ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Στυλιανίδης ν. British American Ins. Co. (1990) 1 ΑΑΔ 517
Δρουσιώτης ν. Ιερωνυμίδη (1990) 1 ΑΑΔ 1026
Zαβρού Tάκης ν. Aνδρέα Xαραλάμπους (1996) 1 ΑΑΔ 447
Alam El Joseph ν. Xριστόφορου Tουμαζίδη (1998) 1 ΑΑΔ 968
United Hotels (Lordos) Ltd και Άλλοι ν. Ανδρούλας Σταύρου και Άλλων (2003) 1 ΑΑΔ 515
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.517
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2016:A146
(2016) 1 ΑΑΔ 721
8 Μαρτίου, 2016
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
AΔΑΜΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ & ΥΙΟΙ ΛΤΔ,
Εφεσείοντες,
v.
ΑΓΓΕΛΟΥ ΒΑΡΝΑΒΑ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 377/2010)
Εργοδότης και εργοδοτούμενος ― Άκυρες πρόνοιες σε συμφωνίες εργοδότησης ― Είναι άκυρες οι συμφωνίες δυνάμει των οποίων οι εργαζόμενοι συναινούν σε παραίτηση ή μείωση των δικαιωμάτων τους, ειδικότερα όσον αφορά σε παράνομη απόλυση ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης με την οποία εκρίθη ότι η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία εργοδότησης, καταστρατηγούσε τις πρόνοιες του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου και κατά συνέπεια ήταν άκυρη.
Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν με την έφεση, πρωτόδικη κατάληξη με την οποία εκρίθη ότι η μεταξύ των διαδίκων μερών σύμβαση δυνάμει της οποίας προσελήφθη ο εφεσίβλητος στην υπηρεσία των εφεσειόντων και που όριζε ανάμεσα σε άλλα, τον τρόπο διακοπής της εργατικής σχέσης και τα αντίστοιχα δικαιώματα των μερών, ήταν αντίθετη με τον περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμο, Ν. 24/1967, όπως τροποποιήθηκε (Ν. 6/73), ο οποίος και ορίζει τα περί της αποζημίωσης για παράνομο τερματισμό της απασχόλησης.
Οι εφεσείοντες, με επιστολή τους ημερ. 17.9.2009, προχώρησαν σε τερματισμό της απασχόλησης του εφεσίβλητου τερματίζοντας τις υπηρεσίες του, στη βάση της συμφωνίας εργοδότησης, επικαλούμενοι τον σχετικό όρο 3 (α)(iv) της συμφωνίας, δίνοντας προειδοποίηση έξι εβδομάδων.
Ο εφεσίβλητος καταχώρισε αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, αξιώνοντας από τους εφεσείοντες αποζημιώσεις για παράνομο και αδικαιολόγητο τερματισμό, δεδομένου ότι, δεν δόθηκε λόγος ή λόγοι που να αιτιολογούσαν την απόφαση των εφεσειόντων, κατ' αντίθεση με τις πρόνοιες του Νόμου.
Οι εφεσείοντες απορρίπτοντας τις εναντίον τους αξιώσεις προέβαλαν το δεσμευτικό της γραπτής σύμβασης και των όρων της, δυνάμει της οποίας προνοείτο ότι η σχέση μετά την εκπνοή της δοκιμαστικής περιόδου καθίστατο «απεριορίστου» ή «ακαθόριστου», όπως ήθελαν να την ορίσουν οπότε δικαιωματικά προχώρησαν σε τερματισμό των υπηρεσιών του εφεσίβλητου δίνοντας την ανάλογη προειδοποίηση.
To Δικαστήριο, αναλύοντας τις σχετικές πρόνοιες του Νόμου, Άρθρα 5 και 6(1)(4) με παραπομπή σε νομολογία, έκρινε μεταξύ άλλων, ότι είναι άκυρες οι συμφωνίες δυνάμει των οποίων οι εργαζόμενοι συναινούν σε παραίτηση ή μείωση των δικαιωμάτων τους, ειδικότερα μάλιστα όσον αφορά σε παράνομη απόλυση.
Στη βάση της ανωτέρω τεκμηριωμένης θεώρησης του, το Δικαστήριο κατέληξε ότι και η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία καταστρατηγούσε τις πρόνοιες του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου και κατά συνέπεια την έκρινε άκυρη. Τούτων δοθέντων, με αναφορά στα Άρθρα 5 και 6(1) του Νόμου και στη βάση του κοινού τόπου ότι οι εφεσείοντες δεν έδωσαν οποιοδήποτε νόμιμο λόγο που να δικαιολογούσε τον τερματισμό της απασχόλησης του εφεσίβλητου, έκρινε παράνομο και αδικαιολόγητο τον τερματισμό και απέδωσε στον εφεσίβλητο τις αξιούμενες αποζημιώσεις.
Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν τα πιο πάνω ευρήματα με ένα λόγο έφεσης. Υποστήριξαν ότι σε συμμόρφωση με τις πρόνοιες της σύμβασης οι εφεσείοντες ενημέρωσαν τον εφεσίβλητο για τη διακοπή της εργατικής τους σχέσης, η δε επίδικη συμβατική πρόνοια δεν ήταν αντίθετη με το Άρθρο 5 του Νόμου, δεδομένου ότι ουσιαστικά προσδιορίστηκε ο χρόνος ή και η διάρκεια της απασχόλησης και ο τρόπος διακοπής της συμπληρωματικά και όχι κατ' αντίθεση με τις πρόνοιες του.
Επικαλέστηκαν δε προς τούτο και την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, με βάση το Άρθρο 26 του Συντάγματος.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η πρωτόδικη απόφανση ήταν ορθή. Το Δικαστήριο αντίκρισε τους ισχυρισμούς και τις θέσεις των εφεσειόντων στη σωστή τους διάσταση και μέσα στο πνεύμα και το γράμμα του Νόμου.
2. Η νομολογία την οποία επικαλέστηκε η πλευρά του εφεσείοντα δεν ήταν σχετική.
3. Στα γεγονότα της υπόθεσης έβρισκε άμεση εφαρμογή ο λόγος της Οdessa Hotels Ltd v. Pino κ.ά. (2007) 1 A.A.Δ. 1277, όπου κρίθηκε ότι η διευθέτηση που έγινε για την καταβολή μισθού ενός μηνός στους εφεσίβλητους από τους εφεσείοντες, έγινε με στόχο να αποφύγουν οι εφεσείοντες τις ρητές υποχρεώσεις τους που προκύπτουν από το Νόμο.
4. Τέλος, ως προς την εισήγηση που είχε ως έρεισμα την παράβαση του Άρθρου 26 του Συντάγματος δεν πρέπει να διαφεύγει ότι το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι ελευθέρως προϋποθέτει και το συμβάλλεσθαι νομίμως.
5. Ρητά ορίζει το Άρθρο 26 ότι το εν λόγω δικαίωμα υπόκειται σε όρους, περιορισμούς ή δεσμεύσεις «τιθεμένους επί τη βάσει των γενικών αρχών του δικαίου των συμβάσεων», το δε Άρθρο 23 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, προνοεί ότι συμβάσεις οι οποίες απαγορεύονται από το Νόμο είναι άκυρες.
6. Ο επίδικος όρος 3 της επίδικης σύμβασης, σαφώς παραβίαζε τον Νόμο και ενέπιπτε εντός των περιορισμών που τίθενται από το Δίκαιο των Συμβάσεων, Άρθρο 23. Ορθά το Δικαστήριο απεφάνθη ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του εφεσίβλητου ήταν παράνομος και αδικαιολόγητος.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ζαβρού v. Χαραλάμπους (1996) 1 Α.Α.Δ. 447,
Στυλιανίδης v. British American Insurance Co Ltd (1990) 1 A.A.Δ. 517,
Κanika Developments Ltd v. Λουκά (2004) 1 Α.Α.Δ. 603,
Δρουσιώτης v. Ιερωνυμίδης (1990) 1 Α.Α.Δ. 1026,
Alan v. Τουμαζίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 968,
Daddy's Dance Hall (10.2.1998) ΔΕΚ Συλλογή 1998, σ.749,
United Hotels (Lordos) Ltd v. A. Σταύρου κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 515,
ΔΕΚ 25/68 Andre Schertzer v. European Parliament,
Οdessa Hotels Ltd v. Pino κ.ά. (2007) 1 A.A.Δ. 1277.
Έφεση.
Έφεση από τους Καθ' ων η αίτηση εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Λευκωσίας (Χατζητζιοβάννης, Πρόεδρος), (Αίτηση Αρ. 434/09), ημερομηνίας 24/11/2010.
Γ. Πιττάτζης για Γ. Φ. Πιττάτζη ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.
Σ. Σάββα, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Μιχαηλίδου.
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Ο μοναδικός λόγος έφεσης που απασχολεί αφορά στην εσφαλμένη, κατά τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων, κατάληξη του Δικαστηρίου, ότι η μεταξύ των διαδίκων μερών σύμβαση ημερ. 21.8.2004 δυνάμει της οποίας προσελήφθη ο εφεσίβλητος και που όριζε ανάμεσα σε άλλα, τον τρόπο διακοπής της εργατικής σχέσης και τα αντίστοιχα δικαιώματα των μερών, ήταν αντίθετη με τον περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμο, Ν. 24/1967, όπως τροποποιήθηκε (Ν. 6/73), ο οποίος και ορίζει τα περί της αποζημίωσης για παράνομο τερματισμό της απασχόλησης και εν γένει τα δικαιώματα και υποχρεώσεις εργοδότη και εργοδοτουμένου σε περίπτωση απόλυσης ή παραίτησης (Ζαβρού v. Χαραλάμπους (1996) 1 Α.Α.Δ. 447).
Οι εφεσείοντες που ασχολούνταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, με ξενοδοχειακές επιχειρήσεις διαχειρίζονταν το ξενοδοχείο Adams Beach Hotel στην Αγία Νάπα. Ο εφεσίβλητος, όπως καταγράφει τα γεγονότα και το ίδιο το Δικαστήριο, προσελήφθη στην υπηρεσία των εφεσειόντων στις 21.8.2004 ως «sales & marketing manager», δυνάμει συμβολαίου εργοδότησης που υπεγράφη αυθημερόν. Στο συμβόλαιο προβλέπονταν, μεταξύ άλλων, και ο επίμαχος όρος 3 κατωτέρω:
«After the expiry of the probation period and subject to Clause 2 hereof, the EMPLOYEE shall continue his employment on a permanent basis for an indefinite period, determinable however on the happening of any of the following events:
(a) On the expiry of a notice to be served by either party to the other as follows:
Where the EMPLOYEE has a service with the EMPLOYER of:
(i) Up to (1) year's notice of termination, one (1) week.
(ii) Up to two (2) years: notice of termination, two (2) weeks.
(iii) Between two (2) years to four (4) years, notice of termination four (4) weeks.
(iv) More than four (4) years, notice of termination six (6) weeks.
In case of termination by the EMPLOYEE without notice, the equivalent amount of notice will be deducted from the salary by the EMPLOYER.
Ιn case of termination by the EMPLOYER without notice, the equivalent amount of notice will be paid accordingly.
The EMPLOYER will have no other financial obligation over and above to what is agreed in the contract and the EMPLOYER will have no other financial obligation towards the EMPLOYEE.
(b) In case the EMPLOYEE is guilty of misconduct, or of breach of his duties, or of the terms and conditions of his employment, or he disobeys the lawful orders of his superiors, or he is in breach of the regulations of the Hotel, the EMPLOYER is entitled to terminate the employment without notice.
(c) In case of redundancy.
(d) In case of unsatisfactory performance, despite warnings of his superiors.»
Οι εφεσείοντες, με επιστολή τους ημερ. 17.9.2009, προχώρησαν σε τερματισμό της απασχόλησης του εφεσίβλητου: οι υπηρεσίες του στο ξενοδοχείο τερματίζονταν, στη βάση της συμφωνίας εργοδότησης, όρος 3 (α)(iv) ανωτέρω, κατόπιν προειδοποίησης έξι εβδομάδων. Κατά τον χρόνο της απόλυσης οι απολαβές του εφεσίβλητου ανέρχονταν στα €874,43 εβδομαδιαίως.
Ο εφεσίβλητος καταχώρισε αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, αξιώνοντας από τους εφεσείοντες αποζημιώσεις για παράνομο και αδικαιολόγητο τερματισμό: δεν δόθηκε λόγος ή λόγοι που να αιτιολογούν την απόφαση των εφεσειόντων, κατ' αντίθεση με τις πρόνοιες του Νόμου.
Οι εφεσείοντες απορρίπτοντας τις εναντίον τους αξιώσεις πρόβαλαν το δεσμευτικό της ανωτέρω γραπτής σύμβασης και των όρων της, δυνάμει της οποίας προνοείτο ότι η σχέση μετά την εκπνοή της δοκιμαστικής περιόδου καθίστατο «απεριορίστου» ή «ακαθόριστου», όπως θέλουν να την ορίσουν οπότε δικαιωματικά προχώρησαν σε τερματισμό των υπηρεσιών του εφεσίβλητου δίνοντας την ανάλογη προειδοποίηση.
To Δικαστήριο, αναλύοντας τις σχετικές πρόνοιες του Νόμου, Άρθρα 5 και 6(1)(4) με παραπομπή σε νομολογία (Ζαβρού (ανωτέρω), Στυλιανίδης v. British American Insurance Co Ltd (1990) 1 A.A.Δ.517 και Κanika Developments Ltd v. Λουκά (2004) 1 Α.Α.Δ. 603) τόνισε ιδιαιτέρως τον πρωταρχικό σκοπό του: ως νομοθέτημα κοινωνικού περιεχομένου αποβλέπει στην προστασία του εργοδοτουμένου από το μονομερή τερματισμό της απασχόλησης, ως μέτρο κοινωνικής ασφάλειας, και εξαιρείται από το πεδίο της δικαιοπρακτικής ελευθερίας των μερών στον τομέα των συμβάσεων εργασίας, υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπεται δυσμενής για τους εργοδοτούμενους παρέκκλιση από τις προστατευτικές αναγκαστικές του διατάξεις (Δρουσιώτης v. Ιερωνυμίδης (1990) 1 Α.Α.Δ. 1026, Alan v. Τουμαζίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 968, και απόφαση του ΔΕΚ Daddy's Dance Hall (10.2.1998) Συλλογή 1998, σ.749). Συνεπώς, έκρινε το Δικαστήριο ότι είναι άκυρες οι συμφωνίες δυνάμει των οποίων οι εργαζόμενοι συναινούν σε παραίτηση ή μείωση των δικαιωμάτων τους, ειδικότερα μάλιστα όσον αφορά σε παράνομη απόλυση. Στη βάση της ανωτέρω τεκμηριωμένης θεώρησης του το Δικαστήριο κατέληξε ότι και η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία καταστρατηγεί τις πρόνοιες του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου και κατά συνέπεια την έκρινε άκυρη. Τούτων δοθέντων, με αναφορά στα Άρθρα 5 και 6(1) του Νόμου και στη βάση του κοινού τόπου ότι οι εφεσείοντες δεν έδωσαν οποιοδήποτε νόμιμο λόγο που να δικαιολογούσε τον τερματισμό της απασχόλησης του εφεσίβλητου, έκρινε παράνομο και αδικαιολόγητο τον τερματισμό και απέδωσε στον εφεσίβλητο τις αξιούμενες αποζημιώσεις.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με ένα λόγο έφεσης ως εσφαλμένη: η γραπτή συμφωνία των διαδίκων που προέβλεπε τον χρόνο και τον τρόπο διακοπής της σύμβασης των διαδίκων ήταν αντίθετη με το Νόμο περί Τερματισμού Απασχόλησης. Σε συμμόρφωση με τις πρόνοιες της σύμβασης οι εφεσείοντες ενημέρωσαν τον εφεσίβλητο για τη διακοπή της εργατικής τους σχέσης. Η θέση τους ήταν και είναι ότι η επίδικη πρόνοια δεν ήταν αντίθετη με το Άρθρο 5 του Νόμου: ουσιαστικά προσδιορίστηκε ο χρόνος ή και η διάρκεια της απασχόλησης και ο τρόπος διακοπής της συμπληρωματικά και όχι κατ' αντίθεση με τις πρόνοιες του. Αποδοχή της θέσης του εφεσίβλητου έρχεται σε αντίθεση με τη βούληση των μερών και την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, Άρθρο 26 του Συντάγματος (Στυλιανίδης (ανωτέρω)). Τέτοιες συμφωνίες, τόσο συλλογικές όσο και ατομικές που ρυθμίζουν συμπληρωματικά το θέμα του τρόπου και του χρόνου διακοπής της εργατικής σχέσης, είναι αποδεκτές από τη νομολογία.
Η απόφαση του Δικαστηρίου μας βρίσκει καθόλα σύμφωνους: Το Δικαστήριο αντίκρισε τους ισχυρισμούς και τις θέσεις των εφεσειόντων στη σωστή τους διάσταση και μέσα στο πνεύμα και το γράμμα του Νόμου. Η απόφαση United Hotels (Lordos) Ltd v. A. Σταύρου κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 515, στην οποία στήριξε την αντίθετη θεώρηση του ο συνήγορος του εφεσίβλητου, δεν έχει τη δυναμική που θέλει να της αποδώσει: ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν, όπως και στην υπό κρίση περίπτωση δικαίωμα να καθορίσουν με ιδιωτική συμφωνία το ζήτημα του τρόπου και του χρόνου διακοπής της συνεργασίας ή της συμφωνίας απασχόλησης. Στη United Hotels (Lordos) Ltd (ανωτέρω) κρίθηκε πρωτοδίκως ότι οι εφεσίβλητοι δικαιούνταν σε αυξημένη αποζημίωση σύμφωνα με όρο της συλλογικής σύμβασης πέραν της κανονικής που προνοεί ο περί Τερματισμού της Απασχολήσεως Νόμος, παρόλο που η εργοδοτική πλευρά αποχώρησε από τον ΠΑΣΥΞΕ και δεν ανανέωσε την ισχύουσα τότε συλλογική σύμβαση. Το Εφετείο επικύρωσε την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου απορρίπτοντας το σχετικό λόγο έφεσης. Η αντίκριση της ανωτέρω απόφασης από το συνήγορο των εφεσειόντων είναι λανθασμένη. Σε εκείνη την περίπτωση η συμφωνία μεταξύ εργοδότη και συντεχνιών πριν την αποχώρηση της εργοδοτικής πλευράς προέβλεπε για αυξημένη προειδοποίηση πέραν της κανονικής που προνοεί ο Νόμος. Εκείνο που κρίθηκε ήταν το έγκυρο και δεσμευτικό της συμφωνίας και όχι η μεγαλύτερη της προβλεπόμενης υπό του Νόμου προειδοποίησης. Άλλωστε, το Άρθρο 9(3) ρητά επιφυλάσσει δικαίωμα στον εργοδότη ή στον εργοδοτούμενο να καθορίσει «μακροτέραν περίοδον προειδοποιήσεως εάν ούτοι δικαιούνται εις ταύτην δυνάμει εθίμου, νόμου, συλλογικής συμφωνίας, συμβάσεως ή δι' άλλον λόγον.» Εδώ η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία προνοούσε επί το έλαττον: περιείχε όρους παραίτησης του εργοδοτουμένου εφεσίβλητου από τα δικαιώματα που του παρέχει ο περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμος, Άρθρα 5, 6 και 9(1) και ειδικότερα από άδικη και παράνομη απόλυση χωρίς αποζημίωση και χωρίς προειδοποίηση υπό των εργοδοτών-εφεσειόντων. Ως εκ τούτου η γραπτή συμφωνία εργοδότησης είναι κατά συνέπεια άκυρη.
Όμως ούτε και η υπόθεση του ΔΕΚ 25/68 Andre Schertzer v. European Parliament, την οποία επίσης επικαλέστηκε ο συνήγορος των εφεσειόντων, δίνει στήριγμα στις θέσεις τους. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι εκεί όπου η εργασιακή σχέση διέπεται από δεσμευτική σύμβαση και υπάρχει πρόνοια για διακοπή της εργατικής σχέσης κατόπιν προειδοποίησης τερματισμού, η απόλυση ή διακοπή είναι νόμιμη και δεν υπάρχει ανάγκη να δοθούν προς τούτο λόγοι (Σκέψη 1724 ως 1731 και 1743). Εκεί όμως τερματίστηκαν οι υπηρεσίας του αιτητή, πρώην μέλους προσωρινού προσωπικού, «temporary staff», του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (European Democratic Union Group), χωρίς να δοθούν λόγοι προς τούτο, υπό το φως των προνοιών ειδικού Νόμου και Κανονισμών, αλλά ιδιαιτέρως και της φύσης της θέσης που κατείχε ο αιτητής, όπως το Δικαστήριο έλαβε υπόψη, «for a particular purpose of an essentially political nature».
Θεωρούμε ότι στα γεγονότα της υπόθεσης βρίσκει άμεση εφαρμογή ο λόγος της Οdessa Hotels Ltd v. Pino κ.ά. (2007) 1 A.A.Δ. 1277, όπου κρίθηκε ότι η διευθέτηση που έγινε για την καταβολή μισθού ενός μηνός στους εφεσίβλητους από τους εφεσείοντες, έγινε με στόχο να αποφύγουν οι εφεσείοντες τις ρητές υποχρεώσεις τους που προκύπτουν από το Νόμο.
Τέλος, ως προς την εισήγηση που έχει ως έρεισμα την παράβαση του Άρθρου 26 του Συντάγματος δεν μπορεί να μας διαφεύγει ότι το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι ελευθέρως προϋποθέτει και το συμβάλλεσθαι νομίμως. Ρητά ορίζει το Άρθρο 26 ότι το εν λόγω δικαίωμα υπόκειται σε όρους, περιορισμούς ή δεσμεύσεις «τιθεμένους επί τη βάσει των γενικών αρχών του δικαίου των συμβάσεων», το δε Άρθρο 23 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, προνοεί ότι συμβάσεις οι οποίες απαγορεύονται από το Νόμο είναι άκυρες.* Ο επίδικος όρος 3, σαφώς παραβιάζει τον Νόμο και εμπίπτει εντός των περιορισμών που τίθενται από το Δίκαιο των Συμβάσεων, Άρθρο 23. Ορθά το Δικαστήριο απεφάνθη ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του εφεσίβλητου ήταν παράνομος και αδικαιολόγητος.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.