ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2016:A112
(2016) 1 ΑΑΔ 491
23 Φεβρουαρίου, 2016
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΚΑΤ' ΕΦΕΣΙΝ ΕΚ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ, ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ
ΥΠ' ΑΡ. 64/14,
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ
1. ΜΑΡΙΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΟΥ ΚΑΙ 2. ΑΝΔΡΕΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI KAI ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΝΟΣΗΛΕΙΑΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΙΣ 19/03/2014 ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗΣ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΙΣ 18/03/2014,
Εφεσείοντες.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 327/2014)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Έφεση εναντίον πρωτοβάθμιας απορριπτικής απόφασης σε αίτηση προς έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari για ακύρωση διαταγμάτων Eπαρχιακού Δικαστηρίου το οποία διέτασσαν την άμεση εξέταση και εκτίμηση της κατάστασης της εφεσείουσας καθώς και την προσωρινή νοσηλεία της, τα οποία είχαν εκδοθεί δυνάμει του Άρθρου 10 του περί Ψυχιατρικής Νοσηλείας Νόμου, Ν.77(Ι)/1997 ― Επιτρεπτική κατάληξη ― Απουσία επίκλησης ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, επειγόντων λόγων, οι οποίοι αν υπήρχαν, θα παρείχαν έρεισμα στην εξέταση των αιτήσεων αυθημερόν αλλά και μονομερώς, χωρίς να ακουστούν οι εφεσείοντες.
Σύνταγμα ― Θεμελιώδη δικαιώματα ― Άρθρο 30 ― Το δικαίωμα της δικαστικής προστασίας και ακρόασης ενώπιον του δικαστηρίου ― Αναπαράγεται στους Κανονισμούς 13 και 14 και το Άρθρο 10(1)(ζ) του περί Ψυχιατρικής Νοσηλείας Νόμου, Ν.77(Ι)/1997.
Ψυχιατρική νοσηλεία ― Σύνταγμα ― Θεμελιώδη Δικαιώματα ― Ο Περί Ψυχιατρικής Νοσηλείας Νόμος, Ν.77(Ι)/1997 ― Αίτηση ακούσιας ψυχιατρικής εξέτασης ή και νοσηλείας ― Αποτελεί ιδιαίτερη διαδικασία ― Προβάλλει έντονα η ανάγκη αυστηρής τήρησης των διαδικαστικών προνοιών, οι οποίες αποτελούν και ασφαλιστικές δικλείδες για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Ψυχικά ασθενείς ― Ε.Σ.Δ.Α. ― Νομολογία Ε.Δ.Α.Δ αναφορικά με ασφαλιστικές δικλείδες περί νομικής εκπροσώπησης και άλλων δικαιωμάτων ψυχικά ασθενών.
Η έφεση στράφηκε εναντίον πρωτοβάθμιας απορριπτικής απόφασης σε αίτηση, η οποία καταχωρήθηκε κατόπιν χορήγησης σχετικής αδείας, για την έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari.
Η αίτηση αποσκοπούσε στην ακύρωση διαταγμάτων Eπαρχιακού Δικαστηρίου με τα οποία διατασσόταν η άμεση εξέταση και εκτίμηση της κατάστασης της εφεσείουσας καθώς και η προσωρινή νοσηλεία της, τα οποία είχαν εκδοθεί δυνάμει του Άρθρου 10 του περί Ψυχιατρικής Νοσηλείας Νόμου, Ν.77(Ι)/1997.
Στην καταχώρηση της αίτησης για υποχρεωτική εξέταση οδήγησε καταγγελία, από γείτονες των εφεσειόντων, ενός συμβάντος το οποίο έλαβε χώρα στις 15.3.2014, στο οποίο εμπλέκονταν η εφεσείουσα και οι εν λόγω γείτονες της. Οι εκδοχές των δύο πλευρών για το συμβάν και τα όσα προηγήθηκαν, διίσταντο.
Βασική θέση των εφεσειόντων ενώπιον του δικαστηρίου που εκδίκασε σε πρώτο βαθμό την αίτηση, η οποία επαναλήφθηκε και ενώπιον του Εφετείου, ήταν ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο που εξέδωσε τα παραπάνω διατάγματα υπερέβη το δικαιοδοτικό πλαίσιο του και/ή υπέπεσε σε νομικό σφάλμα το οποίο ήταν καταφανές στο πρακτικό. Και τούτο επειδή τα διατάγματα υποχρεωτικής εξέτασης και προσωρινής νοσηλείας εκδόθηκαν κατόπιν μονομερούς αίτησης, αυθημερόν και κατά παράβαση των Άρθρων 11 και 30 του Συντάγματος, των Κανονισμών 13-15 των περί Ψυχιατρικής Νοσηλείας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2009 και των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και δίκαιης δίκης. Υποστήριξαν συναφώς ότι η μονομερής αίτηση δεν επιδόθηκε ώστε να δοθεί η δυνατότητα στην εφεσείουσα και στον ενδιαφερόμενο σύζυγο και προσωπικό της αντιπρόσωπο, με την έννοια του Άρθρου 18 του Ν.77(Ι)/1997, να διορίσουν δικηγόρο, να καταχωρήσουν ένσταση και να προβάλουν ενώπιον του δικαστηρίου τους ισχυρισμούς τους.
Απορρίπτοντας τις θέσεις της εφεσείουσας, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απεφάνθη σε σχέση με τη θέση ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο επιλήφθηκε των αιτήσεων αυθημερόν, ότι τα χρονικά πλαίσια που θέτουν οι πιο πάνω Κανονισμοί τελούν πάντοτε υπό την προϋπόθεση ότι το Δικαστήριο δεν έχει διατάξει συντομότερο χρόνο εκδίκασης. Πρoέκυπτε συνεπώς, σύμφωνα με την πρωτοβάθμια κρίση, ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε εξουσία να εξετάσει τις αιτήσεις για υποχρεωτική εξέταση και για προσωρινή νοσηλεία αυθημερόν ενόψει του επείγοντος της υπόθεσης, όπως περιγραφόταν στα γεγονότα των αιτήσεων.
Το γεγονός, σύμφωνα με την ίδια κρίση, ότι δεν υπήρχε καταγραμμένο ότι το Δικαστήριο διέταξε τη σύντομη εκδίκαση της αίτησης δεν είχε οποιαδήποτε σημασία, εφόσον το ίδιο το Δικαστήριο με το να εξετάσει την αίτηση την ίδια ημέρα που καταχωρήθηκε, συνεπάγετο, όπως έκρινε, ότι διέταξε τη σύντομη εκδίκαση τους.
Παρέπεμψε δε στην υπόθεση Κυπριανού v. Κυπριανού (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 679, όπου ελέχθη ότι αιτήσεις αυτού του είδους μπορεί να παρουσιαστούν ανά πάσα στιγμή στο Δικαστήριο και να χρειαστεί η άμεση αντιμετώπιση τους με κατεπείγουσα απόφαση.
Απεφάνθη επίσης πως ούτε το παράπονο των εφεσειόντων ότι δεν έγινε επίδοση της μονομερούς αίτησης ευσταθούσε. Σημείωσε δε σχετικά πως η αίτηση για υποχρεωτική εξέταση για σκοπούς ετοιμασίας ιατρικής γνωμάτευσης, υποβάλλεται και εξετάζεται μονομερώς και το διάταγμα που εκδίδεται παραμένει σε ισχύ μέχρι την εξέταση της κυρίως αίτηση, ήτοι της αίτησης για προσωρινή νοσηλεία, η εξέταση της οποίας γίνεται στην παρουσία του ασθενούς στον οποίο παρέχεται το δικαίωμα να ακουστεί και να διορίσει, αν το επιθυμεί, δικηγόρο.
Θεώρησε ότι η διαδικασία αυτή τηρήθηκε στην περίπτωση της εφεσείουσας, η οποία παρουσιάστηκε κατά την εξέταση της αίτησης για προσωρινή νοσηλεία, της δόθηκε η ευκαιρία να ακουστεί και να προβάλει τους ισχυρισμούς της, και ακούστηκε. Απορρίπτοντας τη θέση ότι παραβιάστηκαν τα κατοχυρωμένα δυνάμει του Άρθρου 30 του Συντάγματος δικαιώματα της εφεσείουσας, σημείωσε ότι η εφεσείουσα εξετάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο στα πλαίσια της διαδικασίας για προσωρινή νοσηλεία, «η οποία δεν υπέβαλε οποιοδήποτε αίτημα είτε για καταχώρηση ένστασης, είτε για νομική εκπροσώπηση, παρά τη σχετική πληροφόρηση που έτυχε από το Δικαστήριο», ενώ ο εφεσείων, σύζυγος της, βρισκόταν στο δικαστήριο και, συνεπώς, έλαβε γνώση των αιτήσεων.
Με την έφεση αμφισβητήθηκαν τα πιο πάνω ευρήματα και η έκδοση των επίδικων διαταγμάτων μονομερώς και αυθημερόν και χωρίς να αποδεικνύεται συγκεκριμένη ψυχική νόσος, κατά παράβαση των Άρθρων 11 και 30 του Συντάγματος και των Κανονισμών 13 -15 των Διαδικαστικών Κανονισμών.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Αποτελεί θεμελιακό κανόνα του δικαϊκού μας συστήματος ότι κανείς δεν δικάζεται χωρίς να ακουστεί.
2. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις που ο νομοθέτης επιτρέπει την παρέκκλιση από τον παραπάνω κανόνα και την έκδοση διατάγματος χωρίς ειδοποίηση στο άλλο μέρος, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, οι οποίες συναρτώνται με το επείγον της περίπτωσης ή όπου υπάρχουν ιδιάζουσες περιστάσεις.
3. Οι Διαδικαστικοί Κανονισμοί που εδώ απασχολούν προβλέπουν για την υποβολή αίτησης και τον ορισμό της σε χρόνο τουλάχιστον 21 ημερών μεταγενέστερα, εκτός εάν ο αιτητής ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι η αίτηση είναι επείγουσα.
4. Επομένως, με τον καθορισμό του τύπου αυτού, δεν εξυπακούεται και δικαιοδοσία, χωρίς άλλο, να προβεί το δικαστήριο στη μονομερή εξέταση της αίτησης, η οποία τελεί πάντοτε υπό την προϋπόθεση ότι το δικαστήριο θα ικανοποιηθεί πως δικαιολογείται η παράκαμψη του παραπάνω κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης, για επείγοντες λόγους.
5. Αυτό προκύπτει από τη συνδυασμένη ερμηνεία των Κανονισμών 13 και 14 που προνοούν, για την επίδοση της αίτησης, «εκτός αν άλλως ήθελε διατάξει το Δικαστήριο», και για τον ορισμό της αίτησης, τουλάχιστον 21 μέρες μετά την καταχώρηση της, «εκτός αν άλλως ήθελε διατάξει το Δικαστήριο» κατόπιν επίκλησης επειγόντων λόγων.
6. Στην προκειμένη περίπτωση, θεωρήθηκε πρωτοδίκως πως το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε εξουσία να εξετάσει τις αιτήσεις για υποχρεωτική εξέταση και για προσωρινή νοσηλεία αυθημερόν, ενόψει του επείγοντος της υπόθεσης, όπως περιγράφεται στα γεγονότα των αιτήσεων.
7. Παρατηρείτο, ωστόσο, ότι δεν προέκυπτε από τα πρακτικά της διαδικασίας των δύο αιτήσεων που επιλήφθηκε το Επαρχιακό Δικαστήριο ή των σχετικών αποφάσεων του ημερομηνίας 18 και 19.3.2014, αντίστοιχα, να είχε εισηγηθεί η Αστυνομία, όπως επιληφθεί το Δικαστήριο των αιτήσεων νωρίτερα των 21 ημερών που επιτακτικά ορίζει ο Κανονισμός 13, επικαλούμενη επείγοντες λόγους.
8. Εν πάση δε περιπτώσει, ούτε το ίδιο το Δικαστήριο διαπίστωσε και κατέγραψε, ούτως ώστε να είναι δυνατός και ο δικαστικός έλεγχος ως προς την συνδρομή του επείγοντος, την ύπαρξη επειγόντων λόγων, οι οποίοι αν υπήρχαν, θα παρείχαν έρεισμα στην εξέταση των αιτήσεων αυθημερόν, αλλά και μονομερώς, δηλαδή χωρίς να ακουστούν οι εφεσείοντες
9. Διαπίστωση η οποία ήταν αρκετή από μόνη της για να οδηγήσει στην επιτυχία της έφεσης χωρίς να παρίσταται ανάγκη να εξεταστούν τα άλλα θέματα που εγείρονταν με την έφεση.
10. Είναι οφειλόμενη η άσκηση δικαστικής κρίσης επί του θέματος, εάν χρειάζεται ή όχι να ακουστεί η αίτηση ως επείγον μέτρο ή εάν δεν πρέπει να επιδοθεί. Η υποχρεωτική νοσηλεία επηρεάζει δραστικά το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να ακολουθούνται αυστηρά οι διατάξεις του Νόμου και των Κανονισμών.
11. Τα δικαστήρια μας λειτουργούν με όρους που καθορίζει το Σύνταγμα και οι δικονομικοί κανόνες. Στα πλαίσια της προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με την οποία είναι επιφορτισμένα, πρέπει να διασφαλίζουν τη δίκαιη δίκη.
12. Η αίτηση της ακούσιας ψυχιατρικής εξέτασης ή και νοσηλείας αποτελεί μια ιδιαίτερη διαδικασία αφού καλείται το υποκείμενο της αίτησης πρόσωπο να υποστεί περιορισμό της ελευθερίας του και υποχρεωτική νοσηλεία χωρίς να την έχει επιζητήσει το ίδιο και χωρίς να συναινεί, ενώ η ανάγκη αυστηρής τήρησης των διαδικαστικών προνοιών, οι οποίες αποτελούν και ασφαλιστικές δικλείδες για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του, προβάλλει πιο έντονα.
13. Οι Κανονισμοί 13 και 14 και το Άρθρο 10(1)(ζ) του Νόμου ουσιαστικά αναπαράγουν τα κατοχυρωμένα από το Άρθρο 30 του Συντάγματος δικαιώματα της δικαστικής προστασίας και της ακρόασης ενώπιον του δικαστηρίου.
14. Σε ό,τι αφορά ιδιαίτερα το δικαίωμα εκπροσώπησης από δικηγόρο, που δεν χρειάζεται να αποφασιστεί στην παρούσα υπόθεση, σημειώνεται ότι όπου η διαδικασία δεν είναι επείγουσα, δυνατό να εγείρεται και ζήτημα νομικής εκπροσώπησης.
15. Σχετική είναι η πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση MS v. Croatia (No.2) [2015] ECHR 196, η οποία αφορούσε περίπτωση συνέχισης νοσηλείας, στην οποία τονίστηκε η ανάγκη όπως οι ασφαλιστικές δικλείδες που παρέχει το Άρθρο 5(4) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών καταστούν αποτελεσματικές για τους ψυχικά ασθενείς και υπογραμμίστηκε η σημαντικότητα της παροχής αποτελεσματικής νομικής εκπροσώπησης σε πρόσωπα που τελούν υπό κράτηση, στα οποία δεν ανήκει η πρωτοβουλία για την εξασφάλιση εκπροσώπησης.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.
ΑναφερόμενηΥπόθεση:
MS v. Croatia (No.2) [2015] ECHR 196.
Έφεση.
Έφεση από τους Αιτητές εναντίον της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Πασχαλίδης, Δ.), (Αίτηση Αρ. 64/14), ημερομηνίας 29/10/2014.
Αχ. Αιμιλιανίδης με Κ. Στρατηλάτη, για τους Εφεσείοντες.
Μ. Στυλιανού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής, Π. Παναγή.
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Η έφεση των εφεσειόντων, οι οποίοι είναι σύζυγοι, στρέφεται εναντίον απόφασης αδελφού μας Δικαστή με την οποία απερρίφθη αίτηση που καταχώρησαν, μετά την παραχώρηση σχετικής άδειας, για την έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως certiorari. Η αίτηση αποσκοπούσε στην ακύρωση διατάγματος άμεσης εξέτασης και εκτίμησης της κατάστασης της εφεσείουσας καθώς και διατάγματος προσωρινής νοσηλείας της, τα οποία είχαν εκδοθεί στις 18.3.2014 και 19.3.2014 αντίστοιχα, από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, δυνάμει του Άρθρου 10 του περί Ψυχιατρικής Νοσηλείας Νόμου, Ν.77(Ι)/1997 (στο εξής «ο Νόμος»).
Στην καταχώρηση της αίτησης για υποχρεωτική εξέταση οδήγησε η καταγγελία, από γείτονες των εφεσειόντων, ενός συμβάντος το οποίο έλαβε χώρα στις 15.3.2014, στο οποίο εμπλέκονταν η εφεσείουσα και οι εν λόγω γείτονες της. Οι εκδοχές των δύο πλευρών για το συμβάν και τα όσα προηγήθηκαν, διίστανται. Για τους σκοπούς της παρούσας, είναι αρκετό να αναφέρουμε ότι κατά την εφεσείουσα, αντιμετώπιζε πονοκεφάλους τους οποίους απέδιδε στην εκπομπή κυμάτων από ηλεκτρονικά μηχανήματα που χρησιμοποιούσε ο γιος των γειτόνων της. Παρά τα σχετικά παράπονα της στους τελευταίους, αυτοί δεν ενδιαφέρθηκαν να επιλύσουν το πρόβλημα. Όταν δε παραπονέθηκε εκ νέου στους γείτονες της στις 15.3.2016, ο γιος τους την γρονθοκόπησε, με αποτέλεσμα να καταλήξει στο Νοσοκομείο όπου της παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες. Σύμφωνα με τους εφεσιβλήτους, η εφεσείουσα επιτίθετο «σε τακτά χρονικά διαστήματα» εναντίον των γειτόνων της και τους ύβριζε, χωρίς οποιοδήποτε λόγο. Στις 15.3.2014, επιτέθηκε στη γειτόνισσα της πιάνοντας την από το λαιμό, ενώ δάγκωσε το γιο της γειτόνισσας, ο οποίος έτρεξε να τη βοηθήσει, στο τέταρτο δάκτυλο του αριστερού χεριού. Με αφορμή το τελευταίο επεισόδιο, υποβλήθηκε αίτηση από την Αστυνομία για υποχρεωτική νοσηλεία στη βάση ψυχιατρικής γνωμάτευσης ότι η εφεσείουσα «ενίοτε γίνεται έντονα αγχώδης και ψυχοκινητικά ανήσυχη» και «είναι επικίνδυνη για τον εαυτό της και τους άλλους».
Βασική θέση των εφεσειόντων ενώπιον του δικαστηρίου που εκδίκασε πρωτοδίκως την αίτηση για άδεια παραχώρησης εντάλματος certiorari, η οποία επαναλήφθηκε και ενώπιον μας, ήταν ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο που εξέδωσε τα παραπάνω διατάγματα υπερέβη το δικαιοδοτικό πλαίσιο του και/ή υπέπεσε σε νομικό σφάλμα το οποίο είναι καταφανές στο πρακτικό. Αυτό γιατί τα διατάγματα υποχρεωτικής εξέτασης και προσωρινής νοσηλείας εκδόθηκαν κατόπιν μονομερούς αίτησης, αυθημερόν και κατά παράβαση των Άρθρων 11 και 30 του Συντάγματος, των Κανονισμών 13-15 των περί Ψυχιατρικής Νοσηλείας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2009 (εφεξής «οι Διαδικαστικοί Κανονισμοί») και των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και δίκαιης δίκης. Υποστήριξαν συναφώς ότι η μονομερής αίτηση δεν επιδόθηκε ώστε να δοθεί η δυνατότητα στην εφεσείουσα και στον ενδιαφερόμενο σύζυγο και προσωπικό της αντιπρόσωπο, με την έννοια του Άρθρου 18 του Ν.77(Ι)/1997, να διορίσουν δικηγόρο, να καταχωρήσουν ένσταση και να προβάλουν ενώπιον του δικαστηρίου τους ισχυρισμούς τους.
Οι εφεσίβλητοι προέβαλαν εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις, με την ένσταση τους, εισηγούμενοι ότι τα διατάγματα εκδόθηκαν νομότυπα από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας και σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου αφού συνέτρεχαν όλες οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την έκδοση τους. Εξάλλου, οι σχετικές πρόνοιες του Νόμου και των Κανονισμών δεν καθιστούν υποχρεωτική και/ή αναγκαία τη δυνατότητα καταχώρισης ένστασης ή προβολής ισχυρισμών εκ μέρους της εφεσείουσας ή διορισμού δικηγόρου. Ειδικότερα σε σχέση με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε, το Επαρχιακό Δικαστήριο έκρινε κατόπιν σχετικής προς αυτό εισήγησης του αιτούμενου προσώπου, επικαλούμενο επείγοντες λόγους, ότι ήταν αναγκαία η άμεση έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.
Απορρίπτοντας τις θέσεις της εφεσείουσας, ο αδελφός δικαστής ο οποίος εκδίκασε πρωτόδικα την αίτηση για άδεια παραχώρησης εντάλματος certiorari, ανέφερε σε σχέση με τη θέση ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο επιλήφθηκε των αιτήσεων αυθημερόν:
«Τα χρονικά πλαίσια που θέτουν οι πιο πάνω Κανονισμοί τελούν πάντοτε υπό την προϋπόθεση ότι το Δικαστήριο δεν έχει διατάξει συντομότερο χρόνο εκδίκασης. Προκύπτει συνεπώς ότι το Δικαστήριο είχε εξουσία να εξετάσει τις αιτήσεις για υποχρεωτική εξέταση και για προσωρινή νοσηλεία αυθημερόν ενόψει του επείγοντος της υπόθεσης, όπως περιγράφεται στα γεγονότα των αιτήσεων. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει καταγραμμένο ότι το Δικαστήριο διέταξε τη σύντομη εκδίκαση της αίτησης δεν έχει οποιαδήποτε σημασία, εφόσον το ίδιο το Δικαστήριο με το να εξετάσει την αίτηση την ίδια ημέρα που καταχωρήθηκε, συνεπάγεται ότι διέταξε τη σύντομη εκδίκαση τους. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Κυπριανού v. Κυπριανού (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 679, αιτήσεις αυτού του είδους μπορεί να παρουσιαστούν ανά πάσα στιγμή στο Δικαστήριο και να χρειαστεί η άμεση αντιμετώπιση τους με κατεπείγουσα απόφαση.»
Έκρινε πως ούτε το παράπονο των εφεσειόντων ότι δεν έγινε επίδοση της μονομερούς αίτησης ευσταθούσε. Σημείωσε δε σχετικά πως η αίτηση για υποχρεωτική εξέταση για σκοπούς ετοιμασίας ιατρικής γνωμάτευσης, υποβάλλεται και εξετάζεται μονομερώς και το διάταγμα που εκδίδεται παραμένει σε ισχύ μέχρι την εξέταση της κυρίως αίτηση, ήτοι της αίτησης για προσωρινή νοσηλεία, η εξέταση της οποίας γίνεται στην παρουσία του ασθενούς στον οποίο παρέχεται το δικαίωμα να ακουστεί και να διορίσει, αν το επιθυμεί, δικηγόρο. Θεώρησε ότι η διαδικασία αυτή τηρήθηκε στην περίπτωση της εφεσείουσας, η οποία παρουσιάστηκε κατά την εξέταση της αίτησης για προσωρινή νοσηλεία, της δόθηκε η ευκαιρία να ακουστεί και να προβάλει τους ισχυρισμούς της, και ακούστηκε. Απορρίπτοντας τη θέση ότι παραβιάστηκαν τα κατοχυρωμένα δυνάμει του Άρθρου 30 του Συντάγματος δικαιώματα της εφεσείουσας, σημείωσε ότι η εφεσείουσα εξετάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο στα πλαίσια της διαδικασίας για προσωρινή νοσηλεία, «η οποία δεν υπέβαλε οποιοδήποτε αίτημα είτε για καταχώρηση ένστασης, είτε για νομική εκπροσώπηση, παρά τη σχετική πληροφόρηση που έτυχε από το Δικαστήριο», ενώ ο εφεσείων, σύζυγος της, βρισκόταν στο δικαστήριο και, συνεπώς, έλαβε γνώση των αιτήσεων.
Με την έφεση, οι εφεσείοντες προσβάλλουν την παραπάνω θεώρηση του αδελφού μας δικαστή, ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν υπερέβη το δικαιοδοτικό του πλαίσιο ή υπέπεσε σε νομικό σφάλμα, εκδίδοντας τα υπό αναφορά διατάγματα, μάλιστα μονομερώς και αυθημερόν και χωρίς να αποδεικνύεται συγκεκριμένη ψυχική νόσος, κατά παράβαση των Άρθρων 11 και 30 του Συντάγματος και των Κανονισμών 13-15 των Διαδικαστικών Κανονισμών.
Η διαδικασία που ακολουθείται για την παροχή υποχρεωτικής νοσηλείας προβλέπεται από το Άρθρο 10(1) του Νόμου* και τους Διαδικαστικούς Κανονισμούς. Στην προκείμενη περίπτωση ενδιαφέρουν ειδικότερα οι παράγραφοι (α)(β) και (ζ) του εδαφίου (1) του Άρθρου 10 του Νόμου και οι Κανονισμοί 2, 12-14 των Διαδικαστικών Κανονισμών. Σύμφωνα με την παράγραφο (β) του Άρθρου 10(1) του Νόμου, η αίτηση για διάταγμα προσωρινής νοσηλείας ασθενούς υποστηρίζεται από ψυχιατρική γνωμάτευση σχετικά με την αναγκαιότητα παροχής νοσηλείας δυνάμει των σχετικών προνοιών του Νόμου. Σε περίπτωση δε που ο ασθενής αρνηθεί να εξεταστεί για σκοπούς προσκόμισης τέτοιας γνωμάτευσης, προβλέπεται διαδικασία για την έκδοση δικαστικού διατάγματος για την υποχρεωτική του εξέταση (Άρθρο 10(3) του Νόμου)**.
Οι Διαδικαστικοί Κανονισμοί καθιερώνουν το έντυπο 1 του Πρώτου Παραρτήματος ως τον τύπο της αίτησης που υποβάλλεται δυνάμει του Άρθρου 10 του Νόμου για την παροχή υποχρεωτικής νοσηλείας. Η διαδικασία που ακολουθείται κατά την ημερομηνία που η αίτηση είναι ορισμένη για εξέταση, είναι ανάλογη με τη διαδικασία που ακολουθείται στις πολιτικές αγωγές (Κανονισμός 15).
Εν προκειμένω, τόσο η αίτηση για υποχρεωτική εξέταση όσο και η αίτηση για προσωρινή νοσηλεία, ακολούθησαν το έντυπο 1 του Πρώτου Παρατήματος των Διαδικαστικών Κανονισμών.
Χρειάζεται εδώ να μνημονευθούν και οι Κανονισμοί 13 και 14 των Διαδικαστικών Κανονισμών, οι οποίοι προβλέπουν αντίστοιχα για το χρόνο ορισμού και την επίδοση αιτήσεων που υποβάλλονται δυνάμει του Νόμου και των Διαδικαστικών Κανονισμών:
«13. Εκτός αν άλλως διατάξει το Δικαστήριο, κατόπιν σχετικής προς αυτό προφορικής εισήγησης του αιτούμενου προσώπου, επικαλούμενο επείγοντες λόγους, κάθε αίτηση που υποβάλλεται δυνάμει του Νόμου και των παρόντων Κανονισμών, ορίζεται από το αρμόδιο Πρωτοκολλητείο και τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου προς εξέταση και ανάλογες οδηγίες, σε χρόνο τουλάχιστον 21 ημερών από την ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης.
14. Εκτός αν άλλως ήθελε διατάξει το Δικαστήριο, κάθε αίτηση επιδίδεται τουλάχιστον 10 καθαρές ημέρες πριν από την ημερομηνία που είναι αυτή ορισμένη ενώπιον του Δικαστηρίου, κάθε δε κλητήριο προς μάρτυρα, επιδίδεται τουλάχιστον 7 καθαρές ημέρες πριν την ημερομηνία που η αίτηση είναι ορισμένη ενώπιον του Δικαστηρίου.»
Αποτελεί θεμελιακό κανόνα του δικαϊκού μας συστήματος ότι κανείς δεν δικάζεται χωρίς να ακουστεί. Αρχή διακαίου η οποία εκφράζεται με το λατινικό αξίωμα «audi alteram partem». Υπάρχουν όμως περιπτώσεις που ο νομοθέτης επιτρέπει την παρέκκλιση από τον παραπάνω κανόνα και την έκδοση διατάγματος χωρίς ειδοποίηση στο άλλο μέρος, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, οι οποίες συναρτώνται με το επείγον της περίπτωσης ή όπου υπάρχουν ιδιάζουσες περιστάσεις (βλ., για παράδειγμα, το Άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.6).
Οι Διαδικαστικοί Κανονισμοί που εδώ απασχολούν προβλέπουν για την υποβολή αίτησης και τον ορισμό της σε χρόνο τουλάχιστον 21 ημερών μεταγενέστερα, εκτός εάν ο αιτητής ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι η αίτηση είναι επείγουσα. Επομένως, με τον καθορισμό του τύπου αυτού, δεν εξυπακούεται και δικαιοδοσία, χωρίς άλλο, να προβεί το δικαστήριο στη μονομερή εξέταση της αίτησης, η οποία τελεί πάντοτε υπό την προϋπόθεση ότι το δικαστήριο θα ικανοποιηθεί πως δικαιολογείται η παράκαμψη του παραπάνω κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης, για επείγοντες λόγους. Αυτό προκύπτει από τη συνδυασμένη ερμηνεία των Κανονισμών 13 και 14 που προνοούν, για την επίδοση της αίτησης, «εκτός αν άλλως ήθελε διατάξει το Δικαστήριο», και για τον ορισμό της αίτησης, τουλάχιστον 21 μέρες μετά την καταχώρηση της, «εκτός αν άλλως ήθελε διατάξει το Δικαστήριο» κατόπιν επίκλησης επειγόντων λόγων.
Στην προκειμένη περίπτωση, θεωρήθηκε πρωτοδίκως πως το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε εξουσία να εξετάσει τις αιτήσεις για υποχρεωτική εξέταση και για προσωρινή νοσηλεία αυθημερόν, ενόψει του επείγοντος της υπόθεσης, όπως περιγράφεται στα γεγονότα των αιτήσεων. Παρατηρούμε, ωστόσο, ότι δεν προκύπτει από τα πρακτικά της διαδικασίας των δύο αιτήσεων που επιλήφθηκε το Επαρχιακό Δικαστήριο ή των σχετικών αποφάσεων του ημερομηνίας 18 και 19.3.2014, αντίστοιχα, να είχε εισηγηθεί η Αστυνομία, όπως επιληφθεί το Δικαστήριο των αιτήσεων νωρίτερα των 21 ημερών που επιτακτικά ορίζει ο Κανονισμός 13, επικαλούμενη επείγοντες λόγους. Εν πάση δε περιπτώσει, ούτε το ίδιο το Δικαστήριο διαπίστωσε και κατέγραψε, ούτως ώστε να είναι δυνατός και ο δικαστικός έλεγχος ως προς την συνδρομή του επείγοντος, την ύπαρξη επειγόντων λόγων, οι οποίοι αν υπήρχαν, θα παρείχαν έρεισμα στην εξέταση των αιτήσεων αυθημερόν, αλλά και μονομερώς, δηλαδή χωρίς να ακουστούν οι εφεσείοντες. Διαπίστωση η οποία είναι αρκετή από μόνη της για να οδηγήσει στην επιτυχία της έφεσης χωρίς να παρίσταται ανάγκη να εξετάσουμε τα άλλα θέματα που εγείρονται με την έφεση. Η προς το αντίθετο καταγραφείσα ως προς το ζήτημα θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι με το να εξεταστεί αυθημερόν η αίτηση σημαίνει ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο τη θεώρησε επείγουσα, δεν ευσταθεί. Είναι οφειλόμενη η άσκηση δικαστικής κρίσης επί του θέματος, εάν χρειάζεται ή όχι να ακουστεί η αίτηση ως επείγον μέτρο ή εάν δεν πρέπει να επιδοθεί. Η υποχρεωτική νοσηλεία επηρεάζει δραστικά το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να ακολουθούνται αυστηρά οι διατάξεις του Νόμου και των Κανονισμών.
Παρά την κατάληξη μας, επιθυμούμε να επισημάνουμε και τα ακόλουθα. Τα δικαστήρια μας λειτουργούν με όρους που καθορίζει το Σύνταγμα και οι δικονομικοί κανόνες. Στα πλαίσια της προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με την οποία είναι επιφορτισμένα, πρέπει να διασφαλίζουν τη δίκαιη δίκη. Η αίτηση της ακούσιας ψυχιατρικής εξέτασης ή και νοσηλείας αποτελεί μια ιδιαίτερη διαδικασία αφού καλείται το υποκείμενο της αίτησης πρόσωπο να υποστεί περιορισμό της ελευθερίας του και υποχρεωτική νοσηλεία χωρίς να την έχει επιζητήσει το ίδιο και χωρίς να συναινεί, ενώ η ανάγκη αυστηρής τήρησης των διαδικαστικών προνοιών, οι οποίες αποτελούν και ασφαλιστές δικλείδες για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του, προβάλλει πιο έντονα.
Οι Κανονισμοί 13 και 14 και το Άρθρο 10(1)(ζ) του Νόμου* ουσιαστικά αναπαράγουν τα κατοχυρωμένα από το Άρθρο 30 του Συντάγματος δικαιώματα της δικαστικής προστασίας και της ακρόασης ενώπιον του δικαστηρίου. Σε ό,τι αφορά ιδιαίτερα το δικαίωμα εκπροσώπησης από δικηγόρο, που δεν χρειάζεται να αποφασιστεί στην παρούσα υπόθεση, σημειώνουμε ότι όπου η διαδικασία δεν είναι επείγουσα, δυνατό να εγείρεται και ζήτημα νομικής εκπροσώπησης. Παραπέμπουμε στην πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση MS v. Croatia (No.2) [2015] ECHR 196, η οποία ήταν περίπτωση συνέχισης νοσηλείας, στην οποία τονίστηκε η ανάγκη όπως οι ασφαλιστικές δικλείδες που παρέχει το Άρθρο 5(4) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών καταστούν αποτελεσματικές για τους ψυχικά ασθενείς και υπογραμμίστηκε η σημαντικότητα της παροχής αποτελεσματικής νομικής εκπροσώπησης σε πρόσωπα που τελούν υπό κράτηση, στα οποία δεν ανήκει η πρωτοβουλία για την εξασφάλιση εκπροσώπησης. Λέχθηκαν σχετικά τα ακόλουθα:
«152. [.] the Court reiterates that in the context of the guarantees for a review of compliance with the procedural and substantive terms, of an individual's deprivation of liberty, the relevant judicial proceedings need not always be attended by the same guarantees as those required under Article 6 § 1 for civil or criminal litigation. Nonetheless, it is essential that the person concerned should have access to a court and the opportunity to be heard either in person or, where necessary, through some form of representation (see, amongst many others, Stanev, cited above, § 171).
153. This implies, inter alia, that an individual confined in a psychiatric institution because of his or her mental condition should, unless there are special circumstances, actually receive legal assistance in the proceedings relating to the continuation, suspension or termination of his confinement. The importance of what is at stake for him or her, taken together with the very nature of the affliction, compel this conclusion (see Megyeri v. Germany, 12 May 1992, § 23, Series A no. 237-A). Moreover, this does not mean that persons committed to care under the head of "unsound mind" should themselves take the initiative in obtaining legal representation before having recourse to a court (see Winterwerp, cited above, § 66).»
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση γίνεται δεκτή. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και εκδίδεται ένταλμα certiorari προς ακύρωση των διαταγμάτων ημερομηνίας 18.3.2014 και 19.3.2014 που εκδόθηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων, τόσο πρωτόδικα όσον και κατ' έφεση, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.