ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D75
(2016) 1 ΑΑΔ 332
9 Φεβρουαρίου, 2016
[ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (ΑΡ. 33/64),
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ P & P PHILIPPOU SALES LTD - ENAΓΟΜΕΝΩΝ 1, PHILIP PHILIPPOU - ΕΝΑΓΟΜΕΝΟY 2, LEOPHIL GARDENS LTD - ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ 3, OCEAN REEF PROPERTIES LTD - ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ 4, P.S.G.D PARADISE HOMES LTD - ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ 5 ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ PROHIBITION,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΥΠ' ΑΡ. 1151/2012 ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ,
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 17/2016)
Προνομιακά εντάλματα ― Prohibition ― Αίτηση για παραχώρηση άδειας καταχώρισης προνομιακού εντάλματος της φύσεως Prohibition, στοχεύον στην απαγόρευση συνέχισης εκδίκασης αγωγής, υπό την προεδρία Προέδρου Επαρχιακού Δικαστηρίου και στη συνέχιση της ακρόασης υπό την προεδρία άλλου ― Απορριπτική κατάληξη ― Δεν μπορεί να εκδοθεί διάταγμα Prohibition ή Certiorari όταν η απόφαση που προσβάλλεται, αφορά σε διαδικαστικό θέμα που δεν προκαταβάλλει ή προοιωνίζει το αποτέλεσμα.
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari και Prohibition ― Έχουν κοινό συνδετικό στοιχείο αλλά δεν ταυτίζονται ― Το ένταλμα Certiorari αποσκοπεί στο να ακυρωθεί παν ότι αποφασίστηκε, ενώ το Prohibition για να παύσει η περαιτέρω συνέχιση της διαδικασίας.
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari και Prohibition ― Ένταλμα Prohibition εκδίδεται για να αποτρέψει κατώτερο Δικαστήριο από του να υπερβαίνει ή να συνεχίσει να υπερβαίνει τη δικαιοδοσία ή τις αρμοδιότητες του ― Είναι ορθό να προωθούνται ενιαία τα δύο εντάλματα ώστε μια απόφαση που λήφθηκε καθ' υπέρβαση εξουσίας ή έλλειψη δικαιοδοσίας να ακυρωθεί μέσω του Certiorari και ταυτοχρόνως να αποτραπεί η συνέχιση της υπέρβασης της δικαιοδοσίας μέσω του απαγορευτικού χαρακτήρα του Prohibition.
Με την αίτηση επιζητήθηκε η παραχώρηση άδειας για καταχώριση προνομιακού εντάλματος της φύσης Prohibition, το οποίο θα στόχευε στην απαγόρευση της συνέχισης εκδίκασης αγωγής, υπό την προεδρία Προέδρου Επαρχιακού Δικαστηρίου και στη συνέχιση της ακρόασης υπό την προεδρία άλλου.
Προωθήθηκαν ως λόγοι, έκδηλη και σοβαρή προκατάληψη η οποία όπως προβλήθηκε ανέτρεπε το θεμέλιο της δίκαιης δίκης καθιστώντας τη διαδικασία άκυρη.
Επισυνάφθησαν δε, πρακτικά συγκεκριμένων δικασίμων όπου, κατά τους αιτητές, εμφαινόταν ότι το Δικαστήριο δεν ενήργησε αμερόληπτα, αλλά διάκειτο αρνητικά στα αιτήματα των συνηγόρων των αιτητών οι οποίοι και παρέπεμψαν σε συγκεκριμένες ενδιάμεσες απορριπτικές και άλλες αποφάσεις του Δικαστηρίου.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Διατάγματα αυτής της φύσης μπορούν να εκδοθούν και εκεί όπου υπάρχει παραβίαση καθιερωμένων αρχών φυσικής δικαιοσύνης, όπως π.χ. αποστέρηση του δικαιώματος διαδίκου να ακουστεί ή να υπερασπιστεί και γενικά να τύχει ακριβοδίκαιης μεταχείρισης. Τέτοιο όμως δικαίωμα δεν ενυπάρχει σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και πολύ περισσότερο, δεν μπορεί να συνεπάγεται την αναστολή της διαδικασίας. Το θέμα της δίκαιης δίκης εξετάζεται μετά το πέρας της.
2. Δεν μπορεί να εκδοθεί διάταγμα Prohibition ή Certiorari όταν η απόφαση που προσβάλλεται, αφορά σε διαδικαστικό θέμα που δεν προκαταβάλλει ή προοιωνίζει το αποτέλεσμα, εφόσον τα δικαιώματα των διαδίκων δεν έχουν τελεσίδικα αποφασιστεί ή όταν το Δικαστήριο εξασκεί τη διακριτική του ευχέρεια όπως π.χ. απόρριψη αιτήματος διαδίκου για αναβολή της ακροαματικής διαδικασίας.
3. Η εκδίκαση της υπόθεσης και ο προγραμματισμός του χρόνου εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου και στην εξάσκηση της διακριτικής του εξουσίας. Αυτά ως προς το αίτημα για αναβολή που υποβλήθηκε και την ενδιάμεση απόφαση για απόρριψη του.
4. Από εξέταση των πρακτικών του Δικαστηρίου ως μέσου διερεύνησης του αιτήματος, όντως διαπιστώνονταν κάποιες παρεμβάσεις του Δικαστηρίου, ως η ένορκη δήλωση αποκάλυπτε.
5. Όπως έχει λεχθεί σε άλλη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα προληπτικής παρέμβασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να επιβληθεί στο Δικαστή απαγόρευση, μήπως δεν ασκήσει με τον ορθό τρόπο, όπως βέβαια τον αντιλαμβάνεται ο αιτητής, τη διακριτική του εξουσία.
6. Εν κατακλείδι, η ακροαματική διαδικασία βρισκόταν σε εξέλιξη. Το δικαίωμα των αιτητών να ακουστούν εξασκήθηκε και εξασκείτο. Και όχι μόνο. Οι αιτητές είχαν στη διάθεση τους το ένδικο μέσο της έφεσης.
Η αίτηση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Πρωτογέρου (1990) 1 Α.Α.Δ. 264,
In Re Lindos Constructions Ltd (1989) 1(E) A.A.Δ. 648,
Re Ευαγγέλου (2000) 1 Α.Α.Δ. 97,
Νίκος Ζένιος, Αιτ. Αρ. 36/2000, ημερ. 10.3.2000,
Ηλία (1997) 1 Α.Α.Δ. 869,
Μαρκίδης (2002) 1 Α.Α.Δ. 115,
R. v. Electricity Commissioners [1924] 1 K.B. 174, 294,
Frome United Breweries v. Bath JJ [1926] A.C. 586,
Βase Metal Trading Ltd v. Fastact Developments κ.ά. (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1535,
Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 878,
Beechcroft Ventures Ltd κ.ά. (2016) 1 Α.Α.Δ. 190, ECLI:CY:AD:2016:D36.
Αίτηση.
Χρ. Καντάρα (κα) και Γ. Μιχαηλίδου (κα) για Νεοφύτου & Νεοφύτου ΔΕΠΕ, για τους Αιτητές.
Cur. adv. vult.
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Με την υπό κρίση αίτηση επιζητείται η παραχώρηση άδειας για καταχώριση προνομιακού εντάλματος της φύσης Prohibition, ώστε να απαγορεύεται η συνέχιση της εκδίκασης της αγωγής υπ' αρ. 1151/2012, Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, υπό την προεδρία του Μ. Παπαμιχαήλ, Π.Ε.Δ., και για συνέχιση της ακρόασης υπό την προεδρία άλλου Δικαστή.
Προωθούνται ως λόγοι έκδηλη και σοβαρή προκατάληψη που ανατρέπει το θεμέλιο της δίκαιης δίκης καθιστώντας τη διαδικασία άκυρη. Επισυνάπτονται τα πρακτικά κατά τις δικασίμους ημερ. 20.1.2016 και 1.2.2016, όπου, κατά τους αιτητές, εμφαίνεται ότι το Δικαστήριο δεν ενήργησε αμερόληπτα, αλλά διέκειτο αρνητικά στα αιτήματα των συνηγόρων των αιτητών. Κατά το στάδιο ολοκλήρωσης της εξέτασης του πρώτου μάρτυρα για τους ενάγοντες, ενώ οι συνήγοροι των αιτητών αιτήθηκαν αναβολής, προκειμένου να μελετήσουν δέσμη τεκμηρίων που κατατέθηκαν πριν προχωρήσουν σε αντεξέταση του μάρτυρα, το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα αποστερώντας εκ των πραγμάτων την ευκαιρία από τους αιτητές να προσάξουν μαρτυρία. Με ενδιάμεσες αποφάσεις του επί διαδικαστικών ζητημάτων καθώς και με παρεμβάσεις του παραβίασε τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και το δικαίωμα των αιτητών να ακουστούν (Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και Άρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης): προέβη σε σχόλια αναφορικά με τις τοποθετήσεις μαρτύρων της αντίδικης πλευράς ή σε υποβολές ή ερωτήσεις αντί του μάρτυρα, ακόμα και άνευ προηγούμενης ένστασης των συνηγόρων των εναγόντων, υποβοηθώντας ή και κατευθύνοντας το μάρτυρα, επεμβαίνοντας με αυτό τον τρόπο στη διαδικασία.
Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα του Π. Αρτέμη, Προνομιακά Εντάλματα, σ. 238, § 5.19, μεταξύ των προνομιακών ενταλμάτων Certiorari και Prohibition:
«.υφίσταται κοινό συνδετικό στοιχείο υπό την έννοια ότι συνιστά αποτελεσματικό ένδικο μέσο επέμβασης σε περιπτώσεις που διαπιστώνεται κάποιο ελάττωμα που αφορά την άσκηση της δικαιοδοσίας των κατώτερων δικαστηρίων ή άλλων οργάνων με δικαστικές αρμοδιότητες. Πρέπει όμως να τονισθεί ότι δεν ταυτίζονται. Εξυπηρετούν διάφορο σκοπό.» (R. v. Electricity Commissioners [1924] 1 K.B. 174, 294).
Το ένταλμα Certiorari αποσκοπεί στο να ακυρωθεί παν ότι αποφασίστηκε, ενώ το ένταλμα Prohibition για να παύσει η περαιτέρω συνέχιση της διαδικασίας (Πρωτογέρου (1990) 1 Α.Α.Δ. 264, In Re Lindos Constructions Ltd (1989) 1(E) A.A.Δ.648). Το ένταλμα Prohibition λοιπόν εκδίδεται για να αποτρέψει κατώτερο Δικαστήριο από του να υπερβαίνει ή να συνεχίσει να υπερβαίνει τη δικαιοδοσία ή τις αρμοδιότητες του. Ως εκ τούτου, είναι ορθό να προωθούνται ενιαία τα δύο εντάλματα ώστε μια απόφαση που λήφθηκε καθ' υπέρβαση εξουσίας ή έλλειψη δικαιοδοσίας να ακυρωθεί μέσω του Certiorari και ταυτοχρόνως να αποτραπεί η συνέχιση της υπέρβασης της δικαιοδοσίας μέσω του απαγορευτικού χαρακτήρα του Prohibition. Εκείνο όμως που είναι σημαντικό όπως τονίζεται στο ανωτέρω σύγγραμμα (σ. 239, § 5.20), είναι ότι διατάγματα αυτής της φύσης μπορούν να εκδοθούν και εκεί όπου υπάρχει παραβίαση καθιερωμένων αρχών φυσικής δικαιοσύνης, όπως π.χ. αποστέρηση του δικαιώματος διαδίκου να ακουστεί ή να υπερασπιστεί και γενικά να τύχει ακριβοδίκαιης μεταχείρισης. Τέτοιο όμως δικαίωμα δεν ενυπάρχει σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και πολύ περισσότερο, δεν μπορεί να συνεπάγεται την αναστολή της διαδικασίας. Το θέμα της δίκαιης δίκης εξετάζεται μετά το πέρας της (Re Ευαγγέλου (2000) 1 Α.Α.Δ. 97, Νίκος Ζένιος, Αιτ. Αρ. 36/2000, ημερ. 10.3.2000).
Δεν μπορεί να εκδοθεί διάταγμα Prohibition ή Certiorari όταν η απόφαση που προσβάλλεται αφορά σε διαδικαστικό θέμα που δεν προκαταβάλλει ή προοιωνίζει το αποτέλεσμα, εφόσον τα δικαιώματα των διαδίκων δεν έχουν τελεσίδικα αποφασιστεί ή όταν το Δικαστήριο εξασκεί τη διακριτική του ευχέρεια όπως π.χ. απόρριψη αιτήματος διαδίκου για αναβολή της ακροαματικής διαδικασίας (Ηλία (1997) 1 Α.Α.Δ. 869).
Η εκδίκαση της υπόθεσης και ο προγραμματισμός του χρόνου εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου και στην εξάσκηση της διακριτικής του εξουσίας (Τ. Μαρκίδης (2002) 1 Α.Α.Δ. 115, υπό Κωνσταντινίδη, Δ.). Αυτά ως προς την αιτούμενη και μη παραχωρηθείσα αναβολή. Από εξέταση των πρακτικών του Δικαστηρίου ως μέσου διερεύνησης του αιτήματος (R. v. Electricity Commissioners [1924] 1 K.B. 174, 294, Frome United Breweries v. Bath JJ [1926] A.C. 586) όντως διαπιστώνονται κάποιες παρεμβάσεις του Δικαστηρίου, ως η ένορκη δήλωση αποκαλύπτει. Υιοθετώντας τον Κωνσταντινίδη, Δ., στη Μαρκίδης, (ανωτέρω) θεωρώ ότι με την αίτηση επιδιώκεται:
«.παρέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να επιβληθεί στη Δικαστή απαγόρευση, ουσιαστικά ως μέτρο πρόληψης, μήπως η δικαστής δεν ασκήσει με τον ορθό τρόπο, όπως βέβαια τον αντιλαμβάνεται ο αιτητής, τη διακριτική της εξουσία.
.Δεν νομίζω πως, στο πλαίσιο των δεδομένων, μπορεί να τίθεται ζήτημα προληπτικής παρέμβασης τέτοιας φύσης σε σχέση με θέμα που εμπίπτει στη διακριτική εξουσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Η νομολογία την οποία επικαλέστηκε ο αιτητής δεν προωθεί τις θέσεις του. Ούτε ενόψει των ισχυρισμών για προκατάληψη, θέμα το οποίο ουδέποτε τέθηκε στο πρωτόδικο δικαστήριο, η οποία μάλιστα εμφανίζεται να αφορά όχι στον τρόπο της τελικής εκδίκασης της υπόθεσης αλλά στον τρόπο με τον οποίο ενδεχομένως θα ασκηθεί η διακριτική εξουσία του πρωτόδικου δικαστηρίου. Και τούτο, πέρα από το εντελώς αδικαιολόγητο, όπως το κρίνω, των συμπερασμάτων που εξάχθηκαν ως προς αυτό αλλά και ως προς τη στέρηση από τον αιτητή του δικαιώματός του να ακουστεί, έστω στη βάση των ίδιων των ισχυρισμών του. .»
Εν κατακλείδι, η ακροαματική διαδικασία βρίσκεται εν εξελίξει. Το δικαίωμα των αιτητών να ακουστούν εξασκήθηκε και εξασκείται. Και όχι μόνο. Οι αιτητές έχουν στη διάθεση τους το ένδικο μέσο της έφεσης, μέσω της οποίας δύνανται να ελεγχθούν αποφάσεις και η όλη συμπεριφορά του δικαστή η οποία δυνατόν να οδήγησε σε στέρηση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη (Βase Metal Trading Ltd v. Fastact Developments κ.ά. (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1535 και Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 878 (απόφαση πλειοψηφίας)).
Η αντίθετη αντιμετώπιση όπως εκφράστηκε στην Beechcroft Ventures Ltd κ.ά. (2016) 1 Α.Α.Δ. 190, ECLI:CY:AD:2016:D36, υπό Παμπαλλή, Δ., στην οποία παραχωρήθηκε άδεια σε άλλη αγωγή εναντίον του ίδιου Δικαστή, για ταυτόσημους με την παρούσα λόγους, με όλο το σεβασμό δεν με βρίσκει σύμφωνη.
Στα πλαίσια των ως άνω νομολογιακών παραμέτρων το αίτημα απορρίπτεται.
Η αίτηση απορρίπτεται.