα γεγονότα και τα ευρήματα του Δικαστηρίου στην παρούσα περίπτωση. Εδώ, δεν είχε καταδειχθεί, με μαρτυρία, η διάπραξη αστικού αδικήματος εκ μέρους της εταιρείας, έτσι ώστε να μπορεί να εξεταστεί θέμα προσωπικής ευθύνης του εφεσίβλητου 2. Αυτό που αποδέχθηκε το Δικαστήριο ήταν την αθέτηση της συμφωνίας εκ μέρους της εταιρείας.
4. Ο εφεσίβλητος 2 δεν είχε εμπλοκή στην αγορά των μετοχών, όπως προέκυψε από τις απαντήσεις που έδωσε ο ίδιος ο εφεσείων 1 (ΜΕ2) στις σχετικές επί του θέματος ερωτήσεις. Η δε επιστολή ημερομηνίας 30.11.2011, δεν μπορεί να προσδώσει προσωπική ευθύνη στον εφεσίβλητο 2, ο οποίος την υπογράφει με την ιδιότητά του ως Πρόεδρος Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας.
5. Η υιοθέτηση των όσων αποφασίστηκαν στην υπόθεση Metaxas, Loizides, Syrimis & Co κ.ά. ν. L.K. Globalsoft Com. Ltd ( κατωτέρω), σε συνάρτηση με την αξίωση των εφεσειόντων για αποζημιώσεις, όχι μόνο δεν ήταν εσφαλμένη, αλλά έχοντας υπόψη ότι τα γεγονότα ήταν σχεδόν πανομοιότυπα, ορθά είχε υιοθετηθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
6. Σύμφωνα με τη νομολογημένη αρχή, εφόσον υπήρξε διάρρηξη της συμφωνίας οι εφεσείοντες είχαν τη δυνατότητα να αποκηρύξουν και να τερματίσουν τη συμφωνία. Αντί τούτου σε καμιά ενέργεια δεν είχαν προβεί και κατακράτησαν και τις μετοχές.
7. Ως ζήτημα γενικής αρχής, το αναίτιο μέρος το οποίο, κατόπιν τερματισμού διεκδικεί αποζημιώσεις, δεν δικαιούται να διατηρεί στο εξής ωφελήματα που του παρέχονται μόνο στη βάση ισχύος της σύμβασης.
8. Ούτε ο τρίτος λόγος έφεσης ευσταθούσε. Δεν ήταν ορθός ο ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι απλώς με την ύπαρξη της αγωγής και την απαίτηση των συγκεκριμένων θεραπειών είναι δυνατό να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η συμφωνία είχε τερματισθεί από αυτούς.
9. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με το θέμα και δεν αποδέχθηκε, ορθά, τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων, ένεκα και του γεγονότος, πρόσθετα, ότι οι εφεσείοντες εξακολουθούσαν να κατακρατούν τις μετοχές.
10. Όπως ορθά επισημάνθηκε, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι η ίδια η αγωγή με την αξίωση για αποζημίωση σήμαινε την επιλογή των εναγόντων να την τερματίσουν επιλέγοντας τη θεραπεία της αποζημίωσης αντί της ειδικής εκτέλεσης και πάλι οι ενάγοντες δεν μπορούν να διεκδικούν αποζημιώσεις ενόψει της κατοχής των μετοχών.
11. Στην παρούσα περίπτωση, μετά την αθέτηση της συμφωνίας, η μόνη ενέργεια στην οποία προέβησαν οι εφεσείοντες ήταν η αποστολή επιστολής μέσω των δικηγόρων τους στις 15.7.2002.
12. Σ' αυτήν προέβαλαν ότι η παράλειψη της εταιρείας να μη μετατρέψει τις μετοχές κατηγορίας Α σε συνήθεις μετοχές μέχρι 15.12.2000, συνιστούσε παράβαση των διαβεβαιώσεων και παραστάσεων στις οποίες είχε προβεί και διεκδικούσαν την επιστροφή των ΛΚ15.000 που είχαν καταβάλει, διαφορετικά θα προχωρούσαν στη λήψη δικαστικών μέτρων.
13. Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, η επιστολή αυτή δεν αποτελούσε επιστολή τερματισμού της συμφωνίας.
14. Περαιτέρω, η συμπεριφορά των εφεσειόντων να κατακρατήσουν τις μετοχές που έλαβαν και μάλιστα να πωλήσουν μέρος τους για ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, δεν μπορούσε να οδηγήσει σε συμπέρασμα ότι η συμφωνία είχε τερματιστεί με την καταχώρηση της αγωγής, κατ' εφαρμογή της πιο πάνω απόφασης.
15. Η συμπεριφορά αυτή των εφεσειόντων δεν τους έδιδε το δικαίωμα να επικαλούνται όπως έπραξαν, τις πρόνοιες των Άρθρων 43 και 44 του περί Πωλήσεων Αγαθών Νόμου του 1994 (Ν.10(Ι)/94), οι οποίες, ενόψει των περιστατικών της υπόθεσης, δεν εφαρμόζονταν στην παρούσα περίπτωση.
16. Η αμφισβήτηση από τους εφεσείοντες ότι κατέχουν τις μετοχές αυτές, δεν είχε έρεισμα στη μαρτυρία. Περαιτέρω, η αξιολόγηση της μαρτυρίας ήταν ενδελεχής και προβάλλεται η απαραίτητη αιτιολογία.
17. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων, σε λεπτομερή εξέταση της μαρτυρίας και όλων των εγειρομένων νομικών ζητημάτων και επεξήγησε τους λόγους που το οδήγησαν στα ευρήματα στα οποία κατέληξε.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου 2.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Metaxas, Loizides, Syrimis & Co κ.ά. v. L.K. Globalsoft Com. Ltd (2007) 1 A.A.Δ. 54,
C. Evans & Sons Ltd v. Spritebrond Ltd a.o. [1985] 2 All ER 415,
Evans & Sons Limited v. Ιωάννου (2001) 1 Α.Α.Δ. 2092,
Tilcon Ltd v. Land and Real Estate Investments Ltd [1987] 7 All E.R. 615.
Έφεση.
Έφεση από τους Ενάγοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Χριστοδούλου, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 11867/2003), ημερομηνιας 5/7/2010.
Ντ. Βαρωσιώτη (κα) για Γιάννο Γεωργιάδη & Συνεργάτες, για τους Εφεσείοντες.
Καμία εμφάνιση, για την Εφεσίβλητη εταιρεία 1.
Μ. Ορφανίδης, για τον Εφεσίβλητο 2.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ..
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες απέκτησαν με ιδιωτική τοποθέτηση 80.000 μετοχές της εφεσίβλητης 1 εταιρείας στην τιμή των ΛΚ0.25 ανά μετοχή. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, η αγορά αυτή έγινε στη βάση των όρων που καθόρισαν οι εφεσίβλητοι σε ειδικό έντυπο - αίτηση, με το οποίο διαβεβαίωναν τους υποψήφιους επενδυτές ότι όλες οι μετοχές της εφεσίβλητης 1 θα μετατρέπονταν σε συνήθεις μέχρι 15.12.2000, προκειμένου να εισαχθούν για διαπραγμάτευση στο Χρηματηστήριο Αξιών Κύπρου (ΧΑΚ). Κατά παράβαση όμως του εν λόγω όρου, παρέλειψαν να μετατρέψουν το 75% των μετοχών σε συνήθεις, με αποτέλεσμα οι εφεσείοντες να υποστούν απώλειες και να καταχωρήσουν αγωγή αξιώνοντας επιστροφή του ποσού που κατέβαλαν για την αγορά των 60,000 μετοχών, πλέον αποζημιώσεις και έξοδα.
Οι εφεσίβλητοι απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων προέβαλαν τη θέση ότι η πρόνοια για μετατροπή των επίδικων μετοχών σε συνήθεις, άλλαξε με ειδικό ψήφισμα όλων των μετόχων της εταιρείας στις 7.2.2000 με το οποίο αποφασίσθηκε η μετατροπή μόνο του 25% των εν λόγω μετοχών σε συνήθεις, ενώ η μετατροπή των υπολοίπων έγινε με ειδικό ψήφισμα ημερ. 9.8.2001. Η δε στάση που τήρησαν οι εφεσείοντες αποκαλύπτει ότι πολύ πριν τις 15.12.2000 αποδέχτηκαν, χωρίς καμιά επιφύλαξη, να τους εκδοθούν και παραχωρηθούν 20,000 συνήθεις μετοχές και 60,000 μετοχές κατηγορίας Α. Περαιτέρω, ισχυρίζονται ότι οι εφεσείοντες αποκόμισαν τεράστιο κέρδος αφού πώλησαν τις 20,000 μετοχές για ΛΚ106.200.
Σύμφωνα με τα παραδεκτά ή μη αμφισβητούμενα γεγονότα, οι εφεσείοντες ενδιαφέρθηκαν να αποκτήσουν μετοχές της εφεσίβλητης 1 εταιρείας (η Εταιρεία), η επωνυμία της οποίας τότε ήταν AramisSoft (Holdings) Ltd, με ιδιωτική τοποθέτηση και για το σκοπό αυτό υπέβαλαν σχετική αίτηση ημερομηνίας 4.11.1999 (Τεκμ. 1), έντυπο το οποίο προμηθεύτηκαν από την εταιρεία. Οι όροι 7(ε) και (στ) της αίτησης προνοούσαν ως ακολούθως:
«7. Οι μετοχές θα είναι ειδικής τάξης, θα ονομάζονται δε Ειδικές Μετατρέψιμες Μετοχές θα έχουν δε, βασικά, τα εξής δικαιώματα:-
(ε) Οι Μετοχές ή μέρος αυτών κατ' αναλογία, θα είναι μετατρέψιμες, μία προς μία, ή σε περίπτωση διαίρεσης των Συνήθων Μετοχών κατ' αναλογία, σε συνήθεις μετοχές της Εταιρείας καθ' οιονδήποτε χρόνο, κατ' εκλογή της Εταιρείας με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής. Εν πάση περιπτώσει μέχρι την 15.12.00 όλες οι Μετοχές θα μετατραπούν σε συνήθεις μετοχές.
(στ) Οι συνήθεις μετοχές που θα προκύψουν από την πιο πάνω μετατροπή, θα έχουν τα ίδια δικαιώματα με τις υπάρχουσες Συνήθεις Μετοχές της Εταιρείας, η δε Εταιρεία, σε περίπτωση που οι ήδη υπάρχουσες Συνήθεις Μετοχές είναι εισηγμένες στο ΧΑΚ θα καταβάλει κάθε αναγκαία προσπάθεια για εισαγωγή και των μετοχών αυτών στο ΧΑΚ.»
Με επιστολή ημερομηνίας 30.11.1999 (Τεκμ. 2) η εταιρεία παραχώρησε στους εφεσείοντες 80.000 Ειδικές Μετατρέψιμες Μετοχές Τάξεως Α προς ΛΚ0,25 έκαστη. Στις 10.12.1999 η εταιρεία μετατράπηκε σε δημόσια, ενώ ο 2ος εφεσίβλητος συνέχισε να είναι πρόεδρος του Διοικητικού της Συμβουλίου μέχρι το Μάιο του 2007. Σε έκτακτη γενική συνέλευση της εταιρείας που έλαβε χώρα στις 7.2.2000, εγκρίθηκε ομόφωνα ειδικό ψήφισμα σύμφωνα με το οποίο το 75% των Ειδικών Μετατρέψιμων Μετοχών Τάξης Α μετονομάσθηκαν σε μετοχές κατηγορίας Α, ενώ το υπόλοιπο 25% μετονομάσθηκαν σε συνήθεις μετοχές. Τα αποφασισθέντα κοινοποιήθηκαν στους εφεσείοντες με επιστολή στη διεύθυνση που είχαν δώσει στην αίτησή τους, Τεκμ. 1. Με την ίδια επιστολή τους αποστάληκαν τα πιστοποιητικά τόσο για τις συνήθεις, όσο και για τις 60.000 μετοχές κατηγορίας Α και τους πληροφορούσαν ότι τις επόμενες ημέρες οι μετοχές της εταιρείας θα εισάγονταν στο ΧΑΚ, κάτι που έγινε στις 26.4.2000. Με άλλες επιστολές που στάληκαν στην ίδια διεύθυνση, η εταιρεία ενημέρωνε τους εφεσείοντες ότι τα στοιχεία τους είχαν καταχωρηθεί στο μητρώο της εταιρείας και αν είχε παρεισφρήσει κάποιο λάθος να το κοινοποιούσαν στην εταιρεία προκειμένου να διορθωθεί.
Οι εφεσείοντες δεν απάντησαν στις εν λόγω επιστολές και σύμφωνα με τη μαρτυρία του εφεσείοντα 1 τις 60.000 Μετοχές Κατηγορίας Α «τις έβαλαν στο συρτάρι», ενώ τις 20.000 Συνήθεις Μετοχές τις πώλησαν μέσα στο Σεπτέμβριο του 2000 έναντι του ποσού των ΛΚ 106.200.
Στις 9.8.2001 σε νέες Έκτακτες Γενικές Συνελεύσεις των Μετόχων, αποφασίστηκε η μετατροπή και των Μετοχών Κατηγορίας Α σε συνήθεις μετοχές.
Στις 15.7.2002, με επιστολή των δικηγόρων τους, οι εφεσείοντες προέβαλαν για πρώτη φορά την παράλειψη της εταιρείας να μετατρέψει τις μετοχές Κατηγορίας Α σε συνήθεις μέχρι 15.12.2000 και ότι αυτή συνιστούσε παράβαση των διαβεβαιώσεων και/ή παραστάσεων που τους δόθηκαν και διεκδικούσαν την επιστροφή των ΛΚ15.000 που είχαν καταβάλει για την απόκτησή τους, διαφορετικά απειλούσαν ότι θα προχωρούσαν με τη λήψη δικαστικών μέτρων.
Δεν υπήρξε καμία απάντηση από την εταιρεία και τρεις μήνες μετά καταχωρήθηκε η υπό εξέταση αγωγή. Ακολούθησε, την 1.9.2005 η υποδιαίρεση των μετοχών ώστε σε κάθε πέντε μετοχές να αντιστοιχεί μία, με αποτέλεσμα οι μετοχές των εφεσειόντων να γίνουν 12.000 και όλες καταχωρήθηκαν την 1.11.2005 σε σχετική μερίδα του ΧΑΚ στο όνομα του εφεσείοντα 2, ενώ την επομένη άρχισε η διαπραγμάτευσή τους στο ΧΑΚ.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς των διαδίκων που σχετίζονται με τρία θέματα ήτοι (α) την εμπλοκή του εφεσίβλητου 2 στην αγορά των μετοχών, (β) τον ισχυρισμό του εφεσείοντα 1 ότι αν οι εφεσείοντες γνώριζαν ότι η εταιρεία δεν θα μετέτρεπε το 75% των μετοχών κατηγορίας Α μέχρι 15.12.2000 δεν θα αγόραζαν τις μετοχές και (γ) την αξία της μετοχής της εταιρείας σε περίπτωση που εισάγοντο στο ΧΑΚ προς διαπραγμάτευση το 75% των εν λόγω μετοχών.
Αναφορικά με το πρώτο θέμα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, ότι το ενδιαφέρον που επέδειξαν οι εφεσείοντες για την αγορά των μετοχών δεν προκλήθηκε καθ' οιονδήποτε τρόπο από τον εφεσίβλητο 2 προσωπικά. Σε συνάρτηση με το δεύτερο θέμα θεώρησε ότι αυτό που είχε σημασία ήταν οι όροι στη βάση των οποίων αγοράστηκαν οι μετοχές και όχι οι σχεδιασμοί των εφεσειόντων ή αν το κέρδος τους σε διάστημα ενός έτους ήταν υπερπενταπλάσιο του ποσού που επένδυσαν. Προς τούτο, εξέτασε τους συμφωνηθέντες όρους όπως διαμορφώθηκαν ως αποτέλεσμα της αποδοχής της αίτησης (Τεκμ. 1) από την εταιρεία στις 30.11.1999 (Τεκμ. 2) και κατά πόσο η εταιρεία παραβίασε οποιονδήποτε όρο αυτών των δύο εγγράφων. Στηριζόμενο δε στους όρους των Τεκμ. 1 και 2 και στην απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου στις συνενωμένες αγωγές 5136/02 - 5148/02, Ελευθέριου Ζ. Χατζηζαχαρία κ.ά. ν. L.K. Globalsoft. Com Ltd, ημερομηνίας 2.9.2007, κατέληξε ότι υπήρξε αθέτηση της συμφωνίας εκ μέρους της εταιρείας. Η εταιρεία ανέλαβε υποχρέωση όπως μέχρι 15.12.2000 μετατρέψει όλες τις μετοχές σε συνήθεις, κάτι που δεν έπραξε. Στη συνέχεια, ανέλαβε υποχρέωση «να καταβάλει κάθε αναγκαία προσπάθεια για εισαγωγή και των μετοχών αυτών στο ΧΑΚ», χωρίς όμως να εγγυάται και την επιτυχία των προσπαθειών της. Αντ' αυτού συγκάλεσε έκτακτη συνέλευση για τις 17.11.2000 στην οποία μετέτρεψε τις επίδικες μετοχές, όχι σε συνήθεις, αλλά σε δικαιώματα αγοράς συνήθων μετοχών (warrants). Έκρινε, περαιτέρω, ότι για την εν λόγω αθέτηση της συμφωνίας, ο εφεσίβλητος 2 ως διευθυντής της εταιρείας δεν φέρει προσωπική ευθύνη.
Αναφορικά με τις διεκδικούμενες αποζημιώσεις και την επιστροφή του ποσού που κατάβαλαν για την αγορά των επίδικων μετοχών, το πρωτόδικο Δικαστήριο, εφαρμόζοντας τα αποφασισθέντα στην υπόθεση Metaxas, Loizides, Syrimis & Co κ.ά. ν. L.K. Globalsoft Com. Ltd (2007) 1 A.A.Δ. 54 και στις συνενωμένες αγωγές 5136/2002 - 5148/2002 (πιο πάνω), όπου τα περιστατικά ήταν σχεδόν πανομοιότυπα με την παρούσα, θεώρησε ότι, εφόσον υπήρξε αθέτηση της συμφωνίας εκ μέρους της εταιρείας, οι εφεσείοντες είχαν τη δυνατότητα να αποκηρύξουν και να τερματίσουν τη συμφωνία, κάτι που δεν έπραξαν. Αντιθέτως, κατακράτησαν τις μετοχές, αφού στο μεταξύ μετατράπηκαν σε συνήθεις. Η μόνη ενέργεια στην οποία προέβησαν ήταν η αποστολή επιστολής μέσω του δικηγόρου τους ημερομηνίας 15.7.2002 (Τεκμ. 6), δεκαοκτώ μήνες μετά την αθέτηση της συμφωνίας και έντεκα περίπου μήνες μετά τη μετατροπή και των επίδικων μετοχών σε συνήθεις (Τεκμ. 12-19), με την οποία ζητούσαν επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλαν, χωρίς όμως να αποκηρύττουν και να τερματίζουν τη συμφωνία. Η παράλειψή τους αυτή οδήγησε στην πρωτόδικη κρίση ότι οι εφεσείοντες δεν δικαιούνται σε αποζημιώσεις. Ως αποτέλεσμα η αγωγή απορρίφθηκε.
Με τρεις λόγους έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης oι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα την ισχύουσα νομολογία και το Νόμο αναφορικά με τα διάφορα ζητήματα που εγέρθηκαν προς εξέταση, ενώ με το δεύτερο λόγο έφεσης ισχυρίζονται ότι δεν υπήρξε ορθή αξιολόγηση της μαρτυρίας και υπήρξε πλάνη ως προς τα πραγματικά γεγονότα. Με τον τρίτο λόγο οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι αιτιολογημένη ως ορίζει το Άρθρο 30(2) του Συντάγματος.
Οι εφεσείοντες αναπτύσσοντας τον πρώτο λόγο έφεσης εισηγήθηκαν, μεταξύ άλλων, ότι η επιστολή των δικηγόρων τους ημερομηνίας 15.7.2001 αποτελεί επιστολή τερματισμού της συμφωνίας, αλλά ακόμα και σε περίπτωση που κριθεί ότι δεν συνιστά τερματισμό, η καταχώρηση της αγωγής, συνιστά τέτοιο τερματισμό. Επιπρόσθετα εισηγούνται ότι στην παρούσα περίπτωση, δεν απαιτείτο να γίνει τερματισμός στη βάση των Άρθρων 43 και 44 του περί Πωλήσεως Αγαθών Νόμου (Ν. 10(Ι)/1994). Περαιτέρω, εισηγήθηκαν ότι, με βάση νομολογιακώς καθιερωμένη αρχή, σε περίπτωση όπου καταβάλλεται χρηματικό ποσό έναντι ανταλλάγματος και τελικά αυτό δεν παρέχεται, το καταβληθέν ποσό δύναται να ανακτηθεί ως χρέος. Επίσης, σε αντίθεση με την υπόθεση Metaxas, Loizides, Syrimis & Co κ.ά. ν. L.K. Globalsoft Com. Ltd (πιο πάνω), οι μετοχές παραδόθηκαν στους εφεσείοντες το 2005, ενώ η αγωγή είχε καταχωρηθεί από το 2003, με αποτέλεσμα να διαφοροποιείται η παρούσα από την πιο πάνω υπόθεση.
Επιπρόσθετα, εισηγούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν εφάρμοσε τη νομολογία σχετικά με την αξία της μετοχής και το ύψος των ζημιών των εφεσειόντων, ζήτημα το οποίο εξετάστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Metaxas, Loizides, Syrimis & Co κ.ά. ν. L.K. Globalsoft Com. Ltd (πιο πάνω), και αποτελεί δεδικασμένο. Ως προς την ευθύνη του εφεσίβλητου 2 αποτελεί θέση των εφεσειόντων ότι αυτός ήταν το πρόσωπο το οποίο διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο, τόσο στην απόφαση των εφεσειόντων να αγοράσουν τις επίδικες μετοχές, όσο και στη διάπραξη του αστικού αδικήματος εκ μέρους της εταιρείας. Ο εφεσίβλητος 2, λόγω της θέσης του, είχε καθήκον επιμέλειας προς τους επενδυτές και όφειλε να διευκρινίσει τουλάχιστον ότι η απόφαση μετατροπής των μετοχών πιθανόν να μην λάμβανε χώρα, ενώ, αντιθέτως, με επιστολή του ημερομηνίας 15.12.2000, εγγυήθηκε τη μετατροπή των μετοχών. Προς τούτο, παρέπεμψαν στην υπόθεση C. Evans & Sons Ltd v. Spritebrond Ltd a.o. [1985] 2 All ER 415, η οποία υιοθετήθηκε στην Evans & Sons Limited v. Ιωάννου (2001) 1 Α.Α.Δ. 2092, εισηγούμενοι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι αρχές που διατυπώθηκαν στις πιο πάνω αποφάσεις δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση.
Ο ισχυρισμός περί προσωπικής ευθύνης του εφεσίβλητου 2 απαντήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως ακολούθως:
«Είναι γνωστό ότι μια εταιρεία αναγνωρίζεται από το Νόμο ως αυτοτελής νομική οντότητα με δικαιώματα και υποχρεώσεις ανεξάρτητα από τους μετόχους ή αξιωματούχους της. Είναι επίσης γνωστό ότι οι μέτοχοι και αξιωματούχοι μιας εταιρείας δεν φέρουν γενικά προσωπική ευθύνη για τις πράξεις ή παραλήψεις της Εταιρείας. Τέτοια ευθύνη, υποδείχθηκε στην υπόθεση Εvans & Sons Ltd v. Ιωάννου κ.ά. (ανωτέρω) με αναφορά σε Αγγλική και Καναδέζικη νομολογία, μπορεί να κριθεί ότι φέρουν στην περίπτωση διάπραξης αστικού αδικήματος και αυτό αν δικαιολογείται από τα περιστατικά της υπόθεσης και ανάλογα με το ρόλο που προσωπικά διαδραμάτισε ο διευθυντής. Υπό τα περιστατικά όμως της παρούσας υπόθεσης δεν διεπράχθη οποιονδήποτε αστικό αδίκημα ώστε να προβάλλει η ανάγκη για εξέταση του ρόλου που διαδραμάτισε ο εναγόμενος 2 στη διάπραξή του. Αυτό που απλώς συνέβη ήταν η παραβίαση του όρου 7(ε) της συμφωνίας εκ μέρους της Εταιρείας, παραβίαση που σε καμιά περίπτωση δεν συνιστά αστικό αδίκημα. Παραπέμπω σχετικά στη σελίδα 7 του συγγράμματος των Π. Αρτέμη & Γ. Ερωτοκρίτου «Αστικά Αδικήματα», όπου διευκρινίζεται το αυτονόητο. Ότι, δηλαδή, ένα από τα βασικά και ουσιώδη χαρακτηριστικά του αστικού αδικήματος είναι και η παράβαση καθήκοντος που οφείλεται γενικά σε άτομα, αλλά η παράβαση κάποιας συμφωνίας μεταξύ των μερών - όπως είναι η παρούσα περίπτωση - δεν συνιστά αστικό αδίκημα. Έπεται ότι η εισήγηση ότι ο εναγόμενος 2 ως διευθυντής της Εταιρείας φέρει προσωπική ευθύνη για την παραβίαση από την Εταιρεία του όρου 7(ε) της συμφωνίας δεν ευσταθεί και η αγωγή εναντίον του είναι καταδικασμένη σε απόρριψη.»
Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή και κρίνουμε ότι δεν υπάρχει πεδίο επέμβασής μας. Οι εισηγήσεις των εφεσειόντων δεν στηρίζονται στα γεγονότα και τα ευρήματα του Δικαστηρίου στην παρούσα περίπτωση. Εδώ, δεν έχει καταδειχθεί, με μαρτυρία, η διάπραξη αστικού αδικήματος εκ μέρους της εταιρείας, έτσι ώστε να μπορεί να εξεταστεί θέμα προσωπικής ευθύνης του εφεσίβλητου 2. Αυτό που αποδέχθηκε το Δικαστήριο είναι την αθέτηση της συμφωνίας εκ μέρους της εταιρείας. Ο εφεσίβλητος 2 δεν είχε εμπλοκή στην αγορά των μετοχών, όπως προέκυψε από τις απαντήσεις που έδωσε ο ίδιος ο εφεσείων 1 (ΜΕ2) στις σχετικές επί του θέματος ερωτήσεις. Η δε επιστολή ημερομηνίας 30.11.2011 (Τεκμ. 2), δεν μπορεί να προσδώσει προσωπική ευθύνη στον εφεσίβλητο 2, ο οποίος την υπογράφει με την ιδιότητά του ως Πρόεδρος Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας.
Η υιοθέτηση των όσων αποφασίστηκαν στην υπόθεση Metaxas, Loizides, Syrimis & Co κ.ά. v. L.K. Globalsoft Com. Ltd (πιο πάνω), σε συνάρτηση με την αξίωση των εφεσειόντων για αποζημιώσεις, θεωρούμε ότι, όχι μόνο δεν είναι εσφαλμένη, αλλά έχοντας υπόψη ότι τα γεγονότα ήταν σχεδόν πανομοιότυπα, ορθά έχει υιοθετηθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα, το οποίο υιοθετήθηκε και από το πρωτόδικο Δικαστήριο:
«Έχουμε ήδη αναφέρει την ορθή θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι υπήρξε διάρρηξη της συμφωνίας εκ μέρους της εφεσίβλητης. Και εφόσον υπήρξε διάρρηξη της συμφωνίας οι εφεσείοντες είχαν τη δυνατότητα να αποκηρύξουν και να τερματίσουν τη συμφωνία. Αντί τούτου σε καμιά ενέργεια δεν είχαν προβεί και κατακράτησαν και τις μετοχές. Όπως αναφέρεται στην Καταφυγιώτης ν. Χρυσοστομής (1997) 1 Α.Α.Δ. 1746 (σελίδα 1754):-
«Ως ζήτημα γενικής αρχής, το αναίτιο μέρος το οποίο, κατόπιν τερματισμού διεκδικεί αποζημιώσεις, δεν δικαιούται να διατηρεί στο εξής ωφελήματα που του παρέχονται μόνο στη βάση ισχύος της σύμβασης.»
Ούτε ο τρίτος λόγος έφεσης ο οποίος τίθεται διαζευκτικά των άλλων δύο ευσταθεί. Δεν συμφωνούμε με τον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι απλώς με την ύπαρξη της αγωγής και την απαίτηση των συγκεκριμένων θεραπειών είναι δυνατό να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η συμφωνία είχε τερματισθεί από αυτούς. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με το θέμα και δεν αποδέχθηκε, ορθά, τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων, ένεκα και του γεγονότος, πρόσθετα, ότι οι εφεσείοντες εξακολουθούσαν να κατακρατούν τις μετοχές. Αναφέρει στην απόφαση του:-
«Ακόμη και αν θεωρηθεί ότι η ίδια η αγωγή με την αξίωση για αποζημίωση σήμαινε την επιλογή των εναγόντων να την τερματίσουν (Tilcon Ltd, v. Land and Real Estate Investments Ltd, (1987) 7 All E.R. 615) επιλέγοντας τη θεραπεία της αποζημίωσης αντί της ειδικής εκτέλεσης, όπως εισηγήθηκε ο κ. Τριανταφυλλίδης (μια πρόταση αμφίβολη υπό τις περιστάσεις - στην Καταφυγιώτης, αντίθετα, υπήρχε σχετικός ισχυρισμός περί ακύρωσης στην ίδια την έκθεση απαίτησης, ενώ στη Δρυάδης ν. Καλησπέρα - supra - άλλο Εφετείο κατέγραψε τη θέση ότι κατά πόσο η καταχώριση της αγωγής συνιστά αποκήρυξη της συμφωνίας, λόγω της προβολής αξίωσης για αποζημιώσεις για διάρρηξη της συμφωνίας είναι όντως συζητήσιμο θέμα), και πάλι οι ενάγοντες δεν μπορούν να διεκδικούν αποζημιώσεις ενόψει της κατοχής των μετοχών.»
Στην παρούσα περίπτωση, μετά την αθέτηση της συμφωνίας, η μόνη ενέργεια στην οποία προέβησαν οι εφεσείοντες ήταν η αποστολή επιστολής μέσω των δικηγόρων τους στις 15.7.2002. Σ' αυτήν προέβαλαν ότι η παράλειψη της εταιρείας να μη μετατρέψει τις μετοχές κατηγορίας Α σε συνήθεις μετοχές μέχρι 15.12.2000, συνιστούσε παράβαση των διαβεβαιώσεων και παραστάσεων στις οποίες είχε προβεί και διεκδικούσαν την επιστροφή των ΛΚ15.000 που είχαν καταβάλει, διαφορετικά θα προχωρούσαν στη λήψη δικαστικών μέτρων. Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θεωρούμε ότι η επιστολή αυτή αποτελεί επιστολή τερματισμού της συμφωνίας. Η εισήγηση δε ότι η ύπαρξη αυτής της επιστολής διαφοροποιεί τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης από την πιο πάνω απόφαση, δεν ευσταθεί, από την στιγμή που η επιστολή αυτή δεν αποτελεί επιστολή τερματισμού. Περαιτέρω, η συμπεριφορά των εφεσειόντων να κατακρατήσουν τις μετοχές που έλαβαν και μάλιστα να πωλήσουν μέρος τους για ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, δεν μπορεί να οδηγήσει σε συμπέρασμα ότι η συμφωνία είχε τερματιστεί με την καταχώρηση της αγωγής, κατ' εφαρμογή της πιο πάνω απόφασης. Η συμπεριφορά αυτή των εφεσειόντων δεν τους δίδει το δικαίωμα να επικαλούνται τις πρόνοιες των Άρθρων 43 και 44 του περί Πωλήσεων Αγαθών Νόμου του 1994 (Ν.10(Ι)/1994), οι οποίες, ενόψει των περιστατικών της υπόθεσης, θεωρούμε ότι δεν εφαρμόζονται στην παρούσα περίπτωση.
Αμφισβητείται από τους εφεσείοντες ότι κατέχουν τις μετοχές αυτές και προς τούτο επικαλούνται τη μαρτυρία της λειτουργού του Εφόρου Εταιρειών, ΜΕ3, η οποία έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο, ότι στο φάκελο της εταιρείας, ο οποίος τηρείται στο τμήμα της, δεν υπάρχει οποιοδήποτε ψήφισμα μετατροπής και παραχώρησης συνήθων μετοχών, ούτε φαίνεται απ' αυτό ότι οι εφεσείοντες ήταν κάτοχοι τέτοιων μετοχών. Υπήρξε όμως μαρτυρία από τον λειτουργό του ΧΑΚ, ΜΕ1, ότι η εταιρεία προχώρησε σε αντίστροφη υποδιαίρεση των μετοχών τους ώστε σε κάθε πέντε μετοχές να αντιστοιχεί μία (Τεκμ. 10 και 11), με αποτέλεσμα οι μετοχές των εφεσειόντων να γίνουν 12.000. Όλες οι μετοχές καταχωρήθηκαν την 1.11.2005 σε σχετική μερίδα στο όνομα του εφεσείοντα 2 στο ΧΑΚ. Συνακόλουθα, η εισήγηση των εφεσειόντων δεν έχει έρεισμα στη μαρτυρία.
Περαιτέρω, θεωρούμε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας ήταν ενδελεχής και προβάλλεται η απαραίτητη αιτιολογία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε διαπιστώσεις επί όλων των αμφισβητούμενων γεγονότων χωρίς να εντοπίσουμε οποιαδήποτε πλάνη.
Τέλος, θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων, σε λεπτομερή εξέταση της μαρτυρίας και όλων των εγειρομένων νομικών ζητημάτων και επεξήγησε τους λόγους που το οδήγησαν στα ευρήματα στα οποία κατέληξε, όπως επιτάσσει το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και η νομολογία.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των εφεσειότων και υπέρ του εφεσίβλητου 2 ως θα υπολογιστούν από το Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Ουδεμία διαταγή για έξοδα για την εφεσίβλητη 1.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου 2.