ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2016:D113

(2016) 1 ΑΑΔ 526

23 Φεβρουαρίου, 2016

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΥΒΟΙΑΣ (ΣΥΝ.ΠΕ.),

 

Ενάγοντες,

 

v.

 

1.  ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ «AVANTIS II» (ΙΜΟ 7432305), ΥΠΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ, ΠΟΥ ΤΩΡΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΛΕΜΕΣΟΥ,

2.  ΝΗΛΕΥΣ ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ,

 

Εναγομένων.

 

ΚΑΙ ΩΣ ΕΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡ. 14.1.2015

 

ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΥΒΟΙΑΣ (ΣΥΝ.ΠΕ.),

ΥΠΟ ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ,

 

Ενάγοντες,

v.

 

1.  ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ «AVANTIS II» (ΙΜΟ 7432305), ΥΠΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ, ΠΟΥ ΤΩΡΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΛΕΜΕΣΟΥ,

2.  ΝΗΛΕΥΣ ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ,

 

Εναγομένων.

 

(Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 8/2012)

 

 

Ναυτοδικείο ― Αγωγή εναντίον πλοίου και της πλοιοκτήτριας εταιρείας, προς διεκδίκηση υπολοίπων λογαριασμών δανείων τα οποία οι ενάγοντες παραχώρησαν  στην τελευταία, θέτοντας υποθήκη επί του πλοίου το οποίο τελικώς πωλήθηκε σε δημόσιο πλειστηριασμό δυνάμει σχετικού διατάγματος και σύλληψης του ― Απόδειξη αγωγής εναγόντων, δεδομένης της μη εκπροσώπησης του πλοίου.

 

To εναγόμενο πλοίο «Avantis II», εγγεγραμμένο στο ελληνικό νηολόγιο, συνελήφθη στην Κύπρο στo πλαίσιo άλλης Αγωγής Ναυτοδικείου. Ακολούθησε σειρά οκτώ αγωγών μεταξύ των οποίων και η παρούσα, η οποία ηγέρθη από τη Συνεργατική Τράπεζα Ευβοίας ΣΥΝ.ΠΕ. οι οποίοι ήταν πιστωτές της πλοιοκτήτριας εταιρείας και του Πλοίου επί του οποίου τέθηκε υποθήκη.

 

Με την αγωγή τους οι Ενάγοντες ενήγαγαν το  πλοίο, καθώς και την πλοιοκτήτρια εταιρεία, αξιώνοντας διάφορα ποσά, τα οποία αντιπροσώπευαν τα υπόλοιπα δέκα λογαριασμών, προερχόμενα από διάφορα δάνεια που παραχωρήθηκαν από τους Ενάγοντες στην πλοιοκτήτρια εταιρεία του εναγόμενου πλοίου και που εξασφαλίστηκαν με υποθήκες επί του πλοίου και τα οποία, αν και κατέστησαν ληξιπρόθεσμα και απαιτητά, οι Εναγόμενοι παρέλειπαν να εξοφλήσουν. Το συνολικό ποσό που οφειλόταν ανερχόταν στο €1.704.921,60.

 

Ταυτόχρονα με την αγωγή τους, οι Ενάγοντες καταχώρησαν και μονομερή αίτηση και εξασφάλισαν διάταγμα για τη σύλληψη του πλοίου, το οποίο ήταν ήδη υπό σύλληψη στα πλαίσια άλλης διαδικασίας. Στη συνέχεια, αφού εκτιμήθηκε η αξία του πλοίου, εκδόθηκε στις 13.2.2012 στα πλαίσια της Αγωγής Ναυτοδικείου Αρ. 30/11, διάταγμα για πώλησή του με δημόσιο πλειστηριασμό εκκρεμούσης της διαδικασίας (pendente lite), καθώς και διάταγμα όπως το προϊόν πώλησης κατατεθεί στο Δικαστήριο μέχρι εκδίκασης όλων των αγωγών εναντίον του πλοίου. Το πλοίο πωλήθηκε και το εκπλειστηρίασμα το οποίο ανήλθε στο ποσό των ΗΠΑ$855.000, κατατέθηκε στο Δικαστήριο.

 

Στα αρχικά στάδια της δίκης, οι Εναγόμενοι εκπροσωπήθηκαν από δικηγόρους οι οποίοι όμως στη συνέχεια αποσύρθηκαν, με αποτέλεσμα οι δικηγόροι των Εναγόντων να ζητήσουν όπως η Αγωγή οριστεί για απόδειξη.

 

Προς απόδειξη της υπόθεσης οι Ενάγοντες κατέθεσαν ένορκη δήλωση του κ. Χρήστου Μαζαράκου από τη Χαλκίδα, Ελλάδα, ο οποίος ήταν ο Γενικός Διευθυντής των Εναγόντων, προτού αυτοί τεθούν υπό εκκαθάριση. Επίσης κατέθεσαν Νομική Γνωμάτευση του δικηγόρου Βασ. Σκουτέρη επί θεμάτων ελληνικού δικαίου, αφού όλες οι Συμβάσεις τελέστηκαν στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα η αξίωση των Εναγόντων να βασίζεται στο ελληνικό δίκαιο.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ο δικηγόρος Βασ. Σκουτέρης έχει τα αναγκαία ακαδημαϊκά προσόντα, γνώσεις και εμπειρία για το ελληνικό δίκαιο και ως εκ τούτου ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις όπως γίνει δεκτός ως εμπειρογνώμονας επί του ελληνικού δικαίου και ειδικά επί του ναυτιλιακού δικαίου της Ελλάδας.

2.  Σε διάφορα κεφάλαια της  Νομικής Γνωμάτευσής του, επεξηγήθηκαν τα όσα σχετικά αφορούσαν την υπόθεση των εναγόντων και του εναγόμενου πλοίου με βάση το Ελληνικό Δίκαιο αναφορικά με τη σύμβαση Πίστωσης με Ανοιχτό (Αλληλόχρεο) Λογαριασμό από την οποία προέκυπτε και το αγώγιμο δικαίωμα έναντι του εναγόμενου πλοίου.

3.  Παρατέθηκαν μεταξύ άλλων, οι βασικοί όροι λειτουργίας της Σύμβασης Πίστωσης, με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και ο τρόπος που επιτυγχάνεται η κεφαλαιοποίηση και ανατοκισμός, καθώς και η δυνατότητα των μερών να καταγγείλουν τη Σύμβαση ως επίσης και ο τρόπος απόδειξης του κατάλοιπου του λογαριασμού.

4.  Στο Μέρος Γ της Νομικής Γνωμάτευσης, επεξηγείτο ο θεσμός της «Ναυτικής Υποθήκης» σε πλοία που είναι νηολογημένα υπό την ελληνική σημαία, βάσει των πάγιων διατάξεων του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου, όπως είναι το εναγόμενο πλοίο.

5.  Ενόψει του μαρτυρικού υλικού, των εγγράφων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου και ιδιαίτερα της ένορκης δήλωσης του κ. Χρ. Μαζαράκου, τη Νομική Γνωμάτευση του κ. Β. Σκουτέρη αναφορικά με το ελληνικό δίκαιο που διέπει τα επίδικα θέματα, καθώς και την ένορκη δήλωση του δικηγόρου των Εναγόντων κ. Χρ. Γκούντρα, το Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι οι Ενάγοντες, οι οποίοι είναι Συνεταιριστική Τράπεζα υπό ειδική εκκαθάριση δυνάμει του ελληνικού δικαίου, δικαιούνταν σε απόφαση ως η απαίτηση τους.

6.  Συνακόλουθα, εκδόθηκε σχετική απόφαση υπέρ των Εναγόντων και εναντίον των Εναγομένων 1 και 2, με την προϋπόθεση ότι η ευθύνη του Εναγόμενου πλοίου θα είναι μέχρι του ποσού που καλύπτουν οι δύο υποθήκες, ήτοι του ποσού του €1.023.700,11 (€423.771,11 + €600.000), πλέον έξοδα.

 

Η αγωγή επέτυχε με έξοδα.

 

Αγωγή Ναυτοδικείου.

 

Χρ. Γκούντρας για Αργυρού και Δημοσθένους, για τους Ενάγοντες.

 

Οι Εναγόμενοι δεν εμφανίζονται.

 

Ο κ. Μαζαράκος, εκπρόσωπος των Εναγόντων, είναι παρών.

 

Cur. adv. vult.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: To εναγόμενο πλοίο συνελήφθη στην Κύπρο στα πλαίσια άλλης Αγωγής Ναυτοδικείου.  Ακολούθησε σειρά οκτώ αγωγών μεταξύ των οποίων και η παρούσα η οποία ηγέρθη από τη Συνεργατική Τράπεζα Ευβοίας ΣΥΝ.ΠΕ. οι οποίοι ήταν πιστωτές της πλοιοκτήτριας εταιρείας και του Πλοίου επί του οποίου τέθηκε υποθήκη. 

 

Με την αγωγή τους οι Ενάγοντες ενήγαγαν το εναγόμενο πλοίο «Avantis II», εγγεγραμμένο στο ελληνικό νηολόγιο, καθώς και την πλοιοκτήτρια εταιρεία, αξιώνοντας διάφορα ποσά, τα οποία αντιπροσωπεύουν τα υπόλοιπα δέκα λογαριασμών, τα οποία προήλθαν από διάφορα δάνεια που παραχωρήθηκαν στους Ενάγοντες και τα οποία εξασφαλίστηκαν με υποθήκες επί του Πλοίου. Σύμφωνα με την παράγραφο 26 του τροποποιημένου Κλητηρίου Εντάλματος, οι Ενάγοντες αξιώνουν εναντίον των Εναγομένων υπόλοιπα δέκα λογαριασμών, τα οποία, αν και κατέστησαν ληξιπρόθεσμα και απαιτητά, οι Εναγόμενοι παραλείπουν να εξοφλήσουν. Το συνολικό ποσό που οφείλεται ανέρχεται στο €1.704.921,60.

 

Ταυτόχρονα με την αγωγή τους, οι Ενάγοντες καταχώρησαν και μονομερή αίτηση και εξασφάλισαν διάταγμα για τη σύλληψη του πλοίου, το οποίο ήταν ήδη υπό σύλληψη στα πλαίσια άλλης διαδικασίας. Στη συνέχεια, αφού εκτιμήθηκε η αξία του πλοίου, εκδόθηκε στις 13.2.2012 στα πλαίσια της Αγωγής Ναυτοδικείου Αρ. 30/11, διάταγμα για πώλησή του με δημόσιο πλειστηριασμό εκκρεμούσης της διαδικασίας (pendente lite), καθώς και διάταγμα όπως το προϊόν πώλησης κατατεθεί στο Δικαστήριο μέχρι εκδίκασης όλων των αγωγών εναντίον του πλοίου. Το πλοίο πωλήθηκε και το εκπλειστηρίασμα το οποίο ανήλθε στο ποσό των ΗΠΑ$855.000, κατατέθηκε στο Δικαστήριο.

 

Στα αρχικά στάδια της δίκης, οι Εναγόμενοι εκπροσωπήθηκαν από δικηγόρους οι οποίοι όμως στη συνέχεια αποσύρθηκαν, με αποτέλεσμα οι δικηγόροι των Εναγόντων να ζητήσουν όπως η Αγωγή οριστεί για απόδειξη.

 

Όμως η διαδικασία διακόπηκε όταν στη συνέχεια (6.9.2012) ζήτησαν να παρέμβουν άλλα νομικά πρόσωπα τα οποία είχαν διάφορες αξιώσεις εναντίον του πλοίου. Επίσης καταχωρήθηκε αίτηση για ασφάλεια εξόδων εκ μέρους των Εναγόντων εναντίον των παρεμβαινόντων. Το Δικαστήριο εκδίκασε πρώτα την αίτηση για ασφάλεια εξόδων, την οποία απέρριψε. Ακολούθησε η εκδίκαση των δύο αιτήσεων για παρέμβαση, τις οποίες το Δικαστήριο στις 25.2.2013 και 4.7.2013 αντίστοιχα, επίσης απέρριψε, με αποτέλεσμα να καταχωρηθεί εκ μέρους ενός των αιτούντων παρέμβαση, αίτηση για Αναθεώρηση της απόφασης.  Εκκρεμούσης της Αναθεώρησης, με τη συγκατάθεση των Εναγόντων, η υπόθεση αναβλήθηκε επ' αόριστον για απόδειξη. Στις 27.6.2014 το Εφετείο έκρινε ότι η Αναθεώρηση θα έπρεπε να επιτύχει και παραχώρησε δικαίωμα στο νομικό πρόσωπο να παρέμβει στη διαδικασία. Μετά από έξι μήνες το συγκεκριμένο νομικό πρόσωπο δήλωσε ότι τελικά δεν επιθυμεί να παρέμβει.  Ακολούθησε τροποποίηση του τίτλου, αφού στο μεταξύ οι Ενάγοντες τέθηκαν υπό εκκαθάριση και στη συνέχεια η υπόθεση ορίστηκε και πάλιν για απόδειξη.

 

Προς απόδειξη της υπόθεσης οι Ενάγοντες κατέθεσαν ένορκη δήλωση του κ. Χρήστου Μαζαράκου από τη Χαλκίδα, Ελλάδα, ο οποίος ήταν ο Γενικός Διευθυντής των Εναγόντων, προτού αυτοί τεθούν υπό εκκαθάριση.  Επίσης κατέθεσαν Νομική Γνωμάτευση του δικηγόρου Βασ. Σκουτέρη επί θεμάτων ελληνικού δικαίου, αφού όλες οι Συμβάσεις τελέστηκαν στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα η αξίωση των Εναγόντων να βασίζεται στο ελληνικό δίκαιο. Το Δικαστήριο αναγκάστηκε να επανανοίξει την υπόθεση για να ζητήσει διευκρινίσεις για το θέμα του τόκου και του ύψους των δύο υποθηκών. Και για τα δύο αυτά θέματα υπήρξαν δηλώσεις από τον ευπαίδευτο συνήγορο των Εναγόντων, το περιεχόμενο των οποίων επιβεβαιώθηκε στη συνέχεια με την καταχώρηση ένορκης δήλωσης, ημερ. 19.2.2016, με την οποία ο τόκος περιοριζόταν από 14,40% σε νόμιμο τόκο.

 

Στην ένορκη δήλωση του Χρ. Μαζαράκου επεξηγείται το νομικό καθεστώς («Αστικός Συνεταιρισμός») που διέπει τους Ενάγοντες, οι οποίοι ασκούσαν τραπεζικές εργασίες στην Ελλάδα υπό την επωνυμία «Πιστωτικός Αναπτυξιακός Συνεταιρισμός Νομού Ευβοίας ΣΥΝ.ΠΕ.» και στη συνέχεια με άδεια της Κεντρικής Τράπεζας της Ελλάδας υπό την επωνυμία «Συνεργατική Τράπεζα Ευβοίας ΣΥΝ.ΠΕ.».  Στην ένορκη δήλωση γίνεται αναφορά και στο διορισμό της Ανώνυμης Εταιρείας Έρνεστ & Γιάνγκ (Ελλάς) Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών Α.Ε. ως ειδικών εκκαθαριστών των Εναγόντων.

 

Όπως αναφέρει, το εναγόμενο πλοίο είναι εγγεγραμμένο στα νηολόγια πλοίων του λιμένος Πειραιά στην Ελλάδα και κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ήταν ιδιοκτησία της Εναγόμενης 2 ναυτικής εταιρείας, με έδρα την Ερέτρια Ευβοίας στην Ελλάδα.

 

Ο ενόρκως δηλών επιβεβαιώνει, τόσο με τη μαρτυρία του όσο και με έγγραφα που επισυνάπτει, τα όσα αναφέρονται στο τροποποιημένο κλητήριο ένταλμα ότι οι Ενάγοντες δυνάμει γραπτής Σύμβασης Πίστωσης, με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό με αρ. 834 ημερ. 27.12.2000 (Σύμβαση Παροχής Πίστωσης), συμφώνησαν με την Εναγόμενη 2 να παράσχουν δάνεια, πιστώσεις και άλλες πιστωτικές διευκολύνσεις. Το νομικό πλαίσιο το οποίο διέπει στο ελληνικό δίκαιο τις Συμβάσεις Παροχής Πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, επεξηγούνται σε ξεχωριστή Νομική Γνωμάτευση, η οποία κατατέθηκε στα πλαίσια της απόδειξης της υπόθεσης.  Η αρχική πίστωση προς την Εναγόμενη 2 αφορούσε ποσό €146.735,14. Οι όροι χρηματοδότησης καθορίζονταν σε πρόσθετη πράξη, η οποία αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της Σύμβασης Παροχής Πίστωσης. Όπως είχε συμφωνηθεί, τα δάνεια ή οι πιστώσεις ή άλλες τραπεζικές πιστωτικές διευκολύνσεις θα χρεώνονταν με τόκο 14% το χρόνο, υπολογιζόμενου και καταβαλλόμενου ανά εξάμηνο. Περαιτέρω οι Ενάγοντες θα δικαιούντο να αναστέλλουν τη χρήση της πίστωσης ή να την περιορίζουν οποτεδήποτε και για οποιοδήποτε λόγο, χωρίς προειδοποίηση στην Εναγόμενη 2. Οι Ενάγοντες δικαιούντο επίσης, οποτεδήποτε και κατά την απόλυτη τους κρίση να τερματίσουν τον ή τους λογαριασμούς της πίστωσης και να κλείσουν οριστικά την πίστωση, χωρίς οποιαδήποτε προειδοποίηση, οπόταν οποιοδήποτε υπόλοιπο θα καθίστατο άμεσα απαιτητό και η Εναγόμενη 2 θα καθίστατο υπερήμερη και θα όφειλε να καταβάλει τον συμφωνηθέντα τόκο υπερημερίας επί του εκάστοτε υπολοίπου.

 

Σε αντάλλαγμα της παροχής πίστωσης από τους Ενάγοντες, ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και νόμιμος εκπρόσωπος της Εναγόμενης 2, κ. Αντώνιος Αγραφιώτης, προσυπέγραψε ως εγγυητής τη Σύμβαση Παροχής Πίστωσης ημερ. 27.12.2000.

 

Στη συνέχεια οι Ενάγοντες δυνάμει των όρων της Σύμβασης και κατά παράκληση της Εναγόμενης 2, αύξησαν διαδοχικά το όριο της πίστωσης με 14 διαδοχικές πρόσθετες πράξεις.  Λεπτομέρειες των Συμβάσεων παρατίθενται στην παράγραφο 18 της ένορκης δήλωσης.  Στη συνέχεια αναφέρεται ότι το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών της Ελληνικής Δημοκρατίας, με επιστολή του ημερ. 10.1.2008 που απηύθυνε προς την Εναγόμενη 2 με κοινοποίηση στους Ενάγοντες, γνωστοποίησε απόφαση του Συμβουλίου Διαχείρισης και Αξιολόγησης της Εγγυητικής Ευθύνης του Ελληνικού Δημοσίου, με την οποία ενέκρινε την παροχή εγγύησης σε ποσοστό 80% αναφορικά με τις υφιστάμενες οφειλές της Εναγόμενης 2, μέχρι 25.8.2007 προς τους Ενάγοντες, για το ποσό των €423.771,11, με όρο ότι η Εναγόμενη 2 θα παραχωρήσει προς όφελος των Εναγόντων προσημείωση υποθήκης επί του πλοίου.  Οι Ενάγοντες με βάση την πιο πάνω απόφαση του Συμβουλίου, ενέκριναν την αίτηση δανείου της Εναγόμενης 2 για τη ρύθμιση του χρέους της που ανερχόταν στο ποσό των €423.771,11, με τη μορφή «ρύθμιση πυρόπληκτων».

 

Την 21.12.2009 υπεγράφη πρόσθετη πράξη αναγνώρισης και ρύθμισης οφειλής μεταξύ των Εναγόντων και της Εναγόμενης 2, στην οποία ενσωματώνονταν οι όροι προηγούμενης πρόσθετης πράξης. Με τη νέα πράξη συμφωνήθηκε ότι η συνολική οφειλή της Εναγόμενης 2, ποσού €423.771,11 και όλες οι οφειλές, συμπεριλαμβανομένων των τόκων, κεφαλαιοποιούνταν και ρυθμίζονταν σε ένα νέο δάνειο το οποίο θα εξοφλείτο σε ίσες εξαμηνιαίες δόσεις, οι οποίες θα καταβάλλονταν στις 30/6 και 31/12 κάθε χρόνου, με πρώτη καταβλητέα δόση την 30.6.2010 και τελευταία την 31.12.2017.

 

Στις 12.7.2010 υπεγράφη μεταξύ των Εναγόντων και της Εναγομένης 2 πρόσθετη πράξη ρυθμισμένων οφειλών πυρόπληκτων επιχειρήσεων με εγγύηση του ελληνικού δημοσίου.  Με την συγκεκριμένη πρόσθετη πράξη συμφωνήθηκε η παραχώρηση αναστολής για περίοδο δύο ετών στην αποπληρωμή της οφειλής της Εναγομένης 2 αναδρομικά από 1.1.2010 και παράταση της διάρκειας της ρύθμισης ήτοι μέχρι 31.12.2019.

 

Στις 3.12.2009 η Εναγόμενη 2 δυνάμει των όρων της Σύμβασης και των πρόσθετων πράξεων, παραχώρησε προς όφελος των Εναγόντων ναυτική υποθήκη επί του Εναγόμενου πλοίου για το ποσό των €423.771,11 για σκοπούς εξασφάλισης και αποπληρωμής από την Εναγόμενη 2 του εξασφαλισμένου χρέους.

 

Οι Εναγόντες με τις πρόσθετες πράξεις/αυξητικές συμβάσεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω, παραχώρησαν πιστώσεις στην Εναγόμενη 2 που ανήλθαν συνολικά στο ποσό €1.700.000,00 («το εξασφαλισμένο χρέος»).

 

Στις 24.2.2011 η Εναγόμενη 2 δυνάμει των όρων της Σύμβασης Παροχής Πίστωσης και των πρόσθετων πράξεων/αυξητικών συμβάσεων, παραχώρησε προς όφελος των Εναγόντων δεύτερη ναυτική υποθήκη επί του Εναγόμενου πλοίου για το ποσό των €600.000 για σκοπούς εξασφάλισης της αποπληρωμής από την Εναγόμενη 2 του εξασφαλισμένου χρέους.  Ήταν ρητός όρος της δεύτερης συμφωνίας παροχής της πιο πάνω ναυτικής υποθήκης, ότι αυτή εδίδετο για την ασφάλεια της απαίτησης των Εναγόντων για την εμπρόθεσμη αποπληρωμή από την Εναγόμενη 2 του ποσού του €1.700.000 καθώς και των σχετικών τόκων υπερημερίας και άλλων εξόδων.

 

Στη συνέχεια της ένορκης δήλωσής του, ο κ. Χρ. Μαζαράκος αναφέρεται στη σύλληψη του Εναγομένου πλοίου στις 29.12.2011 στο λιμάνι Λεμεσού στα πλαίσια της Αγωγής Ναυτοδικείου Αρ. 30/11, στην απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 10.4.2012, στα πλαίσια της ίδιας Αγωγής, για πώληση του πλοίου με δημόσιο πλειστηριασμό.

 

Τέλος αναφέρει ότι οι Εναγόντες ως αποτέλεσμα της παράβασης ουσιωδών όρων της Σύμβασης Παροχής Πίστωσης από την Εναγόμενη 2, ως επίσης και των όρων των πρόσθετων πράξεων/αυξητικών συμβάσεων και των υποθηκών που αναφέρθηκαν πιο πάνω, με επιστολές τους ημερ. 13.3.2012 προς την Εναγόμενη 2 προέβηκαν στον τερματισμό της Σύμβασης Παροχής Πίστωσης και στο οριστικό κλείσιμο της πίστωσης για κάθε λογαριασμό ξεχωριστά. Στη συνέχεια της ένορκης δήλωσης επιβεβαιώνονται τα χρεωστικά υπόλοιπα του κάθε λογαριασμού ξεχωριστά κατά τις 13.3.2012. Παρά το ότι τα αναφερόμενα ποσά κατέστησαν ληξιπρόθεσμα και απαιτητά και παρά την κατ' επανάληψη ζήτησή τους από τους Ενάγοντες, η Εναγόμενη 2, κατά παράβαση των υποχρεώσεών της, δυνάμει της Σύμβασης, των πρόσθετων πράξεων, αυξητικών συμβάσεων και υποθηκών, παρέλειψαν και/ή αρνήθηκαν να πληρώσουν οποιοδήποτε ποσό στους Ενάγοντες, με αποτέλεσμα όλα τα χρεωστικά υπόλοιπα των λογαριασμών να καταστούν και να εξακολουθούν να είναι οφειλόμενα και πληρωτέα στους Ενάγοντες. Ως εκ τούτου αξιώνονται τα ποσά που αναφέρονται στο παρακλητικό της Αγωγής και τα οποία έχουν ήδη παρατεθεί πιο πάνω.

 

Το δεύτερο έγγραφο που κατατέθηκε στη διαδικασία προς απόδειξη της υπόθεσης των Εναγόντων, είναι η Νομική Γνωμάτευση του κ. Βασίλειου Σκουτέρη, επί ορισμένων θεμάτων ελληνικού δικαίου που προκύπτουν στην παρούσα διαδικασία. Το πιο πάνω πρόσωπο, όπως αναφέρει, «είναι δικηγόρος, μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς από το 1997 και από το 2007 δικαιούται να παρίσταται ενώπιον του Αρείου Πάγου. Είναι αριστούχος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών από όπου αποφοίτησε το 1995 και κάτοχος του μεταπτυχιακού Διπλώματος (LL.M.) από το London School of Economics and Political Science του Πανεπιστημίου του Λονδίνου (1999) και Διδακτορικού Διπλώματος (Ph.D.) από το Birkbeck College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου (2001). Διετέλεσε επί σειρά ετών μεταπτυχιακός υπότροφος του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών κι έχει διδάξει στη Νομική Σχολή του Birkbeck College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου (1999-2001). Ως δικηγόρος δραστηριοποιείται κυρίως στους τομείς του ναυτικού, εμπορικού και τραπεζικού δικαίου. Από το 2004 είναι συνεργάτης της «Τιμαγένης Δικηγορική Εταιρεία» (www.timagenislaw.com) η οποία αποτελεί ένα από τα γνωστότερα Ελληνικά δικηγορικά γραφεία που δραστηριοποιούνται στον ναυτιλιακό  και τραπεζικό κλάδο.».

 

Έχω ικανοποιηθεί ότι ο κ. Βασ. Σκουτέρης έχει τα αναγκαία ακαδημαϊκά προσόντα, γνώσεις και εμπειρία για το ελληνικό δίκαιο και ως εκ τούτου ικανοποιεί τις προϋποθέσεις για να γίνει δεκτός ως εμπειρογνώμονας επί του ελληνικού δικαίου και ειδικά επί του ναυτιλιακού δικαίου της Ελλάδας.

 

Στο Μέρος Α της Νομικής Γνωμάτευσής του, επεξηγείται η μορφή του «Αστικού Συνεταιρισμού» στο ελληνικό δίκαιο. Επίσης επεξηγείται η νομική μορφή της «Συνεταιρικής Τράπεζας» και αναφέρεται ότι τέτοια πιστωτικά ιδρύματα, όπως είναι και οι Ενάγοντες, λειτουργούν όπως και οι εμπορικές τράπεζες στην Ελλάδα, υπό ορισμένους όμως περιορισμούς, ιδιαίτερα ως προς τις συναλλαγές που αφορούν σε μη μέλη του συνεταιρισμού, στις οποίες τίθεται ανώτατο όριο.

 

Ο κ. Β. Σκουτέρης εξηγεί επίσης ότι στις 8.12.2013 οι Ενάγοντες τέθηκαν σύμφωνα με το σχετικό ελληνικό δίκαιο σε εκκαθάριση (Άρθρο 68, Ν. 3601/07, το οποίο αργότερα αντικαταστάθηκε από το Άρθρο 145 του Ν. 4261/14). Όπως αναφέρεται στη Γνωμάτευση:-

 

«Κατά τη διάρκεια της ειδικής εκκαθάρισης το νομικό πρόσωπο των Εναγόντων υφίσταται για τους σκοπούς της εκκαθάρισης, δεν επιτρέπεται όμως να διεξάγει καμία τραπεζική εργασία. Τη διοίκησή του έχει αναλάβει ο ειδικός εκκαθαριστής που διορίστηκε με την ως άνω απόφαση της Τραπέζης της Ελλάδος (εν προκειμένω η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «ΕΡΝΣΤ & ΓΙΑΝΓΚ (ΕΛΛΑΣ) Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές Α.Ε.») υπό τον έλεγχο και την εποπτεία της Τραπέζης της Ελλάδος.  Σκοπός της ειδικής εκκαθάρισης είναι η ρευστοποίηση της περιουσίας του πιστωτικού ιδρύματος για την ικανοποίηση των πιστωτών του (συμπεριλαμβανομένων των καταθετών).»

 

Στο Μέρος Β της Νομικής Γνωμάτευσης, επεξηγείται η έννοια της «Σύμβασης Πίστωσης με Ανοιχτό (Αλληλόχρεο) Λογαριασμό.». Όπως αναφέρεται, μια τέτοια Σύμβαση δεν είναι το αποτέλεσμα ειδικής νομοθετικής ρύθμισης, αλλά οι όροι της καθορίζονται από τη συγκεκριμένη συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων. Όπως αναφέρεται στην παράγραφο 11 της Γνωμάτευσής του:-

 

«11. Με τη σύμβαση (ανοίγματος) πίστωσης η τράπεζα (το πιστωτικό ίδρυμα) αναλαμβάνει την υποχρέωση έναντι του πελάτη της (πιστολήπτη-πιστούχου) να του παρέχει τις πιστώσεις που αυτός θα ζητήσει, όταν τις ζητήσει, υπό τους όρους που συμφωνούνται, μέχρι ενός ορισμένου ύψους που καλείται πιστωτικό ή πιστοδοτικό όριο, το οποίο μπορεί να αναπροσαρμόζεται (προς τα άνω ή τα κάτω) με μεταγενέστερη συμφωνία των μερών.  Η παροχή των κατ' ιδίαν πιστώσεων από την τράπεζα στον πιστούχο στα πλαίσια της σύμβασης πίστωσης και μέχρις του ανωτάτου ορίου που θέτει αυτή η σύμβαση (όπως τυχόν το όριο αυτό αναπροσαρμόζεται με μεταγενέστερες συμφωνίες των μερών που τροποποιούν το αρχικά συμφωνηθέν πιστωτικό όριο) μπορεί να γίνεται με διάφορους τρόπους (αναλήψεις μετρητών, έκδοση εγγυητικών επιστολών, χορήγηση δανείων τακτής λήξης, κλπ.).  Η σύμβαση πίστωσης, δηλαδή, λειτουργεί ως μια σύμβαση-πλαίσιο στα πλαίσια της οποίας η τράπεζα χορηγεί κατ' ιδίαν δάνεια στον πιστούχο μετά από αίτησή του.

 

Όταν η σύμβαση αυτή συνδυάζεται με την τήρηση ανοικτού (ή αλληλόχρεου) λογαριασμού (ή λογαριασμών) τότε οι εκατέρωθεν απαιτήσεις της τράπεζας και του πιστούχου που προκύπτουν από τις μεταξύ τους συναλλαγές (πιστώσεις της τράπεζας προς τον πιστούχο και καταβολές από τον πιστούχο προς την τράπεζα σε εξόφληση των πιστώσεων αυτών) στα πλαίσια της σύμβασης πίστωσης δεν μπορούν να επιδιωχθούν ή να διατεθούν μεμονωμένα αλλά φέρονται σε κοινό λογαριασμό με σκοπό να εκκαθαρίζονται και να αποσβένυνται κατά το κλείσιμο του λογαριασμού αυτού σε τρόπο ώστε να αποτελέσει τη μοναδική μεταξύ τους απαίτηση το κατάλοιπο του λογαριασμού που τυχόν θα υπάρξει (Άρειος Πάγος 248/2014). Βασικό στοιχείο της έννοιας του αλληλόχρεου λογαριασμού είναι η ύπαρξη συμφωνίας υπαγωγής σε κοινό λογαριασμό απαιτήσεων και των δύο μερών, που θα προκύπτουν από τις συναλλαγές τους, και συνεπώς δεν υπάρχει αλληλόχρεος λογαριασμός αν δεν υπάρχει η δυνατότητα, τουλάχιστον, αποστολών και από τα δύο μέρη. Η ύπαρξη απλώς ης δυνατότητας αυτής είναι αρκετή για να υπάρχει αλληλόχρεος λογαριασμός και είναι αδιάφορο αν πραγματικά έγιναν κατά τη διάρκειά του αποστολές και από τα δύο μέρη ή αν μόνο το ένα από τα μέρη (π.χ. η τράπεζα) έκανε αποστολές (Άρειος Πάγος 715/2009).»

 

Στη συνέχεια αναφέρονται οι βασικοί όροι λειτουργίας της Σύμβασης Πίστωσης, με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και ο τρόπος που επιτυγχάνεται η κεφαλαιοποίηση και ανατοκισμός, καθώς και η δυνατότητα των μερών να καταγγείλουν τη Σύμβαση.

 

Ως προς τον τρόπο απόδειξης του κατάλοιπου του λογαριασμού, ο κ. Β. Σκουτέρης αναφέρει στην παράγραφο 15 της Γνωμάτευσής του ότι:-

 

«Η περιλαμβανόμενη στη σύμβαση παροχής πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πιστώσεως, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της Τράπεζας, είναι, ως δικονομική σύμβαση, έγκυρη. Το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου, το αντίγραφο δε αυτού επέχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβεια τούτου βεβαιώνεται από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο (Άρθρα 449 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., 52 του Ν.Δ. 3026/1957 και 14 του Ν.1599/1986) και δεν μπορεί να προσδώσει την αποδεικτική αυτή δύναμη η βεβαίωση της ακρίβειας του αντιγράφου από τον αρμόδιο υπάλληλο της πιστώτριας τράπεζας. Στην περίπτωση όμως των μηχανογραφικών τηρούμενων εμπορικών βιβλίων αυτών, που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή εντός του υπολογιστή με τη σχετική βεβαίωση της γνησιότητας της εκτυπώσεως από τον υπάλληλο της τράπεζας που ενήργησε την εκτύπωση, αποτελεί το πρωτότυπο έγγραφο που έχει εις χείρας της η τράπεζα προς απόδειξη του περιεχομένου του αποσπάσματος των βιβλίων της που εξήχθη από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Επομένως, στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται βεβαίωση της ακρίβειας τούτου από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, αφού δεν πρόκειται περί αντιγράφου. (Άρειος Πάγος 84/2014).»

 

Επίσης επεξηγεί τις ειδικές διατάξεις περί ρυθμίσεων οφειλών πυρόπληκτων του έτους 2007 και τον τρόπο με τον οποίο οι οφειλές πυρόπληκτων επιχειρήσεων κεφαλαιοποιούνται και γίνονται ένα νέο δάνειο με περίοδο χάριτος 28 μηνών και παρέχεται η εγγύηση του ελληνικού δημοσίου σε ποσοστό 80% για τη ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων και μη οφειλών που προέρχονται από δάνεια που είχαν χορηγηθεί σε πυρόπληκτες επιχειρήσεις, καθώς επίσης και τη νομική ρύθμιση με την οποία δόθηκε αναστολή επί διετίας της χρεολυτικής αποπληρωμής του άληκτου δανείου.

 

Στο Μέρος Γ της Νομικής Γνωμάτευσης, επεξηγείται ο θεσμός της «Ναυτικής Υποθήκης» σε πλοία που είναι νηολογημένα υπό την ελληνική σημαία, βάσει των πάγιων διατάξεων του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου, όπως είναι το εναγόμενο πλοίο. Όπως αναφέρεται προβλέπονται δύο τύποι Ναυτικής Υποθήκης, η «απλή» και η «προτεινόμενη» (παρέχεται μόνο όταν το πλοίο είναι άνω των 500 κόρων ολικής χωρητικότητας).  Επεξηγείται ότι στην προκειμένη περίπτωση οι υποθήκες επί του πλοίου είναι απλές ναυτικές υποθήκες. Τέλος, εξηγείται ότι οι δύο επίδικες υποθήκες, φαίνεται να καταχωρήθηκαν νομότυπα στο αρμόδιο Νηολόγιο Πειραιά στις 11.12.2009 και 17.3.2011 αντίστοιχα.

 

Ενόψει του μαρτυρικού υλικού, των εγγράφων που τέθηκαν ενώπιον μου και ιδιαίτερα της ένορκης δήλωσης του κ. Χρ. Μαζαράκου, τη Νομική Γνωμάτευση του κ. Β. Σκουτέρη αναφορικά με το ελληνικό δίκαιο που διέπει τα επίδικα θέματα, καθώς και την ένορκη δήλωση του δικηγόρου των Εναγόντων κ. Χρ. Γκούντρα, έχω ικανοποιηθεί ότι οι Ενάγοντες, οι οποίοι είναι Συνεταιριστική Τράπεζα υπό ειδική εκκαθάριση δυνάμει του ελληνικού δικαίου, δικαιούνται σε απόφαση για τα πιο κάτω ποσά:-

 

Α. Ποσό των €367.089,29σ πλέον νόμιμο τόκο από 13/03/2012 μέχρι αποπληρωμής δυνάμει λογαριασμού υπ' αρ. 5011500217500-7 και ποσό οφειλόμενο με βάση την Σύμβαση Παροχής Πίστωσης και τις υποθήκες. (Σχετική η Κατάσταση Λογαριασμού, Τεκμήριο 41)

 

Β. Ποσό των €165.161,46σ πλέον νόμιμο τόκο από 13/03/2012 μέχρι αποπληρωμής δυνάμει λογαριασμού υπ' αρ. 5011500217501-8 και ποσό οφειλόμενο με βάση την Σύμβαση Παροχής Πίστωσης και τις υποθήκες. (Σχετική η Κατάσταση Λογαριασμού, Τεκμήριο 42)

 

Γ. Ποσό των €164.263,26σ πλέον νόμιμο τόκο από 13/03/2012 μέχρι αποπληρωμής δυνάμει λογαριασμού υπ' αρ. 5011500217502-9 και ποσό οφειλόμενο με βάση την Σύμβαση Παροχής Πίστωσης και τις υποθήκες.  (Σχετική η Κατάσταση Λογαριασμού, Τεκμήριο 43)

 

Δ. Ποσό των €136.530,30σ πλέον νόμιμο τόκο από 13/03/2012 μέχρι αποπληρωμής δυνάμει λογαριασμού υπ' αρ. 5011500217503-0 και ποσό οφειλόμενο με βάση την Σύμβαση Παροχής Πίστωσης και τις υποθήκες.  (Σχετική η Κατάσταση Λογαριασμού, Τεκμήριο 44)

 

Ε. Ποσό των €85.209,81σ πλέον νόμιμο τόκο από 13/03/2012 μέχρι αποπληρωμής δυνάμει λογαριασμού υπ' αρ. 5011500217504-0 και ποσό οφειλόμενο με βάση την Σύμβαση Παροχής Πίστωσης και τις υποθήκες.  (Σχετική η Κατάσταση Λογαριασμού, Τεκμήριο 45)

 

ΣΤ. Ποσό των €97.145,17σ πλέον νόμιμο τόκο από 13/03/2012 μέχρι αποπληρωμής δυνάμει λογαριασμού υπ' αρ. 5011500217505-1 και ποσό οφειλόμενο με βάση την Σύμβαση Παροχής Πίστωσης και τις υποθήκες. (Σχετική η Κατάσταση Λογαριασμού, Τεκμήριο 46)

 

Ζ. Ποσό των €36.512,39σ πλέον νόμιμο τόκο από 13/03/2012 μέχρι αποπληρωμής δυνάμει λογαριασμού υπ' αρ. 5011500217506-2 και ποσό οφειλόμενο με βάση την Σύμβαση Παροχής Πίστωσης και τις υποθήκες.  (Σχετική η Κατάσταση Λογαριασμού, Τεκμήριο 47)

 

Η. Ποσό των €46.130,34σ πλέον νόμιμο τόκο από 13/03/2012 μέχρι αποπληρωμής δυνάμει λογαριασμού υπ' αρ. 5011500217507-3 και ποσό οφειλόμενο με βάση την Σύμβαση Παροχής Πίστωσης και τις υποθήκες. (Σχετική η Κατάσταση Λογαριασμού, Τεκμήριο 48)

 

Θ. Ποσό των €170.000,00σ πλέον νόμιμο τόκο από 13/03/2012 μέχρι αποπληρωμής δυνάμει λογαριασμού υπ' αρ. 5011500217508-4 και ποσό οφειλόμενο με βάση την Σύμβαση Παροχής Πίστωσης και τις υποθήκες. (Σχετική η Κατάσταση Λογαριασμού, Τεκμήριο 49)

 

Ι. Ποσό των €436.879,83σ πλέον νόμιμο τόκο από 13/03/2012 μέχρι αποπληρωμής δυνάμει λογαριασμού υπ' αρ. 5011500217509-5 δάνειο πυρόπληκτων και ποσό οφειλόμενο με βάση την Σύμβαση Παροχής Πίστωσης και τις υποθήκες.  (Σχετική η Κατάσταση Λογαριασμού, Τεκμήριο 50).

 

Συνακόλουθα, εκδίδεται απόφαση υπέρ των Εναγόντων και εναντίον των Εναγομένων 1 και 2 για τα πιο πάνω ποσά (παράγραφοι Α-Ι, ανωτέρω), με την προϋπόθεση ότι η ευθύνη του Εναγόμενου πλοίου θα είναι μέχρι του ποσού που καλύπτουν οι δύο υποθήκες, ήτοι του ποσού του €1.023.700,11 (€423.771,11 + €600.000), πλέον έξοδα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον ΦΠΑ.

 

Η αγωγή επιτυγχάνει με έξοδα.

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο