ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2016:A500

(2016) 1 ΑΑΔ 2486

26 Οκτωβρίου, 2016

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΝΑΓΗ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ & ΣΙΑ,

 

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

 

v.

 

1. CYLLENIUS HOLDING LTD,

2. SERGEY PUGACHEF,

3. IOSSIF SANDLER,

4. IGOR SIDOROV,

5. TRANSBUNKER MANAGEMENT,

 

Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 142/2011)

 

 

Πολιτική Δικονομία ― Τύπος ― Στην απουσία ειδικών κανονισμών, υπάρχει δυνατότητα αναζήτησης δικονομικού μηχανισμού, ούτως ώστε να μην καθίστανται ανενεργά τα δικαιώματα που παρέχονται από συγκεκριμένο νόμο ― Απόφανση Εφετείου ότι διαφορετική προσέγγιση του ζητήματος θα ακύρωνε το σκοπό του νομοθέτη και θα είχε ως αποτέλεσμα την στέρηση του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο των αιτητών με την προσκόλληση σε τυπολατρεία, σε μία περίπτωση όπου δεν υπάρχουν ρητοί διαδικαστικοί κανονισμοί που να διέπουν το θέμα ― Αυτό που θα πρέπει να εξετάζει το Δικαστήριο σε τέτοιου είδους υποθέσεις είναι η κατοχύρωση των δικαιωμάτων των διαδίκων.

 

Πολιτική Δικονομία ―Τύπος αίτησης ― Κατά πόσον ήταν ορθή πρωτόδικη απορριπτική απόφαση με την οποία εκρίθη ότι οι εφεσείοντες είχαν καταχωρήσει ιδίου περιεχομένου αίτηση με προηγούμενη, η οποία είχε απορριφθεί λόγω μη τήρησης του ενδεδειγμένου τύπου ― Επέμβαση Εφετείου.

 

Έξοδα ― Εξωδικαστηριακές αμοιβές ― Εγγραφή απόφασης της Επιτροπής Καθορισμού Δικηγορικής Αμοιβής του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου ― Οι περί Ελαχίστων Ορίων Αμοιβής των Ασκούντων Δικηγορίαν (Εξωδικαστηριακές Υποθέσεις) Κανονισμούς 1985 - 1999 (ως τροποποιήθηκαν).

Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν με την έφεση, απορριπτική απόφαση Επαρχιακού Δικαστηρίου σε αίτηση εγγραφής απόφασης της Επιτροπής Καθορισμού Δικηγορικής Αμοιβής του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, με την οποία καθορίστηκε η εξωδικαστηριακή δικηγορική αμοιβή των εφεσειόντων - αιτητών εναντίον των εφεσιβλήτων - καθ' ων η αίτηση.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε αφού κρίθηκε ότι  ήταν ανυπόστατη. Η απόφαση εδράζετο στο ότι ο τύπος της αίτησης δεν ήταν ο ενδεδειγμένος και δεν έγινε διάβημα για τη διόρθωσή του.

 

Ακολούθως, με άλλη Γενική Αίτηση, οι εφεσείοντες ζήτησαν εκ νέου άδεια για εγγραφή και εκτέλεση της εν λόγω απόφασης της Επιτροπής. Η αίτηση προσέκρουσε στην ένσταση των εφεσιβλήτων και αποφασίστηκε όπως οι εξής συγκεκριμένοι προβληθέντες λόγοι, αποφασίζονταν προδικαστικά:

 

«A. Η νομική βάση της Αίτησης είναι ελλιπής και/ή δεν προσδίδει δικαιοδοσία στο Δικαστήριο να εξετάσει την ουσία της.

 

Β1. Η Αίτηση δεν έχει συνταχθεί δικονομικά ορθά και/ή πάσχει τυπικά και/ή δεν έχει περιβληθεί με τον ορθό Δικονομικό τύπο και/ή μορφή και ως εκ τούτου είναι ανυπόστατη και/ή άκυρη και/ή ανύπαρκτη.

 

Β2. Η Αίτηση δεν μπορεί να προχωρήσει λόγω δεδικασμένου και/ή νομικού και/ή διαδικαστικού κωλύματος και/ή εμποδίου που απορρέει από την έκδοση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερομηνίας 3.11.2009 στα πλαίσια της Γενικής αίτησης 365/2009.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο λόγος ένστασης Β2 ευσταθούσε και η αίτηση ήταν έκθετη σε απόρριψη. Παρά ταύτα, εξέτασε και τους λόγους ένστασης Α και Β1 οι οποίοι, κατά την κρίση του, δεν ευσταθούσαν.

 

Η ορθότητα της απόφασης αυτής, αμφισβητήθηκε τόσο με έφεση εκ μέρους των αιτητών, όσο και με αντέφεση των καθ' ων η αίτηση.

 

Οι εφεσείοντες προέβαλαν ότι λανθασμένα αποφάσισε το Δικαστήριο πως σε περίπτωση που αποδεχόταν τον τύπο της αίτησης ως ορθό δικονομικό μέσο, θα μετατρέπετο αυτόματα σε Εφετείο σε σχέση με την τύχη της προηγούμενη  αίτησης υπ. Αρ. 365/2009, ότι η υπό κρίση έφεση καταχωρήθηκε με τον ίδιο Τύπο που είχε χρησιμοποιηθεί στην προηγούμενη αίτηση, χωρίς οι εφεσείοντες να τον διορθώσουν και χωρίς να εφεσιβάλουν την απόφαση του Δικαστηρίου επί του προκειμένου, ότι λανθασμένα αποφασίστηκε ότι ο τύπος της αίτησης στην όψη της δεν αποτελούσε ορθό δικονομικό μέτρο και, τέλος, ότι ήταν λανθασμένη η διαταγή για τα έξοδα.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1.   Από την εξέταση του τύπου που χρησιμοποίησαν οι εφεσείοντες στην αίτηση και, σε συμφωνία με το σχετικό λόγο έφεσης, προέκυπτε ότι δεν ήταν ο ίδιος με αυτό που χρησιμοποιήθηκε στην πρώτη Γενική Αίτηση.

  2.   Στην παρούσα, γίνεται αναφορά, πριν τον τίτλο της υπόθεσης, τόσο στον περί Δικηγόρων Νόμο Κεφ. 2 και στους περί Ελαχίστων Ορίων Αμοιβής των Ασκούντων Δικηγορίαν (Εξωδικαστηριακές Υποθέσεις) Κανονισμούς 1985 - 1999 (ως τροποποιήθηκαν), καθώς και στην απόφαση της Επιτροπής Καθορισμού Δικηγορικής Αμοιβής του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου ημερομηνίας 12.7.2006.

  3. Περαιτέρω, δεν περιλαμβάνεται στη νομική βάση της αίτησης η Δ.48 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ενώ προστίθεται σ' αυτήν και  αναφορά στο Άρθρο 21 του Κεφ. 4. Σημειώνεται ότι στην Αίτηση 365/09 δεν εξετάστηκε η ουσία της αίτησης, παρά μόνο ο τύπος.

  4. Το γεγονός ότι ο τύπος της νέας αίτησης είναι διαφοροποιημένος, καθιστά το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι «σε περίπτωση που αποδεχόταν τον τύπο της αίτησης ως ορθό δικονομικό μέσο για πρόσβαση των αιτητών στο Δικαστήριο, θα μετατρέπετο αυτόματα σε Εφετείο σε σχέση με την τύχη της έφεσης 365/2009», λανθασμένο.

  5.   Όσον αφορούσε στην ουσία του εγειρόμενου ζητήματος σχετικό είναι το Άρθρο 16(Α)(1) των Κανονισμών. Είναι πρόδηλο από την εν λόγω σχετική πρόνοια, ότι οι αποφάσεις της Επιτροπής δίδουν το δικαίωμα εγγραφής και εκτέλεσής τους στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Για να μπορεί, όμως, να εκτελεστεί μια τέτοια απόφαση θα πρέπει αυτή να καταχωριστεί στα αρχεία του Πρωτοκολλητείου ως απόφαση Δικαστηρίου για να προχωρήσει η εκτέλεσή της.

  6. Στο Άρθρο 16(Α)(1) δεν προβλέπεται ο τύπος της αίτησης που θα πρέπει να υποβληθεί. Στην υπόθεση Udruzena Beogradska Banka v. Westcare Investment Inc. (1999) 1 Α.Α.Δ. 124 υπεδείχθη ότι, στην απουσία ειδικών κανονισμών, υπάρχει δυνατότητα αναζήτησης δικονομικού μηχανισμού, ούτως ώστε να μην καθίστανται ανενεργά τα δικαιώματα που παρέχονται από συγκεκριμένο νόμο.

  7.   Στις περιπτώσεις αυτές, η πρόσβαση στο Δικαστήριο καθίσταται δυνατή με τη χρησιμοποίηση γνωστών στο δίκαιο διαδικασιών, υπό την προϋπόθεση ότι κατοχυρώνονται τα δικαιώματα όλων των μερών. Άλλωστε υπάρχει σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου ως αρωγός εκεί όπου η χρήση της είναι αναγκαία για την αποτελεσματική άσκηση της δικαιοδοσίας του, όπως είναι η παρούσα περίπτωση.

  8.   Εφόσον, στην παρούσα περίπτωση δεν υπάρχουν ειδικοί δικονομικοί κανονισμοί για να μπορεί να εφαρμοστεί το Άρθρο 16(Α)(1),  θα μπορούσε να καταχωριστεί γενική αίτηση, στην οποία να γίνεται αναφορά στις πρόνοιες του Νόμου στις οποίες αφορά, καθώς και στις νομικές πρόνοιες επί των οποίων στηρίζονται οι εφεσείοντες αιτητές, καθώς και το πραγματικό υπόβαθρο αυτής.

  9.   Διαφορετική προσέγγιση του ζητήματος θα ακύρωνε το σκοπό του νομοθέτη και θα είχε ως αποτέλεσμα την στέρηση του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο των αιτητών με την προσκόλληση σε τυπολατρεία, σε μία περίπτωση όπου δεν υπάρχουν ρητοί διαδικαστικοί κανονισμοί που να διέπουν το θέμα.

10. Αυτό που θα πρέπει να εξετάζει το Δικαστήριο σε τέτοιου είδους υποθέσεις είναι η κατοχύρωση των δικαιωμάτων των διαδίκων.

11. Στην παρούσα περίπτωση, με τη διαδικασία που ακολούθησαν οι εφεσείοντες, όπου η αίτηση επιδόθηκε στους εφεσίβλητους, δίδοντάς τους το δικαίωμα να προβάλουν στο Δικαστήριο ο,τιδήποτε επιθυμούν σε συνάρτηση βέβαια με το επίδικο θέμα της προώθησης της εκτέλεσης της απόφασης της Επιτροπής, δεν επηρεάζονταν καθ' οιονδήποτε τρόπο τα νόμιμα και θεμιτά δικαιώματα των εφεσιβλήτων, ούτε είχε προβληθεί οποιοσδήποτε τέτοιος βάσιμος ισχυρισμός.

 

Η αντέφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι η κατάληξη του Δικαστηρίου σε σχέση με τον λόγο Α της ένστασης προδιαγράφει και συμπαρασύρει και τον λόγο ένστασης Β1.

 

β)  Η απόφαση του Δικαστηρίου να απορρίψει τον λόγο Α της ένστασης ήταν εσφαλμένη.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η πρωτόδικη προσέγγιση επί του προκειμένου ήταν ορθή. Από τη στιγμή που το Άρθρο 16(Α)(1) των Κανονισμών (πιο πάνω) δεν προβλέπει τον δικονομικό τρόπο με τον οποίο μπορεί να αιτηθεί ένας διάδικος την εγγραφή και εκτέλεση απόφασης της Επιτροπής και από τη στιγμή που δεν προβάλλεται από τους εφεσίβλητους οποιοσδήποτε δυσμενής επηρεασμός των δικαιωμάτων τους, η μη συμπερίληψη της Δ.55 των Διαδικαστικών Κανονισμών, η οποία αφορά σε πρωτογενείς αιτήσεις, δεν επηρεάζει την εγκυρότητα της αίτησης.

2.  Αυτό οδηγούσε και στην απόρριψη του πρώτου λόγου αντέφεσης. Η αυστηρή τήρηση του τύπου που καθορίζει η Δ.55 δεν καθίσταται αναγκαία υπό τις περιστάσεις της παρούσας περίπτωσης.

 

Η έφεση επέτυχε και η αντέφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενη Υπόθεση:

 

Udruzena Beogradska Banka v. Westcare Investment Inc. (1999) 1 Α.Α.Δ. 124.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την αιτήτρια εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Χατζηγιάννη, Α.Ε.Δ.), (Αίτηση Αρ. 142/2010), ημερομηνίας 24/3/2011.

 

Κ. Δαμιανός για Α. Μαρκίδη, για την Εφεσείουσα.

 

Α. Μελάς, για τους Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ..

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Στις 12.7.2006 η Επιτροπή Καθορισμού Δικηγορικής Αμοιβής του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου (Επιτροπή) εξέδωσε απόφαση με την οποία καθορίστηκε η εξωδικαστηριακή δικηγορική αμοιβή των εφεσειόντων - αιτητών εναντίον των εφεσιβλήτων - καθ' ων η αίτηση.

 

Οι εφεσείοντες ζήτησαν την εγγραφή της εν λόγω απόφασης στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού με τη Γενική Αίτηση 365/2009. Με απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 3.11.2009 η αίτηση απορρίφθηκε αφού κρίθηκε ότι  ήταν ανυπόστατη. Η απόφαση εδράζετο στο ότι ο τύπος της αίτησης δεν ήταν ο ενδεδειγμένος και δεν έγινε διάβημα για τη διόρθωσή του.

 

Ακολούθως, με την Γενική Αίτηση 142/2010, οι εφεσείοντες ζήτησαν εκ νέου άδεια για εγγραφή και εκτέλεση της εν λόγω απόφασης της Επιτροπής. Η αίτηση προσέκρουσε στην ένσταση των εφεσιβλήτων και αποφασίστηκε όπως οι ακόλουθοι λόγοι αποφασιστούν προδικαστικά:

 

«A. Η νομική βάση της Αίτησης είναι ελλιπής και/ή δεν προσδίδει δικαιοδοσία στο Δικαστήριο να εξετάσει την ουσία της.

 

Β1. Η Αίτηση δεν έχει συνταχθεί δικονομικά ορθά και/ή πάσχει τυπικά και/ή δεν έχει περιβληθεί με τον ορθό Δικονομικό τύπο και/ή μορφή και ως εκ τούτου είναι ανυπόστατη και/ή άκυρη και/ή ανύπαρκτη.

 

Β2. Η Αίτηση δεν μπορεί να προχωρήσει λόγω δεδικασμένου και/ή νομικού και/ή διαδικαστικού κωλύματος και/ή εμποδίου που απορρέει από την έκδοση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερομηνίας 3.11.2009 στα πλαίσια της Γενικής αίτησης 365/2009.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο λόγος ένστασης Β2 ευσταθούσε και η αίτηση ήταν έκθετη σε απόρριψη. Παρά ταύτα, εξέτασε και τους λόγους ένστασης Α και Β1 οι οποίοι, κατά την κρίση του, δεν ευσταθούσαν.

 

Η ορθότητα της απόφασης αυτής αμφισβητείται τόσο με έφεση εκ μέρους των αιτητών, όσο και με αντέφεση των καθ' ων η αίτηση. Οι εφεσείοντες προβάλλουν ότι λανθασμένα αποφάσισε το Δικαστήριο πως σε περίπτωση που αποδεχόταν τον τύπο της αίτησης ως ορθό δικονομικό μέσο, θα μετατρέπετο αυτόματα σε Εφετείο σε σχέση με την τύχη της αίτησης 365/2009, ότι η υπό κρίση έφεση καταχωρήθηκε με τον ίδιο Τύπο που είχε χρησιμοποιηθεί στην προηγούμενη αίτηση, χωρίς οι εφεσείοντες να τον διορθώσουν και χωρίς να εφεσιβάλουν την απόφαση του Δικαστηρίου επί του προκειμένου, ότι λανθασμένα αποφασίστηκε ότι ο τύπος της αίτησης στην όψη της δεν αποτελούσε ορθό δικονομικό μέτρο και, τέλος, ότι ήταν λανθασμένη η διαταγή για τα έξοδα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με τον λόγο Β2 έκρινε ότι οι εφεσείοντες εάν δεν συμφωνούσαν με την απόφαση του Δικαστηρίου στην 365/2009 θα έπρεπε να την εφεσιβάλουν. Αντί τούτου, επέλεξαν να καταχωρήσουν την υπό κρίσην αίτηση, η οποία έχει την ίδια ακριβώς δικονομική μορφή και τύπο και την ίδια νομική και πραγματική βάση με την Γενική Αίτηση 365/2009. Το γεγονός ότι στην παρούσα αίτηση δεν γίνεται αναφορά στη Δ.47, στην οποία αναφέρετο η Αίτηση 365/2009, δεν διαφοροποιεί σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο το πανομοιότυπο των δύο αιτήσεων, αφού έχουν ακριβώς την ίδια δικονομική μορφή και τύπο. Προς τούτο παρέπεμψε στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου στη Γενική Αίτηση 365/2009:

 

«Εκείνο βέβαια που ενέχει σημασία είναι πως σίγουρα ο τύπος που οι αιτητές στη Γενική Αίτηση επέλεξαν να οδηγήσουν τη διαφορά τους ενώπιον του Δικαστηρίου δεν ήταν ο ενδεδειγμένος. Είναι ο τύπος που προορίζεται αποκλειστικά για ενδιάμεσες αιτήσεις σε εκκρεμείς αγωγές και διαδικασίες. Τόσον ο τύπος της αίτησης στην όψη της όσον και η αναφορά στη νομική της βάση της Δ.48 θ.1, εκεί παραπέμπει.

 

Συνεπώς το Δικαστήριο δεν έχει ενώπιον του το ορθό δικονομικό μέσο.»

 

Στη βάση των πιο πάνω επισημάνσεων, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι σε περίπτωση που αποδεχόταν τον τύπο της παρούσας αίτησης, ως το ορθό δικονομικό μέσο για πρόσβαση των αιτητών στο Δικαστήριο, θα μετατρέπετο αυτόματα σε Εφετείο σε σχέση με την τύχη της Αίτησης 365/2009 και απέρριψε την Αίτηση.

 

Έχουμε εξετάσει τον τύπο που χρησιμοποίησαν οι εφεσείοντες στην υπό κρίση αίτηση και, σε συμφωνία με αυτούς, θεωρούμε ότι δεν είναι ο ίδιος με αυτό που χρησιμοποιήθηκε στην Γενική Αίτηση 365/2009. Στην παρούσα υπόθεση γίνεται αναφορά, πριν τον τίτλο της υπόθεσης, τόσο στον περί Δικηγόρων Νόμο Κεφ. 2 και στους περί Ελαχίστων Ορίων Αμοιβής των Ασκούντων Δικηγορίαν (Εξωδικαστηριακές Υποθέσεις) Κανονισμούς 1985 - 1999 (ως τροποποιήθηκαν), καθώς και στην απόφαση της Επιτροπής Καθορισμού Δικηγορικής Αμοιβής του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου ημερομηνίας 12.7.2006. Περαιτέρω, δεν περιλαμβάνεται στη νομική βάση της αίτησης η Δ.48 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ενώ προστίθεται σ' αυτήν και  αναφορά στο Άρθρο 21 του Κεφ. 4. Σημειώνεται ότι στην Αίτηση 365/2009 δεν εξετάστηκε η ουσία της αίτησης, παρά μόνο ο τύπος. Το γεγονός ότι ο τύπος της νέας αίτησης είναι διαφοροποιημένος, καθιστά το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι «σε περίπτωση που αποδεχόταν τον τύπο της αίτησης ως ορθό δικονομικό μέσο για πρόσβαση των αιτητών στο Δικαστήριο, θα μετατρέπετο αυτόματα σε Εφετείο σε σχέση με την τύχη της έφεσης 365/2009», λανθασμένο.

 

Όσον αφορά την ουσία του εγειρόμενου ζητήματος σχετικό είναι το Άρθρο 16(Α)(1) των Κανονισμών το οποίο προνοεί ότι «οι αποφάσεις της Επιτροπής υπέχουν θέση Διαιτητικών αποφάσεων  ή αποφάσεων Διαιτητού και οιοσδήποτε από τους διαδίκους έχει το δικαίωμα να ζητήσει με αίτηση του στο Επαρχιακό Δικαστήριο την εγγραφή τους και επίσης όπως αυτές εκτελεστούν με την προβλεπόμενη διαδικασία και τους τρόπους εκτέλεσης, όπως ισχύει και στις άλλες αποφάσεις των Επαρχιακών Δικαστηριών».

 

Είναι πρόδηλο από την πιο πάνω πρόνοια ότι οι αποφάσεις της Επιτροπής δίδουν το δικαίωμα εγγραφής και εκτέλεσής τους στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Για να μπορεί, όμως, να εκτελεστεί μια τέτοια απόφαση θα πρέπει αυτή να καταχωριστεί στα αρχεία του Πρωτοκολλητείου ως απόφαση Δικαστηρίου για να προχωρήσει η εκτέλεσή της. Στο Άρθρο 16(Α)(1) δεν προβλέπεται ο τύπος της αίτησης που θα πρέπει να υποβληθεί. Στην υπόθεση Udruzena Beogradska Banka v. Westcare Investment Inc. (1999) 1 Α.Α.Δ. 124 υπεδείχθη ότι, στην απουσία ειδικών κανονισμών, υπάρχει δυνατότητα αναζήτησης δικονομικού μηχανισμού, ούτως ώστε να μην καθίστανται ανενεργά τα δικαιώματα που παρέχονται από συγκεκριμένο νόμο. Στις περιπτώσεις αυτές, η πρόσβαση στο Δικαστήριο καθίσταται δυνατή με τη χρησιμοποίηση γνωστών στο δίκαιο διαδικασιών, υπό την προϋπόθεση ότι κατοχυρώνονται τα δικαιώματα όλων των μερών. Άλλωστε υπάρχει σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου ως αρωγός εκεί όπου η χρήση της είναι αναγκαία για την αποτελεσματική άσκηση της δικαιοδοσίας του, όπως είναι η παρούσα περίπτωση.

 

Εφόσον, λοιπόν, στην παρούσα περίπτωση δεν υπάρχουν ειδικοί δικονομικοί κανονισμοί για να μπορεί να εφαρμοστεί το Άρθρο 16(Α)(1) (πιο πάνω), θεωρούμε ότι θα μπορούσε να καταχωριστεί γενική αίτηση, στην οποία να γίνεται αναφορά στις πρόνοιες του Νόμου στις οποίες αφορά, καθώς και στις νομικές πρόνοιες επί των οποίων στηρίζονται οι εφεσείοντες αιτητές, καθώς και το πραγματικό υπόβαθρο αυτής. Διαφορετική προσέγγιση του ζητήματος θα ακύρωνε το σκοπό του νομοθέτη και θα είχε ως αποτέλεσμα την στέρηση του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο των αιτητών με την προσκόλληση σε τυπολατρεία, σε μία περίπτωση όπου δεν υπάρχουν ρητοί διαδικαστικοί κανονισμοί που να διέπουν το θέμα. Αυτό που θα πρέπει να εξετάζει το Δικαστήριο σε τέτοιου είδους υποθέσεις είναι η κατοχύρωση των δικαιωμάτων των διαδίκων. Στην παρούσα περίπτωση θεωρούμε ότι με τη διαδικασία που ακολούθησαν οι εφεσείοντες, όπου η αίτηση επιδόθηκε στους εφεσίβλητους, δίδοντάς τους το δικαίωμα να προβάλουν στο Δικαστήριο ο,τιδήποτε επιθυμούν σε συνάρτηση βέβαια με το επίδικο θέμα της προώθησης της εκτέλεσης της απόφασης της Επιτροπής, δεν επηρεάζονται καθ' οιονδήποτε τρόπο τα νόμιμα και θεμιτά δικαιώματα των εφεσιβλήτων, ούτε έχει προβληθεί οποιοσδήποτε τέτοιος βάσιμος ισχυρισμός.

 

Ως εκ των ανωτέρω, οι πρώτοι τρεις λόγοι έφεσης επιτυγχάνουν.

 

Οι εφεσίβλητοι με την αντέφεση τους προβάλλουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι η κατάληξη του Δικαστηρίου σε σχέση με τον λόγο Α της ένστασης προδιαγράφει και συμπαρασύρει και τον λόγο ένστασης Β1 (πρώτος λόγος αντέφεσης) και ότι η απόφαση του Δικαστηρίου να απορρίψει τον λόγο Α της ένστασης είναι εσφαλμένη (δεύτερος λόγος έφεσης).

 

Με το λόγο Α της Ένστασης οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι το ορθό δικονομικό μέτρο για να εγγραφεί μία διαιτητική απόφαση είναι η Γενική Αίτηση και θα έπρεπε να περιλαμβάνεται στη νομική της βάση η Δ.55 των Διαδικαστικών Κανονισμών, η οποία αφορά σε πρωτογενείς αιτήσεις.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το ζήτημα που εγείρεται με το λόγο Α της Ένστασης ως ακολούθως:

 

«Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το Άρθρο 16Α(1) των Κανονισμών (ανωτέρω) δεν προβλέπει το δικονομικό τρόπο που οι αιτητές θα έπρεπε να χρησιμοποιήσουν για την εγγραφή της επίδικης απόφασης της Επιτροπής στο Επαρχιακό Δικαστήριο.  Εφαρμόζοντας τη νομική αρχή που καθιερώθηκε με την πιο πάνω απόφαση Udruzena Beogradska Banka (ανωτέρω) ότι δηλαδή η μη ύπαρξη κανονισμών δεν καθιστά τις νομοθετικές πρόνοιες ανενεργές αλλά όπου δεν υπάρχουν ειδικοί διαδικαστικοί κανόνες επιτρέπεται η καταχώρηση εναρκτήριας αίτησης, κρίνω ότι οι αιτητές ορθά χρησιμοποίησαν για πρόσβαση τους στο Δικαστήριο, τη γνωστή στο δίκαιο μας Γενική Αίτηση.  Ενόψει της πιο πάνω νομολογιακής αρχής κρίνω ότι η μη συμπερίληψη στην παρούσα αίτηση της Δ.55 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, που προβλέπει την πρόσβαση στο Δικαστήριο με πρωτογενή αίτηση, δεν επηρεάζει καθ' οιονδήποτε τρόπο την εγκυρότητα της αίτησης.  Και τούτο, έχοντας συγχρόνως κατά νου ότι με την καταχώρηση της παρούσας Γενικής Αίτησης, δεν επηρεάζονται με οποιοδήποτε τρόπο, τα δικαιώματα των καθ' ων η αίτηση ούτε και προβλήθηκε, εν πάση περιπτώσει, τέτοιος ισχυρισμός.  Τονίζω ότι σε τέτοιες περιπτώσεις, κατά την άποψη μου, η προσοχή του Δικαστηρίου πρέπει να στρέφεται στην κατοχύρωση των δικαιωμάτων των μερών και όχι στο δικονομικό διάβημα προώθησης τους.»

 

Συμφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Από τη στιγμή που το Άρθρο 16(Α)(1) των Κανονισμών (πιο πάνω) δεν προβλέπει τον δικονομικό τρόπο με τον οποίο μπορεί να αιτηθεί ένας διάδικος την εγγραφή και εκτέλεση απόφασης της Επιτροπής και από τη στιγμή που δεν προβάλλεται από τους εφεσίβλητους οποιοσδήποτε δυσμενής επηρεασμός των δικαιωμάτων τους, θεωρούμε ότι η μη συμπερίληψη της Δ.55 των Διαδικαστικών Κανονισμών, η οποία αφορά σε πρωτογενείς αιτήσεις, δεν επηρεάζει την εγκυρότητα της αίτησης. Αυτό οδηγεί και στην απόρριψη του πρώτου λόγου αντέφεσης. Η αυστηρή τήρηση του τύπου που καθορίζει η Δ.55 δεν καθίσταται αναγκαία υπό τις περιστάσεις της παρούσας περίπτωσης.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, συμπαρασύρεται σε απόρριψη και ο δεύτερος λόγος αντέφεσης.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση επιτυγχάνει και η αντέφεση απορρίπτεται, με έξοδα προς όφελος των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση επιτυγχάνει και η αντέφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο