ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D223
(2016) 1 ΑΑΔ 1117
27 Aπριλίου, 2016
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
CAPERSHILL LTD,
Εφεσείoυσα-Ενάγουσα,
v.
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΗΛΙΑ,
Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.
(Πoλιτική Έφεση Aρ. 152/2011)
Δικαστική απόφαση ― Αιτιολογία ― Απορριπτική κατάληξη σε έφεση η οποία στηρίχθηκε σε εισήγηση περί έλλειψης αιτιολογίας της πρωτόδικης απόφασης ― Έφεση η οποία δεν περιελάμβανε απόδοση λάθους επί του έργου της δικανικής κρίσης που αφορούσε στην αξιοπιστία των μαρτύρων.
Έξοδα ― Απόφανση Εφετείου περί έκδηλα αβάσιμου λόγου έφεσης ότι θα έπρεπε να υπάρξει διαφοροποίηση από τον γενικό κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα.
Η εφεσείουσα στις 30.6.2000 απέστειλε ως οι οδηγίες του εφεσίβλητου, στον αρχιτέκτονα του τελευταίου (ΜΥ1) προσφορά για την κατασκευή 7 κολυμβητικών δεξαμενών στις τουριστικές επαύλεις του εφεσίβλητου, για το ποσό των ΛΚ28.938. Την υποβληθείσα προσφορά της εφεσείουσας την αποδέχτηκε εκ μέρους και για λογαριασμό του εφεσίβλητου ο ΜΥ1 στις 3.7.2000.
Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης σε διάφορα χρονικά διαστήματα μέχρι τις 31.12.2004 η εφεσείουσα πώλησε και παρέδωσε και ο εφεσίβλητος αγόρασε και/ή παρέλαβε από αυτή διάφορα προϊόντα και ή υπηρεσίες και ή κατασκευές σε σχέση με τις πιο πάνω πισίνες. Εκδόθηκαν δε σχετικά τιμολόγια τα οποία ο εφεσίβλητος παρέλαβε αποδεχόμενος ότι ο λογαριασμός του έχει χρεωστικό υπόλοιπο ΛΚ9.097,39 (€15.543,71) πλην όμως το ποσό αυτό δεν εξοφλήθηκε.
Ο εφεσίβλητος στην Έκθεση Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης δέχθηκε τα της προσφοράς για την κατασκευή και εξοπλισμό των πισίνων πλην όμως επικαλείτο ότι ενώ πλήρωσε στην εφεσείουσα ΛΚ24.950, αυτή του παρέδωσε πλημμελή και με κακοτεχνίες εργασία. Ως αποτέλεσμα, ο εφεσίβλητος ήγειρε ανταπαιτητικώς αξίωση για ζημιές ύψους ΛΚ16.124 και για το ποσό των €11.060 δίδοντας σχετικές λεπτομέρειες ειδικών ζημιών.
Το Δικαστήριο απέρριψε ως αναληθή, αχρείαστη και αναποτελεσματική τη μαρτυρία των ΜΕ που προσκόμισε η εφεσείουσα. Σχολίασε δε περαιτέρω, ότι παρόλο που οι μάρτυρες αυτοί δεν μπόρεσαν να αποδείξουν την απαίτηση, εντούτοις λόγω παραδοχών της πλευράς του εφεσίβλητου μπορούσε να εκδοθεί απόφαση προς όφελος της εφεσείουσας για το πιο πάνω χρεωστικό υπόλοιπο, όπως και έπραξε.
Αντιθέτως, θεώρησε απόλυτα αξιόπιστους τον ίδιο τον εφεσίβλητο και τον ΜΥ1. Παρατήρησε δε, ότι τα τεκμήρια τα οποία κατέθησαν εκ μέρους του εφεσιβλήτου για απόδειξη των ζημιών του, ουδόλως αμφισβητήθηκαν από την πλευρά της εφεσείουσας.
Η κατάληξη του Δικαστηρίου αναφορικά με την αγωγή, ήταν ότι παρά το γεγονός ότι η δοθείσα μαρτυρία εκ μέρους των ΜΕ δεν υπήρξε ικανοποιητική, ωστόσο με βάση παραδοχή που θεώρησε ότι έγινε δικογραφικά για πληρωμή του ποσού των ΛΚ24.950 που αφήνει να νοηθεί ότι παρέμεινε ως χρεωστικό υπόλοιπο και με βάση την παραδοχή του δικηγόρου του εφεσίβλητου στις αγορεύσεις ότι όντως το αξιούμενο ποσό παρέμενε χρωστούμενο, εξέδωσε απόφαση για το ποσό των ΛΚ9.097,39 (€15.543,81) πλέον νόμιμους τόκους και έξοδα.
Επί της ανταπαίτησης, αποδέχτηκε ορισμένα από τα αξιούμενα κονδύλια ενώ άλλα, τα απέρριψε δίδοντας συγκεκριμένη αιτιολογία για την επιδίκαση ή μη των ποσών.
Εξέδωσε δε, απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου για το ποσό των €23.016,17 πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι κυρίως λόγους:
α) Η απόφαση σε σχέση με την Ανταπαίτηση του Εφεσίβλητου-Εναγόμενου και η έκδοση απόφασης υπέρ του ήταν λανθασμένη ή/και αναιτιολόγητη στηριζόμενη μόνο ή κατά κύριο λόγο σε θέματα αξιοπιστίας μαρτύρων.
β) Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε στην ανάλογη κλίμακα, έξοδα εναντίον των Εφεσειόντων-Εναγόντων επί του επιδικαθέντος ποσού της Ανταπαίτησης.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Καθίστατο σαφές ότι ο πρώτος λόγος έφεσης παρά την ευρύτητα της διατύπωσης του, δεν περιελάμβανε απόδοση λάθους επί του έργου της δικανικής κρίσης που αφορούσε στην αξιοπιστία των μαρτύρων ούτε του πώς το Δικαστήριο τους κατέταξε αξιολογώντας τους είτε θετικά είτε αρνητικά.
2. Αντιθέτως∙ στο πρωτόδικο Δικαστήριο αποδιδόταν λάθος διότι η αιτιολογία του στηριζόταν μόνο ή κατά κύριο λόγο σε θέματα αξιοπιστίας μαρτύρων.
3. Εμμέσως η αιτιολογία επί του λόγου έφεσης και η αγόρευση επί αυτής θέτει θέμα περί λανθασμένης αξιολόγησης, ειδικά σε σχέση με τον ΜΥ.
4. Δεν μπορούσε να μετατραπεί ένας γενικά διατυπωμένος λόγος έφεσης σε δυνατότητα της εφεσείουσας να προσβάλει ή να προβάλει ως λανθασμένο σχεδόν όλο το έργο της αξιολόγησης, ενώ κάτι τέτοιο δεν περιλαμβάνεται στο περιεχόμενο του λόγου έφεσης.
5. Εκείνο που είχε εξουσία το Εφετείο να πράξει, ήταν να εξετάσει αν η απόφαση ήταν αιτιολογημένη ή όχι, ως αυτό καθοριζόταν από το περιεχόμενο της διατύπωσης του πρώτου λόγου έφεσης ανωτέρω.
6. Το πρωτόδικο Δικαστήριο καταγράφει τις δικογραφικές θέσεις των διαδίκων, παραθέτει τη δοθείσα μαρτυρία σε λεπτομέρεια και αιτιολογεί πλήρως και εκτεταμένα γιατί απορρίπτει τους ΜΕ και γιατί αποδέχεται τους ΜΥ, συσχετίζει δε με επαρκή και τελέσφορο τρόπο την προφορική μαρτυρία που αποδέχτηκε με τα κατατεθέντα τεκμήρια και δη με τα τεκμήρια 1 και 2.
7. Η διαγραφούμενη θέση της πλευράς της εφεσείουσας ότι ουσιαστικά το πρωτόδικο Δικαστήριο «δεν έπρεπε να ξεφύγει από τα προνοούμενα στα τεκμ.1 και 2» είναι υπεραπλουστευμένη και ταυτόχρονα αγνοεί ότι η πραγματικότητα των διαδίκων είχε πολλές εκφάνσεις. Πλήθος επόμενων τεκμηρίων, δεικνύουν τη συνέχεια και την εξέλιξη της επίδικης σχέσης.
8. Άρα ήταν καθήκον του Δικαστηρίου η συσχέτιση και η απόδοση των δεδομένων όπως εξελίχθηκαν ενώπιον του. Ακριβώς το Δικαστήριο καυτηριάζει επ' αυτού τις απλουστευτικές δικογραφικές θέσεις της εφεσείουσας λέγοντας ότι η πραγματικότητα αναδιπλώθηκε δικογραφικά και δια της μαρτυρίας της πλευράς του εφεσίβλητου. Ως εκ των άνω, ήταν εντελώς αβάσιμη η απόδοση μομφής «αναιτιολόγητης απόφασης».
9. Αναφορικά με το δεύτερο λόγο έφεσης, επιχειρείτο δια της αιτιολογίας του να αποδοθεί λάθος στο πρωτόδικο Δικαστήριο καθότι η συμπεριφορά του εφεσίβλητου ήταν τέτοια που θα έπρεπε να οδηγήσει το Δικαστήριο σε αποστέρηση των εξόδων της ανταπαίτησης.
10. Γινόταν προσπάθεια στην πραγματικότητα δια μιας υποκειμενικής υπό της εφεσείουσας αξιολόγησης, μέρους ενεργειών του εφεσίβλητου - που εν πάση περιπτώσει δεν έγιναν αποδεκτές από το Δικαστήριο - να επιτευχθεί διαφοροποίηση από τον γενικό κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα. Είναι έκδηλα αβάσιμη τέτοια τοποθέτηση.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Xρίστου v. Khoreva (2001) 1 A.A.Δ. 1874,
Μπάντσιου (1994) 1 Α.Α.Δ. 634,
Βonham-Carter v. Hyde Park Hotel Ltd [1948] 64 T.L.R,
Σπύρου v. Χατζηχαραλάμπους (1989) 1 Α.Α.Δ. 298,
Εmmanuel a.ο. v. A. Nicolaou a.ο. (1977) 1 C.L.R. 15,
Προκοπίου v. Ryan a.ο. (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1982,
Θρασυβούλου v. Αrto Estates Ltd (1993) 1 A.A.Δ. 12,
Γεωργιάδη-Σιακίδη v. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 711.
Έφεση.
Έφεση από την ενάγουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λοΐζου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 9715/2005), ημερομηνίας 28/2/2011.
Π. Παπαγεωργίου, για την Eφεσείουσα.
Κ. Χατζηπιέρας, για τον Eφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Δικαστή Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα/ενάγουσα είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με έδρα τη Λευκωσία και ασχολείται, μεταξύ άλλων, με την κατασκευή πισίνων και διάθεση υλικών συντήρησης και κατασκευής αυτών. Κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο εφεσίβλητος/εναγόμενος ήταν πελάτης αυτής. Είναι κοινό έδαφος ότι η εφεσείουσα στις 30.6.2000 απέστειλε ως οι οδηγίες του εφεσίβλητου στον αρχιτέκτονα του τελευταίου κ. Φυσεντζίδη (ΜΥ1) προσφορά για την κατασκευή 7 κολυμβιτικών δεξαμενών στις τουριστικές επαύλεις του εφεσίβλητου στο Λατσί για το ποσό των ΛΚ28.938 (τεκμ.1). Την υποβληθείσα προσφορά της εφεσείουσας την αποδέκτηκε εκ μέρους και για λογαριασμό του εφεσίβλητου ο ΜΥ1 στις 3.7.2000. (τεκμ.2).
Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης σε διάφορα χρονικά διαστήματα μέχρι τις 31.12.2004 η εφεσείουσα πώλησε και παρέδωσε και ο εφεσίβλητος αγόρασε και/ή παρέλαβε από αυτή διάφορα προϊόντα και ή υπηρεσίες και ή κατασκευές σε σχέση με τις πιο πάνω πισίνες. Εκδόθηκαν δε σχετικά τιμολόγια τα οποία ο εφεσίβλητος παρέλαβε αποδεχόμενος ότι ο λογαριασμός του έχει χρεωστικό υπόλοιπο ΛΚ9.097,39 (€15.543,71) πλην όμως το ποσό αυτό δεν εξοφλήθηκε.
Ο εφεσίβλητος στην Έκθεση Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης δέχεται τα της προσφοράς για την κατασκευή και εξοπλισμό των πισίνων πλην όμως επικαλείται ότι ενώ πλήρωσε στην εφεσείουσα ΛΚ24.950, αυτή του παρέδωσε πλημμελή και με κακοτεχνίες εργασία. Τα συμφωνηθέντα εκτελέστηκαν, σύμφωνα με τη θέση του εφεσίβλητου, πλημμελώς και με σοβαρές κακοτεχνίες που προκαλούν δυσλειτουργία στις πισίνες, ενώ η αισθητική είναι χαμηλού επιπέδου. Ως αποτέλεσμα ο εφεσίβλητος ήγειρε ανταπαιτητικώς αξίωση για ζημιές ύψους ΛΚ16.124 και για το ποσό των €11.060 δίδοντας σχετικές λεπτομέρειες ειδικών ζημιών.
Για να αποδείξει την υπόθεση της η εφεσείουσα κάλεσε 4 μάρτυρες, τον κ. Γ. Γεωργίου μηχανολόγο μηχανικό και διευθυντή της (ΜΕ1), τον κ. Γ. Ττοφή χημικό μηχανικό επίσης διευθυντή της (ΜΕ2) καθώς και ως ΜΕ3 και ΜΕ4 τον κ. Χρ. Στυλιανού και κ. Γ. Σταύρου υπαλλήλους της εφεσείουσας. Για την πλευρά του εφεσίβλητου κατέθεσε ο ίδιος και ο αρχιτέκτονας του έργου ΜΥ1, ο πιο πάνω αναφερθείς κ. Κ. Φυσεντζίδης. Κατατέθηκαν επίσης πολλά τεκμήρια, σύνολο 49.
Το Δικαστήριο απέρριψε ως αναληθή, αχρείαστη και αναποτελεσματική τη μαρτυρία των ΜΕ που προσκόμισε η εφεσείουσα. Σχολίασε δε περαιτέρω ότι παρόλο που οι μάρτυρες αυτοί δεν μπόρεσαν να αποδείξουν την απαίτηση εντούτοις λόγω παραδοχών της πλευράς του εφεσίβλητου μπορούσε να εκδοθεί απόφαση προς όφελος της εφεσείουσας για το πιο πάνω χρεωστικό υπόλοιπο, όπως και έπραξε.
Αντιθέτως, το Δικαστήριο θεώρησε απόλυτα αξιόπιστους τον ίδιο τον εφεσίβλητο και τον ΜΥ1. Ως προς δε τον πρώτο ανέφερε ότι τεκμηρίωνε τις απαντήσεις του, απαντούσε ευθέως και δεν υπέπεσε σε αντιφάσεις. Στη σελίδα 26 μάλιστα της εκκαλούμενης απόφασης παρατηρεί ότι τα τεκμήρια τα οποία κατέθησαν εκ μέρους του εφεσιβλήτου για απόδειξη των ζημιών του, ουδόλως αμφισβητήθηκαν από την πλευρά της εφεσείουσας.
Ως προς δε τον ΜΥ1 το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει την άριστη εντύπωση που άφησε στο Δικαστήριο και ως εμπειρογνώμονας επισημαίνοντας ότι προμήθευσε το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για το πώς κατέληξε στα συμπεράσματα του και τα επεξήγησε ως όφειλε. Συγκεκριμένα αναφέρθη ότι η μαρτυρία του ΜΥ1 «είναι καταπέλτης σε ότι αφορά τις κακοτεχνίες, ελλείψεις και παραλείψεις που παρουσίαζαν οι κολυμβιτικές δεξαμενές». Ο ΜΥ1 ως επιβλέπων αρχιτέκτονας και υπεύθυνος του έργου είχε καταγράψει λεπτομερώς τις παρατηρήσεις του στα πρακτικά των συναντήσεων στο εργοτάξιο, είχε αποστείλει γραπτώς δι' επιστολών τα συμπεράσματα του σε σχέση με τις κακοτεχνίες στις οποίες αναγράφει και τα απαιτούμενα διορθωτικά μέτρα που θα έπρεπε η πλευρά της εφεσείουσας να λάβει. Αποτέλεσμα δε της αξιολόγησης της μαρτυρίας ήταν ότι θεωρήθηκε ότι αποδείχθησαν οι ατέλειες, κακοτεχνίες και τα προβλήματα στη λειτουργία των πισίνων.
Η κατάληξη του Δικαστηρίου αναφορικά με την αγωγή, όπως αναφέραμε προηγουμένως, ήταν ότι παρά το γεγονός ότι η δοθείσα μαρτυρία εκ μέρους των ΜΕ δεν υπήρξε ικανοποιητική, ωστόσο με βάση παραδοχή που θεώρησε ότι έγινε δικογραφικά για πληρωμή του ποσού των ΛΚ24.950 που αφήνει να νοηθεί ότι παρέμεινε ως χρεωστικό υπόλοιπο και με βάση την παραδοχή του δικηγόρου του εφεσίβλητου στις αγορεύσεις* ότι όντως το αξιούμενο ποσό παρέμενε χρωστούμενο, εξέδωσε απόφαση για το ποσό των ΛΚ9.097,39 (€15.543,81) πλέον νόμιμους τόκους και έξοδα.
Επί της ανταπαίτησης, στη βάση της αναγκαιότητας αυστηρής απόδειξης και δικογράφησης ειδικών ζημιών σύμφωνα με τη νομολογία που παρέπεμψε* αποδέχτηκε ορισμένα από τα αξιούμενα κονδύλια ενώ άλλα τα απέρριψε δίδοντας συγκεκριμένη αιτιολογία για την επιδίκαση ή μη των ποσών. Το αποτέλεσμα ήταν να εκδώσει απόφαση υπέρ του εφεσιβλήτου για το ποσό των €23.016,17 πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα.
Οι δύο λόγοι έφεσης αφορούν βεβαίως την απόφαση επί της ανταπαίτησης. Θεωρούμε σημαντικό να μεταφέρουμε αυτούσιο το περιεχόμενο των λόγων έφεσης αφού δι' αυτών τίθεται το δικαιοδοτικό μας πλαίσιο ως προς την εξέταση της εκκαλούμενης απόφασης.
Πρώτος λόγος έφεσης: Η επίδικη απόφαση του Σεβαστού Πρωτόδικου Δικαστηρίου, σε σχέση με την Ανταπαίτηση του Εφεσίβλητου-Εναγόμενου και η έκδοση απόφασης υπέρ του για ποσό €23.016,17 με νόμιμο τόκο επί του ποσού αυτού και έξοδα όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τα δικόγραφα, τη μαρτυρία και τα κατατεθέντα τεκμήρια στο σύνολο τους, τη θέση και τις παραδοχές των διαδίκων, αλλά και τα εύλογα συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν, είναι λανθασμένη ή/και αναιτιολόγητη ή/και στερείται ικανοποιητικής ή/και στερείται ικανοποιητικής ή/και εύλογης ανάλυσης, αξιολόγησης και αιτιολογίας, στηριζόμενη μόνο ή κατά κύριο λόγο σε θέματα αξιοπιστίας μαρτύρων και καταλήγοντας εσφαλμένα και αδικαιολόγητα σε έκδοση απόφασης υπέρ του Εφεσίβλητου-Εναγόμενου για τα πιο πάνω ποσά.
Δεύτερος λόγος έφεσης: το Σεβαστό πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα επεδίκασε έξοδα εναντίον των Εφεσειόντων-Εναγόντων επί του επιδικαθέντος ποσού της Ανταπαίτησης τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο στην ανάλογη κλίμακα.
Επί του 1ου λόγου φαίνεται να δίδεται αιτιολογία η οποία αριθμείται σε 8 επιμέρους παραγράφους. Στην προσπάθεια μας να συγκεκριμενοποιήσουμε τα αποδιδόμενα ως λάθη του πρωτόδικου Δικαστηρίου - όχι χωρίς δυσκολία - και με την παραδοχή του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσείουσας ότι όντως η διατύπωση του υπό αναφορά λόγου είναι προβληματική - έχουμε καταλήξει στις ακόλουθες βασικές παρατηρήσεις: Εκείνο που προσβάλλεται ως λανθασμένο είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου επί της ανταπαίτησης και μόνο. Άλλωστε δεν θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά τα πράγματα αφού έστω και δια των πιο πάνω παραδοχών της πλευράς του εφεσίβλητου, η απαίτηση θεωρήθηκε ότι στοιχειοθετείται. Συνεπώς είναι η έκδοση της απόφασης επί της ανταπαίτησης και τα έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας αναφορικά με την ανταπαίτηση που αποτελεί το αντικείμενο της έφεσης.
Τι συγκεκριμένο όμως αναφέρει ο λόγος έφεσης επί της απόφασης για την ανταπαίτηση;
Της αποδίδεται ότι είναι λανθασμένη και ή αναιτιολόγητη και ή στερείται ικανοποιητικής και εύλογης ανάλυσης, αξιολόγησης και αιτιολογίας, στηριζόμενη μόνο ή κατά κύριο λόγο σε θέματα αξιοπιστίας μαρτύρων.
Μπορούμε εκ των ανωτέρω να συμπεράνουμε ότι είναι η αιτιολογία της απόφασης που θεωρείται μεμπτή ή πλημμελής η οποία είχε ως αποτέλεσμα, εσφαλμένα και αδικαιολόγητα, κατά την εφεσείουσα την έκδοση απόφασης υπέρ του εφεσίβλητου. Καθίσταται ομοίως σαφές ότι ο λόγος έφεσης παρά την ευρύτητα της διατύπωσης του δεν περιλαμβάνει απόδοση λάθους επί του έργου της δικανικής κρίσης που αφορά την αξιοπιστία των μαρτύρων ούτε του πώς το Δικαστήριο τους κατέταξε αξιολογώντας τους είτε θετικά είτε αρνητικά. Αντιθέτως· στο πρωτόδικο Δικαστήριο αποδίδεται λάθος διότι η αιτιολογία του στηρίζεται «μόνο ή κατά κύριο λόγο σε θέματα αξιοπιστίας μαρτύρων».
Η ειδοποίηση έφεσης και οι λόγοι έφεσης που περιέχει αποτελεί το πλαίσιο της έφεσης. Το πλαίσιο αυτό είναι περιοριστικό και δεν επιτρέπεται παρέκκλιση από αυτό. Οτιδήποτε δεν προβάλλεται ως λόγος έφεσης δεν εξετάζεται. Είναι δε απαραίτητο να προσδιορίζονται με την αιτιολογία τα συστατικά στοιχεία του λόγου έφεσης τα οποία καθιστούν την εκκαλούμενη απόφαση τρωτή.*
Εν προκειμένω, παρά το ότι ο πυρήνας του λόγου έφεσης είναι ως τον εκθέσαμε πιο πάνω, παρατηρούμε ότι εμμέσως η αιτιολογία επί του λόγου έφεσης και η αγόρευση του κ. Παπαγεωργίου θέτει θέμα περί λανθασμένης αξιολόγησης, ειδικά σε σχέση με τον ΜΥ Φυσεντζίδη. Δεν είμαστε διατεθειμένοι να ακολουθήσουμε τη λογική της πλευράς της εφεσείουσας αλλά ούτε και να μετατρέψουμε ένα γενικά διατυπωμένο λόγο έφεσης σε δυνατότητα της εφεσείουσας να προσβάλει ή να προβάλει ως λανθασμένο σχεδόν όλο το έργο της αξιολόγησης, ενώ κάτι τέτοιο δεν περιλαμβάνεται στο περιεχόμενο του λόγου έφεσης. Εκείνο που έχουμε εξουσία να πράξουμε είναι να εξετάσουμε αν η απόφαση είναι αιτιολογημένη ή όχι, ως αυτό καθορίζεται από το περιεχόμενο της διατύπωσης του πρώτου λόγου έφεσης ανωτέρω. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σε 33 πυκνογραμμένες σελίδες καταγράφει τις δικογραφικές θέσεις των διαδίκων, παραθέτει τη δοθείσα μαρτυρία σε λεπτομέρεια και αιτιολογεί πλήρως και εκτεταμένα γιατί απορρίπτει τους ΜΕ και γιατί αποδέχεται τους ΜΥ, συσχετίζει δε με επαρκή και τελέσφορο τρόπο την προφορική μαρτυρία που αποδέχτηκε με τα κατατεθέντα τεκμήρια και δη με τα τεκμήρια 1 και 2. Η διαγραφούμενη θέση της πλευράς της εφεσείουσας ότι ουσιαστικά το πρωτόδικο Δικαστήριο «δεν έπρεπε να ξεφύγει από τα προνοούμενα στα τεκμ.1 και 2» είναι υπεραπλουστευμένη και ταυτόχρονα αγνοεί ότι η πραγματικότητα των διαδίκων είχε πολλές εκφάνσεις μετά τα τεκμήρια 1 και 2 τα οποία αποτελούσαν απλώς την απαρχή της επίδικης σχέσεως. Πλήθος επόμενων τεκμηρίων όπως τα διατακτικά, η εκτεταμένη αλληλογραφία, οι φωτογραφίες του έργου, η μαρτυρία των ζημιών και πολλά άλλα, δεικνύουν τη συνέχεια και την εξέλιξη της σχέσης. Άρα ήταν καθήκον του Δικαστηρίου η συσχέτιση και η απόδοση των δεδομένων όπως εξελίχθηκαν ενώπιον του. Ακριβώς το Δικαστήριο καυτηριάζει επ' αυτού τις απλουστευτικές δικογραφικές θέσεις της εφεσείουσας λέγοντας ότι η πραγματικότητα αναδιπλώθηκε δικογραφικά και δια της μαρτυρίας της πλευράς του εφεσίβλητου.
Ως εκ των άνω είναι εντελώς αβάσιμη η απόδοση μομφής «αναιτιολόγητης απόφασης». Συνεπώς ο 1ος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ο 2ος λόγος αφορά την επιδίκαση εξόδων υπέρ του εφεσίβλητου ακολουθώντας το αποτέλεσμα της επιτυχίας της ανταπαίτησης του. Δηλαδή το Δικαστήριο πράττοντας με αυτό τον τρόπο ακολούθησε την παραδεδειγμένη πρακτική επιδίκασης εξόδων σύμφωνα με το αποτέλεσμα.*
Επιχειρείται δια της αιτιολογίας του 2ου λόγου έφεσης να αποδοθεί λάθος στο πρωτόδικο Δικαστήριο καθότι η συμπεριφορά του εφεσίβλητου ήταν τέτοια που θα έπρεπε να οδηγήσει το Δικαστήριο σε αποστέρηση των εξόδων της ανταπαίτησης. Είναι πλήρως αβάσιμες οι θέσεις της εφεσείουσας. Γίνεται προσπάθεια στην πραγματικότητα δια μιας υποκειμενικής υπό της εφεσείουσας αξιολόγησης, μέρους ενεργειών του εφεσίβλητου - που εν πάση περιπτώσει δεν έγιναν αποδεκτές από το Δικαστήριο - να επιτευχθεί διαφοροποίηση από τον γενικό κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα. Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Είναι έκδηλα αβάσιμη τέτοια τοποθέτηση. Και ο 2ος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Συνεπώς η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €2.500 πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, υπέρ του εφεσίβλητου.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.