ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Παναγή, Περσεφόνη Σταματίου, Κατερίνα Κώστας Χατζηϊωάννου, για τους Εφεσείοντες-Αιτητές. Κυριάκος Κνώφος, για τους Καθ΄ ων η αίτηση-Εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2016-12-22 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ κ.α. ν. ELLINAS FINANCE PUBLIC COMPANY LTD, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 255/2014, 22/12/2016 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2016:A582

(2016) 1 ΑΑΔ 2956

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 255/2014

 

 

22 Δεκεμβρίου, 2016

 

 

[M. NIKΟΛΑΤΟΣ, Π., Π. ΠΑΝΑΓΗ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/Δ]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

  1. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ,
  2. ΣΤΕΛΛΑΣ ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ,

                                                  Εφεσειόντων/Εναγομένων,

-      ΚΑΙ -

 

ELLINAS FINANCE PUBLIC COMPANY LTD,

Eφεσιβλήτων/Εναγόντων.

----------------------

Αίτηση ημερομηνίας 7.1.2016 από τους Εφεσείοντες-Αιτητές για Έκδοση Διατάγματος Αναστολής Εκτέλεσης της Απόφασης

 

Κώστας Χατζηϊωάννου, για τους Εφεσείοντες-Αιτητές.

Κυριάκος Κνώφος, για τους Καθ΄ ων η αίτηση-Εφεσίβλητους.

 

 

----------------------

      

   Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή.

----------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

   Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ:- Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσίβλητων («καθ' ων η αίτηση») και εναντίον του εφεσείοντα 1 («αιτητή»), ως πρωτοφειλέτη, και της εφεσείουσας 2 («αιτήτριας»), ως εγγυήτριας, για οφειλόμενο υπόλοιπο δυνάμει σύμβασης δανείου. Εναντίον της εν λόγω απόφασης έχει καταχωρηθεί έφεση από τους εφεσείοντες και από τους εφεσίβλητους.    

 

Με την παρούσα αίτηση οι αιτητές επιζητούν την έκδοση διατάγματος, με το οποίο να αναστέλλεται η εκτέλεση της εν λόγω απόφασης  εναντίον (α) του αιτητή μέχρι εκδικάσεως της έφεσης και (β) της αιτήτριας μέχρι εκδικάσεως της έφεσης και εξαντλήσεως των μέτρων εκτέλεσης εναντίον του αιτητή.  Ζητούν, επίσης, την αναστολή εκτέλεσης εντάλματος κινητών που εξεδόθη εναντίον τους, μέχρι εκδικάσεως της έφεσης.  Νομικό έρεισμα της αίτησης αποτελούν κυρίως η Δ.35, θ.18 και 19 και η Δ.40, θ.7(β) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και τα άρθρα 9 και 10 του περί της Προστασίας Ορισ΅ένης Κατηγορίας Εγγυητών Νόμου,                     Ν. 197(Ι)/2003 («ο Νόμος»). 

 

Ισχυρίζονται οι αιτητές, στις αντίστοιχες ένορκες δηλώσεις τους, οι οποίες υποστηρίζουν την αίτηση, ότι έχουν καλή υπόθεση στην έφεση και πολύ καλές πιθανότητες να επιτύχουν καθότι η απαιτούμενη με την έκθεση απαίτησης οφειλή είχε εξοφληθεί, ενώ η απόφαση εναντίον της αιτήτριας δεν μπορεί να εκτελεστεί προτού εξαντληθούν τα μέτρα εκτέλεσης εναντίον του πρωτοφειλέτη,  αιτητή.  Περαιτέρω, οι καθ' ων η αίτηση  είναι εξασφαλισμένοι πιστωτές, αφού επί της περιουσίας των αιτητών, η αξία της οποίας είναι σημαντικά ψηλότερη της εκδοθείσας απόφασης, ιδιαιτέρως αυτή της αιτήτριας, οι καθ' ων η αίτηση έχουν καταχωρήσει Memo.  Εξάλλου, μεταξύ των διαδίκων υπάρχουν πολλές διαφορές, όπως απαίτηση του αιτητή για ποσό πέραν των €105.000 για την οποία είχε καταχωρήσει ανταπαίτηση, σε αγωγή άλλη από αυτή στην οποία εκδόθηκε η εφεσιβαλλόμενη στην παρούσα απόφαση, η οποία απορρίφθηκε από το Δικαστήριο χωρίς να εξεταστεί, με αποτέλεσμα ο αιτητής να καταχωρήσει και εναντίον της απόφασης αυτής έφεση. Θα ήταν, επομένως, άδικο «να σαλαμοποιηθούν οι πληρωμές» αφού θα πρέπει να ληφθεί τελικός λογαριασμός όταν ολοκληρωθούν οι μεταξύ των διαδίκων διαδικασίες.  Διατείνονται ακόμη, οι αιτητές, και αποτελεί κοινό τόπο, ότι έχει εκδοθεί ένταλμα κινητών με αρ. 974/15 σε σχέση με την κινητή περιουσία τους.  Της παρούσας αίτησης είχε προηγηθεί η υποβολή ταυτόσημης αίτησης στο Επαρχιακό Δικαστήριο, η οποία απορρίφθηκε, εσφαλμένα κατά τους αιτητές, για λόγους που παραθέτουν. 

Οι καθ' ων η αίτηση ενίστανται στην αίτηση ισχυριζόμενοι ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της έγκρισης της αίτησης, ενώ τυχόν αναστολή θα τους αποστερήσει παντελώς από την απόλαυση των καρπών της επιτυχίας τους, αφού άλλα πρόσωπα στους οποίους επίσης οφείλουν οι αιτητές, προωθούν την είσπραξη των απαιτήσεων τους με κίνδυνο η εκδοθείσα απόφαση να παραμείνει ανεκτέλεστη.   Προβάλλουν συναφώς πως οι αιτητές έχουν χρέη «εκατοντάδων χιλιάδων, αν όχι εκατομμυρίων, ευρώ» σε διάφορα πρόσωπα τα οποία δεν αποπληρώνουν.  Ειδικότερα για το αίτημα της αιτήτριας, εισηγούνται ότι το άρθρο 10 του Νόμου, επί του οποίου στηρίζεται ιδιαιτέρως, δεν τυγχάνει εφαρμογής, επισημαίνοντας παράλληλα ότι το ίδιο αίτημα είχε υποβληθεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο και απορρίφθηκε με ενδιάμεση απόφαση του ημερομηνίας 7.12.2015 εναντίον της οποίας δεν ασκήθηκε έφεση, με αποτέλεσμα το αίτημα της αιτήτριας ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου να καλύπτεται από δεδικασμένο. Εγείρουν και θέμα αντισυνταγματικότητας του Ν.58(Ι)/2015, με τον οποίο τροποποιήθηκε το άρθρο 13(1) του Νόμου, προσδίδοντας του αναδρομική ισχύ, εισηγούμενοι ότι αντίκειται στο ’ρθρο 26 του Συντάγματος που καθιερώνει την ελευθερία του συμβάλλεσθαι καθώς και στο ’ρθρο 30.2 που προβλέπει για τη διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων εντός ευλόγου χρόνου.

 

Αποτελεί πάγια αρχή της νομολογίας ότι η έφεση δεν αναστέλλει το δικαίωμα εκτέλεσης, ούτε μειώνει το κύρος της πρωτόδικης απόφασης (βλ., μεταξύ άλλων, Ναυτικός Όμιλος Πάφου v. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1147). Η απόφαση για αναστολή δυνάμει της Δ.35,θθ.18 και 19 ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η οποία ασκείται σε συνάρτηση προς τα γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης.  Εξετάζοντας μια τέτοια αίτηση, το Δικαστήριο έχει καθήκον να εξισορροπήσει δύο εξίσου σημαντικούς παράγοντες για την απονομή της δικαιοσύνης - τη διασφάλιση, αφενός, του τελεσίδικου χαρακτήρα της πρωτόδικης απόφασης και της απόδοσης, στον επιτυχόντα διάδικο, των καρπών της επιτυχίας του και, αφετέρου, την εξασφάλιση της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος για την άσκηση έφεσης.   Οι προοπτικές επιτυχίας της έφεσης, είναι παράγοντας σχετικός αλλά οριακής σημασίας στις πλείστες περιπτώσεις (Ναυτικός Ομιλος Πάφου (ανωτέρω)).   Ως εκ τούτου, είναι αρκετό να προβάλλονται με την έφεση ουσιαστικά ζητήματα για συζήτηση (BP Holdings Ltd κ.ά. ν. Κιταλίδη κ.ά (Αρ.1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 287).

 

Παρατηρούμε ευθύς εξαρχής ότι παρόλο που στις ένορκες δηλώσεις οι οποίες υποστηρίζουν την αίτηση, δεν παρέχονται λεπτομέρειες του ισχυρισμού των αιτητών ότι έχουν «καλή υπόθεση στην έφεση», στην ειδοποίηση έφεσης αποκαλύπτονται ουσιαστικά ζητήματα για συζήτηση.  Ωστόσο, οι αιτητές δεν έχουν θέσει οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου που να αποκαλύπτει ότι, σε περίπτωση που δεν εγκριθεί το αίτημα τους,  ενδεχόμενη επιτυχία της έφεσης θα χάσει τη σημασία της, μένοντας χωρίς αντίκρισμα.  Η γενική και αόριστη αναφορά των αιτητών ότι είναι αναγκαίο να ανασταλεί η εκτέλεση του εντάλματος κινητών μέχρι την εκδίκαση της παρούσας αίτησης, διαφορετικά «τυχόν επιτυχία της αίτησης θα είναι άνευ αντικειμένου» δεν επαρκεί.  Βέβαια, αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται περί λεκτικού λάθους η αναφορά σε αίτηση αντί έφεση, χωρίς όμως να αλλοιώνεται η ουσία του πράγματος. Επιπλέον, δεν έχει αμφισβητηθεί η θέση των καθ' ων η αίτηση ότι είναι φερέγγυοι και κάτοχοι ακίνητης περιουσίας μεγάλης χρηματικής αξίας, ενώ διαθέτουν κεφάλαια τα οποία οι ίδιοι χαρακτηρίζουν «εκατομμυρίων ευρώ».  Επομένως, κάποιος μπορεί εύλογα να εικάσει ότι σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης δεν θα υπάρξει δυσκολία ή αδυναμία αποζημίωσης των αιτητών, δεδομένου, μάλιστα, ότι η φύση της υπό έφεση απόφασης είναι χρηματική.  Ούτε τα όσα προβάλλονται από τους αιτητές σε σχέση με την ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου, απορριπτικής προηγούμενου αιτήματος τους για αναστολή, μπορούν εδώ να απασχολήσουν, συμπεριλαμβανομένων των παραπόνων τους  ότι οι καθ' ων η αίτηση, χρηματοδοτικός οργανισμός, δεν θα ετίθεντο σε χειρότερη θέση σε περίπτωση μη εκτέλεσης της απόφασης αφού θα δάνειζαν το ποσό της απόφασης για να κερδίσουν χρήματα, θέση που επανέλαβε και ο ευπαίδευτος συνήγορος τους ενώπιον μας κατά τη συζήτηση της αίτησης.  Πρόκειται για αδιάφορα για την παρούσα  διαδικασία στοιχεία, αφού δεν έχουν συνάφεια με τους νομολογιακά καθιερωμένους παράγοντες που το Δικαστήριο πρέπει να σταθμίσει κατά την εξέταση αιτήσεων, όπως η παρούσα, ενώ το Εφετείο ασκεί πρωτογενή διακριτική ευχέρεια, η οποία δεν συναρτάται με τους λόγους απόρριψης από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Για τους ίδιους λόγους, αδιάφορο είναι το ότι οι διάδικοι, σύμφωνα με τους αιτητές, έχουν και άλλες διαφορές, καθώς και ανταπαίτηση στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί ανωτέρω.  Ούτε, βέβαια, το γεγονός ότι οι καθ' ων η αίτηση έχουν εγγράψει την απόφαση στο Κτηματολόγιο επί ακίνητης περιουσίας των αιτητών (memo) είναι παράγοντας που μπορεί να επιδράσει υπέρ της έγκρισης της αίτησης, αφού πρόκειται για μέτρο εκτέλεσης, υποκείμενο, σε περίπτωση έγκρισης της αίτησης, σε αναστολή. 

 

Έχοντας μελετήσει προσεκτικά το ενώπιον μας υλικό και αφού συνεκτιμήσαμε όλους τους σχετικούς παράγοντες,  έχουμε καταλήξει ότι η πλάστιγγα κλίνει υπέρ της απόρριψης του αιτήματος των αιτητών, στο βαθμό και την έκταση που αυτό στηρίζεται στη Δ.35, θθ.18 και 19.

 

Η εισήγηση των καθ΄ων η αίτηση, ότι το αίτημα της αιτήτριας, στη βάση προνοιών του Ν.197(Ι)/2003, πλήττει την αρχή του δεδικασμένου, δεν ευσταθεί για το λόγο ότι αυτό απορρίφθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο για λόγους άσχετους με την ουσία του.  Έκρινε το Δικαστήριο ότι εφόσον η αιτήτρια επιχειρούσε την έκδοση διατάγματος αναστολής στη βάση του άρθρου 10(1)(α1) του Νόμου, η αναφορά της συγκεκριμένης διάταξης στη νομική βάση της αίτησης ήταν επιβεβλημένη και, εφόσον δεν αναφερόταν, η αίτηση δεν μπορούσε να εξεταστεί.   

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών με ειδική παραπομπή στα άρθρα 9 και 10(α1) του Νόμου εισηγήθηκε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων. Το άρθρο 9 του Νόμου καθορίζει, για τους σκοπούς του Νόμου, την εξουσία του Δικαστηρίου να αναστείλει την εκτέλεση δικαστικής απόφασης εναντίον εγγυητή, ως εξής:

9.  Παρά τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου εκάστοτε σε ισχύ Νόμου, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου παρέχεται εξουσία σε δικαστήριο να διατάξει καθ΄ όσον αφορά τον εγγυητή, αναστολή της εκτέλεσης δικαστικής απόφασης εναντίον του στην έκταση που αφορά κατάσχεση και πώληση κινητής ιδιοκτησίας του ή πώληση ή επιβάρυνση (memo) της ακίνητης ιδιοκτησίας του ή αίτηση καταβολής μηνιαίων δόσεων όπως προβλέπεται στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο ή αίτηση έκδοσης διατάγματος παραλαβής όπως προβλέπεται στον περί Πτώχευσης Νόμο, ως ακολούθως:

 

(α)  Κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης, ανεξάρτητα από το κατά πόσο αυτή εκδίδεται εκ συμφώνου ή κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας και κατόπιν παρουσίασης στο δικαστήριο από τον εγγυητή όλων των σχετικών στοιχείων∙

 

(β)  σε περίπτωση έκδοσης απόφασης και τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 10, οποτεδήποτε μετά την έκδοση της απόφασης με τη συγκατάθεση του πιστωτή και του πρωτοφειλέτη ή χωρίς τέτοια συγκατάθεση∙

 

(γ) κατά το χρόνο έκδοσης απόφασης ή διατάγματος δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 7.»

 

Εδώ ενδιαφέρει η παράγραφος (β) του άρθρου 9, αφού πρόκειται για αίτηση αναστολής της εκτέλεσης απόφασης μετά την έκδοση της απόφασης, η οποία εφαρμόζεται τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 10(1)(β) του Νόμου. 

 

Το άρθρο 10 του Νόμου, το οποίο, όπως αναφέρεται στον πλαγιότιτλο του, αφορά στην έκδοση διατάγματος αναστολής, παρέχει στο Δικαστήριο ευρεία διακριτική ευχέρεια να αναστείλει την εκτέλεση απόφασης, όταν κρίνει ότι είναι «δίκαιο και ορθό», στις περιπτώσεις που καλύπτονται από το εν λόγω άρθρο. Η παράγραφος (α1) του εδαφίου (1) του άρθρου 10, επί της οποίας βασίζεται και το αίτημα της αιτήτριας προνοεί, στο βαθμό που εδώ ενδιαφέρει, τα εξής:

 

«10.—(1) ∆ικαστήριο διατάσσει δυνά΅ει του άρθρου 9, όταν κρίνει ότι αυτό είναι δίκαιο και ορθό, την αναστολή της εκτέλεσης απόφασης καθ΄ όσον αφορά τον εγγυητή, και ενόσω παρα΅ένει ανικανοποίητη η οφειλή, στις πιο κάτω περιπτώσεις:

 

(α1) Σε περίπτωση που πιστωτής, στα πλαίσια εκδίκασης αγωγής ή  στα πλαίσια διαδικασίας ΅έτρων εκτέλεσης ή διαδικασίας αίτησης για έκδοση διατάγ΅ατος παραλαβής από τον πιστωτή έναντι του εγγυητή σε σχέση ΅ε τη σύ΅βαση εγγύησης, δεν αποδείξει ότι έχει εξαντλήσει τις διαθέσι΅ες στον ίδιο διαδικασίες έναντι του πρωτοφειλέτη για την είσπραξη της οφειλής .»

 

Παρόλο που ο όρος «Δικαστήριο» δεν ερμηνεύεται στο Νόμο, προκύπτει από το λεκτικό του άρθρου 9, ότι αυτό δεν είναι δικαιοδοτικού χαρακτήρα, αφού γίνεται αναφορά σε εξουσία και όχι δικαιοδοσία. Περαιτέρω, δεν προσδίδεται στο Ανώτατο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της Δευτεροβάθμιας Δικαιοδοσίας του, πρωτογενής εξουσία για τα ζητήματα στα οποία αφορά το άρθρο 10, παρά μόνο πρωτογενή εξουσία έχει το Δικαστήριο, το οποίο έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί των διαδικασιών στις οποίες αναφέρεται η εν λόγω πρόνοια. Εν προκειμένω, δικαιοδοσία να επιληφθεί διαδικασίας μέτρων εκτέλεσης έχει το Επαρχιακό Δικαστήριο, το οποίο έχει και τον έλεγχο και την εποπτεία της. Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατ΄ έφεση είναι δικαιοδοσία Δεύτερου  Βαθμού και «περιορίζεται στο αντικείμενο της έφεσης και σε θέματα άρρηκτα συνυφασμένα με τη δικαιοδοσία αυτή, μεταξύ των οποίων και η διασφάλιση της δραστικότητας της Δευτεροβάθμιας Δικαιοδοσίας του, προς την οποία συναρτάται η Δ.35, θ.18.» (Thanos Club Hotels Limited v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 312).

 

Ισχύουν εδώ κατ΄ αναλογία, τα όσα λέχθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Thanos Club Hotels Limited, ανωτέρω, απαντώντας στο ερώτημα κατά πόσο παρέχεται στο Ανώτατο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της Δευτεροβάθμιας Δικαιοδοσίας του, πρωτογενής δικαιοδοσία έκδοσης απαγορευτικού διατάγματος σε σχέση με το αντικείμενο αγωγής που εκκρεμεί ενώπιον πρωτόδικου δικαστηρίου:

 

«Η Δευτεροβάθμια Δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου προσδιορίζεται στο ’ρθρο 155.1 και ρυθμίζεται από τις διατάξεις του ’ρθρου 25(1) του Νόμου.  Το ’ρθρο 32 του Νόμου δεν έχει δικαιοδοτικό χαρακτήρα.  Κάμνει πρόνοια για εξουσία, με την οποία περιβάλλεται αρμόδιο δικαστήριο έχον δικαιοδοσία να επιληφθεί του αντικειμένου αγωγής.  Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, την οποία επικαλείται με την έφεσή του ο αιτών, είναι δικαιοδοσία δεύτερου βαθμού.  Προς αυτή και μόνο την εξουσία συναρτώνται τα θεραπευτικά μέσα, τα οποία μπορεί να παράσχει. Το αίτημα για απαγορευτικό διάταγμα κείται εκτός της Δευτεροβάθμιας Δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Η δυνατότητα αναστολής θετικής απόφασης πρωτόδικου δικαστηρίου, εκκρεμούσης της έφεσης, αποτελεί εξουσία συναφή, ως έχουμε εξηγήσει, προς τη Δευτεροβάθμια Δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με την οποία συμπλέκεται. Η άσκησή της θεσμοποιείται από τις διατάξεις της Δ.35, θ.18 και 8.19.»

    

 

Υπό το φως των πιο πάνω, ούτε το αίτημα της αιτήτριας, με βάση τα άρθρα 9 και 10 του Νόμου, μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη.  Η διαπίστωση αυτή καθιστά μη αναγκαία την εξέταση οποιωνδήποτε άλλων λόγων ένστασης αναφορικά με την εφαρμογή του εν λόγω Νόμου.

 

Σε ό,τι αφορά τη Δ.40, θ.7(β) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ούτε αυτή η διάταξη έχει εδώ εφαρμογή, αφού με βάση το λεκτικό της, το Δικαστήριο το οποίο έχει εξουσία να αναστείλει την εκτέλεση εντάλματος κατάσχεσης κινητής περιουσίας είναι το Δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την απόφαση ή προέβη στη διαταγή για την εκτέλεση,  εν προκειμένω, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (βλ. Συνεργατικό Ταμιευτήριο Αμμοχώστου-Λάρνακας Λίμιτεδ ν. Χρίστος Αυξεντίου κ.ά., Πολ. Έφ. Ε125/2015, ημερομηνίας 23.3.2016 και American Express (Europe) Ltd (2000) 1 A.A.Δ. 1422).

 

Η αίτηση απορρίπτεται. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον των αιτητών, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και υποβληθούν στο Δικαστήριο για έγκριση.

 

 

                                                                                    Μ. Νικολάτος, Π.

 

                                                                                    Π. Παναγή, Δ.

 

                                                                                    Κ. Σταματίου, Δ.

 

 

 

 

 

/ΣΓεωργίου


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο