ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
AGAR/AL PRODUCTS UNION ν. DSR LINES (1979) 1 CLR 194
S.P.P. Ltd ν. Integral Equipment Sarl (1993) 1 ΑΑΔ 762
MR RAJU BANIK ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ, ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ2, 10 Οκτωβρίου 2008
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2016:D366
(2016) 1 ΑΑΔ 1817
18 Ιουλίου, 2016
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
1. DIRECTO CAPITAL INVESTMENTS LTD,
2. KEREN ESHEL FINANCE AND MANAGEMENT LTD,
3. CRISTALICO HOLDINGS LTD,
Εφεσείοντες-Ενάγοντες,
v.
1. GLOBAL FINANCE,
2. GLOBAL EMERGING PROPERTY FUND LP,
3. ΑΓΓΕΛΟΥ ΠΛΑΚΟΠΙΤΑ,
4. ΙVANA BOZJAK,
5. ΜΑΝΟΥ ΚΟΤΡΟΝΑΚΗ,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.
(Πoλιτική Έφεση Αρ. 251/2011)
Δικαιοδοσία Κυπριακών Δικαστηρίων ― Ενωσιακό Δίκαιο ― Κανονισμός 44/2001 του Συμβουλίου για τη Διεθνή Δικαιοδοσία, την Αναγνώριση και την Εκτέλεση Αποφάσεων σε Αστικές και Εμπορικές Υποθέσεις ― Οι αξιώσεις που εγείρονταν από τους εφεσείοντες εναντίον των εφεσιβλήτων δεν συνιστούσαν διαφορές εκ συμβάσεως ― Τα κυπριακά δικαστήρια δεν είχαν και δεν έχουν δικαιοδοσία εκδίκασης των εν λόγω αξιώσεων στη βάση του Άρθρου 5(1) του Κανονισμού ― Οι αξιώσεις συνιστούσαν θέματα αδικοπραξίας όπως καθορίζονται από το Άρθρο 5(3) του Κανονισμού το οποίο δεν προσδίδει δικαιοδοσία στα κυπριακά δικαστήρια αφού ακριβώς τα γεγονότα αυτά δεν συνέβησαν στην Κύπρο.
H πρωτόδικη διαδικασία ξεκίνησε με Γενική Αίτηση και εξασφάλιση σχετικής αδείας για σφράγιση κλητηρίου εντάλματος. Στη συνέχεια ακολούθησε η καταχώρηση του κλητηρίου αυτού εντάλματος που αφορούσε όλους τους εναγόμενους/εφεσίβλητους. Με βάση την αγωγή οι αξιώσεις των εναγόντων/εφεσειόντων εναντίον των εναγομένων 2, οι οποίοι είναι συνεταιρισμός εγγεγραμμένος στα Channel Islands, βασίζονταν στον ισχυρισμό ότι οι εναγόμενοι 2 παραβίασαν τους όρους ενός εμπιστευτικού μνημονίου συναντίληψης ημερ. 20.8.2008, το οποίο υπέγραψαν.
Οι αξιώσεις των εφεσειόντων εναντίον των λοιπών εναγομένων (1, 3, 4 και 5), οι οποίοι δεν υπέγραψαν το εν λόγω μνημόνιο, βασίζονταν σε αστικά αδικήματα και ιδίως το αστικό αδίκημα της πρόκλησης τρίτου σε παράβαση σύμβασης. Όλοι οι εναγόμενοι δεν είχαν την κατοικία τους στην Κύπρο. Στις 9.9.2010 οι εφεσείοντες καταχώρησαν στα πλαίσια της αγωγής μονομερή αίτηση με την οποία ζητούσαν άδεια για επίδοση ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος στους εφεσιβλήτους/εναγόμενους 1, 3, 4 και 5 στην Ελλάδα με διπλοσυστημένη επιστολή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στις 5.10.2010 έδωσε τη σχετική άδεια για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, σύμφωνα με την πιο πάνω αίτηση. Στη συνέχεια οι εφεσίβλητοι, (όλοι οι εναγόμενοι εκτός από τους εναγόμενους 2), προσέφυγαν στο πρωτόδικο Δικαστήριο με αίτηση με την οποία ζητούσαν ακύρωση της πιο πάνω άδειας για επίδοση της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος. Με την εκκαλούμενη απόφαση το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφασίζοντας επί της εν λόγω αίτησης διέταξε την ακύρωση του διατάγματος ημερ. 5.10.2010 με το οποίο δόθηκε στους εφεσείοντες άδεια για επίδοση της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος της αγωγής στους εφεσίβλητους 1, 3, 4 και 5 με διπλοσυστημένη επιστολή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η προηγηθείσα διαδικασία σε σχέση με τους εφεσίβλητους έπασχε σε δύο επίπεδα.
(α) Η νομική βάση της μονομερούς αίτησης ημερ. 9.9.2010 ήταν εσφαλμένη αφού δεν στηριζόταν στον Καν.(ΕΚ) Αρ.44/2001 του Συμβουλίου για τη Διεθνή Δικαιοδοσία, την Αναγνώριση και την Εκτέλεση Αποφάσεων σε Αστικές και Εμπορικές Υποθέσεις.
(β) Ότι τα κυπριακά δικαστήρια εν πάση περιπτώσει, δεν έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν την αξίωση εναντίον των εφεσιβλήτων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο χρησιμοποιώντας κυρίως τα Άρθρα 2(1), 3(1), 5(1) και 23 του πιο πάνω Κανονισμού θεώρησε ότι εφόσον οι εφεσίβλητοι δεν ήσαν μέρη στο Μνημόνιο καμία από τις πρόνοιες του Κανονισμού δεν εφαρμόζεται και καμία από τις πιο πάνω πρόνοιες δεν θα επέτρεπε στους εφεσείοντες να εναγάγουν τους εφεσίβλητους στα κυπριακά δικαστήρια.
Η πρωτόδικη προσέγγιση αμφισβητήθηκε στην ολότητα της με έφεση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, το ορθότερο δικονομικό διάβημα για τους εφεσίβλητους θα ήταν να προβάλουν το αρχικό διάταγμα που επέτρεπε την σφράγιση.
2. Δεν ήταν όμως απαγορευτικό ως προς την εν τέλει επιλογή τους να πλήξουν το διάταγμα για άδεια για επίδοση της αγωγής στο εξωτερικό. Αν ο λόγος της αίτησης παραμερισμού της άδειας για επίδοση είναι η έλλειψη δικαιοδοσίας το ουσιαστικό αποτέλεσμα είναι το ίδιο.
3. Ως εκ του συνδυασμού των πιο πάνω Άρθρων του Κ.44/2001, με δεδομένο ότι οι εφεσίβλητοι είναι πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στην Ελλάδα προκύπτει ότι αυτοί δεν μπορούν να εναχθούν στα κυπριακά δικαστήρια εκτός αν τα κυπριακά δικαστήρια είχαν δικαιοδοσία βάσει των Κανόνων που περιέχονται στα Τμήματα 2-7 του Κεφ.ΙΙ του Κ.44/2001 (στα οποία εντάσσονται τα Άρθρ.5 και 23), κάτι που δεν ισχύει εν προκειμένω.
4. Είναι ορθό ότι ο Κανονισμός αυτός κατ' αρχήν δεν επιτρέπει στα Δικαστήρια των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αναλαμβάνουν δικαιοδοσία σε σχέση με αξιώσεις που εγείρονται εναντίον εναγομένου με διαμονή σε άλλο κράτος μέλος.
5. Ούτε και τα Δικαστήρια των κρατών μελών μπορούν να αναλάβουν δικαιοδοσία σε σχέση με αξιώσεις που στρέφονται εναντίον εναγομένων που διαμένουν σε άλλο κράτος μέλος στη βάση ότι συνδέονται ή είναι πρόσφορο να εκδικαστούν μαζί με αξιώσεις που εγείρονται εναντίον άλλου εναγομένου που δεν διαμένει σε κράτος μέλος και επί του οποίου τα εν λόγω Δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία.
6. Με δεδομένο ότι οι εναγόμενοι 2 δεν έχουν την κατοικία τους στην Κύπρο και η δικαιοδοσία των κυπριακών δικαστηρίων ως προς αυτούς πηγάζει μόνο από τη Σύμβαση, (το Μνημόνιο Συναντίληψης), η συμπερίληψη των εφεσιβλήτων ως εναγομένων δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί με βάση τον Κανονισμό εφόσον οι αξιώσεις εναντίον τους δεν πηγάζουν από συμβατική ευθύνη, όπως συμβαίνει με τους εναγομένους 2.
7. Η ανάληψη δικαιοδοσίας εκ μέρους των κυπριακών δικαστηρίων θα μπορούσε να γίνει μόνο εάν οι εναγόμενοι 2 είχαν την κατοικία τους στην Κύπρο (αρθ.2(1) του Κανονισμού).
8. Το γεγονός ότι ενδεχομένως να υπήρχε σχέση αντιπροσωπείας ή ιδιότητα αξιωματούχων των εφεσιβλήτων ως προς τους εναγόμενους 2 δεν μπορεί να διαφοροποιήσει τα πράγματα.
9. Το Άρθρο 5 του Κανονισμού αφορά δικαιοδοσία που αποκτάται όταν ένα πρόσωπο (εναγόμενος) που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος εάν η διαφορά αφορά σύμβαση.
10. Εφόσον οι αξιώσεις που εγείρονται εν προκειμένω από τους εφεσείοντες εναντίον των εφεσιβλήτων δεν συνιστούν διαφορές εκ συμβάσεως, έπετο ότι τα κυπριακά δικαστήρια δεν είχαν και δεν έχουν δικαιοδοσία εκδίκασης των εν λόγω αξιώσεων στη βάση του Άρθρου 5(1) του Κανονισμού.
11. Οι αξιώσεις συνιστούν θέματα αδικοπραξίας «matters related to tort», όπως καθορίζονται από το Άρθρο 5(3) του Κανονισμού το οποίο δεν προσδίδει δικαιοδοσία στα κυπριακά δικαστήρια αφού ακριβώς τα γεγονότα αυτά δεν συνέβησαν στην Κύπρο.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
S.P.P. Projects Ltd v. Integral Equipment Sarl. (1993) 1 A.A.Δ. 762,
Αgricultural Products Co-operative Marketing Union Ltd v. D.S.R. Lines of Rostoc (1979) 1 C.L.R. 194,
Transporti Castelleti Spedizioni Internazionali SpA v. Hugo Trumpy SpA C159-97 [1999] ECR 1-1597,
Coreck Maritime, GmbH v. Handelsveem BV C-387/98 [2000] ECR1-9337,
C26/91 Jakob Handte & Co. GbmH v. Soc. Traitements Mecano-Chimiques des Surfaces [1992] ECR I-3967.
Έφεση.
Έφεση από τους Ενάγοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Μαλαχτός, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 3869/2010), ημερομηνίας 1/6/2011.
Μ. Ιωάννου (κα), για Α. Νεοκλέους & Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.
Α. Γαβριηλίδης, για Σκορδή, Παπαπέτρου & Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Δικαστή Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: H πρωτόδικη διαδικασία ξεκίνησε με Γενική Αίτηση και εξασφάλιση σχετικής αδείας για σφράγιση κλητηρίου εντάλματος. Στη συνέχεια ακολούθησε η καταχώρηση του κλητηρίου αυτού εντάλματος που αφορούσε όλους τους πιο πάνω εναγόμενους/εφεσίβλητους. Με βάση την αγωγή οι αξιώσεις των εναγόντων/εφεσειόντων εναντίον των εναγομένων 2, οι οποίοι είναι συνεταιρισμός εγγεγραμμένος στα Channel Islands, βασίζονται στον ισχυρισμό ότι οι εναγόμενοι 2 παραβίασαν τους όρους ενός εμπιστευτικού μνημονίου συναντίληψης ημερ. 20.8.2008, το οποίο υπέγραψαν.
Οι αξιώσεις των εφεσειόντων εναντίον των λοιπών εναγομένων (1, 3, 4 και 5), οι οποίοι δεν υπέγραψαν το εν λόγω μνημόνιο, βασίζονται σε αστικά αδικήματα και ιδίως το αστικό αδίκημα της πρόκλησης τρίτου σε παράβαση σύμβασης (βλ. Άρθρο 34(1) του Κεφ.148). Όλοι οι εναγόμενοι δεν είχαν την κατοικία τους στην Κύπρο. Στις 9.9.2010 οι εφεσείοντες καταχώρησαν στα πλαίσια της αγωγής μονομερή αίτηση με την οποία ζητούσαν άδεια για επίδοση ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος στους εφεσιβλήτους/εναγόμενους 1, 3, 4 και 5 στην Ελλάδα με διπλοσυστημένη επιστολή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στις 5.10.2010 έδωσε τη σχετική άδεια για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, σύμφωνα με την πιο πάνω αίτηση. Στη συνέχεια οι εφεσίβλητοι, (δηλαδή όλοι οι εναγόμενοι εκτός από τους εναγόμενους 2), προσέφυγαν στο πρωτόδικο Δικαστήριο με αίτηση με την οποία ζητούσαν ακύρωση της πιο πάνω άδειας για επίδοση της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος. Με την εκκαλούμενη απόφαση το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφασίζοντας επί της εν λόγω αίτησης διέταξε την ακύρωση του διατάγματος ημερ. 5.10.2010 με το οποίο δόθηκε στους εφεσείοντες άδεια για επίδοση της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος της αγωγής στους εφεσίβλητους 1, 3, 4 και 5 με διπλοσυστημένη επιστολή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η προηγηθείσα διαδικασία σε σχέση με τους εφεσίβλητους έπασχε σε δύο επίπεδα.
(α) Η νομική βάση της μονομερούς αίτησης ημερ. 9.9.2010 ήταν εσφαλμένη αφού δεν στηριζόταν στον Καν.(ΕΚ) Αρ.44/2001 του Συμβουλίου για τη Διεθνή Δικαιοδοσία, την Αναγνώριση και την Εκτέλεση Αποφάσεων σε Αστικές και Εμπορικές Υποθέσεις.
(β) Ότι τα κυπριακά δικαστήρια εν πάση περιπτώσει, δεν έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν την αξίωση εναντίον των εφεσιβλήτων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο χρησιμοποιώντας κυρίως τα Άρθρα 2(1), 3(1), 5(1) και 23 του πιο πάνω Κανονισμού θεώρησε ότι εφόσον οι εφεσίβλητοι δεν ήσαν μέρη στο Μνημόνιο καμία από τις πρόνοιες του Κανονισμού δεν εφαρμόζεται και καμία από τις πιο πάνω πρόνοιες δεν θα επέτρεπε στους εφεσείοντες να ενάξουν τους εφεσίβλητους στα κυπριακά δικαστήρια.
Η πρωτόδικη προσέγγιση βάλλεται με 7 λόγους έφεσης, οι οποίοι λόγω της εγκατάλειψης του 4ου λόγου έφεσης, έχουν παραμένει 6. Ο 1ος 2ος και 3ος λόγος έφεσης θα μπορούσαν να εξεταστούν από κοινού αφού αφορούν το θέμα της νομικής βάσης της αίτησης με την οποία εξασφαλίστηκε η άδεια για επίδοση, δηλαδή το (α) ως ανωτέρω. Εκτός του 7ου, οι λοιποί λόγοι αφορούν την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την μη ύπαρξη δικαιοδοσίας των κυπριακών δικαστηρίων σύμφωνα με τον πιο πάνω Κανονισμό. Ο 7ος λόγος έφεσης αφορά παράπονο των εφεσειόντων ότι «η υπόθεση λανθασμένα παραπέμφθηκε από το φυσικό της δικαστή στο δικαστή που εξέδωσε εντέλει την εκκαλούμενη απόφαση». Μπορούμε να πούμε ευθύς εξ αρχής ότι ο λόγος αυτός είναι εντελώς αβάσιμος. Όπως φαίνεται από τα δεδομένα που προκύπτουν από το φάκελο υπήρξε αρχικά παραπομπή της υπόθεσης ενώπιον της Ανώτερης Επαρχιακού Δικαστού η οποία είχε δώσει τη σχετική άδεια για επίδοση. Η δικαστής έκρινε ότι η εκδίκαση της υπόθεσης με βάση το Άρθρο 22 του περί Δικαστηρίων Νόμου έπρεπε να τύχει χειρισμού από Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου εφόσον υπήρχε το ενδεχόμενο της εν τέλει διάγνωσης της αγωγής αναφορικά με τους εφεσίβλητους, οπότε τίθετο θέμα μη ύπαρξης δικαιοδοσίας δικής της ως εκ της κλίμακας της αγωγής. Η αίτηση ως αποτέλεσμα ετέθη ενώπιον του Χ. Μαλαχτού Π.Ε.Δ., ο οποίος ανεξάρτητα από τα πιο πάνω ζήτησε να έχει και τις θέσεις των δικηγόρων οι οποίοι και δήλωσαν ότι συμφωνούσαν. Και τότε μόνο προχώρησε στην εκδίκαση αυτής. Ενόψει των πιο πάνω είναι εντελώς αδικαιολόγητη η προώθηση του 7ου λόγου έφεσης και απορρίπτεται.
Στη συνέχεια κρίνουμε ορθότερο να εξετάσουμε τους λόγους έφεσης 5 και 6 οι οποίοι αφορούν όπως έχουμε πει το θέμα της δικαιοδοσίας το οποίο είναι και το κύριο ζητούμενο της έφεσης. Έχουμε μελετήσει τις θέσεις και διευκρινίσεις που δόθηκαν από την ευπαίδευτη συνήγορο των εφεσειόντων στις πολυσέλιδες αγορεύσεις της επί του θέματος αυτού καθώς και τις απαντήσεις του ευπαίδευτου συνηγόρου των εφεσιβλήτων. Θεωρούμε ορθό εξ αρχής να τονίσουμε ότι οι όποιες αναφορές γίνονται για forum convenience δεν θα έπρεπε να απασχολήσουν τους ευπαιδεύτους συνηγόρους αφού ούτε η βάση της αίτησης αλλά και ούτε και του σχετικού διατάγματος δεν είχε αντικείμενο τέτοια πτυχή.
Θα πούμε εν πρώτοις ότι συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι το ορθότερο δικονομικό διάβημα για τους εφεσίβλητους θα ήταν να προβάλουν το αρχικό διάταγμα που επέτρεπε την σφράγιση. Δεν ήταν όμως απαγορευτικό ως προς την εν τέλει επιλογή τους να πλήξουν το διάταγμα για άδεια για επίδοση της αγωγής στο εξωτερικό. Αν ο λόγος της αίτησης παραμερισμού της άδειας για επίδοση είναι η έλλειψη δικαιοδοσίας το ουσιαστικό αποτέλεσμα είναι το ίδιο (βλ. S.P.P. Projects Ltd v. Integral Equipment Sarl. (1993) 1 A.A.Δ. 762 και Αgricultural Products Co-operative Marketing Union Ltd v. D.S.R. Lines of Rostoc (1979) 1 C.L.R. 194)
Ως εκ του συνδυασμού των πιο πάνω άρθρων του Κ.44/2001, με δεδομένο ότι οι εφεσίβλητοι είναι πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στην Ελλάδα προκύπτει ότι αυτοί δεν μπορούν να εναχθούν στα κυπριακά δικαστήρια εκτός αν τα κυπριακά δικαστήρια είχαν δικαιοδοσία βάσει των Κανόνων που περιέχονται στα Τμήματα 2-7 του Κεφ.ΙΙ του Κ.44/2001 (στα οποία εντάσσονται τα Άρθρα 5 και 23), κάτι που δεν ισχύει εν προκειμένω. Είναι ορθό ότι ο Κανονισμός αυτός κατ' αρχήν δεν επιτρέπει στα Δικαστήρια των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αναλαμβάνουν δικαιοδοσία σε σχέση με αξιώσεις που εγείρονται εναντίον εναγομένου με διαμονή σε άλλο κράτος μέλος.
Ούτε και τα Δικαστήρια των κρατών μελών μπορούν να αναλάβουν δικαιοδοσία σε σχέση με αξιώσεις που στρέφονται εναντίον εναγομένων που διαμένουν σε άλλο κράτος μέλος στη βάση ότι συνδέονται ή είναι πρόσφορο να εκδικαστούν μαζί με αξιώσεις που εγείρονται εναντίον άλλου εναγομένου που δεν διαμένει σε κράτος μέλος και επί του οποίου τα εν λόγω Δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία. Το Άρθρο 6 του Καν.44/2001 είναι σχετικό και έχει ως εξής:
«Το ίδιο αυτό πρόσωπο μπορεί επίσης να εναχθεί:
1. αν υπάρχουν πολλοί εναγόμενοι, ενώπιον του δικαστηρίου της κατοικίας ενός εξ αυτών, εφόσον υπάρχει τόσο στενή συνάφεια μεταξύ των αγωγών ώστε να ενδείκνυται να συνεκδικασθούν και να κριθούν συγχρόνως, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος έκδοσης ασυμβίβαστων αποφάσεων που θα μπορούσαν να προκύψουν από την χωριστή εκδίκασή τους»
Στο Σύγγραμμα Briggs & Rees «Civil Jurisdiction and Judgments", 4η έκδοση, 2005, σελ.204-205 αναφέρονται τα εξής σχετικά:
«If there is a claim which lies against two or more defendants who are domiciled in different Member States it is obviously impossible for all the defendants to defend in their home courts without running the risk of irreconcilable judgments. The Judgments Regulation therefore allows all to be proceeded against in the courts of the domicile of any of them. This is as far as it goes, though: it does NOT permit co-defendants to be joined into proceedings in a court in a Member State in which no defendant is domiciled: if a court has only prorogated jurisdictiction over D1 under Article 23, or special jurisdiction over D1 on the basis of Article 5, D2 is not liable to be joined into the proceedings in that court unless he is himself domiciled there, or unless he too is independently subject to the jurisdiction of that court by reason of Article 5 or some other provision, Article 6(1) will not operate to confer special jurisdiction over D2 unless the court has general jurisdiction over D1».
Με δεδομένο ότι οι εναγόμενοι 2 δεν έχουν την κατοικία τους στην Κύπρο και η δικαιοδοσία των κυπριακών δικαστηρίων ως προς αυτούς πηγάζει μόνο από τη Σύμβαση, (το Μνημόνιο Συναντίληψης), η συμπερίληψη των εφεσιβλήτων ως εναγομένων δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί με βάση τον Κανονισμό εφόσον οι αξιώσεις εναντίον τους δεν πηγάζουν από συμβατική ευθύνη, όπως συμβαίνει με τους εναγομένους 2.
Η ανάληψη δικαιοδοσίας εκ μέρους των κυπριακών δικαστηρίων θα μπορούσε να γίνει μόνο εάν οι εναγόμενοι 2 είχαν την κατοικία τους στην Κύπρο (Αρθ. 2(1) του Κανονισμού). Γι' αυτό το λόγο βέβαια δεν ισχύουν οι εισηγήσεις των εφεσειόντων σε σχέση με την εφαρμογή των Άρθρων 5(ι) και 23 (που εντάσσονται στα τμήματα 2-7 ανωτέρω) του εν λόγω Κανονισμού, αφού δεν υπάρχει δέσμευση των εφεσιβλήτων ως προς την ισχύ του Μνημονίου στο οποίο οι τελευταίοι δεν ήταν συμβαλλόμενα μέρη. Το γεγονός ότι ενδεχομένως να υπήρχε σχέση αντιπροσωπείας ή ιδιότητα αξιωματούχων των εφεσιβλήτων ως προς τους εναγόμενους 2 δεν μπορεί να διαφοροποιήσει τα πράγματα. Θα συμφωνήσουμε με τη θέση του κ. Γαβριηλίδη ότι η όποια ιδιότητα των εφεσιβλήτων δεν ενεργοποιεί την κατεύθυνση της νομολογίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ πριν και ΔΕΕ τώρα) που έχει επικαλεστεί η κα Ιωάννου, αφού σαφώς η νομολογία αυτή αφορά την περίπτωση όπου υπάρχει διαδοχή (succession) τρίτου στα δικαιώματα ενός εκ των συμβαλλομένων μερών λόγω εκχώρησης, υποκατάστασης (subrogation), κάτι που δεν ισχύει εν προκειμένω. (βλ. Transporti Castelleti Spedizioni Internazionali SpA v. Hugo Trumpy SpA C159-97 [1999] ECR 1-1597 και Coreck Maritime, GmbH v. Handelsveem BV C-387/98 [2000] ECR1-9337 όπως επίσης και το Σύγγραμμα Briggs & Rees «Civil Jurisdiction and Judgments» ανωτέρω σελ.120 κ.ε.).
Προσθέτως αναφέρουμε ότι το Άρθρο 5 του Κανονισμού αφορά δικαιοδοσία που αποκτάται όταν ένα πρόσωπο (εναγόμενος) που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος εάν η διαφορά αφορά σύμβαση.
Σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου η φράση «διαφορές εκ Συμβάσεως» του Άρθρου 5 έχει ανεξάρτητη και αυτοτελή έννοια. (βλ. C26/91 Jakob Handte & Co. GbmH v. Soc. Traitements Mecano-Chimiques des Surfaces [1992] ECR I-3967).
Εφόσον οι αξιώσεις που εγείρονται εν προκειμένω από τους εφεσείοντες εναντίον των εφεσιβλήτων δεν συνιστούν διαφορές εκ συμβάσεως, έπεται ότι τα κυπριακά δικαστήρια δεν είχαν και δεν έχουν δικαιοδοσία εκδίκασης των εν λόγω αξιώσεων στη βάση του Άρθρου 5(1) του Κανονισμού. Οι αξιώσεις συνιστούν θέματα αδικοπραξίας «matters related to tort», όπως καθορίζονται από το Άρθρο 5(3) του Κανονισμού το οποίο δεν προσδίδει δικαιοδοσία στα κυπριακά δικαστήρια αφού ακριβώς τα γεγονότα αυτά δεν συνέβησαν στην Κύπρο.
Ούτε και τα Άρθρα 27 και 28 του Κανονισμού φαίνεται να βοηθούν τις θέσεις των εφεσειόντων. Δεν προκύπτει από το γράμμα ή το περιεχόμενο τους δυνατότητα εφαρμογής τους σε σχέση με τη δικαιοδοσία των κυπριακών δικαστηρίων.
Συνεπώς οι σχετικοί λόγοι έφεσης απορρίπτονται και επικυρώνεται η πρωτόδικη προσέγγιση για τη μη ύπαρξη δικαιοδοσίας των κυπριακών Δικαστηρίων ως προς τους εφεσίβλητους. Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μας θεωρούμε αχρείαστο να ασχοληθούμε με τον 1ο και 2ο λόγο έφεσης. Το θέμα θα ήταν εντελώς ακαδημαϊκό λόγω της επικύρωσης του ευρήματος περί μη ύπαρξης δικαιοδοσίας, ένα θέμα που κρίθηκε στην ουσία του ανεξαρτήτως εάν συμπεριλήφθηκε ή όχι στη νομική βάση της αίτησης ο σχετικός Κανονισμός. Να τονίσουμε το αυτονόητο ότι ακόμη και αν συμπεριλαμβανόταν ο Κανονισμός 44/2001 και δεν υπήρχε εν τοις πράγμασι δικαιοδοσία των κυπριακών Δικαστηρίων, το αποτέλεσμα της πρωτόδικης κρίσης αλλά και της έφεσης θα ήταν το ίδιο. Να αναφέρουμε ως εκ του περισσού ότι ο επικαλούμενος από τους εφεσείοντες κανονισμός 1393/07 δεν διαφοροποιεί τα πράγματα αφού όπως ορθά ετέθη δεν είναι δικαιοδοτικός κανονισμός αλλά «αποτελεί το μέσο και εργαλείο για να επιτευχθεί η καλύτερη και η ταχύτερη διαβίβαση των δικαστικών και όχι μόνο πράξεων μεταξύ των κρατών μελών». Ο Κανονισμός δεν «αποδίδει» δικαιοδοσία εάν αυτή δεν υπάρχει, γι' αυτό και η φράση που παραθέτουν οι εφεσείοντες από το Σύγγραμμα Βriggs ανωτέρω, σελ.24, σε σχέση με τον Καν.44/01:
"it has mandatory effect. It obviously does not need to be pleaded: the court is bound to apply it as the law of England".
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει θεωρούμε ότι η έφεση πρέπει να απορριφθεί και απορρίπτεται με έξοδα εκ ποσού €2,500 πλέον ΦΠΑ υπέρ των εφεσιβλήτων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.