ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2016) 1 ΑΑΔ 427

17 Φεβρουαρίου, 2016

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 12, 15, 16, 17, 30 ΚΑΙ 35

ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 6 ΚΑΙ 8 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ

ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ

ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 8 ΤΗΣ ΕΣΔΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 27

ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΚΕΦ. 155,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΩΣΕ

ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΤΗΝ 11.9.2015

ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥ ΣΑΒΒΑ ΣΥΜΕΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΕΤΡΗ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ

CERTIORARI.

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 136/2015)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση κατόπιν εξασφάλισης άδειας, για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari προς ακύρωση εντάλματος Επαρχιακού Δικαστηρίου με το οποίο διατάχθηκε η είσοδος και η έρευνα στην κατοικία του Αιτητή ― Απορριπτική κατάληξη.

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αποσκοπεί κατά κύριο λόγο στον έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων των κατώτερων δικαστηρίων ― Περιορίζεται κυρίως στις περιπτώσεις υπέρβασης ή έλλειψης δικαιοδοσίας, παράβασης κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, αλλά και στις περιπτώσεις που από το πρακτικό του κατώτερου δικαστηρίου διαπιστώνεται νομική πλάνη ― Επίσης, δικαιολογείται η ενεργοποίηση της διαδικασίας στις περιπτώσεις παραβίασης συνταγματικά εμπεδωμένης αρχής, η οποία στην ουσία εντάσσεται στην υπέρβαση της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση.

 

Τηλεπικοινωνιακά Δεδομένα ― ΙP address (Διεύθυνση Πρωτοκόλλου) ― Προσωπικά Δεδομένα ― Το IP address από μόνο του είναι ουδέτερο στοιχείο ως προς το ζητούμενο αφού οδηγεί μόνο μέχρι τον παροχέα ― Μόνον αν ο παροχέας δώσει τα στοιχεία του χρήστη του εν λόγω IP address κατά το χρόνο που ενδιαφέρει, αυτό καθίσταται προσωπικό δεδομένο του χρήστη με αναφορά προς τα στοιχεία αυτά αφού οδηγεί στην αποκάλυψή του ― Εξ ου και είναι τότε αναγκαία η υποβολή αίτησης στο δικαστήριο προς αποκάλυψη των στοιχείων του χρήστη, σύμφωνα με τη νομιμοποίηση που παρέχεται προς τούτο.

 

Κατόπιν παροχής σχετικής άδειας του Δικαστηρίου, ο Αιτητής καταχώρησε την παρούσα αίτηση με την οποία αιτήθηκε την έκδοση εντάλματος φύσεως Certiorari για την ακύρωση εντάλματος  Επαρχιακού Δικαστηρίου, με το οποίο διατάχθηκε η είσοδος και η έρευνα στην κατοικία του.

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα που προέκυπταν από την ένορκη δήλωση του Αιτητή, στις 26.8.2015 η αστυνομία έλαβε πληροφορία από την Europol ότι από συγκεκριμένη ηλεκτρονική διεύθυνση και ηλεκτρονικό ταχυδρομείο απεστάλη ή έγινε απόπειρα να αποσταλεί ένα αρχείο με παιδικό πορνογραφικό υλικό. Στα πλαίσια διερεύνησης ποινικών αδικημάτων η αστυνομία στις 9.9.2015 εξασφάλισε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας διάταγμα για πρόσβαση στα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα του χρήστη ώστε να εντοπιστεί η συγκεκριμένη ηλεκτρονική διεύθυνση (IP Address), καθώς και η θέση του χρήστη του συγκεκριμένου ηλεκτρονικού ταχυδρομείου κατά τον ουσιώδη χρόνο. Περαιτέρω, διατασσόταν η εταιρεία Cablenet όπως παράσχει τα απαιτούμενα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα του χρήστη στην αστυνομία. Στις 11.9.2015 η πιο πάνω εταιρεία πληροφόρησε την αστυνομία για τα στοιχεία της συγκεκριμένης ηλεκτρονικής διεύθυνσης.

 

Την ίδια μέρα η αστυνομία, με αίτησή της, εξασφάλισε ένταλμα έρευνας σχετικά με τα υπό διερεύνηση αδικήματα, κατά παράβαση του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου του 2014 (Ν. 91(Ι)/14). Στις 13.9.2015 η αστυνομία διεξήγαγε έρευνα στην οικία του Αιτητή στην οποία εντόπισε διάφορα αρχεία στον υπολογιστή του. Την επόμενη μέρα ο Αιτητής συνελήφθη και τέθηκε υπό κράτηση με διάταγμα του Δικαστηρίου.

 

Ισχυρίστηκε ότι τα αρχεία που εντοπίστηκαν είναι αρχεία cookies τα οποία κατεβαίνουν αυτόματα από μόνα τους στον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Ανέφερε ότι ουδέποτε άνοιξε ή αποθήκευσε οποιαδήποτε από τα αρχεία που του αποστάληκαν και δεν γνώριζε καν το περιεχόμενό τους. Το μήνυμα στο ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο προήλθε από άγνωστο αποστολέα, ο οποίος ουδέποτε συνελήφθη ο οποίος σύμφωνα με τις υποψίες του, του απέστειλε το συγκεκριμένο ηλεκτρονικό μήνυμα για να τον ενοχοποιήσει και για να τον διαπομπεύσει δημόσια.

 

Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι εσφαλμένα και παράνομα το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας εξέδωσε το επίδικο ένταλμα έρευνας, καθότι:

 

  α)  Στερείτο δικαιοδοσίας και εξουσίας να εκδώσει το σχετικό ένταλμα έρευνας της κατοικίας του, δεδομένου ότι το αίτημα για την έκδοσή του στηριζόταν, μεταξύ άλλων, σε προηγούμενη παρανόμως ληφθείσα μαρτυρία και/ή υποκλοπή επικοινωνίας και/ή παράνομη διείσδυση στο ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο από την Europol, κατά παράβαση του Συντάγματος.

 

  β)  Στερείτο δικαιοδοσίας να εκδώσει το ένταλμα έρευνας, καθότι το αίτημα που τέθηκε από τον ερευνώντα αστυνομικό, αποσκοπούσε στην εκ των υστέρων θεραπεία της προηγηθείσας παρανομίας.

 

  γ)  Το ένταλμα έρευνας έπασχε, αφού εκδόθηκε με δόλο, απόκρυψη ουσιωδών στοιχείων τα οποία ήταν γνωστά στον ενόρκως δηλούντα ή που μπορούσαν να αποκαλυφθούν με εύλογη έρευνα, με αποτέλεσμα την παραπλάνηση του δικαστηρίου.

 

  δ)  Στερείτο δικαιοδοσίας αφού το αίτημα της αστυνομίας αποσκοπούσε στην εκ των υστέρων θεραπεία της προηγηθείσας παράνομης έρευνας της Europol στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο του Αιτητή.

 

  ε) Το ένταλμα έρευνας δεν ήταν δεόντως αιτιολογημένο, και

 

στ) το δικαστήριο ενήργησε καθ' υπέρβαση των Άρθρων 27 και 28 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

 

Τέλος, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι δικονομικά δεν υπάρχει άλλη διαθέσιμη δικαστική διαδικασία, πλην της διεκδίκησης προνομιακού εντάλματος για έλεγχο της νομιμότητας του επίδικου εντάλματος.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Αναφορικά με την προδικαστική ένσταση του Αιτητή ότι η γραπτή ένσταση των Καθ'ων η αίτηση ήταν παράτυπη καθότι σ' αυτήν είχε συμπεριληφθεί μαρτυρία η οποία δεν μπορούσε νομότυπα να παρουσιάζεται στο σώμα της ένστασης.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η προδικαστική ένσταση δεν είχε ουσία καθότι το ίδιο υλικό επαναλαμβανόταν νομότυπα στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση και επομένως μπορούσε νόμιμα να ληφθεί υπόψη.

2.  Εν πάση περιπτώσει, η Δ.48 θ.4 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που επικαλέστηκε ο δικηγόρος του Αιτητή, δεν απαγορεύει τη συμπερίληψη γεγονότων στην ένσταση. Αντίθετα, ο Τύπος 47, στον οποίο παραπέμπει η πιο πάνω Διάταξη, προβλέπει για την παράθεση γεγονότων στα οποία στηρίζεται η ένσταση.

 

Ισχυρισμοί περί παρανόμως ληφθείσας μαρτυρίας:

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Έγινε αναφορά από το δικηγόρο του Αιτητή σε  επέμβαση στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο του Αιτητή, πράγμα που δεν ευσταθεί, εφόσον εκείνο που κοινοποιήθηκε στην κυπριακή αστυνομία ήταν το ΙΡ Address.

2.  Καμιά παρακολούθηση δεν φαίνεται να έγινε του περιεχομένου του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του Αιτητή. Οι διευθύνσεις των ηλεκτρονικών ταχυδρομείων ήρθαν στην επιφάνεια και συνδέθηκαν με το επίδικο αρχείο μόνο όταν έγινε προσπάθεια διακίνησης του παρανόμως ταξινομημένου αρχείου.

3.  Τίποτε άλλο δεν ήταν γνωστό, ούτε καν αν το αρχείο τελικά διακινήθηκε ή όχι, πόσο μάλλον το περιεχόμενο οποιουδήποτε ηλεκτρονικού μηνύματος. Πέραν τούτου, δεν υπάρχει μαρτυρία ότι οι ηλεκτρονικές διευθύνσεις από μόνες τους, θα μπορούσαν, χωρίς το IP Address να οδηγήσουν στον χρήστη. Όμως και διαφορετική να ήταν η κατάληξη, τα πράγματα δεν θα άλλαζαν, εφόσον τελικά χρησιμοποιήθηκε μόνο το IP Address και ο παροχέας του και όχι οι δύο διευθύνσεις ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

4.  Η δε Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Ησαΐα κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 1445, ECLI:CY:AD:2014:A476 έκρινε ότι το συγκεκριμένο IP Address δεν συνιστά προσωπικό δεδομένο.

5.  Με βάση τα αποφασισθέντα ανωτέρω,  η εξασφάλιση και χρησιμοποίηση από την Europol του IP Address, δεν ήταν παράνομη.

6.  Ούτε από τα όσα ακολούθησαν προέκυπτε οποιαδήποτε άλλη παρανομία. Η Europol με καθ' όλα νόμιμες διαδικασίες, μέσω του Ευρωπαϊκού Οργανισμού RIPE, υπεύθυνου για την κατανομή διευθύνσεων ΙΡ στην Ευρώπη, πληροφορήθηκε το όνομα και διεύθυνση του παροχέα.

7.  Από τη στιγμή που ο παροχέας ήταν στην Κύπρο, απευθύνθηκε στην κυπριακή αστυνομία για τα περαιτέρω. Η κυπριακή αστυνομία με τη σειρά της απευθύνθηκε στο δικαστήριο για να αποκαλυφθούν τα στοιχεία του προσώπου που κατά τον επίδικο χρόνο χρησιμοποίησε το συγκεκριμένο IP Address.

8.  Από τη στιγμή που η αστυνομία εξασφάλισε δικαστικό διάταγμα για την αποκάλυψη των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων του χρήστη και στη συνέχεια ένταλμα για έρευνα στο σπίτι του, δεν προέκυπτε οποιαδήποτε παρανομία.

 

Κατά πόσον το ένταλμα της έρευνας είναι δεόντως αιτιολογημένο:

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η εισήγηση ότι το ένταλμα έρευνας δεν ήταν δεόντως αιτιολογημένο, στηριζόταν στο δεδομένο ότι η μαρτυρία την οποία περιέλαβε η αστυνομία στη σχετική αίτηση για έκδοση εντάλματος έρευνας, ήταν προϊόν υποκλοπής.

2.  Από τη στιγμή που είχε κριθεί ότι η εξασφάλιση των πληροφοριών που δόθηκαν στην κυπριακή αστυνομία ήταν νόμιμη, η εισήγηση  ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία.

3.  Από την αιτιολογία που περιέχεται στο ένταλμα έρευνας  προέκυπτε καθαρά η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστή ότι από την ένορκη δήλωση του Αστ. 4855, ικανοποιήθηκε «ότι υπάρχει επαρκής μαρτυρία» η οποία οδηγεί «σε εύλογη υπόνοια ότι το IP Address ανήκει στην προαναφερόμενη κατοικία ή υποστατικό και ότι υπάρχει υπόνοια ότι μπορεί να βρίσκονται ηλεκτρονικοί υπολογιστές και άλλα μέρη αποθήκευσης ηλεκτρονικών δεδομένων που δυνατό να χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη των πιο πάνω αδικημάτων».

4.  Ο προβληματισμός ενός δικαστή φαίνεται από το γεγονός ότι υπογράφει το διάταγμα και δεσμεύεται στην περίπτωση εντάλματος έρευνας, για την ύπαρξη εύλογης υποψίας.

 

Κατά πόσον το ένταλμα ήταν προϊόν δόλου και απόκρυψης στοιχείων:

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ούτε αυτό το παράπονο του Αιτητή ευσταθούσε. Στον όρκο αναφέρεται ρητά ότι η πληροφορία λήφθηκε «μέσω Europol».

2.  Ούτε το δεύτερο παράπονο του Αιτητή περί υποκλοπής ευσταθούσε, αφού είχε ήδη κριθεί η νομιμότητα των ενεργειών της Europol.

3.  Στην προκειμένη περίπτωση δεν διαπιστωνόταν καμιά παραπλάνηση του δικαστηρίου που εξέδωσε το ένταλμα.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41,

 

Παπαδοπούλου (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 748,

 

Ιωάννου κ.ά. (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1341,

 

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Ησαΐα κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 1445, ECLI:CY:AD:2014:A476,

 

Ιακώβου κ.ά. (2016) 1 Α.Α.Δ. 174, ECLI:CY:AD:2016:D37,

 

Φωτίου κ.ά. (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 782.

 

Αίτηση.

 

Γ. Πολυχρόνης με Μ. Χριστοδούλου, για τον Αιτητή.

 

Ε. Παπαλοΐζου (κα) με Μ. Χατζηαθανασίου (κα), για τους Καθ'ων η αίτηση.

 

Ο Αιτητής είναι παρών.

 

Cur. adv. vult.

 

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:-

 

Η Αίτηση

 

Μετά από σχετική άδεια, ο Αιτητής καταχώρησε την παρούσα αίτηση με την οποία ζητά την έκδοση εντάλματος φύσεως Certiorari για την ακύρωση εντάλματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ημερ. 11.9.2015, με το οποίο διατάχθηκε η είσοδος και η έρευνα στην κατοικία του.

 

Τα γεγονότα

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα που προκύπτουν από την ένορκη δήλωση του Αιτητή, στις 26.8.2015 η αστυνομία έλαβε πληροφορία από την Europol ότι από συγκεκριμένη ηλεκτρονική διεύθυνση και ηλεκτρονικό ταχυδρομείο απεστάλη ή έγινε απόπειρα να αποσταλεί ένα αρχείο με παιδικό πορνογραφικό υλικό. Στα πλαίσια διερεύνησης ποινικών αδικημάτων η αστυνομία στις 9.9.2015 εξασφάλισε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας διάταγμα για πρόσβαση στα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα του χρήστη ώστε να εντοπιστεί η συγκεκριμένη ηλεκτρονική διεύθυνση (IP Αddress), καθώς και η θέση του χρήστη του συγκεκριμένου ηλεκτρονικού ταχυδρομείου κατά τον ουσιώδη χρόνο.  Περαιτέρω, διατάσσετο η εταιρεία Cablenet όπως παράσχει τα απαιτούμενα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα του χρήστη στην αστυνομία. Στις 11.9.2015 η πιο πάνω εταιρεία πληροφόρησε την αστυνομία για τα στοιχεία της συγκεκριμένης ηλεκτρονικής διεύθυνσης.

 

Την ίδια μέρα η αστυνομία, μετά από αίτησή της, εξασφάλισε ένταλμα έρευνας σχετικά με τα υπό διερεύνηση αδικήματα, ήτοι την απόκτηση ή κατοχή υλικού παιδικής πορνογραφίας κατά παράβαση του Άρθρου 8(1), απόκτηση πρόσβασης σε παιδική πορνογραφία κατά παράβαση του Άρθρου 8(2), διάδοση ή μετάδοση υλικού παιδικής πορνογραφίας κατά παράβαση του Άρθρου 8(3) και προσφορά ή παροχή πληροφοριών για υλικό παιδικής πορνογραφίας κατά παράβαση του Άρθρου 8(4) του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου του 2014 (Ν. 91(Ι)/14).  Στις 13.9.2015 η αστυνομία διεξήγαγε έρευνα στην οικία του Αιτητή στην οποία εντόπισε διάφορα αρχεία στον υπολογιστή του. Την επόμενη μέρα ο Αιτητής συνελήφθη και τέθηκε υπό κράτηση με διάταγμα του Δικαστηρίου.

 

Οι νομικοί ισχυρισμοί

 

Ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι τα αρχεία που εντοπίστηκαν είναι αρχεία cookies τα οποία κατεβαίνουν αυτόματα από μόνα τους στον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Δηλώνει ότι ουδέποτε άνοιξε ή αποθήκευσε οποιαδήποτε από τα αρχεία που του αποστάληκαν και δεν γνώριζε καν το περιεχόμενό τους. Το μήνυμα στο ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο προήλθε από άγνωστο αποστολέα, ο οποίος ουδέποτε συνελήφθη. Υποψιάζεται έντονα ότι ο άγνωστος αποστολέας του απέστειλε το συγκεκριμένο ηλεκτρονικό μήνυμα για να τον ενοχοποιήσει και για να τον διαπομπεύσει δημόσια, αφού η συγκεκριμένη υπόθεση έχει πάρει δημοσιότητα μεγάλων διαστάσεων σε βάρος του. Ως αποτέλεσμα, η επαγγελματική του καριέρα δέχθηκε πλήγμα, ενώ διαταράχθηκε η οικογενειακή του γαλήνη.  Περαιτέρω αναφέρει ότι μέχρι πρόσφατα εργαζόταν στο ραδιόφωνο του Πανεπιστημίου Λευκωσίας και ως αποτέλεσμα της έρευνας της αστυνομίας, απώλεσε την εργασία του.

 

Ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα και παράνομα το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας εξέδωσε το επίδικο ένταλμα έρευνας, καθότι:-

 

(α) Στερείτο δικαιοδοσίας και εξουσίας να εκδώσει το σχετικό ένταλμα έρευνας της κατοικίας του, δεδομένου ότι το αίτημα για την έκδοσή του στηριζόταν, μεταξύ άλλων, σε προηγούμενη παρανόμως ληφθείσα μαρτυρία και/ή υποκλοπή επικοινωνίας και/ή παράνομη διείσδυση στο ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο από την Europol, κατά παράβαση του Συντάγματος.

(β) Στερείτο δικαιοδοσίας να εκδώσει το ένταλμα έρευνας, καθότι το αίτημα που τέθηκε από τον αστυνομικό Σάββα Συμεού, αποσκοπούσε στην εκ των υστέρων θεραπεία της προηγηθείσας παρανομίας και/ή υποκλοπής του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του Αιτητή.

(γ) Το ένταλμα έρευνας πάσχει, αφού εκδόθηκε με δόλο, απόκρυψη ουσιωδών στοιχείων τα οποία ήταν γνωστά στον ενόρκως δηλούντα ή που μπορούσαν να αποκαλυφθούν με εύλογη έρευνα, με αποτέλεσμα την παραπλάνηση του δικαστηρίου.

(δ) Στερείτο δικαιοδοσίας αφού το αίτημα της αστυνομίας αποσκοπούσε στην εκ των υστέρων θεραπεία της προηγηθείσας παράνομης έρευνας της Europol στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο του Αιτητή.

(ε) Το ένταλμα έρευνας δεν είναι δεόντως αιτιολογημένο, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 16 του Συντάγματος, και

(στ) Το δικαστήριο ενήργησε καθ' υπέρβαση των Άρθρων 27 και 28 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

 

Τέλος, ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι δικονομικά δεν υπάρχει άλλη διαθέσιμη δικαστική διαδικασία, πλην της διεκδίκησης προνομιακού εντάλματος για έλεγχο της νομιμότητας του επίδικου εντάλματος.

 

Οι Καθ'ων η αίτηση καταχώρησαν ένσταση με την οποία ισχυρίζονται ότι το επίδικο ένταλμα έρευνας εκδόθηκε νομότυπα καθότι συνέτρεχαν όλες οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την έκδοσή του, ότι το δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει στον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του κατώτερου δικαστηρίου, αφού αντικείμενο της διαδικασίας δεν είναι ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης, αλλά της νομιμότητάς της. Το δικαστήριο καθόλου δεν στηρίχθηκε σε παρανόμως ληφθείσα μαρτυρία ή σε υποκλοπή οποιασδήποτε επικοινωνίας, όπως εσφαλμένα ισχυρίζεται ο Αιτητής. Η Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία (Europol) σε καμιά περίπτωση δεν έχει πρόσβαση και δεν προβαίνει σε παράνομη και χωρίς εξουσιοδότηση διείσδυση σε ηλεκτρονικές διευθύνσεις ή σε άλλα αρχεία προσωπικών δεδομένων. Ο τρόπος με τον οποίο εντοπίστηκε η διακίνηση και/ή η πιθανή διακίνηση του συγκεκριμένου παιδικού πορνογραφικού υλικού ήταν ο ακόλουθος:-

 

(α) Όλα τα αρχεία παιδικής πορνογραφίας, εφόσον εντοπιστούν στο διαδίκτυο και αναγνωριστούν ως τέτοια, καταχωρούνται σε συγκεκριμένες βάσεις δεδομένων με την ταυτότητα του κάθε αρχείου. Η διακίνηση και/ή η προσπάθεια διακίνησης οποιουδήποτε τέτοιου αναγνωρισμένου αρχείου ως παιδικού πορνογραφικού περιεχομένου, αφού εντοπιστεί γίνεται αναφορά στις αρμόδιες αρχές. Στις 4 και 6.7.2015 εντοπίστηκε η διακίνηση και/ή προσπάθεια διακίνησης του συγκεκριμένου αρχείου φωτογραφίας με ταυτότητα !bro-sis-sis02.jpg από την ηλεκτρονική διεύθυνση [email protected] με δευτερεύουσα ηλεκτρονική διεύθυνση [email protected] και IP Address 212.50.104.90. Αυτό που εντοπίστηκε από την Europol ήταν η διακίνηση και/ή προσπάθεια διακίνησης του αρχείου (που ήταν ήδη καταχωρημένο σε βάση δεδομένων ως αρχείο με περιεχόμενο παιδικής πορνογραφίας), από την πιο πάνω ηλεκτρονική διεύθυνση και IP Address, γεγονός που έθεσε σε συναγερμό τις αρχές.

(β) Ο οργανισμός Internet Corporation of Assigned Names and Numbers (ICANN) με έδρα την Καλιφόρνια των Ηνωμένων Πολιτειών ο οποίος δημιουργήθηκε το 1988 φέρει την ευθύνη κατανομής των διευθύνσεων IP και Domain Names για την ομαλή λειτουργία του διαδικτύου. Με τη ραγδαία αύξηση των χρηστών του διαδικτύου ανά το παγκόσμιο, ο οργανισμός ICANN εκχώρησε την αρμοδιότητα κατανομής των διευθύνσεων IP σε άλλους οργανισμούς, οι οποίοι καλύπτουν διάφορες γεωγραφικές περιοχές. Στην Ευρώπη, ο οργανισμός υπεύθυνος για την κατανομή των ηλεκτρονικών διευθύνσεων (IP Addresses) είναι ο European IP Network (RIPE).  Κάθε διαδικτυακός παροχέας στην Κύπρο που επιθυμεί να αποκτήσει διευθύνσεις ΙΡ πρέπει να απευθυνθεί στον RIPE.  Όλες οι εγγραφές διευθύνσεων ΙΡ όσον αφορά την Ευρώπη, είναι καταχωρημένες στη βάση δεδομένων του RIPE ο οποίος είναι προσβάσιμος από τον κάθε χρήστη διαδικτύου.

(γ) Η συγκεκριμένη ηλεκτρονική διεύθυνση ΙΡ, αφού ελέγχθηκε από την Europol ότι ανήκει και χρησιμοποιείται από διαδικτυακό παροχέα στην Κύπρο, απέστειλε τις πιο πάνω πληροφορίες στο Γραφείο Καταπολέμησης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος της Κύπρου για περαιτέρω διερεύνηση του θέματος.

 

Περαιτέρω οι Καθ' ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι μόνο ο διαδικτυακός παροχέας είναι σε θέση να γνωρίζει τα στοιχεία του χρήστη της συγκεκριμένης ηλεκτρονικής διεύθυνσης ΙΡ τη συγκεκριμένη μέρα και ώρα. Σύμφωνα με νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το ΙΡ Address δεν είναι προσωπικό τηλεπικοινωνιακό δεδομένο, αλλά ουδέτερο στοιχείο αφού σε πρώτο στάδιο οδηγεί μόνο μέχρι τον παροχέα. Συνεπώς, εισηγείται η συνήγορος των Καθ'ων η αίτηση, σε καμιά περίπτωση η πληροφορία που δόθηκε από την Europol στην κυπριακή αστυνομία, δεν ήταν μολυσμένη και/ή παράνομη και/ή το «φρούτο απαγορευμένου δέντρου» όπως εσφαλμένα ισχυρίζεται ο Αιτητής. Οι πληροφορίες που δόθηκαν από την Europol για εντοπισμό του χρήστη ήταν μόνο το IP Address, οι ημέρες και οι ώρες που έγινε η επιχειρήθηκε η αποστολή του αρχείου. Οι ηλεκτρονικές διευθύνσεις δεν ήταν το μέσο αναγνώρισης του χρήστη, αλλά το ΙΡ Address. Αν η Europol είχε πρόσβαση στις ηλεκτρονικές διευθύνσεις του Αιτητή, θα γνώριζε με σιγουριά κατά πόσο ολοκληρώθηκε ή όχι η αποστολή του εν λόγω αρχείου. Η Εuropol όμως δεν είχε τέτοια πρόσβαση. Ως εκ τούτου δεν υπήρξε καμιά παρανομία στη λήψη και/ή μεταβίβαση των εν λόγω πληροφοριών.

 

Το Γραφείο Καταπολέμησης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος στην Κύπρο, μετά από διαδικτυακές εξετάσεις διαπίστωσε ότι το συγκεκριμένο ΙΡ Address ανήκε στον διαδικτυακό παροχέα Cablenet και γι' αυτό με αίτηση ημερ. 9.9.2015 εξασφάλισε την έκδοση διατάγματος πρόσβασης σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα, για την αποκάλυψη από τον πιο πάνω παροχέα, του ονόματος του χρήστη του εν λόγω ΙΡ Address κατά το χρόνο στον οποίο αναφερόταν η Europol. Καμία προσπάθεια εκ των υστέρων θεραπείας της παρανομίας έγινε και ούτε το ένταλμα έρευνας εκδόθηκε με δόλο ή με απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων, όπως εσφαλμένα ισχυρίζεται ο Αιτητής.

Η κατάληξη

 

Κατ' αρχάς θα πρέπει να υπενθυμίσω ότι το ένταλμα Certiorari αποσκοπεί κατά κύριο λόγο στον έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων των κατώτερων δικαστηρίων και στην κατάλληλη περίπτωση στην ακύρωσή του. Σύμφωνα με τη νομολογία, το ένταλμα περιορίζεται κυρίως στις περιπτώσεις υπέρβασης ή έλλειψης δικαιοδοσίας, παράβασης κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, αλλά και στις περιπτώσεις που από το πρακτικό του κατώτερου δικαστηρίου διαπιστώνεται νομική πλάνη (βλ. Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41 και Παπαδοπούλου (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 748).  Επίσης, δικαιολογείται η ενεργοποίηση της διαδικασίας στις περιπτώσεις παραβίασης συνταγματικά εμπεδωμένης αρχής, η οποία στην ουσία εντάσσεται στην υπέρβαση της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (βλ. Ιωάννου κ.ά. (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1341).

 

Έχω μελετήσει με την απαιτούμενη προσοχή τόσο την αίτηση, όσο και την ένσταση και έλαβα υπόψη τα όσα αναφέρουν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων στις γραπτές και προφορικές αγορεύσεις τους και έχω καταλήξει ότι η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει για τους λόγους που θα εξηγήσω πιο κάτω.

 

Η προδικαστική ένσταση του Αιτητή

 

Το πρώτο παράπονο του Αιτητή είναι ότι η γραπτή ένσταση των Καθ'ων η αίτηση είναι παράτυπη καθότι σ' αυτήν έχει συμπεριληφθεί μαρτυρία η οποία δεν μπορούσε νομότυπα να παρουσιάζεται στο σώμα της ένστασης. Η προδικαστική ένσταση δεν έχει ουσία καθότι το ίδιο υλικό επαναλαμβάνεται νομότυπα στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση και επομένως μπορεί νόμιμα να ληφθεί υπόψη. Εν πάση περιπτώσει, η Δ.48 θ.4 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που επικαλείται ο δικηγόρος του Αιτητή, δεν απαγορεύει τη συμπερίληψη γεγονότων στην ένσταση.  Αντίθετα, ο Τύπος 47, στον οποίο παραπέμπει η πιο πάνω Διάταξη, προβλέπει για την παράθεση γεγονότων στα οποία στηρίζεται η ένσταση.

 

Παρανόμως ληφθείσα μαρτυρία

 

Το δεύτερο παράπονο του Αιτητή, που αποτελεί και τον κύριο άξονα της επιχειρηματολογίας του, είναι ότι τα στοιχεία που συνέλεξε η Europol και διαβίβασε στην κυπριακή αστυνομία, ήταν παράνομα και συνακόλουθα η συμπερίληψη των στοιχείων αυτών στο σχετικό όρκο που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου για εξασφάλιση άδειας για πρόσβαση στα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα του Αιτητή και στη συνέχεια για εξασφάλιση του εντάλματος έρευνας της οικίας του, αποτελούν «το φρούτο απαγορευμένου δέντρου». Η παρανομία που επικαλείται ο Αιτητής είναι ότι η Europol παρανόμως συνέλεξε στοιχεία που αφορούσαν τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα του Αιτητή τα οποία ήταν προστατευόμενα, εφόσον καλύπτονταν από το δικαίωμα ιδιωτικής ζωής και του απορρήτου της επικοινωνίας.  Ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι η Europol με το να εξασφαλίσει το IP Address του Αιτητή σε μια δεδομένη στιγμή «επενέβηκε στην αλληλογραφία ή/και επικοινωνία του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου χωρίς προηγουμένως να εξασφαλίσει οιοδήποτε διάταγμα για να επέμβει στα εν λόγω τηλεπικοινωνιακά δεδομένα.».

 

Δεν συμφωνώ με τον πιο πάνω συλλογισμό του ευπαίδευτου δικηγόρου του Αιτητή. Κατ' αρχάς ο κ. Πολυχρόνης αναφέρεται στην επέμβαση στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο του Αιτητή, πράγμα που δεν ευσταθεί, εφόσον εκείνο που κοινοποιήθηκε στην κυπριακή αστυνομία ήταν το ΙΡ Address. Το ότι κατά την προσπάθεια αποστολής ή απόπειρας αποστολής του αρχείου φαίνεται να έγιναν γνωστά, πέραν του ΙΡ Address και δύο ηλεκτρονικές διευθύνσεις, όχι όμως και το περιεχόμενό τους, δεν μετατρέπει την όλη ενέργεια της Europol σε υποκλοπή τηλεπικοινωνιακών δεδομένων του Αιτητή. Εκείνο που συνέβη είναι ότι η Europol έθεσε το επίδικο αρχείο με παιδικό πορνογραφικό υλικό υπό παρακολούθηση. Το αρχείο απ' ό,τι φαίνεται από το υλικό που τέθηκε ενώπιον μου, ήταν αναρτημένο στο διαδίκτυο και λόγω του περιεχομένου του, τέθηκε υπό παρακολούθηση. Όταν έγινε προσπάθεια αποστολής του συγκεκριμένου αρχείου από την ηλεκτρονική διεύθυνση [email protected] με δευτερεύουσα ηλεκτρονική διεύθυνση [email protected], σημειώθηκαν τα στοιχεία και ιδιαίτερα το IP Address, το οποίο θα οδηγούσε στο πρόσωπο που ενδεχομένως να ήταν ο διακινητής του αρχείου. Καμιά παρακολούθηση δεν φαίνεται να έγινε του περιεχομένου του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του Αιτητή. Οι διευθύνσεις των ηλεκτρονικών ταχυδρομείων ήρθαν στην επιφάνεια και συνδέθηκαν με το επίδικο αρχείο μόνο όταν έγινε προσπάθεια διακίνησης του παρανόμως ταξινομημένου αρχείου. Τίποτε άλλο δεν ήταν γνωστό, ούτε καν αν το αρχείο τελικά διακινήθηκε ή όχι, πόσο μάλλον το περιεχόμενο οποιουδήποτε ηλεκτρονικού μηνύματος. Πέραν τούτου, δεν υπάρχει μαρτυρία ότι οι ηλεκτρονικές διευθύνσεις από μόνες τους, θα μπορούσαν, χωρίς το IP Address να οδηγήσουν στον χρήστη. Όμως και διαφορετική να ήταν η κατάληξή μου, τα πράγματα δεν θα άλλαζαν, εφόσον τελικά χρησιμοποιήθηκε μόνο το IP Address και ο παροχέας του και όχι οι δύο διευθύνσεις ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Ησαΐα κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 1445, ECLI:CY:AD:2014:A476, έκρινε ότι το συγκεκριμένο IP Address δεν συνιστά προσωπικό δεδομένο. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:-

 

«Το κρίσιμο ερώτημα είναι απλό. Ως προς τον χρήστη, το IP address που αποκαλύπτει τον παροχέα συνιστά προσωπικό δεδομένο; Η θεωρημένη μας κατάληξη είναι αρνητική. Το IP address από μόνο του είναι ουδέτερο στοιχείο ως προς το ζητούμενο αφού οδηγεί μόνο μέχρι τον παροχέα. Μόνον αν ο παροχέας δώσει τα στοιχεία του χρήστη του εν λόγω IP address κατά το χρόνο που ενδιαφέρει, το IP address καθίσταται προσωπικό δεδομένο του χρήστη με αναφορά προς τα στοιχεία αυτά αφού οδηγεί στην αποκάλυψή του. Εξ ου και είναι τότε αναγκαία η υποβολή αίτησης στο δικαστήριο προς αποκάλυψη των στοιχείων του χρήστη, σύμφωνα με τη νομιμοποίηση που παρέχεται προς τούτο από το Άρθρο 17.2Γ και το Άρθρο 4.»

 

Με βάση τα αποφασισθέντα στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Ησαΐα, ανωτέρω, κρίνω ότι η εξασφάλιση και χρησιμοποίηση από την Europol του IP Address, δεν ήταν παράνομη.

 

Ούτε από τα όσα ακολούθησαν προκύπτει οποιαδήποτε άλλη παρανομία. Η Europol με καθ' όλα νόμιμες διαδικασίες, μέσω του Ευρωπαϊκού Οργανισμού RIPE, υπεύθυνου για την κατανομή διευθύνσεων ΙΡ στην Ευρώπη, πληροφορήθηκε το όνομα και διεύθυνση του παροχέα. Από τη στιγμή που ο παροχέας ήταν στην Κύπρο, απευθύνθηκε στην κυπριακή αστυνομία για τα περαιτέρω. Η κυπριακή αστυνομία με τη σειρά της απευθύνθηκε στο δικαστήριο για να αποκαλυφθούν τα στοιχεία του προσώπου που κατά τον επίδικο χρόνο χρησιμοποίησε το συγκεκριμένο IP Address. Όπως εξηγήθηκε στην Ησαΐα, ανωτέρω, τα IP Addresses ανήκουν στον παροχέα και κατανέμονται στους πελάτες κατά τακτά και ακαθόριστα χρονικά διαστήματα, ανάλογα με την προσφορά και ζήτηση και ανάλογα αν πρόκειται για δυναμικό ή στατικό IP Address. Από τη στιγμή που κατανεμηθεί, αποτελεί προσωπικό δεδομένο του χρήστη και γι' αυτό εξάλλου χρειάζεται και η εξασφάλιση δικαστικού διατάγματος για να αποκαλυφθούν τα στοιχεία του.

 

Από τη στιγμή που η αστυνομία εξασφάλισε δικαστικό διάταγμα για την αποκάλυψη των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων του χρήστη και στη συνέχεια ένταλμα για έρευνα στο σπίτι του, δεν βλέπω οποιαδήποτε παρανομία, όπως εισηγείται ο ευπαίδευτος δικηγόρος για τον Αιτητή.

 

Κατά πόσον το ένταλμα της έρευνας είναι δεόντως αιτιολογημένο

 

Η εισήγηση ότι το ένταλμα έρευνας δεν ήταν δεόντως αιτιολογημένο, στηρίζεται στο δεδομένο ότι η μαρτυρία την οποία περιέλαβε η αστυνομία στη σχετική αίτηση για έκδοση εντάλματος έρευνας, ήταν προϊόν υποκλοπής. Από τη στιγμή που έχω ήδη κρίνει ότι η εξασφάλιση των πληροφοριών που δόθηκαν στην κυπριακή αστυνομία ήταν νόμιμη, η εισήγηση του δικηγόρου του Αιτητή είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.

 

Στα πλαίσια αυτού του λόγου ακυρότητας, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Αιτητή εισηγήθηκε επίσης ότι η απόφαση του δικαστηρίου με την οποία εκδόθηκε το ένταλμα έρευνας, δεν ήταν δεόντως αιτιολογημένη, καθότι ο δικαστής δεν έλεγξε όλες τις πληροφορίες που είχε ενώπιον του, αλλά «λειτούργησε μηχανικά και ως rubber stamp της Ένορκης Δήλωσης ..».

 

Έχω ανατρέξει στην αιτιολογία που περιέχεται στο ένταλμα έρευνας και έχω παρατηρήσει ότι σ' αυτό φαίνεται καθαρά η διαπίστωση του ευπαίδευτου δικαστή ότι από την ένορκη δήλωση του Αστ. 4855 Σάββα Συμεού, ικανοποιήθηκε «ότι υπάρχει επαρκής μαρτυρία» η οποία οδηγεί «σε εύλογη υπόνοια ότι το IP Address ανήκει στην προαναφερόμενη κατοικία ή υποστατικό και ότι υπάρχει υπόνοια ότι μπορεί να βρίσκονται ηλεκτρονικοί υπολογιστές και άλλα μέρη αποθήκευσης ηλεκτρονικών δεδομένων που δυνατό να χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη των πιο πάνω αδικημάτων». Υπό αυτές τις συνθήκες ο ευπαίδευτος δικαστής, όπως αναφέρει, ικανοποιήθηκε για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος.

 

Όπως έχω εξηγήσει πρόσφατα στην υπόθεση Ιακώβου κ.ά. (2016) 1 Α.Α.Δ. 174, ECLI:CY:AD:2016:D37 στην οποία υποβλήθηκε παρόμοια εισήγηση, ο προβληματισμός ενός δικαστή φαίνεται από το γεγονός ότι υπογράφει το διάταγμα και δεσμεύεται στην περίπτωση εντάλματος έρευνας, για την ύπαρξη εύλογης υποψίας.  Όπως περαιτέρω εξήγησα στην Ιακώβου, ανωτέρω, με αναφορά σε νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου:-

 

«Σε τέτοιες περιπτώσεις, όπως και στην περίπτωση έκδοσης εντάλματος έρευνας, εκείνο που έχει σημασία είναι η κατάληξη του Δικαστή ότι ικανοποιήθηκε για την ύπαρξη εύλογης υποψίας, με βάση πάντα το περιεχόμενο του όρκου. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την αίτηση του Αντρέα Αντωνίου (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 656, «αυτή η κατάληξη υπογραμμένη από τον ίδιο το Δικαστή είναι δική του και κανενός άλλου, ενσωματώνει τη δική του υποψία στη βάση των δεδομένων που ενόρκως τέθηκαν ενώπιόν του ..». Μπορεί διατάγματα αυτής της φύσης να είναι συνταγμένα κατά τρόπο γενικό, αλλά σαφώς παραπέμπουν στο περιεχόμενου του όρκου. Όπως αναφέρθηκε στην αίτηση Αναφορικά με τη Μάρθα Κυπριανού (2013) 1(Α) Α.Α.Δ. 17, εκείνο που έχει σημασία είναι αν ποτέ καθίστατο αναγκαίο να ζητηθεί από τον πρωτόδικο Δικαστή να εξηγήσει την απόφασή του, αυτός «θα μπορούσε να υποδείξει με αιτιολογημένη απόφαση στο στάδιο εκείνο τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι υπάρχει εύλογη υποψία. Ενεργώντας το Ανώτατο Δικαστήριο εκ των υστέρων για να κρίνει το θέμα, πρέπει και το ίδιο επομένως αντικειμενικά, να καταλήξει σε εκείνο το συμπέρασμα.» (βλ. επίσης Παναγιώτου (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 1094).»

 

Κατά πόσον το ένταλμα ήταν προϊόν δόλου και απόκρυψης στοιχείων

 

Ο τελευταίος λόγος για τον οποίο ζητείται η ακύρωση του εντάλματος έρευνας, είναι ότι αυτό ήταν το προϊόν δόλου, ψευδορκίας και απόκρυψης ουσιωδών στοιχείων από μέρους του αιτούντος το ένταλμα, με αποτέλεσμα την παραπλάνηση του Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα το παράπονο του Αιτητή εστιάζεται στο ότι ο Αστυφύλακας στον όρκο του απέκρυψε ότι:-

 

(α) η πληροφορία προήλθε από την Europol η οποία λήφθηκε παράνομα,

(β) ότι η αστυνομία χρησιμοποίησε τις πληροφορίες της Europol, που θεωρεί προϊόν υποκλοπής, για να αποκτήσει διάταγμα για πρόσβαση στα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα του Αιτητή, και

(γ) ότι το επίδικο αρχείο που απεστάλη από την Europol «είναι αμφιλεγόμενο καθώς δεν μπορεί να εξαχθεί ασφαλές συμπέρασμα για το εάν τα πρόσωπα που απεικονίζονται στο παράνομο υλικό είναι ανήλικα».

 

Ούτε αυτό το παράπονο του Αιτητή ευσταθεί. Κατ' αρχάς στον όρκο αναφέρεται ρητά ότι η πληροφορία λήφθηκε «μέσω Europol». Δεν θεωρώ άξια συζήτησης την εισήγηση του δικηγόρου του Αιτητή ότι ο αστυνομικός όφειλε να αναφέρει ότι η μαρτυρία της Europol ήταν παράνομη, αφού αυτή δεν ήταν η θέση του και δεν είχε καμία υποχρέωση να περιλάβει ενδεχόμενες θέσεις του Αιτητή. Ούτε το δεύτερο παράπονο του Αιτητή περί υποκλοπής ευσταθεί, αφού ήδη έχω κρίνει τη νομιμότητα των ενεργειών της Europol. Τo αν το περιεχόμενο του αρχείου ήταν ή όχι διφορούμενο, όπως εισηγείται ο Αιτητής, ενδεχομένως να μην ήταν θέμα που θα έπρεπε να περιληφθεί στον όρκο, αφού στο στάδιο εκείνο η αστυνομία βρισκόταν στο στάδιο της διερεύνησης της υπόθεσης (βλ. Φωτίου κ.ά. (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 782). Στην προκειμένη περίπτωση δεν διαπιστώνω καμιά παραπλάνηση του δικαστηρίου που εξέδωσε το ένταλμα.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η αίτηση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο