ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:A44
(2016) 1 ΑΑΔ 214
27 Ιανουαρίου, 2016
[ΠΑΝΑΓΗ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΙΧΑΗΛ,
Εφεσείων-Ενάγων,
v.
ΜΙΧΑΗΛ ΣΚΟΥΤΕΛΛΑ,
Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 70/2010)
Συμβάσεις ― Σύμβαση η οποία συνίσταται από αμοιβαίες υποσχέσεις που πρέπει να εκπληρωθούν ταυτόχρονα ― Άρθρο 51 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 ― Η υποχρέωση για εκπλήρωση συμβατικής υπόσχεσης, στην περίπτωση αμοιβαίων υποχρεώσεων που πρέπει να εκπληρωθούν ταυτόχρονα, συναρτάται από το Άρθρο 51, που διήπε την περίπτωση των διαδίκων, αλλά δεν εξετάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, με την ύπαρξη προθυμίας και ετοιμότητας του άλλου να εκπληρώσει τη δική του υποχρέωση.
Συμβάσεις ― Σύμβαση η οποία συνίσταται από αμοιβαίες υποσχέσεις που πρέπει να εκπληρωθούν ταυτόχρονα ― Άρθρο 51 του περί Συβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 ― Ο εφεσείων κανένα δικαίωμα δεν είχε να εκλάβει ότι τα νομικά διαβήματα που είχε λάβει ο εφεσίβλητος, δηλαδή την καταχώρηση αγωγής για μείωση του τιμήματος λόγω ισχυριζόμενης μικρότερης έκτασης του ακινήτου, ότι συνιστούσαν αποκήρυξη της μεταξύ των μερών συμφωνίας και άρνηση του να εξοφλήσει το υπόλοιπο του τιμήματος.
Συμβάσεις ― Σύμβαση η οποία συνίσταται από αμοιβαίες υποσχέσεις που πρέπει να εκπληρωθούν ταυτόχρονα ― Άρθρο 51 του περί Συβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 ― Ο εφεσίβλητος θα ήταν ένοχος παράλειψης αν σε πρόσκληση για πληρωμή και μεταβίβαση σε ορισμένο νέο ευλόγως τιθέμενο χρόνο, δεν ανταποκρίνονταν ― Ο εφεσείων δεν μπορούσε, απλώς να τερματίσει τη σύμβαση ― Η σύμβαση παρέμεινε ζωντανή αλλά, πλέον, με αποδυναμωμένους τους όρους για το ουσιώδες του χρόνου εκπλήρωσης.
Με την έφεση και αντέφεση αμφισβητήθηκε η ορθότητα της απόφασης που προέκυψε ύστερα από επανεκδίκαση της αγωγής, την οποία καταχώρησε ο εφεσείων στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού και αφορούσε σε διαφορά προκύψαψα από αγοραπωλητήριο το οποίο συνήφθη μεταξύ εφεσείοντα και εφεσίβλητου.
Ο εφεσείων-ενάγων πώλησε στον εφεσίβλητο-εναγόμενο συγκεκριμένο κτήμα στη Λεμεσό έναντι του συμφωνηθέντος ποσού των Λ.Κ.30.500,00.
Με την υπογραφή του αγοραπωλητηρίου εγγράφου, ο εφεσείων παρέδωσε το κτήμα στον εφεσίβλητο, ελευθέρα την κατοχή, όπως προέβλεπε η μεταξύ τους συμφωνία, ενώ ο τελευταίος κατάθεσε το αγοραπωλητήριο έγγραφο στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης.
Κατά την έκθεση απαίτησης, ο εφεσίβλητος κατέβαλε το ποσό της προκαταβολής των Λ.Κ.500.- που προνοούσε το αγοραπωλητήριο έγγραφο, παρέλειψε όμως να καταβάλει το υπόλοιπο ποσό των Λ.Κ.33,000 κατά τη συμφωνηθείσα ημερομηνία, 30.10.2001, ή και ενωρίτερα, με αποτέλεσμα ο εφεσείων να τερματίσει τη μεταξύ των διαδίκων συμφωνία με επιστολή των δικηγόρων του ημερομηνίας 8.11.2001.
Με την αγωγή του, ο εφεσείων αξίωνε, μεταξύ άλλων, δήλωση του Δικαστηρίου ότι η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία είχε τερματιστεί νόμιμα, διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατασσόταν ο εφεσίβλητος να αποσύρει το αγοραπωλητήριο έγγραφο από το Κτηματολόγιο και γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας.
Ο δε εφεσίβλητος είχε εγείρει άλλη αγωγή ζητώντας μείωση του τιμήματος λόγω διαπίστωσης μετά την αγορά, μικρότερης έκτασης του κτήματος σε σχέση με τα συμφωνηθέντα.
Κατά την πρωτόδικη διαδικασία η οποία προέκυψε από επανεκδίκαση, κρίθηκε σε ότι αφορούσε στην αγωγή που ήγειρε ο εφεσείοντας, ότι ο εφεσίβλητος κατέβαλε στον εφεσείοντα το συνολικό ποσό των ΛΚ5.000 έναντι του συμφωνημένου τιμήματος αγοράς, στο οποίο περιλαμβανόταν και το ποσό της προκαταβολής. Καίριο ερώτημα για το επανεκδικάζον Δικαστήριο, ύστερα από προσδιορισμό των επίδικων θεμάτων, ήταν κατά πόσο υπήρξε νόμιμος τερματισμός από τον εφεσείοντα της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας, ερώτημα το οποίο απάντησε αρνητικά.
Σύμφωνα με τα σχετικά ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου η μη εξόφληση του συμφωνημένου τιμήματος μέχρι τις 30.10.2001, ήτοι του υπολοίπου ποσού των Λ.Κ.£28.500,00, εκλήφθηκε από τον Ενάγοντα ως στάση και συμπεριφορά από μέρους του Εναγομένου που εμπόδιζε στη μεταβίβαση του επίδικου κτήματος και κατ' επέκταση, σύμφωνα με τον Ενάγοντα, αποτελούσε παράβαση συμφωνίας από τον Εναγόμενο.
Έκρινε ωστόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η επιλογή του εφεσείοντα να επιδοθεί η επιστολή τερματισμού στον εφεσίβλητο μέσω ιδιώτη επιδότη αντί με συστημένη επιστολή, όπως προνοούσε η μεταξύ των μερών συμφωνία, συνιστούσε παρέκκλιση από τα συμφωνηθέντα η οποία καθιστούσε τον τερματισμό μη νόμιμο και χωρίς οποιαδήποτε νομική συνέπεια, ενώ η σύμβαση παρέμεινε έγκυρη και σε ισχύ. Στη βάση δε ευρήματος του ότι υπήρξε ουσιώδης παράβαση της σύμβασης από μέρους του εφεσίβλητου η οποία συνίστατο στη άρνηση του να εξοφλήσει το υπόλοιπο του συμφωνηθέντος τιμήματος ενωρίτερα ή μέχρι τις 30.10.2001, συνεπεία της οποίας ο εφεσείων υπέστηκε ζημιά ίση με το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό, το Δικαστήριο επιδίκασε στον εφεσείοντα το αντίστοιχο σε ευρώ ποσό των €48.695,14 πλέον τόκο προς 8% ετησίως επί του ποσού τούτου από 15.12.2000 μέχρις εξοφλήσεως.
Με την έφεση αμφισβητήθηκε κατά κύριο λόγο η ορθότητα του ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος δεν έλαβε γνώση του περιεχομένου της επιστολής τερματισμού και η κατάληξη του ότι δεν υπήρξε νόμιμος τερματισμός της συμφωνίας.
Με την αντέφεση ο εφεσίβλητος επικεντρώθηκε στην αμφισβήτηση των ευρημάτων του Δικαστηρίου στη βάση των οποίων κρίθηκε ότι υπήρξε ένοχος παράβασης ουσιώδους όρου της σύμβασης με αποτέλεσμα να επιδικάσει στον εφεσείοντα αποζημιώσεις.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Προείχε η εξέταση της θέσης του εφεσίβλητου ότι λανθασμένα κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο πως υπήρξε ένοχος παράβασης ουσιώδους όρου της σύμβασης που δημιουργούσε δικαίωμα τερματισμού, αφού σε περίπτωση που ευσταθούσε, η έφεση θα καθίστατο άνευ αντικειμένου.
2. Όπως έχει ήδη μνημονευθεί, το υπόλοιπο του τιμήματος πωλήσεως, πλέον τόκοι, θα έπρεπε να είχαν καταβληθεί μέχρι τις 30.10.2001.
3. Ορθά αντίκρυσε το πρωτόδικο Δικαστήριο τις υποχρεώσεις των διαδίκων για καταβολή του υπολοίπου του τιμήματος και τη μεταβίβαση του ακινήτου ως αμοιβαίες υποχρεώσεις οι οποίες έπρεπε να εκπληρωθούν ταυτόχρονα, γεγονός που προέκυπτε τόσο από τον όρο 3 όσο από τον όρο 5 της συμφωνίας που προβλέπουν αντίστοιχα για την καταβολή του υπολοίπου του τιμήματος «άμα τη μεταβιβάσει και εγγραφή» του ακινήτου επ' ονόματι του εφεσίβλητου και για τη μεταβίβαση «άμα τη πλήρει και τελεία εξοφλήσει παντός υπολοίπου του τιμήματος πωλήσεως».
4. Ωστόσο, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε, να εξετάσει το ζήτημα της εκπλήρωσης της σύβασης υπό το φως των προνοιών του Άρθρου 51 του περί Συβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, το οποίο προνοεί τα περί της ταυτόχρονης εκπλήρωσης αμοιβαίων υποσχέσεων, ενώ καμιά μαρτυρία δεν είχε προσαχθεί ότι ο εφεσείων ήταν πρόθυμος για ταυτόχρονη και αμοιβαία εκπλήρωση κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήτοι την 30.10.2001, της δικής του υποχρέωσης για μεταβίβαση του ακινήτου επ' ονόματι του εφεσίβλητου.
5. Προέκυπτε από τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς του εφεσείοντα περί προθυμίας και ετοιμότητας του να μεταβιβάσει το ακίνητο κατά τον προσδιορισμένο με τη συμφωνία χρόνο, ταυτόχρονα με την καταβολή του υπολοίπου του τιμήματος.
6. Ούτε μπορούσε να υιοθετηθεί η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η προθυμία και ετοιμότητα του εφεσείοντα εκδηλώθηκε έμπρακτα με την αδιαμφισβήτητη, κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφορά των δικηγόρων του εφεσείοντα στην επιστολή τερματισμού της συμφωνίας ημερομηνίας 8.11.2001, ότι ο εφεσείων κάλεσε τον εφεσίβλητο (προ και μετά την έγερση της αγωγής που ήγειρε ο εφεσίβλητος), όπως καταβάλει το υπόλοιπο του τιμήματος κατά τη συμφωνηθείσα ημερομηνία ή και ενωρίτερα, δια της ταυτόχρονης επ' ονόματι του εφεσίβλητου μεταβίβασης του ακινήτου.
7. Εν προκειμένω, ο εφεσείων δεν φαίνεται να ζήτησε πληρωμή κατ' επίκληση του ουσιώδους χρόνου εκφράζοντας την ετοιμότητα και προθυμία του να εκπληρώσει τη δική του υπόσχεση να μεταβιβάσει ταυτοχρόνως.
8. Η εκ των υστέρων γενική αναφορά των δικηγόρων του εφεσείοντα στην επιστολή τερματισμού περί κλήσεων του εφεσείοντα προς τον εφεσίβλητο να καταβάλει το υπόλοιπο του τιμήματος δια της ταυτόχρονης μεταβίβασης, δεν αποτελούσε ούτε τεκμηρίωνε προθυμία και ετοιμότητα του εφεσείοντα να εκπληρώσει, κατά το συμφωνημένο χρόνο, τη δική του συμβατική υποχρέωση για μεταβίβαση και μάλιστα έμπρακτα.
9. Η θεώρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρξε άρνηση από μέρους του εφεσίβλητου να εκπληρώσει τη συμβατική του υποχρέωση για πληρωμή, δεν εύρισκε έρεισμα στη μαρτυρία.
10. Η διαπίστωση, εν προκειμένω, «συνειδητής παράλειψης», δεν μπορούσε να εξισωθεί με άρνηση από μέρους του εφεσίβλητου. Αυτό διότι η υποχρέωση για εκπλήρωση συμβατικής υπόσχεσης, στην περίπτωση αμοιβαίων υποχρεώσεων που πρέπει να εκπληρωθούν ταυτόχρονα, συναρτάται από το Άρθρο 51 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, που διήπε την περίπτωση των διαδίκων, αλλά δεν εξετάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, με την ύπαρξη προθυμίας και ετοιμότητας του άλλου να εκπληρώσει τη δική του υποχρέωση.
11. Εν προκειμένω, απουσίαζε οποιαδήποτε προθυμία και ετοιμότητα εκ μέρους του εφεσείοντα, για τους λόγους που αναφέρθηκαν.
12. Ήταν δε ορθή η εισήγηση του συνηγόρου του εφεσίβλητου ότι ο εφεσείων κανένα δικαίωμα δεν είχε να εκλάβει ότι τα νομικά διαβήματα που είχε λάβει ο εφεσίβλητος, δηλαδή την καταχώρηση της αγωγής 4174/01, συνιστούσαν αποκήρυξη της μεταξύ των μερών συμφωνίας και άρνηση του να εξοφλήσει το υπόλοιπο του τιμήματος.
13. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε συναφώς, και δεν προσβλήθηκε με την έφεση, ότι ο εφεσίβλητος μπορούσε μετά που ανακάλυψε την πραγματική έκταση του ακινήτου, να τερματίσει τη συμφωνία. Δεν το έπραξε όμως, επιλέγοντας να εμμείνει στην ισχύ της συμφωνίας και να δεσμεύεται από αυτή, διεκδικώντας παράλληλα αποζημιώσεις.
14. Υπό τις περιστάσεις, ο εφεσείων δεν μπορούσε να καταλογίσει στον εφεσίβλητο παράβαση όρου της συμφωνίας, ουσιώδους μάλιστα, παρέχουσας, άνευ ετέρου, δικαίωμα τερματισμού ή ακύρωσης της. Ούτε, βέβαια, συνιστούσε εμπόδιο στην εκπλήρωση των υποσχέσεων που βάρυναν τον εφεσείοντα η καταχώρηση της αγωγής 4174/01 από τον εφεσίβλητο εναντίον του εφεσείοντα.
15. Κατά τα λοιπά ίσχυαν κατ' αναλογία τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση Σπύρου v. Aristo Developers Ltd (2004) 1 A.A.Δ. 1159, ότι η σύμβαση, βεβαίως, παρέμεινε ζωντανή αλλά, πλέον, με αποδυναμωμένους τους όρους για το ουσιώδες του χρόνου εκπλήρωσης. Ο εφεσίβλητος θα ήταν ένοχος παράλειψης αν σε πρόσκληση για πληρωμή και μεταβίβαση σε ορισμένο νέο ευλόγως τιθέμενο χρόνο, δεν ανταποκρίνονταν. Ο εφεσείων δεν μπορούσε, απλώς να τερματίσει τη σύμβαση.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα. Η αντέφεση επιτράπηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Μιχαήλ v. Σκουτέλλα (2008) 1 Α.Α.Δ. 1225,
Θεοδώρου v. Hellenic Bank Limited (2012) 1 Α.Α.Δ, 2059,
Σπύρου v. Aristo Developers Ltd (2004) 1 A.A.Δ. 1159.
Έφεση.
Έφεση από τον ενάγοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Βλάμης, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 2188/02), ημερομηνίας 31/12/2009.
Σ. Τόκα (κα), για τον Εφεσείοντα.
Μ. Μάρκου, εκ μέρους Σκορδή, Παπαπέτρου & Σία, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή, Δ..
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Με την έφεση και αντέφεση αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης που προέκυψε μετά από επανεκδίκαση της αγωγής 2188/02, την οποία καταχώρησε ο εφεσείων στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού.
Η διαφορά των διαδίκων που απασχόλησε το πρωτόδικο δικαστήριο πήγαζε από αγοραπωλητήριο έγγραφο που υπέγραψαν στις 15.12.2000 δυνάμει του οποίου ο εφεσείων-ενάγοντας πώλησε στον εφεσίβλητο-εναγόμενο συγκεκριμένο κτήμα στην τοποθεσία «Διπλοστράτι», στον Άγιο Τύχωνα της Επαρχίας Λεμεσού, έναντι του συμφωνηθέντος ποσού των Λ.Κ.30.500,00. Με την υπογραφή του αγοραπωλητηρίου εγγράφου, ο εφεσείων παρέδωσε το κτήμα στον εφεσίβλητο, ελευθέρα την κατοχή, όπως προέβλεπε η μεταξύ τους συμφωνία, ενώ ο τελευταίος κατάθεσε το αγοραπωλητήριο έγγραφο στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Πώλησης Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου, Κεφ.232.
Κατά την έκθεση απαίτησης, ο εφεσίβλητος κατέβαλε το ποσό της προκαταβολής των Λ.Κ.500.- που προνοούσε το αγοραπωλητήριο έγγραφο, παρέλειψε όμως να καταβάλει το υπόλοιπο ποσό των Λ.Κ.33,000 κατά τη συμφωνηθείσα ημερομηνία, 30.10.2001, ή και ενωρίτερα, με αποτέλεσμα ο εφεσείων να τερματίσει τη μεταξύ των διαδίκων συμφωνία με επιστολή των δικηγόρων του ημερομηνίας 8.11.2001. Με την αγωγή του, ο εφεσείων αξίωνε, μεταξύ άλλων, δήλωση του Δικαστηρίου ότι η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία είχε τερματιστεί νόμιμα, διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσεται ο εφεσίβλητος να αποσύρει το αγοραπωλητήριο έγγραφο από το Κτηματολόγιο και γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας.
Ο εφεσίβλητος αντέτεινε πως πέραν του ποσού της προκαταβολής, κατέβαλε στον εφεσείοντα, κατόπιν παράκλησης του, και έτερον ποσό Λ.Κ. 4,500.-, ισχυριζόμενος παράλληλα πως η συμφωνία ουδέποτε τερματίστηκε. Αξιοποιώντας δε τη διαδικασία που προβλέπεται από τη Δ.23,θ.2 των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, καταχώρησε περαιτέρω Υπεράσπιση με την οποία ήγειρε προδικαστική ένσταση ότι τα επίδικα στην αγωγή 2188/02 θέματα αποτελούσαν αντικείμενο της αγωγής 4174/2004, που είχε καταχωρήσει ο εφεσίβλητος στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εναντίον του εφεσείοντα, αξιώνοντας αποζημιώσεις με τον ισχυρισμό ότι το ακίνητο ήταν μικρότερης έκτασης από αυτή που αναγραφόταν στο πιστοποιητικό εγγραφής του. Η εκδοθείσα στην αγωγή αυτή απόφαση στις 31.1.2006, δημιουργούσε, κατά τον εφεσίβλητο, δεσμευτικό δεδικασμένο και κώλυμα για τον εφεσείοντα να προβάλλει ότι ο εφεσίβλητος του κατέβαλε ποσό £500.- μόνο έναντι του τιμήματος πώλησης και πως τερμάτισε τη μεταξύ τους συμφωνία.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο, με άλλη σύνθεση, εξετάζοντας την προδικαστική ένσταση, δέχτηκε τις θέσεις του εφεσίβλητου και απέρριψε την αγωγή 2188/02. Απόφαση που κρίθηκε εσφαλμένη κατ' έφεση από το Εφετείο στην Μιχαήλ v. Σκουτέλλα (2008) 1 Α.Α.Δ. 1125, το οποίο παραμερίζοντας την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου διέταξε την επανεκδίκαση της αγωγής 2188/02.
Κατά την επανεκδίκαση, αποτέλεσε τελικά κοινό τόπο ότι ο εφεσίβλητος κατέβαλε στον εφεσείοντα το συνολικό ποσό των ΛΚ5.000 έναντι του συμφωνημένου τιμήματος αγοράς, στο οποίο περιλαμβανόταν και το ποσό της προκαταβολής. Καίριο ερώτημα για το επανεκδικάζον δικαστήριο, μετά από προσδιορισμό των επίδικων θεμάτων, ήταν κατά πόσο υπήρξε νόμιμος τερματισμός από τον εφεσείοντα της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας, ερώτημα που απάντησε αρνητικά.
Σύμφωνα με τα σχετικά ευρήματα του δικαστηρίου:
«[..]
• Η μη εξόφληση του συμφωνημένου τιμήματος μέχρι τις 30.10.2001, ήτοι του υπολοίπου ποσού των Λ.Κ.£28.500,00, εκλήφθηκε από τον Ενάγοντα ως στάση και συμπεριφορά από μέρους του Εναγομένου που εμπόδιζε στη μεταβίβαση του επίδικου κτήματος και κατ' επέκταση, σύμφωνα με τον Ενάγοντα, αποτελούσε παράβαση συμφωνίας από τον Εναγόμενο.
• Ως αποτέλεσμα του πιο πάνω, ο Ενάγοντας απέστειλε στον Εναγόμενο επιστολή ημερομηνίας 08.11.2001 (τεκμήριο 9) με την οποίαν τερμάτιζε την μεταξύ τους συμφωνία (τεκμήριο 1).
• Η εν λόγω επιστολή επιδόθηκε στις 19.11.2001, μέσω ιδιώτη επιδότη, στο κατάστημα του Εναγομένου (τεκμήριο 12), ήτοι στο ΄African Jungle΄στην οδό Κολωνακίου στη Λεμεσό κοντά στην υπεραγορά Carrefour, Chris Cash & Carry όπως ονομαζόταν τότε. Προηγουμένως ο ιδιώτης επιδότης προσπάθησε ανεπιτυχώς 3 έως 4 φορές να επιδώσει την εν λόγω επιστολή στον Εναγόμενο στην οικία του, ήτοι στην οδό Αισώπου αρ. 5 στον Άγιο Τύχωνα, πρώην οδός Αρμενοχώρι αρ.1, στην επαρχία Λεμεσού και μετέβηκε στο κατάστημα του Εναγομένου μετά από εισήγηση και υπόδειξη ατόμου που εργαζόταν στον κήπο του σπιτιού του Εναγομένου.
• Μεταβαίνοντας στο κατάστημα του Εναγομένου, ο ιδιώτης επιδότης συνάντησε ένα άνδρα και μια γυναίκα να εργάζονται εκεί και αφού τους εξήγησε ότι επιθυμεί να επιδώσει μια επιστολή στον ΄κύριο Σκουτέλλα΄ ο άνδρας παρέλαβε την επιστολή υπογράφοντας ως 'Σκουτέλλας', δηλαδή με το επώνυμο του Εναγομένου (τεκμήριο 12).
• Ο ιδιώτης επιδότης δεν προέβηκε σε οποιεσδήποτε ενέργειες με σκοπό τη διαπίστωση της ταυτότητας του ατόμου προς το οποίο η επιστολή παραδόθηκε και που υπέγραψε για τη λήψη της.
• Την ημέρα της επίδοσης της πιο πάνω επιστολής, ο Εναγόμενος απουσίαζε από το κατάστημα του καθ' ότι βρισκόταν στο εξωτερικό μαζί με τη σύζυγο του. Συγκεκριμένα, ο Εναγόμενος μαζί με τη σύζυγο του απουσίαζαν από την Κύπρο από τις 09.11.2001 μέχρι τις 06.12.2001 (σύμφωνα με το συμπέρασμα του εμπειρογνώμονα ΜΥ2 κυρίου Ανδρέα Παναγιώτου και στην απουσία οποιασδήποτε αντικρουστικής μαρτυρίας από μέρους του Ενάγοντα).
• Ο Εναγόμενος δεν υπέγραψε στις 19.11.2001 την παραλαβή της επιστολής ημερομηνίας 08.11.2001 (τεκμήριο 12) αφού την ημέρα εκείνη απουσίαζε στο εξωτερικό (εύρημα που προκύπτει με βάση το πόρισμα του εμπειρογνώμονα ΜΥ2 κυρίου Ανδρέα Παναγιώτου και στην απουσία οποιασδήποτε αντικρουστικής μαρτυρίας από μέρους του Ενάγοντα).
• Η αμφισβητούμενη υπογραφή που πάσχει στο Τεκμήριο 12 δόθηκε γνήσια και ελεύθερα από άλλο άτομο με το δικό του γραφικό χαρακτήρα. Χωρίς να μιμείται το χαρακτήρα του Εναγομένου υπογράφει ή εν πάσει περιπτώσει χρησιμοποιεί τα δικά του γραφολογικά χαρακτηριστικά γράφοντας τη λέξη ΄Σκουτέλλας΄, (σύμφωνα με το συμπέρασμα του εμπειρογνώμονα ΜΥ2 κυρίου Ανδρέα Παναγιώτου και στην απουσία οποιασδήποτε αντικρουστικής μαρτυρίας από μέρους του Ενάγοντα).»
Θεώρησε το Δικαστήριο στη συνέχεια ότι η επιλογή του εφεσείοντα να επιδοθεί η επιστολή τερματισμού στον εφεσίβλητο μέσω ιδιώτη επιδότη αντί με συστημένη επιστολή, όπως προνοούσε η μεταξύ των μερών συμφωνία, συνιστούσε παρέκκλιση από τα συμφωνηθέντα η οποία καθιστούσε τον τερματισμό μη νόμιμο και χωρίς οποιαδήποτε νομική συνέπεια, ενώ η σύμβαση παρέμεινε έγκυρη και σε ισχύ. Στη βάση δε ευρήματος του ότι υπήρξε ουσιώδης παράβαση της σύμβασης από μέρους του εφεσίβλητου η οποία συνίστατο στη άρνηση του να εξοφλήσει το υπόλοιπο του συμφωνηθέντος τιμήματος των Λ.Κ.28.500,00 ενωρίτερα ή μέχρι τις 30.10.2001, συνεπεία της οποίας ο εφεσείων υπέστηκε ζημιά ίση με το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό, το Δικαστήριο επιδίκασε στον εφεσείοντα το αντίστοιχο σε ευρώ ποσό των €48.695,14 πλέον τόκο προς 8% ετησίως επί του ποσού τούτου από 15.12.2000 μέχρις εξοφλήσεως.
Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα του ευρήματος του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος δεν έλαβε γνώση του περιεχομένου της επιστολής τερματισμού ημερομηνίας 8.11.2001 και η κατάληξη του ότι δεν υπήρξε νόμιμος τερματισμός της συμφωνίας.
Υποστηρίζει ο εφεσείων ότι το εύρημα του δικαστηρίου για μη νόμιμο τερματισμό της συμφωνίας, έρχεται σε αντίφαση με το ορθό, κατά τον εφεσείοντα, εύρημα ότι η άρνηση του εφεσίβλητου να εξοφλήσει το υπόλοιπο του συμφωνημένου τιμήματος που προβλεπόταν στη συμφωνία συνιστούσε παράβαση αυτής παρέχουσα στον εφεσείοντα δικαίωμα τερματισμού. Εισηγείται, παραπέμποντας σε νομολογία*, ότι με το να επιδώσει την επιστολή τερματισμού μέσω επιδότη, ο εφεσείων έκανε κάτι πέραν της υποχρέωσης που είχε με βάση τη συμφωνία, ενώ διασφαλιζόταν η επίδοση το μέγιστο. Παράλληλα, επισημαίνει την παράλειψη του Δικαστηρίου να σχολιάσει τη θέση του ότι η καταχώρηση της αγωγής 2188/2002, εν πάση περιπτώσει οριστικοποίησε τον τερματισμό της συμφωνίας ένεκα παράβασης της από τον εφεσίβλητο.
Με αντέφεση ο εφεσίβλητος αμφισβητεί την ορθότητα της αξιολόγησης της μαρτυρίας του εφεσείοντα, του εφεσίβλητου και του Μάριου Χριστοδούλου, επιδότη της επιστολής τερματισμού, καθώς και τα ευρήματα του δικαστηρίου στη βάση των οποίων κρίθηκε ότι υπήρξε ένοχος παράβασης ουσιώδους όρου της σύμβασης με αποτέλεσμα να επιδικάσει στον εφεσείοντα αποζημιώσεις. Παράλληλα αμφισβητεί και τη θεώρηση του δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν εγκατέλειψε τις αξιώσεις του για αποζημιώσεις. Τέλος, θεωρεί πως λανθασμένα το δικαστήριο επιδίκασε τα έξοδα της αγωγής υπέρ του εφεσείοντα.
Προκρίνεται η εξέταση της θέσης του εφεσίβλητου ότι λανθασμένα κρίθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο πως υπήρξε ένοχος παράβασης ουσιώδους όρου της σύμβασης που δημιουργούσε δικαίωμα τερματισμού, αφού σε περίπτωση που ευσταθεί, η έφεση θα καταστεί άνευ αντικειμένου.
Όπως έχει ήδη μνημονευθεί, το υπόλοιπο του τιμήματος πωλήσεως, πλέον τόκοι, θα έπρεπε να είχαν καταβληθεί μέχρι τις 30.10.2001. Αποτέλεσε δε εισήγηση της συνηγόρου του εφεσείοντα κατά το στάδιο των αγορεύσεων ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πως η εξόφληση και η μεταβίβαση δεν ήταν αμοιβαίες υποχρεώσεις που έπρεπε να εκπληρωθούν ταυτόχρονα αλλά η εξόφληση προηγείτο της μεταβίβασης, με αποτέλεσμα, εν προκειμένω, να εφαρμόζονται οι πρόνοιες του Άρθρου 52 του περί Συβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 και όχι του Άρθρου 51.
Ο όρος 3 της σύμβασης προέβλεπε συναφώς:
«.
(β) Ποσόν εκ ΛΙΡΩΝ ΚΥΠΡΟΥ ΤΡΙΑΚΟΝΤΑ ΤΡΙΩΝ ΧΙΛΙΑΔΩΝ (Λ.Κ.33.000,00) θα καταβληθή παρά του Αγοραστού προς τον Πωλητή την 30.10.2001 ή και ενωρίτερον ομού μετά τόκου προς 8% ετησίως επί του εν λόγω ποσού από σήμερον μέχρι πλήρους εξοφλήσεως και άμα τη μεταβιβάσει και εγγραφή του Κτήματος επ' ονόματι του Αγοραστού ελευθέρου υποθήκης ή ετέρου εμπραγμάτου βάρους.
Συμφωνείται περαιτέρω μεταξύ των Συμβαλλομένων ότι ο Αγοραστής θα έχη το δικαίωμα όπως καταβάλη προς τον Πωλητήν το ως άνω υπόλοιπον του τιμήματος πωλήσεως εκ Λ.Κ. 33.000,00 ομού μετά των ως άνω δεδουλευμένων τόκων οποτεδήποτε προ της ως άνω ημερομηνίας καταβολής του νοουμένου ότι το εν λόγω υπόλοιπον θα καταβληθή ουχί τμηματικώς αλλά δια μιάς.»
Σύμφωνα με τον όρο 5:
«5. Μεταβίβασις & Εγγραφή
Ο Πωλητής αναλαμβάνει όπως εγγράψη και μεταβιβάση το Κτήμα επ' ονόματι του Αγοραστού, ελευθέρου πάσης υποθήκης ή ετέρας επιβαρύνσεως συμβατικής ή άλλης άμα τη πλήρει και τελεία εξοφλήσει παντός υπολοίπου του τιμήματος πωλήσεως ομού μετά των δεδουλευμένων τόκων, ως ανωτέρω αναφέρεται.»
Σε περίπτωση παράληψης ή καθυστέρησης εκ μέρους του εφεσίβλητου να αποπληρώσει το υπόλοιπο του τιμήματος πωλήσεως κατά τον ως άνω καθορισθέντα χρόνο, με περίοδο χάριτος επτά ημερών, ο όρος 8 της σύμβασης παρείχε στον εφεσείοντα το δικαίωμα να τερματίσει τη σύμβαση με συστημένη επιστολή προς τον εφεσίβλητο και να αξιώσει νόμιμες αποζημιώσεις.
Το πρωτόδικο δικαστήριο απεφάνθη ότι μέσα από τον όρο 5 της σύμβασης «επαναλαμβάνεται η πρόθεση των μερών όπως το κτήμα μεταβιβαστεί και εγγραφεί εις το όνομα του Εναγομένου ταυτόχρονα με την εξόφληση του συμφωνημένου τιμήματος πώλησης πλέον των τόκων». Απορρίπτοντας τη θέση του εφεσίβλητου ότι ο εφεσείων δεν μπορούσε να υλοποιήσει την υπόσχεση του να μεταβιβάσει κτήμα ίσης έκτασης με αυτή που είχε συμφωνηθεί, με αποτέλεσμα να απαλλασσόταν και ο ίδιος από την υποχρέωση να εξοφλήσει το τίμημα πώλησης, παρατήρησε τα ακόλουθα:
«Δεν συμμερίζομαι πλήρως την πιο πάνω θέση του Εναγομένου. Η υποχρέωση του Ενάγοντα, ταυτόχρονα με την εξόφληση του συμφωνημένου ποσού τιμήματος από τον Εναγόμενο, ήταν, όπως έχω ήδη αναφέρει, η μεταβίβαση και εγγραφή του επιδίκου κτήματος εις το όνομα του Εναγομένου. Εξ όσων έχω αντιληφθεί ο Ενάγοντας ήταν πάντοτε έτοιμος και πρόθυμος να το πράξει εφόσον βέβαια ο Εναγόμενος προχωρούσε ταυτόχρονα με την εξόφληση του τιμήματος. Αυτό δήλωσε κατά την ένορκη κατάθεση του ο Ενάγοντας χωρίς να προσκομιστεί οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία περί του αντιθέτου.»
Έκρινε τελικά το δικαστήριο ότι με τη στάση και συμπεριφορά του, ο εφεσίβλητος έδειξε στον εφεσείοντα ότι δεν επιθυμούσε να εκπληρώσει τη συμβατική υποχρέωση του αναφορικά με την πληρωμή του υπολοίπου του τιμήματος πώλησης μέσα στο χρόνο που προνοούσε η σύμβαση και ταυτόχρονα εμπόδισε τον εφεσείοντα να εκπληρώσει τη δική του υποχρέωση για μεταβίβαση και εγγραφή του ακινήτου επ' ονόματι του εφεσίβλητου.
Ορθά αντίκρυσε το πρωτόδικο Δικαστήριο τις υποχρεώσεις των διαδίκων για καταβολή του υπολοίπου του τιμήματος και τη μεταβίβαση του ακινήτου ως αμοιβαίες υποχρεώσεις οι οποίες έπρεπε να εκπληρωθούν ταυτόχρονα, γεγονός που προκύπτει τόσο από τον όρο 3 όσο από τον όρο 5 της συμφωνίας που προβλέπουν αντίστοιχα για την καταβολή του υπολοίπου του τιμήματος «άμα τη μεταβιβάσει και εγγραφή» του ακινήτου επ' ονόματι του εφεσίβλητου και για τη μεταβίβαση «άμα τη πλήρει και τελεία εξοφλήσει παντός υπολοίπου του τιμήματος πωλήσεως».
Ωστόσο, το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε, κατά το συνήγορο του εφεσίβλητου, να εξετάσει το ζήτημα της εκπλήρωσης της σύβασης υπό το φως των προνοιών του Άρθρου 51 του περί Συβάσεων Νόμου, Κεφ. 149,* ενώ καμιά μαρτυρία δεν είχε προσαχθεί ότι ο εφεσείων ήταν πρόθυμος για ταυτόχρονη και αμοιβαία εκπλήρωση κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήτοι την 30.10.2001, της δικής του υποχρέωσης για μεταβίβαση του ακινήτου επ' ονόματι του εφεσίβλητου. Αντίθετη ήταν η θέση της συνηγόρου του εφεσείοντα η οποία υπεραμύνθηκε της θέσης ότι καμία υποχρέωση δεν είχε ο εφεσείων να ειδοποιήσει τον εφεσίβλητο ότι ήταν έτοιμος να μεταβιβάσει, υποστηρίζοντας παράλληλα την ορθότητα της πρωτόδικης θεώρησης για το ζήτημα, ότι ο εφεσείων ήταν πάντοτε έτοιμος και πρόθυμος να εκπληρώσει τη δική του υποχρέωση για μεταβίβαση.
Διεξήλθαμε τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας και δεν εντοπίσαμε οποιαδήποτε αναφορά του εφεσείοντα περί προθυμίας και ετοιμότητας του να μεταβιβάσει το ακίνητο κατά τον προσδιορισμένο με τη συμφωνία χρόνο, ταυτόχρονα με την καταβολή του υπολοίπου του τιμήματος. Ούτε μπορούμε να συμμεριστούμε τη θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η προθυμία και ετοιμότητα του εφεσείοντα εκδηλώθηκε έμπρακτα με την αδιαμφισβήτητη, κατά το πρωτόδικο δικαστήριο, αναφορά των δικηγόρων του εφεσείοντα στην επιστολή τερματισμού της συμφωνίας ημερομηνίας 8.11.2001, ότι ο εφεσείων κάλεσε τον εφεσίβλητο προ και μετά την έγερση της αγωγής 4174/01 όπως καταβάλει το υπόλοιπο του τιμήματος κατά τη συμφωνηθείσα ημερομηνία ή και ενωρίτερα, δια της ταυτόχρονης επ' ονόματι του εφεσίβλητου μεταβίβασης του ακινήτου. Εν προκειμένω, ο εφεσείων δεν φαίνεται να ζήτησε πληρωμή κατ' επίκληση του ουσιώδους χρόνου εκφράζοντας την ετοιμότητα και προθυμία του να εκπληρώσει τη δική του υπόσχεση να μεταβιβάσει ταυτοχρόνως. Η εκ των υστέρων γενική αναφορά των δικηγόρων του εφεσείοντα στην επιστολή τερματισμού περί κλήσεων του εφεσείοντα προς τον εφεσίβλητο να καταβάλει το υπόλοιπο του τιμήματος δια της ταυτόχρονης μεταβίβασης, δεν αποτελεί ούτε τεκμηριώνει προθυμία και ετοιμότητα του εφεσείοντα να εκπληρώσει, κατά το συμφωνημένο χρόνο, τη δική του συμβατική υποχρέωση για μεταβίβαση και μάλιστα έμπρακτα.
Η θεώρηση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι υπήρξε άρνηση από μέρους του εφεσίβλητου να εκπληρώσει τη συμβατική του υποχρέωση για πληρωμή, δεν βρίσκει έρεισμα στη μαρτυρία. Η διαπίστωση, εν προκειμένω, «συνειδητής παράλειψης», δεν μπορεί να εξισωθεί με άρνηση από μέρους του εφεσίβλητου. Αυτό διότι η υποχρέωση για εκπλήρωση συμβατικής υπόσχεσης, στην περίπτωση αμοιβαίων υποχρεώσεων που πρέπει να εκπληρωθούν ταυτόχρονα, συναρτάται από το Άρθρο 51 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, που διήπε την περίπτωση των διαδίκων, αλλά δεν εξετάστηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, με την ύπαρξη προθυμίας και ετοιμότητας του άλλου να εκπληρώσει τη δική του υποχρέωση. Εν προκειμένω, απουσίαζε οποιαδήποτε προθυμία και ετοιμότητα εκ μέρους του εφεσείοντα, για τους λόγους που έχουν ήδη αναφερθεί.
Είναι δε ορθή η εισήγηση του συνηγόρου του εφεσίβλητου ότι ο εφεσείων κανένα δικαίωμα δεν είχε να εκλάβει ότι τα νομικά διαβήματα που είχε λάβει ο εφεσίβλητος, δηλαδή την καταχώρηση της αγωγής 4174/01, συνιστούσαν αποκήρυξη της μεταξύ των μερών συμφωνίας και άρνηση του να εξοφλήσει το υπόλοιπο του τιμήματος. Το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε συναφώς, και δεν προσβάλλεται με την έφεση, ότι ο εφεσίβλητος μπορούσε μετά που ανακάλυψε την πραγματική έκταση του ακινήτου, να τερματίσει τη συμφωνία. Δεν το έπραξε όμως, επιλέγοντας να εμμείνει στην ισχύ της συμφωνίας και να δεσμεύεται από αυτή, διεκδικώντας παράλληλα αποζημιώσεις.
Υπό τις περιστάσεις, ο εφεσείων δεν μπορούσε να καταλογίσει στον εφεσίβλητο παράβαση όρου της συμφωνίας, ουσιώδους μάλιστα, παρέχουσας, άνευ ετέρου, δικαίωμα τερματισμού ή ακύρωσης της (βλ. Σπύρου v. Aristo Developers Ltd (2004) 1 A.A.Δ. 1159). Ούτε, βέβαια, συνιστούσε εμπόδιο στην εκπλήρωση των υποσχέσεων που βάρυναν τον εφεσείοντα η καταχώρηση της αγωγής 4174/01 από τον εφεσίβλητο εναντίον του εφεσείοντα.
Κατά τα λοιπά ισχύουν κατ' αναλογία τα όσα λέχθηκαν στη Σπύρου:
«Η σύμβαση, βεβαίως, παρέμεινε ζωντανή αλλά, πλέον, με αποδυναμωμένους τους όρους για το ουσιώδες του χρόνου εκπλήρωσης. Από εκεί και πέρα, ήταν θέμα του καθενός να ενεργήσει και το ζήτημα δεν αφορά στο ποιος πρόλαβε να κάμει τι. Οι εφεσίβλητοι θα ήταν ένοχοι παράλειψης αν σε πρόσκληση για πληρωμή και μεταβίβαση σε ορισμένο νέο ευλόγως τιθέμενο χρόνο, δεν ανταποκρίνονταν. Ο εφεσείων δεν μπορούσε, όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, απλώς να τερματίσει τη σύμβαση».
Ενόψει των πιο πάνω η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται, με έξοδα. Ενώ η αντέφεση γίνεται δεκτή και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας και της αντέφεσης επίσης επιδικάζονται υπέρ του εφεσίβλητου και σε βάρος του εφεσείοντα. Όπου τα έξοδα της έφεσης και αντέφεσης συμπίπτουν, επιτρέπεται ένα κονδύλιο εξόδων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα. Η αντέφεση επιτρέπεται με έξοδα.