ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
PETROS PAPA XANTHOU ν. PANAYIOTIS CHARALAMBOUS AND OTHERS (1967) 1 CLR 34
SALIH OMER PONOU ν. ZIVER FEHIM MOULLA IBRAHIM (1970) 1 CLR 78
THASYVOULOU ν. THRASYVOULOU (1984) 1 CLR 411
Δασκάλου Eυδοκία Xριστοφόρου ν. Eλένης Γεωργίου Bούρια (1994) 1 ΑΑΔ 624
Ελλάδας Διονυσίου Κυπριανού ν. Κώστα Νικόλα Πιλλακούρη (2000) 1 ΑΑΔ 1873
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2016:D80
(2016) 1 ΑΑΔ 378
10 Φεβρουαρίου, 2016
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
AIMIΛΙΟΣ ΛΕΜΟΝΑΡΗΣ,
Εφεσείων-Ενάγων,
v.
ΓΙΑΝΝΗ ΒΙΟΛΑΡΗ,
Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.
(Πoλιτική Έφεση Αρ. 101/2011)
Ακίνητη Ιδιοκτησία ― Δικαίωμα διάβασης ― Άρθρο 11(1)(β) του Νόμου περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Κεφ.224 ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης περί μη πλήρωσης από τη δοθείσα μαρτυρία, της ουσιώδους προϋπόθεσης της απόδειξης του καθορισμένου και εξακριβωμένου μέρους επί του οποίου ασκείτο το επικαλούμενο δικαίωμα διάβασης ― Συνακόλουθα δεν ετίθετο θέμα ενασχόλησης του Εφετείου με το χρόνο που αυτό ασκείτο.
Η επίδικη διαφορά αφορούσε σε κατ' ισχυρισμόν δικαίωμα διάβασης το οποίο ο Εφεσείων-Ενάγων, ζητούσε να αναγνωρισθεί και να εγγραφεί επ' ωφελεία κτημάτων του στο χωριό Κακοπετριά και εις βάρος γειτονικού κτήματος το οποίο είναι ιδιοκτησία του εφεσίβλητου-εναγομένου. Η νομική βάση της επίκλησης του δικαιώματος ήταν το Άρθρο 11(1)(β) του Νόμου περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Κεφ.224.
Με βάση τη δικογραφία και την προσκομισθείσα μαρτυρία εκ μέρους του εφεσείοντα, ο τελευταίος ισχυρίστηκε ότι για πλήρη περίοδο 30 ετών και χωρίς διακοπή τόσο οι προκάτοχοι του (γονείς) όσο και ο ίδιος, διέρχονταν από το κτήμα του εφεσιβλήτου για να μεταβούν από το κτήμα του στο δημόσιο δρόμο και αντίστροφα. Αντίθετες υπήρξαν οι θέσεις της υπεράσπισης δικογραφικά και διά της μαρτυρίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά το ότι θεώρησε αξιόπιστους τους μάρτυρες της πλευράς του εφεσείοντα, έκρινε την προσφερθείσα επί αυτού μαρτυρία μη ικανοποιητική για τη θεμελίωση του δικαιώματος που επικαλείτο και απέρριψε την αγωγή.
Έκρινε μεταξύ άλλων ότι η δοθείσα μαρτυρία ήταν ανεπαρκής και αδύναμη για να αποδείξει δύο από τις προϋποθέσεις για τη θεμελίωση του δικαιώματος διάβασης επί τη βάσει του Άρθρου 11 του Κεφ. 224.
Συγκεκριμένα ότι η μαρτυρία αυτή ήταν ανεπαρκής και αδύναμη για να αποδείξει ότι: α) η διάβαση γινόταν από καθορισμένο (fixed) και εξακριβωμένο (ascertained) μέρος του τεμαχίου 464 και β) ότι η διάβαση γινόταν για πλήρη περίοδο τριάντα (30) ετών πριν από τις 28.7.70, ημερομηνία της επίσημης εγγραφής του τεμαχίου 464.
Παρέθεσε δε, το αιτιολογικό με συγκεκριμένες αναφορές ως προς την εκφρασθείσα κρίση του για το αποτελεσματικό της μαρτυρίας.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε το Νόμο και συγκεκριμένα το Άρθρο 11(1)(β), δεδομένου ότι δεν υπάρχει προϋπόθεση είτε στο νόμο είτε στη νομολογία ότι πρέπει η διάβαση να είναι χωρίς διακοπή
β) Ήταν εσφαλμένο το συμπέρασμα του Δικαστηρίου επί του αναποτελεσματικού της μαρτυρίας.
γ) Υπήρξε παράβαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, διότι, κατά τη θέση του, κανένα από τα στοιχεία που το Δικαστήριο έκρινε ως σημαντικά δεν προβλήθηκε στη δικογραφία και δεν αναφέρθηκε κατά τη διάρκεια της ακρόασης.
δ) Εν πάση περιπτώσει, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε υποχρέωση «να ανοίξει την υπόθεση και να ακούσει τις εισηγήσεις των μερών επί των πιο πάνω σημείων».
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ο τελευταίος λόγος ήταν παντελώς αβάσιμος. Κατά πρώτον προέκυπτε από την ίδια την υπεράσπιση αλλά και από τα πρακτικά, άρνηση του εφεσίβλητου «εφ' όλης της ύλης» του εκκαλούμενου δικαιώματος τόσο σε νομικό όσο και πραγματικό επίπεδο.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε όχι μόνο ευχέρεια αλλά και υποχρέωση να κρίνει την ύπαρξη ή μη των προϋποθέσεων της νομικής βάσης της αγωγής σε συνάρτηση με τη μαρτυρία που δέχτηκε - και αυτό έπραξε.
3. Αναφορικά με τη νομική θεώρηση και ερμηνεία του Άρθρου 11 του Κεφ. 224, εκ του άρθρου αυτού καθιερώνεται αιτία αγωγής για αναγνώριση δικαιώματος διάβασης επί της ακίνητης ιδιοκτησίας άλλου προσώπου στην περίπτωση που τέτοιο δικαίωμα έχει ασκηθεί αδιάλειπτα για πλήρη περίοδο 30 ετών. Το δικαίωμα επεκτείνεται και στο δικαίωμα να ζητηθεί εγγραφή του στα σχετικά μητρώα του κτηματολογίου. Για να αποκτηθεί το δικαίωμα αυτό, ο διεκδικητής θα πρέπει να αποδείξει δύο προϋποθέσεις: α) 'Oτι ο ίδιος ή οι προκάτοχοι του απολάμβαναν το δικαίωμα ανοικτά και ειρηνικά για πλήρη περίοδο 30 ετών. Όπως δε η νομολογία επιτάσσει η απόκτηση του δικαιώματος «πρέπει να γίνεται χωρίς βία, χωρίς μυστικότητα και χωρίς συγκατάθεση». β) Ο διεκδικητής του δικαιώματος πρέπει να αποδείξει ότι χρησιμοποιούσε συγκεκριμένο μέρος του δεσπόζοντος ακινήτου.
4. Δεν προέκυπτε οποιοδήποτε λάθος στην πρωτόδικη κρίση ούτε άλλωστε ετέθη κάτι διαφορετικό επί των αγορεύσεων για την αναγκαιότητα ύπαρξης αυτών των προϋποθέσεων.
5. Εκείνο που ουσιαστικά ήταν το παράπονο του εφεσείοντα, ήταν η αντίκρυση της μαρτυρίας ως προς την πλήρωση των δύο προϋποθέσεων οι οποίες και ορθά τέθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
6. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήγησε με παραπομπή σε διάφορα σημεία της μαρτυρίας γιατί θεώρησε πτωχή τη δοθείσα μαρτυρία. Η συλλογιστική του εφεσείοντα ακριβώς υπεδείκνυε «συμπεράσματα» και όχι θετικότητα επί της μαρτυρίας.
7. Συγκεκριμένο σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, προέκυπτε ως απόλυτα ορθό και ανταποκρινόμενο στα πρακτικά.
8. Εφόσον η πρωτόδικη θεώρηση επί της μη πλήρωσης της ουσιώδους προϋπόθεσης της απόδειξης του καθορισμένου και εξακριβωμένου μέρους επί του οποίου ασκείτο το επικαλούμενο δικαίωμα, κρίθηκε ορθή, δεν τίθετο θέμα ενασχόλησης του Εφετείου με το χρόνο που αυτό ασκείτο.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Thrasyvoulou a.ο. v. Thrasyvoulou a.o. (1984) 1 C.L.R. 411,
Δασκάλου v. Βουρία (1994) 1 Α.Α.Δ. 624,
Κυπριανού v. Πιλλακούρη (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1873,
Valena v. Elia (1983) 1(B) C.L.R. 730,
Ponou v.Ibrahim (1970) 1 C.L.R. 78,
Papaxanthou v. Charalambous (1967) 1 A.A.Δ. 34.
Έφεση.
Έφεση από τον ενάγοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λυκούργου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 126/07), ημερομηνίας 18/2/2011.
Εφεσείων προσωπικά.
Γ. Ρούσου (κα) για Αρ. Γεωργίου, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Δικαστή Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η επίδικη διαφορά βασίζεται σε κατ' ισχυρισμόν δικαίωμα διάβασης που ο Εφεσείων-Ενάγων ζητούσε να αναγνωρισθεί και να εγγραφεί επ' ωφελεία των κτημάτων του (τεκμ.463 και 481) στο χωριό Κακοπετριά και εις βάρος του γειτονικού κτήματος (τεμ.464) το οποίο είναι ιδιοκτησία του εφεσίβλητου-εναγομένου. Η νομική βάση της επίκλησης του δικαιώματος είναι το Άρθρο 11(1)(β) του Νόμου περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) (Κεφ.224) το οποίο έχει ως εξής:
«11.—(1) Κανένα δικαίωμα διόδου ή οποιοδήποτε προνόμιο, ελευθερία, δουλεία, ή οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα ή πλεονέκτημα δεν αποκτάται επί της ακίνητης ιδιοκτησίας άλλου εκτός —
(β) όπου αυτό έχει ασκηθεί από οποιοδήποτε πρόσωπο ή από εκείνους από τους οποίου αυτός λαμβάνει την αξίωση για πλήρη περίοδο τριάντα ετών αδιάλειπτα»
Με βάση τη δικογραφία και την προσκομισθείσα μαρτυρία εκ μέρους του εφεσείοντα, ο τελευταίος ισχυρίζεται ότι για πλήρη περίοδο 30 ετών και χωρίς διακοπή τόσο οι προκάτοχοι του (γονείς) όσο και ο ίδιος διερχόταν από το κτήμα του εφεσιβλήτου για να μεταβεί από το κτήμα του στο δημόσιο δρόμο και αντίστροφα. Αντίθετες υπήρξαν οι θέσεις της υπεράσπισης δικογραφικά και διά της μαρτυρίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά το ότι θεώρησε αξιόπιστους τους μάρτυρες της πλευράς του εφεσείοντα, έκρινε την προσφερθείσα υπ' αυτού μαρτυρία ως μη ικανοποιητική για τη θεμελίωση του δικαιώματος που επικαλείτο και απέρριψε την αγωγή. Θέτει δε το θέμα ως εξής στις σελίδες 15 και 16 της πρωτόδικης απόφασης.
«Έχω διεξέλθει τη μαρτυρία, προφορική και έγγραφη, που η πλευρά του ενάγοντος παρουσίασε. Κατ' αρχάς δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία πώς ο ενάγων (Μ.Ε.2) και οι συγχωριανοί και παιδικοί του φίλοι Ανδρέας Μενελάου (Μ.Ε.3), Σοφοκλής Γεωργίου (Μ.Ε.4) και Ρένος Κυριακίδης (Μ.Ε.5), όλοι άνδρες ώριμης ηλικίας, με συμπεριφορά συγκροτημένη και λόγο άμεσο και σταθερό, υπήρξαν μάρτυρες αξιόπιστοι. Πεποίθησή μου είναι ότι όλοι περιέγραψαν με ειλικρίνεια όσα θυμούνται να συνέβαιναν στο παρελθόν εν σχέσει με τη διέλευση του ενάγοντος και των εν τίτλω προκατόχων του από το τεμάχιο 464. Χωρίς να χρειάζεται να επαναλάβω όσα οι μάρτυρες αυτοί περιέγραψαν τα οποία συνοψίζονται πιο πάνω και τα οποία κρίνω ως αληθή, καταλήγω πως ο ενάγων και οι εν τίτλω προκάτοχοί του απολάμβαναν ανοικτά και ειρηνικά δικαίωμα διάβασης από το τεμάχιο 464 για να προσεγγίσουν το δημόσιο δρόμο, που βρίσκεται στα ανατολικά των τεμαχίων 481 και 463, και τανάπαλιν.
Όμως, η μαρτυρία αυτή είναι ανεπαρκής και αδύναμη για να αποδείξει τις άλλες δύο προϋποθέσεις για τη θεμελίωση του δικαιώματος διάβασης επί τη βάσει του Άρθρου 11 του Κεφ. 224: Η μαρτυρία αυτή είναι ανεπαρκής και αδύναμη για να αποδείξει ότι: (α) η διάβαση γινόταν από καθορισμένο (fixed) και εξακριβωμένο (ascertained) μέρος του τεμαχίου 464 (Ponou v. Ibrahim (ανωτέρω)) και (β) η διάβαση γινόταν για πλήρη περίοδο τριάντα (30) ετών πριν από τις 28.7.70, ημερομηνία της επίσημης εγγραφής του τεμαχίου 464 (τεκμήριο 2).
Τα όσα σχετικά εδήλωσαν ο ενάγων (Μ.Ε.2) και οι μάρτυρες του Ανδρέας Μενελάου (Μ.Ε.3), Σοφοκλής Γεωργίου (Μ.Ε.4) και Ρένος Κυριακίδης (Μ.Ε.5) καθώς και τα όσα η έγγραφη μαρτυρία (τεκμήρια 1 έως και 7) παρουσιάζει είναι ασαφή, γενικόλογα και ελλειπτικά όσον αφορά στις δύο αυτές προϋποθέσεις».
Στη συνέχεια, παραθέτει το αιτιολογικό με συγκεκριμένες αναφορές ως προς την εκφρασθείσα κρίση του για το αποτελεσματικό της μαρτυρίας.
Ο εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη κρίση με 9 εκτενείς λόγους έφεσης οι οποίοι στη συνέχεια γίνεται προσπάθεια να ομαδοποιηθούν και να συνοψισθούν.
Α. Λόγοι 1, 2, 3 και 7.
Ο εφεσείων αναφέρει ότι το Δικαστήριο παρερμήνευσε το Νόμο και συγκεκριμένα το Άρθρο 11(1)(β). Το κυριότερο επιχείρημα αυτής της πτυχής της έφεσης είναι ότι «δεν υπάρχει προϋπόθεση είτε στο νόμο είτε στη νομολογία ότι πρέπει η διάβαση να είναι χωρίς διακοπή. Ακόμη είναι η θέση του ότι δεν υπάρχει προϋπόθεση ότι η εγγραφή του δουλεύοντος ακινήτου αναιρεί και/ή καταργεί τη διαρροή της χρονικής περιόδου για την απόκτηση δικαιώματος διάβασης επί της περιουσίας τρίτου. Σύμφωνα με τον εφεσείοντα η εγγραφή απλώς διακόπτει τη χρονική περίοδο άσκησης τέτοιου δικαιώματος. Και μετά την εγγραφή μπορεί να αρχίσει νέα χρονική περίοδος η οποία με τη συμπλήρωση 30 ετών αποκρυσταλλώνεται σε δικαίωμα διάβασης. Προσθέτως τίθεται ότι η προϋπόθεση που θέτει το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η χρονική περίοδος της συνεχούς διάβασης μέσα από το δουλεύον κτήμα έπρεπε να είχε συμπληρωθεί την 28.7.70 (ορθότερα 27.8.70) για την απόκτηση δικαιώματος διάβασης μέσα από το δουλεύον κτήμα είναι αδικαιολόγητη και λανθασμένη.
Β. Λόγοι 4, 5, 6 και 8
Αυτή η ομάδα λόγων καλύπτει το συμπέρασμα του Δικαστηρίου επί του αναποτελεσματικού της μαρτυρίας στη βάση των επί μέρους πτυχών της υπόθεσης σε συνάρτηση με τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος.
Γ. Λόγος 9
Τίθεται και ισχυρισμός εκ μέρους του εφεσείοντα για παράβαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου διότι, κατά τη θέση του, κανένα από τα στοιχεία που το Δικαστήριο έκρινε ως σημαντικά δεν προβλήθηκε στη δικογραφία και δεν αναφέρθηκε κατά τη διάρκεια της ακρόασης. Εν πάση περιπτώσει κατά τον εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε υποχρέωση «να ανοίξει την υπόθεση και να ακούσει τις εισηγήσεις των μερών επί των πιο πάνω σημείων».
Θα ξεκινήσουμε από τον τελευταίο αυτό λόγο τον οποίο κρίνουμε εντελώς αβάσιμο. Κατά πρώτον προκύπτει από την ίδια την υπεράσπιση αλλά και από τα πρακτικά άρνηση του εφεσίβλητου «εφ' όλης της ύλης» του εκκαλούμενου δικαιώματος τόσο σε νομικό όσο και πραγματικό επίπεδο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε όχι μόνο ευχέρεια αλλά και υποχρέωση να κρίνει την ύπαρξη ή μη των προϋποθέσεων της νομικής βάσης της αγωγής σε συνάρτηση με τη μαρτυρία που δέχτηκε - και αυτό έπραξε.
Ο σχετικός λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Αναφορικά τώρα με την «Α Ομάδα των Λόγων Έφεσης» ως άνω, οι οποίοι καλύπτουν τη νομική θεώρηση και ερμηνεία του Άρθρου 11 του Κεφ.224 και της σχετικής νομολογίας παρατηρούμε ότι εκ του άρθρου αυτού καθιερώνεται αιτία αγωγής για αναγνώριση δικαιώματος διάβασης επί της ακίνητης ιδιοκτησίας άλλου προσώπου στην περίπτωση που τέτοιο δικαίωμα έχει ασκηθεί αδιάλειπτα για πλήρη περίοδο 30 ετών. Το δικαίωμα επεκτείνεται, όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, και στο δικαίωμα να ζητηθεί εγγραφή του στα σχετικά μητρώα του κτηματολογίου. Για να αποκτηθεί το δικαίωμα αυτό, ο διεκδικητής θα πρέπει να αποδείξει δύο προϋποθέσεις:
(α) 'Oτι ο ίδιος ή οι προκάτοχοι του απολάμβαναν το δικαίωμα ανοικτά και ειρηνικά για πλήρη περίοδο 30 ετών. Όπως δε η νομολογία επιτάσσει η απόκτηση του δικαιώματος «πρέπει να γίνεται χωρίς βία, χωρίς μυστικότητα και χωρίς συγκατάθεση». (Βλ. Thrasyvoulou a.ο. v. Thrasyvoulou a.o. (1984) 1 C.L.R. 411, Δασκάλου v. Βουρία (1994) 1 Α.Α.Δ. 624, και Κυπριανού ν. Πιλλακούρη (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1873). Είναι σαφές από την εκ του νόμου προϋπόθεση του Άρθρου 11 για τη χρονική περίοδο άσκησης του δικαιώματος ότι η θέση για άσκηση δικαιώματος από αμνημονεύτων ετών (from time immemorial) δεν έχει ουσιαστική σημασία. (Βλ. Valena v. Elia (1983) 1(B) C.L.R. 730).
(β) Ο διεκδικητής του δικαιώματος πρέπει να αποδείξει ότι χρησιμοποιούσε συγκεκριμένο μέρος του δεσπόζοντος ακινήτου (βλ. Ponou v. Ibrahim (1970) 1 C.L.R. 78) και Κυπριανού ν. Πιλλακούρη, ανωτέρω).
Δεν βρίσκουμε οποιονδήποτε λάθος, ούτε άλλωστε ετέθη κάτι διαφορετικό επί των αγορεύσεων για την αναγκαιότητα ύπαρξης αυτών των προϋποθέσεων. Είναι σαφές ότι εκείνο που ουσιαστικά είναι το παράπονο του εφεσείοντα είναι η αντίκρυση της μαρτυρίας ως προς την πλήρωση των δύο προϋποθέσεων οι οποίες και ορθά τίθενται από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ως εκ τούτου προέχει να εξεταστεί η βασιμότητα της «Β Ομάδας Λόγων Έφεσης» που αφορά αυτή τη πτυχή. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το κυρίως ζητούμενο είναι αν η κρίση του Δικαστηρίου επί του μη καθορισμού στον απαιτούμενο βαθμό του δικαιώματος με βάση τη μαρτυρία ήταν ορθή. Τίθεται δηλαδή το ερώτημα εκ νέου εάν η μαρτυρία ήταν τέτοια ώστε να αποδείξει πως η διάβαση γινόταν από συγκεκριμένο καθορισμένο και εξακριβωμένο μέρος του κτήματος τεμ. 464.
Ο κ. Λεμονάρης έδωσε ιδιαίτερη σημασία στο ότι η μαρτυρία κατέδειξε ότι η είσοδος και η έξοδος προς το δρόμο γινόταν από την πόρτα που υπήρχε στο περιτοίχισμα. Η πόρτα σε συνδυασμό με το ότι υπήρχε και ένα μονοπάτι (μέρος του οποίου φαίνεται στις φωτογραφίες εκ του τεκμ.7) είναι αρκετό για να αποδειχθεί η ως άνω προϋπόθεση του Νόμου, σύμφωνα πάντα με την πλευρά του εφεσείοντα. Μάλιστα στη σελ.7 του περιγράμματος του ο κ. Λεμονάρης λέει και τα εξής: «Όταν κάποιος εξέρχεται από την πόρτα στο περιτείχισμα για να πάει στο δρόμο θα ακολουθήσει την ευθεία που είναι και η πιο σύντομη οδός. Αυτό υπαγορεύει η κοινή λογική. Το ακανόνιστο σχήμα του τεμαχίου το οποίο το δικαστήριο στη σελ.18 της απόφασης του επικαλείται είναι αντίθετο με την κοινή λογική».
Δεν μας βρίσκει σύμφωνους αυτή η προσέγγιση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήγησε με παραπομπή σε διάφορα σημεία της μαρτυρίας γιατί θεώρησε πτωχή τη δοθείσα μαρτυρία. Η συλλογιστική του εφεσείοντα ακριβώς δεικνύει «συμπεράσματα» και όχι θετικότητα επί της μαρτυρίας. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, το οποίο και βρίσκουμε απόλυτα ορθό και ανταποκρινόμενο στα πρακτικά.
«Κατά δεύτερον, παρατηρώ πως ουδείς των μαρτύρων της πλευράς του ενάγοντος (του ιδίου συμπεριλαμβανομένου) περιέγραψε με σαφήνεια, ακρίβεια και θετικότητα τη διαδρομή που ο ενάγων και οι εν τίτλω προκάτοχοί του ακολουθούσαν διερχόμενοι από το τεμάχιο 464 για να φθάσουν στο δημόσιο δρόμο και τανάπαλιν.
Είναι, βεβαίως, γεγονός πως ο ενάγων (Μ.Ε.2) και οι μάρτυρές του Ανδρέας Μενεάλου (Μ.Ε.3), Σοφοκλής Γεωργίου (Μ.Ε.4) και Ρένος Κυριακίδης (Μ.Ε.5) υπήρξαν σαφείς ως προς το σημείο εισόδου από το 463 στο τεμάχιο 464: Πρόκειται για την πόρτα στο πέτρινο περιτοίχισμα που ευρίσκεται στο σύνορο των δύο τεμαχίων, η οποία εμφανίζεται στις φωτογραφίες 5, 6 και 7 του τεκμηρίου 7 και την οποίαν σημείωσε (με το σημείο «Χ») ο ενάγων (Μ.Ε.2) επί του τεκμηρίου 6. Είναι, ακόμη, γεγονός πως ο ενάγων ανεφέρθηκε σε μονοπάτι, το οποίο υπήρχε στο τεμάχιο 464 και το οποίο χρησιμοποιούσε. Όμως, αυτές οι αναφορές είναι ελλειπτικές εφ' όσον δεν βοηθούν για να καθορισθεί και να εξακριβωθεί το μήκος, το πλάτος και η πορεία του μονοπατιού αυτού. Ούτε οι φωτογραφίες 5, 6 και 7 του τεκμηρίου 7 βοηθούν εφ' όσον αυτές μέρος μόνον του μονοπατιού παρουσιάζουν. Υπενθυμίζω πως η νομολογία απαιτεί να αποδειχθεί, μεταξύ άλλων, πώς η διάβαση γινόταν σταθερά και καθ' όλην την τριακονταετία από καθορισμένο (fixed) και εξακριβωμένο (ascertained) μέρος του ακινήτου εις βάρος του οποίου επιδιώκεται η αναγνώριση δικαιώματος διάβασης (Ponou v. Imbrahim (ανωτέρω) 81).
Ούτε η αναφορά του ενάγοντος (Μ.Ε.2) στο γεγονός πως ο ίδιος και οι εν τίτλω προκάτοχοί του, διερχόμενοι από το τεμάχιο 464 έφθαναν σε αδιέξοδο και μετά στο δημόσιο δρόμο, βοηθά για να αντιληφθεί κάποιος την πορεία που ακολουθούσαν. Τέλος, ούτε το τεκμήριο 6 βοηθά στο να αντιληφθεί κάποιος την πορεία του μονοπατιού. Στο τεκμήριο αυτό απλώς σημειώθηκε (με το σημείο «Χ») η πόρτα εισόδου από το τεμάχιο 463 στο τεμάχιο 464 και υποδείχθηκε το αδιέξοδο, το οποίο οδηγούσε στο δημόσιο δρόμο. Παραμένει, εντούτοις, άγνωστη η πορεία του μονοπατιού μεταξύ των δύο αυτών σημείων. Το δε πολύπλευρο και ακανόνιστο σχήμα του τεμαχίου 464 (ως αυτό παρουσιάζεται στο τεκμήριο 6) καθιστούν αδύνατη την όποια σχετική υπόθεση».
Η αναγκαιότητα εξακριβωμένου τόπου διάβασης σίγουρα δεν μπορεί να περιλαμβάνει μόνο την αφετηρία του και τα υπόλοιπα να μένουν στο χώρο της ασάφειας. Οι λεπτομέρειες και ο επαρκής καθορισμός αγγίζουν ακόμη και το μήκος και το πλάτος αυτού (βλ. Papaxanthou v. Charalambous (1967) 1 A.A.Δ. 34).
Εφόσον η πρωτόδικη θεώρηση επί της μη πλήρωσης της ουσιώδους προϋπόθεσης της απόδειξης του καθορισμένου και εξακριβωμένου μέρους επί του οποίου ασκείτο το επικαλούμενο δικαίωμα, κρίνεται ορθή, δεν τίθεται θέμα ενασχόλησης μας με το χρόνο που αυτό ασκείται. Για να οδηγηθούμε στην εξέταση του ορθού φάσματος άσκησης ενός δικαιώματος πρέπει να υπάρχει εξακριβωμένο και καθορισμένο μέρος. Αν αυτή η βασική προϋπόθεση ελλείπει δεν είναι δυνατό να προχωρήσουμε στην εξέταση της άλλης προϋπόθεσης, καθότι αυτό θα ήταν ένα ακαδημαϊκό πλέον εγχείρημα. Ως εκ τούτου δεν θα το πράξουμε.
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €2,500 πλέον ΦΠΑ υπέρ εφεσίβλητου.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.