ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D37
(2016) 1 ΑΑΔ 174
26 Ιανουαρίου, 2016
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΙΑΚΩΒΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ, ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ, ΚΩΣΤΑΚΗ ΙΑΚΩΒΟΥ, AGI (LARNACA)
CARGO VILLAGE LTD HE 219245 ΚΑΙ IACOVOU BROTHERS
CONSTRUCTIONS LTD HE 11445 ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΤΥΠΟΥ CERTIORARI,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 15, 16 ΚΑΙ 30 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 27-29 ΚΑΙ 32-34 ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ,
ΚΕΦ. 155, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 6 ΚΑΙ 8 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 45 ΚΑΙ 46 ΤΟΥ
Ν. 188(Ι)/2007 (ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ)
ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 29 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ
ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1997,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ ΤΟ ΟΠΟΙO ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΣΤΙΣ 26/11/2015 ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΟΜΕΡΟΥΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΕ ΑΡ. 197/15.
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 174/2015)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση παραχώρησης άδειας για καταχώρηση αίτησης έκδοσης προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari προς ακύρωση διατάγματος Επαρχιακού Δικαστηρίου με το οποίο διατάχθηκε αποκάλυψη τραπεζικών λογαριασμών και συναφών εγγράφων και εκδόθηκε συμφώνως του Άρθρου 45 του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007 (Ν. 188(Ι)/07) ― Απορριπτική κατάληξη λόγω μη απόδειξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης.
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Στόχος του συγκεκριμένου εντάλματος, δεν είναι άλλος από τον έλεγχο της νομιμότητας της απόφασης της οποίας επιδιώκεται η ακύρωση ― H χορήγηση άδειας για καταχώρηση τέτοιας αίτησης ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία, ασκείται με πολλή φειδώ ― Ο αιτητής άδειας θα πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο για την ύπαρξη επί της ουσίας, εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, δηλαδή συζητήσιμο θέμα ― Το Δικαστήριο δεν χορηγεί άδεια όταν διαπιστώσει ότι ο αιτητής έχει στη διάθεσή του εναλλακτικό ένδικο μέσο, όπως αυτό της έφεσης, εκτός και αν στοιχειοθετηθούν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις.
Οι αιτητές αιτήθηκαν άδεια για την καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως, που θα επιδίωκε την έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari για ακύρωση του διατάγματος που εκδόθηκε σε αίτηση Επαρχιακού Δικαστηρίου το οποίο, όπως ισχυρίστηκαν τους επηρέαζε.
Αιτήθηκαν επίσης δύο πρόσθετες επικουρικές θεραπείες για την περίπτωση παροχής άδειας.
Σύμφωνα με την Έκθεση και την Ένορκη Δήλωση που υπέγραφε ένας εκ των Αιτητών και Εκτελεστικός Πρόεδρος του Ομίλου εταιρειών των αιτητών, στις 25.11.2015 ο Αρχιλοχίας 3645, («ο Ανακριτής»), αιτήθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο την έκδοση διατάγματος αποκάλυψης τραπεζικών λογαριασμών και συναφών εγγράφων όλων των Αιτητών στην παρούσα Αίτηση, για την περίοδο 1.1.2012 μέχρι την ημέρα της αίτησης.
Την επόμενη ημέρα, 26.11.2015, το Δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα συμφώνως του Άρθρου 45 του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007 (Ν. 188(Ι)/07), διατάσσοντας τους διάφορους τραπεζικούς οργανισμούς, όπως εντός επτά ημερών από της επίδοσης του διατάγματος αποκαλύψουν τα ζητηθέντα στοιχεία διαφόρων φυσικών και νομικών προσώπων, μεταξύ των οποίων και οι Αιτητές.
Η σχετική ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση αποτελείτο από 19 σελίδες και περιείχε πάρα πολλά στοιχεία.
Όπως αναφερόταν, η έρευνα του Ανακριτή ήταν το αποτέλεσμα Έκθεσης του Γενικού Ελεγκτή της Δημοκρατίας και οδηγιών του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την έναρξη ποινικής έρευνας σε σχέση με τις συνθήκες κατακύρωσης των Συμβολαίων C12 και 14 του Συμβουλίου Αποχετεύσεως Λάρνακας (ΣΑΛ), τα οποία κατακυρώθηκαν ύστερα από διαγωνισμό, το μεν πρώτο στην Κοινοπραξία των εταιρειών Iacovou Brothers Constructions Ltd-Zemco, στις 23.4.2013, το δε δεύτερο στην εταιρεία Loizos Iordanous Constructions Ltd, στις 29.10.2014
Το Δικαστήριο αιτιολογώντας την έγκριση του αιτήματος ανέφερε τα εξής:-
«(α) υπάρχει εύλογη υποψία ότι συγκεκριμένα πρόσωπα και εταιρείες διέπραξαν ή έχουν ωφεληθεί από τη διάπραξη καθορισμένου αδικήματος και/ή υπάρχουν χρηματοοικονομικές συναλλαγές οι οποίες αναφέρονται πιο πάνω και δημιουργούν εύλογες υποψίες ότι τα συγκεκριμένα πρόσωπα ενέχονται σε αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή ότι οι συναλλαγές αυτές ενδέχεται να συνδέονται με τέτοια αδικήματα.
(β) υπάρχει εύλογη υποψία ότι οι εν λόγω πληροφορίες είτε μόνες τους είτε σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία ενδέχεται να είναι ουσιαστικής σημασίας στις έρευνες για τις οποίες έχει υποβληθεί η αίτηση για αποκάλυψη.
(γ) οι συγκεκριμένες πληροφορίες δεν εμπίπτουν στην κατηγορία των προνομιούχων πληροφοριών ως ο όρος αυτός ερμηνεύεται στο Άρθρο 44 του Ν. 188(Ι)/2007 και ως έχει επεξηγηθεί στην Αίτηση Μιχάλη Ιωάννου (2010) 1 Α.Α.Δ. 1664.
(δ) υπάρχει εύλογη αιτία ότι είναι προς το δημόσιο συμφέρον να παρασχεθούν ή αποκαλυφθούν οι ζητηθείσες πληροφορίες.
Το Δικαστήριο εξέδωσε τέλος το σχετικό διάταγμα λαμβανομένων υπόψη όπως κατέγραψε στην απόφαση, του οφέλους το οποίο ενδέχετο να προέκυπτε για την έρευνα από την αποκάλυψη ή παροχή των εν λόγω πληροφοριών και των συνθηκών κατοχής των εν λόγω πληροφοριών από τους κατόχους τους.
Η αίτηση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος στηρίχθηκε στους κάτωθι μεταξύ άλλων λόγους:
α) Στη συγκεκριμένη περίπτωση το Δικαστήριο προέβη σε απλή παράθεση των προϋποθέσεων του Νόμου χωρίς να διευκρινίζει σε ποια από τα δεδομένα, που περιέχονταν στην ένορκη δήλωση του Ανακριτή, στηρίχθηκε για να διαμορφώσει κρίση για την ύπαρξη εύλογης υποψίας εμπλοκής των Αιτητών στη διάπραξη ποινικών αδικημάτων,
β) Στη σχετική ένορκη δήλωση του Ανακριτή δεν διευκρινιζόταν για ποιο αδίκημα ερευνάτο η υποτιθέμενη σύμπραξη των Αιτητών. Η μόνη μαρτυρία που αναφερόταν στον όρκο, σε ό,τι αφορούσε στο άτομο του Αιτητή 1, ήταν στη σελίδα 16 του όρκου,
γ) Το Δικαστήριο εκδίδοντας το αιτούμενο διάταγμα, το οποίο δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένο, ενήργησε κατά έκδηλη και καταφανή πλάνη και/ή έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, αφού δεν αποκαλύφθηκαν από τον Ανακριτή όλα τα ουσιώδη στοιχεία.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Αφετηρία για εξέταση της αιτούμενης άδειας, θα πρέπει να είναι οι αρχές με βάση τις οποίες το Δικαστήριο παραχωρεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για Certiorari.
2. Ως προς την ουσία της υπόθεσης, το Άρθρο 45 του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007 (Ν. 188(Ι)/07), δίδει εξουσία σε Επαρχιακό Δικαστήριο, κατόπιν μονομερούς αίτησης, να εκδώσει διάταγμα αποκάλυψης, μεταξύ άλλων για σκοπούς ανάλυσης χρηματο-οικονομικών συναλλαγών για διευκόλυνση των ανακρίσεων για το ενδεχόμενο διάπραξης καθορισμένων αδικημάτων. Οι προϋποθέσεις για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης προβλέπονται στο Άρθρο 46 του Νόμου.
3. Το ερώτημα που εγειρόταν ήταν κατά πόσο είχε καταδειχθεί εκ μέρους του Αιτητή συζητήσιμη υπόθεση. Το πρώτο παράπονο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέγραψε το ετοιμασθέν διάταγμα, χωρίς να εξετάσει το περιεχόμενο του όρκου και χωρίς το ίδιο να προβληματιστεί προτού καταλήξει με δική του αντικειμενική εξέταση και αξιολόγηση της μαρτυρίας ότι πράγματι αποκαλύπτετο εύλογη υποψία σύμφωνα με το Άρθρο 46(2) του Νόμου 188(Ι)/07, δεν ευσταθεί.
4. Το ότι ο πρωτόδικος δικαστής είχε προβληματιστεί, δεν φαινόταν μόνο από το γεγονός ότι υπέγραψε το Διάταγμα και δεσμεύτηκε για την ύπαρξη εύλογης υποψίας. Ο προβληματισμός του φαινόταν και από τη χειρόγραφη προσθήκη που έκαμε ο ίδιος ο δικαστής σε σχέση με το Άρθρο 44 του Νόμου και την υπόθεση Ιωάννου (2010) 1 Α.Α.Δ. 1664, αναφορικά με την ερμηνεία του όρου «προνομιούχα πληροφορία». Επομένως, δεν ήταν ορθή η εισήγηση ότι ο πρωτόδικος δικαστής ενήργησε μηχανικά, όπως εισηγήθηκαν οι Αιτητές.
5. Δεν ήταν ορθή ούτε η δεύτερη εισήγηση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αξιολόγησε το ίδιο τη μαρτυρία, ώστε να πειστεί ότι υπήρχε εύλογη υπόνοια. Σε τέτοιες περιπτώσεις, όπως και στην περίπτωση έκδοσης εντάλματος έρευνας, εκείνο που έχει σημασία είναι η κατάληξη του Δικαστή ότι ικανοποιήθηκε για την ύπαρξη εύλογης υποψίας, με βάση πάντα το περιεχόμενο του όρκου.
6. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Αντωνίου (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 656, «αυτή η κατάληξη υπογραμμένη από τον ίδιο το Δικαστή είναι δική του και κανενός άλλου, ενσωματώνει τη δική του υποψία στη βάση των δεδομένων που ενόρκως τέθηκαν ενώπιόν του ..».
7. Μπορεί διατάγματα αυτής της φύσης να είναι συνταγμένα κατά τρόπο γενικό, αλλά σαφώς παραπέμπουν στο περιεχόμενου του όρκου.
8. Στην προκειμένη περίπτωση έχοντας υπόψη το εκτενές περιεχόμενο του όρκου και την αλληλοσυνάρτηση των διαφόρων στοιχείων που αναφέρονται σ' αυτήν, δεν διαπιστωνόταν να είχαν γίνει οποιεσδήποτε εκπτώσεις ως προς την αιτιολογία και το υπόβαθρο για την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την ύπαρξη εύλογης υποψίας.
9. Ούτε διαπιστωνόταν να υπήρχε έκδηλη πλάνη ή παραπλάνηση Νόμου, όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος των Αιτητών.
10. Υπό τις περιστάσεις οι Αιτητές δεν είχαν αποδείξει ως όφειλαν, εκ πρώτης όψεως υπόθεση, ούτως ώστε να τους παρασχεθεί η αιτούμενη άδεια.
Η αίτηση για άδεια απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Κρασοπούλη (2013) 1(Α) Α.Α.Δ. 492,
Στυλιανού (2015) 1 Α.Α.Δ. 1382, ECLI:CY:AD:2015:A461,
Amsteco Electric Ltd (2015) 1 Α.Α.Δ. 534, ECLI:CY:AD:2015:A172.
Ιωάννου (2010) 1 Α.Α.Δ. 1664,
Αντωνίου (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 656,
Κυπριανού (2013) 1 Α.Α.Δ. 17,
Παναγιώτου (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 1094.
Αίτηση.
Η. Στεφάνου, για τους Αιτητές.
Cur. adv. vult.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Με την αίτησή τους οι Αιτητές ζητούν άδεια του Δικαστηρίου για να καταχωρήσουν αίτηση διά κλήσεως, με απώτερο στόχο την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για ακύρωση του διατάγματος που εκδόθηκε στις 26.11.2015 στην Αίτηση 197/15 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, το οποίο, όπως ισχυρίζονται, τους επηρεάζει. Σε περίπτωση παραχώρησης άδειας, ζητούν τις πιο κάτω δύο πρόσθετες επικουρικές θεραπείες:- (α) διάταγμα που να αναστέλλει την εφαρμογή και/ή την ισχύ του πιο πάνω διατάγματος και οποιασδήποτε παρεμφερούς διαδικασίας, μέχρι την εκδίκαση της Αίτησης για έκδοση διατάγματος Certiorari και (β) διάταγμα με το οποίο να υποχρεώνονται οι ανακριτικές αρχές όπως θέσουν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας οποιοδήποτε έγγραφο, τραπεζικό ή άλλο, που είχε αποκαλυφθεί ή παραληφθεί από τις ανακριτικές αρχές, ως αποτέλεσμα του πιο πάνω εκδοθέντος διατάγματος, μέχρι την εκδίκαση της Αίτησης για έκδοση διατάγματος Certiorari.
Σύμφωνα με την Έκθεση και την Ένορκη Δήλωση του Ιάκωβου Ιακώβου, ο οποίος είναι ένας εκ των Αιτητών και Εκτελεστικός Πρόεδρος του Ομίλου εταιρειών Α/φών Ιακώβου, η εταιρεία Iacovou Brothers (Constructions) Limited, Αιτητές 5 στην παρούσα Αίτηση, είναι μια από τις σημαντικότερες οικοδομικές και κατασκευαστικές εταιρείες της Κύπρου και μέχρι σήμερα ολοκλήρωσε με επιτυχία ευρύ φάσμα έργων. Ο αδελφός του, Κωστάκης Ιακώβου, Καθ' ου η αίτηση 3, είναι ένας εκ των μετόχων και Διευθυντών του Ομίλου και ο γιος του Γιώργος Ιακώβου, Αιτητής 2, ο Οικονομικός Διευθυντής. Μεταξύ των μετόχων της εταιρείας Agi (Larnaca) Cargo Village Limited, Αιτητές 4, είναι και η εταιρεία Iacovou Brothers (Constructions) Limited, Αιτητές 5.
Στις 25.11.2015 ο Αρχιλοχίας 3645 Μ. Αντωνίου, στο εξής «ο Ανακριτής», αιτήθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας την έκδοση διατάγματος αποκάλυψης τραπεζικών λογαριασμών και συναφών εγγράφων όλων των Αιτητών στην παρούσα Αίτηση, για την περίοδο 1.1.2012 μέχρι την ημέρα της αίτησης. Την επόμενη ημέρα, 26.11.2015, το Δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα διατάσσοντας τους διάφορους τραπεζικούς οργανισμούς, όπως εντός επτά ημερών από της επίδοσης του διατάγματος αποκαλύψουν τα ζητηθέντα στοιχεία διαφόρων φυσικών και νομικών προσώπων, μεταξύ των οποίων και οι Αιτητές. Τόσο η πολυσέλιδη ένορκη δήλωση του Ανακριτή που κατατέθηκε στο Δικαστήριο, όσο και το σχετικό διάταγμα του Δικαστηρίου, Τεκμήρια 1 και 2 αντίστοιχα, παραδόθηκαν στους δικηγόρους των Αιτητών μετά από σχετικό αίτημά τους προς το Πρωτοκολλητείο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας. Η σχετική ένορκη δήλωση αποτελείται από 19 σελίδες και περιέχει πάρα πολλά στοιχεία στα οποία θα ήταν αδύνατο να γίνει αναφορά στα πλαίσια της παρούσας απόφασης. Αρκεί να αναφερθούμε ενδεικτικά και μόνο σε ορισμένα σημεία της Έκθεσης. Όπως αναφέρεται, η έρευνα του Ανακριτή ήταν το αποτέλεσμα Έκθεσης του Γενικού Ελεγκτή της Δημοκρατίας και οδηγιών του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την έναρξη ποινικής έρευνας σε σχέση με τις συνθήκες κατακύρωσης των Συμβολαίων C12 και 14 του Συμβουλίου Αποχετεύσεως Λάρνακας (ΣΑΛ), τα οποία κατακυρώθηκαν μετά από διαγωνισμό, το μεν πρώτο στην Κοινοπραξία των εταιρειών Iacovou Brothers Constructions Ltd-Zemco, στις 23.4.2013, το δε δεύτερο στην εταιρεία Loizos Iordanous Constructions Ltd, στις 29.10.2014.
Αφορμή για τις υποψίες των λειτουργών της Ελεγκτικής Υπηρεσίας σε σχέση με το Συμβόλαιο C14 ήταν, κατά τους ισχυρισμούς του Ανακριτή, παραπλανητική γνωμάτευση του Νομικού Συμβούλου του ΣΑΛ κ. Α. Αντρέου ο οποίος, σύμφωνα πάντα με τους ισχυρισμούς του Ανακριτή, παρέλειψε να δηλώσει την επαγγελματική του σχέση με την εταιρεία Iacovou Brothers Constructions Ltd, οι οποίοι θα επωφελούνταν εάν το ΣΑΛ κατακύρωνε την προσφορά, στηριζόμενο στη γνωμάτευση του δικηγόρου του.
Σε σχέση με το δεύτερο Συμβόλαιο C12, κατά το άνοιγμα των προσφορών διεφάνη ότι η χαμηλότερη προσφορά ύψους €7.476.000, υποβλήθηκε από την Κοινοπραξία Iacovou-Zemco με δεύτερη χαμηλότερη αυτή της Cybarco Ltd, με ποσό €7.487.000. Όπως αναφέρεται στην ένορκη δήλωση:-
«Πριν την κατακύρωση της προσφοράς για το Συμβόλαιο C12, που έγινε στην συνεδρία του Συμβουλίου Προσφορών ημερομηνίας 15/03/2013 και η οποία επικυρώθηκε από την ολομέλεια του Συμβουλίου Αποχετεύσεως Λάρνακας ημερομηνίας 23/04/2013, διαπιστώθηκε ότι η εταιρεία CYBARCO LTD εκ παραδρομής είχε μεταφέρει λάθος ποσό από τη σχετική σελίδα του Δελτίου Ποσοτήτων στη σελίδα του Letter of Tender. Συγκεκριμένα, από τη σελίδα 119 του Volume IV, Bills of Quantities, GRAND SUMMARY, έπρεπε να μεταφερθεί το ποσό που αναγράφεται στη γραμμή «D. TOTAL TENDER AMOUNT CARRIED TO LETTER OF TENDER (A+B+C)" το οποίο ήταν €7.374.636,30. Αντί αυτού μεταφέρθηκε το ποσό στο κάτω μέρος του πίνακα "TENDER EVALUATION SUM (D+E)" το οποίο ήταν €7.487.000,00 και περιλαμβάνει τις εργασίες με ημερήσιο απολογισμό (Dayworks). Με βάση τούτα, η εταιρεία CYBARCO LTD ήταν ο πιο φτηνός προσφοροδότης και η Επιτροπή Αξιολόγησης σύμφωνα με τους όρους προκήρυξης του διαγωνισμού μπορεί να προβεί σε διόρθωση του λάθους.
Την 04/02/2013, με την ολοκλήρωση των εργασιών της Επιτροπής Αξιολόγησης, ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής του ΣΑΛ, Γιαννάκης Βεντούρης απέστειλε επιστολή προς τον Πρόεδρο του ΣΑΛ και Δήμαρχο Λάρνακας, κο Αντρέα Λουρουτζιάτη στην οποία εισηγείτο την κατακύρωση του Συμβολαίου C12 στην Εταιρεία CYBARCO LTD, η οποία ήταν ο χαμηλότερος προσφοροδότης με ποσό €7.374.636,30. Περαιτέρω ο πιο πάνω εισηγείτο όπως το θέμα τεθεί σε έκτακτη συνεδρία της Επιτροπής Προσφορών στις 07/02/2013, ούτως ώστε να μπορεί να συμπεριληφθεί στην ολομέλεια που ήταν ορισμένη στις 12/02/2013.
Στην πιο πάνω επιστολή υπάρχει χειρόγραφο σημείωμα του Προέδρου του ΣΑΛ, Αντρέα Λουρουτζιάτη, ημερομηνίας 05/02/2013 ο οποίος παραπέμπει το θέμα στην Επιτροπή Προσφορών του ΣΑΛ, όπως ήταν και η εισήγηση του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή του ΣΑΛ, Γιαννάκη Βεντούρη.
Στις 6/2/2013 ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής του ΣΑΛ, Γιαννάκης Βεντούρης με επιστολή του προς τον Νομικό Σύμβουλο του ΣΑΛ, Αντώνη Ανδρέου, ζήτησε τις απόψεις του, μεταξύ άλλων, για την έκθεση αξιολόγησης του εν λόγω διαγωνισμού.
Ακολούθησε η συνεδρία ημερομηνίας 15/03/2013, στην οποία σύμφωνα με το πρακτικό με αριθμό 4/2013 ο Πρόεδρος του ΣΑΛ και Δήμαρχος Λάρνακας κος Αντρέας Λουρουτζιάτης, ανάφερε ότι στην συνεδρία θα έπρεπε να αναλυθούν τρία σημεία από τον Νομικό Σύμβουλο του ΣΑΛ, Αντώνη Αντρέου, σε σχέση με την επιστολή του ημ. 18/02/2013, α) Ποσό προσφοράς (Tender Amount), β) Πρόγραμμα Εκτέλεσης Έργου (Works Program) και γ) Μεθοδολογία Κατασκευής (Method Statement).
Όσο αφορά τα τεχνικά θέματα, ο νομικός σύμβουλος του ΣΑΛ απάντησε ότι είναι αποδεκτό από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών, όσο και από την Ελεγκτική Υπηρεσία ότι όπου υπάρχουν τεχνικά θέματα δεν επεμβαίνουν. Όπως ανάφερε, διαδικαστικά όπου ζητούνται διευκρινήσεις πρέπει να είναι με τέτοιο τρόπο, που να εντοπίζεται η έλλειψη ή όταν δεν είναι σωστή η διατύπωση να διορθώνεται. Περαιτέρω ανάφερε ότι το ανορθόδοξο στην έκθεση αξιολόγησης είναι ότι καταγράφηκαν οι ελλείψεις και στάλθηκαν από την Επιτροπή Αξιολόγησης προς την εταιρεία CYBARCO LTD.
Στην συνέχεια ο Πρόεδρος του ΣΑΛ και Δήμαρχος Λάρνακας κος Αντρέας Λουρουτζιάτης, έθεσε το ερώτημα για το κατά πόσο θεωρείται ως έγκυρη πρότασης το ποσό στο έντυπο προσφοράς όπου υποβάλλεται η τιμή, αφού στο άθροισμα περιλαμβάνεται ποσό που δεν έπρεπε να συμπεριληφθεί. Ο νομικός σύμβουλος ανάφερε ότι το όλο θέμα έχρηζε διευκρίνησης.
Όσο αφορά το ποσό προσφοράς, η Ηρώ Ανδρέου, Διευθύντρια Έργου του ΣΑΛ ανάφερε ότι τέσσερις (4) προσφοροδότες μεταξύ αυτών και η εταιρεία CYBARCO LTD, μετέφεραν το λάθος ποσό στο έντυπο προσφοράς, ενώ σύμφωνα με τον όρο 7.4.1 στα έγγραφα προσφοράς, αριθμητικά λάθη και λάθη μεταφοράς οφείλουν να διορθώνονται και ότι ο προσφοροδότης δεσμεύεται με το διορθωμένο αυτό ποσό. Περαιτέρω ανάφερε ότι αυτό που έχει σημασία είναι ότι η κατάταξη των προσφοροδοτών σύμφωνα με το Άρθρο 7.4.5, γίνεται με βάση την σύγκριση του τελικού ποσού αξιολόγησης που συμπεριλαμβάνει και τις εργασίες με ημερήσιο απολογισμό, το οποίο τελικό ποσό της εταιρείας CYBARCO LTD ήταν σωστό.
Ακολούθως η κα Ηρώ Αντρέου, ανάφερε ότι απλώς η Επιτροπή Αξιολόγησης θεώρησε ότι απλά μεταφέρθηκε το λάθος ποσό στο έντυπο προσφοράς, κάτι που έγινε και από άλλους προσφοροδότες στη συγκεκριμένη διαδικασία αλλά και σε προηγούμενες διαδικασίες του ΣΑΛ.
Σε παρέμβαση του ο Αν. Γενικός Διευθυντής του ΣΑΛ, Γιαννάκης Βεντούρης ανάφερε ότι η Εταιρεία IACOVOU-ZEMCO JV, είχε κάνει στο παρελθόν ακριβώς το ίδιο λάθος στο Συμβόλαιο C11, κάτι το οποίο η τότε επιτροπή αξιολόγησης χειρίστηκε ως λάθος μεταφοράς το οποίο και διόρθωσε.
Στην συνέχεια και με σκοπό να απαντήσει σε ερώτηση που της τέθηκε, η κα Ηρώ Ανδρέου, εξήγησε ότι κατά το άνοιγμα των προσφορών το ποσό που διαβάζεται είναι αυτό στο έντυπο προσφοράς, ανεξάρτητα όμως από το ποσό που διαβάζεται στο άνοιγμα των προσφορών η τελική κατάταξη γίνεται μετά από αξιολόγηση όπως καθορίζεται στα έγγραφα προσφοράς.
Ακολούθως στην συνεδρία εξετάστηκε το θέμα των Χρονικών Δεσμεύσεων (Works Program). Ο Πρόεδρος του ΣΑΛ και Δήμαρχος Λάρνακας κος Αντρέας Λουρουτζιάτης, ανάφερε ότι οι χρονικές παραβάσεις είναι ουσιαστικές και δημιουργούσαν απόκλιση από ουσιώδη όρο, ενώ παράλληλα ο Νομικός Σύμβουλος του ΣΑΛ, Αντώνης Αντρέου πρόσθεσε ότι δεν μπορεί να μετατραπεί ή να διαφοροποιηθεί ένας ουσιώδης όρος με σκοπό να γίνει έγκυρη μια προσφορά.
......................................................
Τέλος το Συμβούλιο Προσφορών αφού μελέτησε την έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης και αφού έλαβε υπόψη την Νομική Γνωμάτευση που πήρε, αποφάσισε τα εξής: 1) Η μεθοδολογία διευκρίνισης των όρων προσφοράς πάσχει επειδή οι διευκρινίσεις του τεχνικού μέρους δεν δόθηκαν από την εταιρεία CYBARCO LTD, αλλά από την Επιτροπή Αξιολόγησης και 2) Η εταιρεία CYBARCO LTD, που παρουσιαζόταν ως ο χαμηλότερος προσφοροδότης, είχε καταταγεί μετά από διόρθωση αριθμητικού λάθους, χωρίς αυτό να επιβεβαιωθεί διαδικαστικά. Έτσι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η προσφορά της CYBARCO LTD θεωρείται άκυρη. ..»
Περαιτέρω ο Ανακριτής αναφέρεται, μεταξύ άλλων, σε μαρτυρία ότι υπήρξε διαφοροποίηση μεταξύ της επιστολής ημερ. 20.5.2013 που έστειλε ο Πρόεδρος του ΣΑΛ στη Cybarco Ltd, εξηγώντας τους λόγους μη αποδοχής της προσφοράς της και των λόγων που καταγράφηκαν στα πρακτικά του ΣΑΛ ημερ. 15.3.2013. Αναφέρει επίσης ότι περιήλθαν σε γνώση λειτουργού της Ελεγκτικής Υπηρεσίας στοιχεία ότι υπήρξε αλλοίωση των πρακτικών του ΣΑΛ ημερ. 15.3.2013. Κατά τον Ανακριτή, τόσο η πιο πάνω διαφοροποίηση όσο και η κατ' ισχυρισμό αλλοίωση του πρακτικού, χρήζει περαιτέρω διερεύνησης.
Γι' αυτό εξασφαλίστηκε δικαστικό ένταλμα έρευνας στα υποστατικά του ΣΑΛ, απ' όπου παραλήφθηκε ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής. Μετά από έλεγχο των αρχείων διαπιστώθηκε ότι μεταξύ δύο συγκεκριμένων πρακτικών συνεδρίας του ΣΑΛ, υπήρχε ουσιώδης διαφορά ως προς τους λόγους απόρριψης της προσφοράς της Cybarco. Στην ένορκη δήλωση περιγράφονται από τον Ανακριτή οι σχετικές διαφορές.
Αυτά είναι ορισμένα από τα στοιχεία τα οποία κατά τον Ανακριτή δημιουργούν εύλογες υποψίες ότι τα συγκεκριμένα πρόσωπα που κατονομάζει στην ένορκη δήλωσή του, εμπλέκονται σε παράνομες χρηματο-οικονομικές δραστηριότητες σε σχέση με τις δύο προσφορές και ότι θα έπρεπε στα πλαίσια της ποινικής έρευνας να διερευνηθεί κατά πόσο εμπλέκονται σε αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, διαφθοράς, δωροληψίας, συγκάλυψης κ.α.. Τα ακριβή αδικήματα που διερευνούνταν, 14 στο σύνολό τους, καταγράφονται στο αρχικό μέρος της ένορκης δήλωσης του Ανακριτή, ο οποίος ήταν της άποψης ότι η αποκάλυψη των στοιχείων ήταν ουσιαστικής σημασίας για την έρευνα, ότι οι πληροφορίες εμπίπτουν στην κατηγορία των προνομιούχων πληροφοριών και ότι είναι προς το δημόσιο συμφέρον να αποκαλυφθούν.
Το Δικαστήριο αιτιολογώντας την έγκριση του αιτήματος ανέφερε τα εξής:-
«(α) υπάρχει εύλογη υποψία ότι συγκεκριμένα πρόσωπα και εταιρείες διέπραξαν ή έχουν ωφεληθεί από τη διάπραξη καθορισμένου αδικήματος και/ή υπάρχουν χρηματοοικονομικές συναλλαγές οι οποίες αναφέρονται πιο πάνω και δημιουργούν εύλογες υποψίες ότι τα συγκεκριμένα πρόσωπα ενέχονται σε αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή ότι οι συναλλαγές αυτές ενδέχεται να συνδέονται με τέτοια αδικήματα.
(β) υπάρχει εύλογη υποψία ότι οι εν λόγω πληροφορίες είτε μόνες τους είτε σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία ενδέχεται να είναι ουσιαστικής σημασίας στις έρευνες για τις οποίες έχει υποβληθεί η αίτηση για αποκάλυψη.
(γ) οι συγκεκριμένες πληροφορίες δεν εμπίπτουν στην κατηγορία των προνομιούχων πληροφοριών ως ο όρος αυτός ερμηνεύεται στο Άρθρο 44 του Ν. 188(Ι)/2007 και ως έχει επεξηγηθεί στην Αίτηση Μιχάλη Ιωάννου (2010) 1 Α.Α.Δ. 1664.
(δ) υπάρχει εύλογη αιτία ότι είναι προς το δημόσιο συμφέρον να παρασχεθούν ή αποκαλυφθούν οι ζητηθείσες πληροφορίες. Λαμβανομένου υπόψιν
(i) του οφέλους το οποίο ενδέχεται να προκύψει για την έρευνα από την αποκάλυψη ή παροχή των εν λόγω πληροφοριών και
(ii) των συνθηκών κατοχής των εν λόγω πληροφοριών από τους κατόχους τους.
Διά του παρόντος εκδίδει διάταγμα αποκάλυψης ..»
Το παράπονο των Αιτητών είναι ότι για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης τραπεζικών λογαριασμών με βάση τη σχετική νομοθεσία, το Δικαστήριο οφείλει να εξάγει το δικό του συμπέρασμα σε ό,τι αφορά τα γεγονότα που περιέχονται στην Ένορκη Δήλωση του Ανακριτή. Υφίσταται, κατά τους Αιτητές, υποχρέωση διεξαγωγής δικαστικής έρευνας, ούτως ώστε από τα αποτελέσματά της, να κριθεί από το Δικαστήριο αν πράγματι υφίσταται ικανοποιητική μαρτυρία για έγκριση του αιτήματος για αποκάλυψη. Την εύλογη υποψία δεν την καθορίζει ο Ανακριτής, ο οποίος προβαίνει στον όρκο, αλλά τη διατυπώνει το Δικαστήριο μετά από προσεκτική εξέταση όλων των στοιχείων. Ως εκ τούτου χρειάζεται αιτιολογημένη απόφαση μέσω της οποίας να προκύπτει σαφώς η δικαστική σκέψη και να αναλύονται οι λόγοι για τους οποίους το Δικαστήριο κατέληξε ότι υπάρχει εύλογη υποψία σύνδεσης των υπό διερεύνηση προσώπων, με την υπό εξέταση υπόθεση. Οι Αιτητές παραπονούνται ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση το Δικαστήριο προέβη σε απλή παράθεση των προϋποθέσεων του Νόμου χωρίς να διευκρινίζει σε ποια από τα δεδομένα, που περιέχονταν στην ένορκη δήλωση του Ανακριτή, στηρίχθηκε για να διαμορφώσει κρίση για την ύπαρξη εύλογης υποψίας εμπλοκής των Αιτητών στη διάπραξη ποινικών αδικημάτων. Στην προκειμένη περίπτωση η δικανική σκέψη, κατά τους Αιτητές, παραμένει άγνωστη και ως εκ τούτου η απόφαση του Δικαστηρίου στερείται επαρκούς αιτιολογίας.
Οι Αιτητές παραπονούνται επίσης ότι στη σχετική ένορκη δήλωση του Ανακριτή δεν διευκρινίζεται για ποιο αδίκημα ερευνάται η υποτιθέμενη σύμπραξη των Αιτητών. Η μόνη μαρτυρία που αναφέρεται στον όρκο, σε ό,τι αφορά το άτομο του Αιτητή 1, είναι στη σελίδα 16 του όρκου, στην οποία αναφέρεται ότι στις 30.9.2015 κλητεύθηκε στο ΤΑΕ Λάρνακας ο Μάκης Χρυσανδρέας, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο εργαζόταν στο ΣΑΛ ως πολιτικός μηχανικός και επέβλεπε το Συμβόλαιο C12. Κατά τον ισχυρισμό του Ανακριτή, για το πιο πάνω πρόσωπο υπήρχε πληροφόρηση ότι διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον Ιάκωβο Ιακώβου, ενόρκως δηλούντα και ότι διευκόλυνε τις εργασίες του Ομίλου εταιρειών Ιακώβου σε σχέση με το Συμβόλαιο C12, υπογράφοντας σχετικά έγγραφα που πιστοποιούσαν την εκτέλεση τουλάχιστον μιας συγκεκριμένης εργασίας, χωρίς να έχουν διεξαχθεί οι απαραίτητοι έλεγχοι. Επίσης, ο Ανακριτής αναφέρει στον όρκο του ότι ενώ το πιο πάνω πρόσωπο δεν γνώριζε προσωπικά τον Ιάκωβο Ιακώβου, αλλά μόνο επαγγελματικά, στον γάμο του του έδωσε δώρο €1.000.
Οι Αιτητές ισχυρίζονται ότι οι κατ' ισχυρισμό φιλικές σχέσεις του Μάκη Χρυσανδρέα με τον Ιάκωβο Ιακώβου, είναι αναληθείς και στην ουσία ατεκμηρίωτες και εν πάση περιπτώσει, το γαμήλιο δώρο των €1.000 δεν δόθηκε μόνο από τον ίδιο τον ενόρκως δηλούντα, αλλά προέρχονταν και από τους υπόλοιπους αδελφούς Ιακώβου, εφόσον ο Χρυσανδρέας διατηρούσε για χρόνια φιλική σχέση με τον πατέρα τους. Ως εκ τούτου, οι Αιτητές ισχυρίζονται ότι οι έρευνες του Γενικού Εισαγγελέα σχετίζονται με την κατακύρωση των Συμβολαίων C12 και C14. Στον όρκο του Ανακριτή περιλαμβάνεται μαρτυρία σε σχέση με τον Μάκη Χρυσανδρέα, η οποία με κανένα τρόπο δεν σχετίζεται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα και η συμπερίληψή της αποσκοπούσε στο να παραπλανήσει το Δικαστήριο να εγκρίνει τη μονομερή αίτηση. Περαιτέρω οι Αιτητές, παραθέτοντας παραδείγματα, ισχυρίζονται ότι ο Ανακριτής στην ένορκη δήλωσή του εκφράζει προσωπική κρίση επί θεμάτων στα οποία μόνο το Δικαστήριο θα μπορούσε να υπεισέλθει.
Οι νομικοί λόγοι για τους οποίους ζητούνται οι αιτούμενες θεραπείες είναι ότι:- (α) Το Δικαστήριο εκδίδοντας το αιτούμενο διάταγμα, το οποίο δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένο, ενήργησε κατά έκδηλη και καταφανή πλάνη και/ή έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, (β) το δικαστήριο πλανήθηκε αφού δεν αποκαλύφθηκαν από τον Ανακριτή όλα τα ουσιώδη στοιχεία και δεν δόθηκε πλήρης εικόνα της διερευνώμενης υπόθεσης, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να μην μπορέσει να διαμορφώσει τη δική του ανεξάρτητη και αντικειμενική κρίση.
Αφετηρία για εξέταση της αιτούμενης άδειας, θα πρέπει να είναι οι αρχές με βάση τις οποίες το Δικαστήριο παραχωρεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για Certiorari. Στόχος του συγκεκριμένου προνομιακού εντάλματος, δεν είναι άλλος από τον έλεγχο της νομιμότητας της απόφασης της οποίας επιδιώκεται η ακύρωση. Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας ότι η χορήγηση άδειας για καταχώρηση τέτοιας αίτησης ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία, όπως φαίνεται και από τις πολλές αποφάσεις που εκδίδονται ημερησίως, ασκείται με πολλή φειδώ. Ο αιτητής άδειας θα πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο για την ύπαρξη επί της ουσίας, εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, δηλαδή συζητήσιμο θέμα. Το Δικαστήριο δεν χορηγεί άδεια όταν διαπιστώσει ότι ο αιτητής έχει στη διάθεσή του εναλλακτικό ένδικο μέσο, όπως αυτό της έφεσης, εκτός και αν στοιχειοθετηθούν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν παρέκκλιση από τον κανόνα (βλ. Αναφορικά με την αίτηση του Αναστάσιου Κρασοπούλη (2013) 1 Α.Α.Δ. 492, Αναφορικά με την αίτηση της Δέσπως Στυλιανού (2015) 1 Α.Α.Δ. 1382, ECLI:CY:AD:2015:A461 (Ολομέλεια) και Αναφορικά με την αίτηση των Amsteco Electric Ltd κ.ά. (2015) 1 Α.Α.Δ. 534, ECLI:CY:AD:2015:A172).
Ως προς την ουσία της υπόθεσης, το Άρθρο 45 του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007 (Ν. 188(Ι)/07), δίδει εξουσία σε Επαρχιακό Δικαστήριο, κατόπιν μονομερούς αίτησης, να εκδώσει διάταγμα αποκάλυψης, μεταξύ άλλων για σκοπούς ανάλυσης χρηματο-οικονομικών συναλλαγών για διευκόλυνση των ανακρίσεων για το ενδεχόμενο διάπραξης καθορισμένων αδικημάτων. Οι προϋποθέσεις για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης προβλέπονται στο Άρθρο 46 του Νόμου, το οποίο έχει ως εξής:-
«46. (1) Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου υποβάλλεται αίτηση για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης δύναται, αν πεισθεί ότι συντρέχουν οι αναφερόμενες στο εδάφιο (2) προϋποθέσεις, να εκδώσει διάταγμα το οποίο καλείται διάταγμα αποκάλυψης, απευθυνόμενο προς το πρόσωπο το οποίο, κατά την άποψή του, έχει στην κατοχή του την πληροφορία που αναφέρεται στην αίτηση με το οποίο καλεί το εν λόγω πρόσωπο όπως αποκαλύψει ή παραδώσει την πληροφορία στον ανακριτή ή σε άλλο κατονομαζόμενο στο διάταγμα πρόσωπο μέσα σε επτά ημέρες ή μέσα σε άλλη μεγαλύτερη ή μικρότερη προθεσμία την οποία ήθελε ορίσει το δικαστήριο στο διάταγμα αν ήθελε κρίνει αυτό υπό τις περιστάσεις σκόπιμο.
(2) Οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) είναι οι ακόλουθες-
(α) (i) Η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι συγκεκριμένο πρόσωπο διέπραξε ή έχει ωφεληθεί από τη διάπραξη καθορισμένου αδικήματος, ή η ύπαρξη χρηματοοικονομικής συναλλαγής η οποία δημιουργεί εύλογη υποψία ότι πρόσωπο ενέχεται σε αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ή ότι η συναλλαγή ενδέχεται να σχετίζεται με τέτοια αδικήματα·
(ii) Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου «χρηματοοικονομική συναλλαγή» σημαίνει δραστηριότητα, όπως αυτή καθορίζεται στον ορισμό των όρων «χρηματοοικονομικές δραστηριότητες» ή «άλλες δραστηριότητες» στο Άρθρο 2 του παρόντος Νόμου·
(β) η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι η εν λόγω πληροφορία είτε μόνη της είτε σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία ενδέχεται να είναι ουσιαστικής σημασίας στις έρευνες για τις οποίες έχει υποβληθεί η αίτηση για αποκάλυψη·
(γ) το ότι η πληροφορία δεν εμπίπτει στην κατηγορία των προνομιούχων πληροφοριών·
(δ) η ύπαρξη εύλογης αιτίας ότι είναι προς το δημόσιο συμφέρον να παρασχεθεί ή να αποκαλυφθεί η πληροφορία, λαμβανομένου υπόψη-
(i) του οφέλους το οποίο ενδέχεται να προκύψει για την έρευνα από την αποκάλυψη ή παροχή της εν λόγω πληροφορίας και
(ii) των συνθηκών κατοχής της εν λόγω πληροφορίας από τον κάτοχό της.»
Το ερώτημα που εγείρεται προς απάντηση είναι κατά πόσο έχει καταδειχθεί εκ μέρους του Αιτητή συζητήσιμη υπόθεση ως προς τα παράπονα των Αιτητών. Το πρώτο παράπονο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο υπέγραψε το ετοιμασθέν διάταγμα, χωρίς να εξετάσει το περιεχόμενο του όρκου και χωρίς το ίδιο να προβληματιστεί προτού καταλήξει με δική του αντικειμενική εξέταση και αξιολόγηση της μαρτυρίας ότι πράγματι αποκαλύπτετο εύλογη υποψία σύμφωνα με το Άρθρο 46(2) του Νόμου 188(Ι)/07.
Δεν ευσταθεί το παράπονο των Αιτητών. Το ότι ο πρωτόδικος δικαστής έχει προβληματιστεί, δεν φαίνεται μόνο από το γεγονός ότι υπέγραψε το Διάταγμα και δεσμεύτηκε για την ύπαρξη εύλογης υποψίας. Ο προβληματισμός του φαίνεται και από τη χειρόγραφη προσθήκη που έκαμε ο ίδιος ο δικαστής σε σχέση με το Άρθρο 44 του Νόμου και την υπόθεση Ιωάννου (2010) 1 Α.Α.Δ. 1664, αναφορικά με την ερμηνεία του όρου «προνομιούχα πληροφορία». Επομένως, δεν συμφωνώ ότι ο πρωτόδικος δικαστής ενήργησε μηχανικά, όπως εισηγούνται οι Αιτητές.
Δεν συμφωνώ ούτε ως προς τη δεύτερη εισήγηση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αξιολόγησε το ίδιο τη μαρτυρία, ώστε να πειστεί ότι υπήρχε εύλογη υπόνοια. Σε τέτοιες περιπτώσεις, όπως και στην περίπτωση έκδοσης εντάλματος έρευνας, εκείνο που έχει σημασία είναι η κατάληξη του Δικαστή ότι ικανοποιήθηκε για την ύπαρξη εύλογης υποψίας, με βάση πάντα το περιεχόμενο του όρκου. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την αίτηση του Αντρέα Αντωνίου (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 656, «αυτή η κατάληξη υπογραμμένη από τον ίδιο το Δικαστή είναι δική του και κανενός άλλου, ενσωματώνει τη δική του υποψία στη βάση των δεδομένων που ενόρκως τέθηκαν ενώπιόν του ..». Μπορεί διατάγματα αυτής της φύσης να είναι συνταγμένα κατά τρόπο γενικό, αλλά σαφώς παραπέμπουν στο περιεχόμενου του όρκου. Όπως αναφέρθηκε στην αίτηση Αναφορικά με τη Μάρθα Κυπριανού (2013) 1 Α.Α.Δ. 17, εκείνο που έχει σημασία είναι αν ποτέ καθίστατο αναγκαίο να ζητηθεί από τον πρωτόδικο Δικαστή να εξηγήσει την απόφασή του, αυτός «θα μπορούσε να υποδείξει με αιτιολογημένη απόφαση στο στάδιο εκείνο τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι υπάρχει εύλογη υποψία. Ενεργώντας το Ανώτατο Δικαστήριο εκ των υστέρων για να κρίνει το θέμα, πρέπει και το ίδιο επομένως αντικειμενικά, να καταλήξει σε εκείνο το συμπέρασμα.» (βλ. επίσης Παναγιώτου (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 1094).
Στην προκειμένη περίπτωση έχοντας υπόψη το εκτενές περιεχόμενο του όρκου και την αλληλοσυνάρτηση των διαφόρων στοιχείων που αναφέρονται σ' αυτήν, δεν διαπιστώνω να έχουν γίνει οποιεσδήποτε εκπτώσεις ως προς την αιτιολογία και το υπόβαθρο για την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου για την ύπαρξη εύλογης υποψίας. Ούτε έχω διαπιστώσει να υπάρχει έκδηλη πλάνη ή παραπλάνηση Νόμου, όπως εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος των Αιτητών.
Υπό τις περιστάσεις δεν έχω ικανοποιηθεί ότι οι Αιτητές έχουν αποδείξει ως όφειλαν, εκ πρώτης όψεως υπόθεση, ούτως ώστε να τους παρασχεθεί η αιτούμενη άδεια.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Η αίτηση για άδεια απορρίπτεται.