ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D111
(2016) 1 ΑΑΔ 556
23 Φεβρουαρίου, 2016
[ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155(4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 4 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΜΠΟΥΛΟΥΤΑ ΚΑΙ ΜΑΡΚΟΥ ΦΟΡΟΥ, ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΩΝ 1 ΚΑΙ 4 ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΑ, ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 23648/15 ΕΔ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, Η ΟΠΟΙΑ ΕΚΚΡΕΜΕΙ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΤΗΣ ΣΤΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΩΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ ΤΥΠΟΥ CERTIORARI
ΚΑΙ/Η PROHIBITION,
KAI
ANAΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΙΣ 15/2/2016 ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 23648/15 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ.
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 30/2016)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari και Prohibition ― Αίτηση παραχώρησης άδειας καταχώρησης αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari για ακύρωση απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου σε ποινική υπόθεση με την οποία αποφασίστηκε ότι έγινε καλή επίδοση προς τους κατηγορούμενους και διατάχθηκε η σύλληψη τους ― Απορριπτική κατάληξη επί τω ότι, η αίτηση επιδίωκε τον έλεγχο της ορθότητας της απόφασης και της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari και Prohibition ― Παραχωρούνται κατ' εξαίρεση όταν από το ίδιο το πρακτικό της απόφασης και/ή διαδικασίας διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας ή έκδηλη πλάνη περί το Νόμο, προκατάληψη ή παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης ― Άδεια για καταχώριση αίτησης, παρέχεται μόνο στις περιπτώσεις όπου ο αιτητής ικανοποιεί το Δικαστήριο για την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης ή την ύπαρξη συζητήσιμου ζητήματος.
Οι αιτητές, Έλληνες υπήκοοι οι οποίοι βρίσκονταν στην Ελλάδα, επιδίωξαν την παραχώρηση άδειας για την καταχώριση αίτησης, προς έκδοση εντάλματος Certiorari και/ή Prohibition που θα στόχευε στην ακύρωση απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου σε ποινική υπόθεση με κατηγορούμενους τους αιτητές και με την οποία αποφασίστηκε ότι έγινε καλή προς αυτούς επίδοση και διατάχθηκε η σύλληψη τους. Παράλληλα ζητήθηκε η αναστολή της εν λόγω απόφασης και της διαδικασίας ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου μέχρι την εκδίκαση της αίτησης που θα καταχωρείτο.
Σύμφωνα με την έκθεση που συνόδευε την αίτηση, στις 15.2.2016 που η ως άνω ποινική υπόθεση ήταν ορισμένη για σκοπούς παραπομπής των κατηγορουμένων στο Κακουργιοδικείο, εμφανίστηκαν ενώπιον του δικαστηρίου οι συνήγοροι των κατηγορούμενων 1 και 4 δηλώνοντας ότι σκοπός της εμφάνισης τους ήταν να αμφισβητήσουν την επίδοση του κατηγορητηρίου και σε περίπτωση που το δικαστήριο αποφάσιζε ότι η επίδοση ήταν καλή, να εμφανίζονταν εκ μέρους των αιτητών για σκοπούς παραπομπής τους στο Κακουργιοδικείο. Το Επαρχιακό Δικαστήριο αποφάσισε ότι η επίδοση ήταν καλή και εξέδωσε ένταλμα σύλληψης των αιτητών, όρισε δε την υπόθεση στις 18.3.2016 για έλεγχο του εντάλματος.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ετίθετο θέμα ή αναγκαιότητα προσκόμισης μαρτυρίας προς αντίκρουση των όσων βεβαίωνε η αρμοδία αρχή της Ελληνικής Δημοκρατίας για την επίδοση. Έκρινε δε ότι (α) έγινε καλή επίδοση του κατηγορητηρίου στους αιτητές, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για Αμοιβαία Αρωγή σε Ποινικά Θέματα και του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής (Κυρωτικού) Νόμου, Ν.2(ΙΙΙ)/2000 και (β) ότι η παρουσία των αιτητών είναι απαραίτητη στο Επαρχιακό Δικαστήριο για σκοπούς παραπομπής στο Κακουργιοδικείο, εκδίδοντας προς τούτο ένταλμα σύλληψης τους.
Η αίτηση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου εκδόθηκε καθ' υπέρβαση εξουσίας και/ή προφανούς λάθους και/ή υπό συνθήκες καταστρατήγησης της φυσικής δικαιοσύνης και υπήρχε πλάνη περί του νόμου πρόδηλη στο πρακτικό του δικαστηρίου.
β) Από έγγραφα που περιλαμβάνονταν στη δέσμη εγγράφων που παρουσιάστηκε από την κατηγορούσα αρχή για να αποδείξει την επίδοση και που το Δικαστήριο έκρινε ότι αποδείκνυε καλή επίδοση, απουσίαζε ο αριθμός της υπόθεσης καθώς και το κατηγορητήριο τύπου 9, ενώ αυθαίρετα συμπέραινε ότι το κατηγορητήριο που επιδόθηκε ήταν τύπος 9.
γ) Η επίδοση του κατηγορητηρίου στον αιτητή Μ. Φόρο έγινε διά θυροκολλήσεως σε διεύθυνση που δεν είναι δική του.
δ) Λανθασμένα το Επαρχιακό Δικαστήριο εξομοίωσε τη λέξη που χρησιμοποιήθηκε από την Εισαγγελία Εφετών Αθηνών περί ικανοποίησης «προσηκόντως» του αιτήματος των Κυπριακών Αρχών με την υποχρέωση του Άρθρου 7 του Νόμου για σύννομη επίδοση.
ε) Λανθασμένα αποφάσισε να μην επιτρέψει την προσκόμιση μαρτυρίας με σκοπό να καταδειχθεί αφενός πως τα προσκομισθέντα στο δικαστήριο έγγραφα δεν αποδείκνυαν ότι η επίδοση είχε γίνει σύμφωνα με τον Ελληνικό Νόμο και αφετέρου πως η επίδοση στον αιτητή Μ. Φόρο έγινε σε διεύθυνση με την οποία δεν έχει οποιαδήποτε σχέση.
στ) Σύμφωνα με το Άρθρο 4 του Ν.23(Ι)/2001, το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να εκδώσει ένταλμα σύλληψης αφού οι αιτητές είναι Έλληνες υπήκοοι οι οποίοι βρίσκονται στην Ελλάδα.
ζ) Υπήρχε καταφανής παραβίαση του Άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΣΔΑ) και της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) καθότι το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε ένταλμα σύλληψης εναντίον των αιτητών παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι παρίσταντο διά δικηγόρου.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Προέκυπτε από τα όσα τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου ότι ο σκελετός αγόρευσης επεκτεινόταν σε θέματα που δεν καλύπτονταν από την έκθεση που συνόδευε την υπό εξέταση αίτηση. Τα θέματα αυτά, εφόσον δεν εγείρονταν στην έκθεση, δεν μπορούσαν να εξεταστούν από το δικαστήριο.
2. Tο Επαρχιακό Δικαστήριο είχε καθήκον να εξετάσει το θέμα της επίδοσης, έχοντας υπόψη του τις πρόνοιες του Νόμου δυνάμει του οποίο προωθήθηκε το αίτημα της Κυπριακής Δημοκρατίας για αρωγή από την Ελληνική Δημοκρατία σε σχέση με την επίδοση του κατηγορητηρίου στους αιτητές, και ειδικότερα τις πρόνοιες του Άρθρου 7 που προβλέπει, μεταξύ άλλων, για τον τρόπο απόδειξης της επίδοσης.
3. Όπως και έκανε το Επαρχιακό Δικαστήριο, δηλώνοντας ικανοποιημένο στη βάση της βεβαίωσης της αρμοδίας αρχής της Ελληνικής Δημοκρατίας, ημερομηνίας 29.1.2016, στην οποία επισυνάπτονταν αποδεικτικά επίδοσης, ότι η επίδοση έγινε ορθά και νομότυπα.
4. Το γεγονός ότι η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας για την υποβολή του αιτήματος για αρωγή δεν ζήτησε όπως η επίδοση γίνει με συγκεκριμένο τρόπο δεν είναι ζήτημα που μπορούσε να απασχολήσει στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και εν πάση περιπτώσει ουδόλως αντανακλούσε στη νομιμότητα της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου.
5. Δεν διαπιστωνόταν, υπό τις περιστάσεις, οποιοδήποτε προφανές σφάλμα και/ή ελάττωμα στο φάκελο της διαδικασίας ούτε παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης.
6. Το ίδιο ίσχυε και σε σχέση με την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου να μην επιτρέψει την προσκόμιση μαρτυρίας προς αντίκρουση των όσων βεβαίωνε η αρμόδια αρχή της Ελληνικής Δημοκρατίας με την επιστολή της ημερομηνίας 29.1.2016.
7. Όπως προέκυπτε από το προοίμιο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για Αμοιβαία Αρωγή σε Ποινικά Θέματα, η απόκτηση μεγαλύτερης ενότητας μεταξύ των μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης αποτελεί το rationale της.
8. Το δε Άρθρο 7(2) του κυρωτικού Νόμου αποσκοπεί στη διευκόλυνση της απόδειξης της επίδοσης, στις δικαιοδοσίες αυτές στις οποίες απαιτείται να καταδειχθεί ότι δόθηκε η δέουσα ειδοποίηση για την ποινική διαδικασία.
9. Προς τούτο προνοεί ότι απόδειξη παραλαβής χρονολογημένη και υπογραμμένη από το πρόσωπο στο οποίο έγινε η επίδοση ή δήλωση από το Μέρος προς το οποίο υποβάλλεται η αίτηση για αρωγή, ότι έγινε η επίδοση και αναφορά στον τόπο και ημερομηνία της επίδοσης αυτής, συνιστούν απόδειξη της επίδοσης.
10. Η προσκόμιση μαρτυρίας με σκοπό την κατάρριψη του νομότυπου επίδοσης που επιμαρτυρείται με σχετική δήλωση του Μέρους στο οποίο υποβάλλεται το αίτημα για επίδοση, θα συνιστούσε ενέργεια κατά παράβαση του γράμματος, του πνεύματος αλλά και του σκοπού της Σύμβασης.
11. Ο Νόμος στη βάση του οποίου ειδικά προωθήθηκε το αίτημα για επίδοση του κατηγορητηρίου προς την αρμόδια αρχή της Ελληνικής Δημοκρατίας, καλύπτει διεξοδικά το θέμα της επίδοσης ώστε να μην τίθεται θέμα συζήτησης των προνοιών του Ν.23(Ι)/2001 και της δυνατότητας ή μη έκδοσης των ενταλμάτων σύλληψης, των οποίων, εν πάση περιπτώσει, δεν επιδιώκεται ευθέως η ακύρωση με ένταλμα certiorari.
12. Εξάλλου, είναι φανερό από τις πρόνοιες του εδαφίου 2 του Άρθρου 4 του Ν.23(Ι)/2001, στο οποίο οι αιτητές στηρίζονται ιδιαίτερα, για την προώθηση της εισήγησης τους, ότι εκδίδοντας τα εντάλματα, το Επαρχιακό Δικαστήριο υπερέβη τις εξουσίες του, πως οι πρόνοιες του εδαφίου 2 εφαρμόζονται μόνο στις περιπτώσεις που η επίδοση γίνεται με βάση το άρθρο αυτό, που δεν είναι η περίπτωση μας.
13. Δεν διαπιστωνόταν ούτε σε σχέση με αυτό το παράπονο των αιτητών προφανές νομικό σφάλμα και/ή ελάττωμα στο φάκελο της διαδικασίας ή υπέρβαση εξουσίας.
14. Αναφορικά με τη θέση των αιτητών ότι υπήρχε προφανές νομικό σφάλμα στο φάκελο της διαδικασίας και υπέρβαση εξουσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου με την έκδοση εντάλματος σύλληψης των αιτητών, καθότι παρίσταντο στη διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου δια δικηγόρου, η νομολογία στην οποία παρέπεμψε ο συνήγορος των αιτητών, δεν ήταν σχετική.
15. Επρόκειτο για περιπτώσεις που ο κατηγορούμενος στερήθηκε, λόγω της απουσίας του ή της παράλειψης του να εμφανιστεί ενώπιον του δικαστηρίου, του δικαιώματος του να προβάλει την υπεράσπιση του μέσω του δικηγόρου του, που δεν είναι η περίπτωση εδώ.
16. Η διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου δεν αποτελεί τη δίκη των αιτητών, ούτε στερήθηκαν οι αιτητές, εκ της απουσίας τους, του δικαιώματος να προβάλουν τις όποιες θέσεις και αιτήματα τους, τα οποία υποβλήθηκαν και αναπτύχθηκαν από το δικηγόρο τους και εξετάστηκαν από το δικαστήριο.
17. Εν προκειμένω, η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Επαρχιακού Δικαστηρίου να εκδώσει εντάλματα σύλληψης των αιτητών, δεν ελέγχεται μέσω των προνομιακών ενταλμάτων. Επομένως δεν εξετάζεται κατά πόσο ήταν εύλογη η έκδοση τους.
18. Τα παράπονα των αιτητών εντάσσονταν, κατά κύριο λόγο, στα πλαίσια της ορθότητας της απόφασης και της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Η αίτηση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Easygroup Holdings Ltd (2015) 1 Α.Α.Δ. 1324, ECLI:CY:AD:2015:D426,
Στυλιανού (1999) 1 Α.Α.Δ. 1899,
Αναφορικά με την Αίτηση της Ε.Χ. για Certiorari (2011) 1 A.A.Δ. 1554,
Poitrimol v. France (14032/88) ημερ. 23/11/1993,
Omar v. France (43/1997/827/1033), Rep. 1998 -V,fasc.82 p.1829 ημερ.29/07/1998,
Van Geyseghem v. Belgium (26103/95) ημερ.21/01/1999,
Krombach v. France (29731/96) ημερ.13/2/2001,
Neziraj v. Germany (30804/07) ημερ. 8/11/2012.
Αίτηση.
Α. Χαβιαράς, με Μ. Παναγίδη, Χρ. Παπουή (κα) και Ν. Θρασυβούλου, για τους Αιτητές.
Cur. adv. vult.
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Στόχος της αίτησης, αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας, είναι η εξασφάλιση άδειας για την καταχώριση αίτησης από κάθε ένα από τους αιτητές, οι οποίοι είναι Έλληνες υπήκοοι και βρίσκονται στην Ελλάδα, για έκδοση εντάλματος certiorari και/ή prohibition. Σκοπός του εντάλματος certiorari θα είναι η ακύρωση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που εκδόθηκε στις 15.2.2016 στην ποινική υπόθεση αρ.23648/15 στην οποία οι αιτητές είναι οι κατηγορούμενοι 1 και 4 αντίστοιχα. Παράλληλα ζητείται η αναστολή της εν λόγω απόφασης και της διαδικασίας ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου μέχρι την εκδίκαση της αίτησης για certiorari ή/και prohibition, που θα καταχωρηθεί.
Σύμφωνα με την έκθεση που συνοδεύει την αίτηση, στις 15.2.2016 που η ως άνω ποινική υπόθεση ήταν ορισμένη για σκοπούς παραπομπής των κατηγορουμένων στο Κακουργιοδικείο, εμφανίστηκαν ενώπιον του δικαστηρίου οι συνήγοροι των κατηγορούμενων 1 και 4 δηλώνοντας ότι σκοπός της εμφάνισης τους ήταν να αμφισβητήσουν την επίδοση του κατηγορητηρίου και σε περίπτωση που το δικαστήριο αποφάσιζε ότι η επίδοση ήταν καλή, να εμφανίζονταν εκ μέρους των αιτητών για σκοπούς παραπομπής τους στο Κακουργιοδικείο. Το Επαρχιακό Δικαστήριο αποφάσισε ότι η επίδοση ήταν καλή και εξέδωσε ένταλμα σύλληψης των αιτητών, όρισε δε την υπόθεση στις 18.3.2016 για έλεγχο του εντάλματος.
Από την απόφαση του δικαστηρίου, η οποία επισυνάπτεται στη αίτηση ως παράρτημα, προκύπτει επίσης ότι ο συνήγορος των αιτητών, κ. Χαβιαράς, επιχειρηματολόγησε προς υποστήριξη των πιο πάνω αιτημάτων. Ωστόσο, το δικαστήριο έκρινε ότι δεν ετίθετο θέμα ή αναγκαιότητα προσκόμισης μαρτυρίας προς αντίκρουση των όσων βεβαίωνε η αρμοδία αρχή της Ελληνικής Δημοκρατίας για την επίδοση. Έκρινε δε το Επαρχιακό Δικαστήριο ότι (α) έγινε καλή επίδοση του παραπάνω κατηγορητηρίου στους αιτητές, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για Αμοιβαία Αρωγή σε Ποινικά Θέματα και του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής (Κυρωτικού) Νόμου, Ν.2(ΙΙΙ)/2000 (στο εξής «ο Νόμος») και (β) η παρουσία των αιτητών είναι απαραίτητη στο Επαρχιακό Δικαστήριο για σκοπούς παραπομπής στο Κακουργιοδικείο, εκδίδοντας προς τούτο ένταλμα σύλληψης τους.
Είναι η θέση των αιτητών ότι η επίδικη απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου πάσχει καθότι εκδόθηκε καθ' υπέρβαση εξουσίας και/ή προφανούς λάθους και/ή υπό συνθήκες καταστρατήγησης της φυσικής δικαιοσύνης και πως υπάρχει πλάνη περί του νόμου πρόδηλη στο πρακτικό του δικαστηρίου. Όπως αναφέρεται στη έκθεση, από έγγραφα που περιλαμβάνονταν στη δέσμη εγγράφων που παρουσιάστηκε από την κατηγορούσα αρχή για να αποδείξει την επίδοση και που το δικαστήριο έκρινε ότι αποδείκνυε καλή επίδοση, απουσίαζε ο αριθμός της υπόθεσης καθώς και το κατηγορητήριο τύπου 9, ενώ το δικαστήριο αυθαίρετα συμπέραινε ότι το κατηγορητήριο που επιδόθηκε ήταν τύπος 9. Περαιτέρω, η επίδοση του κατηγορητηρίου στον αιτητή Μάρκο Φόρο έγινε δια θυροκολλήσεως σε διεύθυνση που δεν είναι δική του. Προβάλλουν οι αιτητές επίσης ότι λανθασμένα το Επαρχιακό Δικαστήριο εξομοίωσε τη λέξη που χρησιμοποιήθηκε από την Εισαγγελία Εφετών Αθηνών περί ικανοποίησης «προσηκόντως» του αιτήματος των Κυπριακών Αρχών με την υποχρέωση του Άρθρου 7 του Νόμου για σύννομη επίδοση. Παραπονούνται και για την απόφαση του δικαστηρίου να μην επιτρέψει την προσκόμιση μαρτυρίας με σκοπό να καταδειχθεί αφενός πως τα προσκομισθέντα στο δικαστήριο έγγραφα δεν αποδείκνυαν ότι η επίδοση είχε γίνει σύμφωνα με τον Ελληνικό Νόμο και αφετέρου πως η επίδοση σε ένα από τους αιτητές, το Μάρκο Φόρο, έγινε σε διεύθυνση με την οποία δεν έχει οποιαδήποτε σχέση, κατά παράβαση του Άρθρου 46(2) του Κεφ.155 και της νομολογίας*, στερώντας έτσι από τους αιτητές το θεμελιώδες δικαίωμα να ακουστούν. Περαιτέρω, παραπονούνται ότι το δικαστήριο αγνόησε τις πρόνοιες του Άρθρου 7 του Νόμου και του Άρθρου 46(Ι) του Κεφ. 155, αποδεχόμενο ότι επίδοση δια θυροκόλλησης συνιστά καλή επίδοση. Κατά τους αιτητές, εσφαλμένα θεώρησε το Δικαστήριο ότι μπορούσε να δεχτεί σαν καλή επίδοση τη θυροκόλληση, μέθοδος που δεν είναι αποδεκτή στην Κύπρο εκτός αν εξασφαλιστεί διάταγμα για υποκατάστατη επίδοση, έστω και αν αυτή η μέθοδος είναι αποδεκτή στην Ελλάδα. Προβάλλουν επίσης ότι Σύμφωνα με το Άρθρο 4 του Ν.23(Ι)/2001, το δικαστήριο δεν έχει εξουσία να εκδώσει ένταλμα σύλληψης αφού οι αιτητές είναι Έλληνες υπήκοοι οι οποίοι βρίσκονται στην Ελλάδα. Καταλήγοντας, οι αιτητές θεωρούν ότι υπάρχει καταφανής παραβίαση του Άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΣΔΑ) και της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) καθότι το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε ένταλμα σύλληψης εναντίον των αιτητών παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι παρίσταντο δια δικηγόρου ο οποίους τους εκπροσωπούσε για τους σκοπούς της ποινικής διαδικασίας.
Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι στην έκθεση που συνοδεύει την αίτηση, αναφέρεται ότι στους αιτητές έχει επιδοθεί «κλήση κατηγορουμένου» κατ' επίκληση του Νόμου 2(ΙΙΙ)/2000.
Το Άρθρο 7 του Νόμου, στο βαθμό που ενδιαφέρει για την παρούσα υπόθεση, προνοεί:
«1. Το Μέρος στο οποίο υποβάλλεται αίτηση επιδίδει εντάλματα και έγγραφα δικαστικών αποφάσεων τα οποία διαβιβάζονται σε αυτό για το σκοπό αυτό από το αιτούν Μέρος.
Επίδοση δύναται να γίνει με απλή μεταβίβαση του εντάλματος ή εγγράφου στο πρόσωπο στο οποίο θα γίνε επίδοση. Αν το αιτούν Μέρος απαιτεί ρητά με τον τρόπο αυτό, γίνεται επίδοση από το Μέρος στο οποίο υποβάλλεται αίτηση με τον τρόπο που προνοείται για την επίδοση παρόμοιων εγγράφων, με βάση τη δική του νομοθεσία ή με ειδικό τρόπο σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτή.
2. Απόδειξη της επίδοσης δίνεται με απόδειξη παραλαβής χρονολογημένη και υπογραμμένη από το πρόσωπο στο οποίο γίνεται η επίδοση ή με δήλωση που γίνεται από το Μέρος στο οποίο υποβάλλεται αίτηση ότι έγινε επίδοση και αναφέρει τον τόπο και την ημερομηνία της επίδοσης αυτής. Ένα ή άλλο από αυτά τα έγγραφα στέλλονται αμέσως στο αιτούν Μέρος. Το Μέρος στο οποίο υποβάλλεται αίτηση, αν το αιτούν Μέρος το ζητήσει με τον τρόπο αυτό, δηλώνει κατά πόσο έγινε επίδοση σύμφωνα με τη νομοθεσία του Μέρους στο οποίο υποβάλλεται αίτηση. Αν δε δύναται να γίνει επίδοση, οι λόγοι ανακοινώνονται αμέσως από το Μέρος στο οποίο υποβάλλεται αίτηση στο αιτούν Μέρος.
[..]»
Το Επαρχιακό Δικαστήριο εξετάζοντας το θέμα της επίδοσης, θεώρησε σημαντικό το γεγονός ότι η αρμοδία αρχή της Ελληνικής Δημοκρατίας, ήτοι η Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, με επιστολή της ημερομηνίας 29.1.2016, η οποία προσκομίστηκε από την κατηγορούσα αρχή, θεώρησε ότι το αίτημα σε σχέση με την επίδοση δικογράφων στους αιτητές ικανοποιήθηκε προσηκόντως. Σημείωσε παράλληλα ότι στην επιστολή αυτή επισυνάπτονταν επιστολές της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών προς τον προϊστάμενο του Τμήματος Επιμελητών με τις οποίες, όπως καταγράφεται στις εν λόγω επιστολές, διαβιβάστηκαν τα ποινικά έντυπα αρ.9 κατηγορητήριο που αφορά στην ποινική υπόθεση 23648/15 προκειμένου να επιδοθεί «άμεσα» στους αιτητές για να εμφανιστούν στις 15.2.2016 και ώρα 8.30 πμ ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Ως εκ τούτου, το Επαρχιακό Δικαστήριο θεώρησε ότι από τα εν λόγω έγγραφα προέκυπτε ξεκάθαρα πως η επίδοση είχε επιτευχθεί δεόντως. Απορρίπτοντας το αίτημα για προσκόμιση μαρτυρίας εκ μέρους των αιτητών, προς αντίκρουση της βεβαίωσης επίδοσης, το δικαστήριο επισήμανε ότι κάτι τέτοιο θα βρισκόταν εκτός του πνεύματος της Σύμβασης και θα καταστρατηγούσε τον σκοπό για τον οποίο αυτή συνομολογήθηκε και κυρώθηκε, ο οποίος δεν είναι άλλος από τη διευκόλυνση των διαδικασιών σε ποινικά θέματα με την καθιέρωση κοινών κανόνων όσον αφορά την αμοιβαία αρωγή σε ποινικά θέματα μεταξύ των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Για το ζήτημα της παρουσίας των αιτητών στο δικαστήριο έκρινε με βάση τη σοβαρότητα της υπόθεσης όπως προκύπτει μέσα από το κατηγορητήριο, τη φύση των αδικημάτων που αντιμετωπίζουν οι αιτητές, τις πρόνοιες των Άρθρων 44 και 92 του Κεφ. 155 και ότι πρόκειται για διαδικασία παραπομπής, πως η παρουσία τους στο δικαστήριο ήταν απαραίτητη για σκοπούς παραπομπής, ανεξαρτήτως από τις πρόνοιες του Ν.23(Ι)/2001 στις οποίες παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών.
Οι αρχές που διέπουν τη χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης certiorari, έχουν αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης σε σωρεία υποθέσεων, τις οποίες θεωρώ περιττό να επαναλάβω. Υπενθυμίζω απλά τη βασική αρχή ότι άδεια για καταχώριση certiorari παρέχεται μόνο στις περιπτώσεις όπου ο αιτητής ικανοποιεί το Δικαστήριο για την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης ή την ύπαρξη συζητήσιμου ζητήματος. Τα προνομιακά εντάλματα παραχωρούνται κατ' εξαίρεση όταν από το ίδιο το πρακτικό της απόφασης και/ή διαδικασίας διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας ή έκδηλη πλάνη περί το Νόμο, προκατάληψη ή παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.
Εξέτασα με προσοχή τους λόγους για τους οποίους οι αιτητές ζητούν την αιτούμενη με την αίτηση θεραπεία και όσα ο ευπαίδευτος συνήγορος τους ανέπτυξε κατά την προφορική συζήτηση της αίτησης ενώπιον μου και σε σκελετό αγόρευσης του (έγγραφο «Α»). Παρατηρώ, κατ' αρχάς, ότι ο σκελετός αγόρευσης επεκτείνεται σε θέματα που δεν καλύπτονται από την έκθεση που συνοδεύει την υπό εξέταση αίτηση. Εισάγονται νομικά σημεία, όπως, για παράδειγμα, παραβίαση του δικαιώματος των αιτητών για δίκαιη δίκη, για το λόγο ότι δεν τους επετράπη από το Επαρχιακό Δικαστήριο να προσκομίσουν μαρτυρία σε σχέση με την επίδοση (όπως αναλυτικότερα αναφέρεται ανωτέρω), ενώ στην έκθεση το ζήτημα αυτό κατατάσσεται ως «νομικό σφάλμα και/ή ελάττωμα στον φάκελο της διαδικασίας (on the face of the proceedings) κατά τη διαδικασία έκδοσης της απόφασης.». Τα θέματα αυτά, εφόσον δεν εγείρονται στην έκθεση, δεν μπορούν να εξεταστούν από το δικαστήριο.
Σε ό,τι αφορά το θέμα του νομότυπου της επίδοσης του κατηγορητηρίου, δεδομένου ότι η επίδοση στην προκειμένη περίπτωση δεν έγινε στη Δημοκρατία, ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών αποδέχεται με τη γραπτή αγόρευση του ότι οι πρόνοιες του Άρθρου 46 του Κεφ.155 δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση. Ωστόσο, θεωρεί ότι το Άρθρο 46(2) του Κεφ. 155 καθιερώνει την αρχή ότι «η επίδοση αποδεικνύεται στο δικαστήριο και δεν θεωρείται δεδομένη», ενώ με παραπομπή στην υπόθεση Easygroup (ανωτέρω), εισηγείται ότι απαιτείτο η προσαγωγή μαρτυρίας. Στην υπόθεση εκείνη, η οποία δεν είναι δεσμευτική για το παρόν δικαστήριο, υποδείχθηκε, με αναφορά στην πρόνοια του Άρθρου 46(2), ότι η επίδοση κάθε κλήσης αποδεικνύεται είτε προφορικά από το πρόσωπο που επέδωσε αυτήν, είτε με ένορκη δήλωση αυτού, πως «.δεν αφήνει αμφιβολία ότι χρειάζεται μαρτυρία που να πείθει το Δικαστήριο για την επίδοση». Η επίδοση, στην υπόθεση εκείνη, δεν έγινε με βάση τις πρόνοιες του Νόμου που εδώ απασχολεί και, ως εκ τούτου, δεν βοηθά την υπόθεση των αιτητών. Βέβαια, στην προκειμένη περίπτωση, το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε καθήκον να εξετάσει το θέμα της επίδοσης, έχοντας υπόψη του τις πρόνοιες του Νόμου δυνάμει του οποίο προωθήθηκε το αίτημα της Κυπριακής Δημοκρατίας για αρωγή από την Ελληνική Δημοκρατία σε σχέση με την επίδοση του κατηγορητηρίου στους αιτητές, και ειδικότερα τις πρόνοιες του Άρθρου 7 που προβλέπει, μεταξύ άλλων, για τον τρόπο απόδειξης της επίδοσης. Όπως και έκανε το Επαρχιακό Δικαστήριο, δηλώνοντας ικανοποιημένο στη βάση της βεβαίωσης της αρμοδίας αρχής της Ελληνικής Δημοκρατίας, ημερομηνίας 29.1.2016, στην οποία επισυνάπτονταν αποδεικτικά επίδοσης, ότι η επίδοση έγινε ορθά και νομότυπα. Το γεγονός ότι η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας για την υποβολή του αιτήματος για αρωγή δεν ζήτησε όπως η επίδοση γίνει με συγκεκριμένο τρόπο δεν είναι ζήτημα που μπορεί να απασχολήσει στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και εν πάση περιπτώσει ουδόλως αντανακλά στη νομιμότητα της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου.*
Δεν διαπιστώνεται, υπό τις περιστάσεις, οποιοδήποτε προφανές σφάλμα και/ή ελάττωμα στο φάκελο της διαδικασίας ούτε παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης. Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου να μην επιτρέψει την προσκόμιση μαρτυρίας προς αντίκρουση των όσων βεβαίωνε η αρμόδια αρχή της Ελληνικής Δημοκρατίας με την επιστολή της ημερομηνίας 29.1.2016. Όπως προκύπτει από το προοίμιο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για Αμοιβαία Αρωγή σε Ποινικά Θέματα, η απόκτηση μεγαλύτερης ενότητας μεταξύ των μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης αποτελεί το rationale της. Το δε Άρθρο 7(2) του κυρωτικού Νόμου αποσκοπεί στη διευκόλυνση της απόδειξης της επίδοσης, στις δικαιοδοσίες αυτές στις οποίες απαιτείται να καταδειχθεί ότι δόθηκε η δέουσα ειδοποίηση για την ποινική διαδικασία. Προς τούτο προνοεί ότι απόδειξη παραλαβής χρονολογημένη και υπογραμμένη από το πρόσωπο στο οποίο έγινε η επίδοση ή δήλωση από το Μέρος προς το οποίο υποβάλλεται η αίτηση για αρωγή, ότι έγινε η επίδοση και αναφορά στον τόπο και ημερομηνία της επίδοσης αυτής, συνιστούν απόδειξη της επίδοσης. Η προσκόμιση μαρτυρίας με σκοπό την κατάρριψη του νομότυπου επίδοσης που επιμαρτυρείται με σχετική δήλωση του Μέρους στο οποίο υποβάλλεται το αίτημα για επίδοση, θα συνιστούσε ενέργεια κατά παράβαση του γράμματος, του πνεύματος αλλά και του σκοπού της Σύμβασης.
Ο Νόμος στη βάση του οποίου ειδικά προωθήθηκε το αίτημα για επίδοση του κατηγορητηρίου προς την αρμόδια αρχή της Ελληνικής Δημοκρατίας, καλύπτει διεξοδικά το θέμα της επίδοσης ώστε να μην τίθεται θέμα συζήτησης των προνοιών του Ν.23(Ι)/2001 και της δυνατότητας ή μη έκδοσης των ενταλμάτων σύλληψης, των οποίων, εν πάση περιπτώσει, δεν επιδιώκεται ευθέως η ακύρωση με ένταλμα certiorari. Εξάλλου, είναι φανερό από τις πρόνοιες του εδαφίου 2 του Άρθρου 4 του Ν.23(Ι)/2001*, το οποίο οι αιτητές στηρίζονται ιδιαίτερα, για την προώθηση της εισήγησης τους, ότι εκδίδοντας τα εντάλματα, το Επαρχιακό Δικαστήριο υπερέβη τις εξουσίες του, πως οι πρόνοιες του εδαφίου 2 εφαρμόζονται μόνο στις περιπτώσεις που η επίδοση γίνεται με βάση το άρθρο αυτό, που δεν είναι η περίπτωση μας. Η αναφορά στο Άρθρο 15 του εν λόγω Νόμου ότι οι διατάξεις του εφαρμόζονται σε ότι αφορά αιτήματα από ή προς, τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις χώρες της Κοινοπολιτείας και συγκεκριμένες άλλες χώρες, δεν καθιστά τις πρόνοιες του καθολικά εφαρμοστέες, ανεξαρτήτως δηλαδή αιτήματος στη βάση του συγκεκριμένου, αυτού, Νόμου, όπως είναι η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου των αιτητών, αλλά καθορίζει τις χώρες από ή προς τις οποίες δύναται να υπάρξει αίτημα για συνεργασία.
Δεν διαπιστώνεται, λοιπόν ούτε σε σχέση με αυτό το παράπονο των αιτητών προφανές νομικό σφάλμα και/ή ελάττωμα στο φάκελο της διαδικασίας ή υπέρβαση εξουσίας.
Η θέση των αιτητών ότι υπάρχει προφανές νομικό σφάλμα στο φάκελο της διαδικασίας και υπέρβαση εξουσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου αναφορικά με την έκδοση εντάλματος σύλληψης των αιτητών, καθότι παρίσταντο στη διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου δια δικηγόρου, αναπτύχθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο των αιτητών με αναφορά σε νομολογία, κυρίως, του ΕΔΑΔ*. Οι αιτητές, εξισώνουν το δικαίωμα ενός κατηγορουμένου, δυνάμει του Άρθρου 6(1)(3)(γ) της ΕΣΔΑ, να εκπροσωπείται από δικηγόρο ενώπιον του δικαστηρίου με δικαίωμα, αν ο κατηγορούμενος δεν το επιθυμεί, να μην εμφανιστεί ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου αυτοπροσώπως.
Η νομολογία στην οποία παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών, δεν βοηθά την υπόθεση τους. Πρόκειται για περιπτώσεις που ο κατηγορούμενος στερήθηκε, λόγω της απουσίας του ή της παράλειψης του να εμφανιστεί ενώπιον του δικαστηρίου, του δικαιώματος του να προβάλει την υπεράσπιση του μέσω του δικηγόρου του, που δεν είναι η περίπτωση εδώ. Η διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου δεν αποτελεί τη δίκη των αιτητών, ούτε στερήθηκαν οι αιτητές, εκ της απουσίας τους, του δικαιώματος να προβάλουν τις όποιες θέσεις και αιτήματα τους, τα οποία υποβλήθηκαν και αναπτύχθηκαν από το δικηγόρο τους και εξετάστηκαν από το δικαστήριο.
Εφόσον η επίδοση συντελεσθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου, αυτή είναι έγκυρη για όλους τους σκοπούς του Κεφ. 155 και είναι ικανή να επιφέρει όλα τα έννομα αποτελέσματα που προβλέπονται από την απουσία του κατηγορούμενου περιλαμβανομένης και της έκδοσης εντάλματος σύλληψης (βλ. Αίτηση του Κυριάκου Στυλιανού (1999) 1 Α.Α.Δ. 1899] Εξετάζοντας δε το θέμα της έκδοσης ή μη εντάλματος σύλληψης, το Επαρχιακό Δικαστήριο σημείωσε ότι στους αιτητές είχε επιδοθεί κατηγορητήριο στο Ποινικό Έντυπο 9, το οποίο απαιτεί την παρουσία του κατηγορούμενου, εκτός εάν αποφασίσει διαφορετικά το δικαστήριο, καθώς και τις πρόνοιες του Άρθρου 44(1) του Κεφ.155 σύμφωνα με τις οποίες παρέχεται η δυνατότητα στο δικαστήριο να εκδώσει κλήση ή ένταλμα που να εξαναγκάζει την παρουσία κατηγορουμένου, μεταξύ άλλων, για παραπομπή του στο Κακουργιοδικείο. Ως θέμα διακριτικής ευχέρειας, έκρινε το Επαρχιακό Δικαστήριο ότι η παρουσία των αιτητών για σκοπούς παραπομπής τους στο Κακουργιοδικείο ήταν αναγκαία. Εν προκειμένω, η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Επαρχιακού Δικαστηρίου να εκδώσει εντάλματα σύλληψης των αιτητών, δεν ελέγχεται μέσω των προνομιακών ενταλμάτων. Επομένως δεν εξετάζεται κατά πόσο ήταν εύλογη η έκδοση τους.
Το Δικαστήριο δεν έχει ικανοποιηθεί ότι συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος για να χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως certiorari. Τα παράπονα των αιτητών εντάσσονται, κατά κύριο λόγο, στα πλαίσια της ορθότητας της απόφασης και της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου. Η διαφορετική αντίληψη των νομικών θέσεων των αιτητών δεν αποτελούν λόγο για παραχώρηση άδειας (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση της Ε.Χ. για Certiorari, (2011) 1 A.A.Δ. 1554).
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, κρίνω ότι δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση ή συζητήσιμο θέμα. Έπεται πως η αίτηση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Η αίτηση απορρίπτεται.