ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ECLI:CY:AD:2016:D96

(2016) 1 ΑΑΔ 443

17 Φεβρουαρίου, 2016

 

[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στής]

 

ΑναφορικΑ με το Αρθρο 155.4 του ΣυντΑγματοΣ και τα Αρθρα 3 και 9 του ΠερΙ ΑΠονομΗΣ τησ ΔικαιοσΥνησ (ΠοικΙλαι ΔιατΑξειΣ) ΝΟμου του 1964 και συνακΟλουθεΣ τροΠοΠοΙΗΣΕΙΣ αυτοΥ,

 

Και

 

ΑναφορικΑ με την αΙτηση των 1. ΠαναγιΩτη ΚουμΠαρΙδη και 2. Metal Express Services (P.K.) Ltd, για Αδεια του ΑνωτΑτου ΔικαστηρΙου ΠΡΟΣ καταχΩριση αΙτησηΣ για Εκδοση ΠρονομιακοΥ εντΑλματΟΣ φΥΣΕΩΣ Certiorari,

 

Και

 

ΑναφορικΑ με την ενδιΑμεση αΠΟφαση του ΕΠαρχιακοΥ ΔικαστηρΙου ΛεμεσοΥ ημερ. 05.02.16.

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 26/2016)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση για παραχώρηση άδειας καταχώρησης αίτησης προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari με την οποία θα επιδιωκόταν, η ακύρωση προσωρινών απαγορευτικών διαταγμάτων τα οποία εκδόθηκαν από Επαρχιακό Δικαστήριο στο πλαίσιο αγωγής ― Απορριπτική κατάληξη λόγω μη ύπαρξης των προϋποθέσεων για ενεργοποίηση της δικαιοδοσίας προνομιακών ενταλμάτων.

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Παραχωρούνται κατ' εξαίρεση όταν από το ίδιο το πρακτικό διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας ή έκδηλη πλάνη περί το Νόμο ή παραβίαση Κανόνων φυσικής δικαιοσύνης ― Eκεί όπου υπάρχει στη διάθεση του αιτητή εναλλακτικό ένδικο μέσο, οι πιθανότητες έγκρισης τέτοιας αίτησης ουσιωδώς αναιρούνται και μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις - όπου ακριβώς συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις - δίδεται άδεια για καταχώρηση αίτησης ή χορηγείται το ένταλμα, όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο.

 

Οι αιτητές αιτήθηκαν άδεια για καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari με την οποία θα επιδιωκόταν κατά κύριο λόγο, η ακύρωση προσωρινών απαγορευτικών διαταγμάτων τα οποία εκδόθηκαν από Επαρχιακό Δικαστήριο στο πλαίσιο αγωγής.

 

Με τα εκδοθέντα διατάγματα οι αιτητές εμποδίζονταν όπως επέμβουν σε τραπεζικούς λογαριασμούς των αιτητών 2 και διατασσόταν ο αιτητής 1 όπως επιστρέψει στην αιτήτρια 2 αμέσως ποσό €40,000.00 το οποίο έκανε ανάληψη αδικαιολόγητα  και/ή παράνομα και/ή με δόλο, με τον τρόπο που περιγραφόταν στην  ένορκη δήλωση που συνόδευε τη μονομερή αίτηση δια της οποίας εξεδόθη το προσωρινό διάταγμα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση μονομερούς αίτησης, ένορκης δήλωσης που τη στήριζε και συνοδευτικών τεκμηρίων, ασκώντας τη διακριτική του εξουσία με βάση το Άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου και του Άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, εξέδωσε διατάγματα υπέρ της ενάγουσας στην πρωτόδικη διαδικασία Μαριάννας Κουμπαρίδου, σε αγωγή που είχε καταχωρήσει την ίδια ημέρα εναντίον των αιτητών στην παρούσα.

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα που υποστήριζαν την ex parte αίτηση, η ενάγουσα και ο αιτητής 1 στην παρούσα, είναι σύζυγοι και κατά ή περί το Δεκέμβρη του 2015 παρουσιάστηκαν στις διαπροσωπικές τους σχέσεις έντονα προβλήματα, τα οποία η ενάγουσα/ενόρκως δηλούσα περιέγραψε ως σοβαρές απειλές και επεισόδια εναντίον της από τον αιτητή 1, τέτοιας φύσεως μάλιστα που υπήρξε ανάγκη μεσολάβησης της Αστυνομίας. Ως επόμενο αυτής της περιγραφόμενης συμπεριφοράς η ενόρκως δηλούσα αναφέρει ότι εξαναγκάσθη σε παραίτηση από την επιχείρηση της αιτήτριας 2 στην οποία η ίδια και ο σύζυγος της ήταν μέτοχοι.

 

Όπως η ενόρκως δηλούσα ισχυριζόταν στη υποστηρικτική ένορκη δήλωση, από την 1.12.2015 μέχρι 25.1.2016 ο αιτητής 1 «αδικαιολόγητα και/ή παράνομα και/ή με δόλο» (και δη στις 22.12.2015, δηλαδή 2 μέρες μετά από περιστατικό το οποίο περιγράφηκε ως σοβαρό μεταξύ των συζύγων) σε λογαριασμό που διαθέτει η αιτήτρια 2 στην Ελληνική Τράπεζα έκαμε διάφορες αναλήψεις σε μικρό χρονικό διάστημα ύψους €40,000 ενώ στον ίδιο περίπου χρόνο καταχωρήθηκαν από την ενάγουσα στο Οικογενειακό Δικαστήριο και Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού σχετικές αιτήσεις για περιοριστικά μέτρα.

 

Ουσιαστικά, σύμφωνα με αυτή, σε 10 εργάσιμες ημέρες έγινε ανάληψη από το λογαριασμό της αιτήτριας 2 - εναγομένης 2 ποσού €40,000. Προσθέτως γίνεται αναφορά μεταξύ άλλων, στο ότι έγιναν ενέργειες εκ μέρους των εναγομένων για εγγραφή άλλης εταιρείας και αλλαγή κλειδαριών του υποστατικού της εναγομένης 2 ώστε να καταστρατηγηθούν τα δικαιώματα της ενάγουσας ως μειοψηφία έναντι του ελέγχου της εναγομένης 2.

 

Προς υποστήριξη της αίτησης προβλήθηκε μεταξύ άλλων ότι η πρωτόδικη απόφαση ήταν έκδηλα παράνομη και αντισυνταγματική και καταστρατηγεί κάθε κανόνα φυσικής δικαιοσύνης αφού το Δικαστήριο απεφάνθη οριστικά ότι το ποσό αυτό το έκαναν ανάληψη αδικαιολόγητα, παράνομα και με δόλο. Είναι ισχυρισμός του αιτητή ότι αποστερήθηκε έτσι το δικαίωμα του να ακουστεί και να προβάλει την υπεράσπιση του.

 

Εν γένει προβλήθηκε ισχυρισμός ότι η καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας άσκηση των εξουσιών του Δικαστηρίου και/ή τα ως άνω σφάλματα τα οποία άπτονται της δικαιοδοσίας του κατώτερου Δικαστηρίου, δικαιολογούσαν τις αιτούμενες θεραπείες. Εκ των προαναφερομένων δημιουργούνταν δε ειδικές περιστάσεις, όπως προέβαλε καταληκτικά ο αιτητής.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1.   Όπως είναι ευρέως και βαθιά εδραιωμένο στο σύστημα δικαίου μας, το προνομιακό ένταλμα, όπως το certiorari εν προκειμένω, είναι ένα εξαιρετικό μέτρο και η απόδοσή του ασκείται πάντοτε με φειδώ στα πλαίσια των νομολογημένων αρχών.

  2.   Το θέμα λοιπόν που αναφυόταν αρχικά ήταν αν, εκ πρώτης όψεως με βάση τις νομολογημένες αρχές, οι αιτητές είχαν τεκμηριώσει την αίτηση τους.

  3.   Εξετάστηκαν οι προβαλλόμενοι λόγοι στα πλαίσια των αρχών που έχουν καθιερωθεί από τη νομολογία, σε συνάρτηση με τη μαρτυρία που υπήρχε διαθέσιμη στο πρωτόδικο Δικαστήριο για την έκδοση ή μη των διαταγμάτων μονομερώς.

  4.   Όλα τα στοιχεία που τέθηκαν πρωτοδίκως μπορούσαν εκ πρώτης όψεως να δικαιολογήσουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας υπέρ της ενάγουσας και δεν υπήρξε παραβίαση της φυσικής δικαιοσύνης εφόσον τα διατάγματα και η σχετική δικογραφία επεδόθησαν στους παρόντες αιτητές και κυρίως λόγω του ότι τα διατάγματα ορίστηκαν επιστρεπτέα σε σχετικά σύντομη ημερομηνία, 10 ημέρες μετά την έκδοση τους.

  5.   Η άσκηση λοιπόν της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου υπήρχε και ήταν δεδομένη.  Η άσκηση όμως της διακριτικής του ευχέρειας δεν ελέγχεται με προνομιακού τύπου εντάλματα. Ως προς αυτή λοιπόν την πτυχή η αίτηση δεν θα μπορούσε να επιτύχει, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκήθηκε ορθά, απλώς δεν δύναται να είναι το αντικείμενο εξέτασης σε τέτοιας φύσεως διαδικασία ως η παρούσα.

  6.   Η επίκληση συνταγματικών δικαιωμάτων και ή παραβίαση δικαιωμάτων ακρόασης δεν ανατρέπει αφενός την ίδια τη δυναμική που έχει η πρωτόδικη διαδικασία δυνάμει των Άρθρων 32 και 9 ανωτέρω, όπου επανεξετάζεται αναγκαστικά η ορθότητα ή η εν γένει βασιμότητα της μονομερούς έκδοσης των διαταγμάτων, αφού και οι δύο πλευρές ακουστούν, αλλά και αφετέρου τα επικαλούμενα δικαιώματα δεν μπορεί να απομονωθούν από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.

  7.   Το μόνο σημείο που προβάλλεται ως εμφανές λάθος στο πρακτικό μπορεί να εκληφθεί, αν και όχι με την απαιτούμενη σαφήνεια, η εισήγηση ότι στο συντεταγμένο διάταγμα περιλαμβανόταν λογαριασμός της Εθνικής τράπεζας για τον οποίο δεν γινόταν καμία αναφορά στην ένορκη δήλωση που στήριζε την αίτηση, ούτε και επί του παρακλητικού των αιτήσεων.

  8.   Στην απουσία του πρακτικού που δεν προσκομίστηκε δεν μπορούσε να γίνεται λόγος για εμφανές λάθος στο πρακτικό. Ο μη επαρκής χρόνος που τέθηκε προφορικά από τον ευπαίδευτο συνήγορο των αιτητών, όταν ρωτήθηκε σχετικά, ως λόγος μη προσκόμισης του πρακτικού δεν ήταν πειστικός. Εξάλλου δεν τέθηκε καν ότι ζητήθηκε το πρακτικό αυτό.

  9.   Πέραν απ' αυτά στην προκείμενη περίπτωση ίσχυε απόλυτα η αρχή ότι ακόμη και σε περιπτώσεις όπου θα υπήρχε εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, η άδεια δεν θα μπορούσε να δοθεί αφού προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, δηλαδή εν προκειμένω η ίδια η υποχρέωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να ασχοληθεί με την αίτηση, εφόσον τα διατάγματα είναι επιστρεπτέα, αφού ακούσει σχετικά και τις δύο πλευρές.

10. Δεν είχαν καταδειχθεί, επαρκώς ή και καθόλου εξαιρετικές περιστάσεις εν προκειμένω για παρέκκλιση από τον κανόνα.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Fedossova (Αρ.1) (1997) 1 Α.Α.Δ. 534,

 

Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469,

 

Περέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692,

 

Λυσιώτης (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 739,

Marewave Shipping & Trading Co Ltd IT (1992) 1 Α.Α.Δ. 116,

 

Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464,

 

Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 109,

 

Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965,

 

Μαρκίδης (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 552,

 

Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535,

 

Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 878.

 

Αίτηση.

 

Ηλ. Κονναρής, για τους Αιτητές.

 

Cur. adv. vult.

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ. Δ.: Οι αιτητές 1. Παναγιώτης Κουμπαρίδης και 2. Metal Express Services (P.K) Ltd με τη μονομερή αίτηση τους ζητούν:

 

Α. Άδεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου για καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari δια του οποίου να ακυρώνονται τα προσωρινά διατάγματα ημερ. 05.02.16,τα οποία εκδόθηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στα πλαίσια της υπόθεσης 320/16 και με τα οποία:

 

1. Απαγορεύεται και εμποδίζονται οι αιτητές όπως επέμβουν στους τραπεζικούς λογαριασμούς των αιτητών αρ.2 στην Εθνική Τράπεζα υπ' αρ. 100005242084 και στην Ελληνική Τράπεζα υπ' αρ. 2530111137601 ο οποίος είναι εγγεγραμμένος στους αιτητές 2 μέχρι την πλήρη και τελική εκδίκαση και αποπεράτωση της αγωγής και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.

 

ΙΙ. Διατάσσεται ο αιτητής 1 όπως επιστρέψει στην αιτήτρια 2 αμέσως το ποσό των €40,000.00 το οποίο έκανε ανάληψη αδικαιολόγητα  και/ή παράνομα και/ή με δόλο, με τον τρόπο που περιγράφεται στην παράγραφο 12 της ένορκης δήλωσης που συνόδευε τη μονομερή αίτηση δια της οποίας εξεδόθη το προσωρινό διάταγμα.

 

Β. Άδεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari με το οποίο να ζητείται η μεταφορά του φακέλου της διαδικασίας που αναφέρεται στην παράγραφο (Α) πιο πάνω στο Ανώτατο Δικαστήριο Κύπρου με σκοπό την ακύρωση των προσωρινών διαταγμάτων ημερ. 05.02.2016.

 

Γ. Αναστολή της ισχύος των εν λόγω προσωρινών διαταγμάτων ημερ. 05.02.2016 μέχρι την ολοκλήρωση της εκδίκασης της αίτησης δια κλήσεως που θα καταχωρηθεί αν δοθεί η αιτούμενη άδεια για την έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου τούτου.

 

Όπως φαίνεται από τα πιο πάνω, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού (Α.Ε.Δ.) στη βάση μονομερούς αίτησης, ένορκης δήλωσης που τη στήριζε και συνοδευτικών τεκμηρίων, ασκώντας τη διακριτική του εξουσία με βάση το Άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου και του Άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, εξέδωσε διατάγματα υπέρ της ενάγουσας στην πρωτόδικη διαδικασία Μαριάννας Κουμπαρίδου, σε αγωγή που είχε καταχωρήσει την ίδια ημέρα εναντίον των αιτητών στην παρούσα.

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα που στηρίζουν την ex parte αίτηση, η ενάγουσα και ο παρών αιτητής 1 είναι σύζυγοι και κατά ή περί το Δεκέμβρη του 2015 παρουσιάστηκαν στις διαπροσωπικές τους σχέσεις έντονα προβλήματα, τα οποία η ενάγουσα/ενόρκως δηλούσα περιέγραψε ως σοβαρές απειλές και επεισόδια εναντίον της από τον αιτητή 1, τέτοιας φύσεως μάλιστα που υπήρξε ανάγκη μεσολάβησης της Αστυνομίας. Ως επόμενο αυτής της περιγραφόμενης συμπεριφοράς η ενόρκως δηλούσα αναφέρει ότι εξαναγκάσθη σε παραίτηση από την επιχείρηση της αιτήτριας 2 στην οποία η ίδια και ο σύζυγος της ήσαν μέτοχοι. Πρόκειται για εργοστάσιο όπου στεγάζεται η αιτήτρια 2 δυνάμει συμβάσεως με το Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας. Όπως η ενόρκως δηλούσα διατείνεται στη στηρικτική ένορκη δήλωση, από  την 1.12.2015 μέχρι 25.1.2016 ο αιτητής 1 «αδικαιολόγητα και/ή παράνομα και/ή με δόλο» (και δη στις 22.12.2015, δηλαδή 2 μέρες μετά το περιστατικό που περιγράφεται ως σοβαρό μεταξύ των συζύγων) σε λογαριασμό που διαθέτει η αιτήτρια 2 στην Ελληνική Τράπεζα έκαμε διάφορες αναλήψεις σε μικρό χρονικό διάστημα ύψους €40,000 ενώ στον ίδιο περίπου χρόνο καταχωρήθηκαν από την ενάγουσα στο Οικογενειακό Δικαστήριο και Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού σχετικές αιτήσεις για περιοριστικά μέτρα. Ουσιαστικά, σύμφωνα με αυτή, σε 10 εργάσιμες ημέρες έγινε ανάληψη από το λογαριασμό της αιτήτριας 2 - εναγομένης 2 ποσού €40,000. Προσθέτως γίνεται αναφορά στο ότι έγιναν ενέργειες εκ μέρους των εναγομένων για εγγραφή άλλης εταιρείας και αλλαγή κλειδαριών του υποστατικού της εναγομένης 2 ώστε να καταστρατηγηθούν τα δικαιώματα της ενάγουσας ως μειοψηφία έναντι του ελέγχου της εναγομένης 2. Είναι ο ισχυρισμός της ενόρκως δηλούσας ότι δικαιούται να συμμετάσχει στην περιουσία της εταιρείας ως κατέχουσας το 49% των μετοχών, ενώ οι εναγόμενοι με ενέργειες τους σκοπούν στο να καταστήσουν την εταιρεία ανενεργή και να την αποκλείσουν από οποιονδήποτε δικαίωμα και ή χρήση και εκμετάλλευση των περιουσιακών στοιχείων της εναγομένης 2. Υπήρξε η κατάληξη της ενόρκως δηλούσας ότι συντρέχει άμεση ανάγκη να εκδοθούν από το Επαρχιακό Δικαστήριο τα επίδικα διατάγματα «εφόσον ο εναγόμενος 1 προβαίνει σε αλλεπάλληλες ενέργειες που δεν μπορώ να προβλέψω, αυθαίρετα και αδικαιολόγητα και/ή παράνομα και/ή με δόλο σε βάρος της εναγομένης 2 και των συμφερόντων και δικαιωμάτων μου ως μειοψηφίας. Τυχόν μη έκδοση του εν λόγω διατάγματος θα αφήσει απροστάτευτη την εναγομένη 2 και εμένα και θα μας προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά».

 

Όπως έχω αναφέρει προηγουμένως, το Επαρχιακό Δικαστήριο στη βάση της ένορκης ομολογίας και ως φαίνεται, με τον όρο κατάθεσης σχετικής εγγύησης, εξέδωσε στις 5.2.2016 τα αιτούμενα υπό της ενάγουσας διατάγματα και όρισε το προσωρινό διάταγμα επιστρεπτέο στις 15.2.2016.

 

Είναι γι' αυτό το διάταγμα για το οποίο επιχειρείται να δοθεί άδεια εκ μέρους των αιτητών/εναγομένων στην πρωτόδικη διαδικασία και οι λόγοι για τους οποίους γίνεται επίκληση για την αιτούμενη άδεια συνάγονται από την ένορκη δήλωση του εναγομένου 1 ο οποίος προβαίνει στη δήλωση και κατ' εξουσιοδότηση της εταιρείας. Αφού γίνεται αναφορά στην έκδοση του πιο πάνω διατάγματος, επίσης γίνεται αναφορά στο ότι επιδόθηκε σε αυτούς στις 8.2.2016. Σε σχέση με το μέρος του διατάγματος  με αρίθμηση 3 στο τεκμ.3, το συντεταγμένο διάταγμα ημερ. 5.2.2016 (ότι δηλαδή απαγορεύεται στους εναγομένους αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα να επέμβουν στον τραπεζικό λογαριασμό υπ' αριθμό 100005242084 στην Εθνική τράπεζα και στο λογαριασμό αριθμ. 259-01-11137601 στην Ελληνική τράπεζα), είναι ισχυρισμός του αιτητή 1 ότι πουθενά στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση της καθ' ης η αίτηση δεν υπάρχει μαρτυρία ή αναφορά σχετικά με τον πιο πάνω λογαριασμό της Εθνικής τράπεζας και ότι αυτός ανήκει στους αιτητές 2. Κατά συνέπεια το Δικαστήριο υπερέβη την εξουσία του στο να εκδώσει το εν λόγω διάταγμα και για το λογαριασμό αυτό.

 

Προσθέτως σε σχέση με το διάταγμα με αρίθμηση 4 του τεκμ.3 το οποίο εξεδόθη εναντίον του αιτητή 1 και τον διατάσσει όπως επιστρέψει το ποσό των €40,000 στην ενάγουσα, ο αιτητής αναφέρει ότι η απόφαση του Δικαστηρίου «είναι έκδηλα παράνομη και αντισυνταγματική και καταστρατηγεί κάθε κανόνα φυσικής δικαιοσύνης αφού το Δικαστήριο απεφάνθη οριστικά ότι το ποσό αυτό το έκαναν ανάληψη αδικαιολόγητα, παράνομα και με δόλο».  Είναι ισχυρισμός του αιτητή ότι αποστερήθηκε έτσι το δικαίωμα του να ακουστεί και να προβάλει την υπεράσπιση του. 

 

Εν γένει προβάλλεται ισχυρισμός ότι «οι καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας άσκηση των εξουσιών του Δικαστηρίου και/ή τα ως άνω σφάλματα τα οποία άπτονται της δικαιοδοσίας του κατώτερου Δικαστηρίου» αιτιολογούν τις αιτούμενες θεραπείες.  Ενόψει των προαναφερομένων δημιουργούνται ειδικές περιστάσεις, καταλήγει ο αιτητής.

 

Στην έκθεση γεγονότων γίνεται επανάληψη και επιβεβαίωση των πιο πάνω και συνοψίζεται η αιτία για την παρούσα αίτηση στο θέμα στέρησης του δικαιώματος των αιτητών, συνεπεία της παράβασης του Άρθρου 30 του Συντάγματος, στην ύπαρξη νομικού λάθους εμφανούς στο πρακτικό, την υπέρβαση δικαιοδοσίας, την έλλειψη μαρτυρίας και την παράβαση των αρχών φυσικής δικαιοσύνης με παραπομπή στις αποφάσεις Fedossova (Αρ.1) (1997) 1 Α.Α.Δ. 534, Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469, Περέλλα (αρ.2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692.

 

Όπως είναι ευρέως και βαθιά εδραιωμένο στο σύστημα δικαίου μας, το προνομιακό ένταλμα, όπως το certiorari εν προκειμένω, είναι ένα εξαιρετικό μέτρο και η απόδοσή του ασκείται πάντοτε με φειδώ στα πλαίσια των νομολογημένων από παλιά αρχών.

 

Σίγουρα πρέπει ο αιτητής να ικανοποιήσει το Δικαστήριο για την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης και ή συζητήσιμης υπόθεσης που να δικαιολογεί επαρκώς την παραχώρηση της αιτούμενης άδειας. Η διαδικασία αυτής της φύσης δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης και ούτε μπορεί να λειτουργήσει ως υποκατάστατο της εφετειακής λειτουργίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Μπορεί και πρέπει να έχει αντικείμενο αυτής τον έλεγχο της νομιμότητας της απόφασης (βλ. Λυσιώτης (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 739, και Αναφορικά με την αίτηση της Marewave Shipping & Trading Co Ltd IT (1992) 1 Α.Α.Δ. 116).

 

Το θέμα λοιπόν που αναφύεται είναι αν, εκ πρώτης όψεως ως άνω, οι αιτητές έχουν τεκμηριώσει την αίτηση τους.  Τα προνομιακά εντάλματα παραχωρούνται κατ' εξαίρεση όταν από το ίδιο το πρακτικό διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας ή έκδηλη πλάνη περί το Νόμο ή παραβίαση Κανόνων φυσικής δικαιοσύνης (βλ. Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464).

 

Σημειώνεται ακόμη ότι εκεί όπου υπάρχει στη διάθεση του αιτητή εναλλακτικό ένδικο μέσο, οι πιθανότητες έγκρισης τέτοιας αίτησης ουσιωδώς αναιρούνται και μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις - όπου ακριβώς συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις - δίδεται άδεια για καταχώρηση αίτησης προνομιακού ένταλμα ή χορηγείται το ένταλμα, όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο (βλ. Γεν. Εισ.(αρ.1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 109, και Μεστάνας (ανωτέρω).

 

Έχω εξετάσει τους προβαλλόμενους λόγους σε συνάρτηση με την καθολική διαδικασία που είναι σχετική, όπως προκύπτει από την αίτηση και από τα συνημμένα τεκμήρια, έχοντας λάβει υπόψη αυτά που λέχθησαν από την αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου των αιτητών.

 

Έχω μελετήσει τους προβαλλόμενους λόγους στα πλαίσια των αρχών που έχουν καθιερωθεί από τη νομολογία. Η έκδοση ή μη διαταγμάτων δυνάμει του Άρθρου 32 του Ν.14/60 σε συνδυασμό με το Άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, ανωτέρω, είναι θέμα άσκησης διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου και το Ανώτατο Δικαστήριο μπορεί να επέμβει με παραχώρηση αδείας για certiorari εκεί όπου αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και διαφαίνεται υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας ή νομικό σφάλμα εμφανές στο πρακτικό.  Όπως γίνεται εισήγηση ότι συντρέχουν στην προκείμενη περίπτωση. Έχοντας εξετάσει τους λόγους που προβάλλονται σε συνάρτηση με τη μαρτυρία που υπήρχε διαθέσιμη στο πρωτόδικο Δικαστήριο για την έκδοση ή μη των διαταγμάτων μονομερώς, διαφαίνονται τα ακόλουθα:

 

Όλα τα στοιχεία που τέθηκαν πρωτοδίκως μπορούσαν εκ πρώτης όψεως να δικαιολογήσουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας υπέρ της ενάγουσας και δεν υπήρξε παραβίαση της φυσικής δικαιοσύνης εφόσον τα διατάγματα και η σχετική δικογραφία επεδόθησαν στους παρόντες αιτητές και κυρίως λόγω του ότι τα διατάγματα ορίστηκαν επιστρεπτέα σε σχετικά σύντομη ημερομηνία, 10 ημέρες μετά την έκδοση τους. Η άσκηση λοιπόν της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου υπήρχε και ήταν δεδομένη. Η άσκηση όμως της διακριτικής του ευχέρειας δεν ελέγχεται με προνομιακού τύπου εντάλματα. Ως προς αυτή λοιπόν την πτυχή η αίτηση δεν θα μπορούσε να επιτύχει, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκήθηκε ορθά, απλώς δεν δύναται να είναι το αντικείμενο εξέτασης σε τέτοιας φύσεως διαδικασία ως η παρούσα. Η επίκληση συνταγματικών δικαιωμάτων και ή παραβίασης δικαιωμάτων ακρόασης δεν ανατρέπει αφενός την ίδια τη δυναμική που έχει η πρωτόδικη διαδικασία δυνάμει των Άρθρων 32 και 9 ανωτέρω, όπου επανεξετάζεται αναγκαστικά η ορθότητα ή η εν γένει βασιμότητα της μονομερούς έκδοσης των διαταγμάτων, αφού και οι δύο πλευρές ακουστούν, αλλά και αφετέρου τα επικαλούμενα δικαιώματα δεν μπορεί να απομονωθούν από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.

 

Το μόνο σημείο που προβάλλεται ως εμφανές λάθος στο πρακτικό μπορεί να εκληφθεί, αν και όχι με την απαιτούμενη σαφήνεια, η εισήγηση ότι στο συντεταγμένο διάταγμα περιλαμβάνεται λογαριασμός της Εθνικής τράπεζας (βλ. πιο πάνω) για τον οποίο δεν γίνεται καμία αναφορά στην ένορκη δήλωση που στηρίζει την αίτηση.

 

Είναι γεγονός ότι δεν φαίνεται να υπάρχει τέτοια αναφορά αλλά, όπως παρατηρώ, ούτε και επί της αίτησης στη διατύπωση των σχετικών παρακλητικών υπάρχει σχετική αναφορά του λογαριασμού αυτού. Οι αιτητές είχαν το βάρος, κατά την κρίση μου, να προσκομίσουν ενόψει αυτής της διάστασης αντίγραφο του πρακτικού του Δικαστηρίου που αφορούσε την έκδοση των διαταγμάτων και όχι μόνο το συντεταγμένο διάταγμα. Στην απουσία του πρακτικού δεν μπορούμε να μιλούμε για εμφανές λάθος στο πρακτικό. Ο μη επαρκής χρόνος που τέθηκε προφορικά από τον ευπαίδευτο συνήγορο των αιτητών, όταν ρωτήθηκε σχετικά, ως λόγος μη προσκόμισης του πρακτικού δεν μπορεί να πείσει. Εξάλλου δεν τέθηκε καν ότι ζητήθηκε το πρακτικό αυτό. Οπότε δεν είναι γνωστό αν υπήρξε λάθος στη σύνταξη του διατάγματος, θέμα που ευχερώς θα μπορούσε να τεθεί πρωτοδίκως ώστε να τύχει ανάλογου χειρισμού από το Δικαστήριο.

 

Πέραν απ' αυτά που ήδη ανέφερα, θεωρώ ότι στην προκείμενη περίπτωση ισχύει απόλυτα η αρχή ότι ακόμη και σε περιπτώσεις όπου θα υπήρχε εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, η άδεια δεν θα μπορούσε να δοθεί αφού προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, δηλαδή εν προκειμένω η ίδια η υποχρέωση του Δικαστηρίου να ασχοληθεί με την αίτηση, εφόσον τα διατάγματα είναι επιστρεπτέα, αφού ακούσει σχετικά και τις δύο πλευρές. Εξάλλου είναι υποχρέωση του Δικαστηρίου, ως εκ της φύσεως της διαδικασίας να ορίσει την υπόθεση σύντομα για ακρόαση, εφόσον και οι αιτητές καταχωρίσουν την ένσταση τους και εξηγήσουν ενδεχομένως περαιτέρω τους λόγους που επείγει ακόμη περισσότερο η ακρόαση της αίτησης.

 

Δεν έχουν καταδειχθεί, επαρκώς ή και καθόλου θα έλεγα, εξαιρετικές περιστάσεις εν προκειμένω για παρέκκλιση από τον κανόνα. (Βλ. Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, Μαρκίδης (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 552, Fastact Developments Ltd και Eva Investments Ltd. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535 και Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ και του Ταμείου Προνοίας Προσωπικού Τρ.Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ (2012) 1 Α.Α.Δ. 878).

 

Για τους λόγους που έχω εξηγήσει η αίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 

Η αίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο