ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:A314
(2016) 1 ΑΑΔ 1628
29 Ιουνίου, 2016
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ΦΙΛΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,
Εφεσείοντες-Ενάγοντες,
v.
1. ΓΙΑΝΝΟΥΛΛΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,
2. ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΣΧΙΖΑ,
3. ΑΝΔΡΕΑ ΛΑΜΠΡΙΤΗ,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 171/2011)
Συμβάσεις ― Αγωγή για υπόλοιπο λογαριασμού ― Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης, ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει τη λειτουργία του επίδικου λογαριασμού κατά τον χρόνο που προέβαλε με τη δικογραφημένη θέση της.
Συμβάσεις ― Αγωγή για υπόλοιπο λογαριασμού ― Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Μια κατάσταση λογαριασμού δεν αποτελεί αφ' εαυτής απόδειξη των όσων καταγράφονται ― Τα γεγονότα που φέρεται να αναπαραγάγει, σε περίπτωση αμφισβήτησης, καθίστανται επίδικα και θα πρέπει απαρέγκλιτα να αποδειχθούν ― Oι εκάστοτε καταχωρήσεις σε ένα λογαριασμό, είτε πρόκειται για χρεώσεις είτε για πιστώσεις (με εξαίρεση αποδεδειγμένο λογαριασμό-account stated), θα πρέπει να αποδειχθούν μία προς μία, ούτως ώστε να επαληθευτεί στο τέλος πως η εικόνα που εκπέμπει η κατάσταση λογαριασμού είναι αυθεντική και ακριβής.
Δυνάμει δύο συμφωνιών ημερ. 22.10.1987, η Πανευρωπαϊκή Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ διόρισε την εφεσίβλητη 1 ασφαλιστικό της αντιπρόσωπο, προκειμένου να προσφέρει εκ μέρους της, έναντι συμφωνηθείσας προμήθειας, ασφαλιστικές υπηρεσίες προς τρίτους.
Η συνεργασία των μερών έληξε το 1996 ως αποτέλεσμα μεταβίβασης των εργασιών της Πανευρωπαϊκής προς τη Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ (Εφεσείουσα), η οποία εγκρίθηκε και με διάταγμα του Δικαστηρίου ημερ. 30.8.96 δυνάμει του περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμου.
Κατ' ακολουθία της προαναφερθείσας μεταβίβασης, η εφεσείουσα και η εφεσίβλητη 1 υπέγραψαν συμφωνία άνευ ημερομηνίας και με ασυμπλήρωτο το όνομα της εφεσίβλητης 1 με την οποία η εφεσείουσα, αφενός, επιβεβαίωνε ότι η εφεσίβλητη 1 θα συνέχιζε να ενεργεί και εκ μέρους της ως ασφαλιστικός αντιπρόσωπος και, αφετέρου, αμφότεροι θα φρόντιζαν όπως μέχρι 31.12.1996 εκκαθαριστούν οι εκκρεμούντες λογαριασμοί μεταξύ της εφεσίβλητης 1 και της Πανευρωπαϊκής και ακολούθως θα φρόντιζαν να προσέλθουν σε νέα συμφωνία για συνέχιση της συνεργασίας τους. Όπως και έγινε με την υπογραφή στις 14.2.1997 συμφωνίας ημερ. 1.1.97 δυνάμει της οποίας η εφεσείουσα διόρισε την εφεσίβλητη 1, υπό την εγγύηση των εφεσιβλήτων 2 και 3, ως ασφαλιστικό της αντιπρόσωπο για να προσφέρει εκ μέρους της ασφαλιστικές υπηρεσίες προς τρίτους έναντι προμήθειας.
Και αυτό, υπό τον ρητό, μεταξύ άλλων, όρο ότι η εφεσίβλητη 1 θα της κατέβαλλε τα εισπραχθέντα ασφάλιστρα εντός τριών μηνών αφότου θα καθίσταντο πληρωτέα.
Εξίμισι και πλέον έτη μετά την έναρξη της συνεργασίας τους, η εφεσείουσα τερμάτισε τη Συμφωνία με επιστολή ημερ. 16.9.2003 (τεκμ.9) δυνάμει του όρου 6(α)[1] και στη συνέχεια, ως ενάγουσα, καταχώρισε τόσο εναντίον της όσο και εναντίον των εγγυητών της (εφεσιβλήτων 2 και 3) την υπ' αρ. αγωγή 10359/03 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με την οποία αξίωνε το ποσό των £5.810,07 (€9.927,09) ως χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού που είχε ανοίξει κατ' ακολουθία της Συμφωνίας. Συναφώς καταλόγιζε στην εφεσίβλητη 1 ότι κατά παράβαση ρητού όρου της Συμφωνίας δεν της κατέβαλλε εμπρόθεσμα τα εισπραχθέντα ή οφειλόμενα ασφάλιστρα, με αποτέλεσμα να της οφείλει το αξιούμενο ποσό στο οποίο περιλαμβανόταν και υπόλοιπο που όφειλε προς την Πανευρωπαϊκή.
Οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι αντέδρασαν στην αγωγή με Υπεράσπιση με την οποία παραδέχονταν μόνο την ύπαρξη της Συμφωνίας και την παραλαβή της επιστολής τερματισμού.
Με δεδομένους τους εκατέρωθεν δικογραφημένους ισχυρισμούς η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση, στο πλαίσιο της οποίας κατέθεσε για λογαριασμό της εφεσείουσας ο υπεύθυνος του λογιστηρίου της εφεσείουσας Π. Γιάγκου (ΜΕ1), ενώ οι εφεσίβλητοι επέλεξαν να μην αντικρούσουν τη μαρτυρία του με δικούς τους μάρτυρες αλλά να την αμφισβητήσουν μέσω της μακράς αντεξέτασης του. Κάτι που εν τέλει πέτυχαν, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως η μαρτυρία του ΜΕ1 ήταν «μη πειστική, αποδεικτικά ανεπαρκής (evidentially insufficient) και ποιοτικά απαράδεκτη» και ενόψει τούτου απέρριψε την αγωγή της εφεσείουσας με έξοδα εναντίον της.
Μεταξύ άλλων, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, δεν υπήρξε καμία επεξήγηση των καταχωρήσεων, και αυτό παρά το γεγονός ότι η αμφισβήτηση από μέρους των εναγομένων τόσο με την Υπεράσπιση τους όσο και κατά την ακρόαση, ήταν ιδιαιτέρως έντονη.
Η εφεσείουσα προσέβαλε την πρωτόδικη βάλλοντας εναντίον των πιο πάνω πρωτόδικων ευρημάτων.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η πρωτόδικη απόφαση εξετάστηκε υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν επιχειρημάτων και εισηγήσεων επί των υπό συζήτηση λόγων έφεσης και προέκυπτε πως αμφότεροι ήταν έκδηλα αβάσιμοι.
2. Το επίδικο ζήτημα για το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν κατά πόσο η εφεσείουσα διατηρούσε για την εφεσίβλητη 1, λογαριασμό από 1.1.97 μέχρι 16.6.03 (παρ. 8 της έκθεσης απαίτησης) και, εάν ναι, κατά πόσο στις 16.6.03 ο εν λόγω λογαριασμός παρουσίαζε σε βάρος της εφεσίβλητης 1 χρεωστικό υπόλοιπο το ποσό των £5.810,07 (€9.927,09), όπως ήταν και η αξίωση της. Τέτοιος όμως λογαριασμός δεν παρουσιάστηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
3. Αντ' αυτού, παρουσιάστηκε μια συγκεντρωτική κατάσταση με πρώτη καταχώριση ημερ. 22.12.93 για το ποσό των £2.943,98 και με τελευταία ημερ. 28.12.06 για το ποσό των £7.434,09. Και αυτό τη στιγμή που οι καταχωρημένες χρεωπιστώσεις στην αναλυτική κατάσταση λήγουν 8.3.99 και έκτοτε, όπως ήταν η μαρτυρία του ΜΕ1, τις εργασίες της εφεσείουσας είχε αναλάβει η Λαϊκή προς την οποία - στη συγκεντρωτική κατάσταση - μεταφέρεται στις 21.5.00 χρέος εκ £3.442,35 της εφεσίβλητης 1 προς την εφεσείουσα.
4. Με την επισήμανση επί πλέον δύο στοιχείων. Το πρώτο ότι από 27.12.99 μέχρι 5.9.03 λογαριασμό για την εφεσίβλητη 1 τηρούσε η Λαϊκή προς την οποία και καταβάλλονταν τα όποια οφειλόμενα ασφάλιστρα και, το δεύτερο, ότι η εφεσείουσα είχε παύσει επισήμως να ασκεί ασφαλιστικές εργασίες από 17.5.01 και το όνομα της διεγράφη από το μητρώο των ασφαλιστικών εταιρειών.
5. Υπό το φως όλων αυτών είναι πρόδηλο ότι με τη μαρτυρία του ΜΕ1 η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει τη λειτουργία του επίδικου λογαριασμού πέραν της 8.3.99 και κατά συνέπεια ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως ανωτέρω, εφαρμόζοντας επί του προκειμένου την επί του θέματος νομολογία που ανέφερε.
6. Η απόρριψη των δύο λόγων έφεσης καθιστούσε αχρείαστη την εξέταση των υπόλοιπων δύο λόγων εφέσεως εφόσον ο ΜΕ1 απέτυχε να αποδείξει την τήρηση του επίδικου λογαριασμού από 1.1.97 μέχρι 16.6.03, όπως ήταν η δικογραφημένη θέση της.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τους Ενάγοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σταύρου, Ε.Δ.), (Αγωγή. Αρ. 10359/2003), ημερομηνίας 24/3/2011.
Γ. Παπαθεοδώρου, για τους Εφεσείοντες-Εναγόμενους.
Αρ. Βρυωνίδης, για τους Εφεσίβλητους-Ενάγοντες.
Cur. adv. vult.
EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ..
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Δυνάμει δύο συμφωνιών ημερ. 22.10.1987, η Πανευρωπαϊκή Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ (στο εξής η Πανευρωπαϊκή) διόρισε την εφεσίβλητη 1 ασφαλιστικό της αντιπρόσωπο προκειμένου να προσφέρει εκ μέρους της, έναντι συμφωνηθείσας προμήθειας, ασφαλιστικές υπηρεσίες προς τρίτους.
Η συνεργασία των μερών έληξε το 1996 ως αποτέλεσμα μεταβίβασης των εργασιών της Πανευρωπαϊκής προς τη Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ (Εφεσείουσα), η οποία εγκρίθηκε και με διάταγμα του Δικαστηρίου ημερ. 30.8.1996 δυνάμει του περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμου.
Κατ' ακολουθία της προαναφερθείσας μεταβίβασης η εφεσείουσα και η εφεσίβλητη 1 υπέγραψαν συμφωνία άνευ ημερομηνίας και με ασυμπλήρωτο το όνομα της εφεσίβλητης 1 (τεκμ.7) με την οποία η εφεσείουσα, αφενός, επιβεβαίωνε ότι η εφεσίβλητη 1 θα συνέχιζε να ενεργεί και εκ μέρους της ως ασφαλιστικός αντιπρόσωπος και, αφετέρου, αμφότεροι θα φρόντιζαν όπως μέχρι 31.12.1996 εκκαθαριστούν οι εκκρεμούντες λογαριασμοί μεταξύ της εφεσίβλητης 1 και της Πανευρωπαϊκής και ακολούθως θα φρόντιζαν να προσέλθουν σε νέα συμφωνία για συνέχιση της συνεργασίας τους. Όπως και έγινε με την υπογραφή στις 14.2.1997 συμφωνίας ημερ. 1.1.1997 (τεκμ. 8, στο εξής η Συμφωνία) δυνάμει της οποίας η εφεσείουσα διόρισε την εφεσίβλητη 1, υπό την εγγύηση των εφεσιβλήτων 2 και 3 (τεκμ. 10), ως ασφαλιστικό της αντιπρόσωπο για να προσφέρει εκ μέρους της ασφαλιστικές υπηρεσίες προς τρίτους έναντι προμήθειας. Και αυτό υπό τον ρητό, μεταξύ άλλων, όρο ότι η εφεσίβλητη 1 θα της κατέβαλλε τα εισπραχθέντα ασφάλιστρα εντός τριών μηνών αφότου θα καθίσταντο πληρωτέα.
Εξίμισι και πλέον έτη μετά την έναρξη της συνεργασίας τους, η εφεσείουσα τερμάτισε τη Συμφωνία με επιστολή ημερ. 16.9.2003 (τεκμ. 9) δυνάμει του όρου 6(α)* και στη συνέχεια, ως ενάγουσα, καταχώρισε τόσο εναντίον της όσο και εναντίον των εγγυητών της (εφεσιβλήτων 2 και 3) την υπ' αρ. αγωγή 10359/2003 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με την οποία αξίωνε το ποσό των £5.810,07 (€9.927,09) ως χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού που είχε ανοίξει κατ' ακολουθία της Συμφωνίας. Συναφώς καταλόγιζε στην εφεσίβλητη 1 ότι κατά παράβαση ρητού όρου της Συμφωνίας δεν της κατέβαλλε εμπρόθεσμα τα εισπραχθέντα ή οφειλόμενα ασφάλιστρα, με αποτέλεσμα να της οφείλει το αξιούμενο ποσό στο οποίο περιλαμβανόταν και υπόλοιπο που όφειλε προς την Πανευρωπαϊκή.
Οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι αντέδρασαν στην αγωγή με Υπεράσπιση με την οποία παραδέχονταν μόνο την ύπαρξη της Συμφωνίας και την παραλαβή της επιστολής τερματισμού. Κατά τα άλλα η μεν εφεσίβλητη 1 απέρριπτε τον ισχυρισμό της εφεσείουσας ότι δεν κατέβαλλε εμπρόθεσμα τα εισπραχθέντα ασφάλιστρα ή ότι όφειλε οποιοδήποτε ποσό προς την Πανευρωπαϊκή, οι δε εφεσίβλητοι 2 και 3 αρνούνταν αφενός ότι εγγυήθηκαν απεριόριστα την εφεσίβλητη 1 και αφετέρου ότι είχαν οποιαδήποτε σχέση αναφορικά με τη συνεργασία της εφεσίβλητης 1 με την Πανευρωπαϊκή.
Όπως γίνεται αντιληπτό από τα ανωτέρω, δύο ήταν τα επίδικα θέματα για το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το πρώτο, η ύπαρξη του επίδικου λογαριασμού ο οποίος σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης της εφεσείουσας καλύπτει την περίοδο 1.1.1997 μέχρι 16.6.03 και το κατ' ισχυρισμό χρεωστικό υπόλοιπο και, το δεύτερο, η έκταση της εγγύησης των εφεσιβλήτων 2 και 3.
Με δεδομένους τους εκατέρωθεν δικογραφημένους ισχυρισμούς η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση, στο πλαίσιο της οποίας κατέθεσε για λογαριασμό της εφεσείουσας ο υπεύθυνος του λογιστηρίου της εφεσείουσας Π. Γιάγκου (ΜΕ1), ενώ οι εφεσίβλητοι επέλεξαν να μην αντικρούσουν τη μαρτυρία του με δικούς τους μάρτυρες αλλά να την αμφισβητήσουν μέσω της μακράς αντεξέτασης του. Κάτι που εν τέλει πέτυχαν αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως η μαρτυρία του ΜΕ1 ήταν «. μη πειστική, αποδεικτικά ανεπαρκής (evidentially insufficient) και ποιοτικά απαράδεκτη» και ενόψει τούτου απέρριψε την αγωγή της εφεσείουσας με έξοδα εναντίον της.
Η εφεσείουσα θεωρεί εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση για τέσσερις λόγους, τους οποίους θα εξετάσουμε αφού πρώτα σκιαγραφήσουμε τη μαρτυρία του μόνου μάρτυρα που κατέθεσε για την υπόθεση και τι σχετικά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο προς απόρριψη της.
Η ουσία της μαρτυρίας του ΜΕ1 - η οποία επεκτάθηκε υπέρμετρα ως αποτέλεσμα και της μακράς αντεξέτασής του - σ' ό,τι αφορά τα προς επίλυση δύο επίδικα θέματα είναι απλή. Επιπρόσθετα από τα τεκμ. 7, 8, 9 και 10 (ανωτέρω), ο μάρτυρας κατέθεσε συγκεντρωτική και αναλυτική κατάσταση του επίδικου λογαριασμού (τεκμ. 11) όπου η πρώτη καταχώριση φέρει ημερομηνία 22.12.1993 για το ποσό των £2.943,98 και η τελευταία 28.12.2006 για το ποσό των £7.434,09. Ενδιάμεσα οι χρεωπιστώσεις στον (αναλυτικό) λογαριασμό λήγουν στις 8.3.1999, ημερομηνία κατά την οποία το χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος της εφεσίβλητης 1 ανέρχεται στο ποσό των £3.264,55, το οποίο αυξήθηκε με τους τόκους σε £3.442,35 και μεταφέρθηκε στις 21.5.2000 στη Λαϊκή (Balance TRF to Laiki). Έκτοτε στην αναλυτική κατάσταση δεν υπάρχει άλλη καταχώριση, αλλά στη συγκεντρωτική κατάσταση υπάρχει καταχώριση ημερ. 28.12.2006 σε βάρος της εφεσίβλητης 1 για το ποσό των £7.434,09 το οποίο επίσης μεταφέρεται στη Λαϊκή Ασφαλιστική Ασφαλιστική (στο εξής η Λαϊκή). Εξήγησε συναφώς ότι η πρώτη καταχώριση ημερ. 22.12.1993 για το ποσό των £2.943,98 αντιπροσωπεύει την μέχρι τότε οφειλή της εφεσίβλητης 1 προς την Πανευρωπαϊκή και οι μεταφορές στη συνέχεια των ποσών £3.442,35 ημερ. 21.5.2000 και £7.434,09 ημερ. 28.12 προς τη Λαϊκή οφείλονται στο γεγονός ότι η Λαϊκή είχε αγοράσει τις ασφαλιστικές εργασίες της εφεσείουσας το 1999. Τέλος, ο μάρτυρας κατέθεσε ως μέρος του τεκμ.11 και κατάσταση λογαριασμού που τηρούσε η Λαϊκή για την εφεσίβλητη 1 για τα έτη 2000, 2001, 2002 και 2003 καθώς και δέσμη αποδείξεων (τεκμ.17) που καλύπτουν την περίοδο από 27.12.1999 μέχρι 5.9.2003 οι οποίες εκδόθηκαν από τη Λαϊκή στην εφεσίβλητη 1 έναντι πληρωμής ασφαλίστρων από την τελευταία, διευκρινίζοντας ότι μετά την εξαγορά των εργασιών της εφεσείουσας από τη Λαϊκή ο ίδιος συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως λογιστής και της Λαϊκής.
Εξετάζοντας τη μαρτυρία του ΜΕ1, το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε πως ενώ η αξίωση της εφεσείουσας είναι για υπόλοιπο λογαριασμού που καλύπτει την περίοδο από 1.1.1997 μέχρι 16.6.03 εντούτοις η μαρτυρία του για τον επίδικο λογαριασμό ήταν ως επί το πλείστον γενική και «. χωρίς την απαιτούμενη στόχευση και προσωπική γνώση». Παρατήρησε συναφώς ότι:-
«Τρανταχτό παράδειγμα τούτου και με αυτό καταρρέει συθέμελα η όλη υπόθεση της ενάγουσας, αποτελούν οι καταστάσεις λογαριασμού (τεκμήριο 11). Η πρώτη καταχώρηση στην κυρίως (συγκεντρωτική) κατάσταση, είναι ημερ. 22.12.1993 (B/F BALANCE £2.943,98DR) και η τελευταία ημερ.28.12.2006 (TRF LAIKI TO PHILIKI £7.434,09). Δηλαδή οι_καταστάσεις δεν καλύπτουν καν τη χρονική περίοδο της συνεργασίας της εναγομένης 1 με τις τρεις προαναφερόμενες εταιρείας, αφού για τα έτη 1987 μέχρι 1993, με εξαίρεση το "B/F BALANCE" δεν υπάρχει καμία καταχώρηση.
Περαιτέρω και ακόμα πιο σημαντικό, δεν υπήρξε καμία επεξήγηση των καταχωρήσεων, και αυτό παρά το γεγονός ότι η αμφισβήτηση από μέρους των εναγομένων τόσο με την Υπεράσπιση τους όσο και κατά την ακρόαση ήταν ιδιαιτέρως έντονη. Μια κατάσταση λογαριασμού δεν αποτελεί αφ' εαυτής απόδειξη των όσων καταγράφονται, (βλ. D and G Products Ltd v. Premixco Asphalting Company Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 263 και Παναγιώτης Μαστρης Λτδ v. Επιπλώσεις Λάσκο Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ 728). Τα γεγονότα που φέρεται να αναπαραγάγει, σε περίπτωση αμφισβήτησης, καθίστανται επίδικα και θα πρέπει απαρέγκλιτα να αποδειχθούν (βλ. A.I. Mantovani & Sons Ltd v. Christie Travel & Tourism Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 156, Marketrends Insurance Ltd v. Μιχαήλ κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 734) και Marketrends Finance Ltd v. Ξενοφώντος (2009) 1 Α.Α.Δ.1418). Με άλλα λόγια οι εκάστοτε καταχωρήσεις σε ένα λογαριασμό, είτε πρόκειται για χρεώσεις είτε για πιστώσεις (με εξαίρεση αποδεδειγμένο λογαριασμό-account stated), θα πρέπει να αποδειχθούν μία προς μία, ούτως ώστε να επαληθευτεί στο τέλος πως η εικόνα που εκπέμπει η κατάσταση λογαριασμού είναι αυθεντική και ακριβής.
Στην προκειμένη περίπτωση κάθε άλλο παρά έχει γίνει κάτι τέτοιο. Ο μάρτυρας σε σχέση με το υπόλοιπο που μεταφέρθηκε από την ΠΑΝΕΥΡΩΠΑΪΚΗ, το οποίο υπερβαίνει το ήμισυ του διεκδικούμενου (£3.213,02) αρκέστηκε στο να πει, ότι το ήλεγξε και είναι ορθό, λες και το μόνο που χρειαζόταν ήταν μια αόριστη, λεκτική διαβεβαίωση».
Δεν περιορίστηκε όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο στην πιο πάνω κρίση. Έκρινε περαιτέρω πως οι δύο συμφωνίες ημερ. 22.10.1987 μεταξύ Πανευρωπαϊκής και εφεσίβλητης 1 (τεκμ.4 και 5) δεν ήταν δικογραφημένες και εν πάση περιπτώσει ο μάρτυρας ήταν αναρμόδιος να τις παρουσιάσει, και, τέλος, η συμφωνία άνευ ημερομηνίας μεταξύ εφεσείουσας και εφεσίβλητης 1 (τεκμ.7) είναι πρόχειρη και ημιτελής εφόσον δεν φέρει ημερομηνία και δεν έχει συμπληρωμένο το όνομα της εφεσίβλητης 1.
Η εφεσείουσα, όπως ήδη έχει σημειωθεί πιο πάνω, θεωρεί εσφαλμένη την απόρριψη της αξίωσης της για τέσσερις λόγους. Απ' αυτούς οι δύο πρώτοι έχουν ουσιαστικά στο στόχαστρο τους την αξιολόγηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο του επίδικου λογαριασμού (τεκμ.11), ο τρίτος την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η πρώτη χρέωση στη συγκεντρωτική κατάσταση του επίδικου λογαριασμού ημερ. 22.12.1993 για το ποσό των £2.943,98 και η τελευταία ημερομηνία 28.12.2006 για το ποσό των £7.434,09 δεν αποτελούν αποδεδειγμένο λογαριασμό (account stated), ενώ ο τέταρτος προβάλλεται ως υπαλλακτικός στην περίπτωση απόρριψης των τριών πρώτων λόγων έφεσης. Με αυτόν διατείνεται ότι ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε τη δυνατότητα, χωρίς να προβεί σε δύσκολους υπολογισμούς, εντούτοις εσφαλμένα δεν της επιδίκασε το συνολικό ποσό των £1.670,57 που αντιστοιχεί σε χρεώσεις περιόδου 3.1.1994 μέχρι 24.12.1999 (£210.86) ως και για τα έτη 2001 (£292.02), 2002 (£10.26) και 2003 (£1.157.43).
Βασική θέση της εφεσείουσας σ' ό,τι αφορά τους δύο πρώτους λόγους έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο χαρακτήρισε τη μαρτυρία του ΜΕ1 ως γενική και χωρίς την απαιτούμενη στόχευση και προσωπική γνώση, χωρίς να εξηγήσει πώς κατέληξε σ' αυτό το συμπέρασμα. Η μόνη αιτιολογία που έδωσε, υπέβαλε ο ευπαίδευτος συνήγορος της, για να απορρίψει τη μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα είναι το «τρανταχτό παράδειγμα» που επεσήμανε για απόρριψη του επίδικου λογαριασμού - το οποίο αυτούσιο παρατίθεται πιο πάνω- που στερείται ερείσματος καθότι από το σύνολο της μαρτυρίας του ΜΕ1 προκύπτει πως για όσα κατέθεσε είχε προσωπική γνώση.
Οι υπό συζήτηση λόγοι έφεσης, αντέτεινε ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων, είναι αβάσιμοι. Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης της εφεσείουσας (παρ. 8), υπέδειξε, ο επίδικος λογαριασμός κάλυπτε την περίοδο από 1.1.1997 μέχρι 16.6.2003 ενώ ο λογαριασμός που παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο (τεκμ.11) δεν αντιστοιχούσε σ' αυτή την περίοδο. Επεσήμανε επί του προκειμένου ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία του ΜΕ1 τις εργασίες της εφεσείουσας ανέλαβε από το 1999 η Λαϊκή και από τις 17.5.2001 (τεκμ.16)* η εφεσείουσα έπαυσε να ασκεί ασφαλιστικές εργασίες.
Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν επιχειρημάτων και εισηγήσεων επί των υπό συζήτηση λόγων έφεσης και καταλήξαμε πως αμφότεροι είναι έκδηλα αβάσιμοι. Το επίδικο ζήτημα για το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν κατά πόσο η εφεσείουσα διατηρούσε για την εφεσίβλητη 1 λογαριασμό από 1.1.1997 μέχρι 16.6.2003 (παρ. 8 της έκθεσης απαίτησης) και, εάν ναι, κατά πόσο στις 16.6.2003 ο εν λόγω λογαριασμός παρουσίαζε σε βάρος της εφεσίβλητης 1 χρεωστικό υπόλοιπο το ποσό των £5.810,07 (€9.927,09), όπως ήταν και η αξίωση της. Τέτοιος όμως λογαριασμός δεν παρουσιάστηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Αντ' αυτού παρουσιάστηκε μια συγκεντρωτική κατάσταση με πρώτη καταχώριση ημερ. 22.12.1993 για το ποσό των £2.943,98 και με τελευταία ημερ. 28.12.2006 για το ποσό των £7.434,09. Και αυτό τη στιγμή που οι καταχωρημένες χρεωπιστώσεις στην αναλυτική κατάσταση λήγουν 8.3.1999 και έκτοτε, όπως ήταν η μαρτυρία του ΜΕ1, τις εργασίες της εφεσείουσας είχε αναλάβει η Λαϊκή προς την οποία - στη συγκεντρωτική κατάσταση - μεταφέρεται στις 21.5.2000 χρέος εκ £3.442,35 της εφεσίβλητης 1 προς την εφεσείουσα. Με την επισήμανση επί πλέον δύο στοιχείων. Το πρώτο ότι από 27.12.1999 μέχρι 5.9.03 λογαριασμό για την εφεσίβλητη 1 τηρούσε η Λαϊκή προς την οποία και καταβάλλονταν τα όποια οφειλόμενα ασφάλιστρα (τεκμ.17) και, το δεύτερο, ότι η εφεσείουσα είχε παύσει επισήμως να ασκεί ασφαλιστικές εργασίες από 17.5.2001 και το όνομα της διεγράφη από το μητρώο των ασφαλιστικών εταιρειών (τεκμ.16). Υπό το φως όλων αυτών είναι πρόδηλο ότι με τη μαρτυρία του ΜΕ1 η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει τη λειτουργία του επίδικου λογαριασμού πέραν της 8.3.1999 και κατά συνέπεια ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως ανωτέρω, εφαρμόζοντας επί του προκειμένου την επί του θέματος νομολογία που αναφέρει.
Όπως γίνεται αντιληπτό, η απόρριψη των δύο λόγων έφεσης καθιστά αχρείαστη την εξέταση των υπόλοιπων δύο λόγων εφέσεως εφόσον ο ΜΕ1 απέτυχε να αποδείξει την τήρηση του επίδικου λογαριασμού από 1.1.1997 μέχρι 16.6.2003, όπως ήταν η δικογραφημένη θέση της.
Κατ' ακολουθία των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας, τα οποία αφού υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου προς έγκριση.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.