ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2016:D412

(2016) 1 ΑΑΔ 2070

6 Σεπτεμβρίου, 2016

 

[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΑΡ. 33/1964,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 11, 15, 30, 33, ΚΑΙ 35, ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 5, 6, 8, 13, ΚΑΙ 14 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 9 ΚΑΙ 10 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΗΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟΥ 97/1970 ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΥΝΘΗΚΗ ΜΕΤΑΞΥ

ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΛΕΥΚΟΡΩΣΙΑΣ

ΓΙΑ ΠΑΡΟΧΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΣΕ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΙΝΙΚΟΥ

ΔΙΚΑΙΟΥ Ν.172/1986,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ OLGA APANASIK

ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΟΡΩΣΙΑ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΗ ΣΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ HABEAS CORPUS,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΗΣ OLGA APANASIK ΣΤΗ ΛΕΥΚΟΡΩΣΙΑ ΤΟ ΟΠΟΙΟ

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΣΤΙΣ 11/04/2016 ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 3/2015 (ΑΡ. 2).

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 50/2016)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Habeas CorpusΦυγόδικοι ― Απορριπική κατάληξη σε αίτηση προς έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Habeas Corpus για απελευθέρωση της αιτήτριας από την κράτηση στην οποία τελούσε για σκοπούς έκδοσης της στη Λευκορωσία ― Η όλη δομή της σχετικής Σύμβασης, βασίζεται στο γενικό τεκμήριο ότι οι δημόσιες αρχές των συμβληθέντων κρατών ενεργούν με καλή πίστη  και όποτε εγείρεται θέμα ότι η δίωξη ενός προσώπου γίνεται για πολιτικά ή άλλα κίνητρα το βάρος απόδειξης το φέρει το εκζητούμενο πρόσωπο.

 

Προνομιακά εντάλματα ― Habeas CorpusΦυγόδικοι ― Όταν η καθυστέρηση οφείλεται στον ίδιο τον φυγόδικο, τότε αυτός δεν μπορεί να επωφεληθεί και σε τέτοια περίπτωση η έκδοση του, δεν είναι άδικη ή καταπιεστική ― Απόρριψη ισχυρισμών περί κατάχρησης διαδικασίας.

 

Κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, στις 11.4.2016, Δικαστής  Επαρχιακού Δικαστηρίου, εξέδωσε διάταγμα κράτησης της αιτήτριας για σκοπούς έκδοσης της στη Λευκορωσία, προκειμένου να ασκηθεί εναντίον της ποινική δίωξη για το αδίκημα της πρόσληψης ατόμων για σεξουαλική ή άλλη εκμετάλλευση από οργανωμένη ομάδα, μέσω απάτης και συνωμοσίας κατά παράβαση του Άρθρου 187(3) του Ποινικού Κώδικα της Λευκορωσίας το οποίο, σύμφωνα με τις αρχές της Λευκορωσίας, διαπράχθηκε την περίοδο 2000-2004.

 

Η Αιτήτρια αντέδρασε στο πιο πάνω διάταγμα με αίτηση Habeas Corpus, δυνάμει του Άρθρου 10(1) του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου 97/1970 όπως τροποποιήθηκε, προβάλλοντας ότι η νομιμότητα της κράτησης της είναι παράνομη.

 

Οι προβληθέντες λόγοι προς υποστήρξη της αίτησης, είχαν στο επίκεντρο τους το χρονικό διάστημα που παρήλθε από την (κατ' ισχυρισμό) διάπραξη των αδικημάτων, ότι η δίωξη έχει πολιτικά κίνητρα και ότι η έκδοση της πολύ πιθανό έθετε σε κίνδυνο τη ζωή και/ή να την καταστήσει θύμα κακομεταχείρισης και εξευτελιστικής συμπεριφοράς με τρόπο που θα παραβιαστούν τα ανθρώπινα της δικαιώματα.

 

Προβλήθηκε ακόμα, ότι ο όλος χειρισμός της υπόθεσης από τις ανακριτικές αρχές της Λευκορωσίας συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας και αποσκοπεούσε στην ταλαιπωρία και κακομεταχείριση ενός αντιπάλου της κυβέρνησης της Λευκορωσίας.

 

Η αίτηση προσέκρουσε σε ένσταση των καθ' ων η αίτηση, με την οποία υποστηρίχθηκε η νομιμότητα της κράτησης της Αιτήτριας.

 

Η Αιτήτρια, η οποία κατάγεται από τη Λευκορωσία, συνελήφθη και προφυλακίστηκε από τις αρχές της χώρας αυτής το 2004, ως ύποπτη διάπραξης του προαναφερθέντος αδικήματος στη βάση καταγγελιών δύο νεαρών γυναικών ότι τις παραπλάνησε πως θα τους εξασφάλιζε νόμιμη εργοδότηση στο εξωτερικό ως χορεύτριες, ενώ στην πραγματικότητα τις προόριζε για σεξουαλική εκμετάλλευση. Ωστόσο η διερεύνηση της υπόθεσης, τότε, διεκόπη στις 11.5.2005 επειδή δεν προέκυψαν επαρκή στοιχεία εναντίον της Αιτήτριας και ως εκ τούτου αυτή αφέθη ελεύθερη. Στη συνέχεια όμως, κατά τα έτη 2009-2010, προέκυψαν νέα στοιχεία και η εναντίον της υπόθεση επανάνοιξε με τη λήψη καταθέσεων και από άλλες νεαρές γυναίκες, οι οποίες καταλόγισαν στην Αιτήτρια ότι υπό το πρόσχημα ότι θα τους εξασφάλιζε νόμιμη εργοδότηση στο εξωτερικό ως χορεύτριες τις προώθησε σε νυχτερινά κέντρα όπου υφίσταντο αφόρητες και αθέμιτες πιέσεις να γίνουν πόρνες. Στο πλαίσιο δε της (εκ νέου) διερεύνησης της υπόθεσης επανακρίθηκε και η Αιτήτρια στις 23.2.2011 η οποία, στη σχετική κατάθεση που έδωσε, ναι μεν παραδέχθηκε ότι παρείχε βοήθεια σε νεαρές γυναίκες να μεταβούν σε συγκεκριμένες χώρες του εξωτερικού για εργασία αλλά αρνήθηκε πως για τις υπηρεσίες αυτές έλαβε οποιαδήποτε αμοιβή ή ότι εγνώριζε πως η μεταφορά των εν λόγω γυναικών στα νυχτερινά κέντρα αποσκοπούσε στη σεξουαλική τους εκμετάλλευση.

 

Επιπρόσθετα υπέγραψε και δέσμευση να εμφανίζεται ενώπιον των ανακριτικών αρχών όποτε της ζητηθεί, πλην όμως όταν στη συνέχεια κλήθηκε να εμφανιστεί ενώπιον της ανακρίτριας στις 31.3.2011 όχι μόνο δεν συμμορφώθηκε αλλά εγκατέλειψε τη Λευκορωσία και κατέφυγε στις κατεχόμενες από τα τουρκικά στρατεύματα περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Κατ' ακολουθία των πιο πάνω οι διωκτικές αρχές της Λευκορωσίας αποφάσισαν την ποινική της δίωξη και στη βάση σχετικού Διατάγματος, τον Αύγουστο του 2013, στάληκε στην Interpol Κύπρου ερυθρά αγγελία (Red Notice) για σύλληψη της Αιτήτριας η οποία επετεύχθη στις 1.8.2015 στη βάση προσωρινού εντάλματος σύλληψης στο Διεθνές Αεροδρόμιο Λάρνακας όπου μετέβη για να παραλάβει τη θυγατέρα της.

 

Ακολούθησε στις 10.9.2015 η προβλεπόμενη από το Νόμο εξουσιοδότηση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξης, με την οποία εξουσιοδοτήθηκε η έναρξη της διαδικασίας έκδοσης της Αιτήτριας δυνάμει του Άρθρου 7 του Νόμου και η εν τέλει ικανοποίηση του σχετικού αιτήματος της Λευκορωσίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις θέσεις της Αιτήτριας που αντιστοιχούσαν στους ως άνω τρεις λόγους που προώθησε στο πλαίσιο της παρούσας για έκδοση Habeas Corpus, κρίνοντας πως όλες ήταν αβάσιμες.

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Οι αιτιάσεις της Αιτήτριας και για τους λόγους που προώθησε προς έκδοση του αιτούμενου εντάλματος δεν ευσταθούσαν.

2.  Συγκεκριμένα, σ' ό,τι αφορούσε στο χρόνο που παρήλθε από τη διάπραξη των αδικημάτων, κατά πάγια νομολογία όταν η καθυστέρηση οφείλεται στον ίδιο το φυγόδικο τότε αυτός δεν μπορεί να επωφεληθεί και σε τέτοια περίπτωση η έκδοση του δεν είναι άδικη ή καταπιεστική.

3.  Στην παρούσα περίπτωση η διερεύνηση των καταλογιζόμενων στην Αιτήτρια αδικημάτων ναι μεν άρχισε το 2004, αλλά τότε η δίωξη δεν προχώρησε λόγω ανεπαρκών στοιχείων. Στη συνέχεια, όμως, ο φάκελος της εναντίον της υπόθεσης επανάνοιξε το 2009-2010 ως αποτέλεσμα των καταθέσεων μεγάλου αριθμού νεαρών γυναικών και συναφώς η Αιτήτρια  κλήθηκε ενώπιον ανακρίτριας το 2011 όπου υπέγραψε δέσμευση  να εμφανιστεί ενώπιον των ανακριτικών αρχών όποτε της ζητηθεί, πλην όμως όταν αυτή κλήθηκε να εμφανιστεί στις 31.3.11 όχι μόνο δε συμμορφώθηκε αλλά κατέφυγε στις κατεχόμενες από τα τουρκικά στρατεύματα περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας.

4.  Υπ' αυτά τα δεδομένα η όποια καθυστέρηση παρατηρήθηκε στη δίωξή της και στις συνακόλουθες αλλαγές της προσωπικής της κατάστασης δεν οφειλόταν στις διωκτικές αρχές της Λευκορωσίας αλλά στην ίδια και συνεπώς δεν νομιμοποιείτο να επικαλείται τον παράγοντα αυτό ως λόγο για έκδοση του αιτούμενου εντάλματος.

5.  Αναφορικά με την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Λευκορωσία, είναι γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε δεχθεί τη μαρτυρία του κ. Πουργουρίδη σύμφωνα με την οποία η χώρα αυτή παρουσίαζε συχνή συμπεριφορά παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων πολιτικών αντιπάλων της κυβέρνησης.

6.  Όμως το στοιχείο αυτό δεν μπορεί να λειτουργήσει προς όφελος της Αιτήτριας η οποία όπως κρίθηκε πρωτοδίκως δεν είναι πολιτικό πρόσωπο και ούτε απέδειξε ότι είναι μέλος του αντιπολιτευόμενου της κυβέρνησης της Λευκορωσίας κόμματος

7.  Σχετική επί του θέματος είναι η Γενικός Εισαγγελέας v. Κonovalova (κατωτέρω) όπου επισημάνθηκε πως η όλη δομή της Σύμβασης «βασίζεται στο γενικό τεκμήριο ότι οι δημόσιες αρχές των συμβληθέντων κρατών ενεργούν με καλή πίστη και όποτε εγείρεται θέμα πως η δίωξη ενός προσώπου γίνεται για πολιτικά ή άλλα κίνητρα το βάρος απόδειξης το φέρει το εκζητούμενο πρόσωπο».

8.  Αναφορικά με τον ισχυρισμό για κατάχρηση διαδικασίας από τις διωκτικές αρχές της Λευκορωσίας είναι αρκετό να λεχθεί ότι τα περιστατικά της υπόθεσης δεν τεκμηριώνουν τέτοιο ισχυρισμό.  Οι διωκτικές αρχές της χώρας αυτής απλώς διέκοψαν το 2005 τη διερεύνηση των επίδικων αδικημάτων στη βάση ότι (τότε) δεν προέκυψαν εναντίον της επαρκή στοιχεία, στην οποία επανήλθαν - όπως λέχθηκε - το 2009-2010 ως αποτέλεσμα των πολλών νέων καταθέσεων επιπρόσθετων κατ' ισχυρισμό θυμάτων της.

9.  Υπ' αυτά τα δεδομένα, έκδηλα δεν μπορούσε να γίνει λόγος για κατάχρηση διαδικασίας και ως εκ τούτου και ο υπό αναφορά λόγος κρίθηκε  αβάσιμος.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Gomes v. Government of Trinidad and Tobago [2009] UKHL 21,

 

Νικολαΐδη (1999) 1 Α.Α.Δ. 1964,

 

Νικολαΐδη v. Αστυνομίας (1999) 1 Α.Α.Δ. 80,

 

Κakis v. Government of the Republic of Cyprus [1978] 2 All E.R. 634,

 

In Re Tarling [1979] 1 All E.R. 981,

 

Γενικός Εισαγγελέας v. Χαρατσίδη (2016) 1 Α.Α.Δ. 825, ECLI:CY:AD:2016:A176,

 

Μελά (Αρ.3) (1998) 1 Α.Α.Δ. 1199,

 

Hachem v. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (1992) 1 Α.Α.Δ. 191,

 

Ηatcho (2004) 1 A.A.Δ. 793,

 

Sergeenva Drazdova (Αρ. 1) (2012) 1 A.A.Δ. 1373,

 

Sergeenva Drazdova (Aρ. 2) (2012) 1 A.A.Δ. 1574,

 

Devasseelan [2002] UKIAT 00702,

 

Γενικός Εισαγγελέας v. Κonovalova (2015) 1 , ECLI:CY:AD:2015:D639Α.Α.Δ. 2052,

 

Γενικός Εισαγγελέας v. Mrwkwa (2014) 1 , ECLI:CY:AD:2014:A160Α.Α.Δ. 495,

 

Gomes v. Government of Trinidad and Tobago [2009] 3 All E.R. 549,

 

Kryzowski [2007] EWHC2754,

 

Νικολαΐδη (1979) 1 Α.Α.Δ. 1964,

 

Wehbe (1985) 1 C.L.R. 56,

 

Ali Secretary of State [1984] 1 All E.R. 1009,

 

Slawomir Lagunionek v. The Lord of Advocate [2015] HCJAC 53.

 

Αίτηση.

 

Μ. Γεωργίου, για την Αιτήτρια.

 

Eλ. Λοϊζίδου (κα), για την Καθ' ης η αίτηση.

 

Αιτήτρια παρούσα.

 

Η κα Μπιλιάνα Μέσιου δίνει τη διαβεβαίωση της να μεταφράζει πιστά από τα ελληνικά στα ρωσικά και αντίστροφα.

 

Cur. adv. vult.

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, στις 11.4.16, Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας εξέδωσε διάταγμα κράτησης της Olga Apanasik (στο εξής η Αιτήτρια) για σκοπούς έκδοσης της στη Λευκορωσία, προκειμένου να ασκηθεί εναντίον της ποινική δίωξη για το αδίκημα της πρόσληψης ατόμων για σεξουαλική ή άλλη εκμετάλλευση από οργανωμένη ομάδα μέσω απάτης και συνωμοσίας κατά παράβαση του Άρθρου 187(3) του Ποινικού Κώδικα της Λευκορωσίας το οποίο, σύμφωνα με τις αρχές της Λευκορωσίας, διαπράχθηκε την περίοδο 2000-2004.

 

Η Αιτήτρια αντέδρασε στο πιο πάνω διάταγμα με αίτηση Habeas Corpus δυνάμει του Άρθρου 10(1) του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970 (Ν.97/1970 όπως τροποποιήθηκε, στο εξής ο Νόμος), προβάλλοντας ότι η νομιμότητα της κράτησης της είναι παράνομη για δέκα λόγους. Κατά την ακροαματική όμως διαδικασία περιορίστηκε στο να προωθήσει τους τρεις, από τους οποίους ο πρώτος έχει στο επίκεντρο του το χρονικό διάστημα που παρήλθε από την (κατ' ισχυρισμό) διάπραξη των αδικημάτων, ο δεύτερος, ότι η δίωξη έχει πολιτικά κίνητρα και η έκδοση της πολύ πιθανό θα θέσει σε κίνδυνο τη ζωή και/ή να την καταστήσει θύμα κακομεταχείρισης και εξευτελιστικής συμπεριφοράς με τρόπο που θα παραβιαστούν τα ανθρώπινα της δικαιώματα και, ο τρίτος ότι ο όλος χειρισμός της υπόθεσης από τις ανακριτικές αρχές της Λευκορωσίας συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας και αποσκοπεί στην ταλαιπωρία και κακομεταχείριση ενός αντιπάλου της κυβέρνησης της Λευκορωσίας.

 

Η αίτηση προσέκρουσε σε ένσταση των καθ' ων η αίτηση με την οποία υποστηρίζεται η νομιμότητα της κράτησης της Αιτήτριας, αλλά προτού γίνει αναφορά στις εκατέρωθεν θέσεις θεωρώ χρήσιμη τη σκιαγράφηση του ιστορικού της υπόθεσης και την παράθεση των ουσιωδών ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη βάση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του η οποία κρίθηκε ικανοποιητική προς έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος. Και αυτό έχοντας υπόψη ότι κατά την εξέταση αιτήματος για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus το Ανώτατο Δικαστήριο δεν ενεργεί ως Εφετείο και δεν αναθεωρεί τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που αποφάσισε την έκδοση, αλλά περιορίζεται στην εξέταση κατά πόσο υπήρχε ικανοποιητική μαρτυρία που δικαιολογούσε την έκδοση και κατά πόσο το Επαρχιακό Δικαστήριο ενήργησε εντός του δικαιοδοτικού του πλαισίου (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Χαρατσίδη (2016) 1 Α.Α.Δ. 825, ECLI:CY:AD:2016:A176 που παραπέμπει στις Μελά (Αρ.3) (1998) 1 Α.Α.Δ. 1199, Hachem v. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (1992) 1 Α.Α.Δ. 191, Ηatcho (2004) 1 A.A.Δ. 793 και στο σύγγραμμα του Π. Αρτέμη «Προνομιακά Εντάλματα» παρ. 3.18 και 3.19).

 

Η Αιτήτρια, η οποία κατάγεται από τη Λευκορωσία όπου ασκούσε το επάγγελμα της εκπαιδεύτριας χορογραφίας, συνελήφθη και προφυλακίστηκε από τις αρχές της χώρας αυτής το 2004 ως ύποπτη διάπραξης του προαναφερθέντος αδικήματος στη βάση καταγγελιών δύο νεαρών γυναικών ότι τις παραπλάνησε πως θα τους εξασφάλιζε νόμιμη εργοδότηση στο εξωτερικό ως χορεύτριες, ενώ στην πραγματικότητα τις προόριζε για σεξουαλική εκμετάλλευση. Ωστόσο η διερεύνηση της υπόθεσης, τότε, διεκόπη στις 11.5.05 επειδή δεν προέκυψαν επαρκή στοιχεία εναντίον της Αιτήτριας και ως εκ τούτου αυτή αφέθη ελεύθερη.  Στη συνέχεια όμως, κατά τα έτη 2009-2010, προέκυψαν νέα στοιχεία και η εναντίον της υπόθεση επανάνοιξε με τη λήψη καταθέσεων και από άλλες νεαρές γυναίκες, οι οποίες καταλόγισαν στην Αιτήτρια ότι υπό το πρόσχημα ότι θα τους εξασφάλιζε νόμιμη εργοδότηση στο εξωτερικό ως χορεύτριες τις προώθησε σε νυχτερινά κέντρα όπου υφίσταντο αφόρητες και αθέμιτες πιέσεις να γίνουν πόρνες. Στο πλαίσιο δε της (εκ νέου) διερεύνησης της υπόθεσης επανακρίθηκε και η Αιτήτρια στις 23.2.11 η οποία, στη σχετική κατάθεση που έδωσε, ναι μεν παραδέχθηκε ότι παρείχε βοήθεια σε νεαρές γυναίκες να μεταβούν σε συγκεκριμένες χώρες του εξωτερικού για εργασία αλλά αρνήθηκε πως για τις υπηρεσίες αυτές έλαβε οποιαδήποτε αμοιβή ή ότι εγνώριζε πως η μεταφορά των εν λόγω γυναικών στα νυχτερινά κέντρα αποσκοπούσε στη σεξουαλική τους εκμετάλλευση. Επιπρόσθετα υπέγραψε και δέσμευση να εμφανίζεται ενώπιον των ανακριτικών αρχών όποτε της ζητηθεί, πλην όμως όταν στη συνέχεια κλήθηκε να εμφανιστεί ενώπιον της ανακρίτριας στις 31.3.11 όχι μόνο δεν συμμορφώθηκε αλλά εγκατέλειψε τη Λευκορωσία και κατέφυγε στις κατεχόμενες από τα τουρκικά στρατεύματα περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Κατ' ακολουθία των πιο πάνω οι διωκτικές αρχές της Λευκορωσίας αποφάσισαν την ποινική της δίωξη και στη βάση σχετικού Διατάγματος, τον Αύγουστο του 2013, στάληκε στην Interpol Κύπρου ερυθρά αγγελία (Red Notice) για σύλληψη της Αιτήτριας η οποία επετεύχθη στις 1.8.15 στη βάση προσωρινού εντάλματος σύλληψης στο Διεθνές Αεροδρόμιο Λάρνακας όπου μετέβη για να παραλάβει τη θυγατέρα της. Ακολούθησε στις 10.9.15 η προβλεπόμενη από το Νόμο εξουσιοδότηση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξης, με την οποία εξουσιοδοτήθηκε η έναρξη της διαδικασίας έκδοσης της Αιτήτριας δυνάμει του Άρθρου 7 του Νόμου και η εν τέλει ικανοποίηση του σχετικού αιτήματος της Λευκορωσίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Συναφώς το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις θέσεις της Αιτήτριας που αντιστοιχούν στους τρεις λόγους που προώθησε στο πλαίσιο της παρούσας για έκδοση Habeas Corpus, κρίνοντας πως όλες ήταν αβάσιμες. Συγκεκριμένα, σ' ό,τι αφορά το ζήτημα (α) της καθυστέρησης έκρινε πως «. δεν έχουν καταδειχθεί εκείνα τα στοιχεία και/ή δεν έχει παρέλθει τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα από το χρόνο διάπραξης των σοβαρών αδικημάτων* που καταλογίζονται στην καθ' ης η αίτηση που να έχει αποδειχθεί ότι η έκδοση της θα είναι άδικο και καταπιεστικό μέτρο εναντίον της», (β) της ύπαρξης κινδύνου παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της Αιτήτριας, ναι μεν βρήκε τεκμηριωμένη έκθεση του πρώην βουλευτή και μέλους της Επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης κ. Πουργουρίδη για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εξαφανίσεις κατά το 1999-2000 προσώπων με πολιτική δραστηριότητα στη Λευκορωσία, αλλά έκρινε πως «Ακόμη και οι γενικές πληροφορίες για την κατάσταση ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην χώρα δεν φαίνεται να προωθούν την θέση της επειδή μόλις πρόσφατα το 2015 πρόσωπα που ήταν πολιτικοί κρατούμενοι έχουν αποφυλακισθεί. Οπότε με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων δεν κρίνω ότι η καθ' ης η αίτηση έχει τεκμηριώσει την θέση της ότι ζητείται η έκδοση της για αλλότριους λόγους. Ενόψει των διαβεβαιώσεων που υπάρχουν από την Λευκορωσία για την διαφύλαξη των δικαιωμάτων της και τα λοιπά στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιον μου σε σχέση με τα γεγονότα που αφορούν την ποινική δίωξη κρίνω ότι δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος η καθ' ης η αίτηση να εκδοθεί για άλλους λόγους εκτός από αυτούς που φαίνονται ξεκάθαρα από τα επίσημα έγγραφα που έχουν διαβιβασθεί από την Λευκορωσία. Αλλά ούτε διαφαίνεται πραγματικός κίνδυνος ότι θα υποστεί κακομεταχείριση κατά την δίωξη που να επηρεάζει τα ανθρώπινα της δικαιώματα ή να επηρεάζουν το δικαίωμα της σε δίκαια δίκη» και (γ) της κατάχρησης της διαδικασίας από τις διωκτικές αρχές της Λευκορωσίας που αποσκοπεί στην ταλαιπωρία και κακομεταχείριση ενός αντιπάλου της κυβέρνησης της χώρας αυτής, έκρινε πως από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου «η καθ' ης η αίτηση δεν είναι πολιτικό πρόσωπο που ανήκει στην αντιπολίτευση και δεν είναι γνωστή στις αρχές της Λευκορωσίας ως πρόσωπο που συμμετείχε σε εκδηλώσεις πολιτικού χαρακτήρα. Η ίδια η καθ' ης η αίτηση παραδέχθηκε ότι κατά την έναρξη της δίωξης το 2004 δεν είχε καμία συμμετοχή σε δραστηριότητα πολιτικού χαρακτήρα και ο δικηγόρος της κατά το στάδιο των τελικών αγορεύσεων δέχθηκε ότι πραγματικός σκοπός της κράτησης της κατά το έτος 2004 ήταν διερεύνηση γνήσιου ποινικού αδικήματος».

 

Σημειώνεται, τέλος, ότι μετά τη σύλληψη της Αιτήτριας και σε χρόνο που δεν έχω εντοπίσει, αυτή υπέβαλε αίτηση για πολιτικό άσυλο που φαίνεται πως ακόμη δεν έχει εξεταστεί.

 

Είναι θέση της Αιτήτριας, όπως αυτή αναπτύσσεται στη γραπτή αγόρευση των δικηγόρων της με αναφορά στις πρόνοιες του Άρθρου 10(3)* του Νόμου «. ότι θα ήταν άδικο και καταπιεστικό μέτρο η έκδοση της αιτήτριας, κυρίως λόγω του μακρού χρόνου που έχει περάσει από τις ισχυριζόμενες κολάσιμες πράξεις και δεύτερο για την κακή πίστη πίσω από τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει και τέλος λόγω της μεγάλης πιθανότητας παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων της αιτήτριας, γεγονός που δεν θα επενεργήσει υπέρ της σωστής απονομής της δικαιοσύνης». Όπως δε γίνεται αντιληπτό, με την υπό αναφορά θέση αποδίδεται κατά τρόπο επιγραμματικό η πεμπτουσία των τριών λόγων στη βάση των οποίων επιδιώκεται η έκδοση του αιτούμενου εντάλματος και σ' ό,τι αφορά:

 

1. Τη σημασία του χρόνου που παρήλθε από τη διάπραξη των (κατ' ισχυρισμό) αδικημάτων έγινε παραπομπή στις Sergeenva Drazdova (Αρ.1) και (Aρ.2) (2012) 1 A.A.Δ. 1373 και 1574, Kakis v. Government of the Republic of Cyprus [1978] 3 All E.r. 634, HL για διατύπωση του ισχυρισμού, αφενός, ότι λόγω της παρέλευσης τόσο μεγάλου χρόνου - που δεν οφείλεται στην Αιτήτρια και ως εκ τούτου τα γεγονότα της παρούσας διαφοροποιούνται από αυτά της Χαρατσίδης (ανωτέρω) - ελλοχεύουν πραγματικοί κίνδυνοι στο δικαίωμα της για δίκαιη δίκη αφού τεκμήρια και μαρτυρίες που θα μπορούσαν να τη βοηθήσουν πιθανό να έχουν χαθεί και/ή να μη μπορούν να εντοπισθούν και, αφετέρου, λόγω του ότι το 2005 έγινε μέλος της αντιπολίτευσης της πατρίδας της και το 2011 αναγκάστηκε να αποταθεί για πολιτικό άσυλο στην Κυπριακή Δημοκρατία προκειμένου να αποφύγει τα χειρότερα, επήλθε ριζική αλλαγή στη ζωή της που ως παράγοντας λειτουργεί εναντίον της έκδοσής της.

 

2. Το ζήτημα της κατάστασης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στη Λευκορωσία παρέπεμψε σε Έκθεση του ειδικού ανταποκριτή του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών ημερ. 21.4.16 υπό τον τίτλο «Report of the Special Rapporteur on the Situation of human rights in Belarus» και στη μαρτυρία του κ. Πουργουρίδη που έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, σύμφωνα με τις οποίες η χώρα αυτή παρουσιάζει συχνή συμπεριφορά παραβίασης των εν λόγω δικαιωμάτων και σε περίπτωση έκδοσης της Αιτήτριας κινδυνεύει η ζωή της και/ή υπάρχει ορατός κίνδυνος να υποβληθεί σε βασανιστήρια. Τόνισε περαιτέρω ότι η Λευκορωσία είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που δεν υπέγραψε την Ευρωπαϊκή Συνθήκη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ούτε είναι μέλος καμιάς άλλης σχετικής διεθνούς συνθήκης και αυτό προς προώθηση της θέσης ότι δικαιολογείται άρνηση έκδοσης της Αιτήτριας, όπως σχετικά αποφασίστηκε και στην αγγλική υπόθεση Devasseelan [2002] UKIAT 00702 par.110 και 111 και,

 

3. Τέλος, η Αιτήτρια, πρόβαλε τον ισχυρισμό  ότι ο χειρισμός της υπόθεσης από τις ανακριτικές αρχές της Λευκορωσίας δημιουργεί έντονες υποψίες και ενδείξεις κατάχρησης διαδικασίας και κατασκευασμένων κατηγοριών σε βάρος της που αποσκοπούν στην ταλαιπωρία και κακομεταχείριση ενός αντιπάλου της κυβέρνησης της Λευκορωσίας - δηλαδή της ίδιας - εφόσον η υπόθεση εξετάστηκε και «έκλεισε» τέσσερις φορές.  Η πρώτη το 2004 όταν συνελήφθη και τέλεσε υπό κράτηση, η δεύτερη το 2006 που πάλι δεν προωθήθηκε η εναντίον της δίωξη και η τέταρτη (;)* όταν η υπόθεση ξανάνοιξε το 2011.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία**, αντέτεινε η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, όταν η καθυστέρηση οφείλεται στον ίδιο το φυγόδικο τότε αυτός δεν μπορεί να επωφεληθεί και σε τέτοια περίπτωση η έκδοση του δεν είναι άδικη ή καταπιεστική. Η αρχή αυτή, υπέβαλε, εφαρμόζεται πλήρως στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης εφόσον ενώ οι ανακριτικές αρχές της Λευκορωσίας διερευνούσαν εναντίον της Αιτήτριας σοβαρά ποινικά αδικήματα και ενώ αυτή είχε κληθεί να παρουσιαστεί στις εν λόγω αρχές, διέφυγε στα κατεχόμενα εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας παραβιάζοντας τους όρους που της είχαν επιβληθεί. Σ' ό,τι δε αφορά τον ισχυρισμό περί ριζικής αλλαγής της ζωής της Αιτήτριας, υπέβαλε ότι το στοιχείο αυτό δεν μπορεί να λειτουργήσει προς ικανοποίηση του αιτήματος της για έκδοση Habeas Corpus εφόσον ήλθε παράνομα στην Κύπρο και η αίτηση για πολιτικό άσυλο υπεβλήθη μετά τη σύλληψη της τον Αύγουστο του 2015, ενώ σε σχέση με τον ισχυρισμό της ότι είναι πολιτική αντίπαλος του κυβερνώντος κόμματος της Λευκορωσίας παρέπεμψε σε εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι αυτός είναι εντελώς ανυπόστατος. Υπ' αυτά τα δεδομένα, κατέληξε, η επίκληση του χρόνου που παρήλθε δεν μπορεί να λειτουργήσει προς όφελος της Αιτήτριας και οι αυθεντίες που επικαλείται δεν βοηθούν την περίπτωση της καθότι τα γεγονότα των εν λόγω υποθέσεων είναι εντελώς διαφορετικά από αυτά της παρούσας.

Aντικρούοντας περαιτέρω τους άλλους δύο λόγους επεσήμανε ότι η Αιτήτρια απέτυχε (πρωτοδίκως) να αποσείσει το βάρος απόδειξης ότι η δίωξη της στη Λευκορωσία γίνεται για πολιτικά ή αλλότρια κίνητρα ή ότι εάν εκδοθεί στη χώρα αυτή υπάρχει κίνδυνος να κακοποιηθεί ή να μην έχει δίκαιη δίκη και συναφώς παρέπεμψε στη Γενικός Εισαγγελέας v. Κonovalova (2015) 1 , ECLI:CY:AD:2015:D639Α.Α.Δ. 2052 στην οποία - με αναφορά σε αποφάσεις του ΕΔΑΔ και στον όρο «σοβαροί λόγοι» του Άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως Φυγοδίκων που επικυρώθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία με τον ομότιτλο τίτλο του Νόμου 95/70 - κρίθηκε ότι το βάρος απόδειξης τέτοιων ισχυρισμών το φέρει το πρόσωπο που τους προβάλλει και αποσείεται στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Σ' ό,τι δε αφορά τον ισχυρισμό ότι η Λευκορωσία δεν είναι μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης και οποιουδήποτε άλλου διεθνούς οργανισμού  που προστατεύει τα ανθρώπινα δικαιώματα, υπέβαλε πως ο ισχυρισμός αυτός είναι αόριστος και ατεκμηρίωτος προσθέτοντας ότι ο λόγος που το Συμβούλιο της Ευρώπης δεν αποδέχεται την ένταξη της Λευκορωσίας είναι το γεγονός ότι σε κάποιες περιπτώσεις εφαρμόζει τη θανατική ποινή. Αυτό, επεσήμανε, ισχύει και για τις ΗΠΑ αλλά και σε άλλες χώρες και διερωτήθηκε κατά πόσο οι σχετικές θέσεις του συναδέλφου της είναι ότι η Κύπρος δεν πρέπει να εκδίδει ποτέ στη χώρα αυτή καταζητούμενα πρόσωπα, κάτι που είναι απαράδεκτο δεδομένης της ύπαρξης διμερούς συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών. Τέλος, αναφέρθηκε στην ύψιστη σπουδαιότητα των Συμβάσεων για την έκδοση φυγοδίκων και συναφώς παρέπεμψε σε πλήθος αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του ΕΔΑΔ επί του θέματος όπου τονίζεται ότι ο σκοπός των εν λόγω Συμβάσεων είναι η καταπολέμηση του εγκλήματος σε διεθνή κλίμακα και κατά συνέπεια η αίτηση της Αιτήτριας για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus πρέπει να απορριφθεί καθότι αυτή αντιμετωπίζει τις σοβαρές κατηγορίες εμπορίας προσώπων που βασίζονται στη μαρτυρία πολλών νεαρών γυναικών που αποτέλεσαν θύματα των αδικημάτων που της καταλογίζονται.

 

Διεξήλθα με την επιβαλλόμενη προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις των διαδίκων όπως αυτές αναπτύχθηκαν στις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων τους οι οποίες υιοθετήθηκαν και κατά την επ' ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης. Κατέληξα ότι οι αιτιάσεις της Αιτήτριας και για τους τρεις λόγους που προώθησε προς έκδοση του αιτούμενου εντάλματος δεν ευσταθούν. Συγκεκριμένα, σ' ό,τι αφορά:

 

1. Το χρόνο που παρήλθε από τη διάπραξη των αδικημάτων, υπενθυμίζεται πως κατά πάγια νομολογία* όταν η καθυστέρηση οφείλεται στον ίδιο το φυγόδικο τότε αυτός δεν μπορεί να επωφεληθεί και σε τέτοια περίπτωση η έκδοση του δεν είναι άδικη ή καταπιεστική. Στην παρούσα περίπτωση η διερεύνηση των καταλογιζόμενων στην Αιτήτρια αδικημάτων ναι μεν άρχισε το 2004, αλλά τότε η δίωξη δεν προχώρησε λόγω ανεπαρκών στοιχείων. Στη συνέχεια, όμως, ο φάκελος της εναντίον της υπόθεσης επανάνοιξε το 2009-2010 ως αποτέλεσμα των καταθέσεων μεγάλου αριθμού νεαρών γυναικών και συναφώς η Αιτήτρια κλήθηκε ενώπιον ανακρίτριας το 2011 όπου υπέγραψε δέσμευση να εμφανιστεί ενώπιον των ανακριτικών αρχών όποτε της ζητηθεί, πλην όμως όταν αυτή κλήθηκε να εμφανιστεί στις 31.3.2011 όχι μόνο δε συμμορφώθηκε αλλά κατέφυγε στις κατεχόμενες από τα τουρκικά στρατεύματα περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας. Υπ' αυτά τα δεδομένα η όποια καθυστέρηση παρατηρήθηκε στη δίωξή της και στις συνακόλουθες αλλαγές της προσωπικής της κατάστασης δεν οφείλεται στις διωκτικές αρχές της Λευκορωσίας αλλά στην ίδια και συνεπώς δεν νομιμοποιείται να επικαλείται τον παράγοντα αυτό ως λόγο για έκδοση του αιτούμενου εντάλματος.

 

2. Την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Λευκορωσία, είναι γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει δεχθεί τη μαρτυρία του κ. Πουργουρίδη σύμφωνα με την οποία η χώρα αυτή παρουσίαζε συχνή συμπεριφορά παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων πολιτικών αντιπάλων της κυβέρνησης. Όμως το στοιχείο αυτό δεν μπορεί να λειτουργήσει προς όφελος της Αιτήτριας η οποία όπως κρίθηκε πρωτοδίκως δεν είναι πολιτικό πρόσωπο και ούτε απέδειξε ότι είναι μέλος του αντιπολιτευόμενου της κυβέρνησης της Λευκορωσίας κόμματος. Σχετική επί του θέματος είναι η Γενικός Εισαγγελέας v. Κonovalova (ανωτέρω) όπου επισημάνθηκε πως η όλη δομή της Σύμβασης «. βασίζεται στο γενικό τεκμήριο ότι οι δημόσιες αρχές των συμβληθέντων κρατών ενεργούν με καλή πίστη (Khodorkovsky) και όποτε εγείρεται θέμα πως η δίωξη ενός προσώπου γίνεται για πολιτικά ή άλλα κίνητρα το βάρος απόδειξης το φέρει το εκζητούμενο πρόσωπο» και τέλος

 

3. Τον ισχυρισμό για κατάχρηση διαδικασίας από τις διωκτικές αρχές της Λευκορωσίας είναι αρκετό να λεχθεί ότι τα περιστατικά της υπόθεσης δεν τεκμηριώνουν τέτοιο ισχυρισμό. Οι διωκτικές αρχές της χώρας αυτής απλώς διέκοψαν το 2005 τη διερεύνηση των επίδικων αδικημάτων στη βάση ότι (τότε) δεν προέκυψαν εναντίον της επαρκή στοιχεία, στην οποία επανήλθαν - όπως λέχθηκε - το 2009-2010 ως αποτέλεσμα των πολλών νέων καταθέσεων επιπρόσθετων  κατ' ισχυρισμό θυμάτων της. Υπ' αυτά τα δεδομένα έκδηλα δεν  μπορεί να γίνει λόγος για κατάχρηση διαδικασίας και ως εκ τούτου και ο υπό αναφορά λόγος κρίνεται αβάσιμος.

 

Για όλα τα πιο πάνω η αίτηση για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus απορρίπτεται και ενόψει της φύσεως της δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

 

Η αίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο