ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D82
(2016) 1 ΑΑΔ 353
10 Φεβρουαρίου, 2016
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΟΥΛΛΑΣ ΒΑΛΙΑΝΤΗ ΚΑΙ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΟΡΦΑΚΗ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ
ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ
CERTIORARI/MANDAMUS,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡ. 29.1.16 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΛΕΓΧΟΥ ΕΝΟΙΚΙΑΣΕΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΠΕΡΡΙΨΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡ. 10.10.14 ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΕΞΩΣΗΣ Ε253/12.
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 22/2016)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Aίτηση παραχώρησης άδειας καταχώρησης αίτησης προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari και/ή Mandamus, για την ακύρωση απόφασης Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων με την οποία απορρίφθηκε αίτηση έρευνας των αιτητών την οποία είχαν προωθήσει προς το σκοπό είσπραξης οφειλόμενων ενοικίων δυνάμει δικαστικής απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου ― Απορριπτική κατάληξη λόγω απουσίας προϋποθέσεων ενεργοποίησης δικαιοδοσίας προνομιακών ενταλμάτων.
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Για την παροχή άδειας, ο αιτητής θα πρέπει να αποδείξει ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση ― Υπάρχει όπου διαπιστώνεται εκ πρώτης όψεως, από το πρακτικό του Δικαστηρίου, υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το νόμο, προκατάληψη, δόλος και παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης ― Όπου εντοπίζεται ότι υπάρχει εναλλακτικό ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία δεν παρέχεται άδεια, εκτός εάν ο αιτητής, αποδείξει ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, τέτοιες που να δικαιολογούν παρέκκλιση από το γενικό κανόνα.
Οι Αιτητές επιδίωξαν την παραχώρηση άδειας καταχώρησης αίτησης προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari και/ή Mandamus, για την ακύρωση απόφασης Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων με την οποία απορρίφθηκε αίτηση έρευνας την οποία είχαν προωθήσει προς το σκοπό είσπραξης οφειλόμενων ενοικίων δυνάμει δικαστικής απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου.
Προς υποστήριξη της αίτησης τους, ισχυρίστηκαν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε εμφανή νομικά λάθη και δεν εφάρμοσε ορθά τις σχετικές διατάξεις του νόμου απορρίπτοντας τη σχετική αίτηση έρευνας. Επιπροσθέτως προέβαλαν ότι καθοδηγήθηκε εσφαλμένα σε σχέση με νομολογία που καλύπτει το ζήτημα και παραβίασε κανόνες φυσικής δικαιοσύνης και συνταγματικά δικαιώματα των Αιτητών, τα οποία περιστρέφονται γύρω από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, τη δίκαιη διεξαγωγή δηλαδή δίκης.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Υπό το πρίσμα των πιο πάνω αρχών έπρεπε να εξετασθεί πρωταρχικά κατά πόσο η πλευρά των Αιτητών είχε καλύψει τις απαραίτητες προϋποθέσεις κατάδειξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, προκειμένου να θέσει το θεμέλιο για επιτυχία του διαβήματος της για χορήγηση της αιτούμενης θεραπείας.
2. Εξετάζοντας τα όσα τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου από την πλευρά των Αιτητών σε σχέση με το ζήτημα αυτό, δεν μπορούσε παρά να διαπιστωθεί ότι το σύνολο των παραπόνων περιστρεφόταν γύρω από την κατ' ισχυρισμό, λανθασμένη προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του θέματος της έρευνας των οικονομικών δυνατοτήτων των ενοικιαστών.
3. Αυτό ήταν ζήτημα το οποίο αφορούσε στην ορθότητα της απόφασης και όχι στη νομιμότητά της. Πέραν τούτου, όπως και ο συνήγορος των Αιτητών δέχθηκε, η απόφαση μπορούσε να κριθεί με υπαλλακτικό ένδικο μέσο της έφεσης.
4. Υπό τις συνθήκες αυτές, έστω και αν είχε καταδειχθεί εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, οι Αιτητές θα έπρεπε να αποδείξουν ότι συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις, ούτως ώστε να υπάρξει και παρέκκλιση από το γενικό κανόνα ότι δεν παρέχεται προνομιακή θεραπεία όταν υπάρχουν διαθέσιμα άλλα ένδικα μέσα.
5. Τέτοιες εξαιρετικές περιστάσεις δεν είχαν καταδειχθεί, ούτε τέθηκε ο,τιδήποτε σχετικό ενώπιον του Δικαστηρίου μέσα από τα όσα περιελάβανε η υπό κρίση Αίτηση.
Η αίτηση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 878,
Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250.
Αίτηση.
Α. Κεφάλας, για τους Αιτητές.
Ex tempore
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Οι Αιτητές είναι ιδιοκτήτες υποστατικών για τα οποία, μετά από σχετική αίτηση στο αρμόδιο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων Λευκωσίας, πέτυχαν την έκδοση διατάγματος εξώσεως των ενοικιαστών και προς όφελός τους απόφαση για οφειλόμενα ενοίκια. Προς το σκοπό είσπραξης των ενοικίων αυτών καταχώρησαν αίτηση έρευνας ημερομηνίας 10.10.2014 εναντίον της ενοικιάστριας εταιρείας διά μέσου των διευθυντών της. Η αίτηση αυτή απερρίφθη από το αρμόδιο Δικαστήριο στις 29.1.2016.
Με την υπό κρίση αίτηση οι Αιτητές ζητούν άδεια του Δικαστηρίου με την οποία να τους επιτραπεί να καταχωρήσουν αίτηση διά κλήσεως για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari και/ή Mandamus, με στόχο τη μεταφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο για σκοπούς ακύρωσης της απόφασης ημερομηνίας 29.1.2016. Περαιτέρω, ζητούν διάταγμα διατάσσον τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων Λευκωσίας όπως διεξάγει οικονομική έρευνα και/ή αποφασίσει επί όλων των ζητουμένων θεραπειών που κάλυπταν την προαναφερόμενη αίτηση έρευνας ημερομηνίας 10.10.2014. Θέτουν οι αιτητές, προς υποστήριξη των πιο πάνω αιτημάτων τους, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε εμφανή νομικά λάθη και δεν εφάρμοσε ορθά τις σχετικές διατάξεις του νόμου απορρίπτοντας την πιο πάνω αίτηση έρευνας. Προσθέτουν ότι καθοδηγήθηκε εσφαλμένα σε σχέση με νομολογία που καλύπτει το ζήτημα και παραβίασε κανόνες φυσικής δικαιοσύνης και συνταγματικά δικαιώματα των Αιτητών, τα οποία περιστρέφονται γύρω από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, τη δίκαιη διεξαγωγή δηλαδή δίκης.
Θα πρέπει να υπομνήσω τις βασικές παραμέτρους που καλύπτουν ζήτημα έκδοσης προνομιακού εντάλματος, όπως έχουν αποκρυσταλλωθεί μέσα από την ευθυγραμμισμένη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Επιγραμματικά, συνιστά βασική αρχή ότι το Δικαστήριο στην πορεία εξέτασης αιτήσεων αυτής της μορφής δεν υπεισέρχεται στην ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, αλλά περιορίζεται στην εξέταση της νομιμότητας. Ο αιτητής θα πρέπει να αποδείξει ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση. Το νοηματικό εύρος του όρου συζητήσιμη υπόθεση καλύπτεται στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται εκ πρώτης όψεως από το πρακτικό του Δικαστηρίου υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το νόμο, προκατάληψη, δόλος και παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. Ακόμη όμως και η διαπίστωση εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπόθεσης δεν είναι αρκετή προς ενεργοποίηση της προνομιακής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Όπου εντοπίζεται ότι υπάρχει εναλλακτικό ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία δεν παρέχεται άδεια για καταχώρηση αίτησης, εκτός εάν ο αιτητής, που φέρει το βάρος, αποδείξει ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, τέτοιες που να δικαιολογούν παρέκκλιση από το γενικό κανόνα. (Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 878).
Προκειμένου, λοιπόν, να χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος, το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία. Είναι ικανοποιητικό να φαίνεται στην αίτηση και στα γεγονότα που τη στηρίζουν πως υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση. Στην υπόθεση Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250 τέθηκε το πλαίσιο της έννοιας του όρου εκ πρώτης όψεως υπόθεση ως ακολούθως:
«We remain wholly unconvinced that a prima facie case was made for leave to apply for an order of Certiorari. As the expression "prima facie" suggests, a convincing enough case must be made on first view. On second view, formed after hearing the other side, this impression may dissipate. A prima facie case is not an unanswerable one but one sufficiently cogent, or arguable, to merit an answer. On numerous occasions Courts were concerned to elicit and apply the concept in diverse circumstances. A particularly instructive approach to analysis of the concept, I found, with respect, that of Megarry, V.C., in Land Securities v. Metropolitan Police [1983] 2 All E.R. 254, 258. According to this approach, a prima facie case is made out if an arguable case is disclosed, without need arising at this initial or at this initial or preliminary stage for consideration of any rebutting evidence.»
Υπό το πρίσμα των πιο πάνω αρχών πρέπει να εξετασθεί πρωταρχικά κατά πόσο η πλευρά των Αιτητών έχει καλύψει τις απαραίτητες προϋποθέσεις κατάδειξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης προκειμένου να θέσει το θεμέλιο για επιτυχία του διαβήματος της για χορήγηση της αιτούμενης θεραπείας.
Εξετάζοντας τα όσα τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου από την πλευρά των Αιτητών σε σχέση με το ζήτημα αυτό δεν μπορεί παρά να διαπιστωθεί ότι το σύνολο των παραπόνων περιστρέφεται γύρω από την, κατ' ισχυρισμό, λανθασμένη προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του θέματος της έρευνας των οικονομικών δυνατοτήτων των ενοικιαστών. Αυτό είναι ζήτημα το οποίο αφορά την ορθότητα της απόφασης και όχι τη νομιμότητά της. Πέραν τούτου, όπως και ο ευπαίδευτος συνήγορος των Αιτητών δέχθηκε, η απόφαση μπορεί να κριθεί με υπαλλακτικό ένδικο μέσο, αυτό της έφεσης. Υπό τις συνθήκες αυτές, έστω και αν είχε καταδειχθεί εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, οι Αιτητές θα έπρεπε να αποδείξουν ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, ούτως ώστε να υπάρξει και παρέκκλιση από το γενικό κανόνα ότι δεν παρέχεται προνομιακή θεραπεία όταν υπάρχουν διαθέσιμα άλλα ένδικα μέσα. Τέτοιες εξαιρετικές περιστάσεις δεν έχουν καταδειχθεί, ούτε τέθηκε ο,τιδήποτε σχετικό ενώπιον του Δικαστηρίου μέσα από τα όσα περιλαμβάνει η υπό κρίση Αίτηση.
Υπό το φως όλων των πιο πάνω, είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι δεν έχει καταδειχθεί λόγος για παροχή θεραπείας προνομιακού εντάλματος με βάση το κατάλοιπο εξουσίας του Δικαστηρίου. Αναπόδραστα η αίτηση απορρίπτεται.
Η αίτηση απορρίπτεται.