ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2016:A501

(2016) 1 ΑΑΔ 2473

26 Οκτωβρίου, 2016

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΝΑΓΗ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΑΚΟΛΑ,

2. ΜΑΡΙΑ ΣΙΑΚΟΛΑ,

 

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι.

 

v.

 

ΕΛΙΑΣ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ,

 

Eφεσίβλητης-Ενάγουσας.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 166/2011)

 

 

Αποζημιώσεις ― Γενικές αποζημιώσεις ― Τροχαίο ατύχημα ― Ενάγουσα ηλικίας 19 χρόνων, υπέστη θλαστικό τραύμα στην βρεγματική χώμα, γραμμοειδές κάταγμα κρανίου, ωτορραγία, μετατραυματική αμνησία και περιφερειακού τύπου απώλεια ακοής, ως μόνιμο κατάλοιπο ― Επιδικάστηκε πρωτοδίκως ποσό €30.000 και επικυρώθηκε κατ' έφεση ― Χαρακτηρίστηκε από το Εφετείο γενναιόδωρο αλλά όχι έκδηλα υπερβολικό ― Απόρριψη λόγων έφεσης περί εσφαλμένης αξιολόγησης μαρτυρίας.

 

Αποζημιώσεις ― Για να επέμβει το Εφετείο στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το ύψος του ποσού των αποζημιώσεων, θα πρέπει να πεισθεί είτε ότι το Δικαστήριο ενήργησε κάτω από λανθασμένη αντίληψη του νόμου, είτε ότι το επιδικασθέν ποσό είναι τόσο υπερβολικό ή ανεπαρκές ούτως ώστε να καθίσταται παντελώς λανθασμένος ο υπολογισμός των αποζημιώσεων των οποίων ο ενάγων δικαιούται.

 

Η εφεσίβλητη, ηλικίας 19 ετών κατά τον ουσιώδη χρόνο, υπέστη σωματικές βλάβες συνεπεία τροχαίου ατυχήματος το οποίο επισυνέβη στις 16.11.2003 στη Λευκωσία. Έγινε παραδεκτό κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας ότι την ευθύνη για το ατύχημα έφεραν αποκλειστικά οι εφεσείοντες.

 

Διαρκούσης της ακροαματικής διαδικασίας, δηλώθηκε ως συμφωνηθέν ποσό ειδικών αποζημιώσεων, το ποσό των €1.196,02 και η υπόθεση προχώρησε σε ακρόαση για το θέμα, των γενικών αποζημιώσεων. Με την υπεράσπιση τους, οι εφεσείοντες αρνήθηκαν τα όσα η εφεσίβλητη ισχυριζόταν στην έκθεση απαίτησης περί των σωματικών της βλαβών, των καταλοίπων και των συνεπειών τους. Για τα ζητήματα αυτά, δόθηκε προφορική μαρτυρία από την εφεσίβλητη και τους ιδιώτες ιατρούς Δρα Μιχάλη Χαραλάμπους και Δρα Αθανάσιο Βυρίδη, ενώ κατατέθηκαν ιατρικές γνωματεύσεις, ιατρικά πιστοποιητικά και άλλη έγγραφη μαρτυρία.

 

Το περιεχόμενο των εγγράφων, Τεκμήρια 4 και 11 μέχρι και 14, κατόπιν σχετικών δηλώσεων των συνηγόρων των διαδίκων όταν αυτά κατατίθεντο στο Δικαστήριο, αποτέλεσε κοινό τόπο. Στη βάση της αναντίλεκτης αυτής έγγραφης μαρτυρίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι παρουσίαζε εκδορές και εκχυμώσεις στο αριστερό κοιλιακό τοίχωμα, την αριστερή ωμοπλάτη και τον αριστερό βραχίονα, θλαστικό τραύμα στην βρεγματική χώμα (στο οποίο έγιναν ραφές), γραμμοειδές κάταγμα κρανίου, ωτορραγία και μετατραυματική αμνησία.

 

Κρατήθηκε για νοσηλεία στον χειρουργικό θάλαμο του Νοσοκομείου όπου παρέμεινε, κλινήρης και υπό συνεχή ιατρική παρακολούθηση και φροντίδα, έως και τις 22.11.03. Παρουσίασε δε, συμπτώματα εγκεφαλικής διάσεισης και χορηγήθηκε σε αυτήν η κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή και αυχενικό κολλάρο.

 

Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της, διαπιστώθηκε ότι η ενάγουσα υπέστηκε «πάρεση ήπια προσωπικού νεύρου ΑΡ περιφερειακού τύπου» και «οίδημα - αιμάτωμα μαλακών μορίων αριστ. κροτάφου - βρεγματικό», ο δε «έξω ακουστικός πόρος αριστερού ώτος (ήταν) πλήρης πηγμάτων αίματος και τυμπανικός υμένας υπέρυθρος. Η ενάγουσα έλαβε εξιτήριο από το Νοσοκομείο στις 22.11.2003, όμως, αυτή συνέχισε να λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή και της συνεστήθη να παραμείνει ήσυχη στο σπίτι.

 

Αργότερα εκτιμήθηκε ότι παρουσιάζει και περιφερειακού τύπου απώλεια ακοής.

 

Το Δικαστήριο αφού αξιολόγησε την προφορική μαρτυρία, αποδέχτηκε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης. Σε ό,τι αφορούσε στο καίριο ερώτημα που προέκυπτε από τη μαρτυρία των δύο ιατρών Μ. Χαραλάμπους και Α. Βυρίδη, κατά πόσο ο τραυματισμός της εφεσίβλητης προκάλεσε σε αυτή μόνιμη μείωση ακοής από το αριστερό αυτί και, σε περίπτωση που η απάντηση ήταν καταφατική, η έκταση και οι συνέπειες της, το Δικαστήριο δέχτηκε τη μαρτυρία του Δρα Χαραλάμπους, ο οποίος υποστήριξε πως η εφεσίβλητη παρουσίαζε πλέον μόνιμη ελαφρά μείωση ακοής στο αριστερό αυτί. Απέρριψε τη μαρτυρία του Δρα Βυρίδη, ότι η ακοή της εφεσίβλητης ήταν φυσιολογική, θεωρώντας ότι είχε κλονιστεί η αξιοπιστία της μαρτυρίας του.

 

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας των εν λόγω ιατρών, σε σχέση με τρία συγκεκριμένα τεκμήρια προσβλήθηκε με την έφεση ως εσφαλμένη.

 

Περαιτέρω, οι εφεσείοντες προσέβαλαν ως υπερβολικό και το ποσό των €30.000 που επιδικάσθηκε στην εφεσίβλητη ως αποζημιώσεις για τις σωματικές βλάβες που αυτή υπέστη.

 

Η αποδοχή από το Δικαστήριο της μαρτυρίας της εφεσίβλητης δεν προσβλήθηκε με την έφεση.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1.   Κατά τους εφεσείοντες, η εξέταση που έγινε από τον ιατρό Παπακώστα «δείχνει ότι η νευρολογική εξέταση του προσωπικού νεύρου της Ενάγουσας ήταν φυσιολογική και αυτό αφορούσε η εξέταση» και όχι στην απώλεια περιφερειακού τύπου ακοής, στην οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έδωσε έμφαση.

  2.   Το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 14 αποτέλεσε παραδεκτό γεγονός.  Ως τέτοιο, αναγόταν σε δεδομένο επί του οποίου το πρωτόδικο Δικαστήριο μπορούσε να ενεργήσει. Δεν προέκυπτε από το Τεκμήριο 14, αλλά ούτε από την υπόλοιπη αποδεκτή από το Δικαστήριο μαρτυρία, ότι η νευρολογική εξέταση περιοριζόταν με τον τρόπο που εισηγούνταν οι εφεσείοντες.

  3.   Και έτσι, όμως, να είχαν τα πράγματα, το γεγονός αυτό δεν θα μπορούσε να επιδράσει αρνητικά και να αφαιρέσει από τη σημασία που είχαν οι ιατρικές διαπιστώσεις, αφού έγιναν παραδεκτές, ως δεδομένα πλέον, και όχι απλώς μαρτυρία υποκείμενη σε αξιολόγηση από το Δικαστήριο.

  4.   Οι εισηγήσεις των εφεσειόντων δεν ήταν ορθές.  Αντεξεταζόμενος, ο ιατρός Χαραλάμπους παρέπεμψε ο ίδιος σε σχετική αναφορά συγγράμματος, χαρακτηρίζοντας την μάλιστα ως την «απάντηση» σε ερωτήσεις που του είχαν υποβληθεί σε σχέση με την εκτίμηση της ακουστικής ικανότητας.

  5.   Δεν διαπιστωνόταν οποιαδήποτε παράλειψη εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας και των ευρημάτων τους.

  6.   Επίσης, η πρωτόδικη απόφαση μνημονεύει τις θέσεις των δύο ιατρών, όταν κατέθεταν αναφορικά με τα τραύματα της εφεσίβλητης που ενέπιπταν στη σφαίρα της ειδικότητας τους, και ειδικότερα για το πρόβλημα ακοής της στις ψηλές συχνότητες, ενώ καταγραφόταν ως εύρημα πως «Η κατάσταση της υγείας της βελτιώθηκε σημαντικά, όμως έως σήμερα η ενάγουσα παρουσιάζει ελαφρά βαρηκοΐα στο αριστερό αυτί».

  7.   Ο Δρ. Χαραλάμπους εξήγησε ότι η ακουστική ικανότητα ενός ανθρώπου θεωρείται φυσιολογική όταν η ουδός ακοής κινείται μεταξύ 0db έως 20 db, αλλά υπάρχουν άτομα που ακούν κάτω από τα 0db.

  8.   Προέκυπτε, ότι στο πάνω μέρος των ακουογραφημάτων Τεκμήρια 6-10 υπήρχαν οι αριθμοί των συχνοτήτων 125Hz μέχρι 8000Hz, ενώ στο αριστερό μέρος υπάρχει κλίμακα των εντάσεων της ακοής σε db. Στα έντυπα των ακουογραφημάτων (Τεκμήρια 6-10) που χρησιμοποίησε ο Δρ Χαραλάμπους για να καταγράψει τα ευρήματα του σε σχέση με την εφεσίβλητη, η βάση της κλίμακας των εντάσεων ακοής είναι τα -10db και το ανώτατο σημείο τα 120db.

  9.   Η πρώτη μέτρηση που καταγράφεται, στο κάθε έντυπο, αφορά στη  συχνότητα 125Hz, για την οποία σημειώνεται, στην κάθε περίπτωση, μέτρηση πάνω από τα 0db. Με δεδομένο ότι το κρίσιμο ερώτημα που απασχόλησε πρωτόδικα ήταν κατά πόσο η εφεσίβλητη είχε απώλεια ακοής, αυτό που ενδιέφερε ήταν αν οι συγκεκριμένες μετρήσεις που διενήργησε ο Δρ Χαραλάμπους σε σχέση με τις διάφορες συχνότητες, υπερέβαιναν ή όχι την ανώτατη ένταση ή επίπεδο του ήχου στην κλίμακα εντάσεων της φυσιολογικής ακοής.

10. Για το τι θεωρείτο φυσιολογική ακοή, ο Δρ Χαραλάμπους συμφώνησε με το σύγγραμμα του Δανιηλίδη από το οποίο προέκυπτε ότι κατά την εκτίμηση της ακουστικής ικανότητας με βάση το ακουόγραμμα ουδός ακοής μεταξύ 0-20 db θεωρείται φυσιολογική ακοή, ενώ 20-40db θεωρείται «ελαφρού βαθμού βαρηκοΐα».

11. Δεν διαπιστωνόταν οποιαδήποτε «αντίθεση» μεταξύ των 0db που είναι το κατώτατο σημείο ή η βάση της κλίμακας των εντάσεων της φυσιολογικής ακοής, και των σημείων από τα οποία αρχίζουν οι μετρήσεις στα ακουογραφήματα, Τεκμήρια 6-10.

12. Αναφορικά με το λόγο έφεσης περί αμφισβήτησης του επιδικασθέντος ποσού, για τις γενικές αποζημιώσεις, ο συνήγορος των εφεσειόντων εισηγήθηκε,  ότι το ορθό ποσό που θα έπρεπε να επιδικαστεί στην εφεσίβλητη, ήταν αυτό των €10.000.

13. Με βάση τις νομολογημένες αρχές περί του πότε επεμβαίνει το Εφετείο στο ύψος των επιδικασθέντων αποζημιώσεων, προέκυπτε εν προκειμένω, από τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου -αντίθετα με την εισήγηση των εφεσειόντων σύμφωνα με την οποία δεν παρέμεινε κανένα πρόβλημα στην εφεσίβλητη- ότι η τελευταία, κατά το χρόνο εκδίκασης της αγωγής της, εξακολουθούσε να υποφέρει από τα επακόλουθα των τραυμάτων της και η απώλεια της ακοής της στο αριστερό αυτί είναι μόνιμη.

14. Έχοντας υπόψη τα τραύματα της εφεσίβλητης και τα επακόλουθα τους, όπως περιγράφονται ανωτέρω, για μια νέα κοπέλα όπως η εφεσίβλητη, προέκυπτε ότι το ποσό που της επιδικάστηκε αν και γενναιόδωρο, δεν ήταν έκδηλα υπερβολικό.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Αντωνιάδης v. Μακρίδης (1969) 1 Α.Α.Δ. 245,

 

Paraskevaides (Overseas) Ltd v. Christofi (1982) 1 C.L.R. 789,

 

Νεοφύτου v. Χατζηδημητρίου (1982) 1 Α.Α.Δ. 430,

 

Ανδρέου v. Θεμιστοκλέους (2004) 1 Α.Α.Δ. 355,

 

Μαυροπετρή v. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66,

 

Κυριάκου v. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 1065,

 

Constantinou v. Selachouris (1969) 1 C.L.R 416,

 

Christodoulides v. Kyprianou (1968) 1 C.L.R 130,

 

Χρυσοστόμου v. Σοφοκλέους κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 1985, ECLI:CY:AD:2014:A676.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους Εναγόμενους εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λυκούργου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 386/2005), ημερομηνίας 18/3/2011.

 

Θ. Ιωαννίδης, για τους Εφεσείοντες.

 

Α. Χατζησέργης, για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή, Δ..

 

ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Η εφεσίβλητη, ηλικίας 19 ετών κατά τον ουσιώδη χρόνο, υπέστηκε σωματικές βλάβες συνεπεία τροχαίου ατυχήματος το οποίο επισυνέβη στις 16.11.2003 στη Λευκωσία. Έγινε παραδεκτό κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας ότι την ευθύνη για το ατύχημα έφεραν αποκλειστικά οι εφεσείοντες.

 

Διαρκούσης της ακροαματικής διαδικασίας, δηλώθηκε ως συμφωνηθέν ποσό ειδικών αποζημιώσεων, το ποσό των €1.196,02 και η υπόθεση προχώρησε σε ακρόαση για το θέμα, ουσιαστικά, των γενικών αποζημιώσεων. Με την υπεράσπιση τους, οι εφεσείοντες αρνούνταν τα όσα η εφεσίβλητη ισχυριζόταν στην έκθεση απαίτησης περί των σωματικών της βλαβών, των καταλοίπων και των συνεπειών τους. Για τα ζητήματα αυτά, δόθηκε προφορική μαρτυρία από την εφεσίβλητη και τους ιδιώτες ιατρούς Δρα. Μιχάλη Χαραλάμπους και Δρα. Αθανάσιο Βυρίδη, ενώ κατατέθηκαν ιατρικές γνωματεύσεις, ιατρικά πιστοποιητικά και άλλη έγγραφη μαρτυρία. 

 

Το περιεχόμενο των εγγράφων, Τεκμήρια 4 και 11 μέχρι και 14, κατόπιν σχετικών δηλώσεων των συνηγόρων των διαδίκων όταν αυτά κατατίθεντο στο Δικαστήριο, αποτέλεσε κοινό τόπο. Στη βάση της αναντίλεκτης αυτής έγγραφης μαρτυρίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα:

 

«Στις 16.11.03, η ενάγουσα Έλια Μιχαλοπούλου (Μ.Ε.1), η οποία γεννήθηκε στις 10.12.84 και ήταν, τότε, ηλικίας δέκα-εννέα (19) ετών, προσκομίσθηκε στο Νοσοκομείο λόγω του τραυματισμού της σε τροχαίο δυστύχημα (σχετική καταχώριση στο έγγραφο «Ασθενοφόρα, Επείγουσες Κλήσεις» στο τεκμήριο 11). Παρουσίαζε εκδορές και εκχυμώσεις στο αριστερό κοιλιακό τοίχωμα, την αριστερή ωμοπλάτη και τον αριστερό βραχίονα, θλαστικό τραύμα στην βρεγματική χώμα (στο οποίο έγιναν ραφές), γραμμοειδές κάταγμα κρανίου, ωτορραγία και μετατραυματική αμνησία (δείτε στο έγγραφο υπ' αριθμόν 110342 καθώς και στο έγγραφο «Case Notes» στο τεκμήριο 11). Κρατήθηκε για νοσηλεία στον χειρουργικό θάλαμο του Νοσοκομείου όπου παρέμεινε, κλινήρης και υπό συνεχή ιατρική παρακολούθηση και φροντίδα, έως και τις 22.11.03. Επειδή η ενάγουσα, κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της, παραπονείτο για ζάλη και πονοκεφάλους, τα οποία αποτελούν συμπτώματα εγκεφαλικής διάσεισης, εχορηγείτο σε αυτήν η κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή. Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της η ενάγουσα φόρεσε αυχενικό κολάρο (δείτε στο έγγραφο «Nursing Report» στο τεκμήριο 11), τα δε τραύματά της ετύγχαναν καθημερινώς χειρουργικού καθαρισμού και περιποίησης. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της, διεπιστώθηκε ότι η ενάγουσα υπέστηκε «πάρεση ήπια προσωπικού νεύρου ΑΡ περιφερειακού τύπου» (δείτε καταχώριση ημερ. 18.11.03 στο τεκμήριο 11) και «οίδημα - αιμάτωμα μαλακών μορίων αριστ. κροτάφου - βρεγματικό» (δείτε έγγραφο «Αξωνική Τομογραφία» στο τεκμήριο 11), ο δε «Έξω ακουστικός πόρος αριστερού ώτος (ήταν) πλήρης πηγμάτων αίματος . (ο δε) τυμπανικός υμένας υπέρυθρος .» (δείτε στο έγγραφο «Examination Abnormal Findings» στο τεκμήριο 11). Η ενάγουσα έλαβε εξιτήριο από το Νοσοκομείο στις 22.11.03, όμως, αυτή συνέχισε να λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή και της συνεστήθη να παραμείνει ήσυχη στο σπίτι. Η ενάγουσα επανήλθε στο Νοσοκομείο στις 9.3.04 και εξετάσθηκε. Παραπονέθηκε για πόνο στη μέση, απώλεια ακοής, κεφαλαλγία και ζάλη. Για να αντιμετωπίσει τη κεφαλαλγία και τη ζάλη η ενάγουσα συνέχισε να λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή (τεκμήριο 4). Όταν η ενάγουσα εξετάσθηκε στις 28.9.04 από τον Δρ. Σάββα Παπακώστα Ειδικό Νευρολόγο - Επιληψιολόγο, διεπιστώθηκε, μεταξύ άλλων, πως το προσωπικό της νεύρο ήταν πλέον φυσιολογικό, όμως, αυτή εξακολουθούσε να παρουσιάζει περιφερειακού τύπου απώλεια ακοής (τεκμήριο 14). Η ενάγουσα φοίτησε στο Πανεπιστήμιο Κύπρου από το ακαδημαϊκό έτος 2002 - 2003 έως και το ακαδημαϊκό έτος 2006 - 2007. Αρχικώς φοίτησε στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Διοίκησης Επιχειρήσεων και στη συνέχεια στο Τμήμα Παιδαγωγικής Προδημοτικής Εκπαίδευσης από το οποίο και απεφοίτησε στις 13.6.07. Στο Τμήμα Παιδαγωγικών Προδημοτικής Εκπαίδευσης η ενάγουσα εισήχθηκε στις 29.7.04 (τεκμήριο 13). Τέλος, η ενάγουσα κατέβαλε, στις 3.12.03, στον Δρ. Μιχάλη Χαραλάμπους το ποσόν των Λ.Κ.50 (τεκμήριο 12).»

 

Το Δικαστήριο αφού αξιολόγησε την προφορική μαρτυρία αποδέχτηκε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης. Σε ό,τι αφορά το καίριο ερώτημα που αφορούσε κυρίως η μαρτυρία των δύο ιατρών Μ. Χαραλάμπους και Α. Βυρίδη, κατά πόσο ο τραυματισμός της εφεσίβλητης προκάλεσε σε αυτή μόνιμη μείωση ακοής από το αριστερό αυτί και, σε περίπτωση που η απάντηση ήταν καταφατική, η έκταση και οι συνέπειες της, το Δικαστήριο δέχτηκε τη μαρτυρία του Δρα Χαραλάμπους, ο οποίος υποστήριξε πως η εφεσίβλητη παρουσίαζε πλέον μόνιμη ελαφρά μείωση ακοής στο αριστερό αυτί.  Απέρριψε τη μαρτυρία του Δρα Βυρίδη, ότι η ακοή της εφεσίβλητης ήταν φυσιολογική, θεωρώντας ότι είχε κλονιστεί η αξιοπιστία της μαρτυρίας του.

 

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας των εν λόγω ιατρών, σε σχέση με τρία συγκεκριμένα τεκμήρια (Τεκμήρια 1,2 και 14) και το σύγγραμμα του Ιωάννη Δανιηλίδη, Κλινική Ωτορινολαρυγγολογία & Στοιχεία Χειρουργικής Κεφαλής και Τραχήλου, προσβάλλεται με την έφεση ως εσφαλμένη, ενώ είχε ως αποτέλεσμα, κατά τους εφεσείοντες, να καταλήξει το πρωτόδικο Δικαστήριο σε αποδοχή της μαρτυρίας του Δρα Χαραλάμπους αντί του Δρα Βυρίδη και σε εσφαλμένα συμπεράσματα (2ος λόγος έφεσης). Οι εφεσείοντες θεωρούν υπερβολικό και το ποσό των €30.000 που επιδικάσθηκε στην εφεσίβλητη ως αποζημιώσεις για τις σωματικές βλάβες που αυτή υπέστηκε (1ος λόγος έφεσης).

 

Η αποδοχή από το Δικαστήριο της μαρτυρίας της εφεσίβλητης δεν προσβάλλεται με την έφεση.

 

Προκρίνεται η εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης, σε σχέση με τον οποίο οι εφεσείοντες στη σχετική αιτιολογία, η οποία προσδιορίζει και το πλαίσιο εξέτασης του λόγου έφεσης, διατυπώνουν πέντε αιτιάσεις, τις οποίες εξετάζουμε στη συνέχεια. Στο ιατρικό πιστοποιητικό του Δρα Παπακώστα, Τεκμήριο 14, καταγράφονται οι διαπιστώσεις νευρολογικής εξέτασης, σύμφωνα με το οποίο το προσωπικό νεύρου της εφεσίβλητης, το «Blink Reflex» και «BAEP» ήταν φυσιολογικά, ενώ υπήρχε «απώλεια περιφερειακού τύπου ακοής». Κατά τους εφεσείοντες, η εξέταση που έγινε από το ιατρό Παπακώστα «δείχνει ότι η νευρολογική εξέταση του προσωπικού νεύρου της Ενάγουσας ήταν φυσιολογική και αυτό αφορούσε η εξέταση» και όχι την απώλεια περιφερειακού τύπου ακοής, στην οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έδωσε έμφαση.  Παρατηρούμε, συναφώς, ότι το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 14 αποτέλεσε παραδεκτό γεγονός. Ως τέτοιο, αναγόταν σε δεδομένο επί του οποίου το πρωτόδικο Δικαστήριο  μπορούσε να ενεργήσει.  Δεν προκύπτει από το Τεκμήριο 14, αλλά ούτε από την υπόλοιπη αποδεκτή από το Δικαστήριο μαρτυρία, ότι η νευρολογική εξέταση περιοριζόταν με τον τρόπο που εισηγούνται οι εφεσείοντες. Και έτσι, όμως, να είχαν τα πράγματα, το γεγονός αυτό δεν θα μπορούσε να επιδράσει αρνητικά και να αφαιρέσει από τη σημασία που είχαν οι ιατρικές διαπιστώσεις, αφού έγιναν παραδεκτές, ως δεδομένα πλέον, και όχι απλώς μαρτυρία υποκείμενη σε αξιολόγηση από το Δικαστήριο.

 

Κατά τον Δρα Χαραλάμπους, για τις συχνότητες 250Hz,500Hz, 1000Hz και 2000Hz, η εφεσίβλητη ακούει στα 5db. Η βλάβη στην ακοή της αφορούσε τις ψηλές συχνότητες, 4000-8000Hz, του αριστερού κυρίως αυτιού, όπου η εφεσίβλητη  για τη συχνότητα 4000Hz ακούει στα 25db και στα 45db για τη συχνότητα 8000Ηz. H φυσιολογική ακοή κυμαίνεται μεταξύ -10db και 20db, αφού υπάρχουν άτομα που ακούν κάτω από το 0, ενώ σύμφωνα με την ακουολογία η φυσιολογική ακοή κυμαίνεται μεταξύ 0-20db. Το τι είναι φυσιολογικό είναι «ξεχωριστό» για τον κάθε άνθρωπο. Ο Δρ. Βυρίδης από την άλλη, καίτοι διαπίστωσε πτώση της ακοής, θεώρησε ότι αυτή ήταν μικρή, της τάξεως του 15%, η οποία παρουσιαζόταν μόνο στη συχνότητα των 8000Hz. Και οι δύο ιατροί συμφώνησαν ότι η απώλεια της ακοής της εφεσίβλητης στο αριστερό αυτί είναι μόνιμη. Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν πως η μαρτυρία του Δρα Χαραλάμπους είναι αντίθετη με το σύγγραμμα του Δανιηλίδη (ανωτέρω) «που απεδέχθη το Δικαστήριο», όπου αναφέρεται, «Ουδός ακοής μεταξύ 0-20db: φυσιολογική ακοή». Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε το γεγονός ότι και οι δύο ιατροί, Χαραλάμπους και Βυρίδης,  συμφώνησαν πως το πρόβλημα παρουσιάζεται μόνο στις ψηλές συχνότητες και ότι ο Δρ. Χαραλάμπους παραδέχτηκε, κατά την αντεξέταση του, ότι η εφεσίβλητη από το 2004 μέχρι το 2010 παρουσίασε βελτίωση.

 

Οι εισηγήσεις των εφεσειόντων δεν μας βρίσκουν σύμφωνους.  Αντεξεταζόμενος, ο ιατρός Χαραλάμπους παρέπεμψε ο ίδιος στην παραπάνω αναφορά στο σύγγραμμα του Δανιηλίδη, χαρακτηρίζοντας την μάλιστα ως την «απάντηση» σε ερωτήσεις που του είχαν υποβληθεί σε σχέση με την εκτίμηση της ακουστικής ικανότητας. Έχοντας δε διεξέλθει προσεκτικά τη μαρτυρία τόσο του Δρα Χαραλάμπους όσο και του Δρα Βυρίδη, όπως καταγράφεται στα πρακτικά, δεν διαπιστώνουμε οποιαδήποτε παράλειψη εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας και των ευρημάτων τους. Επίσης, η πρωτόδικη απόφαση μνημονεύει τις θέσεις των δύο ιατρών, όταν κατάθεταν αναφορικά με τα τραύματα της εφεσίβλητης που ενέπιπταν στη σφαίρα της ειδικότητας τους, και ειδικότερα για το πρόβλημα ακοής της στις ψηλές συχνότητες, ενώ καταγράφεται ως εύρημα πως «Η κατάσταση της υγείας της βελτιώθηκε σημαντικά, όμως έως σήμερα η ενάγουσα παρουσιάζει ελαφρά βαρηκοΐα στο αριστερό αυτί».

 

Τέλος, στα πλαίσια του 2ου λόγου έφεσης, εντάσσεται το παράπονο των εφεσειόντων ότι «τα ακουογραφήματα του δρος Χαραλάμπους και στα δύο αυτιά ξεκινούσαν από διαφορετικές μετρήσεις db γεγονός που δεν ελήφθη υπόψη και δεν αξιολογήθη από το Δικαστήριο». Εξηγείται, σχετικά, στο περίγραμμα αγόρευσης του ευπαίδευτου συνηγόρου των εφεσειόντων, ότι ο Δρ. Χαραλάμπους, για να αξιολογήσει τη μείωση της ακοής της εφεσίβλητης αριστερά, στις ψηλές συχνότητες, άρχισε τη μέτρηση από 0db, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με τα ακουογραφήματα, Τεκμήρια 6 έως 10, που έκαμε στην εφεσίβλητη, όπου οι μετρήσεις αρχίζουν και για τα δύο αυτιά, από -10 έως 20 db. Το παράπονο των εφεσειόντων δεν ευσταθεί. Όπως έχει ήδη σημειωθεί ανωτέρω, ο Δρ. Χαραλάμπους εξήγησε ότι η ακουστική ικανότητα ενός ανθρώπου θεωρείται φυσιολογική όταν η ουδός ακοής κινείται μεταξύ 0db έως 20 db, αλλά υπάρχουν άτομα που ακούν κάτω από τα 0db. Παρατηρούμε, ότι στο πάνω μέρος των ακουογραφημάτων Τεκμήρια 6-10 υπάρχουν οι αριθμοί των συχνοτήτων 125Hz μέχρι 8000Hz, ενώ στο αριστερό μέρος υπάρχει κλίμακα των εντάσεων της ακοής σε db. Στα έντυπα των ακουογραφημάτων (Τεκμήρια 6-10) που χρησιμοποίησε ο Δρ Χαραλάμπους για να καταγράψει τα ευρήματα του σε σχέση με την εφεσίβλητη, η βάση της κλίμακας των εντάσεων ακοής είναι τα -10db και το ανώτατο σημείο τα 120db. Η πρώτη μέτρηση που καταγράφεται, στο κάθε έντυπο, αφορά στη  συχνότητα 125Hz, για την οποία σημειώνεται, στην κάθε περίπτωση, μέτρηση πάνω από τα 0db. Με δεδομένο ότι το κρίσιμο ερώτημα που απασχόλησε πρωτόδικα ήταν κατά πόσο η εφεσίβλητη είχε απώλεια ακοής, αυτό που ενδιέφερε ήταν αν οι συγκεκριμένες μετρήσεις που διενήργησε ο Δρ Χαραλάμπους σε σχέση με τις διάφορες συχνότητες, υπερέβαιναν ή όχι την ανώτατη ένταση ή επίπεδο του ήχου στην κλίμακα εντάσεων της φυσιολογικής ακοής.  Για το τι θεωρείτο φυσιολογική ακοή, ο Δρ Χαραλάμπους συμφώνησε με το σύγγραμμα του Δανιηλίδη από το οποίο προέκυπτε ότι κατά την εκτίμηση της ακουστικής ικανότητας με βάση το ακουόγραμμα ουδός ακοής μεταξύ 0-20 db θεωρείται φυσιολογική ακοή, ενώ 20-40db θεωρείται «ελαφρού βαθμού βαρηκοΐα». Δεν διαπιστώνουμε οποιαδήποτε «αντίθεση» μεταξύ των 0db που είναι το κατώτατο σημείο ή η βάση της κλίμακας των εντάσεων της φυσιολογικής ακοής, και των σημείων από τα οποία αρχίζουν οι μετρήσεις στα ακουογραφήματα, Τεκμήρια 6-10.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.

 

Στρέφουμε την προσοχή μας στον πρώτο λόγο έφεσης.  Θεωρούμε χρήσιμο, με σκοπό να δώσουμε μια πλήρη εικόνα των σωματικών βλαβών που υπέστη η εφεσίβλητη και των επιπτώσεων από αυτές, πέραν των πρωτόδικων ευρημάτων που έχουν ήδη παρατεθεί ανωτέρω, να παραθέσουμε σχετικό μέρος της μαρτυρίας της, η οποία έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως συνοψίζεται στην εκκαλούμενη απόφαση:

 

«Λόγω της παράλυσης (πάρεσης) της αριστερής πλευράς του προσώπου της, κατά τον πρώτο μήνα αμέσως μετά το δυστύχημα, δεν μπορούσε να κλείσει το αριστερό της μάτι, δεν μπορούσε να ανασηκώσει το αριστερό της φρύδι και ούτε μπορούσε να γελάσει. Επίσης, αισθανόταν μειονεκτικά λόγω της παραμόρφωσης του προσώπου της εξ αιτίας, ακριβώς, αυτής της πάρεσης και του τραύματος στη βρεγματική χώρα. Μήνες μετά αφότου έλαβε εξιτήριο από το Νοσοκομείο εξακολουθούσε να υποφέρει από ζαλάδες, πονοκεφάλους και πόνους στο αριστερό αυτί, φορούσε αυχενικό κολάρο και κουραζόταν εύκολα όταν μελετούσε. Εξ ου και αναγκάσθηκε να αλλάξει το αντικείμενο των σπουδών της. Αντί του Κλάδου Δημόσιας Διοίκησης και Διοίκησης Επιχειρήσεων, τον οποίον ακολουθούσε κατά το χρόνο που συνέβηκε το δυστύχημα, επέλεξε τον Κλάδο Παιδαγωγικών Προδημοτικής Εκπαίδευσης, που είναι λιγότερο απαιτητικός. Σήμερα, αρκετά χρόνια μετά το δυστύχημα, τα κατάλοιπα του τραυματισμού της συνεχίζουν να την ενοχλούν, να δυσχεραίνουν τη ζωή της και να περιορίζουν τις απολαύσεις της: Η μείωση της ακοής και η ευαισθησία στο αριστερό αυτί καθώς και οι πονοκεφάλοι και η κόπωση που αισθάνεται συχνά την εμποδίζουν να διασκεδάζει σε κέντρα αναψυχής με δυνατή μουσική, ως συνήθιζε πριν από το δυστύχημα, και την εμποδίζουν να γυμνάζεται τακτικά και έντονα ως, επίσης, συνήθιζε πριν από το δυστύχημα. Πλέον, σπανίως επισκέπτεται κέντρα αναψυχής με δυνατή μουσική και όταν το πράττει φορά ωτοασπίδες. Επίσης, γυμνάζεται πολύ λίγο και είναι σε θέση να εκτελεί μόνον περιορισμένες ασκήσεις. Έως και σήμερα υπάρχει στο κεφάλι της το οίδημα (καρούμπαλο), που προκλήθηκε από το κάταγμα στο κρανίο, καθώς και τα σημάδια στο αριστερό μέρος της κοιλίας και στη βρεγματική περιοχή, έστω και εξασθενημένα.»

 

Με βάση δε τα παραδεκτά γεγονότα, τη μαρτυρία της εφεσίβλητης και του Δρα Μ. Χαραλάμπους, το Δικαστήριο κατέληξε και στα ακόλουθα ευρήματα:

 

«Ο επίδικος τραυματισμός της ενάγουσας υπήρξε σοβαρός και πολύ επώδυνος. Τα δε κατάλοιπά του εξακολουθούν να δυσχεραίνουν την ενάγουσα και εξακολουθούν να την εμποδίζουν να απολαμβάνει την ζωή της όπως η ίδια επιθυμεί και όπως θα μπορούσε, εάν δεν μεσολαβούσε το δυστύχημα. Χωρίς να χρειάζεται να επαναλάβω τα παραδεκτά γεγονότα καθώς και τα όσα αξιόπιστα λέχθηκαν ενώπιόν μου από την ενάγουσα (Μ.Ε.1) και από το Δρ. Μιχάλη Χαραλάμπους (Μ.Ε.2) καταλήγω πως, συνεπεία του δυστυχήματος και του επίδικου τραυματισμού της, η ενάγουσα υπέστηκε εκδορές και εκχυμώσεις στο αριστερό κοιλιακό τοίχωμα, την αριστερή ωμοπλάτη και τον αριστερό βραχίονα, θλαστικό τραύμα στην βρεγματική χώμα (στο οποίο έγιναν ραφές), γραμμοειδές κάταγμα κρανίου, ωτορραγία και μετατραυματική αμνησία, ήπια πάρεση προσωπικού νεύρου, οίδημα, αιμάτωμα μαλακών μορίων αριστερού κροτάφου, τραυματισμό του αριστερού αυτιού και ελαφρά μείωση της ακοής της από αυτό. Η κατάσταση της υγείας της βελτιώθηκε σημαντικά, όμως, έως και σήμερα η ενάγουσα παρουσιάζει ελαφρά βαρηκοΐα στο αριστερό αυτί, εξασθενημένα σημάδια στην κοιλιακή και τη βρεγματική χώρα καθώς και οίδημα στο κεφάλι. Επίσης, η ενάγουσα, εξακολουθεί να υποφέρει, κατά καιρούς, από πονοκεφάλους. Κουράζεται δε ευκολότερα απ' ό,τι προηγουμένως.»

 

Προβάλλεται στην αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης ότι οι τραυματισμοί της εφεσίβλητης, όπως έγιναν αποδεκτοί από το πρωτόδικο Δικαστήριο, και τα ιατρικά πιστοποιητικά που κατατέθηκαν εκ συμφώνου, δεν δικαιολογούν το επιδικασθέν στην εφεσίβλητη ποσό αποζημιώσεων, το οποίο είναι αυθαίρετο, δεν συνάδει με τους τραυματισμούς της και είναι αντίθετο με τη νομολογία.  Παραπέμπουν επίσης στη μαρτυρία των ιατρών Χαραλάμπους και Βυρίδη, επισημαίνοντας ότι σύμφωνα με αυτή, οποιοδήποτε πρόβλημα αφορά πολύ περιορισμένους ήχους σε ψηλές συχνότητες, υπογραμμίζοντας, οι εφεσείοντες, παράλληλα, ότι «δεν παρέμεινε οποιοδήποτε πρόβλημα»  στην εφεσίβλητη.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, στη βάση των ευρημάτων του και καθοδηγούμενο από τη νομολογία*, ότι το ποσό των €30.000,00, πλέον τόκοι από την ημερομηνία του ατυχήματος, θα αποτελούσε για την εφεσίβλητη δίκαιη και εύλογη αποζημίωση. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων εισηγήθηκε, μετά από παραπομπή σε νομολογία**, ότι το ορθό ποσό που θα έπρεπε να επιδικαστεί στην εφεσίβλητη είναι αυτό των €10.000.

 

Για να επέμβει το Εφετείο στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το ύψος του ποσού των αποζημιώσεων, θα πρέπει να πεισθεί είτε ότι το Δικαστήριο ενήργησε κάτω από λανθασμένη αντίληψη του Νόμου είτε ότι το επιδικασθέν ποσό είναι τόσο υπερβολικό ή ανεπαρκές ούτως ώστε να καθίσταται παντελώς λανθασμένος ο υπολογισμός των αποζημιώσεων των οποίων ο ενάγων δικαιούται (Βλ. Constantinou v. Selachouris (1969) 1 C.L.R 416, Christodoulides v. Kyprianou (1968) 1 C.L.R 130) και Χρυσοστόμου v. Σοφοκλέους κ.ά. (2014) 1 Α, ECLI:CY:AD:2014:A676.Α.Δ. 1985). Εν προκειμένω, προκύπτει από τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, αντίθετα με την εισήγηση των εφεσειόντων ότι δεν παρέμεινε κανένα πρόβλημα στην εφεσίβλητη, η τελευταία, κατά το χρόνο εκδίκασης της αγωγής της, εξακολουθούσε να υποφέρει από τα επακόλουθα των τραυμάτων της και η απώλεια της ακοής της στο αριστερό αυτί είναι μόνιμη. Έχοντας υπόψη τα τραύματα της εφεσίβλητης και τα επακόλουθα τους, όπως περιγράφονται ανωτέρω, για μια νέα κοπέλα όπως η εφεσίβλητη καταλήγουμε ότι το ποσό που της επιδικάστηκε αν και γενναιόδωρο, δεν είναι έκδηλα υπερβολικό.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο