ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D484
(2016) 1 ΑΑΔ 2409
18 Οκτωβρίου, 2016
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ
ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜOY ΤΟΥ 1964,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1. ΜΙΧΑΛΗ ΖΟΛΩΤΑ,
2. FOCUS MARITIME CORP ΚΑΙ 3. MIHAIL ANDREI FOLE ΓΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑΤΑ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ PROHIBITION Ή/KAI CERTIORARI,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ/ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ 15161/2016 ΗΜΕΡ. 3.10.2016 ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ
ΚΡΙΘΗΚΕ ΩΣ ΝΟΜΙΜΗ Η ΕΠΙΔΟΣΗ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟΥ ΣΤΟΥΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥΣ ΜΙΧΑΛΗ ΖΟΛΩΤΑ ΚΑΙ
FOCUS MARITIME CORP ΚΑΙ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΩΝ ΜΙΧΑΛΗ ΖΟΛΩΤΑ
ΚΑΙ MIHAIL ANDREI FOLE.
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 125/2016)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση παραχώρησης άδειας καταχώρησης αίτησης έκδοσης προνομιακού εντάλματος Certiorari, για σκοπούς ακύρωσης απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία κρίθηκε νόμιμη η επίδοση κατηγορητηρίου στους Αιτητές 1 και 2 και εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης των Αιτητών 1 και 3 ― Απορριπτική κατάληξη ως αποτέλεσμα της αδυναμίας των Αιτητών να στοιχειοθετήσουν εκ πρώτης όψεως υπόθεση ή συζητήσιμο θέμα ― Δεν είχε καταδειχθεί λόγος για παροχή θεραπείας προνομιακού εντάλματος με βάση το κατάλοιπο εξουσίας του Δικαστηρίου.
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Πότε ενεργοποιείται η σχετική δικαιοδοσία έκδοσης προνομιακών ενταλμάτων.
Εναντίον των Αιτητών και ακόμη επτά άλλων προσώπων, φυσικών και νομικών, προσήφθησαν κατηγορίες σοβαρής μορφής, οι οποίες περιστρέφονταν γύρω από κατ' ισχυρισμό διάπραξη αδικημάτων που υποδηλώνουν, μεταξύ άλλων, διαφθορά, δεκασμό και δωροδοκία δημοσίων λειτουργών και αξιωματούχων, δωροληψία, κατάχρηση εξουσίας και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Κατά το στάδιο διαδικασίας παραπομπής των κατηγορουμένων σε δίκη από Κακουργιοδικείο, τέθηκε ζήτημα επίδοσης και φυσικής ή αυτοπρόσωπης παρουσίας τους ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου. Η Κατηγορούσα Αρχή, ο Εντιμος Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, υποστήριξε πως έγιναν οι δέουσες επιδόσεις σε όλους τους κατηγορούμενους και, επίσης, ότι η φυσική παρουσία τους ενώπιον του δικαστηρίου ήταν απαραίτητη. Εκ μέρους των Αιτητών - κατηγορουμένων 3, 10 και 5 αντίστοιχα στην πρωτόδικη διαδικασία - προβλήθηκε ότι οι επιδόσεις ήταν άκυρες και υποστηρίχθηκε, παράλληλα, η δυνατότητα εκπροσώπησης των κατηγορουμένων από συνηγόρους κατά τη διαδικασία παραπομπής τους σε απευθείας δίκη σε Κακουργιοδικείο, χωρίς να είναι δηλαδή απαραίτητη η φυσική παρουσία τους. Στις 3.10.2016, το πρωτόδικο δικαστήριο, εξετάζοντας το εγερθέν ζήτημα της εγκυρότητας των επιδόσεων και σημειώνοντας ότι αυτές έγιναν στο έδαφος της Ελληνικής Δημοκρατίας μέσω των μηχανισμών του περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για Αμοιβαία Αρωγή σε Ποινικά Θέματα και του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής (Κυρωτικού) Νόμου του 2000, Ν. 2(III)/2000 (εφεξής ο Νόμος), έκρινε ότι ικανοποιήθηκαν οι προϋποθέσεις περί απόδειξης της επίδοσης κατ' ακολουθία του Νόμου, με δεδομένη τη δήλωση των αρμοδίων εισαγγελέων εφετών της Ελλάδας πως τα αιτήματα για δικαστική συνδρομή είχαν ικανοποιηθεί. Έκρινε, περαιτέρω, ότι η φυσική αυτοπρόσωπη, παρουσία των κατηγορουμένων αυτών ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου, αποτελούσε, βάση των διατάξεων 44(1) και 92 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφάλαιο 155, εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για τη διεκπεραίωση της διαδικασίας της παραπομπής στο Κακουργιοδικείο. Υπό τα δεδομένα αυτά, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε «ορθό και δίκαιο» να καλέσει τους συνηγόρους των κατηγορουμένων να τοποθετηθούν κατά πόσο αναλαμβάνουν δέσμευση να παρουσιάσουν τους πελάτες τους ενώπιον του δικαστηρίου σε νέα ημερομηνία, «ώστε να αποφευχθεί η έκδοση εντάλματος σύλληψης εναντίον τους ή έστω η έκδοση οδηγιών για άμεση εκτέλεση τούτου». Λόγω αδυναμίας των συνηγόρων να δεσμευθούν ως ανωτέρω, το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε στην έκδοση ενταλμάτων σύλληψης εναντίον των φυσικών προσώπων, Αιτητών 1 και 3, προκειμένου να εξασφαλισθεί η παρουσία τους για σκοπούς παραπομπής. Η υπόθεση επανορίστηκε ένα μήνα μετά, στις 3.11.2016, προς έλεγχο, μεταξύ άλλων, και των υπό αναφορά ενταλμάτων σύλληψης και με οδηγίες όπως αυτά εκτελεσθούν αμέσως.
Με την υπό κρίση αίτηση, οι Αιτητές αιτήθηκαν άδειας του δικαστηρίου για την καταχώρηση αίτησης διά κλήσεως για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, με στόχο τη μεταφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο για σκοπούς ακύρωσης της πιο πάνω απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 3.10.2016, με την οποία κρίθηκε ως νόμιμη η επίδοση του κατηγορητηρίου στους Αιτητές 1 και 2 και εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης των Αιτητών 1 και 3. Περαιτέρω αιτήθηκαν διάταγμα όπως η ισχύς της πιο πάνω απόφασης, ανασταλεί μέχρι αποπεράτωσης της παρούσας διαδικασίας ή μέχρι νεώτερης διαταγής του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Έθεσαν προς υποστήριξη των πιο πάνω αιτημάτων τους, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο υπέπεσε σε εμφανή νομικά λάθη κρίνοντας ως ορθή και νομότυπη την επίδοση και ως αναγκαία τη φυσική ή αυτοπρόσωπη παρουσία των Αιτητών 1 και 3 για τη διεκπεραίωση της διαδικασίας παραπομπής τους στο Κακουργιοδικείο. Υπέβαλαν ακόμη, ότι η έκδοση εντάλματος σύλληψης σε βάρος των πιο πάνω Αιτητών και η παράλειψη έκδοσης ανάλογου εντάλματος εις βάρος άλλων συγκατηγορουμένων τους, ήτοι των κατηγορουμένων 2 και 4, συνιστούσε παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης των κατηγορουμένων και παραβίαση του δικαιώματος των υπό αναφορά Αιτητών σε δίκαιη δίκη.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν εντοπιζόταν ο,τιδήποτε το μεμπτό στην προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με το υπό εξέταση ζήτημα της νομότυπης επίδοσης, το οποίο και να δικαιολογούσε την παροχή θεραπείας μέσω προνομιακού εντάλματος.
2. Όπως αναγνώρισαν και οι συνήγοροι των Αιτητών ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπό κρίση αίτησης, στο πρωτόδικο δικαστήριο παρουσιάστηκαν και κατατέθηκαν έγγραφα των αρμοδίων εισαγγελέων εφετών Αθηνών και Πειραιώς, τα οποία βεβαίωναν πως τα αιτήματα για δικαστική συνδρομή είχαν ικανοποιηθεί ή περατωθεί.
3. Δεν τελούσε υπό αμφισβήτηση στην υπό εξέταση περίπτωση ότι, δυνάμει του Άρθρου 5 του Ν. 2(ΙΙΙ)/2000, τα αιτήματα για δικαστική συνδρομή προωθήθηκαν στις αρμόδιες αρχές της Ελληνικής Δημοκρατίας από την αρμόδια δικαστική αρχή της Κυπριακής Δημοκρατίας, ήτοι το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης. Το Άρθρο 7(2) του υπό αναφορά Νόμου, καλύπτει το ζήτημα της απόδειξης της επίδοσης.
4. Στην υπό κρίση περίπτωση, και κατ' ακολουθία προηγούμενης νομολογίας, η αδιαμφισβήτητη υποβολή των αιτημάτων από την αρμόδια δικαστική αρχή της Κυπριακής Δημοκρατίας και η αναντίλεκτη βεβαίωση των αρμοδίων αρχών του μέρους στο οποίο υπεβλήθη το αίτημα, της Ελλάδας, ότι η επίδοση έγινε και πως τα αιτήματα ικανοποιήθηκαν, δεν άφηναν περιθώρια παροχής άδειας προς το σκοπό προσκόμισης άλλης μαρτυρίας, ούτε και παρείχαν στέρεο έδαφος αμφισβήτησης ή επίκλησης παράνομης ή άκυρης επίδοσης.
5. Το υπό εξέταση ζήτημα καλύπτεται στο σύνολό του από τα διαλαμβανόμενα στο Ν. 2(ΙΙΙ)/2000 σε ό,τι αφορά το θέμα της επίδοσης και της συνδρομής που ζητήθηκε από την Ελληνική Δημοκρατία.
6. Ως εκ τούτου, δεν τίθετο θέμα συζήτησης και εφαρμογής προνοιών άλλου νόμου και δη του περί Διεθνούς Συνεργασίας σε Ποινικά Θέματα Νόμου 23(Ι)/2001, όπως επικαλέστηκε η πλευρά των Αιτητών.
7. Δεν διαπιστωνόταν οποιοδήποτε προφανές νομικό σφάλμα ή και υπέρβαση εξουσίας του πρωτόδικου δικαστηρίου. Ορθά και σύννομα κατέληξε ότι η παρουσία των κατηγορουμένων ήταν απαραίτητη προκειμένου να εκπληρώσει το καθήκον του, ως παραπέμπον δικαστήριο, να διασφαλίσει δηλαδή την περαιτέρω παρουσία τους σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου, είτε με την επιβολή εγγύησης ή υπό τέτοιους όρους τους οποίους θα θεωρούσε εύλογους είτε, ακόμη, και με την κράτησή τους.
8. Όπως και στην υπόθεση Μπουλούτας (κατωτέρω), έτσι και στην υπό κρίση, η νομολογία του ΕΔΑΔ στην οποία παρέπεμψαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι δεν υποστυλώνει τις θέσεις τους.
9. Αφορά περιπτώσεις όπου κατηγορούμενος στερήθηκε του δικαιώματος να προβάλει την υπεράσπισή του μέσω δικηγόρου. Του δικαιώματος δηλαδή ενός κατηγορουμένου, δυνάμει του Άρθρου 6(3)(γ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, να εκπροσωπείται από δικηγόρο ενώπιον του δικαστηρίου.
10. Το δικαίωμα εκπροσώπησης από δικηγόρο δεν εξισούται και δεν παράγει αντίστοιχο δικαίωμα κατηγορούμενου προς μη εμφάνιση αυτοπροσώπως, κατά βούληση, ενώπιον ποινικού δικαστηρίου και δη σε ποινικές υποθέσεις σοβαρής μορφής.
11. Με δεδομένη πλέον τη νομότυπη επίδοση, ότι στο πρωτόδικο δικαστήριο παρείχετο, κατ' ακολουθία του Άρθρου 44(1) του Κεφαλαίου 155, η δυνατότητα έκδοσης εντάλματος προς εξαναγκασμό παρουσίασης των κατηγορουμένων ενώπιόν του για παραπομπή τους στο Κακουργιοδικείο.
12. Η άσκηση της διακριτικής αυτής ευχέρειας και η συνακόλουθη κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η παρουσία των συγκεκριμένων Αιτητών ήταν αναγκαία, δεν εμπίπτει στα πλαίσια ελέγχου μέσω προνομιακού εντάλματος.
13. Το τελευταίο παράπονο των Αιτητών 1 και 3, κινείτο γύρω από τη θέση ότι εντοπίζεται παραβίαση της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της ίσης μεταχείρισης και του δικαιώματός τους σε δίκαιη δίκη. Θεμέλιο για την προσέγγιση αυτή αποτέλεσε το γεγονός ότι κατά την πρωτόδικη διαδικασία και ενώ εκδόθηκαν εντάλματα σύλληψης εις βάρος τους δεν ζητήθηκαν από τον Εντιμο Γενικό Εισαγγελέα και δεν εκδόθηκαν ανάλογα εντάλματα σε σχέση με τους κατηγορούμενους 2 και 4.
14. Και η τελευταία αυτή εισήγηση στερείτο υπόβαθρου στήριξης. Κατ' αρχάς το πρωτόδικο δικαστήριο άφησε ανοικτό το περιθώριο μη έκδοσης ενταλμάτων σύλληψης σε σχέση και με τους Αιτητές, εάν οι συνήγοροί τους αναλάμβαναν την υποχρέωση να τους παρουσιάσουν σε νέα ημερομηνία.
15. Οι συνήγοροι αδυνατούσαν να αναλάβουν τέτοια δέσμευση, γεγονός που οδήγησε στην έκδοση των υπό κρίση ενταλμάτων. Η ειδοποιός όμως διαφορά μεταξύ των κατηγορουμένων 2 και 4 και των κατηγορουμένων 3 και 5 - όπως ορθά αναφέρθηκε και από τον Έντιμο Γενικό Εισαγγελέα στα πλαίσια της πρωτόδικης διαδικασίας - στοιχείο το οποίο και εκθεμελιώνει τη δυνατότητα επίκλησης παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης, ήταν προηγούμενη απόφαση που εκδόθηκε από διεθνές διαιτητικό δικαστήριο.
16. Απόφαση η οποία σχετιζόταν με την περίπτωση των κατηγορουμένων 2 και 4 και σύμφωνα με την οποία η Κυπριακή Δημοκρατία θα έπρεπε να απόσχει από την έκδοση οποιωνδήποτε ενταλμάτων σύλληψης σε σχέση με τους κατηγορούμενους αυτούς. Η ουσιώδης αυτή διαφοροποίηση δεν αφήνει περιθώρια προβολής θέσεων περί παραβίασης δικαιωμάτων, στη βάση που τίθεται από την πλευρά των Αιτητών.
Η αίτηση για άδεια απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 878,
Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250,
Μπουλούτας κ.ά. (2016) 1 Α.Α.Δ. 556, ECLI:CY:AD:2016:D111.
Αίτηση.
Χρ. Μυλωνόπουλος και Η. Αιμιλιανίδου (κα), για τους Αιτητές 1 και 2.
Η. Αιμιλιανίδου (κα), για τον Αιτητή.
Cur. adv. vult.
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Εναντίον των Αιτητών και ακόμη επτά άλλων προσώπων, φυσικών και νομικών, έχουν προσαφθεί κατηγορίες σοβαρής μορφής, οι οποίες περιστρέφονται γύρω από κατ' ισχυρισμό διάπραξη αδικημάτων που υποδηλώνουν, μεταξύ άλλων, διαφθορά, δεκασμό και δωροδοκία δημοσίων λειτουργών και αξιωματούχων, δωροληψία, κατάχρηση εξουσίας και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Κατά το στάδιο διαδικασίας παραπομπής των κατηγορουμένων σε δίκη από Κακουργιοδικείο, τέθηκε ζήτημα επίδοσης και φυσικής ή αυτοπρόσωπης παρουσίας τους ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου. Η Κατηγορούσα Αρχή, ο Εντιμος Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, υποστήριξε πως έγιναν οι δέουσες επιδόσεις σε όλους τους κατηγορούμενους και, επίσης, ότι η φυσική παρουσία τους ενώπιον του δικαστηρίου ήταν απαραίτητη. Εκ μέρους των Αιτητών - κατηγορουμένων 3, 10 και 5 αντίστοιχα στην πρωτόδικη διαδικασία - προβλήθηκε ότι οι επιδόσεις ήταν άκυρες και υποστηρίχθηκε, παράλληλα, η δυνατότητα εκπροσώπησης των κατηγορουμένων από συνηγόρους κατά τη διαδικασία παραπομπής τους σε απευθείας δίκη σε Κακουργιοδικείο, χωρίς να είναι δηλαδή απαραίτητη η φυσική παρουσία τους. Στις 3.10.2016, το πρωτόδικο δικαστήριο, εξετάζοντας το εγερθέν ζήτημα της εγκυρότητας των επιδόσεων και σημειώνοντας ότι αυτές έγιναν στο έδαφος της Ελληνικής Δημοκρατίας μέσω των μηχανισμών του περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για Αμοιβαία Αρωγή σε Ποινικά Θέματα και του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής (Κυρωτικού) Νόμου του 2000, Ν. 2(III)/2000 (εφεξής ο Νόμος), έκρινε ότι ικανοποιήθηκαν οι προϋποθέσεις περί απόδειξης της επίδοσης κατ' ακολουθία του Νόμου, με δεδομένη τη δήλωση των αρμοδίων εισαγγελέων εφετών της Ελλάδας πως τα αιτήματα για δικαστική συνδρομή είχαν ικανοποιηθεί. Εκρινε, περαιτέρω, ότι η φυσική αυτοπρόσωπη, παρουσία των κατηγορουμένων αυτών ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου, αποτελούσε, βάση των διατάξεων 44(1) και 92 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφάλαιο 155, εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για τη διεκπεραίωση της διαδικασίας της παραπομπής στο Κακουργιοδικείο. Υπό τα δεδομένα αυτά, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε «ορθό και δίκαιο» να καλέσει τους συνηγόρους των κατηγορουμένων να τοποθετηθούν κατά πόσο αναλαμβάνουν δέσμευση να παρουσιάσουν τους πελάτες τους ενώπιον του δικαστηρίου σε νέα ημερομηνία, «ώστε να αποφευχθεί η έκδοση εντάλματος σύλληψης εναντίον τους ή έστω η έκδοση οδηγιών για άμεση εκτέλεση τούτου». Λόγω αδυναμίας των συνηγόρων να δεσμευθούν ως ανωτέρω, το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε στην έκδοση ενταλμάτων σύλληψης εναντίον των φυσικών προσώπων, Αιτητών 1 και 3, προκειμένου να εξασφαλισθεί η παρουσία τους για σκοπούς παραπομπής. Η υπόθεση επανορίστηκε ένα μήνα μετά, στις 3.11.2016, προς έλεγχο, μεταξύ άλλων, και των υπό αναφορά ενταλμάτων σύλληψης και με οδηγίες όπως αυτά εκτελεσθούν αμέσως.
Με την υπό κρίση αίτηση, οι Αιτητές ζητούν την άδεια του δικαστηρίου για την καταχώρηση αίτησης διά κλήσεως για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, με στόχο τη μεταφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο για σκοπούς ακύρωσης της πιο πάνω απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 3.10.2016, με την οποία κρίθηκε ως νόμιμη η επίδοση του κατηγορητηρίου στους Αιτητές 1 και 2 και εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης των Αιτητών 1 και 3. Περαιτέρω ζητούν διάταγμα όπως η ισχύς της πιο πάνω απόφασης ανασταλεί μέχρι αποπεράτωσης της παρούσας διαδικασίας ή μέχρι νεώτερης διαταγής του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Θέτουν οι Αιτητές, προς υποστήριξη των πιο πάνω αιτημάτων τους, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο υπέπεσε σε εμφανή νομικά λάθη κρίνοντας ως ορθή και νομότυπη την επίδοση και ως αναγκαία τη φυσική ή αυτοπρόσωπη παρουσία των Αιτητών 1 και 3 για τη διεκπεραίωση της διαδικασίας παραπομπής τους στο Κακουργιοδικείο. Υποβάλλουν ακόμη, ότι η έκδοση εντάλματος σύλληψης σε βάρος των πιο πάνω Αιτητών και η παράλειψη έκδοσης ανάλογου εντάλματος εις βάρος άλλων συγκατηγορουμένων τους, ήτοι των κατηγορουμένων 2 και 4, συνιστούσε παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης των κατηγορουμένων και παραβίαση του δικαιώματος των υπό αναφορά Αιτητών σε δίκαιη δίκη.
Είναι επιβεβλημένη, για σκοπούς ευκολότερης παρακολούθησης, η παράθεση των βασικών παραμέτρων που καλύπτουν ζήτημα έκδοσης προνομιακού εντάλματος, όπως έχουν αποκρυσταλλωθεί μέσα από την ευθυγραμμισμένη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Επιγραμματικά, συνιστά βασική αρχή ότι το Δικαστήριο στην πορεία εξέτασης αιτήσεων αυτής της μορφής δεν υπεισέρχεται στην ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, αλλά περιορίζεται στην εξέταση της νομιμότητας. Ο αιτητής θα πρέπει να αποδείξει ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και αφορά στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται, εκ πρώτης όψεως, από το πρακτικό του Δικαστηρίου, υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το νόμο, προκατάληψη, δόλος και παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. Ακόμη όμως και η διαπίστωση εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπόθεσης δεν είναι αρκετή προς ενεργοποίηση της προνομιακής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Οπου εντοπίζεται ότι υπάρχει εναλλακτικό ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία δεν παρέχεται άδεια για καταχώρηση αίτησης, εκτός εάν ο αιτητής, που φέρει το βάρος, αποδείξει ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, τέτοιες που να δικαιολογούν παρέκκλιση από το γενικό κανόνα. (Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κα (2012) 1 Α.Α.Δ. 878).
Προκειμένου, λοιπόν, να χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος, το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία. Είναι ικανοποιητικό να φαίνεται στην αίτηση και στα γεγονότα που τη στηρίζουν πως υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση. Στην υπόθεση Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250 οριοθετήθηκε το νοηματικό εύρος της έννοιας του όρου «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» ως ακολούθως:
«We remain wholly unconvinced that a prima facie case was made for leave to apply for an order of Certiorari. As the expression "prima facie" suggests, a convincing enough case must be made on first view. On second view, formed after hearing the other side, this impression may dissipate. A prima facie case is not an unanswerable one but one sufficiently cogent, or arguable, to merit an answer. On numerous occasions Courts were concerned to elicit and apply the concept in diverse circumstances. A particularly instructive approach to analysis of the concept, I found, with respect, that of Megarry, V.C., in Land Securities v. Metropolitan Police [1983] 2 All E.R. 254, 258. According to this approach, a prima facie case is made out if an arguable case is disclosed, without need arising at this initial or at this initial or preliminary stage for consideration of any rebutting evidence.»
Υπό το πρίσμα των πιο πάνω αρχών πρέπει να εξετασθεί πρωταρχικά κατά πόσο η πλευρά των Αιτητών έχει καλύψει τις απαραίτητες προϋποθέσεις κατάδειξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, προκειμένου να θέσει το θεμέλιο για επιτυχία του διαβήματος της για χορήγηση της αιτούμενης θεραπείας.
Έθεσαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Αιτητών, προς αμφισβήτηση του κύρους των επιδόσεων, ότι δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις για σύννομη επίδοση, όπως αυτές προβλέπονται μέσα από συγκεκριμένα άρθρα του Ελληνικού Κανόνα Ποινικής Δικονομίας. Πιο συγκεκριμένα, σε αναφορά με τον Αιτητή 1, ότι έγινε θυροκόλληση σε κατοικία στην οποία δεν κατοικεί πια και χωρίς να επιδοθεί αντίγραφο στον διορισμένο αντίκλητό του και σε ό,τι αφορά την Αιτήτρια 2, ότι η επίδοση έλαβεν χώραν σε διεύθυνση άλλης εταιρείας στον Πειραιά, της οποίας ο Αιτητής 1 είναι μέτοχος, αντί στην έδρα της στα Marshall Islands.
Δεν εντοπίζεται ο,τιδήποτε το μεμπτό στην προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με το υπό εξέταση ζήτημα της νομότυπης επίδοσης, το οποίο και να δικαιολογεί την παροχή θεραπείας μέσω προνομιακού εντάλματος.
Όπως αναγνώρισαν και οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Αιτητών ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπό κρίση αίτησης, στο πρωτόδικο δικαστήριο παρουσιάστηκαν και κατατέθηκαν έγγραφα (έγγραφο Α και έγγραφο Γ) των αρμοδίων εισαγγελέων εφετών Αθηνών και Πειραιώς, τα οποία βεβαίωναν πως τα αιτήματα για δικαστική συνδρομή είχαν ικανοποιηθεί ή περατωθεί.
Δεν τελεί υπό αμφισβήτηση στην υπό εξέταση περίπτωση ότι, δυνάμει του Άρθρου 5 του Ν. 2(ΙΙΙ)/2000, τα αιτήματα για δικαστική συνδρομή προωθήθηκαν στις αρμόδιες αρχές της Ελληνικής Δημοκρατίας από την αρμόδια δικαστική αρχή της Κυπριακής Δημοκρατίας, ήτοι το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης. Το Άρθρο 7(2) του υπό αναφορά Νόμου, καλύπτει το ζήτημα της απόδειξης της επίδοσης. Διαλαμβάνει τα εξής:
«2. Απόδειξη της επίδοσης δίνεται με απόδειξη παραλαβής χρονολογημένη και υπογραμμένη από το πρόσωπο στο οποίο γίνεται η επίδοση ή με δήλωση που γίνεται από το Μέρος στο οποίο υποβάλλεται αίτηση ότι έγινε επίδοση και αναφέρει τον τόπο και την ημερομηνία της επίδοσης αυτής. Ένα ή άλλο από αυτά τα έγγραφα στέλλονται αμέσως στο αιτούν Μέρος. Το Μέρος στο οποίο υποβάλλεται αίτηση, αν το αιτούν Μέρος το ζητήσει με τον τρόπο αυτό, δηλώνει κατά πόσο έγινε επίδοση σύμφωνα με τη νομοθεσία του Μέρους στο οποίο υποβάλλεται αίτηση. Αν δε δύναται να γίνει επίδοση, οι λόγοι ανακοινώνονται αμέσως από το Μέρος στο οποίο υποβάλλεται αίτηση στο αιτούν Μέρος.»
Στην Μπουλούτας κ.ά. (2016) 1 Α.Α.Δ. 556, ECLI:CY:AD:2016:D111, η αδελφή Δικαστής Παναγή εξέτασε ζήτημα νομότυπης επίδοσης κατηγορητηρίου, υπό το φως παρόμοιων με την υπό κρίση αίτηση γεγονότων και στη βάση του πιο πάνω Άρθρου 7. Αναφέρονται τα ακόλουθα αναφορικά με τους σκοπούς του Άρθρου 7(2):
«Όπως προκύπτει από το προοίμιο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για Αμοιβαία Αρωγή σε Ποινικά Θέματα, η απόκτηση μεγαλύτερης ενότητας μεταξύ των μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης αποτελεί το rationale της. Το δε Άρθρο 7(2) του κυρωτικού Νόμου αποσκοπεί στη διευκόλυνση της απόδειξης της επίδοσης, στις δικαιοδοσίες αυτές στις οποίες απαιτείται να καταδειχθεί ότι δόθηκε η δέουσα ειδοποίηση για την ποινική διαδικασία. Προς τούτο προνοεί ότι απόδειξη παραλαβής χρονολογημένη και υπογραμμένη από το πρόσωπο στο οποίο έγινε η επίδοση ή δήλωση από το Μέρος προς το οποίο υποβάλλεται η αίτηση για αρωγή, ότι έγινε η επίδοση και αναφορά στον τόπο και ημερομηνία της επίδοσης αυτής, συνιστούν απόδειξη της επίδοσης. Η προσκόμιση μαρτυρίας με σκοπό την κατάρριψη του νομότυπου επίδοσης που επιμαρτυρείται με σχετική δήλωση του Μέρους στο οποίο υποβάλλεται το αίτημα για επίδοση, θα συνιστούσε ενέργεια κατά παράβαση του γράμματος, του πνεύματος αλλά και του σκοπού της Σύμβασης.»
Στην υπό κρίση περίπτωση, και κατ' ακολουθία και εφαρμογή των πιο πάνω, η αδιαμφισβήτητη υποβολή των αιτημάτων από την αρμόδια δικαστική αρχή της Κυπριακής Δημοκρατίας και η αναντίλεκτη βεβαίωση των αρμοδίων αρχών του μέρους στο οποίο υπεβλήθη το αίτημα, της Ελλάδας, ότι η επίδοση έγινε και πως τα αιτήματα ικανοποιήθηκαν, δεν άφηναν περιθώρια παροχής άδειας προς το σκοπό προσκόμισης άλλης μαρτυρίας, ούτε και παρέχουν στέρεο έδαφος αμφισβήτησης ή επίκλησης παράνομης ή άκυρης επίδοσης. Προσθέτω ακόμη ότι το υπό εξέταση ζήτημα καλύπτεται στο σύνολό του από τα διαλαμβανόμενα στο Ν. 2(ΙΙΙ)/2000 σε ό,τι αφορά το θέμα της επίδοσης και της συνδρομής που ζητήθηκε από την Ελληνική Δημοκρατία. Ως εκ τούτου, δεν τίθεται θέμα συζήτησης και εφαρμογής προνοιών άλλου νόμου και δη του περί Διεθνούς Συνεργασίας σε Ποινικά Θέματα Νόμου του 2001, Ν. 23(Ι)/2001, όπως επικαλέστηκε η πλευρά των Αιτητών.
Η επιχειρηματολογία των ευπαιδεύτων συνηγόρων των Αιτητών ως προς την ύπαρξη νομικού σφάλματος και υπέρβασης εξουσίας του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με την έκδοση ενταλμάτων σύλληψης, κινήθηκε γύρω από τη θέση ότι η εκπροσώπηση των υπό αναφορά Αιτητών από συνηγόρους καθιστούσε αχρείαστη την προσωπική παρουσία τους στο δικαστήριο και επιτρεπτή την απουσία τους. Προς επίρρωση της υπό εξέταση εισήγησής τους, επικαλέστηκαν νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σύμφωνα με την οποία ένας κατηγορούμενος δύναται να παρίσταται διά συνηγόρου, ως απόρροια του θεμελιώδους δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη. Το πρωτόδικο δικαστήριο, με αναφορά στα Άρθρα 44(1) και 92 του Κεφαλαίου 155, κατέληξε ότι προέκυπτε αδιαμφισβήτητα η αναγκαιότητα της φυσικής, αυτοπρόσωπης, παρουσίας των κατηγορουμένων, προκειμένου να διασφαλιστεί, με τους κατάλληλους όρους, η αυτοπρόσωπη παρουσία τους και ενώπιον του Κακουργιοδικείου.
Ούτε επί του προκειμένου παρέχεται περιθώριο επέμβασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στα πλαίσια των αρχών που καλύπτουν το ζήτημα έκδοσης προνομιακού εντάλματος. Δεν διαπιστώνεται οποιοδήποτε προφανές νομικό σφάλμα ή και υπέρβαση εξουσίας του πρωτόδικου δικαστηρίου. Ορθά και σύννομα κατέληξε ότι η παρουσία των κατηγορουμένων ήταν απαραίτητη προκειμένου να εκπληρώσει το καθήκον του, ως παραπέμπον δικαστήριο, να διασφαλίσει δηλαδή την περαιτέρω παρουσία τους σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου, είτε με την επιβολή εγγύησης ή υπό τέτοιους όρους τους οποίους θα θεωρούσε εύλογους είτε, ακόμη, και με την κράτησή τους. Όπως και στην υπόθεση Μπουλούτας (ανωτέρω), έτσι και στην υπό κρίση, η νομολογία του ΕΔΑΔ στην οποία παρέπεμψαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι δεν υποστυλώνει τις θέσεις τους. Αφορά περιπτώσεις όπου κατηγορούμενος στερήθηκε του δικαιώματος να προβάλει την υπεράσπισή του μέσω δικηγόρου. Του δικαιώματος δηλαδή ενός κατηγορουμένου, δυνάμει του Άρθρου 6(3)(γ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, να εκπροσωπείται από δικηγόρο ενώπιον του δικαστηρίου. Το δικαίωμα εκπροσώπησης από δικηγόρο δεν εξισούται και δεν παράγει αντίστοιχο δικαίωμα κατηγορούμενου προς μη εμφάνιση αυτοπροσώπως, κατά βούληση, ενώπιον ποινικού δικαστηρίου και δη σε ποινικές υποθέσεις σοβαρής μορφής.
Ολοκληρώνοντας ως προς τα υπό εξέταση ζητήματα της επίδοσης και της αυτοπρόσωπης παρουσίας, προστίθεται, με δεδομένη πλέον τη νομότυπη επίδοση, ότι στο πρωτόδικο δικαστήριο παρείχετο, κατ' ακολουθία του Άρθρου 44(1) του Κεφαλαίου 155, η δυνατότητα έκδοσης εντάλματος προς εξαναγκασμό παρουσίασης των κατηγορουμένων ενώπιόν του για παραπομπή τους στο Κακουργιοδικείο. Η άσκηση της διακριτικής αυτής ευχέρειας και η συνακόλουθη κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η παρουσία των συγκεκριμένων Αιτητών ήταν αναγκαία, δεν εμπίπτει στα πλαίσια ελέγχου μέσω προνομιακού εντάλματος.
Το τελευταίο παράπονο των Αιτητών 1 και 3, κινείται γύρω από τη θέση ότι εντοπίζεται παραβίαση της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της ίσης μεταχείρισης και του δικαιώματός τους σε δίκαιη δίκη. Θεμέλιο για την προσέγγιση αυτή αποτέλεσε το γεγονός ότι κατά την πρωτόδικη διαδικασία και ενώ εκδόθηκαν εντάλματα σύλληψης εις βάρος τους δεν ζητήθηκαν από τον Έντιμο Γενικό Εισαγγελέα και δεν εκδόθηκαν ανάλογα εντάλματα σε σχέση με τους κατηγορούμενους 2 και 4.
Και η τελευταία αυτή εισήγηση στερείται, με όλο το σεβασμό, υπόβαθρου στήριξης. Κατ' αρχάς το πρωτόδικο δικαστήριο άφησε ανοικτό το περιθώριο μη έκδοσης ενταλμάτων σύλληψης σε σχέση και με τους Αιτητές, εάν οι συνήγοροί τους αναλάμβαναν την υποχρέωση να τους παρουσιάσουν σε νέα ημερομηνία. Οι συνήγοροι αδυνατούσαν να αναλάβουν τέτοια δέσμευση, γεγονός που οδήγησε στην έκδοση των υπό κρίση ενταλμάτων. Η ειδοποιός όμως διαφορά μεταξύ των κατηγορουμένων 2 και 4 και των κατηγορουμένων 3 και 5 - όπως ορθά αναφέρθηκε και από τον Εντιμο Γενικό Εισαγγελέα στα πλαίσια της πρωτόδικης διαδικασίας - στοιχείο το οποίο και εκθεμελιώνει τη δυνατότητα επίκλησης παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης, ήταν προηγούμενη απόφαση που εκδόθηκε από διεθνές διαιτητικό δικαστήριο. Απόφαση η οποία σχετιζόταν με την περίπτωση των κατηγορουμένων 2 και 4 και σύμφωνα με την οποία η Κυπριακή Δημοκρατία θα έπρεπε να απόσχει από την έκδοση οποιωνδήποτε ενταλμάτων σύλληψης σε σχέση με τους κατηγορούμενους αυτούς. Η ουσιώδης αυτή διαφοροποίηση δεν αφήνει περιθώρια προβολής θέσεων περί παραβίασης δικαιωμάτων, στη βάση που τίθεται από την πλευρά των Αιτητών.
Υπό το φως όλων των πιο πάνω και ως αποτέλεσμα της αδυναμίας των Αιτητών να στοιχειοθετήσουν εκ πρώτης όψεως υπόθεση ή συζητήσιμο θέμα, είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι δεν έχει καταδειχθεί λόγος για παροχή θεραπείας προνομιακού εντάλματος με βάση το κατάλοιπο εξουσίας του Δικαστηρίου. Αναπόδραστα η αίτηση απορρίπτεται.
Η αίτηση για άδεια απορρίπτεται.